Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Ημαθίας χωριά

Χωριά στο Νομό Ημαθίας

Πόλεις & Χωριά στο Νομό Ημαθίας

Αγία Βαρβάρα

Η Αγία Βαρβάρα είναι χωριό στο νοτιοκεντρικό τμήμα του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται σε πεδινή περιοχή πολύ κοντά στο φράγμα του Αλιάκμονα και στον αυτοκινητόδρομο Ε90, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 80 μέτρων. Η τοπική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός. Ένα έθιμο που τηρείται στο χωριό είναι το Κουρμπάνι στη γιορτή του Αγίου Τρύφωνα με προσφορά φαγητού και παραδοσιακούς χορούς. Το χωριό παράγει τσίπουρο από καζάνια που, παλαιότερα, ήταν πάνω από 40, ενώ σήμερα απέμειναν λιγότερα από 10. Αξιοθέατα στο χωριό είναι ο ναός του Αγίου Τρύφωνα, προστάτης του χωριού και το φράγμα του Αλιάκμονα, στη νοτιοανατολική έξοδο του χωριού.

Αγία Τριάδα

Η Αγία Τριάδα είναι πεδινός οικισμός στο ανατολικοκεντρικό τμήμα του νομού Ημαθίας, στον κάμπο του ποταμού Αλιάκμονα, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 20 μέτρων. Αξιοθέατα του χωριού είναι η κεραμοσκέπαστη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, κτίσμα του 15ου-16ου αιώνα και η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου.

Αγκαθιά

Η Αγκαθιά είναι μικρή πεδινή κωμόπολη στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο μεγάλο κάμπο του Αλιάκμονα, κοντά στις νότιες όχθες του ποταμού και στα όρια με το νομό Πιερίας, σε μέσο υψόμετρο 20 μέτρων. Η τοπική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ορεινός οικισμός. Η Αγκαθιά χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, ύστερα από εκτεταμένες πλημμύρες του ποταμού Αλιάκμονα και οι κάτοικοί της είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι Ρουμλουκιώτες.

Αλεξάνδρεια

Η Αλεξάνδρεια είναι το τρίτο μεγαλύτερο οικιστικό συγκρότημα της Ημαθίας και παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη, καθώς πλησιάζει σε πληθυσμό τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ημαθίας, τη Νάουσα. Χτισμένη στο κέντρο του μεγάλου κάμπου της κεντρικής Μακεδονίας αναπτύσσεται ταχύτατα, έχοντας ρόλο πόλης-δορυφόρου αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη. Η Αλεξάνδρεια παλιότερα ονομαζόταν Γιδάς. Για την προέλευση του παλιού ονόματος έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις όπως η προέλευση από την τουρκική λέξη gida (τροφή), από τη βυζαντινή οικογένεια των Γίδων, καθώς και από το γνωστό οικόσιτο ζώο. Κατά την άποψη τοπικού ερευνητή, η παλαιά ονομασία είναι Γηδάς και όχι Γιδάς, ανάγεται στο Βυζάντιο και σημαίνει «Γη Οδός».

Άμμος

Η Άμμος είναι χωριό στο κεντρικό τμήμα του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο μεγάλο κάμπο του Αλιάκμονα, κοντά στις βόρειες όχθες του ποταμού και σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 35 μέτρων. Η τοπική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός. Αξιοθέατα του χωριού είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο βόρειο τμήμα του οικισμού, το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στη βόρεια έξοδο του οικισμού και το φράγμα και η τεχνητή λίμνη στον Αλιάκμονα, νότια του οικισμού.

Άνω Σέλι

Το Άνω Σέλι είναι ορεινός οικισμός μεγάλου υψομέτρου, στο δυτικό τμήμα του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κοζάνης, στις πλαγιές του κεντρικού Βερμίου, μεταξύ των κορυφών «Χαμίτης» (2.065) και «Παλάτι» (1.895 μ.), νοτιοδυτικά από τα Πηγάδια και σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 1.460 μέτρων. Το Άνω Σέλι είναι κτισμένο σε μεγάλο υψόμετρο, σε ειδυλλιακή δασική τοποθεσία στο κεντρικό Βέρμιο. Βρίσκεται κοντά στα χιονοδρομικά κέντρα Σελίου (νότια) και Πηγαδιών (βόρεια), αλλά και στα ορειβατικά καταφύγια του βουνού. Η περιοχή προσφέρεται για πεζοπορικές διαδρομές υψηλής αισθητικής. Στο κεντρικό τμήμα του οικισμού βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Αρκοχώρι

Το Αρκοχώρι είναι ορεινό χωριό στο δυτικοκεντρικό τμήμα του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές της κορυφής «Μπιτζένα» (1.511 μ.) του Βερμίου, λίγο νοτιότερα της Νάουσας και σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 575 μέτρων. Το χωριό εμφανίζεται ως «Αρκουδοχώρι» το 1646, ως «μήλον της έριδος» δύο Τούρκων αξιωματούχων που το διεκδικούν. Οι κάτοικοι θα συμμετάσχουν με γενναιότητα στην επανάσταση της Νάουσας το 1822, επανδρώνοντας τα επαναστατικά σώματα. Το χωριό όμως θα καταστραφεί ολοσχερώς από τους Τούρκους, και από τους διασωθέντες κατολικους ορισμένοι θα συνεχίσουν τον αγώνα και θα εγκατασταθούν στη Νότιο Ελλάδα. Κάποιοι πάλι επανέρχονται και επανοικίζουν το χωριό μαζί με οικογένειες από γειτονικές περιοχές της Μακεδονίας. Προς το τέλος του 19 ου αι. το χωριό θα γίνει τσιφλίκι, χάνοντας την πολιτική και την οικονομική του αυτοδυναμία. Στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, ήταν λημέρι των Ελλήνων πολεμιστών. Το 1910 οι αρχηγοί των περισσότερων οικογενειών συστήνουν έναν ιδιόρρυθμο συνεταιρισμό, προκειμένου να εξαγοράσουν το χωριό τους από τον Τούρκο ιδιοκτήτη του. Το χωριό δοκιμάζεται κατά τη Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Μεσούντος του τελευταίου οι κάτοικοι παρεπιδημούν στη Νάουσα, όπου εγκαθίστανται στην πλειονότητά τους μόνιμα πια μετά το 1970. Στο Αρκοχώρι βρίσκονται η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στη φερώνυμη θέση στο βόρειο τμήμα του οικισμού, η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στο νότιο τμήμα του οικισμού, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην ανατολική έξοδο του οικισμού και το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, σε κατάφυτη φερώνυμη τοποθεσία, ανατολικά του οικισμού.

Αρχάγγελος

Ο Αρχάγγελος, είναι πεδινό χωριό της Ημαθίας. Ο πληθυσμός του Αρχαγγέλου αποτελείται από γηγενείς Μακεδόνες, αλλά και άτομα Ποντιακής καταγωγής και η ενορία του είναι αφιερωμένη στους «Αγίους Αρχαγγέλλους». Κάθε χρόνο, στις 8 Νοεμβρίου, πραγματοποιείται η καθιερωμένη πανήγυρη του χωριού. Ο οικισμός βρίσκεται ακριβώς στα σύνορα των Νομών Ημαθίας και Πέλλας, μόλις μερικά μέτρα από τον οικισμό «Ακρολίμνη». Από αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινούσε και η αποξηρανθείσα λίμνη των Γιαννιτσών. Νότια του οικισμού, βρίσκεται η Περιμετρική Τάφρος 66.

Ασώματα

Τα Ασώματα είναι ημιορεινό χωριό στο κεντρικό τμήμα του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στα όρια του κάμπου του Αλιάκμονα και στη βόρεια όχθη του ποταμού, πάνω στην Εγνατία Οδό και σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 210 μέτρων. Η τοπική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ημιορεινός οικισμός. Αξιοθέατα του χωριού είναι ο ναός των Αγίων Αρχαγγέλων στο βόρειο τμήμα του οικισμού και η τεχνητή λίμνη του Αλιάκμονα, ανατολικά του οικισμού. Λίγο νοτιότερα βρίσκεται ο υδροηλεκτρικός σταθμός και το φράγμα των Ασωμάτων.

Γιαννακοχώρι

Το Γιαννακοχώρι βρίσκεται στους βορειοανατολικούς πρόποδες του όρους Βέρμιο σε υψόμετρο 325 μέτρα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών 1923, στο χωριό εγκαταστάθηκαν Πόντιοι πρόσφυγες. Είναι γνωστό για τους αμπελώνες του και το οινοποιείο του κτήματος «Κυρ Γιάννη» (Μπουτάρη), Κτήμα Κελεσίδη και άλλων. Ενοριακός ναός είναι η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο κέντρο του χωριού ενώ υπάρχει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο άλσος και τη βόρεια άκρη του χωριού. Στα βορειοδυτικά είναι το «Φαράγγι της Κράστας» που οφείλει την ύπαρξή του στη ροή του ρέματος Μέγα Ρέμα και πάνω από το στενό άνοιγμα του οποίου δεσπόζει ο ομώνυμος λόφος (ύψος μέχρι 200 μ.) που είναι γνωστός για τις αναρριχητικές διαδρομές του. Το χωριό φημίζεται για τα φρούτα του (κεράσια, ροδάκινα, μήλα, ακτινίδια) καθώς και για το εξαιρετικό κρασί και τσίπουρο. Στο χωριό λειτουργούν 3 ρακοκάζανα.

Δάσκιο

To Δάσκιο είναι ένα χωριό στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκεται 44 χιλιόμετρα νότια της Βέροιας και έχει μεσοσταθμικό υψόμετρο 630 μέτρα. Οι κατοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασική εκμετάλλευση. Συγκεκριμένα, οι κάτοικοι που παρέμειναν στο χωριό, το κρατούν ζωντανό και αντιστέκονται στον προβλεπόμενο μαρασμό του τόπου τους, καλλιεργώντας τη γη, εκμεταλλευόμενοι το δάσος. Οι νεότεροι ψάχνουν και άλλες λύσεις για το εισόδημα, πέρα από τα καπνά. Έτσι, αρχίζει σιγά-σιγά να ξεκινά η καλλιέργεια άλλων παραγωγών, υπαίθρια ή σε θερμοκήπια, χαμηλά δίπλα στη λίμνη. Το φυσικό περιβάλλον που ζώνει το χωριό, η πανέμορφη και επιβλητική λίμνη που απλώνεται χαμηλά των πρώτων λόφων των Πιερίων, κατατάσσουν δίκαια το Δάσκιο στα ομορφότερα μέρη της Μακεδονίας. Η λίμνη συγκεντρώνει, καθημερινά σχεδόν, δεκάδες φίλους του ψαρέματος και της φυσικής ζωής. Το Δάσκιο, είναι, μάλιστα, από τα λίγα μέρη που κρατούν ακόμη τόσο ζωντανά τα έθιμα και τις παραδόσεις.

Ελαφίνα

Η Ελαφίνα βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές των Πιερίων Ορέων σε υψόμετρο 880 μέτρα. Πιθανολογείται ότι ο οικισμός προϋπήρχε από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους ενώ καταγράφεται σε οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 15ου και 16ου αιώνα ως Σπουρλίτα (τουρκ. ispirlit) – τοπωνύμιο που σημαίνει καμένη γη. Το χωριό κάηκε την περίοδο της κατοχής από τους Γερμανούς και οι κάτοικοί του μετοίκησαν νοτιοανατολικότερα όπου ίδρυσαν τον Έλαφο Πιερίας. Η διαδρομή από την Ελαφίνα στον Έλαφο, περίπου 12 χιλιόμετρα, είναι σε υψόμετρο 500 με 800 μέτρα ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση (δρυς, οξιές, άγριες καστανιές κλπ) και με ενδιαφέρουσα χλωρίδα (ρίγανη, φλαμούρι, διάφορα βότανα, άγρια αμπέλια, θεραπευτικούς βολβούς κλπ.) ενώ η πανίδα της περιοχής αποτελείται από ελάφια, ζαρκάδια, αγριόχοιρους, λαγούς, λύκους, αλεπούδες και διάφορα αποδημητικά πουλιά. Πολλά ελεύθερα ρυάκια σχηματίζονται από το μεγάλο όγκο βροχών, που καταλήγουν σε τρεις τεχνητές λίμνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των καλλιεργητών.

Επισκοπή Νάουσας

Η Επισκοπή Νάουσας ή Ανθεμίων οφείλει το όνομα της στον Άγιο Αρσένιο Επίσκοπο Βεροίας που έζησε τον 14ο αιώνα. Το χωριό έως την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν πολύ μικρό με ελάχιστες Ελληνικές οικογένειες. Μετά την Καταστροφή της Νάουσας εγκαταστάθηκαν στην Επισκοπή πολλές οικογένειες από την κατεστραμμένη Νάουσα. Η εκκλησία του χωριού χτίστηκε το 1864 προς τιμή των Αγίων Αρχαγγέλων. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Επισκοπή δέχτηκε πρόσφυγες οι οποίοι και αποτέλεσαν τα δύο τρίτα του πληθυσμού, ενώ στους Μακεδόνες κατοίκους συγκαταλέγονται και αρκετοί Σαρακατσαναίοι. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (ροδακινιές, ακτινίδια, νεκταρινιές, μηλιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές, κερασιές και βερικοκιές και την κτηνοτροφία.

Κάτω Βέρμιο

Το Κάτω Βέρμιο ή Κάτω Σέλι είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 400 μέτρων. Μέσα στα όρια του χωριού βρίσκεται το Εθνικό Χιονοδρομικό κέντρο Σελίου. Έχει θέα στην πεδιάδα της Ημαθίας, τον Θερμαϊκό κόλπο και τον ποταμό Αλιάκμονα. Αποτελεί και χειμερινό θέρετρο χάρη στο χιονοδρομικό του κέντρο και τα μεγάλα ύψη χιονόπτωσης στην περιοχή. Αρκετοί από τους κατοίκους είναι Βλάχοι. Το Σέλι είναι χωριό με πλούσια λαογραφία και παράδοση. Πολιούχος και Προστάτιδα του χωριού αλλά και των Σελιωτών είναι η Παναγία. Όλο το Σέλι τιμά κάθε χρόνο την μνήμη της, το Δεκαπενταύγουστο, με θρησκευτικές εκδηλώσεις αλλά και με παραδοσιακά Βλάχικα πανηγύρια.

Κλειδί

Το Κλειδί βρίσκεται στα όρια με το νομό Πιερίας ανάμεσα στους ποταμούς Λουδία και Αλιάκμονα και σε υψόμετρο 9 μέτρα. Είναι χτισμένο δίπλα στη διασταύρωση της Εγγνατίας Οδού με τον Αυτοκινητόδρομο 1 (Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Εύζωνοι) η σιδηροδρομική γραμμή Πειραιά-Θεσσαλονίκης ενώ ανατολικά και νότια ξεκινά το Εθνικό Πάρκο Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα. Ενοριακός ναός είναι η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Αξιοθέατο θεωρείται η «Αρχαία Ρωμαϊκή Γέφυρα του Λουδία», περίπου 3 χιλιόμετρα ανατολικά του οικισμού, η οποία γεφύρωνε την παλιά κοίτη του ποταμού (σήμερα έχει μετακινηθεί 200 μέτρα ανατολικότερα). Αποτελούσε τμήμα της αρχαίας οδού που συνέδεε την Πύδνα και Μεθώνη στην Πιερία με την Πέλλα και τη Θεσσαλονίκη. Διασώζεται ένα μόνο τόξο της με ύψος 6,52 μέτρα, άνοιγμα στο έδαφος 17,24 μέτρα και πλάτος 5,73 μέτρα. Από το 1976 έχει ανακηρυχθεί αρχαίο μνημείο και θεωρείται «ως το μόνον γνωστόν του είδους εις τον χώρον της Μακεδονίας». Σημείο αναφοράς για το Κλειδί είναι οι πολλές πελαργοφωλιές που υπάρχουν στους στύλους της ΔΕΗ και τα τελευταία 10 χρόνια «φιλοξενούν» τους πληθυσμούς των πελαργών.

Κουμαριά

Η Κουμαριά είναι ένα ορεινό χωριό χτισμένο στους πρόποδες του ανατολικού Βερμίου σε υψόμετρο 780 μέτρων. Η Κουμαριά ήταν κάποτε ο μόνος οικισμός του Βερμίου που κατοικούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Οι κάτοικοί της είναι ως επί το πλείστον Βλάχοι και πρόσφυγες από τον Πόντο. Οι πρόγονοι των σημερινών Βλάχων κατοίκων της Κουμαριάς εγκαταστάθηκαν σε αυτό, αφού πρώτα αγόρασαν το τσιφλίκι των 30.000 στρεμμάτων περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα, προερχόμενοι από το Κάτω Βέρμιο και το Ξηρολίβαδο. Έλκουν την καταγωγή τους από τους ορεινούς οικισμούς των Γρεβενών και κυρίως από την Αβδέλλα και τη Σαμαρίνα. Η αρχική ονομασία του ήταν Δόλιανη που σημαίνει χαμηλότοπος ή κοιλάδα. Σήμερα το χωριό δεν έχει αμιγή βλάχικο πληθυσμό, καθώς μετά τα γεγονότα του 1922 εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό μια ομάδα περίπου 30 προσφυγικών οικογενειών από τον Πόντο. Μετά τα γεγονότα του 1822 με την καταστροφή της Νάουσας και των οικισμών του Βερμίου το παλιό χωριό καταστράφηκε. Το μόνο που έμεινε από τον παλαιό οικισμό είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Το σημερινό χωριό χτίστηκε στα ερείπια του παλιού. Το νέο χωριό χτίστηκε βάσει πολεοδομικού σχεδίου που εκπόνησαν Γάλλοι φοιτητές. Χαράχθηκαν οικόπεδα με χώρο για σπίτι και κήπο και χτίστηκε σχολείο και εκκλησία. Γρήγορα αναπτύχθηκε με σπίτια τριώροφα πέτρινα, ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής μοναδικά για την εποχή, αρκετά εκ των οποίων σώζονται σε καλή κατάσταση ως και σήμερα. Ήταν πρότυπο χωριού για τα δεδομένα της εποχής. Στις αρχές του 20ου αιώνα η Κουμαριά είχε την εικόνα ενός εύπορου και αναπτυσσόμενου χωριού και ένα μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής σχολικό κτίριο. Καθώς το χωριό πήρε τη μορφή ενός εδραίου οικισμού και ανάμεσα στους κατοίκους του υπήρχαν ελάχιστες οικογένειες της τάξης των νομαδοκτηνοτρόφων, η Κουμαριά θεωρούνταν ως τόπος κατοικίας των ευπορότερων και των πιο αρχοντικών οικογενειών των Βλάχων.

Κυψέλη

Το χωριό Κυψέλη βρίσκεται στους πρόποδες των Πιερίων και πλάι στον ποταμό Αλιάκμονα. Η Κυψέλη είναι σχετικά νέο χωριό. Χτίστηκε στη θέση αυτή κατά τη δεκαετία του 1930. Μετά από την κατασκευή (ευθυγράμμιση, 1928) της νέας κοίτης του ποταμού Αλιάκμονα και του μεγάλου αναχώματος στην αριστερή του πλευρά για την προστασία των χωριών του κάμπου, ο Αλιάκμονας κάθε άνοιξη υπερχείλιζε και κάλυπτε με τα νερά του ένα μεγάλο μέρος του κάμπου στη δεξιά του πλευρά, όπου βρίσκονταν τότε τα χωριά Γριτζάλι (σημερινή Αγκαθιά), Σερμελί (Καλύβια) και Νεοχώρι (πρώτος οικισμός εγκατάστασης των προσφύγων). Λόγω ακριβώς των συχνών πλημμυρών αυτών σχεδιάστηκε η μεταφορά των πληττομένων οικισμών σε μέρος υψηλότερο, στο μέρος που βρίσκεται σήμερα η Κυψέλη. Στη θέση αυτή αποφάσισε να μετατεθούν οι οικισμοί Σερμελή (Καλύβια) με γηγενείς κατοίκους, το Νεοχώρι με πρόσφυγες και η Σφηνίτσα με γηγενείς. Η οριστική απόφαση ελήφθη όταν την άνοιξη του 1929 μεγάλη πλημμύρα κάλυψε το χωριό Σερμελί. Αποφασίστηκε λοιπόν η άμεση μετακίνηση του χωριού σε πιο ασφαλές μέρος. Έγινε ρυμοτόμηση, και δόθηκαν οικόπεδα των 2 στρεμμάτων σε κάθε μια από τις 25 οικογένειες του χωριού. Τα παλαιότερα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού ήταν κυριολεκτικά αφοσιωμένοι στη γεωργία. Καλλιεργούσαν κατά βάση σιτηρά και λιγότερα καλαμπόκια. Η καλλιέργεια του βαμβακιού και των οπωροφόρων άρχισε κατά την δεκαετία του 1970.

Λευκάδια

Τα Λευκάδια βρίσκονται στους βορειοανατολικούς πρόποδες του όρους Βέρμιο σε υψόμετρο 90 μέτρα. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Πολιούχος ναός είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Νότια του χωριού, προς την κατεύθυνση του Κοπανού, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας μακεδονικής πόλης Μιέζα ενώ στα ανατολικά, το 1877, ο Δανός αρχαιολόγος Carl Kinh ανακάλυψε το μακεδονικό «Τάφο της Κρίσεως». Το 1942, ο Χαράλαμπος Μακαρώνας ανακάλυψε, στα δυτικά, τους τάφους του Λίσονα και του Καλλικλή ενώ το 1971 η Αικατερίνη Ρωμιοπώπου άνοιξε δυτικά τον «Τάφο των Ανθεμίων».

Μέση

Η Μέση βρίσκεται στα βόρεια του ποταμού Αλιάκμονα, σε υψόμετρο 30 μέτρα. Από τα επιφανειακά ευρήματα γύρω από το χωριό αποδεικνύεται η συνεχής και εντατική χρήση του χώρου από την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο ( 6500 – 5600 π.Χ.) ως και την ύστερη αρχαιότητα (250-750 μ.Χ.). Επάνω σε χαμηλά εξάρματα του εδάφους υπήρχαν μικροί παρόχθιοι οικισμοί του κάτω ρου του Αλιάκμονα. Σε αγροτεμάχιο στη δυτική είσοδο του χωριού βρέθηκε χειροποίητη και τροχήλατη κεραμική από πιθοειδή και άλλα αγγεία της πρώιμης εποχής του Σιδήρου (11ος – 8ος αι. π.Χ.).

Μονόσπιτα

Τα Μονόσπιτα είναι πεδινός οικισμός και βρίσκονται στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Βέρμιο στην πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας. Από το χωριό διέρχεται ο χείμαρρος Κουτίχας. Η προέλευση του ονόματος του χωριού είναι ένα θέμα που έχει συζητηθεί στο παρελθόν. Η πρώιμη αρχιτεκτονική του χωριού βασίζονταν στα κλασσικά «μονόσπιτα» της Ελλάδας με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική όπου όλες οι κατοικίες ήταν ενωμένες μεταξύ τους σχηματίζοντας κάτι αντίστοιχο με τα «terraced houses» της Αγγλίας. Η ύπαρξη 2 τέτοιων παράλληλων κατασκευών προφανώς έδωσαν και την ονομασία στον οικισμό, αναιρώντας την άποψη περί εξελληνισμένου σλαβικού ονόματος. Υπήρχαν στοιχεία ύπαρξης αρχαίας κατασκευής κοντά στο χωριό, πιθανότατα κεραμοποιείο ή τάφος, που καταστράφηκαν όμως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γενικά η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε αρχαιολογικά ευρήματα (Μακεδονικός Τάφος Κινχ, Μακεδονικός Τάφος Ανθεμίων, Σχολή Αριστοτέλους, κ.α.). Το 1922, με τις ανταλλαγές πληθυσμών, το χωριό δέχτηκε εγκάρδια πληθυσμούς από την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία.

Νέα Νικομήδεια

Η Νέα Νικομήδεια βρίσκεται βορειοανατολικά της Βέροιας. Είναι γνωστό για το νεολιθικό οικισμό, έναν από τους παλαιότερους στην Ευρώπη. Ο οικισμός χαρακτηρίζεται για την ευρεία παραγωγή ροδάκινων. Ο πρώην νεολιθικός οικισμός της Νέας Νικομήδειας βρίσκεται περίπου σε απόσταση 2 χλμ. Είναι από τις πρώτες γνωστές τοποθεσίες της Μακεδονίας, που χρονολογούνται από το 6250-6050 π.Χ., μπορεί να είχε πληθυσμό μέχρι 500-700. Ανασκάφηκε εκτενώς σε τρεις φάσεις (1961, 1963 και 1964) από τον R. J. Rodden και την ομάδα του. Ο χώρος, που καλύπτει είναι έκταση περίπου 1.690 τετραγωνικών μέτρων, έχει τετραγωνικές κατοικίες με 12 μέτρα. τα σπίτια της Νέας Νικομήδειας κατασκευάστηκαν -όπως και οι περισσότερες κατασκευές σε όλη τη Νεολιθική βόρεια Ελλάδα από ξυλεία σε ξύλινο πλαίσιο. Τα αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή περιλαμβάνουν πτερύγια πυριτίου, χορδές από πέτρα, πήλινα ειδώλια με σταυροειδή μάτια και μύτες σχήματος ράμματος, σφραγίδες για το στολισμό του σώματος, κρεμαστό κόσμημα με σχήμα βατράχου από στεατίτη, τα εργαλεία των οστών. Οι αρχαιολόγοι που ανασκάπτουν την αρχαία πόλη ανακάλυψαν επίσης γλυπτά από πηλό γυναικών με διπλωμένα χέρια. Στο χώρο βρέθηκαν κεραμικά, ειδικά μεγάλα αγγεία, με ύψος 60 εκατοστών και χωρητικότητα 85 λίτρων. Η περιοχή βρισκόταν αρχικά στις όχθες του Θερμαϊκού Κόλπου ή ενδεχομένως σε λίμνη ή λιμνοθάλασσα. Ήδη από τη δεκαετία του 1930, ο βάλτος της λίμνης Γιαννιτσών κάλυπτε μεγάλο μέρος της περιοχής. Αρχικά το χωριό ονομάστηκε Μπρανιάτα και χτίστηκε το 1922 από Έλληνες πρόσφυγες από τη Νικομήδεια στη βορειοδυτική Ανατολία. Έλαβε το σημερινό της όνομα το 1953.

Νησί

Το Νησί οφείλει την ονομασία του στη νησίδα του παραποτάμου του Αλιάκμονα στην οποία είχαν βρεθεί τα οστά των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκε το ομώνυμο μοναστήρι. Ο ναός έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και πρόκειται «για τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που κτίσθηκε το 1813, και αποτελεί αξιόλογο δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 19ου αιώνα στην Επαρχία της Ημαθίας». Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξε εθνικό, θρησκευτικό και εκπαιδευτικό προπύργιο της περιοχής (Ρουμλούκι) ενώ γνώρισε μεγάλη άνθιση κυρίως τον 18ο και 19ο αιώνα. Από τα κειμήλια της περιόδου εκείνης αποδεικνύεται ο πνευματικός σύνδεσμος του μοναστηριού με την Αυτοκρατορική Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Επιπλέον, η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι οι παλαιοί οικισμοί του ήταν χτισμένοι σε εκτάσεις, οι οποίες ήταν νησίδες της Λίμνης των Γιαννιτσών. Κατά την παράδοση, το χωριό ήταν διασκορπισμένο ανά 5-10 σπίτια σε διάφορα σημεία (όπως στην τοποθεσία «Μπάχτσι», βορείως του σημερινού χωριού). Όταν όμως βρέθηκαν τα οστά των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού (μέσα σε όστρακο χελώνας) χτίστηκε εκκλησάκι και αργότερα μοναστήρι, με αποτέλεσμα σταδιακά οι κάτοικοι των γύρω οικισμών να αρχίσουν να συγκεντρώνονται πέριξ της Μονής δημιουργώντας έναν ενιαίο οικισμό. Ο συγκεκριμένος παραπόταμος υπάρχει ακόμη και σήμερα πίσω από την παλιά Μονή ως αποστραγγιστική τάφρος. Οι κάτοικοι του ήταν αρχικά ψαράδες και μικροκαλλιεργητές. Μετά την αποξήρανση της Λίμνης των Γιαννιτσών άρχισαν να εγκαθίστανται οικογένειες από διάφορα μέρη, κυρίως σε περιοχές ανατολικώς και νοτίως της Μονής. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στο Νησί αρκετές οικογένειες Ελλήνων της Μικράς Ασίας, ενώ αργότερα (1938-40) εγκαταστάθηκαν Βλάχοι από το Σέλι, Πόντιοι από τη Γουμένισσα Πέλλας και Δασκιώτες από το Δάσκιο Ημαθίας (1944-45).

Ξηρολίβαδο

Το Ξηρολίβαδο είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.220 μέτρων σε ένα οροπέδιο του όρους Βερμίου και αποτελεί έναν από τους ορεινότερους οικισμούς της Ελλάδας. Δίπλα στον οικισμό κατά τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες σχηματίζεται μία μικρή λίμνη, που οι κάτοικοι της περιοχής την ονομάζουν Μπάρα. Ο οικισμός είναι πολύ παλιός και ανέρχεται στους βυζαντινούς χρόνους, χωρίς να είναι γνωστό πως ονομάζονταν τότε. Αναφέρεται γραπτώς στα έγγραφα του Τουρκικού ιεροδικείου της Βέροιας από το 1640-41 και ύστερα. Ξέρουμε επίσης ότι καταστράφηκε πολλές φορές πιο πριν από πυρπολήσεις και από ληστές. Καταστράφηκε το 1795 από ληστές και οι κάτοικοι των 300ων περίπου σπιτιών σκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, ιδίως στη Μακεδονία. Ξαναχτίστηκε, ίσως το 1805 και έγινε τσιφλίκι του Αλή Πασά. Ξανά καταστράφηκε το 1822 μαζί με την καταστροφή της Νάουσας, και ξανά οικοδομήθηκε το 1880-90.

Παλαιά Λυκόγιαννη

Η Παλαιά Λυκογιάννη βρίσκεται στον κάμπο της Ημαθίας και αποτελείται από κατοικίες, χώρους εκτροφής οικόσιτων ζώων και εργασίας. Τριγύρω του υπάρχουν εντατικές καλλιέργειες κάθε λογής παραγωγής με κυριότερη αυτή του ροδάκινου. Είναι από τα μικρότερα χωριά της Ημαθίας. Στα 300 μ. βόρεια του χωριού και σε έκταση 150 στρ. περίπου, που καλλιεργείται, συλλέχθηκαν όστρακα διαφόρων εποχών, κυρίως των ιστορικών περιόδων. Τα όστρακα, προϊστορικής εποχής, εντοπίστηκαν σε αυτόν το χώρο όπου υπήρχε τούμπα μεγάλης έκτασης που έχει ισοπεδωθεί ήδη από την δεκαετία του 1960 παρά το χαρακτηρισμό της περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου. Η επιφανειακή κεραμική είναι άφθονη σε ποσότητα και τοποθετεί χρονολογικά την εγκατάσταση σε αυτήν τη θέση στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο (περίπου 5300 με 4500 π.Χ.). Οι κατηγορίες κεραμικής που διακρίθηκαν είναι οι εξής: α) Μαύρη στιλπνή, β) Καστανή ή πορτοκαλέρυθρη στιλβωμένη, γ) Μελανοστεφής και δ) Χωρίς επίχρισμα. Το πιο σημαντικό όστρακο προέρχεται από ανθρωπόμορφο αγγείο. Επίσης συλλέχθηκαν δύο εργαλεία, μία αποσπασματικά σωζόμενη λίθινη αξίνα και ένα ξέστρο σε λεπίδα.

Πολύδενδρο

Το Πολύδενδρο βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές των Πιερίων Ορέων σε υψόμετρο 760 μέτρα. Έχει να επιδείξει σπουδαία ιστορία διαχρονικά. Αρχαιοελληνικές επιγραφές, κυρίως από ταφικές στήλες, φανερώνουν ότι υπήρχε ζωή στην περιοχή από τα χρόνια του Αλεξάνδρου, ίσως και παλαιότερα. Ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Χριστοφόρου, στα δυτικά του χωριού, έχει τοιχογραφίες, που μπορούν να χρονολογηθούν στα μέσα του 17ου αιώνα, ή και παλαιότερα. Περί το 1775, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, με πρόσκληση των κατοίκων, ήρθε στο χωριό και το διέσωσε από πανώλη. Σταύρωσε το χωριό τοποθετώντας σιδερένιους σταυρούς στα τέσσερα άκρα του χωριού, σε βελανιδιές-δέντρα λέγονται εδώ. Ένας από αυτούς τους σταυρούς βρέθηκε το 2011 και φυλάσσεται στο Μοναστήρι της Παναγίας Δοβράς, στη Βέροια. Ο ενοριακός ναός της Κόκοβας τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου του Μυροβλύτη. Οι εικόνες του τέμπλου χρονολογούνται με επιγραφές το 1778 και το 1861. Υπάρχουν και αρχαιότερες καθώς και πολλά νεότερα εικονίσματα, με επώνυμους αγιογράφους της Βέροιας. Όμως η αριστουργηματική εικόνα του Αγίου Δημητρίου, το παλλάδιο του χωριού, μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια στα μέσα του 16ου αιώνα. Στα νοτιοανατολικά του χωριού υπάρχει ο κοιμητηριακός σήμερα ναός του Αγίου Αθανασίου, όπου τιμάται και η μνήμη των Αγίων ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού και νεομάρτυρος Νίκου (Νικολάου) του Κοκοβίτου. Η εορτή αυτών των δύο αγίων Νεομαρτύρων καθιερώθηκε από τον Μητροπολίτη Βεροίας Παντελεήμονα και τιμάται στις 9 Αυγούστου. Κατ’ έτος στο χωριό μεταβαίνει η τιμία κάρα του Αγίου Κλήμεντος, Αρχιεπισκόπου Αχρίδος, που φυλάσσεται στην παραπλήσια Μονή Τιμίου Προδρόμου Πιερίων Βεροίας.

Πολυπλάτανος

Ο Πολυπλάτανος βρίσκεται στα όρια με το νομό Πέλλας σε υψόμετρο 25 μέτρα. Το σύγχρονο όνομά του το πήρε το 1926 από την επιτροπή τοπωνυμίων επειδή έχει πολλά πλατάνια. Σημαντική στιγμή για το χωριό ήταν η εγκατάσταση προσφύγων τη περίοδο 1922-1924, που αναμίχθηκαν με τον πληθυσμό των ντόπιων (που ομιλούσαν τη Σλαβομακεδονική διάλεκτο). Το 1963 ανακαλύφθηκαν στη θέση «Τουμπίτσα» ίχνη νεολιθικού οικισμού, καθώς βρέθηκαν αγγεία και εργαλεία που χρονολογούνται από την 5η χιλιετία π.Χ. Στη μέση της πλατείας του έχει το σύμβολο της Μακεδονίας. Από το χωριό περνάει η Τάφρος 66 (από το 1932 που αποξηράνθηκε η λίμνη Γιαννιτσών, στις παρυφές της οποίας βρισκόταν το χωριό) που ενώνεται με τον Αλιάκμονα και στην οποία καταλήγουν βιομηχανικά απόβλητα. Η οικονομία του χωριού είναι γεωργική, με καλλιέργεια νεκταρινιών και ροδάκινων.

Ριζώματα

Τα Ριζώματα Ημαθίας είναι ένα μεγάλος ημιορεινός οικισμός που βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού στα όρια με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης. Το χωριό απλώνεται στις δυτικές πλαγιές των Πιερίων σε υψόμετρο 650 μέτρων περίπου. Ο πληθυσμός του στη συντριπτική του πλειοψηφία ασχολείται με τη γεωργία. Το παλαιότερο όνομα του χωριού ήταν Μπόστιανη και μετονομάστηκε το 1927. Έχει πλούσια ιστορία και παράδοση και περιβάλλεται από ένα πανέμορφο φυσικό περιβάλλον (δάση και λιβάδια, ρυάκια και χείμαροι).

Στενήμαχος

Η Στενήμαχος (ή Χωροπάνι όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι) βρίσκεται σε υψόμετρο 153 μέτρων στους πρόποδες του όρους Βέρμιο, απλωμένη στον εύφορο κάμπο της Νάουσας. Οι κάτοικοι της ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία αλλά και με την αμπελουργία. Η παλαιά ονομασία του ήταν Διχαλεύρι. Μεταγενέστερα αποκαλούνταν Χωροπάνι και άλλαξε το 1953, όταν το χωριό ονομάστηκε Στενήμαχος, όπως και η βουλγαρική πόλη Ασένοβγκραντ της Ανατολικής Ρωμυλίας απ’ όπου και κατάγεται η πλειονότητα των κατοίκων του χωριού. Τη δεκαετία του 1960 η Στενήμαχος, όπως και η ευρύτερη περιοχή, γνώρισε σπουδαία βιομηχανική ανάπτυξη. Το 1967 λειτούργησε για πρώτη φορά ένα από τα διασημότερα οινοποιία της Ελλάδας, το οινοποιείο Μπουτάρη. Επίσης στη Στενήμαχο είχαν έδρα και άλλες βιομηχανικές μονάδες της Νάουσας, κυρίως κλωστοϋφαντουργίες. Στην περιοχή σώζονται τα ερείπια του παλιού οικισμού «Διχαλεύρι» και η οικία του «Γέρου Καρατάσου», διάσημου οπλαρχηγού στην επανάσταση της Νάουσας.

Φυτεία

Η Φυτεία ή Φυτιά είναι ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 540 μέτρων στις πλαγιές του Βερμίου. Η περιοχή της Φυτιάς σύμφωνα με ενδείξεις κατοικείται από την αρχαιότητα. Το χωριό ονομαζόταν Τσόρνοβο ή Τσέρνοβο που σημαίνει μαύρο κρασί λόγω του σκούρου κόκκινου κρασιού που παρήγαγαν οι αμπελώνες του. Μετονομάστηκε το 1926 σε Φυτεία και τα νεώτερα χρόνια σε Φυτιά. Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο γεγονός ότι οι κάτοικοι της Φυτιάς έχουν ελληνική καταγωγή και ανέκαθεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Εξάλλου το λεξιλόγιο των κατοίκων ακόμα και των γηραιότερων είναι αμιγώς ελληνικό με ελάχιστα κατάλοιπα άλλων γλωσσών. Ο Ναός του Αγίου Αθανασίου (και συγκεκριμένα ένα τμήμα που διασώθηκε από τον παλιό ναό) κηρύχθηκε το 1969 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο  από το ελληνικό κράτος. Στους τοίχους του υπάρχουν τοιχογραφίες αγίων, με πιο εντυπωσιακή αυτή του αγίου Νέστορα. Κατά την παράδοση, από το μάτι του αγίου φαίνεται να τρέχει αίμα από τότε που μουσουλμάνοι προσπάθησαν να το βγάλουν αλλά, σκαλίζοντας την τοιχογραφία, ανάβλυσε αίμα τρέποντάς τους σε φυγή. Υπάρχουν δύο εκκλησίες, ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Αθανάσιος που θεωρείται προστάτης του χωριού. Ακόμη υπάρχουν τέσσερα παρεκκλήσια γύρω από το χωριό, η Αγία Παρασκευή στο Κλαδάκι, οι Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Μόδεστος και ο Άγιος Πρόδρομος στο δρόμο για το Κωστοχώρι.

Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια

Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register