Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Πέλλας χωριά, πόλεις

Χωριά στο Νομό Πέλλας

Πόλεις & Χωριά στο Νομό Πέλλας

Αγάθη

Η Αγάθη βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του νομού Πέλλας, σε πεδινή περιοχή, που όμως ανηφορίζει βόρεια προς τις παρυφές του όρους Βόρας. Είναι χαρακτηρισμένος ως αγροτικός πεδινός οικισμός, σε υψόμετρο 155 μέτρα, κοντά στον μικρό ποταμό Κόζιακα, που συμβάλλει στον Μογλενίτσα.

Αγία Φωτεινή

Η Αγία Φωτεινή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού Πέλλας στα σύνορα με το νομό Ημαθίας. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Βέρμιο, σε υψόμετρο 660 μέτρα, ανάμεσα στα χωριά Φλαμουριά και Ροδοχώρι, ενώ σε μικρή απόσταση, σε υψόμετρο 1.250 μέτρα, βρίσκεται και ο οικισμός του Αγίου Παύλου της Νάουσας, ο οποίος διαθέτει ορισμένους ξενώνες και ταβέρνες, καθώς βρίσκεται πολύ κοντά στο χιονοδρομικό κέντρο του Βερμίου Τρία-Πέντε Πηγάδια και ένα από τα πιο γνωστά τουριστικά μέρη της περιοχής.

Άγιος Αθανάσιος

Ο Άγιος Αθανάσιος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στις πλαγιές του όρους Καϊμακτσαλάν. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός από το 1992. Ο Άγιος Αθανάσιος αναπτύσσεται ταχύτατα τουριστικά λόγω της γειτνίασης του με το χιονοδρομικό κέντρο του Καϊμακτσαλάν. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Τσέγανη ή Τσεγάνη. Το χωριό χτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα μάλλον από κτηνοτρόφους και χτίστες από την Ήπειρο και βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε παραχωρήσει κάποια προνόμια στους κατοίκους για την αυτοδιαχείριση των κτημάτων. Στην περιοχή, βρέθηκαν ερείπια από κατοικίες και οχυρώσεις από τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, κάτι που δικαιολογείται λόγω της εγγύτητας του οικισμού με την Εγνατία Οδό. Κατά τη δεκαετία του ’80, ιδρύεται πεδινότερα και το χωριό Νέος Άγιος Αθανάσιος, καθώς το παλιό χωριό κρίθηκε ανασφαλές από γεωλογικής άποψης μετά από σεισμούς. Ο παλιός οικισμός εγκαταλείφθηκε πλήρως μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οπότε δημιουργήθηκαν ξενώνες και αναπτύχθηκε τουριστική δραστηριότητα λόγω του χιονοδρομικού κέντρου του Καϊμακτσαλάν.

Άγιος Δημήτριος

Ο Άγιος Δημήτριος (παλαιότερα Κέντροβο και Κεδρώνας, γνωστός στα βλάχικα ως Κίντροβα) είναι ορεινό χωριό χτισμένο στις πλαγιές του Βερμίου, σε υψόμετρο 780 μέτρων, ανατολικά της λίμνης Βεγορίτιδας και νότια της λίμνης Άγρα. Η παλιά ονομασία είναι Κέντροβο και έτσι αναφέρεται επίσημα μετά την απελευθέρωση το 1918. Σύμφωνα με στατιστική των ελληνικών προξενικών αρχών την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα στο χωριό ζούσαν έξι οικογένειες σλαβόφωνων πατριαρχικών (συνολικά 27 κάτοικοι), οι οποίοι το επόμενο διάστημα -κατά μια εκδοχή- μετοίκησαν ομαδικά στο Μεσημέρι Πέλλας. Παράλληλα, αναφέρεται μια νομαδική εγκατάσταση Βλάχων σε κτήματα ιδιοκτησίας Αλβανών μπέηδων του Μοναστηρίου, η οποία τα επόμενα χρόνια έλαβε μόνιμη μορφή, ενώ το 1910 ή 1911, οι Βλάχοι εξαγόρασαν το τσιφλίκι με ρουμανική οικονομική βοήθεια και ακολούθως δημιούργησαν ρουμανικό σχολείο και εκκλησία. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους περιήλθε στην Ελλάδα και σύμφωνα με την απογραφή που διενεργήθηκε το 1913 είχε 390 κατοίκους, αν και αρχειακές εκτιμήσεις εκείνου του έτους και του επόμενου καταγράφουν 690 και 305 κατοίκους αντίστοιχα, με τις πληθυσμιακές αυξομειώσεις να αποδίδονται στις εποχιακές μετακινήσεις των ντόπιων κτηνοτρόφων. Τη δεκαετία του 1920, μεγάλο μέρος των Ρουμανόβλαχων του χωριού μετανάστευσε στη Ρουμανία. Το 1926 μετονομάστηκε σε Κεδρώνας. Μετά το τέλος της Κατοχής σταμάτησε η λειτουργία του τοπικού ρουμανικού σχολείου, ενώ την περίοδο του Εμφυλίου η πλειοψηφία των κατοίκων εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα και τη Νάουσα. Το 1950 το χωριό έλαβε τη σημερινή του ονομασία.

Άγρας

Ο Άγρας είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 480 μέτρων. Η ονομασία του χωριού οφείλεται στο μακεδοναμάχο ήρωα Καπετάν Άγρα που στις 7 Ιουνίου 1907 απαγχονίστηκε από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ στο δρόμο προς τη γειτονική Καρυδιά (ΒΔ.). Ανατολικά του χωριού είναι ο Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα της ΔΕΗ, ενώ δυτικά ο υδροβιότοπος Άγρα-Βρυτών-Νησίου από τον οποίο πηγάζουν νερά που κατευθύνονται στον ποταμό Εδεσσαίο ή Βόρα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε πάνω στην κοίτη του ποταμού το 1953 για τις ανάγκες του υδροηλεκτρικού σταθμού και η οποία παλιότερα αναφερόταν ως «τυρφώνας Νησίου» ή ως τεχνητή λίμνη Άγρα. Η παλιά ονομασία του χωριού, από την περίοδο της τουρκοκρατίας, είναι Βλάδοβο και έτσι αναφέρεται μετά την απελευθέρωση το 1918. Το 1926 μετονομάστηκε σε Άγρας.

Αετοχώρι

Το Αετοχώρι βρίσκεται στα ορεινά της Αλμωπίας σε υψόμετρο 680 μέτρα. Στα βορειοδυτικά του οικισμού βρίσκεται ο ορεινός όγκος Πίνοβο, το οποίο μαζί με το γειτονικό του Τζένα αποτελούν περιοχές ιδιαίτερου αλπικού κάλλους, και εντάσσονται στο Δίκτυο Φύση 2000 (NATURA2000). Η συνολική έκταση της περιοχής ειδικής προστασίας, ανέρχεται στα 20066.86 εκτάρια. Ο ορεινός όγκος του Βόρα μαζί με τα γειτονικά βουνά του Πίνοβο, της Τζένα και Πάικο συνθέτουν το ορεινό τόξο της Αλμωπίας, το οποίο μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 δεν ήταν επαρκώς ερευνημένο. Η ορνιθολογική σημασία της περιοχής είναι μεγάλη, καθώς τα υπάρχοντα στοιχεία την κατατάσσουν ως μία από τις σημαντικότερες περιοχές για αρπακτικά πουλιά στην Ελλάδα, αλλά και για άλλα σπάνια είδη. Το χωριό ονομαζόταν παλαιότερα Τούσιανη, η οποία ανήκε στον καζά της Γευγελής, περιοχή της Καρατζόβας ή Βλαχομογλενών. Πριν τους Βαλκανικούς πολέμους ζούσαν περίπου 1.050 εξαρχικοί Μακεδόνες. Με τη Συνθήκη της Νειγύ, 39 οικογένειες από την Τούσιανη μετανάστευσαν στη Βουλγαρία. Έπειτα, το 1923-24 η Ελληνική Κυβέρνηση εγκατέστησε στο χωριό 10 οικογένειες πατριαρχικών προσφύγων. Το 1928 ο πληθυσμός ήταν 624 άτομα εκ των οποίων τα 29 ήταν προσφυγικής καταγωγής. Το χωριό, εδώ που είναι σήμερα, έχει νερά, είναι πιο κοντά ο κάμπος και το χτυπάει ο βοριάς λιγότερο, ονομάστηκε δε Αετοχώρι, γιατί δεξιά του δημόσιου δρόμου με κατεύθυνση προς το χωριό Νότια, μέσα στον κάμπο, σώζονται ερείπια από παλαιότερο χωριό που λεγόταν Αετός. Περιμετρικά του οικισμού και σε ακτίνα 500-700 μέτρων βρίσκονται πέντε παρεκκλήσια Άγιος Συμεών, Άγιος Αθανάσιος, Αγία Κυριακή, της Παναγίας καθώς και της Αγίας Παρασκευής. Στο Αετοχώρι επειδή παλιά πέθαιναν οι νέοι, κατ’ άλλους οι νιόπαντροι, όργωσαν το χωριό περιμετρικά με δίδυμα δαμάλια και αλέτρι, που τα οδηγούσε δίδυμος αδελφός, και όπου σταματούσαν για ξεκούραση τα δαμάλια, έχτιζαν και από ένα παρεκκλήσι. Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία, σφάξανε τα δαμάλια, και τα βάλανε στα μνήματα της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, που βρίσκεται αριστερά μπαίνοντας στο χωριό, και βάλανε πάνω τους μια στρόγγυλη πέτρα, σαν μυλόπετρα, όρθια. Μάλιστα η παράδοση έλεγε ότι αν πέσει ή γύρει η πέτρα, τότε θα ξανάρθει το κακό. Γι’ αυτό την πρόσεχαν και την ξανατοποθετούσαν στη θέση της, όρθια, γιατί αλλιώς θα πέθαιναν οι γυναίκες. Το 1912 Έλληνες στρατιώτες αφού αποκαθήλωσαν τις εξαρχικές εικόνες από το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, έσβησαν τις επιγραφές που ήταν γραμμένες στην κυριλλική, συγκέντρωσαν τους κατοίκους στη μικρή πλατεία του χωριού, και με απειλές τους ζητούσαν να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έπιασαν και κρέμασαν πέντε εξαρχικούς ιερείς, λεηλάτησαν το χωριό και έσφαξαν δύο κατοίκους. Το ίδιο χρονικό διάστημα κρατούσαν τον πληθυσμό σε κατάσταση τρόμου και αγωνίας, μέχρι που πολλοί εγκατέλειψαν το χωριό και έφυγαν για την Βουλγαρία. Στον εμφύλιο το χωριό βομβαρδίστηκε και έτσι έμεινε ένα θλιβερό ερείπιο με λιγοστούς γέροντες. Αξιοθέατο του χωριού είναι η παλιά εκκλησία, του Αγίου Δημητρίου, με το ψηλό τετραώροφο πυργοειδές καμπαναριό με ύψος 15 μέτρα. Εκείνη την εποχή δεν είχαν αφήσει οι Τούρκοι να το χτίσουν ψηλότερο, γιατί υποστήριζαν ότι από εκεί θα έβλεπαν τις γυναίκες του μπέη της Αψάλου, χωριό το οποίο βρίσκεται πάνω από 50 χιλιόμετρα μακριά, στη μέση του κάμπου της Αλμωπίας, στα ριζά του βουνού προς Έδεσσα. Γι’ αυτό το συμπλήρωσαν με ξύλα και κρέμασαν την καμπάνα, έτσι από τα πέντε πατώματα του καμπαναριού, τα τέσσερα είναι με πέτρα και το ένα, το πέμπτο, με ξύλα. Η εκκλησία χτίστηκε το 1842, όπως τεκμηριώνεται από τη σκαλισμένη σε πέτρα χρονολογία, και είναι τρίκλιτη βασιλική με κλειστό περίστωο. Η αγιογράφηση της εκκλησίας έγινε από οικογένεια λαϊκών ζωγράφων από το Κρούσοβο, η οποία άλλωστε αγιογράφησε όλες τις εκκλησίες της Άνω Αλμωπίας. Ο επισκέπτης θα δει να εκτυλίσσονται σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, όπως η δημιουργία των Πρωτοπλάστων, η ζωή τους στον Παράδεισο, το αμάρτημά τους, η εκδίωξή τους, αλλά και από την Καινή Διαθήκη, όπως η Γέννηση του Χριστού, η Ανάσταση κ.ά. Όλες οι σκηνές υπομνηματίζονται με καλαίσθητες και ευανάγνωστες ελληνικές επιγραφές που κατατοπίζουν πλήρως τον επισκέπτη. Στην εκκλησία του χωριού έρχονταν και συνεόρταζαν, μαζί με τους ντόπιους και οι εξισλαμισμένοι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Νότιας, οι Νοτιαλήδες όπως τους έλεγαν, κι έφερναν λάδια και κεριά για τον Άγιο. Και παρότι οι Αετοχωρίτες είναι ντόπιοι, οι βλαχόφωνοι μωαμεθανοί της Νότιας είχαν στενούς δεσμούς μαζί τους, ως την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Μάλιστα, λέγεται πως οι εξισλαμισμένοι Νοτιαλήδες, διατήρησαν τα χριστιανικά τους έθιμα και οι γυναίκες τους μετά το ζύμωμα του ψωμιού και πριν το σκεπάσουν, για να πετύχει και να φουσκώσει το σταύρωναν.

Άλωρος

H Άλωρος (μέχρι το 1922 Ρούδινος) βρίσκεται σε υψόμετρο 120 μέτρων και στην δυτική όχθη του Αλμωπαίου Ποταμού. Ανατολικά-νοτιοανατολικά της Αλώρου, στη θέση γνωστή ως Καλές του Ρούδινου ή Κάστρο Αλώρου, έχει βρεθεί οχυρωματικός περίβολος των παλαιοχριστιανικών χρόνων και οικιστικά κατάλοιπα της ελληνιστικής περιόδου και της εποχής του Σιδήρου. Το φρούριο περιβάλλεται από τη βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά από τον Άνω Λουδία. Στο χωριό κατά τη διάρκεια δοκιμαστικών ανασκαφών βρέθηκαν νομίσματα και άλλα ευρήματα τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο -2ο αιώνα π.Χ. Μέσα στο κάστρο βρέθηκαν ευρήματα, όπως πήλινα γυναικεία ειδώλια, των ελληνιστικών χρόνων. Νότια του χωριού βρέθηκε το 1978 υπόγειος μονοθάλαμος λαξευτός τάφος ο οποίος χρονολογείται από το 2ο αιώνα. Ο τάφος περιείχε πήλινα αγγεία ως κτερίσματα. Κοντά στο χωριό βρισκόταν μεταλλείο χαλκού. Το χωριό κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1435 και ονομάστηκε Ρούδινο, λόγω του μεταλλείου, το οποίο ονόμαζαν Ρουντκικ. Το χωριό είχε μουσουλμανικό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 136 προσφυγικές οικογένειες από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο και ο οικισμός έγινε αμιγώς προσφυγικός. Στον οικισμό, υπάρχουν δύο Ιεροί Ναοί, ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Νικόλαος. Έχει επίσης ανακαλυφθεί κι ένας αρχαίος οικισμός, ο οποίος κατοικούταν από την ύστερη εποχή του Χαλκού, μέχρι και τα υστερορωμαϊκά χρόνια.

Άνω Κορυφή

Η Άνω Κορυφή βρίσκεται σε υψόμετρο 940 μέτρων κοντά στο Μαύρο Δάσος της Όρμας το οποίο αποτελεί μία από τις πιο εντυπωσιακές δασικές εκτάσεις της περιοχής. Λέγεται ότι από τα δέντρα του εν λόγω δάσους, ο Μέγας Αλέξανδρος προμηθευόταν το ξύλο με το οποίο έφτιαχνε τις σάρισες για τη Μακεδονική φάλαγγα. Το χωριό καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε αρκετές φορές έως την τελευταία και ολοσχερή καταστροφή του το 1947 κατά τη διάρκεια του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Επίσης δεν το άφησε ανεπηρέαστο ούτε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος καθώς το 1916 το χωριό καταστράφηκε ξανά. Αυτή τη φορά όμως οι κάτοικοι το ξανάχτισαν μετά από δύο χρόνια το 1918. Το 1979 οι κάτοικοι του χωριού της Όρμας αναστήλωσαν την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής της Άνω Κορυφής και έκτοτε πραγματοποιείται κάθε χρόνο λειτουργία – εορτασμός στις 26 Ιουλίου με ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή των κατοίκων των γύρο χωριών. Αξιοσημείωτη είναι η προσέλευση στην εορτή των επισκεπτών – ταξιδιωτών που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή λόγω των Λουτρών Πόζαρ και του χιονοδρομικού κέντρου Καϊμάκτσαλαν. Η βιοποικιλότητα της τοποθεσίας είναι πολύ σημαντική. Το κλίμα ξεφεύγει από τα όρια του μεσογειακού και γίνεται υγρό ηπειρωτικό με μικρής διάρκειας θερμό θέρος, χωρίς ξηρή περίοδο και δριμύ χειμώνα, στη διάρκεια του οποίου είναι αυξημένες οι χιονοπτώσεις και οι ημέρες παγετού. Η πρόσβαση στην Άνω Κορυφή είναι πολύ εύκολη και πραγματοποιείται από τον (υπό κατασκευή) δρόμο που διασυνδέει την Όρμα με το χιονοδρομικό κέντρο Καϊμάκτσαλαν. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς την Άνω Κορυφή, να περπατήσει στα αμέτρητα μονοπάτια της μέσα στο παρθένο δάσος οξιάς, να απολαύσει στιγμές ηρεμίας και γαλήνης σε ένα εξαιρετικά φυσικής ομορφιάς τοπίο.

Αραβησσός

Το χωριό Αραβησσός ή Αραβυσός είναι χτισμένο στους πρόποδες του βουνού Πάικου. Η πλειοψηφία των κατοίκων του προέρχεται από μέρη της Καππαδοκίας και συγκεκριμένα από τα χωριά Ενεχίλ και Αραβησσός (Παλαιά Αραβησσός), εξού και η ονομασία του τόπου, καθώς και από χωριά της Καλλίπολης (Ταϊφίρ, Γαλατά) και από τα μεγάλα Λιβάδια (κυρίως Βλάχοι). Το όνομα του χωριού, το οποίο ανήκε στην κοινότητα Ασιάρ Βέη, αρχικά ήταν Όμπαρ, το οποίο σημαίνει δέκα μπάρες νερό. Το όνομα αυτό δεν ήταν τυχαίο, διότι εκεί υπήρχαν και υπάρχουν οι λεγόμενες πηγές της Αραβησσού που υδροδοτούν την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η ιστορία αυτού του τόπου έχει τις βάσεις της από το 1926, καθώς τότε έγιναν οι πρώτες εγκαταστάσεις των κατοίκων και την ίδια χρονιά μετονομάστηκε και ο οικισμός. Παλαιότερα οι μόνοι κάτοικοι ήταν οι Βλάχοι από τα Μεγάλα Λιβάδια, οι οποίοι όμως ζούσαν νομαδικά και έμεναν στην περιοχή εκείνη μόνο κατά το χειμώνα. Οι πρόσφυγες της Αραβησσού της Μικράς Ασίας έμειναν σε σπίτια που τους έφτιαξε το κράτος και ασχολήθηκαν με την γεωργία. Συχνές ήταν οι ασθένειες λόγω της γειτνίασης με το Βάλτο των Γιαννιτσών (π.χ. ελονοσία). Αργότερα, κατέφτασαν πρόσφυγες από το Ενεχίλ που ασχολήθηκαν επίσης με τη γεωργία, καθώς και σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Το χωριό έχει δυο εκκλησίες: τον κεντρικό ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και το δεύτερο ναό στα νεκροταφεία του χωριού, αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία. Σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από το χωριό βρίσκεται λατομείο παραγωγής ασφαλτοκονιασμάτων και υλικών χαλικοστρώσεων.

Αριδαία

Η Αριδαία είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του Δήμου Αλμωπίας και βρίσκεται σε υψόμετρο 122 μέτρων χωρίς πολλές απότομες αλλαγές στην τοπογραφία σε ακτίνα 3 χιλιομέτρων, ενώ η περιοχή περιτριγυρίζεται από μεγάλους ορεινούς όγκους, όπως το Καϊμάκτσαλαν, τη Τζένα και το Πάικο. Η περιοχή κυρίως διαθέτει καλλιεργήσιμες εκτάσεις και σε μικρότερο ποσοστό βοσκοτόπια και δέντρα. Τα καλοκαίρια στην Αριδαία είναι καυτά, ξηρά και καθαρά, ενώ οι χειμώνες πολύ κρύοι και κατά τόπους νεφελώδεις. Βρέχει όλο το χρόνο, ενώ οι χιονοπτώσεις είναι σπάνιες.

Άρνισσα

Η Άρνισσα βρίσκεται στις βορειοδυτικές όχθες της λίμνης Βεγορίτιδας και στους πρόποδες του όρους Βόρα. Παλαιότερα ονομαζόταν Όστροβο, σλαβική λέξη που σημαίνει νησί, ονομασία που διατηρήθηκε μέχρι το 1926 οπότε πήρε το όνομα Άρνισσα, το οποίο είναι προϊστορικό και ομόρριζο με το όνομα της πόλης Άρνη, στη λίμνη της Κωπαΐδας. Η Άρνισσα ήταν ένα από τα αρχαιότερα μακεδονικά πολίσματα (αναφέρεται από τον Θουκυδίδη), που ταυτίζεται με τον αρχαίο ερειπιώνα κοντά στο σημερινό ομώνυμο χωριό και συγκεκριμένα στη μικρή χερσόνησο της Βεγορίτιδας λίμνης, όπου βρέθηκαν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα (αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές). Στα τέλη του 14ου αιώνα, με την οθωμανική κατάκτηση, το Όστροβο μετατράπηκε σε έδρα μουδιρλικίου ενώ το 1798 πέρασε στη δικαιοδοσία του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Στα τέλη του 19ου αιώνα στον οικισμό κατοικούσαν 300 περίπου οικογένειες από τις οποίες οι 200 ήταν χριστιανικές και οι υπόλοιπες μουσουλμανικές ενώ ο πληθυσμός ήταν σλαβόφωνος. Παράλληλα, είχαν ξεκινήσει οι εντάσεις μεταξύ των πατριαρχικών και των εξαρχικών χριστιανών με τους τελευταίους να καταλαμβάνουν με τη βία τους δύο σημαντικότερους ιερούς ναούς του χωριού. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, πολλοί Οστροβίτες συμμετείχαν στα Ελληνικά αντάρτικα σώματα. Στην περιοχή σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού στις 3 και 4 Νοεμβρίου 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Αρκετοί κάτοικοι της Άρνισσας σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940 – 1941 υπηρετώντας στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Το 1953, όταν υποχώρησαν τα νερά της λίμνης, αποκαλύφθηκαν ερείπια προϊστορικής νεκρόπολης, τα οποία είναι και ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής. Άξιοι αναφοράς είναι και οι ιεροί ναοί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1860) και της Αγίας Τρίαδας (κτίσμα του 1865).

Αρσένι

Το Αρσένι είναι πεδινός οικισμός και βρίσκεται ανατολικά του όρους Βέρμιο και σε απόσταση 6 περίπου χιλιομέτρων από τους πρόποδες του. Το έτος ίδρυσης του οικισμού δεν είναι γνωστό. Αναφέρεται ότι ο οικισμός χωριό πήρε το όνομα του από τον επίσκοπο Βεροίας Αρσένιο, ο οποίος έδωσε το όνομα της επισκοπικής έδρας στο χωριό Επισκοπή και το δικό του όνομα στον οικισμό Αρσένιο, δεδομένου ότι υπαγόταν εκκλησιαστικώς στην ίδια αρχιερατική περιφέρεια. Δίπλα από το αδρευτικό κανάλι της περιοχής, ανακαλύφθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 αρχαιολογικά ευρήματα και ορίστηκε η θέση ως αρχαιολογικός χώρος. Τον Ιούλιο του 1997, ξεκίνησε στη θέση αυτή ανασκαφή, η οποία έφερε στο φως ίχνη από ένα νεολιθικό οικισμό. Βρέθηκαν τοίχοι από κάποια οικοδομήματα, αγγεία σε καλή κατάσταση και κομματιασμένα που χρονολογούνται γύρω στο 4700 με 4800 π.Χ. Βρέθηκαν επίσης και άλλα διακοσμημένα και πιο απλά όστρακα, κεραμικά και οστά, ειδώλια, εργαλεία υφαντικής και οστέινα εργαλεία. Οι περιορισμένες ανασκαφές στο χώρο δεν επέτρεψαν στους αρχαιολόγους να σχηματίσουν μια ολοκληρωμένη άποψη για τον προϊστορικό αυτό οικισμό. Εκτιμούν ωστόσο ότι τελικά καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά τη διάρκεια της νεολιθικής εποχής. Μέχρι το 1920, στο χωριό κατοικούσαν 20 οικογένειες εντοπίων. Το 1920, πριν την Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι πρόσφυγες που ήταν Πόντιοι την περιοχή του Καυκάσου. Ακολούθησαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη Συνθήκη της Λωζάνης, Ανατολικοθρακιώτες και Πόντιοι, από ορεινές περιοχές του Πόντου που ονομάζονταν απεσλήδες, δηλαδή βουνίσιοι.

Αρχάγγελος

Ο Αρχάγγελος (μέχρι το 1925 Όσσιανη) είναι χτισμένος σε ύψος 820 μέτρων, στις βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Πάικο και αποτελεί το ορεινότερο χωριό του δήμου Αλμωπίας. Το χωριό έχει θέα προς την πεδιάδα της Άνω Αλμωπίας και ανήκει στα βλαχομογλενίτικα χωριά και είναι το μεγαλύτερο από αυτά. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία, και ιδίως με την παραγωγή κερασιών, κάστανου και πατάτας αλλά και την κτηνοτροφία. Όπως βρέθηκε σε ανασκαφές που έλαβαν χώρα το 1973, στην περιοχή υπήρχε νεκροταφείο των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων. Ο οικισμός μέσω του παλαιού του ονόματος ταυτίστηκε με το βυζαντινό οικισμό Χώστιανη ή Χώστιανες, ο οποίος αναφέρεται σε έγγραφα που φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Η μονή ίδρυσε στην περιοχή ένα μετόχι το 11ο αιώνα αφιερωμένο στο Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το μοναστήρι είχε έντονη ζωή μέχρι το τέλους του 18ου αιώνα, όταν το μοναστήρι μαζί με τις εγκαταστάσεις του πυρπολήθηκε από εξισλαμισμένους κατοίκους της Νότιας. Ο σημερινός οικισμός δημιουργήθηκε από την συνοίκηση των κατοίκων της γύρω περιοχής. Το χωριό γνώρισε έντονη κίνηση και συμμετείχε στις εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων. Τρία χιλιόμετρα βόρεια από το χωριό βρίσκεται η μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ, σε ένα ύψωμα ανάμεσα στο Πάικο και τη Τζένα. Η μονή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα ως μετόχι της Μονής Μεγίστης Λαύρας αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το μοναστήρι είχε έντονη ζωή μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν το μοναστήρι μαζί με τις εγκαταστάσεις του πυρπολήθηκε από μουσουλμάνους. Η λειτουργία του άρχισε ξανά το 1858 μετά από φιρμάνι του Σουλτάνου. Η μονή αφιερώθηκε στο Αρχάγγελο Μιχαήλ. Η μονή είναι τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο φωταγωγό, νάρθηκα, υπερώο και τρίπλευρο προστώο. Οι τοίχοι του έχουν πάχος ένα μέτρο. Το εσωτερικό της αγιογραφήθηκε σύμφωνα με τις επιγραφές το 1888, από Κρουσοβίτες αγιογράφους, ενώ στο περίστωο βρίσκονται αγιογραφίες του 1858 και 1896. Ο ναός έχει ζωγραφισμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1860. Η μονή έχει ανακηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το 1995.

Άψαλος

Η Άψαλος είναι χτισμένη σε υψόμετρο 165 μέτρων. Μέχρι το 1926, ήταν γνωστή ως Δραγομανίτσα ή Δραγουμάνιτσα ή Δραγομάντσι. Στην περιοχή έχουν ανακαλυφθεί δύο προϊστορικοί οικισμοί και ταφικός τύμβος της Εποχής του Χαλκού, που ανασκάφθηκαν το 1997 και 2000-2001 αντίστοιχα. Το 2009, κατά τη διάρκεια έρευνας που διενεργήθηκε από αρχαιολόγους της ΙΖ’ ΕΠΚΑ, εντοπίστηκε ένα στρώμα πάχους 40-60 εκ., από το οποίο περισυλλέχθηκε μεγάλος αριθμός λίθινων εργαλείων, όπως φολίδες από πυριτόλιθο, κρουστήρες και κροκάλες με αποτυπώματα επίκρουσης. Πρόκειται για ευρήματα της Μεσολιθικής Εποχής (10.000-7.000 π.Χ.), εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος ήταν ακόμη κυνηγός και τροφοσυλλέκτης και ζούσε σε εποχικούς καταυλισμούς, που βρίσκονταν κατά κανόνα κοντά σε ρέματα, ποτάμια ή λίμνες. Με τα ευρήματα αυτά τεκμηριώνεται η αδιάκοπη κατοίκηση της Αψάλου από τη Μεσολιθική έως και την Εποχή Χαλκού από ντόπιο πληθυσμό. Το σημερινό όνομα του χωριού προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «άπτομαι» και «αλς», διότι ήταν παράκτια περιοχή κατά την αρχαιότητα, σχηματίζοντας λιμνοθάλασσα. Λίγο πιο έξω από το χωριό βρίσκεται η αρχαία πόλη της Aψάλου, τα ευρήματα της οποίας χρονολογούνται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Οι χριστιανοί κάτοικοι του χωριού εγκαταστάθηκαν στην Άψαλο με τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, οπότε και υπήρχε πληθυσμός 1210 κατοίκων: Μικρασιάτες από τη Νικομήδεια, Πόντιοι από την Τραπεζούντα και Θράκες, ενώ το 1945 εγκαταστάθηκαν και οικογένειες Βλάχων. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού πλαισιώνεται από πολλές καφετέριες, καφενεία, ταβέρνες και χώρους συνεστίασης. Επίσης, στην Άψαλο λειτουργεί ένας Λαογραφικός σύλλογος Ποντίων που προσπαθεί να διασώσει παλιά ήθη και έθιμα των Ποντίων Αψαλιωτών. Υπάρχουν επίσης και δύο εκκλησίες ο Προφήτης Ηλίας και ο Άγιος Αθανάσιος. Παλιά λειτουργούσε στο χωριό και οικοκυρική σχολή, όπου μάθαιναν οι γυναίκες επεξεργασία και μεταποίηση γάλακτος.

Βορεινό

Το Βορεινό (παλιότερα ονομαζόταν Σέβρενη ή Σεβέριανη) βρίσκεται σε υψόμετρο 180 μέτρων. Στους κατοίκους περιλαμβάνονται και οι κάτοικοι του οικισμού Πευκωτού οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί αφού το ορεινό χωριό τους πυρπολήθηκε από τους Ναζί και το στρατό. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Από το Βορεινό, ξεκινάει ο δρόμος που μας οδηγεί στη δασική περιοχή «πλάτσα» στις κορυφές του ΒΑ Βόρα. Εδώ, στις μεγάλες δασικές εκτάσεις, θα συναντήσουμε την πενταβέλονη πεύκη και μέσα από τα μοναδικά φαράγγια που υπάρχουν θα ανηφορήσουμε στην κορυφή «Πίνοβο» που δεσπόζει σε όλη την περιοχή. Υπάρχουν δασικοί δρόμοι, χαραγμένα μονοπάτια για ορειβάτες και μοναδικές σε ομορφιά διαδρομές που μπορείτε να κάνετε με ποδήλατο ή 4×4.

Γαρέφειο

Το Γαρέφειο ή Γαρέφι (μέχρι το 1922 Τσερνέσοβο) βρίσκεται σε υψόμετρο 180 μέτρων. Μέχρι το 2001 αποτελούταν από δύο χωριά, το Άνω και το Κάτω Γαρέφειο. Το Γαρέφι έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός. Το Κάτω Γαρέφειο είχε μουσουλμανικό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα. Το Άνω Γαρέφειο είχε χριστιανικό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα, με τους χριστιανούς να προσέκειντο στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι από το Κάτω Γαρέφειο αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 24 προσφυγικές οικογένειες. Το χωριό είναι γνωστό για την καλλιέργεια πιπεριάς, του τύπου Καρατζοβίτικη, και παράγει γλυκό καπνιστό πιπέρι και μπούκοβο. Στο χωριό διοργανώνεται γιορτή Καρατζοβίτικης Πιπεριάς.

Γιαννιτσά

Τα Γιαννιτσά είναι η μεγαλύτερη πόλη του νομού Πέλλας και βρίσκονται επί της ιστορικής αρχαίας Εγνατίας Οδού στο κέντρο της Μακεδονίας, σε υψόμετρο 40 μ., ανάμεσα στο όρος Πάικο και στον Κάμπο των Γιαννιτσών, βόρεια της περιοχής της αποξηραμένης λίμνης των Γιαννιτσών. Η πρώην ρηχή, βαλτώδης, και μεταβλητού μεγέθους λίμνη των Γιαννιτσών ή λίμνη Λουδία, νότια της πόλης, αποξηράνθηκε από το 1928 μέχρι το 1932 από την εταιρία New York Company Foundation. Όχι πολύ μακριά από την πόλη (7 χλμ.) βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Πέλλας, γενέτειρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πρωτεύουσα της αρχαίας Μακεδονίας. Παρά την κοντινή απόσταση με τη Θεσσαλονίκη (48 χλμ.) η πόλη κατάφερε να αναπτύξει το δικό της αυτόνομο χαρακτήρα και να εξελιχθεί ως το σημαντικότερο οικονομικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο του Νομού Πέλλας. Το 1924-1925 αναχώρησαν για την Τουρκία όσοι Τούρκοι είχαν απομείνει, ενώ οι σλαβόφωνοι εξαρχικοί αποσύρθηκαν στη Βουλγαρία. Στην ίδια περίοδο συντελέσθηκε η εγκατάσταση στην πόλη και τα χωριά της περιοχής, Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία. Οι οικογένειες των Θρακών προέρχονταν από τη Στράντζα και τη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης. Σήμερα, η πόλη εξελίσσεται πνευματικά και πολιτιστικά, παράλληλα με την οικονομική της πρόοδο. Για την ονομασία της πόλης επικρατέστερη θεωρείται η άποψη που υποστηρίζει ότι το 1385 ο πρώτος Τούρκος στρατηλάτης που εξέδραμε στη Μακεδονία ως ουτς μπεγί των οθωμανικών ασκεριών, ο Γαζή Αχμέτ Εβρενός κατέλαβε την περιοχή, και επανίδρυσε το ρωμαίικο οικισμό «Βαρδάριον», τον οποίο και βαπτίζει με το όνομα «Γενιτσέ ι Βαρντάρ», δηλαδή «Νέο Βαρδάρη», γνωστό επίσης ως «Βαρδάρ Γενιτζεσί» ή απλά «Γενιτζέ». Η νέα πόλη καθίσταται ορμητήριο για την κατάκτηση των υπολοίπων γειτονικών χωρών της Βαλκανικής. Η πόλη κατά την περίοδο της ένταξής της στο ελληνικό κράτος ονομαζόταν Γενιτσά και το 1926 μετονομάστηκε επίσημα σε Γιαννιτσά. Το έδαφος των Γιαννιτσών είναι κυρίως πεδινό, αφού βρίσκεται στην πεδιάδα Γιαννιτσών-Θεσσαλονίκης που είναι η μεγαλύτερη πεδιάδα της Ελλάδας. Το κλίμα της περιοχής είναι μεταβατικό, δηλαδή έχει ψυχρούς και κατά τόπους βαρύς χειμώνες και ζεστά και ξηρά καλοκαίρια. Σήμερα τα Γιαννιτσά είναι κατ’ εξοχήν αγροτική περιοχή. Ο ξακουστός «Βάλτος» των Γιαννιτσών έχει δώσει πολλά πλεονεκτήματα στην οικονομία της ευρύτερης περιοχής και συντέλεσε στη συγκράτηση του νέου πληθυσμού. Επίσης η περιοχή διακρίνεται για την ταχεία ανάπτυξή της. Τουριστικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν διάφοροι αρχαιολογικοί χώροι, τα μουσουλμανικά μνημεία, η Μητρόπολη Γιαννιτσών (1860), το τουριστικό περίπτερο ΦΙΛΙΠΠΕΙΟ, ο πλωτός ποταμός Λουδίας με το κωπηλατικό του κέντρο.

Έδεσσα

Η Έδεσσα είναι πρωτεύουσα του νομού Πέλλας και είναι φημισμένη για τους 12 καταρράκτες της. Βρίσκεται πάνω στην αρχαία Εγνατία Οδό. Ιδρύθηκε το 813 π.Χ. από τον πρώτο Μακεδόνα Βασιλιά, τον Ηρακλείδη Κάρανο και ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου. Γνώρισε πλούσιο βιομηχανικό παρελθόν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. «Πύργος μέσα στο νερό» σημαίνει κυριολεκτικά το όνομα της Έδεσσας από τα αρχαία χρόνια, λόγω ότι η τότε πόλη είχε και έχει έντονο το υγρό στοιχείο (ποτάμια και καταρράκτες, για αυτό και οι ονομασίες της: Έδεσσα (βέδες στα φρυγικά ήταν το νερό ή πύργος στο νερό) και Βοδενά (voda στα σλαβικά είναι το νερό). Η πόλη ιδρύθηκε το 813 π.Χ. από τον Ηρακλείδη Κάρανο με το όνομα «Έδεσσα» αργότερα όταν η Έδεσσα δέχθηκε ένα σλαβικό κύμα μετονομάστηκε σε «Βοδενά». Το όνομα αυτό ακολούθησε να υφίσταται έως το 1912 όπου η Έδεσσα ελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό. Από τότε η πόλη λέγεται πλέον «Έδεσσα». Η Έδεσσα αποτελούσε πυρήνα πολιτισμού της ευρύτερης περιοχής από τα αρχαία χρόνια, και σήμερα η πόλη διαθέτει μια ποικιλία αμφιθεάτρων και αιθουσών συνεδρίασης. Όλο το χρόνο η Έδεσσα δέχεται σε αυτούς τους χώρους μεγάλους συνθέτες και επιτυχείς παραστάσεις που την κατατάσσουν στις πιο «πολιτισμικές» πόλεις τις Μακεδονίας. Η Έδεσσα φημίζεται ως τουριστικός προορισμός για όλο το χρόνο. Είναι επισκέψιμος προορισμός εδώ και χιλιάδες χρόνια ως βασικό σημείο πάνω στην αρχαία Εγνατία Οδό. Το ανάγλυφο του Χοίρου του Πασοίφιλου που διέτρεξε την Εγνατία οδό με τον κύριο του για να συμμετέχει σε ένα αρχαίο πολιτιστικό γεγονός μαρτυρά το γεγονός ότι πολλοί ταξιδευτές την επέλεξαν ως τόπο προορισμού. Το ανάγλυφο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην Αρχαία Έδεσσα. Ο συνδυασμός αξιοθέατων και δραστηριοτήτων την καθιστά ελκυστική και τις 4 εποχές του χρόνου. Διαθέτει Κέντρο Τουριστικής Πληροφόρησης Επισκεπτών το οποίο λειτουργεί όλο το χρόνο στο Πάρκο Καταρρακτών. Ξενοδοχεία παραδοσιακά και σύγχρονα λειτουργούν τόσο στην πόλη της Έδεσσας όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Βεγορίτιδας, του Χιονοδρομικού Κέντρου Βόρας-Καϊμάκτσαλάν στην περιοχή του Παλαιού Αγίου Αθανασίου και των γύρω χωριών Άρνισσα, Παναγίτσα, Ζέρβη, Ξανθόγεια, Περαία και σε όλη την Ορεινή Πέλλα.

Εκκλησιοχώρι

Το Εκκλησιοχώρι είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 393 μέτρα. Ως οικισμός αναφέρεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας με την ονομασία Τσερκόβιανη στο οποίο μετά την μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν 32 οικογένειες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το 1926 μετονομάστηκε σε Κλησοχώρι και το 1940 το όνομά του διορθώθηκε σε Εκκλησιοχώρι.

Εξαπλάτανος

Ο Εξαπλάτανος (μέχρι το 1925 Καπίνιανη) βρίσκεται σε υψόμετρο 125 μέτρων. Ο Εξαπλάτανος κατά την τουρκοκρατία ήταν τσιφλίκι και οι κάτοικοί του αγρότες-καλλιεργητές. Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, το χωριό είχε μικτό πληθυσμό μουσουλμάνων (περίπου 1.300) και χριστιανών (περίπου 150), ορισμένοι τσιγγάνικης καταγωγής. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, ο μουσουλμανικός πληθυσμός μετανάστευσε υποχρεωτικά στην Τουρκία και στον Εξαπλάτανο εγκαταστάθηκαν 412 προσφυγικές οικογένειες από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, το Ικόνιο και την Προύσα, και έγινε το μεγαλύτερο χωριό της Αλμωπίας. Το χωριό λεγόταν Καπίνιανη μέχρι το 1925, όταν μετονομάστηκε σε Εξαπλάτανος, από έξι μεγάλους πλάτανους οι οποίοι βρίσκονταν στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το γήπεδο ποδοσφαίρου.

Εσώβαλτα

Τα Εσώβαλτα βρίσκονται στο νότιο μέρος του νομού, σε υψόμετρο 10 μ. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια θερμοκηπίων (τα προϊόντα των οποίων είναι γνωστά για την ποιότητα τους) και δενδροκαλλιεργειών. Στο κέντρο διατηρείται «το κονάκι Μπέη». Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες επρόκειτο για την οικία του Εμίν Μπέη, του τοπικού τσιφλικούχου. Μετά το 1912 στέγασε το κοινοτικό κατάστημα των Εσωβάλτων. Το τρέχον διάστημα πραγματοποιούνται αναστηλωτικές εργασίες προκειμένου να διασωθεί και να στεγάσει τη λαογραφική συλλογή του χωριού.

Θεοδωράκι

Το Θεοδωράκι βρίσκεται χτισμένο σε υψόμετρο 420 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Πάικο. Μέχρι το 1925 ονομαζόταν Τούδορτσι ή Τόδορτσι. Η οικονομία του χωριού βασίζεται στην κτηνοτροφία και τη γεωργία, με την καλλιέργεια αμπελιών, ελιών και δημητριακών. Στο χωριό παράγονται τυριά και κάθε Οκτώβριο διοργανώνεται γιορτή τυριού. Το Θεοδωράκι δημιουργήθηκε το 14ο αιώνα. Το χωριό παρέμεινε χριστιανικό κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και στις αρχές του 20ού αιώνα είχε αμιγώς χριστιανικό πληθυσμό, ελληνικής καταγωγής. Στο χωριό βρίσκεται εκκλησία αφιερωμένη στην Ανάληψη του Σωτήρος, η οποία έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης. Η εκκλησία, τρίκλιτη βασιλική με ανοιχτή στοά στη δυτική και νότια πλευρά της και τοιχογραφίες στο εσωτερικό, χτίστηκε περίπου το 1800. Στην εκκλησία φυλάσσονται εικόνες οι οποίες χρονολογούνται από το 1778.

Θηριόπετρα

Η Θηριόπετρα (πρώην Τρέστενικ) βρίσκεται σε υψόμετρο 285 μέτρων. Η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Το περιβάλλον κλίμα είναι ξηρό και ο οικισμός είναι ψτισμένος στους πρόποδες του Πίνοβου, που ανήκει στην οροσειρά του Βόρρα. Η εντόπια παραγωγή επικεντρώνεται κυρίως στα σιτηρά, το καλαμπόκι, τα καρποφόρα δέντρα, και τα λαχανικά. Με την τοπική πιπεριά παρασκευάζεται με τοπική συνταγή η «πιπεροσάλτσα», είδος πάπρικας. Στον ορεινό όγκο του Πίνοβου εκτρέφονται βοοειδή. Το χωριό ονομαζόταν κατά το παρελθόν Τρέστενικ και κατοικείτο από μουσουλμάνους της περιοχής που το εγκατέλειψαν βάσει της συνθήκης της Λωζάνης που υποχρέωνε την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας με κριτήριο το θρήσκευμα. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Καππαδοκία, προερχόμενοι από οικισμούς της περιφέρειας Καισαρείας (όπως το Τσουχούρ και το Ρουμ Καβάκ). Το τοπωνύμιο Θηριόπετρα φέρεται πως δόθηκε από το μακεδονομάχο παπα-Νίκανδρο (Παπαϊωάννου) όταν επισκέφτηκε τον οικισμό χωριό και βγαίνοντας από το τζαμί που λειτουργούσε πλέον ως χριστιανικός ναός, αντίκρισε στη σημερινή πλατεία, μια πολύ μεγάλη πέτρα. Στη Θηριόπετρα μπορείτε να δείτε τη σπηλιά του Αι Γιάννη με το μικρό ναό και το αγίασμα στο εσωτερικό της, μία τοξωτή σήραγγα στην τοποθεσία Καϊνάκι χτισμένη από το 1850. το παρεκκλήσι του Αγίου Παϊσίου στο πάρκο «Αλώνια» στο πάνω μέρος του χωριού, ο φωτιζόμενος Σταυρός 7 μέτρων ύψος στην πλαγιά του βουνού και ο μεγάλος βράχος με την αγιογραφία του Χριστού.

Καλύβια

Τα Καλύβια κατοικήθηκαν γύρω στα 1900. Μέχρι τότε στην περιοχή κατοικούσαν Τούρκοι στρατιώτες (ήταν στρατόπεδο τσεκων-τσερκεζων). Οι πρώτοι κάτοικοι είναι γηγενείς Μακεδόνες από τα γύρω χωριά την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα. Το μέρος που είναι σήμερα χτισμένα τα Καλύβια τότε ήταν περιοχή με «τούμπες», δηλαδή ήταν ψηλό μέρος χωρίς νερό και γι’ αυτό επιλέχτηκε από τους γηγενείς κατοίκους της γύρω περιοχής. Οι περισσότεροι ήταν ψαράδες στη λίμνη των Γιαννιτσών, η οποία έφτανε μέχρι το σημερινό χωριό Λιπαρό. Από τις καλύβες των ψαράδων πήρε το όνομά του το χωριό. Έφτιαχναν δηλαδή τις κατοικίες τους με πλήθια και την οροφή με ξύλα και νερόχορτα από το βάλτο. Το 1913-14 εγκαθίστανται στα Καλύβια οικογένειες κτηνοτρόφων Βλάχων από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου αλλά κυρίως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαθίστανται στα Καλύβια Ανατολικοθρακιώτες ΄Ελληνες από τη χερσόνησο της Καλλίπολης οι οποίοι κουβαλούν μαζί τους μια βαριά κληρονομιά κι έναν εξίσου αξιόλογο πολιτισμό μ’ αυτό των εντοπίων και των βλάχων κατοίκων των Καλυβίων. Το 1934 έρχονται και βλάχοι από το χωριό Αητομηλίτσα (Ντένισκο) της Κόνιτσας. Το χωριό μεγαλώνει. Στη δεκαετία του 1970 μετοικούν στα Καλύβια και ορισμένες οικογένειες βλάχων από τον Άγιο Γερμανό και την ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών. Σήμερα οι βλάχικες οικογένειες είναι περίπου 105 με καταγωγή από τα Μεγάλα Λειβάδια, από την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων και από την Ήπειρο. Ο συνοικισμός Καλυβίων αναγνωρίστηκε σαν αυτοτελής κοινότητα το 1955. Σήμερα η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και λιγότερο η κτηνοτροφία.

Καλή

Η Καλή είναι ένας από τους μεγαλύτερους οικισμούς του νομού. Βρίσκεται χτισμένος σε υψόμετρο 40 μέτρων και στους νότιους πρόποδες του όρους Πάικο, στην είσοδο της κοιλάδας του ποταμού Μογλενίτσα. Στα βορειοδυτικά του οικισμού και σε απόσταση 3,3 χιλιομέτρων, υπάρχει μη επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος στον οποίο πιστεύεται ότι βρίσκονταν η αρχαία πόλη Μενηίδα. Το χωριό παλαιότερα ονομαζόταν Καλινίτσα (πρόκειται πιθανότατα για τοπωνύμιο σλάβικης προέλευσης από την αντίστοιχη λέξη για τη «ροδιά») και μετονομάστηκε το 1935 σε Καλή. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάνης το 1923, στον οικισμό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από το Αγγελοχώρι της Ανατολικής Θράκης. Στο χωριό υπάρχουν τρεις εκκλησίες. Η μια βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και είναι αφιερωμένη στην Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, η δεύτερη βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του χωρίου και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο, ενώ η τρίτη, που αποτελεί ξωκκλήσι, είναι στο βόρειο άκρο του χωριού και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Στα βορειοδυτικά του χωριού και στην ανατολική όχθη του ποταμού Μογλενίτσα, βρίσκεται ο χώρος αναψυχής Πλατανάκια, ο οποίος δημιουργήθηκε σε παραποτάμια δασώδη έκταση με τη συνδρομή των κατοίκων της περιοχής. Στο χώρο υπάρχουν διαδρομές περιπάτου, ενώ σε απόσταση περίπου (3) τριών χλμ. βρίσκεται ο ταμιευτήρας του ποταμού.

Καρυώτισσα

Η Καρυώτισσα δημιουργήθηκε επί Τουρκοκρατίας και ήταν ένας μικρός οικισμός κατά το 15ο αιώνα που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του αγροκτήματος (τσιφλικιού) που δημιουργήθηκε, από τους απογόνους του Γαζή Εβρενός. Κατά τον 20ό αιώνα είναι ένας μικρός οικισμός 12 χριστιανικών οικογενειών και 8 τσιγγανικών μουσουλμανικών. Ο οικισμός ήταν χτισμένος στη βόρεια όχθη της λίμνης των Γιαννιτσών, 4 χλμ. νότια του σύγχρονου χωριού. Η τοποθεσία χαρακτηρίζονταν από 3 λόφους ύψους 20 μέτρων και 4 επαύλεις των γαιοκτημόνων του τσιφλικιού. Σήμερα σώζεται ο πύργος μίας εκ των επαύλεων. Στην παλαιά Καρυώτισσα λειτούργησε τόσο Ελληνικό, όσο και Βουλγαρικό σχολείο κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα. Μέρος των κατοίκων ασπάστηκε την εξαρχία, αλλά οι συνεχείς συγκρούσεις οδήγησαν στη ραγδαία μείωση, ιδίως του χριστιανικού πληθυσμού. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, οι μουσουλμάνοι προσέφυγαν στην Τουρκία, ενώ στην Καρυώτισσα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από το Νεοχώρι της Ανατολικής Θράκης. Την εποχή αυτή δημιουργήθηκε και ο οικισμός στη σημερινή τοποθεσία. Το 1935 με την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών δόθηκε λύση στο πρόβλημα των ακτημόνων αγροτών. Σήμερα αποτελεί κεφαλοχώρι της περιοχής.

Κάτω Γραμματικό

Το Κάτω Γραμματικό είναι ορεινό χωριό που βρίσκεται στο όρια με το νομό Φλώρινας. Είναι χτισμένο στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου σε υψόμετρο 820 μέτρων και νοτιοανατολικά της λίμνης Βεγορίτιδας. Η παλιά ονομασία του χωριού, μέχρι το 1927, ήταν Γραμματίκοβο και την περίοδο της τουρκοκρατίας πληθυσμιακά ήταν. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο, οι οποίοι κατέληξαν σε αυτό μετά την καραντίνα στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, τα Γιαννιτσά και τον Φούφα Εορδαίας. Στο Κάτω Γραμματικό γεννήθηκε το 1768 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Χρύσανθος, ο οποίος το 1807 ίδρυσε ιερατική σχολή με διευθυντή τον ελληνιστή ιερομόναχο Διονύσιο Προδρομίτη και προικοδότησε τη σχολή με δικό του κεφάλαιο ενώ από τους τόκους του πληρώνονταν οι διδάσκοντες. Αξιοθέατα θεωρούνται ο μεταβυζαντινός πύργος και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία. Ο πύργος είναι φρουριακή τετράπλευρη κατασκευή (διαστάσεων 6,50 x 6,00μ.) εποχής Τουρκοκρατίας (πιθανώς του 17ου αιώνα), που διατηρείται σε ύψος δύο ορόφων. Νοτιοανατολικά του χωριού υπάρχει τεχνητή λίμνη βάθους 16 μέτρων βάθους από την οποία αρδεύεται.

Κερασιές

Οι Κερασιές ή Κερασιά είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 705 μέτρων. Οι Κερασιές βρίσκονται προς τα σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και το χιονοδρομικό κέντρο Βόρα Καϊμακτσαλάν. Είναι χτισμένες ανάμεσα σε κατάφυτους λόφους (Κούλα, Λεπτοκαρυά, Μεγάλη Καστανιά) και γειτονεύει με τους οικισμούς Καρυδιά (Ν.) και Σαρακηνοί (Β.). Στο κέντρο του χωριού υπάρχει μία παραδοσιακή πλατεία, ένας μεγάλος πλάτανος και γύρω του καφενεία  και παντοπωλεία. Η κεντρική εκκλησία του είναι ο Άγιος Δημήτριος που είναι ο πολιούχος του χωριού. Οι κάτοικοί του είναι κυρίως αγρότες και καλλιεργούν κυρίως κερασιές στις οποίες οφείλεται και το όνομά του. Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Κρουτσέλοβον και έτσι αναφέρεται μετά την απελευθέρωση το 1918. Το 1926 μετονομάστηκε σε Κερασιές.

Κρύα Βρύση

Η Κρύα Βρύση είναι κωμόπολη του νομού Πέλλας και βρίσκεται νοτιοανατολικά της Έδεσσας, στο μέσο της απόστασης μεταξύ Γιαννιτσών και Νάουσας. Μέχρι το 1927 ονομαζόταν Πλάσνα οπότε μετονομάστηκε σε Κρύα Βρύση. Η πόλη αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’30. Επί τουρκοκρατίας ονομάζονταν Πλάσνα και βρίσκονταν στις όχθες της λίμνη των Γιαννιτσών. Δίπλα βρίσκονταν ο οικισμός Πρίσνα ή Βραστή, ο οποίος μετά την αποξήρανση της λίμνης, εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι μετοίκησαν στην Κρύα Βρύση που ήδη γνώριζε μεγάλη οικιστική ανάπτυξη λόγω της άφιξης και πολλών προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα δυο χωριά Πλάσνα και Πρίσνα είχαν συνολικό πληθυσμό γύρω στους 360 κατοίκους, κυρίως Έλληνες, αλλά και λίγους Τούρκους. Το σημερινό όνομα προήλθε από τον εντοπισμό πηγής κρύου καθαρού νερού μετά την αποξήρανση της λίμνης που υπήρχε στην περιοχή και τη λειψυδρία που ακολούθησε. Σημαντικό κέντρο αναψυχής είναι το Οικολογικό Πάρκο, έκτασης 100 στρεμμάτων. Μνημεία της πόλης αποτελούν ο ναός του Αγίου Νικολάου και το μοναστήρι του Αγίου Λουκά.

Κωνσταντία

Η Κωνσταντία είναι ορεινό χωριό και βρίσκεται προς τα σύνορα της Ελλάδας με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, χτισμένη στους πρόποδες του Πάικου σε υψόμετρο 180 μέτρων. Επί Τουρκοκρατίας ονομάζονταν Κωστελούπ και μετονομάστηκε Κωνσταντία το 1925. Υπήρξε αμιγώς μουσουλμανικό χωριό μέχρι το 1920 με 2 τζαμιά (εκ των οποίων το ένα μετά το 1930 μετατράπηκε προσωρινά σε χριστιανικό ναό) και με 1197 κατοίκους που ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη συνακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού είναι κυρίως απόγονοι προσφύγων Ποντίων από την Κορόνιξα (σημερινό Arpali – Ardassa) της Αργυρούπολης, οι οποίοι γύρω στο 1840 κατευθύνθηκαν αρχικά στα Κοτύωρα (Ορντού) του Πόντου και αργότερα (1880) κατέφυγαν στην περιοχή του Αντάπαζαρ για να αποφύγουν το βίαιο εξισλαμισμό. Η Κωνσταντία, χάρη στο μικρό αλλά εύφορο κάμπο της αναπτύχθηκε σημαντικά κατά τον μεσοπόλεμο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί κάτοικοι της μετανάστευσαν στην Αυστραλία και την Γερμανία αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, ενώ η σταδιακή εγκατάλειψη της καπνοκαλλιέργειας οδήγησε και τις νεότερες γενιές στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Δραματική υπήρξε η συμμετοχή της Κωνσταντίας στα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας καθώς υπήρξε επίκεντρο έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών κατά τον Εμφύλιο, που τελικώς οδήγησαν στην πυρπόληση του χωριού στις 10 Φεβρουαρίου του 1947. Το 1995, στη νότια πλευρά του χωριού (προς Μηλιά) και πιο συγκεκριμένα στην τοποθεσία «Ξερικά», εντοπίστηκαν αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία ανήκουν σε Νεκροταφείο της εποχής του Σιδήρου (1100-700 π.Χ.) κάτι που επιτρέπει να αντληθούν πολύτιμες πληροφορίες για τον πολιτισμό των πρώτων αναφερόμενων από ιστορικές πηγές κατοίκων της περιοχής, των Αλμώπων. Ανατολικά του χωριού και σε υψόμετρο 700 μέτρων, επάνω στα υψώματα του Πάικου, βρίσκεται το γνωστό Αγίασμα των Αγίων Θεοδώρων που προσελκύει πλήθος πιστών.

Λάκκα

Η Λάκκα είναι ένα τυπικό βλαχοχώρι, ένας τόπος κτηνοτρόφων όπου παράγονται τυροκομικά προϊόντα υψηλής ποιότητας. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του Πάϊκου, ανάμεσα στο Μάνδαλο και το Πλαγιάρι. Οι κάτοικοι προήλθαν κυρίως από την Αετομηλίτσα και τα Λιβάδια.

Λαγκαδιά

Η Λαγκαδιά είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 610 μέτρα. Η Λαγκαδιά βρίσκεται στα σύνορα της Ελλάδας με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και στα όρια με το νομό Κιλκίς και μέσα στο χαρακτηρισμένο βιότοπο NATURA 2000 «Όρος Πάικο, Στενά Αψάλου και Μογλένιτσας». Παλαιότερα ονομαζόταν Λούγγουντσα και μετονομάστηκε σε Λαγκαδιά το 1926.

Λουτράκι

Το Λουτράκι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 260 μέτρων και μέχρι το 1922 ονομαζόταν Κάτω Πόζαρ. Το χωριό δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τους κατοίκους του χωριού Γκόρνο Πόζαρ (Άνω Πόζαρ) και είχε χριστιανικό πληθυσμό. Στο Άνω Λουτράκι βρίσκεται ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ο οποίος έχει κηρυχθεί μνημείο που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με υπερώο και χαγιάτι, και έχει υποστεί νεότερες μετασκευές, όπως την κατεδάφιση του πυργοειδούς καμπαναριού. Εσωτερικά έχει διατηρηθεί η αρχική εικόνα του μνημείου, ο βόρειος και ο νότιος τοίχος και τα δύο επιστήλια των κιονοστοιχιών, που είναι κατάγραφα από τοιχογραφίες των τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Χαρακτηριστική είναι η αφθονία των ηχητικών αγγείων σε όλο το μήκος των πλαγίων τοίχων. Το τέμπλο διασώζει αξιόλογο γραπτό και γλυπτό φυσιοκρατικό διάκοσμο. Σύμφωνα με την παράδοση η ανέγερση του ναού ανάγεται περί το 1800, αν και τα περισσότερα στοιχεία υποδηλώνουν μια εποχή γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα.

Λουτροχώρι

Το Λουτροχώρι (αλλιώς Λουτροχώριov ή Μπάνια, ποντιακά: Λουτροχώρ) είναι χτισμένο στα όρια των νoμών Πέλλας και Ημαθίας σε υψόμετρο περίπoυ 90 μέτρα. Στα βορειοδυτικά του χωριού υπάρχει ο λόφος Κάμπερ, με την κορυφή του Προφήτη Ηλία να δεσπόζει στα 358μ., ονομασία που έλαβε από το ομώνυμο παλαιό ξωκλήσι, στα ερείπια του οποίου οι κάτοικοι έχτισαν προ δεκαπενταετίας μεγαλοπρεπή ναό. Το Λουτροχώρι ιδρύθηκε από τους Πόντιους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε δύο φάσεις στην κοιλάδα της Μπάνιας, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Τη δεκαετία του 1930, η πολιτεία παραχώρησε εκτάσεις στους κατοίκους, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες που επανίδρυσαν μερικά χρόνια νωρίτερα το χωριό τα Μπάνια, να μπορέσουν να μετακινηθούν βορειοδυτικά και σε απόσταση 500μ. να χτίσουν το σημερινό χωριό, που από το 1926 μετονομάστηκε σε Λουτροχώρι. Άξιο αναφοράς, είναι ότι στο Λουτροχώρι υπάρχουν oι ομώνυμες ιαματικές μεταλλικές πηγές και Λουτρά, οι οποίες είναι πανελληνίως γνωστές για τις ποικιλόμορφες θεραπευτικές τους ιδιότητες. Η ευρύτερη περιοχή του Λουτροχωρίου ήταν κατοικημένη από την αρχαιότητα. Κατά παράθεση γνωμών των αρχαίων ιστορικών διαπιστώνεται ότι η περιοχή ήταν γνωστή κυρίως για τα ύδατα και τα λουτρά της. Τα αρχαία Λουτρά αποτελούσαν γεωγραφικά, τα κεντρικά Λουτρά της Μακεδονικής Βασιλικής Δυναστείας του Φιλίππου Β’ και του Μ. Αλεξάνδρου και βρισκόντουσαν στο κέντρο του τριγώνου Αιγών – Βεργίνας – Πέλλας, των τριών τελευταίων κατά σειρά πρωτευουσών του βόρειου αρχαίου Ελληνικού βασιλείου της Μακεδονίας. Αργότερα, η περιοχή υπήρξε υπό Ρωμαϊκή (146 π.Χ. – 324), Βυζαντινή (324 – 1430) και Οθωμανική (1430 – 1912) κυριαρχία. Τυχαία ευρήματα από τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως επιγραφές και γλυπτά, έδειξαν ότι στη περιοχή υπήρχαν και κάποιοι τάφοι από την αρχαιότητα. Το Λουτροχώρι (τότε ονομάζονταν Μπάνια) υπέστη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, καθώς οι κάτοικοί του προσπάθησαν το 1822, να φυλάξουν το πέρασμα του Λουδία από βορρά, έτσι ώστε να αποτρέψουν Οθωμανική επέμβαση στην πολιορκούμενη Νάουσα. Έκτοτε το χωριό Μπάνια ή Μπάινα ή Πάινα, σχεδόν ερήμωσε. Μετέπειτα κατοικούνταν από ελάχιστους Μακεδόνες Έλληνες κολίγους. Δύο μαρμάρινοι σταυροί σε πλάκες, της δεκαετίας του 1880, βρέθηκαν στις εκκλησίες του Προφήτη Ηλία (στην κορυφή του λόφου Κάμπερ) και του Αγίου Γεωργίου (δίπλα στο κονάκι του μπέη) αντίστοιχα, οι οποίες αν και απέχουν 3 χλμ. η μια από την άλλη, αποτέλεσαν τις εκκλησίες στις οποίες εκκλησιαζόντουσαν οι κάτοικοι του χωριού Πάινα. Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα κατοικούνταν από 6 οικογένειες. Μετά τον επιτυχή Μακεδονικό αγώνα και τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου απελευθερώθηκε η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1913, στο χωριό κατοικούσαν 6 οικογένειες και 23 κάτοικοι. Οι λιγοστοί ντόπιοι κολλίγοι κάτοικοι αποχώρησαν την ίδια χρονιά. Το ίδιο έτος σημειώθηκε εγκατάσταση προσφύγων από τον Πόντο. Η εγκατάσταση στα Μπάνια, των Ποντίων προσφύγων, πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη έγινε με την απελευθέρωση το 1912/13, με την ονομασία Μπάνια, από έξι προσφυγικές οικογένειες από την περιοχή του Καρς (στα τότε σύνορα Ρωσίας – Τουρκίας) του Πόντου και τα χωριά Τουρκεσόν και Αλίσοφι, ενώ ακολούθησε τα επόμενα χρόνια μια δεύτερη και μεγαλύτερη σε όγκο εγκατάσταση, που έλαβε χώρα μετά τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής και με την ανταλλαγή των πληθυσμών της Μικρασιατι¬κής καταστροφής. Μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1926, έγινε λόγω της σημαντικής αύξησης του πληθυσμού και της επιτακτικής ανάγκης που δημιουργήθηκε από αυτό, η πρώτη ιστορικά επέκταση στο σχέδιο του οικισμού προς τα Βορειοδυτικά και ταυτόχρονα η αλλαγή της επίσημης ονομασίας του σε Λουτροχώριον (από: λουτρό + χωριόν, δηλαδή: χωριό με λουτρά). Κατά την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αρκετοί κάτοικοι του Λουτροχωρίου επιστρατεύτηκαν από τον ελληνικό στρατό και πολέμησαν. Παρά ταύτα, οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το χωριό, όπως και ολόκληρη την χώρα από το 1941 μέχρι το 1944. Στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να μετακομίσουν από τα μέσα του 1947 μέχρι το Μάρτη του 1950, στα γειτονικά χωριά Αρσένι, Άσπρο και Σκύδρα, μιας και η ευρύτερη περιοχή του χωριού, ήταν πέρασμα των αντιμαχώμενων πλευρών, με αποτέλεσμα το Λουτροχώρι να είναι ακατοίκητο ως την Άνοιξη του 1950, όπου έληξε ο εμφύλιος και οι κάτοικοι επέστρεψαν. Τις δεκαετίες του 1960 και 1970, υπήρξε μεγάλο κύμα μετανάστευσης των κατοίκων κυρίως προς το εξωτερικό και τη Γερμανία, αλλά και προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, για αναζήτηση καλύτερων οικονομικών αποδοχών και συνθηκών ζωής. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ένα νέο κύμα προσφύγων ελληνικής καταγωγής από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, εγκαταστάθηκε στο χωριό και μέσα στα επόμενα χρόνια ενσωματώθηκε πλήρως στην τοπική κοινωνία του χωριού. Το χωριό κατά την Τουρκοκρατία ονομάζονταν Μπάνια, λόγω των παρακείμενων ιαματικών πηγών. Μετά την απελευθέρωση του χωριού, το όνομα διατηρήθηκε έως το 1926, όταν το χωριό μετονομάστηκε σε Λουτροχώρι. Στο Λουτροχώρι, υπάρχουν oι ιαματικές μεταλλικές πηγές Λουτρά., Το Ιαματικό Νερό Λουτροχωρίου, έχει χαρακτηριστεί υπόθερμο, υποτονικό, μεσομεταλλικό και θειούχο, με 17 μέταλλα και ιχνοστοιχεία και κατατάσσεται στην κατηγορία των Ιαματικών Νερών και υποδεικνύει τις θεραπευτικές ενδείξεις του για δερματολογική χρήση, δερματικές παθήσεις και ερεθισμούς, ρευματοπάθειες, αρθροπάθειες, εκφυλιστικές εκβάσεις τραυμάτων, για παθήσεις του πεπτικού συστήματος (όταν χορηγείται από το στόμα), των πνευμόνων (αναπνευστικού) και για παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος (υπό μορφή λουτροθεραπείας). Το νερό έχει θερμοκρασία 23 °C (73,4 °F), είναι μέτριο προς ψυχρό και είναι κατάλληλο για πόσιμο.

Λυκόστομο

Το Λυκόστομο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 200 μέτρων  και μέχρι το 1926 ονομαζόταν Στρούπινο. Το χωριό είχε μικτό μουσουλμανικό και εξαρχικό χριστιανικό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα, με πλειοψηφία χριστιανών. Στο χωριό λειτουργούσε εξαρχικό σχολείο. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 24 προσφυγικές οικογένειες.

Μάνδαλο

Το Μάνδαλο είναι χωριό που έως το 1928, ονομαζόταν Μανδάλοβο. Η ονομασία του χωριού Μάνδαλο προέρχεται κατά μία άποψη από το ρήμα «μανδαλώνω» (=ασφαλίζω, δένω), γιατί το Μάνδαλο ήταν αρχικά παραθαλάσσιο και έπειτα παραλίμνιο χωριό. Μανδάλωμα ονομαζόταν το δέσιμο που γίνονταν στις βάρκες και στα άλλα σκάφη στις όχθες της λίμνης. Η ιστορία της περιοχής που σήμερα στεγάζεται το Μάνδαλο ξεκινάει από πάρα πολύ παλιά. Στην περιοχή αυτή ανακαλύφθηκαν ερείπια νεολιθικού οικισμού που κατοικήθηκε από το 4600 μέχρι το 4000 π.Χ. Ο οικισμός επανακατοικήθηκε μετά το 3000 π.Χ. στην πρώιμη εποχή του. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία για την κατάσταση στην περιοχή έως τα χρόνια των Μακεδόνων Βασιλέων γύρω στο 400 π.Χ., όπου η περιοχή πιθανολογείται ότι ανήκε στο Μακεδονικό βασίλειο. Η εκκλησία του χωριού είναι του Αγίου Νικολάου, βασιλική, χτίστηκε γύρω στο 1855 και ήταν αρχιτεκτονικού ρυθμού Βασιλικής. Κάηκε από τους Τούρκους, αλλά ξαναχτίστηκε από τους κατοίκους μετά την απελευθέρωσή τους. Στον οικισμό Μαύρο χτίστηκε περίπου το 1915 η τρίκλιτη βασιλική της Αναλήψεως του Κυρίου.

Μαργαρίτα

Η Μαργαρίτα είναι ημιορεινό χωριό με υψόμετρο 404 μέτρα και βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του όρους Βόρα (Καϊμακτσαλάν). Η ονομασία της σύμφωνα με την τοπική παράδοση οφείλεται σε κοπέλα του χωριού που την περίοδο της τουρκοκρατίας, ανήμερα την Μεγάλη Πέμπτη, αυτοκτόνησε πηδώντας από βράχο για να μην πιαστεί από τον μπέη του γειτονικού Άψαλου. Από το γεγονός αυτό προέρχεται και το τοπικό έθιμο «Σπάσιμο κόκκινων αυγών» κάθε δεύτερη ημέρα του Πάσχα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν σε αυτό 6 οικογένειες (20 άτομα) προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Πότσεπ και έτσι αναφέρεται επίσημα το 1918. Το 1926  μετονομάστηκε σε Μαργαρίτα.

Μεσημέρι

Το Μεσημέρι είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 450 μέτρα και βρίσκεται δίπλα (νοτιοδυτικά) της Έδεσσας και χωρίζεται από αυτήν με την περιφερειακή οδό Έδεσσας. Η κεντρική εκκλησία του είναι η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Οι κάτοικοί του στις 23 – 24 Δεκεμβρίου αναβιώνουν το παραδοσιακό έθιμο «Φωτιά» και της «Κόλιντα Μπάμπω» με άναμμα φωτιάς, παραδοσιακή μουσική, γλέντι & χορό. Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα, μετά την απελευθέρωση, το 1918.

Μηλιά

Η Μηλιά ή Μηλέα βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 140 μέτρων και μέχρι το 1926 ονομαζόταν Καρλάτ ή Καρλάδοβο. Το χωριό είχε μουσουλμανικό πληθυσμό. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 169 προσφυγικές οικογένειες. Με τη μικρασιατική καταστροφή ένας από τους ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στο χωριό ήταν ο πάτερ Παύλος ο Τσαουσάκης ο οποίος κουβάλησε μαζί του από την Τουρκία διάφορα κειμήλια εκ των οποίων αρκετά σώζονται ακόμη στην εκκλησία του χωριού. Ένα από αυτά είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μηλιώτισσας και η καμπάνα της εκκλησίας η οποία βρίσκεται εν λειτουργία ακόμη και σήμερα.

Νέα Πέλλα

Η Νέα Πέλλα είναι ένας ελληνικός μεγάλος οικισμός, είναι χτισμένη πάνω στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Γιαννιτσών και κατοικείται από πρόσφυγες που προέρχονται από το Τσιφλίκιον της Ανατολικής Θράκης. Μετά από μια περιπλάνηση στις γύρω περιοχές, το 1924 εγκαταστάθηκαν δίπλα από τα Αρχαία Λουτρά, μια περιοχή με άφθονα νερά και πλούσια βλάστηση, για να αρχίσουν μια νέα ζωή στον καινούριο οικισμό που ονόμασαν Νέα Πέλλα. Ασχολήθηκαν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μαζί τους μετέφεραν κι έναν νέο πολιτισμικό χαρακτήρα, τον οποίο διατηρούν ως σήμερα με έθιμα και παραδόσεις. Η μεγάλη εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, βυζαντινού ρυθμού, χτίστηκε το 1942 και βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής χτίστηκε το 1967 για να φυλάξει τη σεβάσμια εικόνα που έφεραν οι κάτοικοι, μοναδικό κειμήλιο από την παλαιά τους πατρίδα. Κάθε χρόνο η Νέα Πέλλα πανηγυρίζει στη μνήμη της Αγίας με εορταστικές εκδηλώσεις. Έχει όμορφα σπίτια, πολλά από αυτά κατασκευασμένα από πέτρα.

Νέος Άγιος Αθανάσιος

Ο Νέος Άγιος Αθανάσιος είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 700 μέτρων και βρίσκεται βόρεια της λίμνης Βεγορίτιδας. Δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τους κατοίκους του γειτονικού Αγίου Αθανασίου όταν ο παλιός οικισμός κρίθηκε μη κατοικήσιμος από γεωλογικής απόψεως λόγω σεισμών. Είναι χτισμένος στους πρόποδες του όρους Καϊμακτσαλάν (Βόρας), με θέα στη λίμνη. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την οικοτεχνία και τελευταία με τον τουρισμό. Ως ξεχωριστός οικισμός αναφέρεται επίσημα για πρώτη φορά το 1991.

Νερόμυλοι

Οι Νερόμυλοι (μέχρι το 1926 Νοβοσέλτσι) και βρίσκεται σε υψόμετρο 230 μέτρων. Στη θέση «Γκορίτσα», βόρεια του χωριού, έχουν εντοπιστεί αρχαία λείψανα υστεροκλασικών έως υστερορωμαϊκών χρόνων. Το χωριό στις αρχές του 20ού αιώνα είχε μουσουλμανικό πληθυσμό. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 54 προσφυγικές οικογένειες.

Νησί

Το Νησί είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 550 μέτρα και είναι χτισμένο στους νότιους πρόποδες του όρους Καϊμακτσαλάν (Βόρας) ενώ στα νότια είναι ο υδροβιότοπος Άγρα-Βρυτών-Νησίου από τον οποίο πηγάζουν νερά που κατευθύνονται στον ποταμό Εδεσσαίο ή Βόρα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε το 1953 για τις ανάγκες του υδροηλεκτρικού σταθμού της ΔΕΗ, πάνω στην κοίτη του ποταμού και παλιότερα αναφερόταν ως «τυρφώνας Νησίου» ή ως τεχνητή λίμνη Άγρα. Η κεντρική εκκλησία του είναι η εκκλησία των Αγίων Αρχαγγέλων ενώ 2 χλμ. νοτιότερα του χωριού σώζονται τα ερείπια του μεταβυζαντινού ναού της Γενεθλίου της Θεοτόκου, ο οποίος χρονολογείται το 1741. Είναι διακοσμημένος με σημαντικές αγιογραφίες και έχει κηρυχθεί αρχαίο μνημείο.

Νότια

Η Νότια (μέχρι το 1940 Νώτια) είναι χωριό σε υψόμετρο 595 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Τζένα. Στην τοπική ενότητα Νότιας υπάγεται και ο οικισμός Αετοχώρι. Ανήκει στα βλαχομογλενίτικα χωριά. Στο χωριό έχουν βρεθεί ευρήματα της ρωμαϊκής εποχής, μια ανάγλυφη πλάκα η οποία απεικονίζει τετραμελή οικογένεια, ένα μαρμάρινο ανάγλυφο με νεκρόδειπνο στο κάτω μέρος και τρεις μορφές στο άνω, τμήμα κορμού αγάλματος ελληνιστικής εποχής και νόμισμα με τη μορφή του Μ. Αλεξάνδρου. Επίσης, έχουν περιγραφεί ότι αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη είχαν ενσωματωθεί στα τζαμιά του χωριού. Το χωριό ήταν έδρα της επισκοπής Μογλένων, η οποία το 1719 ανυψώθηκε σε Μητρόπολη, αλλά ο πληθυσμός του χωριού εξισλαμίστηκε το 1759. Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Το 1912 κατοικούνταν από περίπου 3.250 μουσουλμάνους Βλάχους και 150 χριστιανούς Τσιγγάνους. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, ο μουσουλμανικός πληθυσμός μετανάστευσε υποχρεωτικά στην Τουρκία και στη Νότια εγκαταστάθηκαν 184 προσφυγικές οικογένειες από τον Πόντο. Κατά την περίοδο της κατοχής (1941 – 1945 Β’ Παγκόσμιος πόλεμος) τα χωριά ήταν υπό  Γερμανική κατοχή. Στη μεθόριο της Δημοκρατίας των Σκοπίων ήταν Βουλγαρικές δυνάμεις οι οποίες συνεχώς έκαναν επιδρομές κατά του άμαχου πληθυσμού. Σε μια από αυτές στις 17 Ιανουαρίου 1944 εισέβαλε στην περιοχή μια ταξιαρχία Βουλγάρικων στρατευμάτων και στη διαδρομή σκότωσε 7 άτομα από τον άμαχο πληθυσμό του χωριού Περίκλεια. Στις 22 Ιανουαρίου η Βουλγάρικη ταξιαρχία έφτασε στο χωριό Νότια. Εκεί αφού συγκέντρωσαν με διάφορα τεχνάσματα όλους τους άντρες του χωριού τους μετέφεραν στην τοποθεσία «άσπρα χώματα» τους έβαλαν να σκάψουν έναν ομαδικό τάφο, τους σκότωσαν και τους έριξαν μέσα. Από τότε η τοποθεσία αυτή ονομάζεται «σαράντα σκοτωμένοι» και πήρε το όνομα της από τους 40 αγωνιστές που θάφτηκαν εκεί.

Ξανθόγεια

Τα Ξανθόγεια ή Παλαιά Ξανθόγεια είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 630 μέτρων και βρίσκονται βορειοανατολικά της λίμνης Βεγορίτιδας. Πρόκειται για οικισμό ο οποίος μετά την δεκαετία του 1950 άρχισε να εγκαταλείπεται σταδιακά από τους κατοίκους του που μετακινήθηκαν κυρίως στα γειτονικά Νέα Ξανθόγεια. Τα εναπομείναντα σπίτια του χωριού ακολουθούν την τυπική μακεδονική αρχιτεκτονική της αγροτικής υπαίθρου και χαρακτηριστικό είναι το λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου (1884). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παραδοσιακά λιθόστρωτα, οι πέτρινες βρύσες με τρεχούμενα νερά και αρκετά σημεία που έχουν θέα προς το όρος Βόρας (Καϊμάκτσαλάν) ή την λίμνη Βεγορίτιδα. Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Ροσίλοβο ή Ρουσίλοβο και έτσι αναφέρεται μετά την απελευθέρωση το 1918. Το 1926 μετονομάστηκε σε Ξανθόγεια.

Ξιφιανή

Η Ξιφιανή είναι πεδινό χωριό σε υψόμετρο 133 μέτρα και είναι ενωμένη οικιστικά ανατολικά με την Άλωρο από την οποία χωρίζεται με την επαρχιακή οδό Έδεσσας – Αριδαίας. Στο λόφο του χωριού είναι χτισμένη (1857) η παλιά εκκλησία του Άγιου Δημητρίου με το καμπαναριό της και έναν εντυπωσιακό εσωτερικό διάκοσμο. Ο λόφος του Αγίου Δημητρίου αποτελεί ένα άριστο φυσικό παρατηρητήριο για όλη την Αλμωπία (Καρατζόβα), με φανταστική θέα. Ο παλιός δημόσιος δρόμος διέσχιζε όλο το χωριό, που είναι χτισμένο στους πρόποδες του λόφου. Πολλοί υποστηρίζουν πως το χωριό κατοικείται από τα Βυζαντινά χρόνια.

Όρμα

Η Όρμα βρίσκεται στα σύνορα της Ελλάδας με την πρώην Γιουγκοσλαβία, δίπλα στα Λουτρά Πόζαρ, στους πρόποδες του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν). Παλαιότερα ονομαζόταν Τρέσινο. Η ονομασία του χωριού οφείλεται κατά μια εκδοχή στην ομώνυμη αρχαία μακεδονική πόλη που τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή ενώ σύμφωνα με άλλη από τα νερά του ποταμού που ξεχύνονταν ορμητικά μέσα από το βουνό. Διακρίνεται για τη φυσική ομορφιά του, περιτριγυρισμένο από πράσινο και φυσικά νερά. Εντυπωσιακή είναι η κεντρική πλατεία του χωριού με πλατάνια. Η εκκλησία του χωριού είναι του Αγίου Νέστορα. Οι κάτοικοι του χωριού εκτός του τουρισμού ασχολούνται με τη γεωργία και κυρίως με την παραγωγή κερασιών, κάστανων, κοκαριών και ροδακίνων.

Παλαιός Μυλότοπος

Ο Παλαιός Μυλότοπος βρίσκεται δυτικά των Γιαννιτσών, ανάμεσα στα χωριά Νέος Μυλότοπος και Καρυώτισσα. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Το 1918 αναγνωρίστηκε ως κοινότητα Βούδριστας, αλλά το 1922 καταργήθηκε και χαρακτηρίσθηκε οικισμός της Κοινότητας Γενιτσών (Γιαννιτσά). Το 1926 προσδιορίζεται ξανά ως ανεξάρτητη κοινότητα. Το 1927 η Βούδριστα μετονομάζεται σε Μυλότοπο ενώ το 1940, λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, αναγνωρίζονται οι οικισμοί Νέος και Παλαιός Μυλότοπος. Το παλαιό όνομα του χωριού ήταν Βόντριστα ή Βούδριστα. Η σημερινή ονομασία οφείλεται στους πολλούς νερόμυλους που λειτουργούσαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στον Παλιό Μυλότοπου διατηρούνται δύο μεταβυζαντινές εκκλησίες: η Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής (1756) και η Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (1800).

Παραλίμνη Γιαννιτσών

Η Παραλίμνη είναι ένα χωριό που δημιουργήθηκε παρά τη λίμνη των Γιαννιτσών μετά την αποξήρανσή της (1926-1935) στη θέση που βρισκόταν ο σταθμός (πέρασμα) Τσέκρι. Η ονομασία Τσέκρι δηλώνει μια τοποθεσία που τα νερά είναι ρηχά. Γύρω από την λίμνη των Γιαννιτσών αναπτύσσονταν ελώδεις – βαλτώδεις περιοχές και μια από αυτές ήτανε το Τσέκρι. Υπήρχε σκάλα για τις βάρκες (μπλάβες) και καλύβα. Στην τοποθεσία χτίστηκε το 1870 εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο (στην είσοδο του ναού υπάρχει επιγραφή που αναγράφει το έτος 1774). Η ύπαρξη της εκκλησίας κρατούσε πάντα κοντά της λίγες οικογένειες. Το 1886 η περιοχή αναγράφεται ως «Τσιφλίκι» με 4 σπίτια. Ο σταθμός Τσέκρι ήταν πέρασμα πληθυσμών επειδή βρισκόταν πάνω στον άξονα της Εγνατίας Οδού και ταυτόχρονα σημείο εισόδου στη λίμνη. Στους πληθυσμούς της εποχής που χρησιμοποιούσαν το σταθμό για ανάπαυλα ανήκουνε και οι Σαρακατσάνοι. Περνούσαν από το Τσέκρι την άνοιξη όταν ανέβαιναν στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας και το φθινόπωρο όταν οδηγούσαν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά της Χαλκιδικής κυρίως. Το Φθινόπωρο του1944 εγκαταστάθηκαν στο Τσέκρι Χασσανδρινοί (Κασσανδρινοί) προέρχονταν δηλαδή από τα χειμαδιά της Χαλκιδικής και οικογένειες που προέρχονταν από τα χειμαδιά του Βερμίου – Θεσσαλίας. Το 1941 με τη σύμφωνη γνώμη του νομάρχη μεταφέρονται από τα χωριά της Δράμας οικογένειες προσφύγων. Τα πρώτα σπίτια κατασκευάζονται με μόνωση από κανάβια του κάμπου (ίσως καλαμιές που τις έπλεκαν μεταξύ τους) και καλαμωτή για σκεπή. Το 1949 αρχίζουν να χτίζονται τα πρώτα πλίθινα σπίτια. Πλινθοποιεία υπήρχαν 2 στο χωριό. Το πρώτο στην ανατολική μεριά (κοντά στο σημερινό γήπεδο) και το δεύτερο στη δυτική πλευρά όπου εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες από το Ελεύθερο. Τις ξυλοσκεπές τις έκαναν με ξύλα που έπαιρναν από τις λεύκες που αφθονούσαν στο βάλτο.

Περαία

Η Περαία είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 645 μέτρα και είναι χτισμένη στις ανατολικές όχθες της λίμνης Βεγορίτιδας. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και το ψάρεμα. Στην πλειοψηφία τους είναι απόγονοι προσφύγων από το Τσανάκαλε και την Απολλωνία, που εγκαταστάθηκαν μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Πολιούχος άγιος του χωριού είναι ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων ο οποίος κατάγονταν από την Αμάσεια της Καππαδοκίας και τον τιμούν κάθε χρόνο το Σάββατο την επομένη μέρα των πρώτων χαιρετισμών. Στο χωριό υπάρχει Λαογραφικό Μουσείο όπου παρουσιάζονται σε διαδοχικές ενότητες τα πρόσωπα, η καταγωγή, η ζωή και οι ασχολίες των προσφύγων κατοίκων του. Η παλιά ονομασία είναι Κότσανα και έτσι αναφέρεται επίσημα, μετά την απελευθέρωση, το 1918. Το 1927 μετονομάστηκε σε Περαία.

Περίκλεια

Η Περίκλεια βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 597 μέτρων, στον ορεινό όγκο της Αλμωπίας. Συγκεκριμένα βρίσκεται στη βόρεια και δυτική πλευρά ενός πλούσιου, μεγάλου οροπεδίου, στη συμβολή του όρους Τζένα (2.182) και του όρους Πάικο (1.650). Την κοινότητα διαρρέουν δύο ποτάμια. Το πρώτο πηγάζει από τους πρόποδες της Τζένας και το δεύτερο από το όρος Πάικο. Καί τα δύο ενώνονται και κατηφορίζουν προς τον κάμπο της Καρατζόβας, όπου μαζί με άλλα ποτάμια σχηματίζουν τον ποταμό Μογλενίτσα. Επίσης, η περιοχή διαθέτει άφθονα υπόγεια νερά. Στο τέλος του χειμώνα, λιώνουν τα χιόνια από τα όρη Τζένα και Πάικο και σχηματίζουν τους χείμαρρους «Σάλνιτσα» και «Βαλισέκα». Κατά την τοπική παράδοση, η περιοχή παλιά ήταν λίμνη και πήρε τη σημερινή της μορφή από προσχώσεις φερτής ύλης από τα βουνά που την περιβάλλουν σαν πέταλο. Σ’ αυτό συνηγορούν διάφορα πετρώματα που υπάρχουν στην περιοχή καθώς και άλλα ευρήματα. Όλοι οι κάτοικοι είναι Μογλενίτες Βλάχοι και η ύπαρξη του χωριού χάνεται στα βάθη των αιώνων σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γερόντων. Μαζί με τα γειτονικά χωριά της Λαγκαδιάς, της Νότιας, του Αρχαγγέλου αλλά και του Σκρα, της Κούπας και των Μεγάλων Λιβαδίων που βρίσκονται στο διπλανό Νομό, ανήκουν στην ξεχωριστή φυλή των Μογλενίτων Βλάχων η οποία διαφέρει εξ’ ολοκλήρου από τους Βλάχους της υπόλοιπης Ελλάδας. Η γλώσσα τους ανήκει στο ρουμάνικο γλωσσικό σύνδεσμο (μοιάζει πολύ με τη ρουμάνικη γλώσσα). Οι άνθρωποι ζεστοί, φιλόξενοι και περήφανοι είναι πρόθυμοι να σε καλωσορίσουν στο χωριό.

Πιπεριές

Οι Πιπεριές βρίσκονται χτισμένες σε υψόμετρο 160 μέτρων και μέχρι το 1926 ονομαζόταν Μπίτζιο Μαχαλά. Το όνομα το χωριό το πήρε από τις καλλιέργειες πιπεριών. Σήμερα στο χωριό καλλιεργούνται αμπέλια, ροδάκινα, δαμάσκηνα, κεράσια, σπαράγγια, τριφύλλια, καλαμπόκια και σιτάρι. Το χωριό είχε μουσουλμανικό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 136 προσφυγικές οικογένειες και ο οικισμός έγινε αμιγώς προσφυγικός. Στην εκκλησία του χωριού, η οποία χτίστηκε την περίοδο 1953 – 1965, φυλάσσεται η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 12ου αιώνα, η οποία προέρχεται από το χωριό Γεντζέ της Πανόρμου Βιθυνίας.

Πλαγιάρι

Το Πλαγιάρι, είναι ημιορεινός οικισμός στα Γιαννιτσά με υψόμετρο 349 μέτρα και βρίσκεται στους πρόποδες όρους Παϊκου. Είναι χτισμένο δίπλα στην επαρχιακή οδό Αραβήσσου – Εξαπλάτανου. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και κυρίως την καλλιέργεια ροδάκινων, καπνού και δρεπτού τριαντάφυλλου. Το παλιό όνομα του χωριού, μέχρι το 1926, ήταν Ισπερλίκ (στα τουρκικά σημαίνει «ο τόπος του Σπύρου»), οπότε και μετονομάστηκε σε Πλαγιάρι. Το 1918 αναγνωρίστηκε ως κοινότητα Ισπερλίκ με έδρα τον οικισμό. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών και τη Συνθήκη της Λωζάνης στο χωριό εγκαταστάθηκαν χριστιανοί από το Πλαγιάρι της Καλλιπόλης, ενώ άλλες προσφυγικές ομάδες κατοίκησαν στο Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης, στην Καρδία και την Αγία Παρασκευή. Στο χωριό σήμερα κατοικούν και οικογένειες Βλάχων από τη Βλάστη Κοζάνης και τα Μεγάλα Λιβάδια.

Πρόδρομος

Ο Πρόδρομος βρίσκεται σε υψόμετρο 240 μέτρων. Στη θέση «Γκορίτσα», δυτικά του χωριού, έχει εντοπιστεί εκτεταμένο νεκροταφείο τύμβων της εποχής του Σιδήρου. Το χωριό είχε μουσουλμανικό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 53 προσφυγικές οικογένειες και ο οικισμός έγινε αμιγώς προσφυγικός.

Πρόμαχοι

Οι Πρόμαχοι είναι χτισμένος στις υπώρειες της οροσειράς του Βόρα. Κύριες ασχολίες των κατοίκων είναι η γεωργία, η υλοτομία και γενικότερα η επεξεργασία του ξύλου. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπάχοβο. Οι κάτοικοί του έλαβαν μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα. Μετά τη λήξη του το χωριό ονομάστηκε Ακρόπολις. Στη συνέχεια (1926) πήρε το σημερινό του όνομα. Διάσημη είναι η ποικιλία πιπεριάς του χωριού, γνωστή ως πιπεριά Μπαχόβου ή Μπαχοβίτικη πιπεριά. Συλλέγεται πράσινη (άγουρη) και είναι πλατύτερη από τις συνηθισμένες. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η γλυκιά γεύση της.

Προφήτης Ηλίας

Ο Προφήτης Ηλίας είναι τοποθετημένος στα δυτικά ενός υψώματος, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους Πάικο, στα ανατολικά της εισόδου των στενών του Αψάλου και δυτικά της εξόδου της κοιλάδας του ποταμού Αλμωπαίου. Ο ποταμός Αλμωπαίος έχει όλο το χρόνο νερό και στις όχθες του υπάρχουν υδροχαρή φυτά όπως πλατάνια και λεύκες. Στις γύρω ημιορεινές εκτάσεις υπάρχει ποώδης βλάστηση με βοσκοτόπια. Οι πεδινές περιοχές, που εντάσσονται στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, υδροδοτούνται από τον ποταμό, μέσω εκτεταμένης ποτιστικής εγκατάστασης, εντατικοποιώντας την αγροτική παραγωγή κυρίως οπωροκηπευτικών, απ’ όπου παράγονται κυρίως ροδάκινα. Κύριο άγριο θηλαστικό της περιοχής είναι η βίδρα, ενώ μεταξύ των πτηνών μπορούμε να συναντήσουμε στην ευρύτερη περιοχή αξιόλογα είδη όπως βαλτοποταμίδα, βυδοβυζάχτρα, φιδαητός, χαλκοκουρούνα, βαλκανοτσικλητάρα, πετρίτης, λιοστριτσίδα, γαϊδουροκεφαλάς, ασπροπάρης και δεντροτσιροβάκος. Στο λόφο, στις ανατολικές υπώρειες του οποίου βρίσκεται ο οικισμός, υπάρχουν βραχώδεις φωλιές πουλιών.

Σάμαρι

Η ίδρυση του χωριού Σάμαρι τοποθετείται κοντά στα 1550 από ανθρώπους, οι οποίοι κυνηγημένοι από το καθεστώς, επέλεξαν την τοποθεσία ώστε να μη γίνεται ευκόλως αισθητή η παρουσία τους από τον τότε κεντρικό δρόμο. Βέβαια τα τελευταία χρόνια ανακαλύφθηκε προϊστορικός οικισμός στην περιοχή, που δίνει νέα τροπή και τροφή για περισσότερη μελέτη. Ο όρος σαμάριον συνηθίζεται από τους εκκλησιαστικούς κύκλους και μόνο στον γραπτό λόγο. Πρόκειται για ένα από τα κεφαλοχώρια του προηγούμενου αιώνα και λέγεται από τους γηραιότερους ότι η ονομασία του συνδέεται με το γεγονός ότι σε αυτήν την περιοχή κατέφθαναν άνθρωποι από όλη την περιφέρεια, για να επισκευάσουν σαμάρια (εμπορικό κέντρο). Μιλάμε για εποχές, όπου τα ζώα ήταν τα κύρια μεταφορικά μέσα, αλλά και εργαλεία στα χέρια του ανθρώπου. Υπάρχει ακόμα μια εκδοχή για την ονομασία του χωριού και έχει να κάνει με την τοποθεσία, που είναι πολλοί και μικροί λόφοι, δηλαδή καμπύλες, που θυμίζουν το σχήμα του σαμαριού.

Σαρακηνοί

Οι Σαρακηνοί είναι ορεινό χωριό χτισμένοι σε υψόμετρο 570 μέτρα. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, παράγοντας κεράσια, μήλα, δαμάσκηνα, ροδάκινα κ.α. Δίπλα στο χωριό υπάρχει και ο οικισμός Κάτω Κορυφή με κατοίκους που ασχολούνται με κεράσια και κτηνοτροφία. Οι Σαρακηνοί παλαιότερα ονομάζονταν Σαρακίνοβο και ακόμα παλαιότερα Σαρακίνα. Από το χωριό προέρχεται και ο χορός Σαρακίνα. Οι Σαρακηνιώτες (ή Σαρακινιώτες) συμμετείχαν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 προσφέροντας πολλούς αγωνιστές στον αγώνα. Η καταστολή όμως της επανάστασης στη Μακεδονία οδήγησε στην παρακμή του χωριού. Μερικές δεκαετίες αργότερα και ενώ η Βουλγαρική αφύπνιση είχε ολοκληρωθεί, η Βουλγαρική οργάνωση ΕΜΕΟ είχε εδραιωθεί στο χωριό και ο Ελληνισμός του Σαρακίνοβου βρέθηκε σε δεινή θέση. Παρόλα αυτά, κατά τη Μακεδονική Επανάσταση του 1896, οι κάτοικοι του Σαρακίνοβου, άρπαξαν την ευκαιρία να ξαναδηλώσουν την Ελληνική τους συνείδηση και συμμετείχαν αθρόα στο σώμα των Μακεδόνων Ιωάννη Γεωργαντά και Βασίλειου Οικονόμου, υπαρχηγών του Αθανάσιου Μπρούφα, που εξέγειρε ολόκληρη την περιοχή Αλμωπίας και προκάλεσε πολλές απώλειες στα Οθωμανικά στρατεύματα. Όταν, στις 25 και 26 Ιουλίου του 1896, το σώμα των Ι. Γεωργαντά και Β. Οικονόμου ηττήθηκε μετά από σφοδρή μάχη με Οθωμανικό στράτευμα στο Βλάδοβο (Άγρα), οι Οθωμανικές αρχές εισέβαλαν στους Σαρακηνούς, έκαψαν πολλές οικίες, βασάνισαν τους κατοίκους, βίασαν τις γυναίκες και κρέμασαν τον Έλληνα ιερέα και το δάσκαλο του χωριού. Μετά την καταστολή και αυτής της επανάστασης, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες κυριάρχησαν στους Σαρακηνούς, και μόνο μετά την κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα, οι Έλληνες Σαρακηνιώτες μπόρεσαν να οργανωθούν εκ νέου και να αγωνιστούν για την Ελληνική υπόθεση. Μετά την απελευθέρωση το 1912 και τη Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919, που προέβλεπε οικειοθελή ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, 65 εξαρχικές οικογένειες προσέφυγαν στη Βουλγαρία.

Σκύδρα

Η Σκύδρα, είναι κωμόπολη του νομού Πέλλας χτισμένη στη μέση ενός εύφορου κάμπου με μέσο υψόμετρο περίπoυ 40 μέτρα. Αποτελεί σημαντικό αγροτικό κέντρο της περιοχής με σημαντική φρουτοπαραγωγή (κυρίως ροδακινοπαραγωγή), κονσερβοποιία και μεταποιητική φρουτοβιομηχανία. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και έως το 1926, η Σκύδρα ήταν ένα μικρό χωριό γνωστό με το όνομα «Βέρτικοπ». Αυτό το όνομα προέρχεται από την Τουρκική ή Σλαβική γλώσσα και σημαίνει «Στριφοχώρι». Ονομαζόταν δε έτσι εξ αιτίας ενός ποταμού (σημερινός Εδεσσαίος ποταμός) ο οποίος πήγαζε από την Έδεσσα και περνούσε από τα εδάφη του Βέρτικοπ το οποίο ήταν κτισμένο γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στην αρχή του 5ου αιώνα π.χ. η Μακεδονία υποδουλώθηκε στους Πέρσες. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων υπήρχε Σατραπεία στην ευρύτερη περιοχή όπου σήμερα υπάρχει η Σκύδρα, που επιβλήθηκε από τον σατράπη Βουβαρη μεταξύ του 510 και του 490 π.χ. Σύμφωνα με επιγραφές και νομίσματα τα οποία βρέθηκαν, η περιοχή γνώρισε μεγάλη ακμή μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, το 1873 το Βέρτικοπ είχε περίπου 40 σπίτια, 20 ελληνικά και 20 τούρκικα είχε δηλαδή ελάχιστο πληθυσμό. Το 1890 χτίστηκε πάνω στο τότε ήδη υπάρχον σχολείο, διώροφο πλέον σχολείο, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται πίσω από το σημερινό Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι κάτοικοι αγωνίστηκαν για την ελευθερία. Το Βέρτικοπ απελευθερώθηκε από τον τούρκικο ζυγό την 17η Οκτωβρίου του 1912, με τη συνεισφορά του Ελληνικού Στρατού στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Στα 1914 πολλοί πρόσφυγες από τη Θράκη και τον Πόντο εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Στα 1916 με τη Γαλλική πρωτοβουλία τα συμμαχικά στρατεύματα εγκατέστησαν ένα σιδηρόδρομο τύπου «Ντεκοβίλ» συνδέοντας το Βέρτικοπ (τη Σκύδρα) με την Αρδέα (Αριδαία). Αυτό το τραίνο εξυπηρετούσε ολόκληρη την περιοχή μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Το γνωστό σε όλους τραίνο της Καρατζόβας ήταν το μοναδικό συγκοινωνιακό μέσω της εποχής καθώς το ελληνικό κράτος δεν είχε αρχίσει ακόμα να φτιάχνει δρόμους. Στα τέλη Μαΐου του 1918 το Βέρτικοπ θα δεχθεί δύο βομβαρδισμούς από τη γερμανική αεροπορία αφού οι Γερμανοί γνώριζαν ότι ο σταθμός ήταν ο μεγαλύτερος σταθμός ανεφοδιασμού και ενισχύσεων του Μακεδονικού μετώπου. Οι ζημιές που προκλήθηκαν ήταν τεράστιες, τα γερμανικά αεροπλάνα έπληξαν κυρίως τον σιδηροδρομικό σταθμό, τις αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων που ήταν εκεί και τους φούρνους και τα μαγειρεία που ήταν στην περιοχή του σταθμού. Στα 1918 η σιδηροδρομική γραμμή περιήλθε στην Ελληνική κατοχή και άρχισε να λειτουργεί ξανά το 1925 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1936 οπότε και καταργήθηκε, αφού κρίθηκε ως ασύμφορο. Ανάμνηση του ονόματος του τραίνου είναι η συνοικία Ντεκοβίλ κοντά στο σταθμό που χτίστηκε περίπου το 1950. Ακόμη και σήμερα, μέσα στην πόλη διασώζεται σε όχι τόσο καλή κατάσταση, το παλαιό «Ντεκοβίλ», το κτίριο που στεγαζόταν ο αρχικός Σιδηροδρομικός Σταθμός Σκύδρας.

Σωσάνδρα

H Σωσάνδρα (μέχρι το 1922 Πρεμπόδιστα) βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μέτρων. Στα σύνορα των τοπικών κοινοτήτων Σωσάνδρας και Δωροθέας έχουν βρεθεί λείψανα οικιστικών εγκαταστάσεων των νεολιθικών χρόνων και της Εποχής του Χαλκού. Το χωριό είχε μικτό μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό στις αρχές του 20ού αιώνα, με πλειοψηφία μουσουλμάνων (1.100 έναντι 300 χριστιανών. Στο χωριό λειτουργούσε πατριαρχικό σχολείο. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 148 προσφυγικές οικογένειες. Στη Σωσάνδρα βρίσκονται δύο μύλοι οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία: ο τετράμυλος ιδιοκτησίας Γ. Παρτσανίδη και ο εξάμυλος ιδιοκτησίας Δ. Παππά και Θ. Τερζή. Αμφότεροι αποτελούν μαρτυρία της εξέλιξης της ντόπιας λαϊκής αρχιτεκτονικής καθώς και δείγματα της βιοτεχνικής και βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που διαμορφώθηκε στην περιοχή στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.

Σωτήρα

Η Σωτήρα είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 454 μέτρα και βρίσκεται στις νότιες παρυφές του όρους Βόρα (Καϊμακτσαλάν). Δημιουργήθηκε πάνω σε ερείπια παλιότερου οικισμού πριν 500 χρόνια όταν οι κάτοικοι της γειτονικής Παλαιάς μετακινήθηκαν γιατί σύμφωνα πάντα με την παράδοση, κατά διαστήματα άκουγαν δυνατούς θορύβους προερχόμενους από την πηγή που και σήμερα υπάρχει εκεί. Η ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται το χωριό ήταν κατοικημένη από πολύ παλαιά όπως προκύπτει από διάφορα ευρήματα (ερείπια, νομίσματα, περιόδων της ελληνικής ιστορίας από την ελληνιστική εποχή έως τη βυζαντινή περίοδο και την οθωμανική κυριαρχία. Οι μόνιμοι κάτοικοί της ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η παλιά ονομασία του χωριού, μέχρι το 1926, είναι Λούκοβιτς και μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν σε αυτό 22 οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Στο κέντρο του χωριού και δίπλα στον γεροπλάτανο οι παλαιότεροι κάτοικοι έχτισαν την εκκλησία τους, αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή – προστάτιδα του χωριού. Η εκκλησία αυτή που ήταν τρίκλιτη, τρίκογχη με γυναικωνίτη καφασωτό και καμπαναριό, δυστυχώς κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συνέπεια ανεπανόρθωτων βλαβών στη δομή της.

Υδραία

Η Υδραία είναι πεδινός οικισμός σε υψόμετρο 120 μέτρα. Είναι πολύ μικρός οικισμός σε έκταση, δίπλα στη δυτική όχθη του Αλμωπαίου ποταμού (Μογλενίτσας) και τη βόρεια του παραπόταμού του Ασπροπόταμος (Μπέλιτσας). Το όνομα του προέρχεται από τα πολλά νερά και τις πηγές που διαθέτει η περιοχή. Στο χωριό υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που είναι ο πολιούχος του. Διαθέτει ακόμα πολλά πάρκα και ένα υδραγωγείο που διοχετεύει νερό σε όλο το χωριό. Ανάμεσα από τον οικισμό Υδραία και Χρυσή (χωριό του Δήμου Αλμωπίας) βρίσκονται τα ερείπια από το κάστρο των Μογλενών ονομασία Σλαβικής προέλευσης ή κάστρο της Χρυσής. Παλαιότερα το χωριό Χρυσή και τα περίχωρα ονομάζονταν Μογλενά ήταν από τους πρώτους οικισμούς που δημιουργήθηκαν και οχυρώθηκαν στα πρώιμα Βυζαντινά χρόνια. Το κάστρο καλύπτει περίπου 40 μέτρα έκταση στρεμμάτων. Οι πρώτες έρευνες του χώρου έγιναν το 1985-1987, τότε εντοπίστηκε η περίμετρος του κάστρου, αποκαλύφθηκε το νοτιοανατολικό τμήμα των τειχών, τρεις πύργοι και δύο ναοί που χρονολογούνται στον 10ο – 13ο αι. Πιθανολογείται πως ήταν η Μητρόπολη των Μογλενών. Οι πρόσφυγες που κατέφτασαν μετά το 1922 χρησιμοποίησαν αρκετό από το οικοδομικό υλικό του κάστρου και της εκκλησίας προκειμένου να καταφέρουν να εφοδιαστούν με υλικά για την οικοδόμηση των κατοικιών τους. Το κάστρο της Χρυσής ανακηρύχθηκε επίσημα αρχαιολογικός χώρος το 1980.

Φιλώτεια

Η Φιλώτεια (μέχρι το 1922 Κουζούσιανη) βρίσκεται σε υψόμετρο 190 μέτρων, στην πεδιάδα της Αλμωπίας. Το χωριό στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε μικτό μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 87 προσφυγικές οικογένειες. Στο χωριό βρίσκεται ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο που έχει ανάγκη από ειδική κρατική προστασία. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, υπερώο, χαγιάτι και πυργοειδές κωδωνοστάσιο.

Φλαμουριά

Το χωριό Φλαμουριά είναι ημιορεινός οικισμός, χτισμένος σε υψόμετρο 315 μέτρων σ’ ένα πλάτωμα των βορείων αντερεισμάτων του Κεντρικού Βερμίου. Παλιά το χωριό ονομαζόταν «Πόδος», από το 1928 όμως μετονομάστηκε στη σημερινή του ονομασία. Η επιλογή της νέας ονομασίας οφείλεται στις πολλές Φλαμουριές από τις οποίες είναι κατάφυτη η περιοχή. Το χτίσιμο του χωριού και η αρχική εγκατάσταση των κατοίκων δεν είναι γνωστό πότε έγινε. Λέγεται ωστόσο –αν και είναι άγνωστο ποιος ήταν ο αρχικός πυρήνας– ότι το χωριό δημιουργήθηκε από ανθρώπους που, καταγόμενοι κυρίως από την Ήπειρο, είχαν εγκαταλείψει τις πατρογονικές εστίες τους και αναζητούσαν έναν νέο τόπο εγκατάσταση. Πράγματι, περί το 1780 πολλοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και να καταφύγουν όπου βρουν για να σωθούν από τους διωγμούς του Αλή Πασά. Κάποιοι απ’ αυτούς έφτασαν και στην περιοχή της Έδεσσας και εγκαταστάθηκαν στα χωριά της περιοχής, μεταξύ των οποίων και η Φλαμουριά. Όπως προκύπτει από αρχαιολογικά ευρήματα, από τον 1ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν πολλές επαύλεις και αγροικίες στην περιοχή.

Φούστανη

Εκεί που σμίγει το Πάικο με την οροσειρά του Βόρα, σε υψόμετρο 280 μέτρων, βρίσκεται η όμορφη Φούστανη, γνωστή από το γραφικό της κέντρο με το κανάλι και τους αιωνόβιους πλάτανους. Το όνομα Φούστανη είναι παλαιότατο και μ’ αυτό ονομαζόταν το χωριό κατά την Τουρκοκρατία. Οι κάτοικοι της Φούστανης πριν από την ανταλλαγή ήταν εξισλαμισμένοι Βλαχομογλενίτες και χριστιανοί εξαρτημένοι καλλιεργητές στο τσιφλίκι. Μετά την ανταλλαγή  εγκαταστάθηκαν κυρίως Μικρασιάτες Πελαδαριανοί και Θρακιώτες. Η αμπελουργία ήταν μέχρι πρόσφατα η κυριότερη πηγή εσόδων του χωριού. Πριν από 40 περίπου χρόνια η Φούστανη γινόταν την εποχή του τρύγου κέντρο μεγάλης οικονομικής δραστηριότητας σχετικής με το σταφύλι. Σήμερα οι κάτοικοι είναι κατά κύριο λόγο δενδροκαλλιεργητές. Ένας μικρός αριθμός κατοίκων ασχολείται με το εμπόριο. Στο δρόμο προς τη Νότια, πάνω από το χωριό, υπάρχει ο λόφος Κώνος ή Αυγό. Από την κορυφή του έχει κανείς πανοραμική θέα της Αλμωπίας και η κατοχή του δίνει στον κατέχοντα τον απόλυτο έλεγχο της διάβασης προς την Άνω Αλμωπία. Στην κορυφή του λόφου υπάρχουν εμφανή λείψανα οικοδομήματος, που σε συνδυασμό με το πλήθος χοντρών κεραμιδιών, οδηγούν τη σκέψη στη Ρωμαιοκρατία και το Βυζάντιο. Πεντακόσια μέτρα πριν από τη Φούστανη, στα αριστερά, βρίσκεται η Τούμπα με το Οστεοφυλάκειο των πεσόντων στη μάχη του Σκρα. Τα οστά των πεσόντων στο Σκρα μεταφέρθηκαν το 1923 στη Φούστανη, για να μην πέσουν, όπως λέει η παράδοση, στα χέρια των Σέρβων. Αξιοσημείωτος είναι και ο χώρος με τον εγκαταλειμμένο πια νερόμυλο, που είναι χτισμένος σε αλλεπάλληλες θέσεις. Σχετική πρέπει να είναι και μια αρχιτεκτονική κατασκευή που βρίσκεται δίπλα. Ίσως να ήταν το στήριγμα φτερωτής που έδινε κίνηση σε κάποιο μύλο, πριονιστήριο κλπ. Αξιόλογη υπήρξε η πολιτιστική κίνηση του χωριού.

Χρυσή

Η Χρυσή βρίσκεται σε υψόμετρο 120 μέτρα, νοτιοανατολικά της Αριδαίας. Ο οικισμός είναι τα ερείπια ενός μεσαιωνικού κάστρου, το οποίο καταστράφηκε από τις δυνάμεις του Βασιλείου Β’ κατά το 1015. Το φρούριο ανακηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος το 1980. Νότια του χωριού υπάρχουν υπολείμματα αρχαίου οικισμού που συνδέονται με μία αρχαία πόλη. Το 18ο αιώνα γεννήθηκε και έζησε η Αγία Χρυσή η Νεομάρτυς όπου και δολοφονήθηκε από τις Οθωμανικές δυνάμεις το 1795. Κατά τη διάρκεια του Ά Βαλκανικού Πολέμου το 1912 το χωριό καταλήφθηκε από τα ελληνικά στρατεύματα και παρέμεινε στην Ελλάδα και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Κατά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 ο μουσουλμανικός πληθυσμός μετανάστευσε στην Τουρκία και τη θέση του αναπλήρωσαν Έλληνες της Ανατολίας και του Πόντου.

Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια

Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register