Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Λήμνος χωριά

Χωριά στη Λήμνο

Χωριά στη Λήμνο

Τα ελκυστικά χωριά της Λήμνου είναι από τα κύρια αξιοθέατα και θέλγητρα του νησιού. Διατηρούν το παραδοσιακό χρώμα και τη δική τους ατμόσφαιρα. Τα περισσότερα χωριά είναι γεμάτα γραφικά, παραδοσιακά σπίτια με κεραμοσκεπές και χρωματιστούς ή λευκούς τοίχους.

Άγιος Δημήτριος

Το χωριό δημιουργήθηκε μετά το 1922 από Μικρασιάτες πρόσφυγες, από το Ρεΐζντερε της Ερυθραίας. Παλιότερα σε αυτή την θέση υπήρχε ένα μικρό τουρκοχώρι, τα Λέρα. Οι Λεριανοί διέσωσαν τον εξής θρύλο σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του χωριού τους. Κάποτε δυο αδέλφια κληρονόμησαν τη Λήμνο από τον άρχοντα πατέρα τους κι αποφάσισαν να μοιράσουν το νησί, με σύνορο το σημείο που θα συναντιόντουσαν, ξεκινώντας μόλις λαλούσαν οι πετεινοί, ο ένας από την Πλάκα κι ο άλλος από το Κάστρο. Όμως, εκείνος που ξεκίνησε από την Πλάκα έφυγε πιο νωρίς και κάλυψε μεγαλύτερη διαδρομή. Μόλις συναντήθηκαν, ο αδελφός του κατάλαβε την κατεργαριά και τον αποκάλεσε «λέρα». Έτσι το σημείο συνάντησης απέκτησε την ονομασία Λέρα. Το 1947 οι κάτοικοι το μετονόμασαν σε Άγιο Δημήτριο προς τιμή της πολιούχου εκκλησίας της χαμένης τους πατρίδας.

Ατσική

Το όνομα του χωριού αποδίδεται σε παραλλαγή της αρχαία ονομασίας Αττική, μαρτυρώντας την ύπαρξη αρχαίου οικισμού εκεί. Μια άλλη άποψη, πως το όνομα προήλθε από το τουρκικό «ατσίκ: ανοικτός (τόπος)» λόγω της μεγάλης πεδιάδας που την περιβάλλει, δεν φαίνεται να ευσταθεί, αφού το τοπωνύμιο αναφέρεται ήδη από το 13ο αιώνα, πολύ πριν οι Τούρκοι έρθουν στη Λήμνο. Από την Ατσική κατάγονται σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Ο σημαντικός λιθογλύπτης Ιωάννης Φωτιάδης που ήλθε από την Μικρά Ασία. Ο διάσημος βυζαντινολόγος Παναγιώτης Χαρανής ή Peter Charanis (1908-86) που υπήρξε ο πρύτανης των βυζαντινών σπουδών στις ΗΠΑ. Ο ακάματος ιστοριοδίφης της παλαιάς σχολής και φιλόλογος Τάσος Καψιδέλης (1913-87) που συνέγραψε τέσσερα σημαντικά ιστορικά βιβλία για τη Λήμνο. Ο ιατρός Σταύρος Τραγάρας, ζωγράφος, ποιητής και ψυχή του Συλλόγου Ατσικιωτών της Αθήνας με αξιόλογες πρωτοβουλίες, όπως την έκδοση της εφημερίδας «Η Φωνή της Ατσικής», τη διοργάνωση θεματικών ημερίδων για τους Ατσικιώτες λόγιους και πετράδες, για το βαμβάκι. Ο Γεώργιος Τσιμουρής, καθηγητής κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με μελέτες για την μετακίνηση των πληθυσμών της Μικρασίας στα χωριά της Λήμνου, τα ήθη και τα έθιμα τους. Στην Ατσική βρίσκεται ο Ναός Αγίου Γεωργίου με λιθόγλυπτο καμπαναριό, αλλά και η παραλία του Αγίου Ερμολάου (Αγιαρμόλα) με σπάνια πετρώματα.

Βάρος

Το τοπωνύμιο αναφέρεται από το 15ο αιώνα και είναι άγνωστης προέλευσης. Παλαιότερα το χωριό βρισκόταν πεντακόσια μέτρα νοτιοδυτικά από τη σημερινή θέση, στην πλαγιά του λόφου «Στ’βανός» αντίκρυ στον κόλπο του Μούδρου, εκεί που σήμερα είναι ο οικισμός Ανεμόεσσα. Λόγω του κινδύνου των πειρατών, οι κάτοικοι το μετέφεραν στην κοιλάδα μεταξύ των λόφων Πλαγιά και Λαγκάδα. Πάνω από το χωριό βρίσκεται το ύψωμα «Δεσπότης», που κατά πάσα πιθανότητα οφείλει το όνομά του στο διοικητή του νησιού, ο οποίος έφερε τον τίτλο «Δεσπότης της Λήμνου» στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και από το λόφο έλεγχε την θέση της εξόρυξης της λημνίας γης. Εκεί υπάρχει κατάλοιπο ηφαιστειακού κρατήρα, που ταυτίζεται με το ηφαίστειο Μόσυχλος των αρχαίων πηγών. Στην περιοχή έχει βρεθεί κι ένα απολιθωμένο δέντρο.

Δάφνη

Το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Σβέρδια. Η αρχική ονομασία του χωριού φαίνεται να σχετίζεται με τη μεσαιωνική λέξη συββεργίδια, δηλαδή πολλές βέργες (λυγαριές). Το τοπωνύμιο Σεβεργίδια, το οποίο αναφέρεται σε αγιορείτικα χρυσόβουλα που βρέθηκαν στο κοντινό μετόχι Χάρακας, ενισχύει την ως άνω άποψη.Το 1956 το χωριό μετονομάστηκε σε Δάφνη, από μια μεγάλη πικροδάφνη που δεσπόζει στην περιοχή, επειδή το Σβέρδια θεωρήθηκε κακόηχο και ξενικό. Το 1858 επισκέφτηκε το χωριό ο Conze και το σημείωσε στο χάρτη του ως Swerdia. Σχεδίασε ένα αρχαίο ανάγλυφο που υπήρχε εντοιχισμένο στο μικρό ναό του Αγίου Δημητρίου, το οποίο του υπέδειξε ο ιερέας. Ο ναός αυτός, που ήταν παλαιός, σήμερα καλείται Άγιος Δημήτριος Χουχλού. Την εποχή εκείνη χτιζόταν ο ναός των Αγίων Αναργύρων, ο οποίος αποπερατώθηκε το 1872. Έχει όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Αναφέρεται πως τους λίθους για την ανέγερσή του έφεραν από τη Μάλτα σβερδιανοί ναυτικοί και οι κάτοικοι τους μετέφεραν από την ακτή με υποζύγια.

Θάνος

Το Θάνος πήρε το όνομα του από κάποιον πλούσιο γαιοκτήμονα, ονόματι Αθανάσιο, που καταγόταν από το χωριό Θάνα της Αρκαδίας. Αρχικά το χωριό βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, αλλά οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς την ενδοχώρα λόγω του φόβου της πειρατείας. Ο ναός του χωριού, η Αγία Παρασκευή, τρίκλιτος, ρυθμού βασιλικής, χτίστηκε με δαπάνες της κοινότητας το 1890 στη θέση παλαιότερου, μέλη του οποίου έχουν ενσωματωθεί στην τοιχοποιία του. Τα πέντε τόξα του εξωνάρθηκα στηρίζονται σε μονολιθικούς κίονες. Η παραλία του Θάνους, με τους παράξενους βραχώδεις σχηματισμούς που περιβάλλουν τη μεγάλη αμμουδιά, είναι μια από τις όμορφες παραλίες της Λήμνου.

Καλλιθέα

Βρίσκεται στο κέντρο περίπου του νησιού και το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Σαρπί. Η Καλλιθέα είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά ενός χαμηλού λόφου σε απόσταση περίπου 800 μέτρων από τον κόλπο του Μούδρου. Η τοποθεσία παρέχει πανοραμική θέα. Λόγω αυτής της θέσης, το 1955 μετονομάστηκε σε «Καλλιθέα», μιας και το προηγούμενο όνομα θεωρήθηκε τουρκογενές. Όμως, το Σαρπίν αναφέρεται σε απογραφικό έγγραφο της μονής Μεγίστης Λαύρας από το 1361. Συνεπώς, το τοπωνύμιο δεν μπορεί να έχει τουρκική προέλευση. Αντιθέτως, έχει πανάρχαια προέλευση και ίσως είναι ένα από τα λίγα μυκηναϊκά τοπωνύμια που επιβίωσαν στη Λήμνο. Συγκεκριμένα, σε μυκηναϊκές επιγραφές αναφέρεται η λέξη «sa-pi-de: κουτί», από την οποία προήλθαν οι αρχαίες λέξεις «σαρπίς (η)» και «σάρπος (η): κιβωτός» και κατ’ επέκταση: «ξύλινη οικία». Παλιότερα το χωριό ήταν χτισμένο ανατολικότερα, στον όρμο «Άγιος Γεώργιος», αλλά οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν εξαιτίας αφενός των πειρατικών κινδύνων κι αφετέρου του βαλτώδους εδάφους. Το 1868 λειτούργησε στο χωριό η «Παλαιολογική Σχολή Σαρπίου», η πρώτη αλληλοδιδακτική σχολή στο νησί, εκτός της πρωτεύουσας. Το 1868 χτίστηκε εκ βάθρων ο ναός του Αγίου Γεωργίου με «τη συνδρομή των ευσεβών κατοίκων». Είναι ρυθμού βασιλικής και στο εσωτερικό του ξεχωρίζουν τα καφασωτά στο γυναικωνίτη, οι αγιογραφίες του Παύλου Θωμά (1870), του Ευστρατίου Ιμβρίου και του Γρηγορίου Παπαμαλή (1918-23).

Καλλιόπη

Η ίδρυση του χωριού χρονολογείται περίπου το 1200, όταν είχε αρχίσει η περίοδος παρακμής της Ηφαιστίας. Εκείνη την εποχή μετοίκησε από την Ηφαιστία η ιδρύτρια του χωριού, η πλούσια Καλλιόπη ή Καλλή, η οποία είχε αγρόκτημα στην περιοχή. Κατά μία εκδοχή η Κάλλη διώχτηκε από την Ηφαιστία λόγω της απρεπούς διαγωγής της. Στο κοιμητήριο του χωριού σώζεται μια μαρμάρινη σαρκοφάγος που έχει έναν χαραγμένο σταυρό και φέρει τη φράση «Ενθάδε κείται η δούλη του Θεού Καλλή». Ο κόλπος Κέρος είναι η παραλία του χωριού. Ο κόλπος εκτείνεται περίπου τρία χιλιόμετρα και υπήρξε σημαντικό λιμάνι μέχρι τα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια. Πήρε το όνομά του λόγω του σχήματός του, το οποίο μοιάζει με κέρατο. Από την Καλλιόπη καταγόταν ο θαλασσομάχος του 1821 Γεώργιος Καπετανάκης. Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος, προς τιμή του οποίου χτίστηκε το 1869 ένας ναός ρυθμού βασιλικής χωρίς τρούλο. Κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου Γεωργίου λαμβάνουν χώρα παραδοσιακές ιπποδρομίες. Η διαδρομή που καλύπτουν οι αναβάτες είναι περίπου τρία χιλιόμετρα και εκτείνεται από το εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου κοντά στην παραλία του Κέρους ως την είσοδο του χωριού. Ακολουθεί βράβευση του νικητή και χοροεσπερίδα με παραδοσιακούς χορούς και άφθονο φαγητό και κρασί. Το έθιμο διεξάγεται τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα. Κοντά στο χωριό υπάρχει η Χορταρόλιμνη, ένας από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους του νομού Λέσβου. Είναι ενταγμένη στο δίκτυο NATURA και προστατεύεται από περιβαλλοντικές συνθήκες. Από το 2001 στο χωριό εδρεύει Κέντρο Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης, που στεγάζεται στο κτίριο του δημοτικού σχολείου, με σκοπό την προστασία και την ανάδειξη του φυσικού πλούτου της περιοχής. Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να ενημερωθεί και να ευαισθητοποιηθεί σε περιβαλλοντικά θέματα. Στο χωριό ακόμη μπορεί κανείς να επισκεφτεί τον Παλαιοχριστιανικό τάφο στο νεκροταφείο της Αγίας Άννας.

Καμίνια

Σύμφωνα με την παράδοση το χωριό αρχικά βρισκόταν στη παραλία του Βρόσκοπου, όπου έχουν βρεθεί βυζαντινά νεκροταφεία. Το όνομα του χωριού προήλθε από την ύπαρξη καμινίων, στα οποία είτε κατασκευαζόντουσαν πήλινα αγγεία, είτε έλιωναν μέταλλο. Κατά τη δεκαετία του 1920-30 ξεκίνησαν οι ανασκαφές που αποκάλυψαν την προϊστορική πόλη Πολιόχνη. Στην περιοχή των Καμινίων υπάρχουν πολλά αξιοθέατα ιδιαίτερης σημασίας. Εκεί μπορεί να επισκεφτεί κανείς λαξευτούς πελασγικούς τάφους, την « Στήλη των Καμινίων», αλλά και τον Ιερό ναό Κοίμηση της Θεοτόκου, ο οποίος χτίστηκε το 1852, την Παλιά Βρύση και την εντοιχισμένη τουρκική επιγραφή, την Προτομή του συγγραφέα Αργυρίου Μοσχίδη (ιστορικού της Λήμνου), τη λιθόστρωτη πλατεία. Στα Καμίνια υπάρχουν πολλά παλιά ξωκλήσια. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Αλέξανδρος Σώκαστρου (1930), ο Άγιος Αλέξανδρος Αγκώνα (1911), ο Άγιος Αλέξανδρος Μερπιά (πριν το 1900), η Αγ. Βαρβάρα (πριν το 1917), ο Άγιος Βλάσης (πριν το 1900), ο Άγιος Γεώργιος Βρόσκοπου, ο Άγιος Γεώργιος λιμανιού (1882), Άγιος Γιάννης Μεσαράχης (1873), Άγιος Γιάννης Καμινιώτης (1881), Άγιος Δημήτριος (1884), ο Άγιος Νικόλαος (1861), η Κάτω Παναγιά (1916), η Αγία Παρασκευή (πριν το 1900), η Αγία Πελαγία (1878), ο Άγιος Στράτης (1899). Πολύ όμορφες παραλίες της περιοχής είναι τα Ξεσπάσματα, ο Μόλος, ο Κοκκινόβραχος / Αγία Τριάδα.

Καρπάσι

Σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση παλαιότερα το χωριό βρισκόταν στην πεδιάδα στην οποία σήμερα εκτείνεται το αεροδρόμιο και συγκεκριμένα στη θέση Τροχαλόμανδρα, όπου έχουν βρεθεί χαλάσματα και ερείπια σπιτιών. Όμως, οι πειρατικές επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους να μεταφερθούν στο χαμηλό ύψωμα Καρπάς στα ανατολικά του μεγάλου κάμπου της κεντρικής Λήμνου. Για την προέλευση του τοπωνυμίου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Κατά μια εκδοχή η ονομασία του λόφου και στη συνέχεια του χωριού προήλθε από το τουρκικό «karabas: μαύρο κεφάλι», κατά μια δεύτερη από το «kalpak: καλπάκι, σκούφος ηγούμενου» ενώ μία τρίτη συνδέει το τοπωνύμιο με το φυτό «κάρπασον: είδος λιναριού ή μπαμπάκι», το οποίο αφθονούσε εκεί.

Κασπακάς

Το όνομα του χωριού προήλθε από τον βυζαντινό ναύαρχο Κάσπακα, ο οποίος έζησε επί Αλεξίου Α’ Κομνηνού(1081-1118). Το 1918 το χωριό συγκρότησε αυτόνομη κοινότητα, στην οποία από το 1981 καταγράφονται ως ξεχωριστοί οικισμοί ο Άγιος Ιωάννης και η Γάλη. Ο Άγιος Ιωάννης με την αμμώδη παραλία και τα παράξενα βράχια, τα Μετέωρα του Κάσπακα, παρουσιάζει έντονη τουριστική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Στο λοφίσκο «Πολιόχνη», κοντά στον Αϊ-Γιάννη, έχει εντοπιστεί προϊστορική θέση. Ως θέση με αρχαιολογικό ενδιαφέρον είχε υποδείξει την περιοχή ο παπα-Αγγελής Μιχέλης ήδη από το 1934.

Κατάλακκος

Το όνομα του χωριού οφείλεται στη θέση που είναι κτισμένο, στο βάθος μιας ρεματιάς (λάκκου). Είναι τόσο καλά κρυμμένο ώστε ο επισκέπτης δεν το αντικρίζει παρά μόνο όταν φθάσει στο χείλος του υπερκείμενου υψώματος.Πριν μετοικήσουν εδώ για λόγους προστασίας από την πειρατεία, πολλοί κάτοικοι ζούσαν στη βορινή ακτή του νησιού, στο Γομάτι(περιοχή με εκτεταμένη αμμουδιά και μεσαιωνικά κατάλοιπα). Ο ναός του χωριού, ο Άγιος Μόδεστος, χτίστηκε το 1856 με δαπάνη και εργασία των κατοίκων. Έχει απλή δίρριχτη στέγη και στο εσωτερικό του δεσπόζουν τα πολύχρωμα ξυλόγλυπτα θωράκια, έργα των αρχών του 20ού αιώνα. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται οι Αμμοθίνες, μια αμμώδης έκταση 70 στρεμμάτων μακριά από την ακτή, αλλά και Οι Παχιές Άμμδες, όπου τον Αύγουστο φυτρώνει το «κρινάκι της θάλασσας», το οποίο είναι προστατευόμενο λουλούδι.

Κοντιάς

Το χωριό αποτέλεσε κοινότητα το1918 αρχικά με το όνομα Κονδιάς, το οποίο διορθώθηκε σε Κοντιάς το 1940. Το όνομα του προήλθε από τον βυζαντινό γεωκτήμονα της περιοχής, Κοντέα. Σύμφωνα με προφορικές αφηγήσεις, αρχικά το χωριό βρισκόταν κοντά στη θάλασσα αλλά εγκαταλείφθηκε λόγω των πειρατικών επιδρομών. Ενδεχομένως η παλιά θέση να αντιστοιχεί στο Νεβγάτη, όπου υπήρχε ναός και ζούσαν κάποιοι πάροικοι. Όμως, πιθανότερη θέση είναι το λιμανάκι Άγιος Γιάννης, στον κόλπο του Κοντιά, όπου έχει απομείνει ένα ερειπωμένο κάστρο. Το 1785 έχουμε την πρώτη νεότερη αναφορά του χωριού στη σημερινή του τοποθεσία. Ο παλιότερος ναός του χωριού είναι ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος. Είναι μικρού μεγέθους κι έχει φρουριακή κατασκευή, με πολεμίστρες και κανόνια. Υπολογίζεται πως χτίστηκε το 16ο αιώνα. Έχει παλιές εικόνες και τη δεκαετία του ’70 λειτουργούσε ως μουσείο. Το 1867 χτίστηκε ο ενοριακός ναός Άγιος Δημήτριος, ρυθμού βασιλικής με στεγασμένο εξωνάρθηκα, που στηρίζεται σε μονολιθικούς κίονες με περίτεχνα κιονόκρανα. Είναι επιβλητικός με εντυπωσιακό πέτρινο καμπαναριό, μεταγενέστερης κατασκευής. Ένας άλλος ναός, της Γεννήσεως του Χριστού, που παλιά ανήκε στο μετόχι της Λαύρας, κάηκε και ξαναχτίστηκε το 1938.

Κοντοπούλι

Το χωριό οφείλει το όνομά του στο βυζαντινό γαιοκτήμονα Κοντόπουλο. Οι πρώτοι κάτοικοι του ήρθαν από την Ηφαιστία, τον Κότσινο και τον Άγιο Υπάτιο. Στη διάρκεια της κατοχής το Κοντοπούλι υπέφερε από τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία προξένησαν πολλές καταστροφές στα σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια, καταλήστεψαν τις περιουσίες φτωχών και πλούσιων, κατακράτησαν ομήρους. Η στρατιωτική μονάδα Κοντοπουλίου ήταν από τις τελευταίες που εγκατέλειψαν τη Λήμνο το 1944. Στην εμφυλιακή περίοδο έζησε ως εξόριστος στο Κοντοπούλι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος το μνημονεύει σε έργα του. Το 1948 συνέθεσε εδώ το «Καπνισμένο Τσουκάλι» και δυο «Ημερολόγια Εξορίας». Αξιοθέατα της περιοχής μεγάλης σπουδαιότητας αποτελούν ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ο ναός της Αγίας Αναστασίας και το υπόγειο αγίασμα., η λιθόγλυπτη κρήνη, ο αρχαιολογικός χώρος της Ηφαιστίας, ο αρχαιολογικός χώρος του Καβείριου, και η Αλυκή (υδροβιότοπος).

Κόρνος

Το χωριό πήρε το όνομα του από τον κρουνό(=βρύση) που υπήρχε στον οικισμό και στα άφθονα νερά του. Υπάρχει η εκδοχή ότι το όνομα προήλθε από τον οικισμό Κουρούνι του Αγίου Δημητρίου. Πολλοί ευεργέτες του νησιού, κυρίως Αιγυπτιώτες μετανάστες, κατάγονται από εδώ. Κοντά στο χωριό υπάρχουν τα Θέρμα με τις ιαματικές, θερμές πηγές τους. Το νερό των Θέρμων αναβλύζει από δύο πηγές. Έρχεται από βάθος 1200 μέτρων κι έχει θερμοκρασία 42-44 βαθμών Κελσίου. Είναι ιαματικό και συνιστάται τόσο για λουτροθεραπεία (αρθρίτιδα, οστεοπόρωση, ρευματοπάθειες, αρθροπάθειες, σπονδυλαρθρίτιδα) όσο και για ποσιμοθεραπεία (νεφρολιθιάσεις, χολολιθιάσεις). Περιέχει ελάχιστη ποσότητα αλάτων, είναι διαυγές και εύγευστο. Εκεί λειτουργούσαν λουτρά τουλάχιστον από το 1548. Τότε αναφέρεται από τον Belon ότι υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο αποδυτηρίων κι ένας θολωτός θάλαμος με μια πέτρινη μπανιέρα, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, σε νεότερα κτίρια. Σε χάρτη που συνοδεύει έκδοση του 1588 σημειώνεται δρόμος που συνέδεε το Κάστρο με τις Thermes και το γειτονικό λόφο του Προφήτη Ηλία. Ο δρόμος αυτός, που συνέχιζε προς την ανατολική Λήμνο, ήταν εν χρήσει μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια που έγινε νέα χάραξη. Σήμερα το νερό της πηγής χρησιμοποιείται ως πόσιμο από πολλούς Λημνιούς, οι οποίοι συρρέουν εκεί και γεμίζουν τα παγούρια τους από τις παλαιές κρήνες που κατασκευάστηκαν το 1908.

Λιβαδοχώρι

Το Λιβαδοχώρι βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο του νησιού, ακριβώς στη θέση όπου διασταυρώνονται οι δρόμοι που έρχονται από τη Μύρινα και από τον Κοντιά κι οδηγούν προς την ανατολική Λήμνο. Το όνομά του προήλθε από την εκτεταμένη πεδιάδα που το περιβάλλει. Η παράδοση αναφέρει ότι το χωριό ήταν αρχικά κτισμένο δυτικότερα, ανάμεσα στα ξωκλήσια Άγιος Ιωάννης και Άγιος Βασίλειος. Το αρχικό του όνομα ήταν Κεφαλοχώρι. Κάποια επιδημία χολέρας ανάγκασε τους κατοίκους του να μετακινηθούν στη σημερινή θέση.

Λύχνα

Είναι το πρώτο χωριό που αντικρίζει όποιος εισέρχεται στον Κόλπο του Μούδρου, γι’ αυτό και σύμφωνα με την παράδοση, η ονομασία προήλθε από τους λύχνους των σπιτιών, τους οποίους έβλεπαν οι ναυτικοί που εισέπλεαν νύχτα στον κόλπο. Το 1865 χτίστηκε ο ενοριακός ναός του Αγίου Δημητρίου. Τελικά, το 1924 προστέθηκε εντυπωσιακός εξωτερικός νάρθηκας, με ενιαία λαξευτή λιθοδομή. Δυο λαξευτοί κίονες με περίτεχνα κιονόκρανα μάλλον ανήκουν σε αρχαιότερο ναό. Το σχολικό κτίριο ανεγέρθηκε το 1910 σε περίοπτη θέση. Στο χωριό υπάρχει και ανεμόμυλος που έχει ανακατασκευαστεί και δεσπόζει σε κοντινό λόφο στην άκρη του χωριού.

Μούδρος

Στην περιοχή του Μούδρου η κατοίκηση ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια. Η ονομασία Μούδρον (το) ή Μούδρος (ο) είναι άγνωστης προέλευσης. Πιθανότερη θεωρείται η εκδοχή πως προέκυψε εξαιτίας κάποιου «μύδρου», γρανιτένιου βράχου από στερεοποιημένη λάβα που υπήρχε κοντά στο λιμάνι και σ’ αυτόν έδεναν οι ναυτικοί τα πλοία τους. Το 1835 χτίστηκε η εκκλησία των Ταξιαρχών «ΔΙΑ ΤΩΝ ΕΓΧΩΡΙΩΝ ΜΟΥΔΡΟΥ». Είναι τρίκλιτη με μεταγενέστερο εξωνάρθηκα, το δε ξύλινο τέμπλο της λέγεται ότι είναι αντίγραφο τέμπλου ναού της Σμύρνης. Το 1903-04 χτίστηκε ο μνημειακός ναός της Ευαγγελίστριας. Είναι τρίκλιτη βασιλική με πύργους στο καμπαναριό και φέρει εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ο επιτάφιος είναι δώρο του ναύαρχου Κουντουριώτη. Στο χώρο που χτίστηκε ο ναός υπήρχε παλαιότερα το μετόχι της Αγίας Μαρίνας της μονής Κουτλουμουσίου, του οποίου σώζεται η αγία τράπεζα και κάποια κτίσματα. Το μετόχι αυτό είχε τραγικό τέλος. Οι Τούρκοι το έκαψαν μαζί με επτά καλόγερους, όταν σε πηγάδι του μετοχίου ανακάλυψαν νεκρούς κάποιους Τούρκους αξιωματικούς. Σώθηκαν μόνο δυο μοναχοί, οι οποίοι κατέφυγαν στο Κουτλουμούσι και κατήγγειλαν ότι τους Τούρκους είχαν σκοτώσει περίοικοι του μετοχίου, με σκοπό να ενοχοποιήσουν τους μοναχούς, να διαλυθεί το μετόχι και να οικειοποιηθούν τα χωράφια του. Τότε ο ηγούμενος υπέβαλε το χωριό σε επιτίμιο, το οποίο λύθηκε πανηγυρικά μόλις πριν από μερικά χρόνια.

Μύρινα

Η Μύρινα είναι η πρωτεύουσα της Λήμνου. Η πόλη της Μύρινας κατοικήθηκε πριν από την εποχή του χαλκού, όπως προκύπτει από αρχαιότητες που έχουν βρεθεί. Το όνομά της το πήρε από τη Μύρινα, κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και συζύγου του πρώτου μυθικού βασιλιά της Λήμνου, Θόαντα. Η ίδρυσή της ανάγεται στο 12ο ή 13ο αιώνα π.Χ., εποχή που στη Λήμνο κυριαρχούσαν οι Μινύες και πιθανότατα τότε χτίστηκε και το πρώτο κάστρο. Το σημερινό κάστρο χτίστηκε το 1186 από τον Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό. Επισκευάστηκε τα έτη 1207-1214 από το Φιλόκαλο Navigajoso, το 1361 από τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, το 1477 από τους Ενετούς και στα τέλη του 16ου αιώνα από τους Τούρκους. Στα 1780, έπειτα από τις επισκευές του Χασάν πασά Τζεζάερλι, ήταν εφοδιασμένο με 150 κανόνια. Το κάστρο της πόλης καλύπτει έκταση 144 στρεμμάτων. Σε όλες τις εποχές αποτελούσε το ισχυρότερο φρούριο της Λήμνου γι’ αυτό και η πόλη ονομαζόταν Κάστρο από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια μέχρι και το 1955. Κατά τον Μεσαίωνα και τους Βυζαντινούς χρόνους η πόλη είχε τη δεύτερη θέση στο νησί μετά από την Ηφαιστία. Πρωτεύουσα θέση πήρε πάλι στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ολόκληρη η πόλη έχει ένα αυθεντικό και παραδοσιακό στυλ με τα γραφικά δρομάκια, τα Αρχοντικά στον Ρωμέικο Γιαλό, την αγορά, το λιμανάκι. Ενδιαφέροντα αξιοθέατα αποτελούν το ενετικό Κάστρο με τα ελάφια του, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η προϊστορική πόλη, ο Μητροπολιτικός Ναό της Αγίας Τριάδας, το Εκκλησιαστικό Μουσείο, η Ντάπια στο λόφο του Τσας. Ο Ρωμαίικος Γιαλός και τα Ρηχά Νερά είναι οι δύο πλησιέστερες παραλίες, στις οποίες η προσέγγιση γίνεται με τα πόδια. Λίγο έξω από τη Μύρινα στο δρόμο για τον Κάσπακα, απλώνεται η παραλία του Αυλώνα. Στην αριστερή πλευρά δεσπόζει το ξενοδοχείο Porto Mirina, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ο αρχαίος ναός της Θεάς Άρτεμης.

Νέα Κούταλη

Η Νέα Κούταλη χτίστηκε το 1926 στη θέση Αγία Μαρίνα, στη μεσημβρινή πλαγιά του λόφου Στρομπόλιθος, για να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες από την Κούταλη της Προποντίδας. Μαζί με τον Άγιο Δημήτριο, η Νέα Κούταλη αποτελεί το δεύτερο χωριό της Λήμνου που χτίστηκε από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η Νέα Κούταλη, που ξεχωρίζει για την καλή ρυμοτομία της, είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στον κόλπο του Μούδρου. Απλώνεται από το πευκόδασος της Αγίας Τριάδας, που φύτεψαν οι πρόσφυγες και καταλήγει στο γραφικό πετρόχτιστο λιμανάκι, το γεμάτο με ψαράδικες βάρκες και καΐκια. Η Νέα Κούταλη είναι φημισμένη σε Ελλάδα και εξωτερικό για τους σφουγγαράδες της. Την 1η Ιουλίου του 2006 εγκαινιάστηκε το «Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας».

Παναγία

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το τοπωνύμιο Παναγία προϋπήρχε του χωριού και προήλθε από κάποιο παλιό μοναστήρι. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή της Β. Α. Λήμνου ανάμεσα στο χωριό Κοντοπούλι και στο ακρωτήριο Πλάκα δεν υπήρχε χωριό. Υπήρχαν μόνο μερικές απομονωμένες καλύβες τσιφλικιών, που ανήκαν σε Τούρκους αγάδες του Ανυπάτη. Το χωριό Παναγία ιδρύθηκε γύρω το 1865 από κατοίκους του Αγίου Υπατίου και του Κοντοπουλίου που είχαν κτήματα στην περιοχή. Επιλέχθηκε η θέση «Παναγία», όπου βρισκόταν η παλιά βυζαντινή μονή, στους πρόποδες του λόφου «Αλεπότρυπες», πιθανόν επειδή βρισκόταν σε ίση περίπου απόσταση από τις δυτικές και τις ανατολικές ακτές, άρα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια.

Πεδινό

Η αρχική του ονομασία ήταν Πεσπέραγο και με αυτό το όνομα αναφέρεται τουλάχιστον από το 14ο αιώνα. Το 1955 μετονομάστηκε σε Πεδινό, διότι το παλιό όνομα θεωρήθηκε τουρκογενές, αν και κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το 1968 έπειτα από ένα μεγάλο σεισμό ερειπώθηκε και εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε οικισμό που χτίστηκε σε νέα θέση και ονομάστηκε Νέο Πεδινό. Αρχικά το χωριό βρισκόταν στη θέση Αϊ-Γιάννης, βορειοδυτικά του Πορτιανού, στους πρόποδες του λόφου Αϊ-Λιάς, όπου σώζονται κατάλοιπα κατοικιών. Άγνωστο πότε και για ποιους λόγους (ένας συνηθισμένος λόγος μετεγκατάστασης ήταν οι θανατηφόρες επιδημίες) μεταφέρθηκε κοντά στην αβαθή αλμυρή λίμνη που είναι συνέχεια του κόλπου του Μούδρου, η οποία σήμερα αποτελεί υδροβιότοπο. Ο ναός του χωριού, του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, ρυθμού βασιλικής και με αξιόλογο σκαλιστό τέμπλο, χτίστηκε το 1862. Στο Παλιό Πεδινό έχει παραμείνει αναλλοίωτος ο γραφικός χαρακτήρας του, με τα καλντερίμια, τη λιθόστρωτη πλατεία, τα πέτρινα αρχοντικά με τα λιθανάγλυφα διακοσμητικά μοτίβα.

Πλάκα

Η περιοχή της Πλάκας ήταν αρχικά τόπος εποχιακής διαμονής κατοίκων του Αγίου Υπατίου και της Παλαιόπολης (Ηφαιστίας), που είχαν κτήματα στην περιοχή και πήγαιναν να τα καλλιεργήσουν. Μετά το 1823 κάποιοι άρχισαν να μένουν εκεί μόνιμα και γύρω στο 1860 συγκεντρώθηκαν αρκετοί, ώστε να δημιουργήσουν οικισμό. Το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Συμφερούπολις. Το όνομα αυτό δόθηκε από τον μητροπολίτη Λήμνου Ιωακείμ Γ΄, στον οποίο απευθύνθηκαν οι κάτοικοι όταν αποφάσισαν να συστήσουν κοινότητα, διότι λόγοι συμφέροντος τούς ανάγκασαν να φύγουν από τον Άγιο Υπάτιο. Το όνομα Πλάκα δόθηκε από το ομώνυμο ακρωτήριο με τις γκριζόμαυρες αλλεπάλληλες πλάκες. Επειδή το ακρωτήρι βρίσκεται στο μέσο περίπου της ευθείας μεταξύ Τρωάδας και Άθω, ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για το «Ερμαίον λέπας» των αρχαίων, μέσω του οποίου μεταδόθηκε με φωτιά η είδηση της άλωσης της Τροίας. Αν και η άκρη έχει ύψος μόλις 70 μ., το ακρωτήριο προεξέχει βαθιά μέσα στη θάλασσα κι έχει οπτική επαφή και με τις δύο αυτές περιοχές. Γι’ αυτό άλλωστε, το 1912 στήθηκε εδώ περιστροφικός φάρος ύψους 30 μέτρων με ακτίνα δράσης 20 μιλίων.

Πλατύς

Το χωριό ονομάστηκε έτσι είτε λόγω του επίπεδου εδάφους που βρίσκεται, είτε από το ευρύ στόμιο του γειτονικού όρμου (πλατύς γιαλός), ο οποίος χρησιμοποιείτο σα λιμάνι από το Μεσαίωνα. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ρυθμού βασιλικής, χτίστηκε το 1857 αλλά ο εξωνάρθηκας και το καμπαναριό είναι μεταγενέστερα. Ένα εντοιχισμένο ανάγλυφο με τη μορφή του αγίου Γεωργίου και το έτος 1808 δηλώνει ότι στη θέση προϋπήρχε παλιότερος ναός. Στην επιγραφή σημειώνεται το όνομα του μάστορα από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος έκτισε και τους ναούς της Ατσικής και του Βάρους. Ο ναός με το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο, εορτάζει και του Αγίου Σπυρίδωνος, του οποίου η εικόνα βρέθηκε στο νεκροταφείο του χωριού γύρω στα 1870.

Πορτιανού

Αρχικά, το χωριό βρισκόταν δυτικότερα στη θέση Άγιος Σπυρίδων. Σύμφωνα με παλαιές αναφορές οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό πριν τρεις αιώνες, λόγω μίας επιδημίας χολέρας. Το τοπωνύμιο είναι λατινογενές και φαίνεται να προέρχεται από τις λέξεις porto juno δηλαδή νέο λιμάνι. Το λιμάνι αυτό έφτιαξαν οι Ενετοί στη κοντινή παραλία στα Ν. Α του παλιού χωριού, όπου σώζεται και ενετικός πύργος. Εκτός από τις αγροτικές και εμπορικές ενασχολήσεις, οι κάτοικοι του Πορτιανού ανέπτυξαν έντονη πνευματική και καλλιτεχνική παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στο Πορτιανού μπορεί κανείς να επισκεφτεί το Λαογραφικό Μουσείο, το Συμμαχικό νεκροταφείο των συμμαχικών δυνάμεων που στρατοπέδευσαν εκεί το 1915 κατά την εκστρατεία της Καλλίπολης, το Ναό Εσοδίων της Θεοτόκου, αλλά και να θαυμάσει τα υπέροχα Αρχοντικά κτίρια.

Ρεπανίδι

Το χωριό πρωτοαναφέρεται με το σημερινό του όνομα το 1285 σε μοναστηριακά έγγραφα. Οι παλιές αναφορές ως Ρεπανίδιον ή Ραπανίδι επαναλαμβάνονται από το 13ο ως το 16ο αιώνα και τις ξαναβρίσκουμε στα κοινοτικά έγγραφα του 19ου αιώνα με τις μορφές: Ρεπανίδιον, Ραπανίδι, Ροπανίδι, Ρεπανήδι ή Ρεπανίδη. Συνεπώς, η ονομασία του χωριού προήλθε μάλλον από το αγριόχορτο ραπανίδα ή ρεπανίδα, δηλαδή πρόκειται για φυτωνύμιο.Οι πρώτοι κάτοικοι του Ρεπανιδίου ήρθαν από την Ηφαιστία, η οποία γύρω στον ΙΒ’ αιώνα είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της. Η σπουδαιότητα της περιοχής του Ρεπανιδίου μνημονεύεται από αρχαιοτάτων χρόνων, αφού στην γειτονική θέση αγιόχωμα εξορυσσόταν η περίφημη «Λημνία Γη».

Ρουσσοπούλι

Το χωριό οφείλει το όνομά του στο βυζαντινό γαιοκτήμονα Ρωσόπουλο ή Ρουσσόπουλο. Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό ήταν αρχικά κτισμένο βορειοανατολικά του σημερινού, προς τη Χορταρόλιμνη, κοντά στη θάλασσα, αλλά οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν από το φόβο της πειρατείας και το μετέφεραν πίσω από το λόφο Κορακάς. Κατάλοιπα παλιών ναών υπάρχουν σε διάφορα σημεία στην αγροτική περιφέρεια του Ρουσσοπουλίου, δείγμα παλαιότερης κατοίκησης. Πιο χαρακτηριστικά είναι τα ερείπια του Αγιοκλάψου (Άγιος Κλήμης), όπου υπάρχουν σπαράγματα από μαρμάρινους κίονες, δείγμα ύπαρξης βυζαντινού ναού.

Ρωμανού

Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες, λογικά η ονομασία προήλθε από κάποιον παλιό γαιοκτήμονα που ονομαζόταν «Ρωμανός», όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις σε όλη τη Λήμνο. Το χωριό έγινε κοινότητα το 1918 με το όνομα Ρωμανός. Το 1940 μετονομάστηκε σε Ρωμανόν αλλά αποκαλείται Ρωμανού. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες στη σημερινή θέση οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πριν περίπου 200 χρόνια για να προστατευτούν από τους πειρατές. Παλιότερα κατοικούσαν κοντά στο κόλπο του Μούδρου, στην περιοχή του λόφου Βούκρανου. Κατά το 19ο αιώνα το χωριό αναπτύχθηκε γρήγορα και το 1830 οι κάτοικοι ανέγειραν το μεγαλοπρεπή ιερό ναό της Γέννησης του Χριστού έπειτα από δωρεά ενός εύπορου συμπατριώτη τους Ο ναός έχει θαυμάσια λαξευτή λιθοδομή και ξυλόγλυπτο τέμπλο με πρωτότυπες αγιογραφίες (Πρωτόπλαστοι, Κατακλυσμός, Σάλπιγγες Ιεριχούς, Πύργος Βαβέλ, Κάιν και Άβελ). Ο εντυπωσιακός εξωνάρθηκας, με τα παράθυρα νεογοτθικού ρυθμού, τα αχλαδόσχημα διακοσμητικά μοτίβα και τα σκαλιστά κιονόκρανα, ανεγέρθηκε με δαπάνη των κατοίκων του χωριού την πρώτη Ιουλίου του 1881.Το 1849 ανακαινίστηκε η πηγή του αγιάσματος στην είσοδο του χωριού. Ενδιαφέροντα αξιοθέατα αποτελούν ακόμη, ο Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με το λιθόγλυπτο τέμπλο, τα υπόσκαφα πιθάρια κρασιού, το πέτρινο σχολείο που χτίστηκε το 1936, το σκαλιστό πέτρινο ηρώο και ο ναός της Αγίας Φωτίδας στην Κώμη.

Σάρδες

Το χωριό αντιστοιχεί στο βυζαντινό οικισμό Αρδία ή Αρδείαι που υπήρχε στη βορειοδυτική Λήμνο. Με τα χρόνια από την έκφραση «στ’ς Αρδείες – στ’ς Αρδές» προέκυψε το τοπωνύμιο Σαρδές. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν από την παράκτια θέση Άρδες λόγω των πειρατικού κινδύνου. Έπειτα από μια επιδημία χολέρας που έπληξε το χωριό, οι κάτοικοι εγκατέλειψαν και το νέο μέρος και ήρθαν στη σημερινή τοποθεσία. Ο ναός του χωριού, ο Άγιος Δημήτριος είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής. Έχει δύο εντυπωσιακά καμπαναριά στυλ Notre Dame και θυμίζει ναό ευρωπαϊκής πόλης. Χτίστηκε το 1852 με δαπάνη των κατοίκων και του αρχιερέως, όπως αναφέρεται σε επιγραφή.

Σκανδάλη

Το χωριό πρωτοαναφέρεται ως ένας από τους 25 οικισμούς της Λήμνου που αποτελούσαν πατριαρχική εξαρχία το 1321. Σύμφωνα με την παράδοση το χωριό έχτισε ο ηγούμενος Σκανδάλιος κάποιου κοντινού μοναστηριού. Κάποια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ένας ξενομερίτης που εγκαταστάθηκε στην περιοχή κατάφερε με σκανδαλώδη τρόπο, με απάτες και ραδιουργίες, να αναδειχθεί άρχων του τόπου και οι κάτοικοι τον αποκαλούσαν Σκανδάλη. Τότε το χωριό βρισκόταν χίλια μέτρα δυτικότερα, στη θέση Δρυ, όπου σήμερα εντοπίζονται ερείπια και το εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου. Όταν κάποιος σεισμός κατάστρεψε το παλιό χωριό, ο Σκανδάλης πρωτοστάτησε στη μεταφορά του στη σημερινή θέση κι έτσι στο νέο χωριό δόθηκε το όνομά του. Παρατηρούμε, πως κι οι δυο παραδόσεις συγκλίνουν στο ότι το όνομα του χωριού προήλθε από το όνομα του ιδρυτή του. Στο χωριό υπάρχουν τέσσερις ναοί με πολιούχο τον Άγιο Νικόλαο, που χτίστηκαν περίπου το 1880. Το χωριό έχει υγιεινό κλίμα και άφθονα νερά, γι’ αυτό στην εύφορη πεδιάδα που απλώνεται προς τα νότια εγκαταστάθηκε το ιππικό των συμμάχων κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Ακόμα σώζονται οι τεράστιες στέρνες που φτιάχτηκαν για την αποθήκευση νερού.

Τσιμανδριά

Η ονομασία προήλθε από την συμπροφορά του άρθρου στην έκφραση «στ’ς μάντρες», δηλαδή στα μαντριά, από ποιμενικές μάνδρες που υπήρχαν εκεί. Από την ύστερη βυζαντινή περίοδο και για πολλούς αιώνες υπήρχε έντονη μοναστηριακή παρουσία στην περιοχή των Τσιμανδρίων. Στις 8 Οκτωβρίου 1912 ήταν το πρώτο χωριό της Λήμνου που υποδέχτηκε τους Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι είχαν αποβιβαστεί στην κοντινή ακτή Βουρλίδια. Με υπερηφάνεια οι κάτοικοι δείχνουν τη γέφυρα κοντά στο σχολείο, όπου στήθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία. Το 1915 φιλοξενήθηκαν πολλοί στρατιώτες της Βρετανίας και των αποικιών που συμμετείχαν στην αποτυχημένη εκστρατεία της Καλλίπολης. Επίσης, στα 1918-21 οι κάτοικοι περιέθαλψαν Ρώσους εξόριστους, στρατιωτικούς της Στρατιάς Βράγκελ και πολίτες, που είχαν καταφύγει προσωρινά στη Λήμνο. Το 1935 χτίστηκε η υπόστεγη κρήνη στην πλατεία και άλλες βρύσες με δαπάνη, άρχισε η καλλιέργεια του βαμβακιού, αλλά και ιδρύθηκε ο Σύλλογος «Κεχαγιάδες», ο οποίος δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα κι έχει μεγάλη συνεισφορά στη διατήρηση της παραδοσιακής μουσικής, τραγουδιών, χορών και φορεσιάς της Λήμνου.

Φισίνι

Στο τοπικό ιδίωμα και σε κοινοτικά έγγραφα του 19ου αιώνα το χωριό αναφέρεται ως Βισίν (το 1856), Φσιν ή Ψιν οι δε κάτοικοί του με αναγραμματισμό: Σφνάδες. Έτσι, επικράτησε ο θηλυκός τύπος: Φισίνη που με παρετυμολογία αποδόθηκε στο ρήμα φυσώ, επειδή στην περιοχή «φ’σα, σφνίζ»: σιφουνίζει, σηκώνει σιφούνια (κυκλώνες). Τα ερείπια του οχυρού της Σκάλας διακρίνονται μέχρι σήμερα κοντά στο χωριό Φισίνη, στην περιοχή που αποκαλείται «Πύργοι». Η Σκάλα ήταν μεσαιωνικό οχυρό της Λήμνου. Ο ναός του χωριού, ο Άγιος Ιωάννης δεν είναι γνωστό πότε χτίστηκε, αλλά είναι παρόμοιας αρχιτεκτονικής με άλλους του 19ου αιώνα. Ήταν τρίπατο αλλά μετά το σεισμό του 1968 κρίθηκε επικίνδυνο και αφαιρέθηκε ο ένας όροφος με μεγάλη δυσκολία, διότι η αρμολόγηση της πέτρας είχε γίνει με μολύβι. Σε δύο θέσεις γύρω από το χωριό υπάρχουν χαλάσματα μεσαιωνικών εγκαταστάσεων. Ο Παρθενόμτος, δυτικά του χωριού, από όπου οι κάτοικοι μετοίκησαν στη Σκανδάλη και ο Αγιομάρνος, στα ανατολικά του χωριού, κοντά στην ακτή όπου εκτός από ερείπια κατοικιών διακρίνεται και χάλασμα εκκλησίας. Πρόκειται για τον Άγιο Μαρίνο, ναό που αναφέρεται το 1355 σε έγγραφο της μονής Μεγ. Λαύρας. Στην περιοχή ανευρίσκονται μαρμάρινοι κίονες, ενώ υπάρχει ένα εξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας κι ένα ερημοκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στην περιφέρεια του χωριού ανήκει ο λόφος Παραδείσι (286 μ.) που δεσπόζει στη νοτιοανατολική Λήμνο. Στις πλαγιές του έχουν βρεθεί απολιθωμένοι κορμοί δέντρων, υπάρχουν βοσκοτόπια και μελισσότοποι, ενώ αφθονούν τα κουνέλια και οι πέρδικες. Γι’ αυτό μεγάλο τμήμα του έχει ανακηρυχθεί σε προστατευόμενη ζώνη θηραμάτων.

Πηγή πληροφοριών: Δήμος Λήμνου

Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register