Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Αρκαδίας χωριά

Χωριά στο Νομό Αρκαδίας

Πόλεις & Χωριά στο Νομό Αρκαδίας

Αγάλω

Η Αγάλω είναι οικισμός στο δυτικό τμήμα του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε ορεινή περιοχή που δεσπόζει στο φαράγγι του ποταμού Λούσιου στα δυτικά, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 460 μέτρων. Αξιοθέατα του χωριού είναι η κεντρική πλατεία με την πετρόκτιστη βρύση και τον 100ετή πλάτανο και η εκκλησία της Παναγίας.

Αγία Σοφία

Η Αγία Σοφία (ή Αγια-Σοφιά όπως αποκαλείται συνήθως στη ντοπιολαλιά) είναι ένας οικισμός στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται επάνω στο δρόμο που ενώνει το Άστρος με την Τρίπολη, σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από το πρώτο. Είναι δευτερογενής καστρίτικος οικισμός με κατοίκους που προέρχονται από τον οικισμό «Του Καράτουλα» και αρχικά εξυπηρετούσε ως χειμαδιό τους. Βορειοδυτικά από τον οικισμό βρίσκεται το γεφύρι του Αρμακά. Ένα παραδοσιακό μονότοξο γεφύρι που πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1900 από Καστρίτες μαστόρους και στέκει ακόμα, ως ένα αυθεντικό δείγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής της περιοχής.

Αγιονέρι

Το Αγιονέρι είναι ημιορεινός οικισμός στη βορειοδυτική Αρκαδία, κοντά στα όρια με το νομό Ηλείας και τον ποταμό Λάδωνα, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 280 μέτρων. Μέχρι το 1927 ο οικισμός ονομαζόταν Μπέτσι. Στο χωριό, στη θέση Αλώνι του Καλλιντέρη, στις 21 Μαρτίου 1821 ο Δημητράκης και ο Γεώργιος Πλαπούτας μάζεψαν τα παλικάρια τους από όλη την Ηραία και ξεκίνησαν την επανάσταση του ’21 καθώς σηκώθηκε ένα από τα πρώτα λάβαρα της Επανάστασης. Από το 1995 ο Δήμος Ηραίας έχει στήσει μνημείο στο σημείο αυτό και κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου γιορτάζεται η ιστορική επέτειος. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Στη νοτιοδυτική είσοδο του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Αγιωργίτικα

Τα Αγιωργίτικα είναι ένα όμορφο και πράσινο χωριό της Μαντινείας χτισμένο στους πρόποδες του όρους Κτενιάς στην είσοδο του λεκανοπέδιου της Μαντινείας. Είναι το πρώτο χωριό που συναντάμε ερχόμενοι από το Άργος. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και κτηνοτροφία. Τα Αγιωργίτικα είναι ένας από τους τόπους των Δρόμων του Κρασιού. Ξεχωρίζουν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το πετρόκτιστο Συρεγγέλιο Σχολείο, με ονομασία προς τιμή του Γεωργίου Συρεγγέλα. Κάθε χρόνο την παραμονή της γιορτής της Αγίας Κυριακής, πραγματοποιείται το καθιερωμένο πανηγύρι στα Αγιωργίτικα Αρκαδίας προς τιμήν της Αγίας. Τελείται Εσπερινός στην αυλή στο ομώνυμο ξωκλήσι που συμμετέχει πλήθος κόσμου από το χωριό και τις γύρω περιοχές. Έπειτα ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι υπό τη διοργάνωση του πολιτιστικού συλλόγου της περιοχής. Την δεκαετία του 1980 έγιναν ανασκαφές του Εφόρου Αρχαιοτήτων Δρ. Θ. Σπυρόπουλου, που αποκάλυψαν ένα μεγάλο κλίβανο και οι εγκαταστάσεις πλυντηρίων. Προορίζονταν για καμίνευση και επεξεργασία χαλκούχου μεταλλεύματος που εξωρυσσόταν στην περιοχή. Χρονολογούνται στους πρωτοελλαδικούς και μεσοελλαδικούς χρόνους. Στη γύρω περιοχή υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου Μουχλίου (4 χιλιόμετρα προς Αργολίδα) και η Μονή Βαρσών, παλαιό βυζαντινό μοναστήρι.

Άγιος Ανδρέας

Κεφαλοχώρι της Τσακωνιάς. Με διατηρημένη την παράδοση της περιοχής αναλλοίωτη. Απέχει 6 χιλιόμετρα από το Άστρος και βρίσκεται πάνω στο δρόμο για το Λεωνίδιο. Χωριό με διαρκή πληθυσμιακή αύξηση και τουριστική ανάπτυξη με υποδομές και με κατάφυτο με ελιές και εσπεριδοειδή. Στα όρια του ανήκει ο καταπράσινος οικισμός του Αγίου Γεωργίου και ο πρότυπος οικισμός για τους ομογενείς, το Αρκαδικό Χωριό. Ο επισκέπτης μπορεί να βρει ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, εξοχικά κέντρα, παραλίες με πεντακάθαρα νερά και κατάλληλες για θαλάσσια σπορ. Το χωριό χαρακτηρίζεται «πύλη εισόδου» για τα γραφικά Καστριτοχώρια, αφού κανείς μπορεί να επισκεφτεί από εκεί την Καστάνιτσα, τον Πραστό, ενώ 5 χιλιόμετρα έξω από το χωριό ξεκινά το μοναδικό φαράγγι της Ζαρμπάνιτσας. Ο επισκέπτης μπορεί να δει ακόμα ερείπια της αρχαίας Ανθήνης κοντά στο λιμάνι του Αγίου Ανδρέα, το μετόχι της Μονής Ορθοκωστάς που διαθέτει ναό αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και ψηλό πύργο και το πετρόχτιστο τοξωτό γεφύρι στον ποταμό Βρασιάτη. Στο χωριό επίσης όλες τις εποχές του χρόνου διοργανώνονται πανηγύρια και πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Άγιος Ιωάννης

Ο Άγιος Ιωάννης, γνωστός και ως Αγιάννης, είναι ορεινό χωριό του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας και βρίσκεται σε υψόμετρο 720 μ, 18 χιλιόμετρα δυτικά του Άστρους. Σε μικρή απόσταση μπορεί να βρεθεί κανείς τόσο στη θάλασσα, όσο και στα πανέμορφα χωριά του Πάρνωνα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 71 μόνιμους κατοίκους. Έχει μακραίωνη ιστορική πορεία στο χρόνο: αναφέρεται για πρώτη φορά στο «Χρονικόν της Αλώσεως» του Γεωργίου Σφραντζή το 1435, μαζί με άλλα γειτονικά χωριά. Επί Τουρκοκρατίας το χωριό άκμασε και εδώ λειτούργησε η Σχολή Καρυτσιώτη (1798), η οποία υπήρξε ένας φάρος ελπίδας και μόρφωσης στον Τουρκοκρατούμενο πληθυσμό της Πελοποννήσου. Ενεργή ήταν η συμμετοχή του χωριού στον ξεσηκωμό του 1821, ενώ υπήρξε πρωτεύουσα του επαναστατημένου Ελληνικού κράτους για 40 μέρες (22/8/1822 – 1/10/1822). Ο Αγιάννης είναι ένα καταπράσινο χωριό, γεμάτο ζωή ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες και ο επισκέπτης μαγεύεται από την πρώτη στιγμή που θα τον αντικρύσει. Το χωριό διαθέτει τρείς πλατείες με παραδοσιακές ταβέρνες, καφετέριες, ξενώνες και μπαρ. Αξίζει κανείς να περιηγηθεί στα όμορφα σοκάκια του, να θαυμάσει τις ιστορικές βυζαντινές εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του Προδρόμου με τα γάργαρα νερά και τα παραδοσιακά αρχοντικά του χωριού (Παπάζογλη, Σακελλαρίου, Κυβερνείο, Τροχάνη κ.α.). Για τους λάτρεις της φύσης το χωριό προσφέρεται και για πεζοπορία μέσα από τα περιποιημένα μονοπάτια του Πάρνωνα. Σε αυτή τη διαδρομή θα συναντήσουν 4 παραδοσιακούς νερόμυλους που άλεθαν με τα πλούσια νερά του Προδρόμου. Αξίζει κανείς να επισκεφθεί και τους καταρράκτες της «Λεπίδας», οι οποίοι είναι μαγευτικοί ειδικά την άνοιξη. Για τους μικρούς επισκέπτες κάθε χρόνο, λίγο πριν τον Δεκαπενταύγουστο, διοργανώνονται αθλοπαιδιές και κυνήγι θησαυρού. Οι Αγιαννίτες είναι χαρούμενοι και φιλόξενοι άνθρωποι, αγαπούν πολύ το χορό και τη διασκέδαση, γι’ αυτό και τους καλοκαιρινούς μήνες η νυχτερινή ζωή είναι έντονη. Εκτός από τα πανηγύρια της Αγίας Παρασκευής και της Παναγίας, γίνεται και το ξεχωριστό έθιμο της περιφοράς της εικόνας του Αγίου Γεωργίου από έφιππους φουστανελοφόρους γύρω από την ομώνυμη εκκλησία, ανήμερα της εορτής της. Στο χωριό μας μπορεί να βρει κανείς πολλά παραδοσιακά προϊόντα, όπως κρασί από τους πλούσιους αμπελώνες του χωριού, τυριά ντόπιας παραγωγής και κρέατα αρίστης ποιότητας. Ο Αγιάννης είναι ένα χωριό που κάθε εποχή του χρόνου έχει μια ξεχωριστή ομορφιά.

Άγιος Ιωάννης Αρχαίας Ηραίας

Ο Άγιος Ιωάννης, είναι οικισμός στην περιοχή της Αρχαίας Ηραίας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το όνομα του χωριού. Η μία εκδοχή αναφέρει ότι την ονομασία του την πήρε ύστερα από την εύρεση εικόνας του Αγίου Ιωάννη στο βράχο, στην τοποθεσία με τη σημερινή ονομασία «Αγιαννόβραχος». Από την εύρεση αυτής της εικόνας δόθηκε στο χωριό το όνομα Άγιος Ιωάννης. Προπολεμικά ο «μεγάλος» δρόμος Δημητσάνα – Πύργος περνούσε μέσα από το χωριό και για το λόγο αυτό υπήρχαν πολλά και σπουδαία μαγαζιά. Οι πρώτοι που κατοίκησαν αρχικά ήταν Ζυγοβιστινοί. Μετά εγκαταστάθηκαν οι Βλογγαίοι με τις οικογένειες τους. Το χωριό είναι χτισμένο περιμετρικά της επαρχιακής οδού Καρύταινας Λουτρών με αρκετά πετρόκτιστα και παραδοσιακά σπίτια, κατασκευασμένα κατά τον Γορτυνιακό ρυθμό. Έχει μια εξαιρετικά διαμορφωμένη πλατεία όπου δεσπόζει μνημείο του Δημάρετου, Ολυμπιονίκη δύο φορές στο άθλημα της οπλιτοδρομίας. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 150 μέτρων και έχει υπέροχη θέα στην κοιλάδα του Αλφειού που δεξιότερα συμβάλλει με τον ποταμό Λάδωνα. Στον Άγιο Ιωάννη Ηραίας βρίσκονται, ανεξερεύνητα ακόμα, τα ερείπια της Αρχαίας Ηραίας. Την σπουδαιότητα της πόλης τα αρχαία χρόνια, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι από εδώ κατάγονταν αρχαίοι Ολυμπιονίκες. Στην κοινότητα του Αγιάννη οι αγρότες όταν έσκαβαν στα χωράφια τους έβρισκαν συχνά μαρμάρινες «ευμεγέθεις πλάκες». Το 1931 ξεκίνησαν οι πρώτες ανασκαφές από τον αρχαιολόγο Αλέξανδρο Φιλαδελφέα. Κάτω από δυσμενείς συνθήκες αποκαλύπτονται τα πρώτα ευρήματα. Μεταξύ άλλων αποκάλυψε κτήρια που περιείχαν δύο ρωμαϊκά ψηφιδωτά, μία αίθουσα με υπόκουστο και τα ερείπια ενός τετράγωνου οικοδομήματος (4,20 x 4,20) στη θέση «Παλιοεκκλησιά», το οποίο ταύτισε με ένα από τους ναούς που αναφέρει ο Παυσανίας. Στους πρόποδες του λόφου Ανεμοδούρα, στη θέση «Βαμβακιά» αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια μιας «δημόσιας κρήνης». Στην Εκκλησιά του χωριού (Άγιος Αθανάσιος) σώζονται ακόμη και σήμερα κομμάτια κιόνων από ασβεστόλιθο. Σε πολλές οικίες του χωριού φαίνεται καθαρά ότι χρησιμοποιήθηκε – ίσως επί Τουρκοκρατίας – οικοδομικό υλικό από τα ερείπια. Μέρη του υλικού αυτού βρήκε η ανασκαφική ομάδα σε σπίτια γύρω από τον ενοριακό ναό του χωριού. Ξεχωρίζουμε την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου χτισμένη το 1873 σε υπέροχο σημείο με καθηλωτική θέα μέχρι τα απέναντι βουνά της Ανδρίτσαινας. Η εκκλησία είναι πετρόκτιστη από ακατέργαστη πέτρα και πολύ προσεγμένη. Είναι από της παλαιότερες της εποχής και ίσως και η σπουδαιότερη. Αν και δεν είναι ευρύχωρη διαθέτει ένα πολύ όμορφο καμπαναριό που συμβαδίζει με τα γειτονικά παραδοσιακά σπίτια καθώς και με το σχολείο. Στο δρόμο από τον Άγιο Ιωάννη προς τον Πυρρή βρίσκεται η εκκλησούλα της Αγίας Παρασκευής. Αυτό το ξωκλήσι βρίσκεται στην επικράτεια του Αγίου Ιωάννη και ανοίγει μια φορά κάθε χρόνο στην εορτή της. Είναι χτισμένη σε πολύ όμορφο και ήσυχο σημείο στον πάτο ενός ρέματος επιτρέπει να ακουστούν όλοι οι ήχοι της φύσης με την παραμικρή λεπτομέρεια.

Άγιος Νικόλαος Λαγκαδίων

Ο Άγιος Νικόλαος είναι μικρός ορεινός οικισμός της Αρκαδίας σε υψόμετρο περίπου 730 μέτρων. Την περιοχή ρέει το ρέμα Λέου, όπου στον οικισμό συμβάλει και με ένα μικρό παραπόταμο που ρέει από βορειοανατολικά καθώς και με άλλον έναν που ρέει από νότια. Ο Άγιος Νικόλαος αναγνωρίστηκε επισήμως ως αυτοτελής οικισμός το 1981 εντούτοις όμως αποτελεί και συνοικισμό των Λαγκαδίων. Στην περιοχή υπάρχουν νερόμυλοι, καθώς και οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου -όπου πήρε την ονομασία του ο οικισμός- και του Αγίου Αντωνίου.

Άγιος Πέτρος

Πνιγμένο στο πράσινο χωριό του Πάρνωνα. Διαθέτει άρτια τουριστική υποδομή με ξενοδοχεία, ταβέρνες, καταστήματα με τοπικά προϊόντα και αποτελεί προορισμό όλες τις εποχές του χρόνου, αφού καλύπτει σχεδόν όλες τις προτιμήσεις. Ο Άγιος Πέτρος αποτελεί παραδοσιακό οικισμό που δεν αφήνει τον επισκέπτη του παραπονούμενο. Στα αξιοθέατα του χωριού συγκαταλέγονται η Εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην πλατεία, ο Πύργος του Τρικαλίτη, το ανακαινισμένο πέτρινο σχολείο, εξαιρετικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της εποχής του, ο Πύργος του Αγά, του 18ου αιώνα, το παλιό ταπητουργείο, το πετρόκτιστο γεφύρι στο «Βύθουλα της Άννας». Το ιστορικό παρελθόν του χωριού ξεχωριστό αφού το 1821 ο καπετάνιος Αναγνώστης Κοντάκης σήκωσε το Λάβαρο της Επανάστασης και το 1826 πυρπόλησε τον Ιμπραήμ. Η επίσκεψη στον Άγιο Πέτρο δεν μπορεί να μην συνδυαστεί με την επίσκεψη στο γνωστό μοναστήρι της περιοχής, τη Μονή Μαλεβής. Οι λάτρεις της ορειβασίας και των αποδράσεων στη φύση δε θα μείνουν παραπονούμενοι, αφού από το χωριό ξεκινούν μονοπάτια που καταλήγουν στην Μικρή Τούρλα και στη Μεγάλη Τούρλα, την ψηλότερη κορυφή του Πάρνωνα, στα 1936 μέτρα, που απέχει από το καταφύγιο, στο οποίο μπορεί κανείς να διανυκτερεύσει, 6 περίπου ώρες. Στο χωριό ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει την παράδοση μέσα από τα πανηγύρια, που γίνονται με ευκαιρία τις θρησκευτικές εορτές, ενώ στην ευρύτερη περιοχή (μεταξύ Αγίου Πέτρου- Αγίου Ιωάννη) υπάρχει το Κάστρο της Ωριάς ή Estella (Άστρον), όπου βλέπει κανείς ερείπια οικισμού και οχυρό.

Αγριακόνα

Η Αγριακόνα βρίσκεται σε απομακρυσμένη περιοχή στη νοτιοανατολική πλαγιά του όρους Τσεμπερού, σε υψόμετρο 660 μέτρων. Ξεχωρίζει, λίγο έξω από το χωριό, το βυζαντινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών, με βυζαντινές τοιχογραφίες που χρονολογούνται γύρω στα 1400 μ.Χ. και στο δρόμο προς αυτό, το πηγάδι που δίπλα του ακόνιζε σε μία πέτρα ο Κολοκοτρώνης το γιαταγάνι του. Ανατολικά βρίσκεται το ρέμα της Λαγκάδας (άνω ρους του ποταμού Ευρώτα) και η Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Καλτεζών.

Αλέα

Η Αλέα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 650 μέτρων και είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ημιορεινός οικισμός. Η ευρύτερη περιοχή της Αλέας, η οποία στην ουσία βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Κερασίτσα και Στάδιο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τα αρχαιολογικά και ιστορικά κατάλοιπα όσο και για τη μεγάλη εμποροπανήγυρη που λειτουργεί αδιάλειπτα από το 19ο αιώνα στο χώρο πλησίον της Επισκοπής. Μεγάλος ευεργέτης της περιοχής στάθηκε ο επίσκοπος Νείλος Σμυρνιωτόπουλος, ο οποίος δώρισε στο χωριό τη Νήλειο Σχολή αλλά και το διώροφο κτίσμα στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Πνευματικό Κέντρο, με σκοπό να στεγάσει το «Ελληνικό σχολείο». Αξιοθέατα του χωριού είναι:

  • Ο αρχαιολογικός χώρος της Τεγέας, από τους σπουδαιότερους της Πελοποννήσου, στο βόρειο τμήμα του οικισμού, σε θέση όπου εικάζεται ότι υπήρχε και η αρχαία Αλέα. Ο ναός της Αλέας Αθηνάς (4ος αιώνας π.Χ.) είναι το σημαντικότερο μνημείο του χώρου. Επίσης, υπάρχουν θέατρο, ίχνη τειχών, τμήματα ελληνιστικής και ρωμαϊκής αγοράς, βωμός κ.α. Εδώ έχουν ανεγερθεί μεταγενέστερα κτίσματα, όπως παλαοχριστιανική βασιλική (1ος-4ος αιώνας μ.Χ.), βυζαντινός οικισμός (10ος-13ος αιώνας μ.Χ.) και η εκκλησία της Επισκοπής (1888)
  • Το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη (Προβαντηνού), ανατολικά του οικισμού. Έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας, διότι είναι κτισμένος στα θεμέλια παλαιοχριστιανικής βασιλικής και κατά την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε άφθονο οικοδομικό υλικό από τον παλαιό ναό. Πρόκειται για μονόχωρο ξυλόστεγο ναό που απολήγει στα ανατολικά σε ημιεξαγωγική αψίδα Ιερού και καλύπτεται από δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη. Χτίστηκε στα 1846, όπως μαρτυρεί μια κακότεχνα χαραγμένη χρονολογία σε εντοιχισμένο λίθο στη νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου
  • Το Κτίριο Γιαννά, πρώην ξενοδοχείο, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας. Έχει κτιριολογική σύνθεση που χαρακτηρίζεται από την αρμονική εναλλαγή των πλήρων και κενών στις επιφάνειες των όψεων, από τη στοά με την τοξωτή κιονοστοιχία «δωρικού τύπου» τους εξώστες με τα σφυρήλατα κιγκλιδώματα και τον λιτό διάκοσμο των όψεων με κυματιοφόρα γείσα στη στέγη και τα ανοίγματα.
  • Το κτίριο της πρώην Οικοκυρικής Σχολής, που σήμερα φιλοξενεί το Λαογραφικό Μουσείο Τεγέας.
  • Το Ηρώο Πεσόντων και εντοιχισμένη πλάκα για την καθιέρωση της Ολυμπιακής Λαμπαδηδρομίας (1934), που αποφασίστηκε εδώ
  • Η πλατεία του χωριού και το κτίριο του Πνευματικού Κέντρου που φιλοξενεί και το Λαογραφικό Μουσείο
  • Η εκκλησία Γενέσιον της Θεοτόκου, στη νότια έξοδο του οικισμού.
  • Ο ναός Κοίμησης της Θεοτόκου, στη βόρεια έξοδο του οικισμού.

Αλωνίσταινα

Η Αλωνίσταινα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.220 μέτρων στις πλαγιές του Μαινάλου, στη δυτική πλευρά της κορυφής της Οστρακίνας και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Πελοποννήσου. Εικάζεται πως δημιουργήθηκε επί Φραγκοκρατίας, ενώ πιθανότατα ταυτίζεται με τη μεσαιωνική Λινίσταινα, που αναφέρεται στο Χρονικό του Μορέως ως βυζαντινό επαναστατικό κέντρο κατά το 1304, υπό την ηγεσία των Ιωάννη και Γεωργίου Μικρονά και η οποία καταστράφηκε από το Φράγκο Φίλιππο Σαβαυδικό που κατέστειλε την εξέγερση. Ο κεντρικός ναός του οικισμού είναι αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή και είναι κτίσμα του 1898, ενώ στο προαύλιό του βρίσκεται ο τάφος της μητέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ζαμπίας Κωτσάκη.

Ανεμοδούρι

Το Ανεμοδούρι είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 669 μέτρων. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Σε κοντινή απόσταση από το χωριό βρίσκεται ο λόφος της Γκρουμουρού, όπου κατά την αρχαιότητα πιστεύεται ότι ήταν χτισμένη μία πόλη, το Ορεσθάσιο, στην οποία συγκεντρώνονταν τα στρατεύματα των Σπαρτιατών στην αρχή κάθε εκστρατείας. Το Ανεμοδούρι, όπως και τα περισσότερα χωριά της γύρω περιοχής, ήταν χτισμένο σε διαφορετική τοποθεσία με μεγαλύτερο υψόμετρο, κάηκε όμως από τους Τούρκους και οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν είτε να μεταφερθούν στη σημερινή του θέση, είτε να χτίσουν άλλα χωριά στη γύρω περιοχή, όπως το χωριό Πάπαρης και το Αθήναιο. Στη θέση του παλαιού Ανεμοδουρίου μπορεί κανείς ακόμη να διακρίνει τα πέτρινα ερείπια των σπιτιών, ενώ υπάρχει και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, εκεί που υπήρχε το νεκροταφείο του χωριού. Η γύρω περιοχή ήταν κατάφυτη από αιωνόβιες βελανιδιές, οι περισσότερες από τις οποίες δυστυχώς σήμερα έχουν υλοτομηθεί. Στα όρια του χωριού περνά ο ποταμός Αλφειός, λίγο μετά τις πηγές του, στις όχθες του οποίου υπήρχαν τρεις νερόμυλοι για τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής. Σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί και μπορεί κανείς να δει μόνο τα ερείπια τους.

Άνω Βέρβενα

Ιστορικό χωριό γνωστό από την Επανάσταση του 1821. Εδώ δόθηκε η μία εκ των δύο νικητήρια μάχη υπό τον Κ.Καράμπελα κατά του Μουσταφά μπέη, η άλλη ήταν των Δολιανών, που οδήγησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς. Από τα πιο ορεινά χωριά της Πελοποννήσου σε υψόμετρο 1160 μέτρα, έχει στα πόδια του τον κάμπο της Τρίπολης. Κατοικείται κατά κύριο λόγο το Καλοκαίρι, όπως και το διπλανό του χωριό Άνω Κούτρουφα, που είναι χαμένο μέσα σε καστανιές και καρυδιές. Απέχει 40 χιλιόμετρα από την Τρίπολη και ξεχωρίζει για τα πετρόχτιστα και μαρμαρόχτιστα σπίτια του. Επιβλητική είναι η Εκκλησία της Παναγίας που έχει κατασκευαστεί από Τηνιακούς μαστόρους. Στο χωριό λειτούργησε το πρώτο τυπογραφείο του Αγώνα του 1821, ενώ μαρμάρινη πλάκα που τοποθετήθηκε το 1920, υπενθυμίζει το γεγονός της άφιξης του Δημήτρη Υψηλάντη στο χωριό στις 21 Ιουνίου του 1821 όπου εγκαταστάθηκε και η Πελοποννησιακή Γερουσία. Τα Άνω Βέρβενα πυρπολήθηκαν το 1826 από τον Ιμπραήμ. Οι κάτοικοί του έχουν μεταφερθεί στα Κάτω Βέρβενα, παραθαλάσσιο οικισμό κοντά στο Παράλιο Άστρος, που αποτελεί τουριστικό θέρετρο με ανεπτυγμένη υποδομή και με εξαιρετική παραλία με άμμο.

Άνω Δολιανά

Τα Άνω Δολιανά είναι ορεινός, πετρόχτιστος οικισμός στην επαρχία Βόρειας Κυνουρίας. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της προνομιακής γεωγραφικής θέσης τους, τα Άνω Δολιανά γνωρίζουν αξιόλογη τουριστική ανάπτυξη ήπιας μορφής, με σημαντικό αριθμό επισκεπτών, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα της φθινοπωρινής και της χειμερινής περιόδου, καθώς και πεζοπόρων, κυρίως κατά τη διάρκεια της άνοιξης. Στον οικισμό υπάρχουν δύο μεγάλες εκκλησίες, της Παναγίας και του Αϊ-Γιώργη. Η πρώτη κατασκευάστηκε το 1810, τότε ως ναός κοιμήσεως της Θεοτόκου, από μάρμαρο της περιοχής. Ο ξύλινος εσωτερικός της διάκοσμος πυρπολήθηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Τη δεκαετία του 1970 ανακατασκευάστηκε στη μορφή που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Η δεύτερη, του Αϊ-Γιώργη, είναι και αυτή προ-Επαναστατική και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο του Κεχαγιάμπεη κατά τη Μάχη των Δολιανών. Αρχικά και οι δύο εκκλησίες ήταν βασιλικής αρχιτεκτονικής, αλλά η πρώτη, μετά την ανακατασκευή της διαμορφώθηκε σε βασιλική με τρούλο. Ο οικισμός βρίσκεται στο νότιο περίγυρο της πεδιάδας της Τρίπολης. Εκτείνεται σε υψόμετρο μεταξύ των 950 και 1.050 μέτρων και είναι χτισμένος αμφιθεατρικά στις βόρειες πλαγιές του Πάρνωνα, με βορεινή έκθεση, απλωμένος σε δύο γειτονιές και περιβαλλόμενος από ρεματιές και μικρούς καταρράκτες. Ιδιαίτερη αξία έχει η πανοραμική θέα από το σημείο, καθώς μοιάζει με μπαλκόνι που βλέπει προς το οροπέδιο της Τρίπολης και τον κάμπο της Μαντίνειας, με τον οπτικό ορίζοντα να φτάνει ως τα όρη Μαίναλο, Αρτεμίσιο, Χελμό και Ερύμανθο. Στην κορυφή του Αϊ-Λια, που δεσπόζει επάνω από το χωριό, στις 20 Ιουλίου του Προφήτη Ηλία, κάτοικοι συγκεντρώνονται στο ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται επάνω από το χωριό, σε υψόμετρο 1.300 μέτρων και τελούν δοξολογία. Το χωριό είναι κατάφυτο από καστανιές και πλατάνια, ενώ ένα αυτοφυές δάσος με έλατα ξεκινάει από το βορειοανατολικό άκρο του. Στην περιοχή ευδοκιμούν ιδιαίτερα οι κερασιές, ενώ υπάρχουν και βυσσινιές. Επίσης θα δει κανείς μηλιές, φιρικιές, καρυδιές, βελανιδιές, γκορτσιές, αλλά και ορισμένες φουντουκιές και αχλαδιές, σε ένα θέαμα που παρουσιάζει ενδιαφέρον ιδιαίτερα το φθινόπωρο, με την εναλλαγή των χρωμάτων στις φυλλωσιές των φυλλοβόλων δέντρων. Στις ρεματιές του οικισμού ευδοκιμούν διάφορα είδη μανιταριών και διοργανώνονται τακτικά μανιταροεξορμήσεις στην περιοχή. Τέλος, στην είσοδο του χωριού και πιο συγκεκριμένα στον οικισμό Κούβλη, σε υψόμετρο μεταξύ 700 με 800 μέτρων, υπάρχουν εκτεταμένοι αμπελώνες. Η πανίδα της περιοχής αποτελείται από πληθώρα επιδημητικών πτηνών όπως καρδερίνες (νήριζες στην τοπική διάλεκτο), κοτσύφια, σπουργίτια, σπίνοι, σουσουράδες, γαλιάντρες, φλώροι και κορυδαλλοί. Επίσης, από την κατηγορία των αποδημητικών τα τρυγόνια, αηδόνια, χελιδόνια, συκοφάγοι και τσαλαπετεινοί το καλοκαίρι, αλλά και τσίχλες και κοκκινολαίμηδες (τσιπακούκια στην τ. δ.) το χειμώνα. Στα θηλαστικά περιλαμβάνονται οι λαγοί, οι κόκκινες αλεπούδες, τα τσακάλια, οι σκίουροι (μπελέχια στην τοπ. διάλ.) και οι νυχτερίδες. Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί αγριόχοιροι, ενώ ακόμα πιο πρόσφατη είναι η παρουσία ζαρκαδιών, καθώς έχουν επανεισαχθεί στον Πάρνωνα, μετά την εξαφάνισή τους από την περιοχή στις αρχές του 20ου αιώνα. Επίσης ευδοκιμούν ερπετά όπως φίδια (οχιές, αστρίτες, δεντρογαλιές και άλλα), χελώνες, μολυντήρια και σαύρες (ή γκουστέρες στην τ. δ.). Τέλος, συχνά συναντώνται αρθρόποδα όπως σκορπιοί, αλλά και αράχνες. Αξιοθέατα που μπορείτε να επισκεφθείτε στα Άνω Δολιανά είναι:

Μουσείο Δολιανών (οικία αδελφών Χριστοφίλη): Στις 23 Μαΐου του 2015 εγκαινιάστηκε το «Ιστορικό και Εθνογραφικό Μουσείο Δολιανών». Στεγάζεται στην οικία των αδελφών Χριστοφίλη, η οποία είναι γνωστή και ως «Το ταμπούρι του Νικηταρά», καθώς στο συγκεκριμένο κτίσμα οχυρώθηκε ο Νικηταράς με μια ομάδα συναγωνιστών του κατά τη Μάχη των Δολιανών. Το μουσείο είναι αφιερωμένο στη νικηφόρα «Μάχη των Δολιανών» που διεξήχθη στο χωριό (εκθέματα στον επάνω όροφο), αλλά και στη λαογραφία που αφορούσε την καθημερινότητα της περιοχής κατά τα παρελθόντα έτη (εκθέματα στον κάτω όροφο). Η οικία έχει ενταχθεί ως «αμυντικό συγκρότημα» στο «διαρκή κατάλογο κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων» του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, ως χαρακτηριστικό δείγμα οχυράς κατοικίας της περιοχής.

  • Διατηρητέα κτίρια: Ιδιαίτερου κάλλους είναι το παλιό σχολείο. Αποτελείται από δύο κτίρια, τα οποία έχουν κηρυχθεί διατηρητέα από το ΥΠΕΧΩΔΕ. Το μικρότερο και παλαιότερο από αυτά ανεγέρθη το 1853, ενώ το κυρίως κτίριο χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Φιλοξενούσε τους μαθητές κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο κάθε σχολικού έτους, μέχρι οι κάτοικοι να ολοκληρώσουν τη συγκομιδή καστάνων και σπαρτών και να μεταφερθούν στον πεδινό οικισμό για το χειμώνα. Σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία του τον Οκτώβριο του 1982.
  • Εκκλησάκι Αϊ-Γιάννη: Σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από το κέντρο του χωριού, στο δρόμο προς τον οικισμό Δραγούνι και μετά τον καταρράκτη στο ρέμα του Αϊ-Γιαννιού, βρίσκεται το γραφικό ξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη, στο μέσον μιας κατάφυτης πλαγιάς με πανοραμική θέα προς το χωριό.
  • Παραδοσιακές βρύσες: Λόγω του νερού που αφθονούσε στην περιοχή, στο χωριό είχαν χτιστεί αρκετές μαρμάρινες και πέτρινες παραδοσιακές βρύσες. Οι περισσότερες διασώζονται μέχρι σήμερα, αν και ορισμένες έχουν πλέον στερέψει.

Αραχαμίτες

Οι Αραχαμίτες, επίσης τοπικώς γνωστή ως Αραχαμίτα, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 740 μέτρων και βρίσκεται στους δυτικούς πρόποδες του όρους Άγιος Ηλίας, ή Προφήτης Ηλίας, ύψους 1.100 μέτρων. Βρίσκεται σε ένα καταπράσινο περιβάλλον. Στην πλαγιά του βουνού υπάρχει ένα πυκνό δάσος από καστανιές και δρυς ενώ κάτω από το χωριό υπάρχει ο αδρεύσιμος κάμπος και μια μικρή παρθένα ρεματιά που καταλήγει στο φαράγγι του ποταμού Ελισσώνα (Μπαρμπουτσάνα), παραπόταμου του Αλφειού. Ο χώρος έχει κατοικηθεί από αρχαιοτάτων χρόνων όπως μαρτυρούν οι αναφορές του Παυσανία στα Αρκαδικά, κατά τη διαδρομή του από την αρχαία Μεγαλόπολη προς την κοιλάδα και το βουνό Μαίναλο. Στην περιοχή τοποθετείται η πόλη Λυκόα χωρίς να έχει ανακαλυφθεί έως τώρα. Στην κορυφή το Άγιου Ηλία βρίσκονται τα θεμέλια Ύστερου Αρχαϊκού δωρικού ναού του 500 π.Χ. περίπου, αφιερωμένου στην Αθηνά και στον Ποσειδώνα. Το 2006 το Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών άρχισε να ερευνά την περιοχή κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής εντοπίστηκε το μικρό ιερό της Αρτέμιδος Λυκοάτιδας, που χρονολογείται από τα μέσα του 6ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., το μοναδικό γνωστό ιερό στην Ελλάδα αφιερωμένο στη θεά με το συγκεκριμένο επιθετικό προσδιορισμό. Η Άρτεμις αναφέρεται μόνο μία φορά με το επίθετο Λυκοάτιδα, στο ιερό της στη μικρή πόλη Λυκόα, γνωστή από την περιγραφή του Παυσανία. Οι επιγραφές που εντοπίστηκαν αποδεικνύουν ότι η πόλη Λυκόα τοποθετούνταν στη θέση Αγία Παρασκευή. Το γεγονός αυτό ανασυνθέτει και μέρος της αρκαδικής τοπογραφίας, καθώς καταδεικνύει ότι η κοιλάδα των Αραχαμιτών ταυτίζεται με την κοιλάδα του Μαίναλου και το όρος Άγιος Ηλίας είναι το αρχαίο βουνό Μαίναλος. Κατά συνέπεια και το μικρό ιερό που έχει εντοπιστεί από τις ανασκαφές του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών ήταν αφιερωμένο στην Αρτέμιδα Λυκοάτιδα. Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και ιδίως με την καλλιέργεια πατάτας και τις καστανιές καθώς και με την κτηνοτροφία και την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Σε ειδυλλιακή τοποθεσία βρίσκεται ο ιερός ναός της Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ανάμεσα σε δάσος και πηγές και είναι χώρος αναψυχής.

Ατσίχολος

Ο Ατσίχολος (ή Ατσίχωλος) βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές του φαραγγιού του Λουσίου. Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία και κτηνοτροφία. Στο δρόμο από την Καρύταινα υπάρχει το παλιό πετρόχτιστο γεφύρι του Ατσιχόλου επί του Λουσίου ποταμού. Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά και προσφέρει πανοραμική θέα που εκτείνεται από το φαράγγι του Λουσίου μέχρι το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης. Αξιόλογη είναι η ενοριακή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, χτισμένη από Λαγκαδινούς μαστόρους, με θαυμάσια εξωτερική αρμολόγηση της πέτρας και ωραία υπέρθυρα. Διασταύρωση του δρόμου για την Αρχαία Γόρτυνα οδηγεί μετά από ωραία κατηφορική διαδρομή στη Μονή Καλαμίου. Ο βυζαντινός Ατσίχολος έχει τοποθετηθεί σε παρόχθια περιοχή του Λουσίου ποταμού, δίπλα στα ερείπια της Αρχαίας πόλης Γόρτυνος. Η πρώτη μαρτυρία με το όνομά του, προέρχεται από την κτητορική επιγραφή του ασκητηρίου των Ταξιαρχών, του αρχαιοτέρου της περιοχής (15ου αιώνα). Άκμασε το Μεσαίωνα και εγκαταλείφθηκε περί τα μέσα του 17ου αιώνα.

Βάγγος

Το χωριό είναι χτισμένο στις νοτιοδυτικές καταπράσινες λοφοσειρές του Μαινάλου, στα 799 μέτρα, πάνω από τη δυτική όχθη του Ελισσώνα. Από το χωριό υπάρχει πρόσβαση (χωματόδρομος 3 χλμ.) στον Ελισσώνα και το φαράγγι του, το οποίο ονομάζεται Μπαρμπουτσάνα. Στο φαράγγι υπάρχει το πέτρινο γεφύρι και ο ερειπωμένος νερόμυλος του Παπά. Οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων ενώ παλιότερα ασχολούνταν και με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου και ασβέστη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η όμορφη πετρόχτιστη εκκλησία του χωριού.

Βαλτέτσι

Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.050 μέτρων εντός χαράδρας, στις νότιες πλαγιές του όρους Μαίναλο, έχοντας μόνο δύο περάσματα – διαβάσεις, ένα προς ΝΑ και ένα προς ΒΑ. Η θέση του είναι σε ένα μικρό οροπέδιο ανάμεσα σε τέσσερις λόφους: Χωματοβούνι, Μύλοι, Νταβρουλέικα και Κούκοι. Σε αυτούς τους λόφους ταμπουρώθηκαν οι ‘Ελληνες αγωνιστές κατά την μάχη του Βαλτετσίου που έλαβε χώρα στις 12-13 Μαίου 1821.Η πλατεία του χωριού, γεμάτη με πλατάνια, φιλοξενεί το μνημείο αυτών των στιγμών και ανδριάντες του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά. Η εκκλησία του χωριού έγινε με επιστασία του Γέρου του Μοριά και έχει αρχιτεκτονικά μέλη από τον αρχαίο ναό της Αθηνάς Σωτήρος και είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Υπάρχει επίσης Λαογραφικό Μουσείο στο οποίο εκτίθενται αντικείμενα από την καθημερινή ζωή των Βαλτετσιωτών όπως παραδοσιακές στολές και εργαλεία της αγροτικής και ποιμενικής ζωής.

Βαλτεσινίκο

Το Βαλτεσινίκο είναι ορεινό χωριό  χτισμένο σε υψόμετρο 1.118 μέτρων σε μία πλαγιά του βόρειου Μαινάλου και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς ή πιο συγκεκριμένα υψηλότερα χτισμένους υψομετρικά, της Αρκαδίας και Πελοποννήσου. Έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός, ενώ παλαιότερα στο χωριό είχε αναπτυχθεί και η ξυλοτεχνία. Στο χωριό υπάρχει λαογραφικό μουσείο. Ένα χιλιόμετρο μακριά από το χωριό εντοπίζεται η θέση Λενικά, όπου ανακαλύφθηκαν ερείπια αρχαίας πόλης, ναού και μυκηναϊκών τειχών. Το 1939 έγιναν οι πρώτες ανασκαφές από τη Γαλλική Αρχαιολογική Εταιρεία, σύμφωνα με την οποία ο ναός είναι από τον 7ο αιώνα π.Χ. και ήταν αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη. Το Βαλτεσίνικο ήταν γνωστό κατά τη Φραγκoκρατία ως Βάλτες. Στην κορυφή Παλαιόκαστρο βρίσκονται τα ερείπια μεσαιωνικού οχυρού. Ο πληθυσμός του οικισμού είχε ήδη αρχίσει να αυξάνεται, λόγω των επιδρομών κυρίως Σλάβων στις πεδινότερες περιοχές. Από τις αρχές του 15ου αιώνα και μετά εμφανίζονται Τούρκοι στην περιοχή, οι οποίοι ενίοτε παραχωρούν προνόμια στους ντόπιους. Το 1770 το χωριό συμμετέχει στα Ορλωφικά, επανάσταση που καταπνίχτηκε με πολλά θύματα και αιχμαλώτους. Το χωριό αποτελούσε το ορμητήριο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατά την Επανάσταση του 1821 και ειδικά μετά την έλευση του Ιμπραήμ και τις σφοδρές συγκρούσεις με τον αιγυπτιακό στρατό. Ο Ιμπραήμ εξεστράτευσε πέντε φορές ενάντια στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος τις απέκρουσε επιτυχώς. Στις 16 Αυγούστου γίνεται τοπικό πανηγύρι με πλήθος κόσμου, στο οποίο αναβιώνει το έθιμο του παραδοσιακού αλωνίσματος από το 1998. Πίσω από τη Μονή της Παναγίας, σε ένα πέτρινο αλώνι, συγκεντρώνονται δεμάτια σοδειάς και άλογα για το αλώνισμα, το οποίο διαρκεί σχεδόν ολόκληρη μέρα.

Βασκίνα

Η Βασκίνα ή Βοσκίνα ή Βαστζίνα στα Τσακωνικά είναι χωριό της Κυνουρίας, χτισμένο στις πλαγιές του Πάρνωνα. Αποτελείται από δύο οικισμούς, την Άνω Βασκίνα (Τάνου Βαστζίνα) και την Κάτω Βασκίνα (Κάτου Βαστζίνα). Στο τσακωνοχώρι έχουν αποκαλυφθεί δύο χτιστοί Μυκηναϊκοί τάφοι καθώς και άλλα ευρήματα των ύστερων Μυκηναϊκών Χρόνων, όπως αγγεία, όστρακα, θραύσματα και κυρίως Μυκηναϊκή κεραμική. Στις 19 έως 20 Ιουλίου γίνεται το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, ενώ στις 27 Αυγούστου η γιορτή του δραστήριου Συλλόγου των απανταχού Βοσκινιωτών. Ξεχωριστή γιορτή αποτελεί η «Ημέρα των βοσκών», που γίνεται από το Σύλλογο της Φλογέρας στα τέλη Αυγούστου και η οποία συγκεντρώνει εκατοντάδες επισκέπτες. Στη γιορτή οι τσοπάνηδες προσφέρουν 20 αρνοκάτσικα που ψήνονται σε μεγάλους φούρνους και συνοδεύονται από γίδα βραστή, ζυμωτό ψωμί, τυριά και άφθονο τοπικό κρασί. Τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί με πρωτοβουλία του Συλλόγου Βασκινιωτών, η γιορτή στη μνήμη των προγόνων, στα τέλη Αυγούστου όπου γίνεται η Θεία Λειτουργία στην Τσακώνικη διάλεκτο.

Βελημάχι

Το Βελημάχι ή και Βελιμάχι είναι μικρό ορεινό χωριό σε υψόμετρο 860 μέτρων, χτισμένο στις νότιες πλαγιές του όρους Αφροδίσιο, σε ένα καταπράσινο περιβάλλον που έχει πολλά νερά και πηγές ενώ στις παρακείμενες ρεματιές υπάρχουν ερειπωμένοι νερόμυλοι. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται ως επί το πλείστον με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στην γεμάτη πλατάνια πλατεία του χωριού βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που είναι πετρόκτιστη τρίκλιτη Βασιλική με τρούλο, και φέρει σκάλισμα με το σήμα της Φιλικής Εταιρείας και τη χρονολογική ένδειξη 1823 ενώ γύρω από το χωριό υπάρχουν διάφορα ξωκλήσια, με σημαντικότερα αυτά της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Ανάληψης και του Αγίου Ανδρέα. Άξια επίσκεψης είναι και το Ηρώο Πεσόντων Βελημαχιτών καθώς και το ιστορικό παλιό κτίριο που λειτούργησε το Σχολαρχείο.

Βλαχέρνα

Η Βλαχέρνα, παλαιότερα γνωστή ως Μπεζενίκο χτισμένη σε υψόμετρο 940 μέτρων στις πλαγιές του Μαινάλου. Με γερά πέτρινα σπίτια και εκκλησιές αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρκαδικής συνοίκησης. Ο Άγιος Αθανάσιος, η κεντρική εκκλησιά της Βλαχέρνας είναι ένα εξαίρετο δείγμα πέτρινης ναοδομίας. Κοντά στη Βλαχέρνα βρίσκεται η Μονή Ελεούσας και η Παναγιά της Βλαχέρνας, όπως και η Παναγιά η Καταφυγιώτισσα, μέσα σε σπήλαιο. Πολύ κοντά στο δρόμο προς την Καμενίτσα βρίσκεται το άλλο κάστρο της περιοχής, το Αγγελόκαστρο. Το χωριό διαθέτει ταβέρνες και καταλύματα.

Βλόγγος

Ο Βλόγγος είναι ορεινός, πετρόκτιστος, παραδοσιακός οικισμός, χτισμένος σε επικλινές πλάτωμα με μέσο υψόμετρο 1.060 μέτρων (που φτάνει τα 1.182 μέτρα στη θέση «Καρκαλά», στην είσοδο του χωριού), επί της προτελευταίας κορυφής του Βουφαγίου όρους (γνωστού και ως «Εχτίχοβα», συνέχεια του Μαινάλου). Κατατάσσεται στα πιο ορεινά χωριά της Ελλάδας και, ειδικότερα, του νομού Αρκαδίας. Γεωγραφικά, βρίσκεται σε μια περιοχή με πανοραμική θέα προς το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, τον Ταΰγετο, το Λύκαιο όρος και την Μίνθη. Μάλιστα, όταν υπάρχει καθαρή ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα κατά το απόγευμα και στα ηλιοβασιλέματα των καλοκαιρινών μηνών, στο χωριό είναι ορατή ολόκληρη η κοιλάδα του Αλφειού ποταμού, από τις πηγές μέχρι τις εκβολές στη θάλασσα, καθώς και το Ιόνιο πέλαγος – συμπεριλαμβανομένων περιοχών όπως το Κατάκωλο και η Ζάκυνθος. Λόγω της θέας αυτής, αλλά και της γεωγραφικής του θέσης, ο Βλόγγος ενίοτε αποκαλείται και «το μπαλκόνι της κεντρικής Πελοποννήσου». Τους χειμωνιάτικους μήνες, που είναι πιο μοναχικοί, το χωριό ντύνεται σε αποχρώσεις τού γκρίζου και του λευκού, καθώς βρίσκεται συχνά βυθισμένο στην ομίχλη, αγκαλιασμένο από σύννεφα, ή σκεπασμένο με χιόνι, δίνοντας στα πέτρινα σπίτια και σοκάκια του μοναδική όψη, αλλά και καθιστώντας το εξαιρετικό ησυχαστήριο. Δείγμα τής τοπικής αρχιτεκτονικής αποτελούν, εκτός από τα σπίτια, το μικρό κτίριο του παλαιού Δημοτικού Σχολείου (το οποίο λειτουργούσε ως το 1969) και ο λιτός Ιερός Ναός τού Αγίου Γεωργίου, ο «Αη-Γιώργης», κάτω από τον οποίο βρίσκεται παλαιά πηγή με δύο «καντάλους», από όπου αναβλύζει επί αιώνες κρύο νερό. Πίσω από την εκκλησία απλώνεται καταπράσινο δασύλλιο με υπεραιωνόβιες καρυδιές, ενώ στο προαύλιό της συνεχίζει να εορτάζεται κάθε καλοκαίρι, στις 6 Αυγούστου, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού (η γιορτή τής «Αγια-Σωτήρας», όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι), με παραδοσιακό λαϊκό πανηγύρι που διοργανώνει η (ιδρυθείσα το 1987) Αδελφότητα των Απανταχού Βλογγαίων «Ο Άγιος Γεώργιος». Στην είσοδο του οικισμού, σε υψόμετρο 1.182 μέτρων (θέση «Καρκαλά»), υπάρχει επίσης εκκλησάκι αφιερωμένο από κοινού στον Άγιο Δημήτριο και στον Άγιο Ραφαήλ, ενώ πιο πριν, σε παράκαμψη του κεντρικού δρόμου, βρίσκεται ξωκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή. Άλλο ξωκλήσι, αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία, είναι χτισμένο λίγο πιο πάνω από τον Βλόγγο, στην κορυφή του βουνού, δίπλα από τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας τού λεκανοπεδίου. Η ευρύτερη περιοχή προσφέρει ποικίλες επιλογές πεζοπορίας, άθλησης (κανόε καγιάκ, ράφτινγκ, σκι), κυνηγιού θηραμάτων (π.χ. λαγών και αγριογούρουνων), επίσκεψης χώρων ιστορικού, αρχαιολογικού, λαογραφικού και θρησκευτικού ενδιαφέροντος, καθώς και περιήγησης πλούσιων βιοτόπων. Οι προορισμοί αυτοί είναι προσβάσιμοι κυρίως μέσω ασφαλτόστρωτων ορεινών επαρχιακών οδών, των οποίων η μορφολογία (με πολλές στροφές) και η στενότητα, περίπου διπλασιάζουν το χρόνο ταξιδιού σε σχέση με μια παρόμοιου μήκους πεδινή ή σύγχρονη εθνική οδό – ταυτόχρονα όμως αποζημιώνουν τον ταξιδιώτη, προσφέροντας διπλή οδηγητική απόλαυση, μέσα από τα μοναδικής φυσικής ομορφιάς τοπία και τα δημοφιλή αξιοθέατα, στο γεωγραφικό επίκεντρο και υπερώο («μπαλκόνι») των οποίων βρίσκεται ο Βλόγγος. Για τους επισκέπτες του χωριού, λειτουργούν όλο τον χρόνο οικογενειακός ξενώνας και παραδοσιακό καφενείο, το οποίο κατά περίπτωση εξυπηρετεί και ως εστιατόριο.

Βυζίκι

Το Βυζίκι, παλαιότερα γνωστό ως Βυζίτσι ή Βυζίτζι, είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 750 μέτρων. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι οι δυο κεντρικές πλατείες, τα δύο «καστρόσπιτα» σε κοντινή απόσταση, το τοπικό λαογραφικό μουσείο, καθώς και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία δεσπόζει ψηλά στο κέντρο του χωριού. Η βασική παραγωγική δραστηριότητα της περιοχής είναι η κτηνοτροφία (κυρίως αιγοπρόβατα), ενώ σε δεύτερο βαθμό έρχεται η γεωργία. Το Βυζίκι έχει χαρακτηριστεί επισήμως παραδοσιακός οικισμός. Στην ανατολική άκρη της περιφέρειας του Βυζικίου υπάρχουν απομεινάρια του Φράγκικου Κάστρου της Άκοβας και κάθε Αύγουστο – τα τελευταία 40 χρόνια – πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις με την ονομασία «Φεστιβάλ Άκοβας». Στην ίδια περιοχή, έχουν βρεθεί αρχαιότητες που υποδηλώνουν συνεχή ανθρώπινη παρουσία από τα αρχαία χρόνια. Ενδέχεται να πρόκειται για την αρχαία πόλη Τεύθις του Παυσανία, την οποία έχει επιτυχώς διεκδικήσει η Δημητσάνα. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το δυτικό άκρο της περιφέρειας του χωριού, βρίσκεται μέσα στην περιοχή της Αρχαίας Θέλπουσας, η οποία – δηλαδή ότι έχει απομείνει από αυτήν – περιμένει ακόμη τη σωστή ανασκαφή της.

Βυτίνα

Η Βυτίνα είναι ορεινό χωριό και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.033 μέτρων, στο όρος Μαίναλο, σε μια κατάφυτη περιοχή όπου δεσπόζουν πεύκα, έλατα και καστανιές. Αποτελεί ένα από τα αξιολογότερα ορεινά θέρετρα της Πελοποννήσου και ευρύτερα της Ελλάδας. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Το όνομά της κατά την επικρατέστερη άποψη προέρχεται από τη λέξη «Βυθός» επειδή αρχικά ήταν χτισμένη σε λεκάνη ανάμεσα σε λόφους. Φέρεται να χτίστηκε μετά τη διάλυση της αρχαίας πόλης «Μεθύδριο» τα ερείπια της οποίας βρίσκονται σε απόσταση 5 χιλιομέτρων. Σημαντικότερα αξιοθέατα στη Βυτίνα είναι ο Ιερός Ναός του Αγίου Τρύφωνα που δεσπόζει στην πλατεία της κωμόπολης, που οικοδομήθηκε το 1846 με κύριο υλικό μαύρο μάρμαρο από τη γύρω περιοχή, οι δύο παραδοσιακοί ξυλόφουρνοι που βρίσκονται κοντά στην κεντρική πλατεία καθώς και το Λαογραφικό Μουσείο ενώ αξίζει και μια επίσκεψη στην αξιόλογη βιβλιοθήκη με έγγραφα και βιβλία από το 17ο αιώνα. Επίσης αξίζει να δει κανείς το Δημοτικό Σχολείο Βυτίνας, το οποίο αποτελεί ευεργέτημα του Ανδρέα Συγγρού. Αυτό που χαρίζει στην πόλη την ιδιαίτερη ομορφιά είναι ο δενδροσκέπαστος «δρόμος της αγάπης» που ξεκινά σχεδόν από την πλατεία και καταλήγει στον εθνικό δρόμο Τριπόλεως Βυτίνας. Ο δρόμος ονομάζεται έτσι από πολύ παλιά, όταν ήταν χώρος περιπάτου και γνωριμιών για τους νέους της εποχής. Κύρια προϊόντα είναι το μέλι από κωνοφόρα δένδρα και κτηνοτροφικά, κρέας, τυρί κ.λ.π. Με βάση τη Βυτίνα και σε κοντινή σχετικά απόσταση μπορεί κάποιος να επισκεφθεί τη Δημητσάνα, το φαράγγι του Λούσιου, τη Στεμνίτσα και τα Λαγκάδια, ενώ ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Μαινάλου με καλό ασφαλτόδρομο φθάνει στο οροπέδιο της Οστρακίνας σε υψόμετρο 1600 μ. όπου λειτουργεί μικρό χιονοδρομικό κέντρο.

Δάρας

Ο Δάρας, παλαιότερα γνωστός ως Δάρα ή Ντάρα, βρίσκεται στα βόρεια του νομού στα σύνορα της Αρκαδίας με το νομό Αχαΐας και το νομό Κορινθίας. Το χωριό Δάρα βρίσκεται σε προσανατολισμό και μεσημβρινή τοποθεσία τέτοια, που αντικρίζει τα βουνά του Μαινάλου μπροστά του, και αριστερότερα τη λοφοσειρά του Κνακάλου των αρχαίων (την σημερινή Καστανιά). Τα βουνά του Μαινάλου χαμηλώνοντας φθάνουν μέχρι τον Κάμπο του Δάρα, και δεξιότερα συνεχίζουν και περικλείουν την κοιλάδα, η οποία για σύνορα της έχει τα τελευταία κυλινδρίσματα των ενωμένων πια ποταμιών Μυλάοντα και Μαλοίτα, και του ποταμού Τράγου, που φεύγουν από την κοιλάδα στα σύνορα της Αρκαδίας με την Αχαΐα στην τοποθεσία που λέγεται «στους πολέμους». Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 679 μέτρων και αμφιθεατρικά στους πρόποδες του βουνού Φαλκός που αποτελεί τμήμα της οροσειράς της Ορύξεως (των αρχαίων) ή του σήμερα λεγόμενου Σαϊτά. Στο χωριό υπάρχουν 5 εκκλησίες. Η κεντρική του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Πάντων στο νεκροταφείο, το εκκλησάκι του Αϊ Λια και η καινούργια εκκλησία στη διασταύρωση, η Παναγίτσα. Στο χωριό λειτουργεί Λαογραφικό μουσείο με τοπικά ξυλόγλυπτα έργα. Νότια του χωριού βρίσκεται υστεροβυζαντινός πύργος.

Δήμητρα

Η Δήμητρα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 540 μέτρων. Ο οικισμός έφερε αρχικά την ονομασία Δίβριτσα, η οποία είναι είτε αρβανίτικης προέλευσης και προσδιορίζει έναν τόπο με πολλά νερά είτε, πιο πιθανά, σλαβικής προέλευσης που προέρχεται από το αρχαίο σλαβικό «ντμπρ» που σημαίνει χαράδρα ή χάσμα. Το 1928 έλαβε τη σημερινή του ονομασία (Δήμητρα) από τον αρχαίο ναό της Ελευσίνιας Δήμητρας. Νότια του χωριού διέρχεται ο ποταμός Λάδωνας και σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου ναού της Ελευσίνιας Δήμητρας και το γυναικείο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής της Παναγίας Κλειβωκάς.

Δημητσάνα

Η Δημητσάνα είναι χτισμένη σε μια ορεινή τοποθεσία, πάνω σε λoφοράχη και σε υψόμετρο 946 μέτρων. Η ιστορία της αρχίζει κατά τους Ομηρικούς χρόνους, όταν στη θέση της βρισκόταν η μικρή αρκαδική πόλη Τεύθις. Η Δημητσάνα στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο με το «κρυφό σχολειό» και το 1821 με το «Δημητσανίτικο μπαρούτι» που παρασκεύαζε. Είναι πατρίδα του Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, του οποίου το άγαλμα δεσπόζει στην κεντρική πλατεία του χωριού, που υπήρξε δωρεά του Μαρασλή, και του Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανού, όπου αμφοτέρων οι οικίες διασώζονται. Στο μουσείο της Δημητσάνας που στεγάζεται στη Βιβλιοθήκη, εκτίθενται υφαντά, αργαλειοί, είδη λαϊκής τέχνης και αρχαιολογική συλλογή. Λίγο έξω από τη Δημητσάνα βρίσκεται και το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, που στόχο έχει την ανάδειξη των παραδοσιακών υδροκίνητων εγκαταστάσεων που παλιότερα ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες στην περιοχή. Η Δημητσάνα είναι πετρόχτιστος οικισμός με αξιόλογα αρχοντικά, τα περισσότερα από τα οποία είναι αναστηλωμένα σήμερα. Ο οικισμός είναι χαρακτηριστικό δείγμα αρχιτεκτονικής της Γορτυνίας και είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός. Αξιοθέατα στο εσωτερικό του οικισμού αποτελούν η Βιβλιοθήκη Δημητσάνας, το αρχοντικό του Γρηγορίου του Ε΄, το δημοτικό σχολείο κ.α. Η βιβλιοθήκη στεγάζεται σε τμήμα του χώρου της Σχολής Δημητσάνας. Ιδρύθηκε το 1764 και εμπλουτιζόταν με βιβλία επί 57 έτη. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 μέρος των βιβλίων χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή φυσεκίων καθώς υπήρχε έλλειψη από χαρτί. Σήμερα αριθμεί περισσότερους από 35.000 τόμους, χειρόγραφα και έγγραφα. Το δημοτικό σχολείο χτίστηκε την περίοδο 1898-1910 με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα διτάξιου σχολείου αυτής της περιόδου. Λειτούργησε ως το 1930 ως σχολείο θηλέων και στη συνέχεια στέγασε το ειρηνοδικείο Ψωφίδος.

Δόξα

Η Δόξα βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων, στην πλαγιά του ομώνυμου όρους Δόξα. Με καλή ορατότητα η θέα του χωριού εκτείνεται μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος, στην παραλία της Ζαχάρως. Το πρώτο όνομα του χωριού ήταν «Βρετεμπούγα», κατά την πρώτη επίσημη απογραφή που έγινε από τους Βενετούς το 1698 το χωριό αναφέρεται σαν Vreto Bua και είχε 28 οικογένειες με 82 κατοίκους. Το 1927 ονομάστηκε Μαυροσκιά και το 1928 πήρε την σημερινή του ονομασία από την κορυφή Δόξα 894μ. του βουνού στους πρόποδες του οποίου είναι χτισμένο το χωριό. Ήταν ονομαστό για τους χτίστες του. Η Δόξα έχει καεί δυο φορές: η πρώτη μερικώς ήταν στις 16 Δεκεμβρίου 1779 από τον Τούρκο αγά Μετούρο όπου κατέστρεψε δέκα πέντε σπίτια και η δεύτερη κατά τη γερμανική Κατοχή 1941-1944, οπότε και κάηκε ολοσχερώς από τους Ναζί Γερμανούς ως αντίποινα για το θάνατο ενός στρατιώτη από περίπολο ανταρτών στις 23 Αυγούστου 1943. Πρόκειται για ένα χωριό με λίγα παλιά πέτρινα σπίτια, με μια πλατεία στο κέντρο του χωριού που λέγεται αγορά και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Το τοπίο συμπληρώνει το πράσινο από τους κάμπους και τα πλατάνια καθώς και ο ποταμός Λάδωνας λίγα χιλιόμετρα προς τα δυτικά.

Δόριζας

Ο Δόριζας βρίσκεται σε υψόμετρο 740 μέτρων. Το παλιό δημοτικό σχολείο, που δε λειτουργεί πλέον, στεγάζει το Πνευματικό Κέντρο του χωριού, όπου κατά καιρούς οργανώνονται εκδηλώσεις και εκθέσεις. Το παραδοσιακό πανηγύρι του χωριού είναι του Αγίου Παντελεήμονα και οργανώνεται αμέσως μετά το θερισμό στη Δόριζα στις 26 και 27 Ιουλίου. Τα νερά από τις πηγές της περιοχής μεταξύ Δόριζα, Μάναρη και Κάτω Ασέας σχηματίζουν των άνω ρου του ποταμού Αλφειού. Το τοπωνύμιο προέρχεται από κύριο όνομα, καθώς οικωνύμια με το ίδιο όνομα απαντώνται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, της Αλβανίας και της Ιταλίας ενώ απαντάται και ως τοπωνύμιο στα παραπάνω μέρη. Σήμερα οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Διατηρητέο μνημείο της φύσης έχει ανακηρυχθεί δρυς εντυπωσιακού μεγέθους πίσω από το ιερό του ναού του Ιωάννου Προδρόμου, αξιόλογο υπόλειμμα από σημαντικό δάσος δρυός, που κάηκε το 1826 από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Ο ίδιος ο ιερός ναός του Ιωάννου Προδρόμου ανάγεται πριν το 1699. Σε μικρή απόσταση από τη διασταύρωση για Δόριζα, επί της παλαιάς εθνικής οδού διατηρείτο μέχρι το έτος 1998 σε σχετικά καλή κατάσταση  ένα λιθόκτιστο ιστορικό Χάνι, που ανήκει κληρονομικά στη μεγάλη οικογένεια των Ταλαγαναίων από τη Δόριζα. Στο Χάνι του Ταλαγάνη διέμεινε, ξεκουράστηκε και έφαγε ο Βασιλιάς Όθων και η ακολουθία του, στο πρώτο επίσημο ταξίδι τους στην Πελοπόννησο, το έτος 1833.

Επισκοπή

Η Επισκοπή είναι ένα μικρό χωριό, που βρίσκεται σε υψόμετρο 697 μέτρων. Παλιότερα ονομαζόταν Ιμπραήμ Εφέντη. Κοντά στο χωριό βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Τεγέας καθώς και το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας. Στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Τεγέας έχουν ανακαλυφθεί μεταξύ άλλων ένα αρχαίο θέατρο των Ελληνιστικών Χρόνων, τμήματα της αρχαίας Αγοράς της Τεγέας των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών Χρόνων, βωμός της αυτοκρατορικής λατρείας (1ος – 4ος αιώνας μ.Χ.), δύο Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές και τμήματα βυζαντινού οικισμού (10ος – 13ος αιώνας μ.Χ.). Στην Επισκοπή Αρκαδίας βρίσκεται ο βυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου κάθε χρόνο διεξάγεται εμποροπανήγυρις την περίοδο του δεκαπενταύγουστου, που διαρκεί μία εβδομάδα.

Ίσαρης

Είναι χτισμένος αμφιθεατρικά στην ανατολική πλευρά του όρους Άγιος Ηλίας και έχει απεριόριστη θέα στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης και το Μεσσηνιακό κάμπο. Βελανιδιές, καστανιές, πουρνάρια, ρείκια και κουμαριές περιβάλλουν τον οικισμό. Κεντρική εκκλησία του Ίσαρη είναι ο Άγιος Νικόλαος, εκκλησία με λιτές, αδρές γραμμές στο εξωτερικό του και πλούσιο διάκοσμο στο εσωτερικό. Με χρήματα των απόδημων Ισαραίων στολίστηκε με πόρτα και παράθυρα από μάρμαρο και επιχρυσώθηκε το τέμπλο. Η παλιά εκκλησία είχε καταστραφεί στη Μάχη του Ίσαρη. Λίγο πριν το χωριό, ο επισκέπτης συναντά το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου «στα Κοτρόνια» (1893), το οποίο εορτάζει στις 9 Μαΐου, οπότε και διοργανώνεται μεγάλο πανηγύρι. Άλλα ξωκλήσια είναι ο Άγιος Βασίλης, ο Αγιο-Λιάς, ο Αγιο-Θανάσης, ο Αι-Γιώργης, ο Αγιο-Δημήτρης, οι Άγιοι Απόστολοι, η Παναγίτσα, ο Άγιος Νεκτάριος, η Αγία Παρασκευή, η Αγία Κυριακή, ο Άγιος Ανδρέας, η Αγία Βαρβάρα και ο Άγιος Πέτρος (στο νεκροταφείο). Εφτά χιλιόμετρα βόρεια από τον Ίσαρη βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Αρκαδικής πόλης Λυκόσουρας.

Κακουραίικα

Τα Κακουραίικα είναι οικισμός της ημιορεινής Ηραίας χτισμένος αμφιθεατρικά σε όμορφη καταπράσινη και πλούσια σε νερά τοποθεσία, σε υψόμετρο 280 μέτρων, στη νοτιοδυτική πλευρά του Βουνού Τζαραχά, στη δεξιά παραποτάμια κοιλάδα του Αλφειού, κοντά στη γέφυρα του Αλφειού προς την Ηλεία. Οι κάτοικοι του ασχολούνται με την κτηνοτροφία και γεωργικές εργασίες. Το χωριό είναι γνωστό για τις πλούσιες πηγές του (κεφαλάρια): το Κεφαλόβρυσο, ο Γκολέμης, ο Μπάλας, ο Καρατζάς και οι μικροπηγές στις τοποθεσίες Μπαρκοβίτσα, Φρέτσικο, Χόχλο, Κολομπότσι και Γεωργούλα. Τα νερά των πηγών κατεβαίνουν χαμηλότερα και χύνονται στον Αλφειό. Παλαιότερα, λειτουργούσαν στην περιοχή πέντε νερόμυλοι. Σήμερα, απομένουν χαλάσματα, αφημένα στη λησμονιά. Λόγω των νερών του και του εύφορου εδάφους του το χωριό υπήρξε ο παραγωγός της ευρύτερης περιοχής, αφού τροφοδοτούσε με κηπευτικά πολλά χωριά της Ηραίας και της Δημητσάνας. Τα αξιοθέατα της περιοχής είναι αρκετά και ενδιαφέροντα. Το σημαντικότερο αξιοθέατο στο χωριό αποτελούν οι εκκλησίες του. Η εκκλησία  του Αϊ-Γιάννη, θεμελιωμένη στα θεμέλια αρχαϊκού ναού, ο ναός του Αγίου Βασιλείου (1824), που έχει χαρακτηρισθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο ιστορικό μνημείο, και ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1833), που είναι και ο μητροπολιτικός ναός της Ενορίας. Υπάρχουν ακόμη τα ξωκλήσια του Αγίου Γεωργίου, Αγίου Νικολάου, Αγίου Αθανασίου, Αγίου Κων/νου και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Άλλα αξιοθέατα είναι η ξακουστή Σπηλιά του Λαγαύτη με το κρυμμένο μέσα της εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου Χριστανουπόλεως. Λίγο μετά τα Κακουραίικα, βρίσκονται τα χαλάσματα του Πύργου του Αγά περιτριγυρισμένα από φτέρες και αγριολούλουδα, ιδίως την άνοιξη. Αριστερά του και σε μικρή απόσταση είναι ο ερειπωμένος μύλος της Μουριάς του Καρατσώλη με τα τρεχούμενα νερά του, σχεδόν πνιγμένος από υδρόβια βλάστηση. Αξιόλογο είναι το κτίριο της αποθήκης του γεωργικού συνεταιρισμού που σήμερα παραμένει ανεκμετάλλευτο.

Καλτεζές

Οι Καλτεζές είναι μικρός ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 669 μέτρων που ξεχωρίζει για τη γειτνίασή του με την ιστορική Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Καλτεζών σε απόσταση 2 χιλιομέτρων. Το όνομα του χωριού σημαίνει «πηγάδια» ή «πηγή», «βρύση» ή «κρήνη» στα παλαιοσλαβικά. Το χωριό είναι πνιγμένο στο πράσινο και ζωσμένο από πυκνό δάσος. Οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ανατολικά του χωριού έχει διατηρηθεί το τοπωνύμιο της «Ελένης το Πηγάδι». Λέγεται ότι εκεί είναι πιθανό να τελούνταν τα «Ελένεια» αγώνες καλλιστείων κατά την αρχαιότητα. Σε απόσταση περίπου 2,5 χλμ. από το χωριό Καλτεζές, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πολιτείας της Παλαιοχώρας με το ερειπωμένο φρούριο του Άη Γιώργη. Η πρόσβαση στην Παλαιοχώρα είναι δυσχερής λόγω της πυκνής βλάστησης. Το φρούριο του Αη Γιώργη προσφέρει εντυπωσιακή θέα προς το καταπράσινο και δυσκολοδιάβατο φαράγγι της Λαγκάδας (νοτιοδυτικά του κάστρου).

Καρδαράς

Ο Καρδαράς ή Καρδαρά είναι ορεινό χωριό χτισμένος σε υψόμετρο 1.030 μέτρων στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μαίναλο και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Αρκαδίας. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Το χωριό Καρδαράς οφείλει το όνομά του στην πλούσια ποιμενική του ιστορία και στο σκεύος που δε λείπει από κανένα σπίτι της περιοχής, την καρδάρα (δοχείο που μαζεύουμε το γάλα κατά το άρμεγμα). Ο Καρδαράς βρίσκεται κάτω από την κορυφή της Οστρακίνας, 18 χιλιόμετρα από την Τρίπολη. Το χειμώνα υποδέχεται όλους όσους συνδυάζουν τα χειμερινά αθλήματα στην Οστρακίνα, με την ατόφια φιλοξενία ενός παραδοσιακού τόπου. Η ανάπτυξη του τόπου ήταν ραγδαία και από ένα χωριό ποιμένων, μέχρι πρόσφατα, έχει εξελιχθεί σε τόπο συνάντησης όσων αγαπούν την ορεινή φύση.

Καρύταινα

Η Καρύταινα είναι χτισμένη σε κορυφή λόφου γύρω από το ομώνυμο μεσαιωνικό κάστρο. Βρίσκεται στο χώρο της αρχαίας Βρένθης. Ο οικισμός διακρίνεται ιδιαίτερα για το μεσαιωνικό του χαρακτήρα που του προσδίδουν τα σπίτια, το κάστρο και οι βυζαντινού ρυθμού εκκλησίες. Έχει αναγνωριστεί ως παραδοσιακός οικισμός. Το όνομα της είναι Φράγκικο και πιθανότατα προέρχεται από το γυναικείο όνομα Caretene το οποίο ήταν διαδεδομένο στη Βουργουνδία το μεσαίωνα. Η Καρύταινα είναι ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός, καθώς διατηρεί το χρώμα της μεσαιωνικής καστροπολιτείας. Κύριο αξιοθέατο είναι το κάστρο της, χτισμένο στην κορυφή του λόφου πάνω από τον οικισμό. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 110 μέτρα και πλάτος που ξεπερνά τα 40. Τα τείχη του φτάνουν σε ύψος μέχρι τα 7 μέτρα και σε πλάτος μέχρι τα 2. Εντός του οικισμού βρίσκεται ο Ναός του Αγίου Νικολάου που ανεγέρθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της μεταβυζαντινής εποχής στην ευρύτερη περιοχή, ενδεικτικό της ακμής που γνώρισε η Καρύταινα κατά το 17ο και 18ο αιώνα. Ο ναός στο εσωτερικό του είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που αποδίδονται στο εργαστήριο των Πεδιωτών ζωγράφων, Μιχαήλ και Πέτρου. Επίσης, σημαντικοί είναι ο Ναός Ζωοδόχου Πηγής του 14ου-15ου αιώνα και ο Ναός του Αγίου Γεωργίου. Κοντά στην Καρύταινα ρέει ο ποταμός Αλφειός, ο οποίος σχηματίζει στα δυτικά της Καρύταινας μεγάλο φαράγγι, συμβάλλοντας στη φυσική οχύρωση της περιοχής. Πάνω στον Αλφειό, κοντά στην Καρύταινα, διασώζονται δύο παραδοσιακά γεφύρια, το γεφύρι του Κούκου και το γεφύρι της Καρύταινας. Το πρώτο είναι μονότοξο, χτισμένο το 1880 και διασώζεται σήμερα σε καλή κατάσταση. Το δεύτερο ήταν πεντάτοξο, όμως σε μία μάχη την περίοδο του εμφυλίου καταστράφηκε η κύρια καμάρα του και παραμένει έως σήμερα κατεστραμμένο. Στην περιοχή αυτή λειτουργούσαν στο παρελθόν πολλοί νερόμυλοι, ερείπια των οποίων σώζονται ακόμα. Η Καρύταινα έχει εντυπωσιακή εικόνα όταν την αντικρίζει ο επισκέπτης από μακριά. Παλαιότερα απεικονιζόταν στη μία πλευρά του χαρτονομίσματος των 5.000 δραχμών.

Καστάνιτσα

Το αρχαιότερο Τσακωνοχώρι με την Τσακώνικη διάλεκτο να ομιλείται και σήμερα από τους κατοίκους του. Η πρώτη γραπτή εμφάνιση του χωριού γίνεται σε Χρυσόβουλο του Ανδρόνικου το 1293 μ.Χ. Σε υψόμετρο 840 μέτρων και 152 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 72 από την Τρίπολη, αποτελεί ιστορικό διατηρητέο οικισμό με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και σπίτια λευκά από πλάκες σχιστόλιθου από το Μαλεβό. Τα χρωματιστά παράθυρα σε σπίτια, που πολλά αποτελούν πυργόσπιτα των 300 και πλέον ετών και τα λουλούδια σε κήπους και αυλές, δίνουν νησιώτικο χρώμα στο χωριό που έχει χτιστεί μεταξύ δύο καταπράσινων ρεμάτων. Οι κάτοικοι του πολέμησαν τον Τούρκο κατακτητή το 1896 από το Κάστρο του χωριού, από το οποίο η θέα είναι εξαιρετική. Ξεχωριστής ομορφιάς και αναγνωρισμένο ως φυσικό μνημείο το καστανόδασος της περιοχής. Μάλιστα η γιορτή κάστανου προσελκύει πλήθος κόσμου, ενώ ο επισκέπτης μπορεί να περπατήσει σε όμορφες φυσικές διαδρομές, να χαρεί το μοναδικό τοπίο του Πάρνωνα και να ξεκουραστεί από τη βουή της πόλης. Το χωριό διαθέτει ξενώνα, μικρά καταλύματα και μία πανέμορφη πλατεία με εξαίρετη θέα. Ενώ λίγο έξω από το χωριό  βρίσκεται ο ναός του Αγ. Νικολάου και Παντελεήμονος Κοντολινάς. Ο ναός  έχει σωθεί από το ομώνυμο μοναστήρι του 17ου αι. που κατέστρεψε ο στρατός του Ιμπραήμ. Τα ίχνη της φωτιάς φαίνονται και σήμερα κυρίως στον τρούλο. Από το σημείο αυτό ξεκινά και το εντυπωσιακό φαράγγι της Μαζιάς, ένα από τα πολλά φαράγγια του Πάρνωνα.

Καστρί

Όμορφο Χωριό, που πήρε το όνομά του από το σύμπλεγμα των επτά Καστριτοχωρίων, ως το μεγαλύτερο μέχρι το 1960 χωριό της περιοχής. Τα άλλα χωριά είναι η Μεσσοράχη, η Περδικόβρυση, η Νέα Χώρα, ο Καράτουλας, η Ωριά και ο Έλατος. 25 Χιλιόμετρα από την Τρίπολη, βρίσκεται σε υψόμετρο 950 μέτρων και αποτελεί παραδοσιακό ορεινό χωριό που συνδυάζει ηρεμία και δυνατότητες αναψυχής, όπως οι περίπατοι, η ανακάλυψη της ορεινής φύσης και των φαραγγιών του Πάρνωνα αλλά προσφέρει και τη δυνατότητα θρησκευτικής ανάτασης καθώς βορειονατολικά του χωριού βρίσκεται ένα από τα πιο γραφικά μοναστήρια, του Τιμίου Προδρόμου. Διαθέτει τουριστική υποδομή με ενοικιαζόμενα δωμάτια και πολλές ταβέρνες για φαγητό. Ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει τον λαϊκό πολιτισμό μέσα από προσκυνητάρια, υδρόμυλους, αλώνια και παραδοσιακές βρύσες που διατηρούνται και σήμερα  και να εξερευνήσει το περιβάλλον και τη φύση του Πάρνωνα μέσα από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που λειτουργεί στην πλατεία. Για όσους μαγεύονται από μοναδικές διαδρομές μέσα στη φύση, από το χωριό ξεκινά δρόμος που καταλήγει μέσω Βουρβούρων και Καρυάς στην εθνική Τρίπολης- Σπάρτης. Στο Καστρί έδρασε ο Καπετάν Ζαχαριάς Βαρβιτσιώτης με μεγάλη συμμετοχή στον αγώνα του 1821.

Κάτω Δολιανά

Τα Κάτω Δολιανά βρίσκονται στην ανατολική Αρκαδία, δίπλα στην πεδιάδα της Θυρέας και στις μεσημβρινές πλαγιές της οροσειράς Ζάβιτσα. Το χωριό διαπερνά ο χείμαρρος Τάνος καθώς και ο οδικός άξονας Τρίπολης-Άστρους. Η περιοχή είναι κατάφυτη από ελαιόδενδρα. Ο οικισμός αποτελούσε τη χειμερινή διαμονή των κατοίκων των Άνω Δολιανών, όμως πλέον και με την ατόνηση της κτηνοτροφίας, έχει καταστεί μόνιμη. Οι ασχολίες των κατοίκων είναι κυρίως η ελαιοκομία, η γεωργία, αλλά και η κτηνοτροφία. Παρ’ ότι ο οικισμός δεν είναι παραθαλάσσιος, οι κάτοικοι συχνά αναφέρονται σε αυτόν και με το περιγραφικό «Γιαλός» όταν θέλουν να τον διαχωρίσουν από τον ορεινό οικισμό. Στα όρια της κοινότητας βρίσκονται η αρχαία κωμόπολη Εύα, η Έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, καθώς και το γυναικείο μοναστήρι της Μονής Λουκούς. Επίσης, στη θέση Τσιόροβος υπάρχουν τμήματα οχυρωματικών έργων και σπιτιών του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., λείψανα υδραγωγείου και τάφοι. Αξιοσημείωτες είναι για την ιδιαιτερότητά τους και οι φυσικές σπηλιές του χωριού, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης των πετρωμάτων από τα νερά του ποταμού Τάνου και χωρίζουν τον οικισμό σε δύο γειτονιές. Η επάνω γειτονιά ονομάζεται Παλαμήδι.

Κερασιά

Η Κερασιά έχει κηρυχτεί διατηρητέος οικισμός. Τα σπίτια του χωριού είναι απλά και στιβαρά και ακολουθούν τους παραδοσιακούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Οι σιδηρές κατασκευές είναι έργο παραδοσιακών μαστόρων. Το χωριό φημίζεται για τις βρύσες του, έργα έμπειρων λαγκαδινών τεχνιτών που έγιναν με τις φροντίδες και τις δαπάνες των ομογενών Κερασιωτών. Η Δέση, η Θολωτή Κάτω Βρύση (Μέξιας), η Μαρμαρένια Βρύση αποτελούν μοναδικά δείγματα παραδοσιακής τέχνης και τεχνολογίας μαζί. Στα 3 χιλιόμετρα από την Κερασιά ξεκινάει το αναζωογονημένο δάσος της Σκιρίτιδας. Μαύρα πεύκα, έλατα και η αρκαδική δρυς συναντώνται εδώ. Το δάσος της Σκιρίτιδας αποτελεί τον πρώτο σύγχρονο μεγάλο τεχνητό δρυμό και γεωγραφικά καταλαμβάνει ακριβώς τον ίδιο χώρο με την Αρκαδική αρχαία Σκιρίτιδα. Στην Κερασιά παράγεται η ποικιλία μήλων golden Πιλάφα, η πρώτη ποικιλία μήλων που δημιουργήθηκε και κατοχυρώθηκε στον ελληνικό χώρο.

Κεραστάρης

Ο Κεραστάρης (ή πιο συχνά: το Κεραστάρι) βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους Άγιος Ηλίας (ή Αγιο-Λιάς, 1117 μ) βόρεια του ποταμού Αλφειού σε υψόμετρο 760 μέτρα. Βρίσκεται σε κατάφυτο περιβάλλον με εκτάσεις δασωμένες με πρίνους (πουρνάρια) και δρυς (βελανιδιές). Μέρος αυτών των εκτάσεων αποτελεί το καταφύγιο άγριας ζωής Προφήτης Ηλίας έκτασης 14.500 στρεμμάτων. Η περιοχή τροφοδοτεί με τα ρέματά της τον άνω ρου του ποταμού Αλφειού και τον παραπόταμό του Ελισσώνα. Κύριο χαρακτηριστικό του Κερασταρίου είναι το δάσος δρυός το οποίο φύεται από τα όρια το χωριού μέχρι σχεδόν την κορυφή του όρους Άγιος Ηλίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Κερασταραίοι προστάτευσαν το δάσος αυτό από τη λαθροϋλοτομία και την υπερβόσκηση ώστε να αναπτυχθεί απρόσκοπτα. Η περιοχή νοτιοδυτικά του Κερασταρίου ταυτίζεται με την Παλίσκιο χώρα (τόπος που έχει πυκνή σκιά) που αναφέρει ο Παυσανίας στα Αρκαδικά. Τα δάση της περιοχής με τις αιωνόβιες πανύψηλες δρυς προσέφεραν για αιώνες ξυλεία τόσο για οικοδομικές εργασίες (σκεπές, ταβάνια, δοκούς κλπ) όσο και για παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Για το λόγο αυτό προσέλκυαν ξυλοκόπους από άλλες περιοχές. Οι καρβουνιάδες του Άγιου Πέτρου Αρκαδίας είναι οι τελευταίοι που ξήλευσαν συστηματικά τα δάση την εποχή της τουρκοκρατίας. Το όνομα του χωριού προέρχεται από τη λέξη κερεστές – ξυλεία που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές κατασκευές και στη ναυπηγική η  οποία είναι γλωσσικό δάνειο από την τουρκική λέξη kereste – ξυλεία, ξύλο, οικοδομική ξυλεία, που με τη σειρά της  προέρχεται από την περσική keraste.  Όταν προστεθεί το επίθημα – άρι προκύπτει η λέξη Κεραστάρι ως τοπωνύμιο που περιγράφει τον τόπο που εξάγεται τέτοια ξυλεία. Η κύρια ασχολία των λιγοστών πλέον κατοίκων του Κερασταρίου είναι η κτηνοτροφία, οι αγροτικές καλλιέργειες και λιγότερο από ότι παλιά η μελισσοκομία. Οι κάτοικοί του εορτάζουν την εικόνα της Παναγίας της Θρηνωδούσας του Κερασταρίου την Κυριακή των Μυροφόρων. Αξιοθέατα του χωριού είναι η εκκλησία, μνημείο μεταβυζαντινής κληρονομιάς, που ξεκίνησε να οικοδομείται το 1855 από Λαγκαδινούς μαστόρους, καθώς και ο αιωνόβιος πλάτανος με διάμετρο κορμού 6 μέτρων.

Κουνουπιά

Η Κουνουπιά βρίσκεται προς τα όρια με το νομό Λακωνίας χτισμένη στις πλαγιές του Πάρνωνα με υψόμετρο 770 μέτρα σε κατάφυτη περιοχή με καρυδιές, πλατάνια και έλατα. Τα σπίτια του χωριού είναι πετρόχτιστα, αραιοχτισμένα με θέα το οροπέδιο των Πελετών. Υπήρξε παλιό κεφαλοχώρι από την εποχή της τουρκοκρατίας και μαζί με τα Πελετά, την Αμυγδαλιά, το Πηγάδι, τη Βλησιδιά και τη Χούνη αποτελούν τα λεγόμενα «Κουνουποχώρια» ενώ από το 1998 έχει κριθεί παραδοσιακός οικισμός. Θρησκευτικό αξιοθέατο είναι η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία είναι εγγεγραμμένη σταυροειδής βασιλική με μαρμάρινο τέμπλο του γλύπτη Περάκη και εικονογράφηση Φώτη Κόντογλου ενώ σημαντικότερο κειμήλιο είναι η εικόνα της «Παναγίας Δεομένης» σε νεαρή ηλικία.

Λαγκάδια

Τα Λαγκάδια είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε πλαγιά κλίσης 70 μοιρών, σε υψόμετρο 966 μέτρων στις νότιες πλαγιές του Δυτικού Μαινάλου και διατρέχεται από τρία ρέματα. Το χωριό χωρίζεται από τον εθνικό δρόμο στον Πάνω και στον Κάτω Μαχαλά. Ο Κάτω Μαχαλάς είναι μία ρεματιά, στην οποία κυλά το Λαγκαδιανό ποτάμι, ή Τουθόα κατά τον Παυσανία, που αποτελεί παραπόταμο του Λάδωνα. Η δημιουργία παραδοσιακών συντεχνιών τεχνιτών πέτρας (μπουλούκια) κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπειτα έφεραν πλούτο και πληθυσμιακή ανάπτυξη στο χωριό καθιστώντας το ένα από τα πιο σημαντικά της ευρύτερης περιοχής. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οι Λαγκαδινοί χτίστες έγιναν οι πιο σημαντικοί χτίστες της μικρής τότε Ελλάδας. Σήμερα τα Λαγκάδια ζουν κυρίως χάρη στην κτηνοτροφία και αποτελούν κομβικό σημείο επάνω στον άξονα Τρίπολης-Πύργου. Η διαχρονική ενασχόληση των κατοίκων με την τέχνη της πέτρας έχουν προικίσει τα Λαγκάδια με σημαντικό απόθεμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με αποτέλεσμα να έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Εκτός από το τοπίο, τα τρεχούμενα νερά, τις παραδοσιακές βρύσες και τα γεφύρια, σημαντικά αξιοθέατα στα Λαγκάδια αποτελούν οι ναοί των Ταξιαρχών και του Τίμιου Προδρόμου. Χτίστηκαν και οι δύο το 1808 σε διάστημα 40 ημερών λόγω χρονικού περιορισμού που έθεσαν οι Τούρκοι. Στον Κάτω Μαχαλά ο Ναός των Αγίων Αποστόλων που κατασκευάστηκε το 1854. Διατηρείται επίσης και το αρχοντικό των Δεληγιανναίων.

Λεβίδι

Το Λεβίδι είναι κωμόπολη χτισμένη στις ανατολικές πλαγιές του Μαινάλου σε υψόμετρο 860 μέτρων. Οι κάτοικοι του Λεβιδίου ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Το Λεβίδι είναι κεφαλοχώρι του νομού Αρκαδίας. Οριοθετείται από ένα ελατοδάσος, στους πρόποδες σχεδόν του Μαινάλου. Στην πλατεία βρίσκεται το άγαλμα του Αναγνώστη Στριφτόμπολα, που ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και έπεσε στην πρώτη μάχη του Λεβιδίου (14 Απριλίου 1821). Η πλατεία αποτελεί τόπο συνάντησης των Λεβιδιωτών, ενώ γύρω από την πλατεία βρίσκονται παντοπωλεία, ταβέρνες, καφενεία. Οι ταβέρνες ακολουθούν κυρίως την τοπική αρκαδική κουζίνα και υπάρχουν καταστήματα με τοπικά προϊόντα και γλυκά. Τα πολλά αρχοντικά του, πετρόχτιστα και καμαρωτά, μαρτυρούν τη σημασία του Λεβιδίου και την εμπορικότητά του. Εκτός από τις πανελλήνιες εθνικές εορτές, εορτάζεται στις 14 Απριλίου η μάχη του Λεβιδίου (1821). Στις 23 Αυγούστου (εορτή της Παναγίας στο ξωκλήσι της Παναγίας) γίνονται εμπορικό πανηγύρι, συνάντηση αποδήμων Λεβιδιωτών και εορταστικές εκδηλώσεις. Το Λεβίδι διαθέτει επίσης το «Αρκαδικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας και Βιβλιοθήκη». Το μουσείο στηρίζεται στη συλλογή του συλλέκτη Γιώργου Ι. Χριστοδουλόπουλου με πάνω από 500 σχέδια και χαρακτικά σπουδαίων Ευρωπαίων και Ελλήνων δημιουργών που αφορούν την ευρύτερη περιοχή της Αρκαδίας. Η συλλογή απλώνεται σε 4 αιώνες τέχνης, από το 16ο αιώνα. Ιστορεί σε θεματικές ενότητες τους μύθους και την ουτοπία, ανιχνεύει την Αρκαδία των περιηγητών, αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στην επανάσταση, αποδίδει φόρο τιμής στην ποιμενική ζωή και εξηγεί γιατί το δάσος και το βουνό είναι πυλώνες του αρκαδικού ύφους. Η βιβλιοθήκη του μουσείου μετράει πάνω από 1000 τίτλους και πολλοί από αυτούς είναι σπάνιοι και δυσεύρετοι. Οι εκθεσιακοί χώροι απλώνονται σε πάνω από 600 τετραγωνικά, αφιερωμένα στην Αρκαδία. Αποτελεί πόλο έλξης και συχνά κάνει περιοδικές εκθέσεις ιδιαίτερης σημασίας.

Λεοντάρι

Το Λεοντάρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 540 μέτρων. Πάνω από το χωριό βρίσκεται το ομώνυμο μεσαιωνικό κάστρο. Έχει χαρακτηριστεί ως παραδοσιακός οικισμός. Πάνω από το χωριό βρίσκονται τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου. Στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου, στην κορυφή του λόφου, σώζονται τα ερείπια μεσαιωνικών κτιρίων, όπως μιας μεγάλης δεξαμενής, και η βόρεια πύλη του κάστρου, πλάτους 3 μέτρων. Από τους βυζαντινούς ναούς του κάστρου σώζονται οι ναοί του Αγίου Βασιλείου, της Αγίας Κυριακής και ενός ακόμη ανώνυμου. Από τον ναό της αγίας Κυριακής, διαστάσεων 9 x 6,5 μέτρα, σώζεται σε ύψος τμήμα του δυτικού τοίχου. Έχουν εντοπιστεί τρία οστεοφυλάκια και τμήματα τοιχογραφιών. Στη βορειοανατολική πλευρά του κάστρου βρίσκεται η Κάτω ή Βουλωμένη Βρύση, χτισμένη επί οθωμανικών χρόνων. Στη βρύση υπάρχουν ενσωματωμένα τρία ανάγλυφα, δύο βυζαντινά και ένα μεταγενέστερο. Πέρα από το μεσαιωνικό κάστρο, στο Λεοντάρι σώζονται και βυζαντινές εκκλησίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν ο ναός των Αγίων Αποστόλων, ναός του 14ου αιώνα ο οποίος βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού, και ο ναός του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων είναι μικτού τύπου, με τη δομή τρίκλιτης βασιλικής στο ισόγειο και σταυροειδούς εγγεγραμμένου στον όροφο, με πέντε τρούλους. Οι αρχικές του τοιχογραφίες είναι καλυμμένες με μεταγενέστερα επιχρίσματα. Άλλοι σημαντικοί βυζαντινοί ναοί στο χωριό είναι ο νεκροταφικός ναός (Mητροπόλεις), ο ναός των Ταξιαρχών και ο ναός του Αγίου Γεωργίου, όλοι του 14ου αιώνα. Άλλα αξιοθέατα του χωριού είναι ο σήμερα εγκαταλελειμμένος σιδηροδρομικός σταθμός, κατασκευασμένος την περίοδο 1899-1901, και η γέφυρα στον ποταμό Ξερίλα, δύο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του χωριού. Είναι πέτρινη τρίτοξη και ολοκληρώθηκε το 1890.

Λιβαδάκι

Το Λιβαδάκι, παλαιότερα γνωστό ως Τσιάρεσι ή Τοταρέσι, είναι χτισμένο σε υψόμετρο 220 μέτρων, στην κοιλάδα του Λάδωνα. Η αλλαγή της ονομασίας από Τσιάρεσι ή Τοταρέσι σε Λιβαδάκι (εναλλακτικά Λειβαδάκιον ή Λειβαδάκι) έγινε το 1927. Η παλιά ονομασία Τσιάρεσι είναι σλαβικής προέλευσης και προέρχεται από τη ρίζα τσ’ρν’ που σημαίνει μαύρο. Σε κοντινή απόσταση είναι η σημερινή Τριποταμιά, πρώην Μπέλεσι από το μπέλ’ (άσπρο). Χωρίζεται στο Πάνω και το Κάτω Χωριό, όπου βρίσκονται τα περισσότερα σπίτια, καθώς και η αγορά, το δημοτικό σχολείο και το δημοτικό κατάστημα. Στην ανατολική άκρη του Πάνω Χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το νεκροταφείο. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν πολλές ελιές, λόγω του ήπιου κλίματος, του ποταμού Λάδωνα που βρίσκεται κοντά και της γεωλογικής σύστασης του εδάφους. Το κοντινό δάσος της Κάπελης εκχερσώθηκε και τμήματά του παραχωρήθηκαν στους κατοίκους για καλλιέργεια, ασχολία που σήμερα έχει περιοριστεί λόγω της έλλειψης εργατικών χεριών. Το Λιβαδάκι δημιουργήθηκε στο διάστημα από τα μέσα του 18ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα (λίγα χρόνια πριν την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης του 1821).

Λιοδώρα

Η Λιοδώρα είναι χτισμένη στη Δυτική Ηραία, κοντά στις όχθες του ποταμού Λάδωνα, σε καταπράσινη και εύφορη τοποθεσία, σε υψόμετρο 161 μέτρων. Μέχρι το 1927 ονομαζόταν Τσούκα. Η χλωρίδα στην περιοχή της Λιοδώρας είναι αυξημένη και αρκετά πυκνή, λόγω του βιότοπου του Λάδωνα. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την μελισσοκομία. Τα σπίτια του χωριού είναι χτισμένα στον κλασικό γορτυνιακό ρυθμό. Επίσης στο χωριό λειτουργεί παραδοσιακό αποστακτήριο τσίπουρου.

Μαγούλιανα

Τα Μαγούλιανα είναι ορεινό χωριό και ένας από τους ορεινότερους οικισμούς μόνιμης κατοίκησης της Πελοποννήσου σε υψόμετρο 1.250μέτρων. Η ονομασία προέρχεται πιθανότατα από τη σλαβική λέξη «Magila» που σημαίνει λόφος-ύψωμα. Το 1927 μετονομάστηκε σε «Αργυρόκαστρο» όπως και πολλά χωριά εκείνη την περίοδο που είχαν σλαβικά ή λατινικά ονόματα, σύντομα όμως το όνομα αυτό εξέπεσε λόγω αντιδράσεων των κατοίκων.

Μανθυρέα

Η Μανθυρέα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 763 μέτρων, στις υπώρειες του Πάρνωνα, σε κοντινή απόσταση από τη λίμνη Τάκα, η οποία βρίσκεται βορειοδυτικά του χωριού. Η εκκλησία του αγίου Νικολάου, που είναι εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, κατασκευάστηκε από το 1908 ως το 1916 και το εσωτερικό της (ιερό τέμπλο και δάπεδο) ολοκληρώθηκε το 1919. Στην ίδια περιοχή παλιότερα βρισκόταν η παλιά εκκλησία του χωριού, που ήταν βασιλικού ρυθμού και μικρότερη σε μέγεθος. Η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που βρίσκεται στο κοιμητήριο του χωριού, χτίστηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ανακαινίσθηκε το 1708, όπως αυτό συνάγεται από την επιγραφή, που είναι εντοιχισμένη πάνω από την είσοδο της εκκλησίας. Στην περιοχή πρέπει να υπήρχε κάποιος αρχαίος ναός και δομικά υλικά από αυτόν τον ναό χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της εκκλησίας.

Μάραθα

Τα Μάραθα (παλιά ονομάζονταν Βλαχορράφτι) είναι χτισμένα σε καταπράσινη πλαγιά μεταξύ των λόφων Κούνιες, Λακκώματα, Άγιος Γεώργιος. Τα πετρόχτιστα σπίτια του είναι θαυμάσια δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Τα περισσότερα είναι ανακαινισμένα και το χωριό έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Αποτελεί ένα από τα γραφικότερα χωριά της Γορτυνίας. Μέσα στο χωριό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκκλησίες Αγία Τριάδα (ο ενοριακός ναός του χωριού, έργο Λαγκαδινών μαστόρων) και ο Άγιος Δημήτριος καθώς και το λαογραφικό μουσείο που στεγάζεται στο ανακαινισμένο παλιό Δημοτικό σχολείο. Το σύνολο των σπιτιών του αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της Αρκαδικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Μερικά από τα αξιοθέατα του Βλαχορράπτη είναι τα ερείπια του Αρχαίου κεντρικού ομώνυμου οικισμού, η Μεταβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και το Λαογραφικό τοπικό Μουσείο. Οι Λαγκαδινοί μάστορες που έφτιαξαν την Αγία Τριάδα στο Βλαχορράπτη, έφτιαξαν και το μονότοξο γεφύρι του Κούκου στον Αλφειό ποταμό, στη θέση «Τρία αλώνια», που βρίσκεται μόλις 4 χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Το γεφύρι είναι κατασκευασμένο στο πιο στενό βραχώδες πέρασμα και ένωνε τη Γορτυνία με την Ολυμπία σε ένα ιδιαίτερα δύσβατο σημείο, προσφέροντας εύκολη διέλευση στους κατοίκους. Είναι έργο του 1880 και έχει ύψος 34 μέτρα. Η κατασκευή του ήταν μία μηχανική πρόκληση, αφού για να χτιστεί έπρεπε να κρεμαστούν οι μάστορες με δίχτυα πάνω από το ποτάμι. Έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Το χωριό σήμερα αποτελεί πολύ καλή βάση εναλλακτικού τουρισμού, αφού η πρόσβαση στα ποτάμια και φαράγγια της περιοχής (Αλφειό και Λούσιο) είναι ιδιαίτερα εύκολη.

Μοναστηράκι

Το χωριό βρίσκεται χτισμένο στο δυτικό μέρος του βόρειου τμήματος της Αρκαδίας και σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Χαμηλότερα από τον οικισμό και στα δυτικά αυτού ρέει το ρέμα Βολιμοίρη, ενώ στα ανατολικά ρέει το ρέμα Άρση (ή Πατσουριά), στα νοτιοανατολικά έξω από το χωριό συμβάλουν μεταξύ τους. Στο χωριό ήταν χτισμένος ο πύργος του Αλή Φαρμάκη, όπου σήμερα διασώζονται μόνο λείψανα αυτού. Στην περιοχή υπάρχουν τα παραδοσιακά πετρόχτιστα γεφύρια Κρεμμυδούς και Τρανής Βρύσης και Βρυσούλας. Στο Μοναστηράκι υπάρχει τοποθετημένος ανδριάντας του οπλαρχηγού της Επανάστασης του 1821, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Εκκλησίες του χωριού είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου (κτήση 1857), ο Άγιος Ιωάννης και ο Άγιος Νικόλαος.

Νέα Δάφνη

Πάνω στο βουνό απέναντι από τη Νέα Δάφνη είναι η Παλιά Δάφνη ένα χωριό που παλιά πλημμύριζε από κόσμο. Ωστόσο, μετά από ένα σεισμό οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και αποφάσισαν να τα χτίσουν σε πιο χαμηλό υψόμετρο και δίπλα στον ποταμό Λάδωνα, ώστε να υπάρχει και καλύτερη σοδειά στις τοπικές καλλιέργειες. Σιγά σιγά με τα χρόνια η Νέα Δάφνη έγινε πολύ όμορφο χωριό. Παλιότερα, σε όλη τη διαδρομή του χωριού υπήρχαν παντού δάφνες που στόλιζαν το χωριό άλλα δυστυχώς έπρεπε να κοπούν για να φτιαχτεί ο καινούριος δρόμος. Η Νέα Δάφνη με τη σημερινή της μορφή, είναι δημιούργημα των τελευταίων 60 ετών. Λίγο πιο έξω από το χωριό βρίσκεται η γέφυρα Κοκλαμά του ποταμού Λάδωνα που συνδέει τη δυτική περιοχή της Ηραίας και κυρίως την Κάτω Ηραία με την υπόλοιπη Γορτυνία. Κύρια ασχολία των κατοίκων η γεωργία και η κτηνοτροφία. Τοπίο πράσινο με πεύκα, κυπαρίσσια, αυτοφυή φυτά και καλλιέργειες ελαιόδεντρων. Η εκκλησία του χωριού είναι ο Ιερός Ναός του Αγίου Χαραλάμπους και η εκκλησιά της Παλιάς Δάφνης είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου. Κοντά στο χωριό βρίσκεται το γνωστό μοναστήρι της Τίμιας Ζώνης. Αξιοθέατα του χωριού εκτός από το τοπίο, τα τρεχούμενα νερά, τις παραδοσιακές βρύσες όπως και εκείνη της Μπερτσιάς, την οποία την έχτισαν οι Τούρκοι από πέτρα ως αποζημίωση για τον πόλεμο, όπως και την πέτρινη παλιά γέφυρα στη Μπερτσιά την οποία επίσης την έχτισαν οι Τούρκοι για αποζημίωση για τον πόλεμο.

Νεστάνη

Η Νεστάνη είναι χτισμένη αμφιθεατρικά σε μία στενή κοιλάδα στους πρόποδες του Αρτεμίσιου όρους. Αν και δεν έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός θεωρείται πως έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία. Στην αρχή της κοιλάδας βρίσκεται ένας ψηλός λόφος με χαρακτηριστική κορυφή που λέγεται «Γουλάς» που φιλοξενεί το μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπήκοου και το αρχαίο ιερό της Δήμητρας. Στο λόφο γίνεται κάθε χρόνο ο εορτασμός του Αγίου Γεωργίου. Η αρχαία Νεστάνη ήταν κώμη της Αρκαδίας στην περιοχή της Μαντίνειας, χτισμένη πάνω σε μία από τις αρχαίες διόδους επικοινωνίας με την Αργολίδα. Η κώμη, όταν πέρασε από εκεί ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.), ήταν ήδη κατεστραμμένη και ερειπωμένη, σε άγνωστο χρόνο. Όπως μας λέει, μετά τα ερείπια της πόλης υπήρχε ιερό της θεάς Δήμητρας και εκεί γινόταν κάθε χρόνο εορτή προς τιμήν της από τους Μαντινείς. Η αρχαία πόλη έχει ανασκαφεί και η ακρόπολή της βρίσκεται σε χαμηλό λόφο, δίπλα από το σημερινό χωριό Νεστάνη, με θέα στο μικρό οροπέδιο απ’ όπου περνά η σημερινή Εθνική Οδός. Μία καλά διατηρημένη πύλη του τείχους και λείψανα ενός πύργου είναι ό,τι απέμεινε από τις οχυρώσεις του 4ου π.Χ. αι.. Στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης βρίσκεται η κρήνη του Φιλίππου, την οποία πρώτος έχτισε ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β’ το 338 π.Χ., αλλά έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη συνέχεια. Η ακρόπολη της Νεστάνης και τα σωζόμενα σήμερα τείχη της, καθώς κι ο πύργος, είναι πελασγικά. Ο περίβολος του τείχους περικλείει σχεδόν έξι στρέμματα. Κατά διαστήματα η τοιχοποιία διεκόπτετο από άλλους πύργους. Πέντε μεγάλοι ογκόλιθοι στην κορυφή του λόφου μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαϊκού ανακτόρου. Η μικρή πολιτεία υπήρξε μία από τις σημαντικότερες αρκαδικές θέσεις, ακμάζοντας ανάμεσα στον 5ο και τον 3ο αιώνα π.Χ.. Σε μικρή απόσταση από τη Νεστάνη υπήρχε Ιερό της Δήμητρας.

Ορεινή Μελιγού

Η Ορεινή Μελιγού, είναι ένας ορεινός, παραδοσιακός οικισμός και βρίσκεται χτισμένη στην πλαγιά ενός κατάφυτου και καταπράσινου βουνού σε υψόμετρο 616 μέτρων. Το χωριό είναι γεμάτο με παραδοσιακά αρχοντικά, βρύσες, ταβέρνες και εκκλησίες. Η οικία Ευθυμίου έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο επειδή αποτελεί «χαρακτηριστικό δείγμα της παραδοσιακής τοπικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 19ου αιώνα. Δεξιά της θύρας εισόδου σώζει εντοιχισμένη πλάκα με επιγραφή που αναγράφει το έτος 1818». Στο χωριό, υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με το νεκροταφείο και η Παναγία, η οποία εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου. Σε κοντινή απόσταση από το χωριό, υπάρχουν τα ξωκλήσια του Αγίου Σάββα, του Προφήτη Ηλία και της Αγίας Τριάδας, πρώην μονή χτισμένη το 17ο αι. Βορειότερα του χωριού βρίσκονται, στη θέση Σπαθοκομμένο, λείψανα αρχαίου φυλακίου. Στο χωριό λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο εκδηλώσεις και πανηγύρια, με σημαντικότερα της Παναγίας (7 – 8 Σεπτεμβρίου) και της Αγίας Τριάδας.

Ορεινό Κορακοβούνι

Το Ορεινό Κορακοβούνι είναι ένας ορεινός οικισμός, χτισμένος σε υψόμετρο 534 μέτρων χτισμένο αμφιθεατρικά στις πλαγιές ενός βουνού. Είναι κατάφυτο από δέντρα, ενώ διαθέτει και πολλά παραδοσιακά αρχοντικά σπίτια που συνδυάζουν την Τσακώνικη με τη Σπετσιώτικη αρχιτεκτονική. Σημείο κατατεθέν αποτελεί η μαρμάρινη βρύση μαζί με τη μικρή πλατεία και το ναό της Παναγίας, που βρίσκονται στην είσοδο του χωριού. Το χωριό έχει εκκλησίες όπως του Αγίου Δημητρίου (πολιούχος) στην κεντρική πλατεία του χωριού, κτίσμα του 1688, της Παναγίας στην είσοδο του χωριού, που αποτελούσε καθολικό της Μονής Παναγίας Κατακεκρυμμένης, κτίσμα και πάλι του 1688. Διαθέτει επίσης και ξωκλήσια όπως του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην θέση «Κλήμα», των Αγίων Αναργύρων στη θέση «Κλήμα», του Αγίου Γεωργίου (πρώην μονή Ενδύσσενας), του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη θέση «Τσερμπενά» και το προσκυνητάρι του Προφήτη Ηλία, πάνω από το χωριό. Σημαντικό αξιοθέατο αποτελεί και το βυζαντινό, ερειπωμένο Κάστρο της Αρτίκαινας, που βρίσκεται ανατολικότερα του χωριού.

Παλούμπα

Το Παλούμπα είναι χτισμένο στους πρόποδες του βουνού Αγιολιάς, σε υψόμετρο 667 μέτρων. Από εκεί, προς το νότο, τη δύση και το βορρά αρχίζει η κατωφέρεια του εδάφους προς την κοιλάδα του Αλφειού. Έτσι, το χωριό έχει εξαιρετικό ορίζοντα. Από την πλατεία, που είναι σαν ένα μεγάλο μπαλκόνι, αγναντεύει κανείς, πέρα από την καταπράσινη κοιλάδα, αριστερά τις γαλάζιες κορυφογραμμές του Λύκαιου και της Μίνθης και δεξιά το ωραίο δάσος της Κάπελης (Φολόης) και την κομψή κορυφή του Ερύμανθου που το χειμώνα φαντάζει σαν μια λευκή πυραμίδα. Στη μέση, από ένα ευρύ άνοιγμα, το μάτι φθάνει μέχρι τη θάλασσα του Κατάκωλου και πέρα απ’ αυτή, όπου διακρίνεται ο όγκος του κεφαλλονίτικου βουνού Αίνου, με το ηλιοβασίλεμα σε αυτό το τοπίο να είναι εντυπωσιακό. Αξιοθέατα του χωριού είναι:

  • Ο Πύργος της οικογένειας Πλαπούτα, στον οποίο έζησε ο Δημήτρης Πλαπούτας με τη Στεκούλα Κολοκοτρώνη μέχρι το θάνατό του το 1864, θεμελιώθηκε περίπου το 1760. Ο Πύργος αποτελεί σύμβολο για την προεπαναστατική και επαναστατική δράση της Πελοποννήσου, καθώς εκεί πραγματοποιούνταν συναντήσεις του Θ. Κολοκοτρώνη με τον Δ. Πλαπούτα, και άλλων προσωπικοτήτων, για το στρατηγικό σχεδιασμό της Γορτυνιακής και μετέπειτα Πελοποννησιακής Επανάστασης, επιπλέον αργότερα ο Όθων της Ελλάδας επισκεπτόταν συχνά τον γερουσιαστή Δ. Πλαπούτα στον Πύργο του. Το 2014 τα έργα αποκατάστασης του Πύργου εντάχθηκαν σε Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για δημιουργία Μουσείου Στρατηγού Δ. Πλαπούτα και Αγωνιστών, αίθουσας Συνεδρίων και Ιστορικής Βιβλιοθήκης.
  • Ο ιστορικός Ναός του Αγίου Γεωργίου είναι κτίσμα του 1805 και το αξιόλογο τέμπλο του χρονολογείται από την εποχή του Όθωνα. Εκεί πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοξολογία για την έναρξη της Επανάστασης στην περιοχή της Ηραίας, με πρωτοστάτη τον Κόλλια Πλαπούτα και τους δυο γιους του, Δημήτρη Πλαπούτα και Γεωργάκη Πλαπούτα. Ο Μητροπολιτικός Ναός καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά το 2005, χάρις όμως σε πρωτοβουλία του τοπικού συλλόγου και φορέων οι ζημιές αποκαταστάθηκαν.
  • Η Ακρόπολη Λενικού όπου στα νοτιοδυτικά της πλατείας του χωριού σώζονται υπολείμματα της ακρόπολης των Μελαινών, αρχαίας αρκαδικής κώμης. Οι αρχαίες Μελαινές ήταν ένας από τους εννέα δήμους της αρχαίας Ηραίας που ήταν χτισμένοι στη δεξιά παραποτάμια κοιλάδα του Αλφειού. Η ακρόπολη ήταν χτισμένη σε ύψωμα και αποτελούσε το αμυντικό κέντρο της αρχαίας Ηραίας.Ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά» περιγράφει τις αρχαίες Μελαινές ήδη σε παρακμή.
  • Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Λενικού που είναι χτισμένος στην ακρόπολη αρχαίας πόλης και μάλιστα με υλικά αρχαϊκής εποχής. Επίσης ο Άγιος Αθανάσιος θεμελιώθηκε δυτικά της πλατείας του χωριού το 1843, στο παλαιό κοιμητήριο, και ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου θεμελιώθηκε το 1895 στο Παλούμπα και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου.

Παναγία

Είναι χτισμένη στην πλαγιά της τελευταίας κορυφογραμμής του Μαινάλου, σε υψόμετρο 569 μέτρα. Το χωριό έχει πανοραμική θέα και ευρύ ορίζοντα προς τον κάμπο του Αλφειού και όλη την πεδινή Ηλεία, με τα χωριά Παλαιόκαστρο και το Μυκηναϊκό του Νεκροταφείο, Θεισόα και Μάτεσι (Ηλεία), τα βουνά της Ανδρίτσαινας και το Λύκαιο όρος, το ιερό όρος των Αρκάδων. Προς τα δυτικά, όταν υπάρχει καθαρή ατμόσφαιρα, διακρίνεται το Ιόνιο Πέλαγος και οι ορεινοί όγκοι της Ζακύνθου. Το χωριό είναι χτισμένο σε καταπράσινο δασοσκέπαστο λόφο, το λόφο του Προφήτη Ηλία, που κάποτε ήταν γεμάτος αμπέλια. Την παλιότερη ενασχόληση των κατοίκων με την αμπελουργία και την ελαιουργία μαρτυρούν σήμερα τα ερείπια κάποιων ληνών και τριών ελαιοτριβείων (που λειτουργούσαν μέχρι το 1960) με τις μυλόπετρες και τα σκουριασμένα πιεστήρια. Επίσης, στο χωριό υπήρχαν άλλοτε καμίνια, για την κατασκευή κεραμιδιών και ασβεστοκάμινο (κοντά στο εκκλησάκι του Άη-Γιώργη). Παρ’ όλη την εγκατάλειψη μετά την μετανάστευση των νέων στα αστικά κέντρα, η Παναγιά έχει σήμερα καλοδιατηρημένα και φροντισμένα πετρόχτιστα σπίτια με ξύλινα μπαλκόνια και κληματαριές. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η πλακόστρωτη πλατεία και η πέτρινη βρύση. Έχει επίσης πέντε εκκλησίες με σημαντικότερη αυτήν του Αγίου Νικολάου, πετρόχτιστη και λιτή, στην είσοδο του χωριού. Απέναντι της είναι ο Άγιος Γεώργιος, στην άλλη άκρη του χωριού προς το σχολείο, ο Άγιος Αθανάσιος, στην κορυφή τού λόφου, ο Προφήτης Ηλίας, και στον οικισμό της Πέρα Μεριάς (Γκούρη) η Παναγία. Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Νικόλαος ενώ το κεντρικό πανηγύρι συνοδευόμενο από ζωντανή δημοτική μουσική και παραδοσιακές γεύσεις, γίνεται στις 8 Σεπτεμβρίου, στην εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου. Στις 6 Δεκεμβρίου εορτάζει η εκκλησία του Αγίου Νικολάου με θεία λειτουργία και περιφορά της εικόνας. Αξιόλογη είναι η πέτρινη τοξωτή βρύση στο κάτω μέρος της πλατείας, με σκαλιστό κάνταλο, δηλαδή γούρνα για το πότισμα των ζώων. Μια ανάλογης κατασκευής βρύση βρίσκεται κάτω από τον Άγιο Νικόλαο, στη Μούσγα. Αξιόλογο είναι επίσης και το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού το οποίο στεγάζεται σε όμορφο ορθογώνιο κτίριο που άλλωστε λειτουργούσε σαν δημόσιο πλυσταριό, κατασκευασμένο από το Σύλλογο των απανταχού Παναγιωτών. Το πλυσταριό είχε στη δεξιά εσωτερική πλευρά αυλάκι με συνεχές τρεχούμενο νερό και ειδικούς χώρους μπροστά του, τις καταβόστρες, για τη σιδεροστιά και το λεβέτι (καζάνι), με το οποίο οι νοικοκυρές ζέσταιναν νερό για τη μπουγάδα.

Παράλιο Άστρος

Ένα από τα πιο γνωστά καλοκαιρινά θέρετρα της Πελοποννήσου γνωρίζει ταχεία ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια λόγω της κοντινής απόστασης από τα αστικά κέντρα. Διαθέτει ανεπτυγμένες τουριστικές υποδομές για κάθε προτίμηση,  παραλίες χιλιομέτρων με πεντακάθαρα νερά και τη δυνατότητα θαλάσσιων δραστηριοτήτων. Περιοχή επισκέψιμη όλο το χρόνο, ιδανική για Σαββατοκύριακο και τριήμερα. Στο Παράλιο Άστρος λειτουργεί Ναυτικός Ιστιοπλοϊκός Όμιλος, ενώ υπάρχει δυνατότητα εκδρομών στα νησιά του Αργοσαρωνικού και στα χωριά της Κυνουρίας. Ξεχωριστής ομορφιάς το γραφικό φυσικό λιμάνι αλλά και το επονομαζόμενο από τους ντόπιους «Νησί» με την απίστευτη θέα στον Αργολικό Κόλπο. «Νησί» ονομάζεται ένα τμήμα του οικισμού που είναι χτισμένο στις πλαγιές αστεροειδούς υψώματος. Τα σπίτια στο κομμάτι αυτό έχουν διατηρήσει το παραδοσιακό τους χρώμα ενώ στην κορυφή υπάρχει το γνωστό μεσαιωνικό κάστρο του Παραλίου Άστρους. Κάθε καλοκαίρι στο θεατράκι που διαθέτει η κωμόπολη γίνονται πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ πλούσιες είναι και οι αθλητικές δραστηριότητες.

Παρθένι

Το Παρθένι είναι ένα ημιορεινό χωριό κοντά στα σύνορα με την Αργολίδα. Είναι χτισμένο στους πρόποδες του όρους Παρθένιον της Αρκαδίας σε υψόμετρο 850 μέτρων. Μπροστά του απλώνεται ο ομώνυμος κάμπος. Το Παρθένι χαρακτηρίζεται από τα παραδοσιακά, μεγάλα ή μικρά πέτρινα σπίτια και από το σιδηροδρομικό σταθμό με το καφενείο. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία, αμπελουργία και κτηνοτροφία. Το Παρθένι είναι γνωστό για τα αμπέλια του και τα πολύ καλά κρασιά του. Η τοπική παραγωγή συμπληρώνεται από τα μήλα και τα κεράσια που ευνοούνται από τις τοπικές κληματολογικές συνθήκες και τη μορφολογία της περιοχής. Στο χωριό ξεχωρίζει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία είναι διακοσμημένη με σύγχρονες τοιχογραφίες. Στην πλατεία, μέσα από τα αιωνόβια πλατάνια, δεσπόζει το παλιό σχολείο, που λειτουργεί σήμερα σαν Πνευματικό κέντρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ρημαγμένο ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων που βρίσκεται κτισμένο μέσα στον κάμπο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το λαογραφικό μουσείο, όπου κανείς μπορεί να δει πολλά αντικείμενα που δείχνουν τα χνάρια της παράδοσης της περιοχής. Υφαντά, κεντήματα, αγροτικά εργαλεία, κοσμήματα, ενδυμασίες και διακοσμητικά αντικείμενα του σπιτιού. Επίσης υπάρχουν έγγραφα και επιστολές με κείμενα που αφορούν την παράδοση και ιστορία της περιοχής. Ο Σιδηροδρομικός σταθμός Παρθενίου αποτελεί μνημείο νεότερης κληρονομιάς. Ο σταθμός αποτελείται από 3 κτίρια: Λιθόκτιστο ισόγειο σταθμό, ισόγεια αποθήκη και ισόγειο καφενείο. Εξυπηρετούσε την Σιδηροδρομική γραμμή Κορίνθου – Καλαμάτας όσο αυτή ήταν σε λειτουργία (έως το 2010). Πολύ κοντά στο Παρθένι είναι το ύψωμα Μουχλί, ένα παρακλάδι του όρους Παρθένιο. Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρχε εκεί βυζαντινό φρούριο και πόλη στη δυτική και νοτιοδυτική πλευρά του βουνού. Η πόλη ήλεγχε τον δρόμο προς τον Μυστρά και τις άλλες μεγάλες πόλεις της εποχής, αλλά το 1460 ο Μωάμεθ πυρπόλησε και έκαψε την πόλη και το κάστρο. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Σουλτάνος τοποθέτησε φρουρά στην πόλη αλλά με την πάροδο των χρόνων εγκαταλείφθηκε σταδιακά κι ερημώθηκε. Στην περιοχή μπορεί κανείς να δει επίσης και τα ερείπια της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γνωστής ως Παναγίας της Μουχλιώτισσας. Πιθανότερη χρονολογία ανεγέρσεώς της είναι το 1281. Στο Παρθένι βρίσκονται δύο από τις τρεις καταβόθρες του όρους Παρθένιο και το φυσικό αντιπλημμυριακό έργο του Παρθενιώτικου κάμπου και της ευρύτερης περιοχής της Αρκαδίας. Επίσης η σπηλιά και η πηγή Πινίκοβη ή Μπινίκοβη, στους ανατολικούς πρόποδες του Παρθενίου, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αχλαδόκαμπου, απ’ όπου εξέρχονται τα νερά από τις καταβόθρες του βουνού και φτάνουν στο Κιβέρι της Αργολίδος.

Πέρα Βάχλια

Η Πέρα Βάχλια είναι ορεινό χωριό χτισμένη σε μια τοποθεσία με πλούσια βλάστηση και τρεχούμενα νερά, στο Αφροδίσιο Όρος και στην ανατολική πλαγιά της κοιλάδας που ρέει του «Κούκου το ρέμα», το οποίο σε κοντινή απόσταση νοτιοανατολικά του χωριού συμβάλει με τον ποταμό Λάδωνα, ενώ πηγάζει επίσης σε κοντινή απόσταση βόρεια του χωριού, στην περιοχή κάτω από την κορυφή «Γούπατα» σε υψόμετρο περίπου 620 μέτρων. Σε κοντινή απόσταση προς τα βόρεια-βορειοδυτικά (ΒΒΔ) βρίσκεται η Μονή Αγίας Παρασκευής που είναι επισήμως χαρακτηρισμένη ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, και προς τα νοτιοανατολικά (ΝΑ) το Φράγμα Λάδωνα όπου ουσιαστικά αποτελεί τεχνητή λίμνη. Κεντρική εκκλησία της Πέρα Βάχλιας είναι ο Άγιος Βασίλειος, όπου βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του οικισμού και πανηγυρίζει την πρώτη ημέρα του έτους.

Περδικονέρι

Το χωριό είναι χτισμένο σε βουνοπλαγιά σε υψόμετρο 840 μέτρων ανάμεσα στη Λίμνη του Λάδωνα και στα Τρόπαια, με ορίζοντα προς το κάστρο της Άκοβας. Τα σημαντικότερα αξιοθέατα στο Περδικονέρι είναι ο πολιούχος Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου σε ρυθμό Βασιλικής με τον όμορφο και κατάφυτο προαύλιο χώρο και την αίθουσα εκδηλώσεων και η κεντρική πέτρινη πλατεία με το ηρώον του Αγνώστου Στρατιώτη, το συντριβάνι, την πετρόχτιστη βρύση και τον αιωνόβιο πλάτανο. Στο χωριό βρίσκεται το νέο, κλειστό πλέον, σχολείο καθώς και το παλαιό το οποίο αναμένεται να γίνει λαογραφικό μουσείο, στο προαύλιο του οποίου βρίσκεται η παιδική χαρά του χωριού. Άξια θαυμασμού είναι τα ξωκλήσια του Αγίου Νικολάου και του Προφήτη Ηλία, ενώ σε μικρή απόσταση, βρίσκεται το Ενετικό κάστρο της Άκοβας καθώς και η Λίμνη του Λάδωνα.

Πιάνα

Η Πιάνα είναι χτισμένη σε μια πλαγιά της οροσειράς του Μαινάλου σε υψόμετρο 1.080 μέτρων και με ανατολική έκθεση. Η θέση της Πιάνας στο Μαίναλο της προσφέρει άφθονη ηλιοφάνεια. Στην πλατεία της Πιάνας δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που είναι χτισμένη πάνω σε επιβλητικό βράχο στο κέντρο του χωριού. Ο Άγιος Γεώργιος είναι αρχιτεκτονικού ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο και διαθέτει 2 υπέροχα πετρόκτιστα καμπαναριά. Ο κορμός της εκκλησίας είναι από πέτρα και φέρεται να ήταν κάστρο επί τουρκοκρατίας. Σε απόσταση 7 χιλιομέτρων δυτικά της Πιάνας βρίσκεται το ιστορικό Λιμποβίσι. Είναι η πατρίδα των Κολοκοτρωναίων και ο φυσικός χώρος στον οποίο μεγάλωσε κατά τα πρώτα παιδικά χρόνια αλλά και έδρασε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ή Γέρος του Μωριά. Σήμερα στο Λιμποβίσι έχει αναστηλωθεί το σπίτι των Κολοκοτρωναίων που λειτουργεί σα μουσείο. Στο προαύλιο του Λιμποβισίου επίσης υπάρχει το ξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη. Το δεύτερο από τα δύο κολοκοτρωνέικα χωριά και σε μικρή απόσταση από το Λιμποβίσι είναι το ερημωμένο πια Αρκουδόρεμα. Το Αρκουδόρεμα υπήρξε κατοικημένο μέχρι το 1930-31 και διοικητικά μαζί με το Λιμποβίσι ανήκαν στην Πιάνα. Βαθιά μέσα στη ρεματιά σώζονται ερείπια των σπιτιών αυτών μέχρι και σήμερα. Χαρακτηριστική επίσης είναι και αναπαλαιωμένη πέτρινη βρύση του Αρκουδορέματος που βρίσκεται πολύ κοντά στην εκκλησία της Παναγίας του Αρκουδορέματος. Τα νερά από το Αρκουδόρεμα εκβάλλουν στον ποταμό Ελισσώνα ο οποίος διασχίζει τον κάμπο της Πιάνας. Η εκκλησία της Παναγίας του Αρκουδορέματος είναι καμαροσκέπαστη, μονόκογχη βασιλική και χτίστηκε το 1719. Στο εσωτερικό της σώζονται πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του Γεωργίου και του Παναγιώτη Κουλιδά καθώς και σπάνιες επιγραφές οι οποίες βρίσκονται υπό την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Το Αρκουδόρεμα έχει εξίσου μεγάλη ιστορική σημασία με το Λιμποβίσι, αφού λόγω του ανάγλυφου του εδάφους απετέλεσε και αυτό τόπο κατάλληλο για ανασύνταξη των δυνάμεων πριν τις ιστορικές μάχες.

Πραστός

Παλιά πρωτεύουσα Τσακωνιάς. Πλούσια Μεσαιωνική Πόλη. Το χαμένο μεγαλείο του ορεινού χωριού της Τσακωνιάς αποτυπώνεται στο τραγούδι «Πραστέ μου πού ‘ναι οι πύργοι σου, πού ‘ναι η αρχοντιά σου». Βρίσκεται σε υψόμετρο 750 μέτρα, απέχει 20 χιλιόμετρα από το χωριό Άγιος Ανδρέας,  με μία διαδρομή δύσκολη που όμως αποζημιώνει τον επισκέπτη με την ομορφιά που διαθέτει και την ιδιαίτερη τοπική αρχιτεκτονική του. Τα πυργόσπιτα είναι χαρακτηριστικά στο χωριό και σώζονται του Σαραντάρη, του Καλημέρη, του Μερίκα, του Καραμάνου, του Γούνελου, ενώ υπάρχουν υπολείμματα βυζαντινών ναών όπως των Ταξιαρχών, του Αγίου Δημητρίου και της Παναγίας που ήταν η Μητρόπολη. Στο δρόμο προς το χωριό από τον Άγιο Ανδρέα συναντά ο επισκέπτης το μοναστήρι της Αρτοκωστάς ενώ κανείς μπορεί να δει και την παλιά μονή Εγκλειστουρίου (κτίσμα του 1733). Το χωριό γειτνιάζει με το ορεινό Κορακοβούνι, ενώ κοντά είναι και το φαράγγι της Μαζιάς, όπου κανείς μπορεί να δει νερόμυλους και νεροτριβές. Τουριστικές υποδομές δεν υπάρχουν στο χωριό και έτσι ο επισκέπτης πρέπει να βρει κατάλυμα σε άλλα χωριά του Πάρνωνα. Από τον Πραστό καταγόταν ο Μανώλης Δούνιας που πρωτοστάτησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς το 1821. Στο χωριό υπάρχει προτομή του.

Πλατανάκι

Το Πλατανάκι βρίσκεται στις πλαγιές του Πάρνωνα σε υψόμετρο 900 μέτρα, βορειοανατολικά της κορυφής Ψάρι (υψομ. 1.839 μ.). Το χωριό είναι χτισμένο δίπλα σε περιοχή κατάφυτη από έλατα, γνωστή από την αρχαιότητα ως Γλυππία και κατοικείτο από Αχαιούς. Οι κάτοικοί του, οι οποίοι την περίοδο του χειμώνα μετοικούν στο χωριό Βλαχιώτης Λακωνίας, ασχολούνται με τη γεωργία, τη μελισσοκομία και τις οικοδομικές εργασίες. Βορειοανατολικά του χωριού, στην κατεύθυνση προς τον Άγιο Βασίλειο, υπάρχουν ερείπια μεσαιωνικού κάστρου και της ερειπωμένης πλέον Μονής Παλαιοπαναγιάς. Στην ίδια ακριβώς τοποθεσία έχουν βρεθεί θραύσματα αγγείων ενώ στην είσοδο του καθολικού της παλαιάς μονής υπάρχει μέρος αρχαίου αγάλματος. Αξιοθέατα του χωριού είναι η εκκλησία της Παναγίας (Γενέσιο Θεοτόκου) η οποία χρονολογείται στο 19ο αι. και είναι μονόχωρος, καμαροσκέπαστος με τρίπλευρη κόγχη ιερού και τοξωτό κωδωνοστάσιο. Στο εσωτερικό του διατηρεί ξυλόγλυπτο τέμπλο με εικόνες καλής τέχνης μεταβυζαντινών χρόνων καθώς και η πετρόκτιστη τρίκρουνη βρύση του 1889 (ανακαινίσθηκε το 1953) η οποία θεωρείται αξιόλογη κατασκευή με έντονα αρχιτεκτονικά στοιχεία του νεοκλασικισμού και είναι συνδεδεμένη με τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής. Και τα δύο έχουν κηρυχθεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία.

Πλάτανος

Ο Πλάτανος είναι παραδοσιακός οικισμός, χτισμένος στις πλαγιές του Πάρνωνα. Ο οικισμός περιβάλλεται από πολλά πλατάνια εκατοντάδων ετών, εξ ου και η ονομασία του. Δίπλα στο χωριό κυλά παραπόταμος του ποταμού Βρασιάτη. Λόγω του ποταμιού έχουν δημιουργηθεί στο χωριό πολλές δημόσιες βρύσες και αυλάκια στα σοκάκια, ενώ λειτουργεί επίσης και νεροτριβή. Στον Πλάτανο, λόγω των άφθονων νερών του, λειτουργούσαν παλαιότερα νερόμυλοι και νεροπρίονο. Σε λειτουργία είναι ακόμα η νεροτριβή όπου κόσμος έρχεται και πλένει χαλιά, κουβέρτες και πανιά και δίχτυα από ελιές. Το πλύσιμο τους γίνεται με τον παλαιό παραδοσιακό τρόπο μόνο με τη δύναμη του νερού που στροβιλίζει όπως τα παλαιά χρόνια χωρίς τη χρήση απορρυπαντικών. Βγαίνουν από το στροβίλισμα του νερού με μια σιδερένια μαγκούρα μεγέθους 3 μέτρων. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων όπως κεράσια, κάστανα, σύκα, αλλά και ντομάτες και διάφορα κολοκυνθοειδή. Παλαιότερα, μεγάλο κομμάτι του τοπικού πληθυσμού ασχολείτο με την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Στο χωριό υπάρχουν διάφορα κτίρια με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον όπως ο λεγόμενος πύργος του Μοίρα στο νοτιοδυτικό τμήμα (κτίσμα του 18ου αιώνα). Ο κεντρικός ναός είναι αφιερωμένος στην Αγία Άννα και χτίστηκε το 1835 στη θέση παλαιότερης εκκλησίας. Ακόμη, υπάρχουν οι ναοί του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Θεοδώρων, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και του Αγίου Πέτρου και Παύλου. Στα χωράφια του χωριού υπάρχει το παρεκκλήσι της Παναγίας της Σέλας που κάποτε υπαγόταν στη μονή Μαλεβής και είχε καλόγερους. Οι παλαιοί λέγανε ότι βρέθηκε εκεί μια χρυσή σέλα. Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα του χωριού, είναι το λαούτο και το βιολί. Οι οργανοπαίχτες, καλούνταν σε πανηγύρια και γάμους και στα διπλανά χωριά. Το Σάββατο του Λαζάρου οι κάτοικοι πηγαίνουν στο ποτάμι για να μαζέψουν καβούρια επειδή, λένε, ότι βγαίνουν πολλά με το φεγγάρι. Την επόμενη μέρα τα μαγειρεύουν στο τηγάνι με αλεύρι και τα ονομάζουν Ιμάμη. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα φαράγγια Μελίσσι και Λεπίδα, που όμως έχουν νερό από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο.

Πουρναριά

Η Πουρναριά, παλαιότερα γνωστή ως Ποδογορά, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 520 μέτρων, στους πρόποδες του Αφροδίσιου όρους και βρίσκεται στα σύνορα σχεδόν των νομών Αχαΐας – Αρκαδίας. Από το χωριό περνάει ο ποταμός Λάδωνας, που καταλήγει στο υδροηλεκτρικό φράγμα. Σε απόσταση περίπου 5χλμ. βρίσκεται και η τεχνητή λίμνη του Λάδωνα. Η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία, κυρίως αιγοπροβάτων, αφού η περιοχή ευνοεί τέτοιου είδους εργασίες. Το σημερινό όνομα του χωριού προέκυψε από τον τεράστιο αριθμό πουρναριών που ευδοκιμούν στην περιοχή και κυριαρχούν στο τοπίο. Ο κεντρικός ναός είναι η Αγία Τριάδα με 17μ. μήκος και 9μ. πλάτος. Χτίστηκε το 1874 και το 1957 χτίστηκε το καμπαναριό. Η Παναγία, βυζαντινού ρυθμού, από τις παλαιότερες της περιοχής, χτίστηκε πριν την επανάσταση του Ορλώφ. Υπάρχουν και άλλες εκκλησίες στο χωριό όπως η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Νικόλαος. Λαϊκό πανηγύρι γίνεται της Αγίας Τριάδας και στις 22 (παραμονή) και 23 Αυγούστου (της Παναγίας) με παραδοσιακούς χορούς, τραγούδια και εκδηλώσεις και για τη νεολαία (διαγωνισμοί, παιχνίδια, αθλοπαιδιές).

Ροεινό

Το Ροεινό είναι μικρό χωριό στους πρόποδες του όρους Μαίναλο. Το όνομα του χωριού είναι ένας εύηχος αναγραμματισμός της λέξης Ορεινό. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1100 μέτρων πάνω στο Μαίναλο, σε ένα λόφο που τον περικλείουν ψηλότερα βουνά, κατάφυτα κυρίως από έλατα. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Τα σπίτια είναι παραδοσιακά, χτισμένα με πέτρα και ξύλο. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι ξένοι αγοράζουν παλαιά σπίτια ή οικόπεδα και κατασκευάζουν εκεί τις εξοχικές τους κατοικίες. Πολύ κοντά στην πλατεία είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος διαθέτει και ξενώνα για τους προσκυνητές. Ο ναός χτίστηκε το 12ο αιώνα και φιλοξενεί θαυματουργή εικόνα του Αγίου. Δύο ακόμα ναοί, αυτός του Αγίου Δημητρίου, χτισμένος το 13ο αιώνα και της Παναγίας του 16ου αιώνα, μαρτυρούν την πλούσια θρησκευτική ιστορία του Ροεινού. Πράγματι, το Ροεινό είχε μεγάλες σχέσεις τόσο με τα μοναστήρια του Μυστρά, όσο και με τη μεσαιωνική Ταβία, τη σημερινή Δαβιά Αρκαδίας, όπου και άκμασε μία από τις πιο σπουδαίες σχολές αγιογραφίας της Υστεροβυζαντινής περιόδου. Δείγματα αυτής της σχολής υπάρχουν στην εκκλησία της Θεοτόκου.

Σαρακίνι Γορτυνίας

Βρίσκεται πάνω σε δυο λόφους στα 720 μέτρα που του δίνουν θέα προς την περιοχή της Ολυμπίας μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος και τα νησιά Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά. Το χωριό έχει αρκετά τρεχούμενα νερά και πλούσια βλάστηση που με την πάροδο του χρόνου και την μείωση της κτηνοτροφίας έχει αυξηθεί θεαματικά. Γύρω από το χωριό μπορεί κανείς να επισκεφθεί αρκετά εκκλησάκια με κυριότερο αυτό της Αγίας Τριάδος. Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου του 18 αιώνα. Άλλο εκκλησάκι του οικισμού είναι ο Άη Λιάς χτισμένο στην κορυφή του δεξιού λόφου του χωριού με πολύ ωραία θέα στην ευρύτερη περιοχή. Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι επίσης ένα εκκλησάκι χτισμένο στην αρχή του Παππαδορέματος. Εξίσου όμορφο είναι και το εικονοστάσι στο τέλος του χωριού προς τη Λυσσαρέα.

Σέρβου

Το Σέρβου είναι ορεινό χωριό δίπλα στον Αρτοζήνο, το «φαλακρό» βουνό χτισμένο στις πλαγιές του όρους Μαίναλο και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Αρκαδίας. Το υψόμετρο στην πλατεία του χωριού είναι 1.046 μέτρα, ενώ η ονομασία του χωριού οφείλεται στην πρώτη εποίκηση της περιοχής από Σλάβους. Το χωριό έχει παλιά παραδοσιακά πετρόκτιστα σπίτια χτισμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνού. Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται η βρύση «Σουλινάρι» και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που χτίστηκε το 1877. Δίπλα της είναι το λεγόμενο του παπά το λιθάρι. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο τοπικός Τούρκος αγάς επιχείρησε να εισβάλει με το άλογό του μέσα στην εκκλησία, ο παπάς προσευχήθηκε πάνω από την πέτρα και το άλογο έριξε τον αγά κάτω. Το χωριό έχει, ιδιαίτερα από την πλατεία, εξαιρετική θέα στη γύρω περιοχή, με εκτεταμένο ορίζοντα. Διακρίνονται τα γειτονικά χωριά Λυκούρεσης και Ψάρι όπως επίσης και η Ανδρίτσαινα στα νότια. Στο βάθος, προς την Ηλεία, η θάλασσα. Ξεχωρίζει η πετρόχτιστη εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (1872) στο πάνω χωριό με χαρακτηριστικό οκταγωνικό τρούλο, όμορφο τέμπλο και περίτεχνο πέτρινο μωσαϊκό. Όμορφη είναι επίσης η αρκετά νεότερη εκκλησία – μητροπολιτικός ναός του χωριού – της Παναγίας, στην πλατεία του χωριού, με το επιβλητικό πέτρινο καμπαναριό. Αξιοθαύμαστος είναι και ο ναός Αγίας Παρασκευής με την Τρανή Βρύση σε πολύ ωραίο σημείο. Ο Άγιος Αθανάσιος επίσης είναι ένα ξωκλήσι λίγο πιο έξω από το χωριό πάνω στο δρόμο προς Λυκούρεση. Ένα ακόμα όμορφο ξωκλήσι είναι του Αγίου Ανδρέα λίγο πιο πάνω από το χωριό, σε σημείο με θέα.

Σίταινα

Η Σίταινα είναι ένα ορεινό χωριό του νομού Αρκαδίας, χτισμένο αμφιθεατρικά στις πλαγιές του Πάρνωνα σε υψόμετρο 700 μέτρων, κοντά στην ψηλότερη κορυφή του, τη Μεγάλη Τούρλα (1934 μ.). Η Σίταινα είναι ένα Τσακωνοχώρι στο οποίο, μαζί με τα κοντινά χωριά Πραστός και Καστάνιτσα, ομιλείται ακόμα η Τσακωνική διάλεκτος από τους γηραιότερους. Το χωριό είναι γεμάτα με έλατα και διάφορα δέντρα, ενώ, όπως και τα άλλα Τσακωνοχώρια, έχει πολλά αρχοντικά – πυργόσπιτα, δείγματα της Τσακώνικης αρχιτεκτονικής. Η Σίταινα έχει δύο εκκλησίες τους Ταξιάρχες και τον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο. Κοντά στην κορυφή του Πάρνωνα, υπάρχει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Κοντά στο χωριό υπάρχει η οχυρωμένη εκκλησία της Παναγίας Ζαγγόλης. Σε αυτό το σπήλαιο κατέφυγαν οι κάτοικοι της Σίταινας, μετά την καταστροφή του από τον Ιμπραήμ. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα φαράγγια του Λούλουγγα, της Κουτουπούς, της Ζαρμπάνιτσας και της Μαζιάς, στα οποία πραγματοποιείται πεζοπορία και ορειβασίας.

Στεμνίτσα

Η Στεμνίτσα είναι ορεινό χωριό της Γορτυνίας χτισμένη στο Μαίναλο και σε ύψος 1083 μέτρων, και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Η Στεμνίτσα αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό καθ’ όλη την διάρκεια του έτους. Στη Στεμνίτσα λειτουργούν αρκετοί παραδοσιακοί ξενώνες και πολυτελές ξενοδοχείο. Ορισμένα από τα αξιοθέατα της περιοχής είναι:

  • Ο ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο της Στεμνίτσας που περιέχει αυθεντικές τοιχογραφίες του Φώτη Κόντογλου.
  • Η Παναγία η Μπαφέρω (12ος αιώνας), μονόκλιτη βασιλική με ημικυλινδρικό θόλο, με στοά στη βόρεια πλευρά που αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη (1910).
  • Το Λαογραφικό μουσείο της Στεμνίτσας.
  • Η Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας.
  • Από την πλατεία της Στεμνίτσας ξεκινά το Menalon Trail, το πρώτο πιστοποιημένο με Ευρωπαϊκές προδιαγραφές (LQT) μονοπάτι στην Ελλάδα και το δέκατο στην Ευρώπη, εγκαινιάστηκε την 31/5/2015 από την European Ramblers’ Association, την Πανευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Πεζοπόρων η οποία εκπροσωπεί 55 ομοσπονδίες από 34 χώρες και συνολικά 3.000.000 πεζοπόρους. Το μονοπάτι αυτό μήκους 75 χιλιομέτρων διασχίζει την χαράδρα του Λούσιου, περνά από την Ιερά Μονή Προδρόμου, την παλιά και νέα Ιερά Μονή Φιλοσόφου, το μουσείο υδροκίνησης, τη Δημητσάνα, το Ζυγοβίστι, την Ελάτη, το φαράγγι Μυλάοντα, τη Βυτίνα, τη Νυμφασία, την Ιερά Μονή Κερνίτσας, τα Μαγούλιανα, το Βαλτεσινίκο, τα Λαγκάδια και συγκεντρώνει πεζοπόρους από όλον τον κόσμο.
  • Το φαράγγι του Λούσιου.
  • Τα μοναστήρια του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ενός από τα πιο σημαντικά μοναστήρια της Πελοποννήσου, την Ιερά Μονή Παναγίας Φιλοσόφου και την Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής (15ος αιώνας).
  • Η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής του 15ου αιώνα, η οποία είναι χτισμένη σε ένα βραχώδη λόφο. Στο διώροφο κελί της Μονής που σώζεται μέχρι σήμερα, ήταν η έδρα της Α’ Πελοποννησιακής Γερουσίας από το Μάιο μέχρι τον Ιούνιο του 1821. Στη μονή σώζεται επίσης και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος είναι σταυροειδής με τρούλο και εικάζεται ότι χτίστηκε γύρω στο 1443.
  • Το ελατοδάσος του Μαινάλου και το χιονοδρομικό του κέντρο.

Στενό

Το Στενό είναι ένα όμορφο και πράσινο χωριό της Μαντινείας. Είναι χτισμένο στους πρόποδες του όρους Κτενιάς στην είσοδο του λεκανοπέδιου της Μαντινείας. Είναι κεφαλοχώρι της ευρύτερης περιοχής από παλιά. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και κτηνοτροφία. Η περιοχή είναι κατάφυτη και περιέχει πολλές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Τα σπουδαιότερα αγροτικά προϊόντα είναι πατάτες, σκόρδα, κηπουρικά και οπωρικά. Η ευρύτερη περιοχή είναι φημισμένη για το εξαιρετικό κρασί που παράγει. Στην ωραία διαμορφωμένη πλατεία του χωριού, δίπλα στο δρόμο για την Τρίπολη, είναι η ενοριακή εκκλησία. Κοντά υπάρχουν καφενεία και ταβέρνες. Στη γύρω περιοχή υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου Μουχλίου και η Μονή Βαρσών, παλαιό βυζαντινό μοναστήρι.

Τρόπαια

Τα Τρόπαια είναι ορεινό χωριό της Γορτυνίας (παλαιότερο όνομα Βερβίτσα) χτισμένα στις βορειοδυτικές πλαγιές του Μαινάλου σε υψόμετρο 747 μέτρων. Η παλιά ονομασία (Βερβίτσα) πιθανόν προέρχεται από τη σλαβική λέξη βέρμπα = ιτιά (βερμπίτσα > βερβίτσα), που σημαίνει περιοχή, όπου ευδοκιμούν οι ιτιές. Ο σύγχρονος οικισμός χτίστηκε μετά το 1449. Σήμερα αποτελούν κεφαλοχώρι της περιοχής. Από τα αξιοσημείωτα κτίρια του χωριού είναι το πετρόκτιστο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, χτισμένη το 1887, και η μητρόπολη της Κοίμησης της Θεοτόκου. Από το υπαίθριο πέτρινο θέατρο της Κουκούλας, που αποτελεί ένα πραγματικό στολίδι με τον μοναδικό του σχεδιασμό, μπορεί κάποιος να απολαύσει τη θέα του χωριού από ψηλά. Σε μικρή απόσταση από τα Τρόπαια βρίσκεται η τεχνητή λίμνη και το φράγμα του Λάδωνα.

Τυρός

Ο Τυρός (Τσακωνικά: Τερέ) είναι μία από τις παλαιότερες ναυτικές πολιτείες της Πελοποννήσου και ανήκει στην περιοχή της ιστορικής Τσακωνιάς όπου ακόμη ομιλείται η Τσακωνική διάλεκτος και χορεύεται ο παραδοσιακός τσακώνικος χορός. Βρίσκεται στο μέσο της Κυνουρίας, ανάμεσα στις υπώρειες του Πάρνωνα και τις ακτές του Μυρτώου πελάγους. Στον Τυρό από το 1860 έως το 1939 λειτουργούσαν μεταλλεία παραγωγής βαρύτη στο ακρωτήριο Τρίκερι βορειοανατολικά της κωμόπολης. Στην περιοχή του Τυρού βρίσκονται και τα γεωλογικά στρώματα Τυρού, της ζώνης Τρίπολης που, σύμφωνα με γεωλόγους του Πανεπιστημίου Πατρών, απαντάται μόνο στην περιοχή. Πρόκειται για ένα πολύ σκληρό πέτρωμα μπλε και πράσινης απόχρωσης, το οποίο οι ντόπιοι το ονομάζουν «Γερανιά». Κύριες ασχολίες των κατοίκων είναι ο τουρισμός, η εμπορική ναυτιλία και η αλιεία. Διαθέτει σύγχρονη τουριστική υποδομή και στα 18 χλμ. ακτογραμμής του πολλές οργανωμένες παραλίες όπως η παραλία Τηγάνι και η παραλία Κρυονερίου. Στο λιμάνι του Τυρού βρίσκουν καταφύγιο οι ψαρόβαρκες της περιοχής αλλά και τουριστικά σκάφη κάθε είδους. Στις αρχές του 2016 άλλαξε μορφή μετά από μια σειρά από εργασίες που εκτελέστηκαν όπως η επέκταση του μώλου, η κατασκευή παραλιακών κρηπιδωμάτων και ράμπας σκαφών αλλά και η λιθόστρωση της παραλιακής ζώνης. Στον Τυρό κάθε Πάσχα θα δείτε μερικά από τα πιο όμορφα Πασχαλινά Έθιμα της Ελλάδας. Τη Μεγάλη Παρασκευή γίνεται η περιφορά των επιταφίων στην παραλιακή οδό της κωμόπολης με τη συνοδεία των ψαροκάικων, το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ την ώρα της Ανάστασης γίνεται το κάψιμο του Ιούδα μέσα στη θάλασσα πάνω σε πλωτή εξέδρα από τους Τσάκωνες μπουρλοτιέρηδες που το συνοδεύουν με δυναμίτες και βεγγαλικά. Χιλιάδες κεριά που ρίχνουν τα μικρά παιδιά μέσα στη θάλασσα νωρίς του Μεγάλου Σαββάτου συμβολίζουν τις ψυχές των χαμένων Τσακώνων ναυτικών και ψαράδων. Την Κυριακή του Πάσχα γίνεται το τσακωνικό γλέντι στην κεντρική πλατεία, με την ανάγνωση του Ευαγγελίου στην τσακωνική διάλεκτο. Στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, στις 6 Αυγούστου, κάθε χρόνο, κοντά στην ομώνυμη εκκλησία και δίπλα στο λιμάνι του Τυρού γίνεται μεγάλη εμποροπανήγυρη. Στο οροπέδιο Παλαιόχωρα του Τυρού, σε υψόμετρο 690 μέτρων, βρίσκεται το σπηλαιοβάραθρο Δέρσιος γνωστό από την αρχαιότητα το οποίο τα τελευταία χρόνια εξερευνάται από ξένους και Έλληνες σπηλαιολόγους.

Χρυσοχώρι

Το Χρυσοχώρι (παλαιότερη ονομασία Βλάχοι) είναι χτισμένο σε ημιορεινή περιοχή στα δυτικά της Ηραίας πάνω στην παραποτάμια κοιλάδα του ποταμού Λάδωνα. Στο Χρυσοχώρι βρίσκεται και το τελείωμα του εξωτικού φαραγγιού της Γκούρας που ξεκινά από του Σέρβου. Αν και σε χαμηλό υψόμετρο (143 μέτρα), προσφέρει σημεία με όμορφη θέα στο γύρω καταπράσινο κάμπο. Η περιοχή είναι αρκετά εύφορη και γόνιμη λόγω του ποταμού Λάδωνα. Στην άκρη του χωριού σε όμορφα διαμορφωμένο χώρο βρίσκεται το παλιό Δημοτικό Σχολείο και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Λίγο πιο έξω από το χωριό βρίσκεται η γέφυρα «Κοκλαμά» του ποταμού Λάδωνα που συνδέει τη δυτική περιοχή της Ηραίας και κυρίως την Κάτω Ηραία με την υπόλοιπη Γορτυνία.

Ψάρι Τρικολώνων

Το Ψάρι βρίσκεται σε υψόμετρο 750 μέτρων περίπου. Είναι παραδοσιακός οικισμός με πετρόχτιστα σπίτια στις παρυφές του όρους Μαινάλου στην καρδιά της ορεινής Αρκαδίας. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το χωριό γιορτάζει κάθε χρόνο ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ κατά τη διάρκεια του Δεκαπενταύγουστου πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το κλίμα είναι ορεινό με κρύους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια. Το χωριό βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων κατοικούνταν από την ύστερη αρχαιότητα σε σημείο που βρίσκεται βορειοανατολικά του σημερινού οικισμού. Το αρχικό του όνομα ήταν Παρώρεια. Εικάζεται ότι εκείνη την εποχή στο χωριό κατοικούσε εκτροφέας αλόγων τα οποία έφεραν ψαρί χρώμα. Ο Γέρος του Μωριά συνήθιζε να επισκέπτεται την Βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που υπάρχει στο χωριό, αφού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε υπάρξει μητροπολιτικός ναός. Σε μια επίσκεψη του, προδόθηκε η παρουσία του στους Τούρκους από τους μοναχούς της Μονής Αγίου Ιωάννου που υπήρχε λίγο έξω από το χωριό με αποτέλεσμα να φυγαδευτεί από τους κατοίκους την τελευταία στιγμή. Αργότερα γύρισε στο χωριό και έκαψε το μοναστήρι ως εκδίκηση για την προδοσία των καλόγερων. Σήμερα υπάρχουν ορατά τα ερείπια του μοναστηριού πάνω σε ένα λόφο στη θέση Παλαμαρόβρυση. Αξίζει να επισκεφθείτε το Μουσείο Δημοτικής Εκπαίδευσης  στο παλαιό σχολείο του χωριού, τον πολυχώρο Αρκαδιανή όπου λειτουργεί εστιατόριο παραδοσιακών φαγητών, εργαστήριο παραδοσιακών γλυκών και ένα μικρό μουσείο, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (κτίσμα του 13ου αιώνα), τους παραδοσιακούς και ιστορικούς οικισμούς της γύρω περιοχής κ.α.

Πηγή πληροφοριών: Δήμος Βόρειας Κυνουρίας, Βικιπαίδεια

Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register