Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Σερρών χωριά, πόλεις

Χωριά στο Νομό Σερρών

Πόλεις & Χωριά στο Νομό Σερρών

Αγία Ελένη

Η Αγία Ελένη βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού Σερρών, σε πεδινή περιοχή, βόρεια της τεχνητής κοίτης του ποταμού Στρυμώνα. Είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 15 μέτρων. Μέχρι το 1927, η Αγία Ελένη ονομαζόταν Κακαράσκα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αγγίστα

Η Αγγίστα βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στις βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους Παγγαίου. Σε κοντινή απόσταση υπάρχει το μικρό ρέμα της Ανάληψης ή Πρώτης, το οποίο συμβάλλει στον ποταμό Αγγίτη, λίγα χιλιόμετρα βόρεια. Είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 170 μέτρων. Οι αρχαιολόγοι και οι Ιστορικοί εκφράζουν την άποψη ότι ήταν ένας αρχαίος οικισμός.Το χωριό είχε μόνο ντόπιους κατοίκους ως το 1912. Οι πρώτοι πρόσφυγες ήρθαν από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Αγγίστα αποτελείται από ντόπιους, Θρακιώτες και Μικρασιάτες κατοίκους, οι οποίοι συμβιώνουν αρμονικά. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Άγγιστρο

Σήμα κατατεθέν του Αγκίστρου, είναι ο επιβλητικός πέτρινος πύργος ή το ρολόι, που «συναγωνίζεται» επάξια την ιστορία και την αίγλη του βυζαντινού πέτρινου λουτρού. Κτίστηκε στα μέσα του 11ου αιώνα και επί τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή και τόπος εκτέλεσης. Προπολεμικά λειτουργούσε ρολόι στην κορυφή του, το οποίο καταστράφηκε κατά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941. Τα τελευταία χρόνια, ένα νέο ρολόι τοποθετήθηκε στην κορυφή του, δίνοντας και πάλι λίγη λάμψη από την παλαιά του αίγλη. Τα στενά σοκάκια γύρω από τον πέτρινο πύργο, διασώζονται αρκετά παλαιά σπίτια με μακεδονική αρχιτεκτονική, μέσα σε αυλές με πέτρινους μαντρότοιχους και ξύλινες πόρτες. Κάποια από αυτά έχουν συντηρηθεί από τους σημερινούς ιδιοκτήτες τους. Έξω από το χωριό λειτουργεί οργανωμένο ιχθυοτροφείο πέστροφας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σιντικής)

Αγία Παρασκευή

Η Αγία Παρασκευή είναι χτισμένη με υψόμετρο 20 μέτρων προς τα δυτικά όρια με το νομό Θεσσαλονίκης, στον κάμπο των Σερρών, στα νότια του ποταμού Στρυμόνα. Το 1900, στο χωριό ζούσαν 460 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 260 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Κιρκάσιοι μουσουλμάνοι. Κατά την περίοδο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου απελευθερώθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις, ωστόσο το Φεβρουάριο του 1913, κατά τη διάρκεια ένοπλων συνοριακών επεισοδίων μεταξύ των -ακόμη συμμαχικών- στρατιωτικών δυνάμεων της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, πέρασε υπό βουλγαρικό έλεγχο. Μετά το ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και την ήττα της Βουλγαρίας, επικυρώθηκε μαζί με την υπόλοιπη περιοχή της Νιγρίτας στο ελληνικό κράτος βάσει της συνθήκης του Βουκουρεστίου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία εγκαταστάθηκαν στον οικισμό πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Κατά το τελευταίο διάστημα της Κατοχής, συμπεριλήφθηκε στα χωριά δυτικά της Νιγρίτας που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο τοπικής δοσιλογικής πολιτοφυλακής, η οποία διαλύθηκε από τον ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Το 1950 το χωριό μετονομάστηκε σε Αγία Παρασκευή. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Άγιο Πνεύμα

Το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται στις πλαγιές του Μενοικίου. Ως το 1928 ονομαζόταν «Βεζνίκο» και από το 1928 ως το 1940 «Μόνοικο». Το χωριό γιορτάζει κάθε χρόνο την ημέρα του Αγίου Πνεύματος που είναι κινητή εορτή, όπου και τοπική πανήγυρη. Πήρε τη σημερινή του ονομασία από το ομώνυμο γειτονικό μοναστήρι. Οι κάτοικοί του είναι Δαρνάκες, είναι ένα από τα πέντε Δαρνακοχώρια. Η οικονομία στηρίζεται κυρίως στην γεωργία (σιτηρά, οπωρικά και λαχανικά). Το χωριό παρουσιάζει εντυπωσιακή διάρκεια ζωής από τα προϊστορικά ως τα σημερινά χρόνια. Μέσα στο χωριό και συγκεκριμένα στο λόφο του «Αγίου Κωνσταντίνου» είχαν εντοπιστεί από το 1967 ίχνη προϊστορικού οικισμού: όστρακα νεολιθικών αγγείων, πήλινα σφοντύλια και διάφορα λίθινα εργαλεία (σμίλες, κοπίδια κ.ά.). Από την πρώιμη ακόμη αρχαιότητα φαίνεται πως ο οικισμός είχε παρακμάσει και εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους του. Πλάι στο σημερινό χωριό εντοπίστηκαν τα λείψανα αρχαίου πολίσματος, το οποίο έφερε πιθανώς το όνομα «Μόνοικος» και ανήκε στη φυλετική περιοχή της Οδομαντικής. Φαίνεται πως, μετά την εγκατάλειψη του λόφου του «Αγίου Κωνσταντίνου», οι κάτοικοί του, αναζητώντας ασφαλέστερο μέρος, εγκαταστάθηκαν στον απόκρημνο και οχυρό από τη φύση λόφο του «Γ(κ)ραντήσκου», που υψώνεται βορειοδυτικά του χωριού και από την κορυφή του έχει κανείς οπτικό έλεγχο ολόγυρα σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Από τα λείψανα της αρχαιότητας που διασώθηκαν και γενικά από τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα διαπιστώνεται ότι το πόλισμα γνώρισε ιδιαίτερη ακμή στους επόμενους αιώνες και η ζωή του συνεχίστηκε ως τα βυζαντινά και νεότερα ακόμη χρόνια. Τα σπίτια του πολίσματος ήταν χτισμένα στη νότια πλαγιά του λόφου και εκτείνονταν ως το χαμηλό ύψωμα «Κούτρα», όπου ανακαλύφτηκε αρχαία νεκρόπολη με αξιόλογους θολωτούς και κιβωτιόσχημους τάφους. Τα αρχαιολογικά ευρήματα (θεμέλια κτιρίων, ελληνικές και λατινικές επιγραφές, νομίσματα διαφόρων πόλεων της αυτοκρατορικής περιόδου) μαρτυρούν όχι μόνο ότι η ζωή στο πόλισμα συνεχίστηκε και κατά τη ρωμαϊκή εποχή αλλά επιπλέον ότι αυτό γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Τέλος, στα υστερορωμαϊκά χρόνια, λόγω των συνεχών βαρβαρικών επιδρομών, το πόλισμα οχυρώθηκε με ακρόπολη, που ερείπια του ασβεστόχτιστου τείχους της είναι ορατά στην κορυφή του λόφου του «Γ(κ)ραντήσκου». Το πόλισμα όφειλε τη μεγάλη του ακμή στην προνομιακή ημιορεινή θέση του, η οποία πρώτα απ’ όλα εξασφάλιζε στους κατοίκους του πλούσια βοσκοτόπια και εκτάσεις για γεωργικές καλλιέργειες. Έπειτα βρισκόταν σε μια περιοχή που διέθετε άφθονο ορυκτό πλούτο. Τα καμινεύματα (σκουριές) που βρίσκει κανείς στη γύρω περιοχή, καθώς και μια λατινική επιγραφή, μαρτυρούν την ύπαρξη και εκμετάλλευση μεταλλείων σιδήρου. Η κυριότερη όμως φυσική πηγή πλούτου φαίνεται πως ήταν το μάρμαρο (γκρίζο και λευκό), όπως μαρτυρεί η ανακάλυψη ενός λατομείου στην ορεινή θέση «Κριάκουρους» (υψόμ. 500 μ.), στους πρόποδες του Μενοίκιου και σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων βορειοανατολικά του σημερινού χωριού. Σημάδια της αρχαίας λατόμευσης είναι ορατά σε δυο συνεχόμενους λόφους. Πρόκειται για ένα επιφανειακό κλιμακωτό λατομείο, όπου στα «στήθη» του πετρώματος διακρίνονται δεκάδες «κοίτες» από την εξόρυξη, ενώ ανάμεσα στα ριζά των δύο λόφων υπάρχει ένας τεράστιος σωρός λατύπης που σχηματίστηκε από το ξεχόντρισμα των μαρμάρινων δόμων, καθώς και ίχνη λιθόστρωτου δρόμου που χρησίμευε για τη μεταφορά του μαρμάρου στο αρχαίο πόλισμα. Το λατομείο λειτούργησε κατά την αυτοκρατορική περίοδο (1ο-3ο μ.Χ. αι.) και προμήθευε με μάρμαρο τα τοπικά εργαστήρια γλυπτικής, όπως δείχνουν αγάλματα και άλλα ανάγλυφα που βρέθηκαν στην περιοχή των Σερρών και είναι κατασκευασμένα από μάρμαρο ίδιας ποιότητας. Πιθανώς στις αρχές του έτους 1383 τα τουρκικά στρατεύματα του Γαζή Εβρενός μπέη κατέλαβαν, μετά τη Ζίχνη, το Άγιο Πνεύμα και λίγο αργότερα (19 Σεπτεμβρίου 1383) την πόλη των Σερρών. Ίσως το χωριό να μη γνώρισε τη λεηλασία των Σερρών, γιατί ανήκε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, της οποίας τα κτήματα και τα βακούφια διασφάλιζε ένα φιρμάνι του 1373. Λίγα χρόνια αργότερα (στα τέλη του 14ου αιώνα) το χωριό εποικίστηκε από Τούρκους Γιουρούκους (Κονιάρους). Τότε συνοικίστηκε και το χωριό στη σημερινή του θέση από τους κατοίκους του που ήταν εγκατεστημένοι σε γειτονική τοποθεσία (ανάμεσα στον «Γ(κ)ραντήσκο» και την «Κούτρα»), ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ο χριστιανικός πληθυσμός του ενισχύθηκε με εποίκους από Θεσσαλία, Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία. Διοικητικά υπαγόταν στον «καζά» Σερρών και βρισκόταν μέσα στα όρια της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του μητροπολίτη Σερρών. Τον 19ο αιώνα επί Ισμαήλ μπέη το χωριό, ως αξιόλογη παραγωγική μονάδα, έλαβε και το ανάλογο μερίδιο από τη μεγάλη εμπορική ακμή των Σερρών. Καθώς το χωριό βρισκόταν στις νότιες προσβάσεις του Μενοίκιου όρους, οι κάτοικοί του ήταν (από τις αρχές του 19ου αιώνα) από τους πρώτους αρματολούς του καζά Σερρών, όπως μαρτυρεί και ένα δημώδες άσμα, στο οποίο γίνεται λόγος για τον καπετάν Νασιούλα, ενσαρκωτή της αρματολικής ιδέας. Με τη νικηφόρα λήξη των Βαλκανικών πολέμων έρχεται και η απελευθέρωση του χωριού. Συγκεκριμένα, την 29η Ιουνίου 1913, λίγες ώρες μετά την απελευθέρωση της πόλης των Σερρών, ένα τάγμα πεζικού που βρισκόταν στο Χρυσό εισήλθε στο Άγιο Πνεύμα, όπου έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό από τους κατοίκους του. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Άγιος Χριστόφορος

Ο Άγιος Χριστόφορος είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 150 μέτρα και βρίσκεται προς τα ανατολικά όρια με το νομό Δράμας. Είναι χτισμένος αμφιθεατρικά σε λόφο στους νότιους πρόποδες του όρους Μενοίκιο με θέα προς τον κάμπο των Σερρών. Στα βόρεια του χωριού και στο λόφο «Καϊλιά» υπάρχουν ερείπια και μέρος οχύρωσης (κάστρο) αρχαίου οικισμού. Στους γύρω λόφους ανακαλύφθηκε νεκρόπολη και όστρακα από τη ρωμαϊκή εποχή. Η νεκρόπολη πιθανολογείται ότι είναι από την μακεδονική εποχή όπως και το κάστρο[3]. Την περίοδο της τουρκοκρατίας και γύρω στα 1600 η ευρύτερη περιοχή έγινε τσιφλίκι μπέηδων και μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα αποδόθηκε στους κατοίκους του. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αγιοχώρι

Το Αγιοχώρι, παλαιότερα γνωστό ως Γράτσιανη είναι χτισμένο σε υψόμετρο 220 μέτρων και βρίσκεται νοτιοανατολικά από την πόλη των Σερρών. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα δέχτηκε αλλεπάλληλες επιθέσεις από Βούλγαρους ένοπλους, ενώ κάτοικοί του συμμετείχαν στα γεγονότα λαμβάνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Το 1913 απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στα πλαίσια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου μαζί με την υπόλοιπη περιοχή των Σερρών. Μέχρι το 1928 έφερε την ονομασία Γράτσιανη, η οποία μεταβλήθηκε σε Αγιοχώρι. Κατά τα τέλη του 1941, οι βουλγαρικές δυνάμεις Κατοχής εκτέλεσαν 8 κατοίκους του Αγιοχωρίου ως αντίποινα για το ξέσπασμα της εξέγερσης της Δράμας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αγριανή

Η Αγριανή είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 620 μέτρα και βρίσκεται προς τα ανατολικά όρια με το νομό Δράμας στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Μενοίκιο. Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Κλεπούσνα (που σήμαινε κλειστό μέρος) και έτσι αναφέρεται το 1920. Το 1927 μετονομάστηκε σε Αγριανή που προέρχεται από την αρχαία Θρακική φυλή των Αγριάνων που κατοικούσε στο Μενοίκιο και η οποία φημιζόταν για την πολεμική τεχνική και γενναιότητα των ανδρών της. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ακριτοχώρι

Το Ακριτοχώρι είναι χωριό στα βόρεια του νομού Σερρών, στους πρόποδες του όρους Κερκίνη. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στο βόρειο άκρο του χωριού βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, το οποίο ιδρύθηκε το 1981, στο οποίο ζουν 45 μοναχές. Το μοναστήρι είναι αγιορείτικου ρυθμού και ο πρώτος ναός είναι ακριβές αντίγραφο του Παλαιού Καθολικού της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αμμουδιά

Η Αμμουδιά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 30 μέτρων. Το παλιό όνομα του χωριού είναι «Κουμπλί» και προέρχεται από τη λέξη «γουμ» που σημαίνει άμμος. Άγνωστο παραμένει το πότε εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι, με πιθανότερο έτος το 1830. Η προφορική παράδοση λέει ότι η σημερινή θέση είναι η τρίτη ή η τέταρτη, καθώς οι κάτοικοι μετακινούνταν λόγω πλημμυρών ή λόγω της μεταδοτικής ασθένειας της χολέρας. Την πρώτη φορά εγκαταστάθηκαν 2 χιλιόμετρα νότια της Ηράκλειας, κοντά στο χωριό Σαρακατσαναίικο. Λέγεται ότι στη σημερινή θέση προϋπήρχε ένα περιβόλι με μία οικογένεια, κοντά στην οποία ήρθαν και άλλοι και έτσι δημιουργήθηκε το σημερινό χωριό. Το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες οι οποίοι ήρθαν από το χωριό του Ακ Νταγ Ματέν του Πόντου, της Μητροπόλεως Χαλδαίας. Επίσης, παλαιότερα στην κοινότητα υπάγονταν και τα χωριά Βαλτερό και Γεφυρούδι. Όσον αφορά τις παροχές, το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο χωριό για πρώτη φορά το χειμώνα 1952 ή 1953, ενώ η άντληση του νερού γινόταν παλαιότερα με τουλούμπες και πηγάδια. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, όπως με την καλλιέργεια ζαχαρότευτλων, βαμβακιού, καλαμποκιού, φυστικιού (αραχίδας) κ.λ.π. Το χωριό φημίζεται πανελλήνια ότι παράγει το καλύτερο και νοστιμότερο φυστίκι (αραχίδα) στην Ελλάδα, γι’ αυτό και το γνωρίζουν όλοι ως το Φυστικοχώρι του Σερραϊκού κάμπου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αμφίπολη

Η Αμφίπολη ήταν αρχαία πόλη χτισμένη στην ανατολική Μακεδονία, στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, στη θέση πόλης που παλαιότερα ονομαζόταν Εννέα Οδοί ή πολύ κοντά σε αυτήν. Η Αμφίπολη ιδρύθηκε από Αθηναίους το 437 π.Χ. με στόχο τον έλεγχο των μεταλλείων της Θράκης, αλλά πέρασε στα χέρια των Σπαρτιατών κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του Πελοποννησιακού πολέμου, την περίοδο 431-421 π.Χ. Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει ερείπια ανθρώπινης εγκατάστασης που χρονολογούνται γύρω στο 3.000 π.Χ. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης η περιοχή είχε οχυρωθεί από πολύ νωρίς Το 480 π.Χ. ο Ξέρξης περνώντας από την περιοχή έθαψε ζωντανούς εννέα νεαρούς άντρες και εννέα παρθένες ως θυσία σε ποτάμιο θεό. Ένα χρόνο μετά στην Αμφίπολη ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ νίκησε τα υπολείμματα του στρατού του Ξέρξη. Με την πτώση του Μακεδονικού Βασιλείου από τους Ρωμαίους η Αμφίπολη έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πόλη ορίστηκε πρωτεύουσα μίας από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες στις οποία χώρισαν οι Ρωμαίοι την Μακεδονία, τις επονομαζόμενες μερίδες. Η μερίδα της Αμφίπολης στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην επαρχία της Θράκης. Από την πόλη διερχόταν η περίφημη Εγνατία οδός ενώ την επισκέφθηκε και κήρυξε ο Απόστολος Παύλος κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία του (49-52 μ.Χ). Διασώζονται τα ονόματα χριστιανών της Αμφίπολης που μαρτύρησαν όπως η Θεσσαλονίκη, ο Αύκτος, ο Ταυρίων και ο πρεσβύτερος Μώκιος. Τα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας η Αμφίπολη ευνοήθηκε από την οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας, κάτι που μαρτυρούν και οι πολλές εκκλησίες της πόλης. Στην Αμφίπολη ανασκάφτηκαν εντυπωσιακές σε μέγεθος και διακόσμηση εκκλησίες του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ. Μετά τις επιδρομές των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. η Αμφίπολη ερήμωσε σταδιακά για να εγκαταλειφθεί εντελώς τον 8ο αιώνα όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν στην κοντινή παραθαλάσσια πόλη Ηιώνα (Ἠϊών), που πλέον είχε μετονομαστεί από τους Βυζαντινούς σε Χρυσόπολη. Το Μάιο του 1913 το χωριό όπως και όλη η Ανατολική Μακεδονία περιέρχεται στους Βούλγαρους. Οι κάτοικοι της Αμφίπολης, όπως και της Παλαιοκώμης, του Μικρού Σουλίου και των Λακοβικίων, με σκοπό να ξεφύγουν από τις βιαιότητες των Βουλγάρων κατακτητών, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν στη Βουρβουρού Χαλκιδικής. Εκεί όμως τους βρίσκει επιδημία χολέρας, με αποτέλεσμα πάνω από 110 άνθρωποι να πεθάνουν, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να ξαναγυρίσουν. Στην περιοχή έχουν βρεθεί πολλές επιτύμβιες στήλες, αναθηματικά ανάγλυφα και αγάλματα, όπως και χρυσά κοσμήματα (στους τάφους). Επίσης βρέθηκαν πολλά αγγεία που μαρτυρούν έντονη εμπορική κίνηση. Εκτός από τα αρχαιότερα ευρήματα, τμήματα των αρχαίων τειχών και το ιερό της μούσας Κλειώς διασώζονται επίσης τμήματα σπιτιών της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Πολλά ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αμφίπολης. Το 1953 έγινε στο λόφο Καστά η πρώτη τομή από κατοίκους της περιοχής, εξαιτίας ιχνών λιθοδομής στην κορυφή του. Το 1964 άρχισε επίσημα η ανασκαφή και ανακαλύφθηκε ένα τετράπλευρο οικοδόμημα, με μήκος πλευράς 10 μέτρα και ύψος 5 μέτρα, ενώ με βάση διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη βρέθηκε ότι ο Λέοντας της Αμφίπολης βρισκόταν κάποτε στην κορυφή του τύμβου, πάνω στο τετράπλευρο αυτό οικοδόμημα. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν σε μια έκταση 20 στρεμμάτων στο λόφο και εντοπίστηκαν 70 τάφοι. Το 2012 άρχισαν προσπάθειες για να εντοπιστούν τα όρια του τύμβου, και ο περίβολός του εντοπίστηκε 12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια που γίνονταν οι ανασκαφές. Ο ταφικός περίβολος έχει μήκος 497 μέτρα και χρονολογείται γύρω στο 325 – 300 π.Χ. την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είναι φτιαγμένος από μάρμαρο της Θάσου και κατά την εκτίμηση της υπεύθυνης της ανασκαφής πρόκειται για έργο του Δεινοκράτη, της περιόδου 325-300 π.Χ. Από την ανασκαφή στον τάφο έχουν έρθει στο φως τρεις διαδοχικοί θάλαμοι που επικοινωνούν μεταξύ τους με θύρες, ενώ στον τρίτο θάλαμο υπάρχει μικρότερη θύρα που φαίνεται να οδηγεί σε τέταρτο θάλαμο, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι αυτός είναι ο τελευταίος ή νεκρικός θάλαμος. Οι ανασκαφές βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν είναι ακόμα σίγουρο σε ποιόν ανήκει ο συγκεκριμένος τάφος. Από την δημοσιοποίηση των πρώτων ευρημάτων, έχουν εμφανιστεί πολλές και διαφορετικές απόψεις αρχαιολόγων για το ποιος ή ποια είναι ο νεκρός, καθώς και αν είναι ένας ή περισσότεροι. Το Σεπτέμβριο του 2015 και σύμφωνα με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ανασκαφικής ομάδας στον Τύμβο Καστά ως προς τις έρευνες που διεξήγαγαν από το 2012 έως το 2014, ανακοινώθηκε πως το μνημείο κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τον Ηφαιστίωνα, με τον κατασκευαστή να είναι ο Δεινοκράτης. Ανάμεσα στα μνημεία της παλαιοχριστιανικής περιόδου στην Αμφίπολη, του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ., συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων τέσσερις παλαιοχριστιανικές βασιλικές που ανασκάφησαν μέσα σε περιτειχισμένη έκταση και κοσμούνται με εξαίρετα αρχιτεκτονικά γλυπτά και ψηφιδωτά δάπεδα όπως και ένας περίκεντρος ναός. Στις όχθες του Στρυμόνα υπάρχουν τμήματα του τείχους και δυο σημαντικοί πύργοι. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αναστασία

Η Αναστασία ή Αναστασιά είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 450 μέτρα και βρίσκεται προς τα ανατολικά όρια με το νομό Δράμας στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Μενοίκιο. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και φημίζονται για την παραγωγή κερασιών. Το όνομα προέρχεται από τη βυζαντινή εκκλησία του χωριού που είναι αφιερωμένη στην πολιούχο Αγία Αναστασία και από το 1995 έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ο αρχικός αρχιτεκτονικός τύπος της είναι τρουλαίος μετά περιστώου, με τρούλο κυλινδρικό και χαμηλό. Το δάπεδο του βυζαντινού ναού είναι από μαρμαροθέτημα, ενώ οι επιφάνειες των τοίχων είναι επιχρισμένες εσωτερικά και εξωτερικά. Στην τοποθεσία «Άγιος Αχίλλειος» υπάρχουν ερείπια εκκλησίας και κτισμάτων των υστεροβυζαντινών χρόνων, ενώ η γύρω τους περιοχή αναφέρεται ως μετόχι της Μονής Τιμίου Προδρόμου, που πιθανολογείται ότι πρόκειται για το μετόχι της Παναγίας Οστρινής (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Άνω Βροντού

Η Άνω Βροντού είναι ορεινό χωριό χτισμένη σε υψόμετρο 1.060 μέτρων στις πλαγιές των ορέων Βροντούς, που αποτελούν απόληξη του Όρβηλου. Πρόκειται για τον πιο ορεινό οικισμό του νομού Σερρών και ολόκληρης της ανατολικής Μακεδονίας. Η ύπαρξη στην Άνω Βροντού ενός ρωμαϊκού οικισμού εικάζεται από ελληνική επιγραφή των αυτοκρατορικών χρόνων, εντοιχισμένη παλιότερα στον ερειπωμένο ναό του Αγίου Νικολάου. Ο οικισμός (κώμη), που ανήκε στην Οδομαντική, θα ήταν χτισμένος στο ίδιο οχυρό ύψωμα όπου το σημερινό χωριό, το οποίο διαθέτει πολλά στρατηγικά πλεονεκτήματα και είναι πραγματικά ιδανικό για φιλοξενία αρχαίου οικισμού. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από άλλες ενδείξεις, όπως είναι η μνεία της Βροντούς σε έγγραφα των χρόνων της σερβοκρατίας (14ου αιώνα). Την πιο ισχυρή όμως ένδειξη προσφέρει η ύπαρξη μεταλλείων και μεταλλουργείων σιδήρου στη γύρω περιοχή, που φαίνεται πως αποτέλεσε το σοβαρότερο κίνητρο για την ίδρυση ενός τόσο ορεινού (υψόμ. 1060 μ.) και γεωγραφικά απομονωμένου οικισμού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αχινός

Ο Αχινός είναι πεδινό χωριό με υψόμετρο 15 μέτρα και βρίσκεται προς τα νότια της πεδιάδας των Σερρών και νότια του ποταμού Στρυμόνα. Το χωριό πήρε το όνομά του από τη λίμνη Αχινού ή Κερκινίτιδα ή λίμνη των Σερρών, η οποία έχει αποξηρανθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1930[2][3]. Δημιουργήθηκε στην ίδια με τη σημερινή τοποθεσία από ψαράδες της ευρύτερης περιοχής που αρχικά έκτισαν εκεί τις ψαροκαλύβες τους. Η επέκταση του άρχισε με την αποξήρανση της λίμνης και τη δημιουργία του εύφορου κάμπου που οι κάτοικοι αποκαλούν «Βαλτά». (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αχλαδοχώρι

Στο τέλος μιας μοναδικής διαδρομής δίπλα στον Κρουσοβίτη. Απέχει 20 χλμ Β.Α του Σιδηροκάστρου, ανάμεσα στα βουνά Όρβηλος (Αλή Μπουτούς) από βόρεια και Βροντούς από νότια. Σήμα «κατατεθέν» του χωριού, είναι η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, που κτίστηκε το 1870 στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει στο κέντρο του χωριού και πρόκειται για το μεγαλύτερο μεταβυζαντινό ναό στο νομό Σερρών. Όπως αναφέρουν οι παλαιότεροι όλοι οι κάτοικοι βοήθησαν με χρήμα και εργασία να αποπεραωθεί ο ναός. Μάλιστα το διάστημα αυτό, δεν γινόντουσαν στο χωριό γιορτές, πανηγύρια, γάμοι, ακόμη και βαπτίσεις. Το 1877 ολοκληρώθηκε και η αγιογραφία του ναού, που αποτελούνταν από παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η ταυτότητα του αγιογράφου, εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη. Παλαιότερη εκκλησία όμως στο χωριό, είναι των Αγίων Ταξιαρχών που χρονολογείται το 1830. Είναι απλή, κτισμένη σε ρυθμό βασιλικής, εξ ολοκλήρου με πέτρα και αρκετά μέσα στη γη, επειδή οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Χριστιανούς να διατηρούν περικαλλείς ναούς. . (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σιντικής)

Άνω Πορόια

Το γραφικό χωριό είναι, χτισμένο σε υψόμετρο 395 μ. στις παρυφές του Μπέλες, με την παραδοσιακή μακεδονίτικη αρχιτεκτονική, και θέα μοναδική προς τη λίμνη της Κερκίνης και τη σερραϊκή ενδοχώρα. Η ομορφιά του τοπίου, το μεγαλείο του βουνού, τα άφθονα γάργαρα νερά, τα τεράστια βαθύσκιωτα πλατάνια, οι πυκνά δασωμένες πλαγιές το ευχάριστο και υγιεινό κλίμα κερδίζουν τον επισκέπτη. Περιηγηθείτε στα καλντερίμια των «μαχαλάδων» του απολαμβάνοντας την εξαιρετική θέα, νοιώστε τη φιλοξενία των κατοίκων του από ένα λαό που ανέκαθεν ζούσε και ζει με τη γενναιοδωρία της φύσης, αναγνωρίστε τις μυρωδιές της ανθισμένης φύσης. Περιηγηθείτε στο καταπληκτικό αισθητικό δάσος με πλατάνια όπου κυλούν άφθονα νερά όπου υπάρχει χώρος αναψυχής με κέντρα εστίασης και ανηφορίστε προς τα εξωκλήσια των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου, με τις μοναδικές αγιογραφίες. Μην παραλείψετε να επισκεφθείτε το πρατήριο του Γυναικείου Αγροτουριστικού Συνεταιρισμού, με χειροποίητα τοπικά προϊόντα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σιντικής)

Βαλτοτόπι

Το Βαλτοτόπι Σερρών είναι πεδινό χωριό σε υψόμετρο 14 μέτρα και βρίσκεται νοτιοανατολικά από την πόλη των Σερρών. Η παλιά του ονομασία μέχρι το 1926 είναι Μπεϊλίκ Μαχαλέ και έτσι αναφέρεται επίσημα το 1920. Το 1922 στο χωριό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τα Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης. Το τριήμερο 16 με 18 Ιουλίου πραγματοποιούνται εκδηλώσεις στην πλατεία του χωριού προς τιμήν της Αγίας Μαρίνας, καθώς και στην γιορτή του Αγίου Γεωργίου: εκείνη τη μέρα ο πολιτιστικός σύλλογος διοργανώνει το «κουρμπάνι», όπου όλο το χωριό μαζεύεται στην πλατεία και παρακολουθεί τους παραδοσιακούς χορούς. Το κουρμπάνι είναι ένα ζώο που ψήνεται από τον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού και δίνεται στην εκκλησία. Η εκκλησία με τη σειρά της το μοιράζει πρώτα στους φτωχούς και ότι μείνει στους κατοίκους του χωριού. Έπειτα ακολουθούν παραδοσιακοί χοροί από τον πολιτιστικό σύλλογο. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Βαμβακόφυτο

Το Βαμβακόφυτο (Βυζαντινά Ελληνικά: Σαβίακον) βρίσκεται στα βόρεια του Νομού Σερρών και είναι από τα πιο παλιά χωριά της περιοχής, καθότι κατοικείται από αμιγώς ντόπιους κατοίκους, κυρίως αγρότες. Το Βαμβακόφυτο ήταν χτισμένο αρχικά στην περιοχή του Προφήτη Ηλία, το παλιό Σάβιακο όπως ονομάζεται σήμερα η περιοχή από το παλιό όνομα του χωριού και είναι περίπου τρία χιλιόμετρα βόρεια της σημερινής του θέσεως. Πριν όμως απλωθεί στα σημερινά του όρια, κατελάμβανε το βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής του Αγίου Νικολάου. Ερείπια του παλιού οικισμού υπάρχουν μεταξύ Αγίου Νικολάου και της μεγάλης χαράδρας (μεγάλος λάκκος). Γηγενείς οι κάτοικοί του, ντόπιοι δηλαδή, αιώνες τώρα ζουν στην ίδια περιοχή, αμιγής Ελληνικός πληθυσμός, αγροτικός, εργατικός και φιλήσυχος κόσμος κατάφερε με την εργατικότητά του, την τιμιότητα και την εξυπνάδα του να προοδεύσει και να ξεχωρίσει στην περιοχή. Πολύ παλιά ασχολούνταν οι κάτοικοί του με τη παραγωγή ξυλανθράκων και την κτηνοτροφία. Σήμερα η γεωργία, είναι η ασχολία των περισσοτέρων. Οι εκτάσεις που καλλιεργούνται είναι ημιορεινές και πεδινές. Ο καπνός και τα σιτηρά είναι τα κυριότερα προϊόντα. Όμως με τα αρδευτικά έργα το βαμβάκι, το καλαμπόκι, τα σακχαρότευτλα και η ελιά έχουν μεγάλες και καλές αποδόσεις λόγω φυσικά και της επίπονης και φιλότιμης προσπάθειας των αγροτών. Επίσης και άλλα επαγγέλματα αναπτύσσονται σε ζηλευτό βαθμό, με μεγάλα καταστήματα τροφίμων, κλασικές ταβέρνες, καφετέριες, ξυλουργεία, βιοτεχνίες κ. ά. Το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων του Βαμβακοφύτου είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Με θρησκευτική ευλάβεια επίσης τηρούν τα ήθη και έθιμα στις μεγάλες και μικρές κοινωνικές εκδηλώσεις, στις γιορτές, στα πανηγύρια, στους γάμους και τα βαφτίσια. Με τους πολιτικούς και τους πολιτιστικούς φορείς, με τους απλούς του ανθρώπους το χωριό διατηρεί και διαδίδει την Ελληνική Παράδοση, που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, ως πολιτισμική παρακαταθήκη για να διαμορφώνει την ιδιαίτερη Εθνική του φυσιογνωμία. Έχει το Λαογραφικό Μουσείο όπου φυλάσσονται παλιά αντικείμενα και είδη γεωργικής ασχολίας και οικιακής χρήσης. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Γάζωρος

Ο Γάζωρος είναι πεδινός οικισμός σε υψόμετρο 95 μέτρων και πήρε τη σημερινή ονομασία του το 1928 από την κοντινή ομώνυμη αρχαία πόλη. Η αρχαία πόλη Γάζωρος ήταν περίφημη στην αρχαιότητα για τη λατρεία της Άρτεμης της επονομαζόμενης «Γαζωρίας». Από τις αρχαίες πηγές μόνο ο γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος αναφέρει την πόλη (και αργότερα ο Στέφανος Βυζάντιος). Ωστόσο, το όνομά της, όπως και το εθνικό «Γαζώριοι», μαρτυρούνται σε επιγραφές των ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων που βρέθηκαν πριν από μερικές δεκαετίες. Με βάση τις επιγραφές αυτές, η πόλη ταυτίστηκε οριστικά με τα αρχαία ερείπια που είχαν εντοπιστεί παλιότερα στο λόφο του «Αγίου Αθανασίου», ο οποίος υψώνεται δύο περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά από το σημερινό χωριό. Ως τον 3ο π.Χ. αιώνα η Γάζωρος ήταν μια από τις «περιοικίδες» πόλεις της Σίριος (σημ. Σέρρες). Ωστόσο, όπως μαρτυρεί τιμητικό ψήφισμα του 3ου-2ου π.Χ. αιώνα, η πόλη ήταν ήδη αυτόνομη από την ελληνιστική εποχή και σε αυτήν υπάγονταν διοικητικά όλες οι γύρω κώμες που βρίσκονταν μέσα στα όρια της αστικής της περιφέρειας («χώρας»). Μια από τις κώμες αυτές που βρισκόταν στην ανατολική όχθη της Κερκινίτιδας λίμνης (Αχινού), κοντά στο σημερινό χωριό Πεθελινός, και διέθετε κάποιο λιμάνι, φαίνεται πως χρησίμευσε ως επίνειό της, καθώς της εξασφάλιζε τη δυνατότητα επικοινωνίας με τη θάλασσα μέσω του υδάτινου δρόμου Κερκινίτιδας-Στρυμόνα. Κατά την αυτοκρατορική πάλι περίοδο, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός άλλου ψηφίσματος (του 158/9 μ.Χ.), η πόλη ήταν μέλος μιας ομοσπονδίας πέντε πόλεων («Πεντάπολης») που είχε την έδρα της στην αρχαία Σίρρα (σημ. Σέρρες). Οι κάτοικοί της, εκτός από τις αγροτικές καλλιέργειες, ασχολήθηκαν με τη συστηματική εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της περιοχής, όπως δείχνουν πολλά ίχνη μεταλλευτικών εργασιών που εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία κοντά στο σημερινό Γάζωρο και τη Νέα Ζίχνη. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Γεφυρούδι

Το Γεφυρούδι βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της κοιλάδας του Στρυμόνα. Δυτικά του χωριού, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου ρέουν η Μπέλιτσα ή Ασπροπόταμος και ο ποταμός Στρυμόνας (10km). Οι μόνιμοι κάτοικοι του Γεφυρουδίου ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι βασικές καλλιέργειες των γεωργών είναι το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα τεύτλα, και κυρίως το βαμβάκι. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Δάφνη

Η Δάφνη (Βυζαντινά Ελληνικά: Έζοβα) είναι πεδινό χωριό σε υψόμετρο 110 μέτρα και βρίσκεται στα νότια του κάμπου των Σερρών και στους βόρειους πρόποδες από τα Κερδύλια όρη. Το χωριό είναι χτισμένο σε περιοχή με πλούσια βλάστηση και πολλά νερά. Βόρεια περνάει ο χείμαρρος Δάφνη, ο οποίος μετά από λίγο καταλήγει στον Εζοβίτη ποταμό. Ο τελευταίος ταυτίζεται με τον Βισάλτη ποταμό των αρχαίων Ελλήνων. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με την γεωργία (καλλιεργούν σιτάρι, βαμβάκι, καπνά, ντομάτες, μηδική, αμυγδαλιές κι ελιές) και την κτηνοτροφία (εκτρέφουν αιγοπρόβατα και βοοειδή). Η Δάφνη με την ονομασία «Χωρίο των Εζεβών» (άνω και κάτω Έζιοβα) αναφέρεται γραπτά σε χειρόγραφο της Μονής Ιβήρων που καταγράφει την ύπαρξη της πριν το 1062. Από την περιοχή πέρναγε η αρχαία Παρεγνατία που οδηγούσε από την Αμφίπολη στο Σιδηρόκαστρο. Σε άλλα χειρόγραφα διαφόρων Μονών του Αγίου Όρους αναφέρεται ότι υπήρχε επισκοπή Εζεβών που υπαγόταν στη Μητρόπολη Σερρών και ότι αποτελούσε το κέντρο της περιοχής πριν αναπτυχθεί η Νιγρίτα και γίνει διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο. Ο επίσκοπος Εζεβών Ιωαννίκιος (1290-1300) ήταν ο πρώτος κτήτορας της ιστορικής Μονής Προδρόμου Σερρών. Την περίοδο της τουρκοκρατίας και την εποχή του σουλτάνου Μουράτ Β’ ήταν ακμάζουσα κοινότητα με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό και είχε παραχωρηθεί μαζί με τα γύρω χωριά και τα κτήματα στη μητρυιά του κυρά-Μάρω ή Μάρα Μπράνκοβιτς (δεύτερη σύζυγο του Μωάμεθ Β΄), οποία ήταν κόρη του δεσπότη της Σερβίας Γεωργίου Μπράνκοβιτς και της Ειρήνης (θυγατέρας του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ματθαίου Καντακουζηνού). Στο χωριό βρίσκεται και ο βυζαντινός «Πύργος της Μάρως». (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Δαφνούδι

Το Δαφνούδι βρίσκεται σε πεδινή περιοχή σε μικρή απόσταση από την κατάληξη του ορεινού όγκου του Μενοίκιου. Το όνομα του οικισμού μέχρι το 1928 ήταν «Νούσκα». Σε μικρή απόσταση (περίπου 1000 μ.) δυτικά από το Δαφνούδι και συγκεκριμένα στην τοποθεσία «Παλιοχώρι» έχει εντοπιστεί, με βάση την επιφανειακή κεραμική, η θέση ρωμαϊκού οικισμού, από την οποία προέρχεται και το επιτύμβιο ανάγλυφο ενός Θράκα (του 2ου μ.Χ. αιώνα). Επίσης, στο λόφο «Καϊλιάς», που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα βορειοανατολικά από το Δαφνούδι, κοντά στα διοικητικά όρια με το χωριό Άγιος Χριστόφορος, σώζονται ερείπια (τείχη και θεμέλια κτιρίων) ενός αρχαίου οχυρωμένου οικισμού. Στις πλαγιές των γειτονικών λόφων ανακαλύφτηκαν τάφοι και όστρακα αγγείων ρωμαϊκής εποχής. Από δω προέρχεται πιθανώς ένα άλλο επιτύμβιο ανάγλυφο Θράκα (του 1ου μ.Χ. αιώνα), που είχε βρεθεί παλιότερα στη γύρω περιοχή από κάτοικο του Αγίου Χριστοφόρου. Πρώτοι κάτοικοι ήταν μετανάστες από άλλα μέρη, όπως τη Δράβοστα και τα Μέταλλα. Η ιστορία του χωριού αρχίζει, το έτος 1785, ίσως και παλιότερα γιατί στην περιοχή κατοικούσαν ήδη αρκετοί Τούρκοι. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, κάτοικοι από τη Δοβίστα και τα σημερινά Μέταλλα, μετακόμισαν στο Δαφνούδι, που τότε ονομάζονταν «Κάτω Νούσκα» . Το 1908 ονομάστηκε Δαφνούδι. Αφορμή για την αλλαγή, σύμφωνα με την παράδοση, στάθηκε η επίσκεψη του Βασιλιά Γεωργίου, στον οποίο οι κάτοικοι πρόσφεραν ένα στεφάνι από δάφνες, από τις οποίες προέκυψε το όνομα Δαφνούδι. Το 1914, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική πλευρά του χωριού πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Το 1950 εγκαταστάθηκαν μόνιμα Σαρακατσάνοι στην δυτική πλευρά του χωριού από τα γύρω βουνά Μενοίκιο όρος. Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είναι χτισμένη το 1835 πάνω στα ερείπια παλαιότερου Ναού. Πρόκειται για έναν επιβλητικό ναό, με εξαίσιες τοιχογραφίες. Αναφορικά με το σχολείο του χωριού η ιστορία του ξεκινά το 1865 εποχή κατά την οποία το κρυφό σχολειό κρατούσε τα ηνία. Ένας ιερέας μέσα στην εκκλησία, καθισμένος στο σκαμνί και στο σκοτάδι, προσπαθούσε να μυήσει στις ελληνοχριστιανικές ιδέες τους λίγους μαθητές του. Τότε ήρθε στο χωριό ο πρώτος επίσημος διδάσκαλος ο Γεροδιδασκαλούδας. Κατόπιν οι επόμενοι δάσκαλοι παρακίνησαν τους γονείς και τα παιδιά να μεταφέρουν μαρμάρινες πλάκες από το Μενοίκιο όρος και να κατασκευάσουν το νάρθηκα του ναού του Αγίου Αθανασίου. Το 1922 έγινε η μεταφορά του σχολείου. Με τις δαπάνες των κατοίκων και της Κοινότητας, χτίστηκε ένα μεγαλοπρεπές κτίριο με μεγάλο προαύλιο και σπουδαία εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση στο χώρο. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Δήμητρα

Η Δήμητρα (έως 1928 Τσεπελτζές) είναι πεδινό χωριό του νομού. Ανατολικά και νότια του χωριού περνάει ο Αγγίτης ποταμός που καταλήγει στο Στρυμόνα. Το χωριό ιδρύθηκε το 1914 από οικογένειες προσφύγων από το Σιμιτλή της Ανατολικής Θράκης και ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια των χωραφιών της γύρω περιοχής που τότε ήταν ελώδη εδάφη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο και τον Πόντο. Σε λόφο νότια του χωριού και σε απόσταση 5 χλμ. προς τις όχθες του Αγγίτη, έχει βρεθεί προϊστορικός οικισμός καθώς και νοτιοανατολικά μέσα στο χωριό έχουν βρεθεί προϊστορικοί οικισμοί. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Δημητρίτσι

Το Δημητρίτσι βρίσκεται προς τα δυτικά όρια του νομού, στον κάμπο των Σερρών, κοντά στη συμβολή του ποταμού Στρυμόνα με τον παραπόταμό του Κοπατσιανό (ή Σκαπάνη). Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία (καλλιέργειες αραβόσιτου, ζαχαρότευτλων, βαμβακιού, ελιών, αμυγδάλων, καπνού, αμπελιών) και την κτηνοτροφία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες που προέρχονται από τις περιοχές της Σμύρνης και τα Κουβούκλια της Προύσας της Μικράς Ασίας, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στην Ελλάδα. Οι πρόσφυγες ίδρυσαν ένα δικό τους συνοικισμό στην ανατολική πλευρά του χωριού, όπου δεν υπήρχε κανένας ντόπιος. Την ίδια εποχή ήρθαν και μερικές οικογένειες Θρακιωτών. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Δραβήσκος

Ο Δραβήσκος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στην επαρχία Φυλλίδος, αριστερά του ποταμού Αγγίτη και ανατολικά του όρους Παγγαίο, σε υψόμετρο 100 μέτρων. Φημίζεται για τα κυριακάτικα Brunch του και προσελκύει γευσιγνώστες από όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, προκειμένου να εξερευνήσουν νέους γευστικούς ορίζοντες πέρα από κάθε προσδοκία. Λίγο δυτικότερα του σημερινού χωριού, στην τοποθεσία «Φραγκάλα», έχουν εντοπιστεί λείψανα (αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές) αρχαίας πόλης, η οποία ταυτίζεται με την αρχαία θρακική πόλη της Ηδωνίδας Δραβήσκο, που η ονομασία της διασώθηκε, με ελάχιστη μόνο παραφθορά, στην παλιά ονομασία του χωριού «Σδραβήκι» (= εις Δραβήκι =’ς Δραβήκι = Σδραβήκι). Η μνεία της πόλης από τον Στράβωνα και τον Αππιανό μαρτυρεί την ύπαρξή της στη ρωμαϊκή εποχή, αφού υποβαθμίστηκε πιθανώς σε απλή κώμη εξαρτώμενη διοικητικά από την κοντινή Αμφίπολη. Το 465 π.Χ Θράκες πελταστές συνέτριψαν εκεί την οπλιτική φάλαγγα 2.500-3.000 Αθηναίων αποίκων της πόλης των Εννέα Οδών, οι οποίοι προχωρούσαν στη θρακική ενδοχώρα με σκοπό την κατάληψη των προσοδοφόρων χρυσωρυχείων της. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ελαιώνας

Ο Ελαιώνας είναι ημιορεινός οικισμός. Υπάρχουν πληροφορίες ότι κοντά στο χωριό είχαν βρεθεί παλιότερα ελληνικές επιτύμβιες επιγραφές ρωμαϊκών χρόνων, ενώ στο ξωκλήσι της «Παναγίας» αποκαλύφτηκαν θεμέλια ρωμαϊκών χτισμάτων. Με βάση τα στοιχεία αυτά και σε συνδυασμό με την παρουσία του γειτονικού χαρακτηριστικού τοπωνυμίου «Γκραντίστα», εικάζεται η ύπαρξη εδώ ενός ρωμαϊκού οικισμού. Από τα πλούσια βοσκοτόπια στη γύρω περιοχή συμπεραίνεται ότι ο οικισμός είχε καθαρά κτηνοτροφικό χαρακτήρα. Εξάλλου, κατείχε μια πολύ στρατηγική θέση, καθώς ασκούσε έλεγχο στο ρωμαϊκό δρόμο που από την πόλη των Σερρών οδηγούσε, μέσω Βροντούς και Νευροκοπίου, στην αρχαία Νικόπολη του Νέστου, στον άνω ρου του ποταμού Νέστου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Εμμανουήλ Παππάς

O Εμμανουήλ Παππάς είναι χαρακτηρισμένος ως παραδοσιακός οικισμός. Το όνομα του χωριού δόθηκε προς τιμήν του στρατηγού της Επανάστασης του 1821, Εμμανουήλ Παπά που θυσίασε τη ζωή, την οικογένεια και την περιουσία του για τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του Μενοικίου όρους κι έχει παραδοσιακή Μακεδονική αρχιτεκτονική με γραφικά στενά δρομάκια και παραδοσιακά σπίτια. Στα αξιοθέατα, ξεχωριστή θέση κατέχει το κτίριο του «Σχολαρχείου» (Εκπαιδευτήρια της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος), που χτίστηκε το 1906 και έχει αναπαλαιωθεί πρόσφατα, ο ναός του Αγίου Αθανασίου με το υπέροχο μοναδικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του, που χτίστηκε το 1805 στα θεμέλια προγενέστερου ναού, τα πολλά ξωκλήσια του χωριού στους γύρω λόφους καθώς και τα μοναδικής ομορφιάς άγρια άλογα του Μενοικίου. Ο Εμμανουήλ Παπάς και τα γειτονικά χωριά Πεντάπολη, Άγιο Πνεύμα, Νέο Σούλι και Χρυσό αποτελούν μια ιδιαίτερη πολιτισμική και λαογραφική ενότητα, τα λεγόμενα Νταρνακοχώρια, τα οποία παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στα ήθη κι έθιμα, στις παραδόσεις, στη γλώσσα καθώς και στη μουσική. Πέρα όμως από τα κοινά χαρακτηριστικά, υπάρχουν και κάποια που είναι μοναδικά για το συγκεκριμένο χωριό, κι ένα από αυτά είναι το αποκριάτικο έθιμο που είναι γνωστό ως «κούσασι» (παραφθορά της φράσης «ακούς εσύ») ή και «μάτιασμα» (χωρίς να έχει καμία σχέση με τις γνωστές δεισιδαιμονικές αντιλήψεις περί «κακού ματιού», βασκανείας κ.τ.λ.). Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα είδος τελετουργικού παντρολογήματος που τελούνταν παλιά σε κάθε γειτονιά του χωριού από ομάδες παιδιών προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, μπροστά στη φωτιά που άναβαν το βράδυ της Κυριακής των Αποκριών. Εκεί, αφού είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες κι άρχιζαν την τέλεση του εθίμου. Το έθιμο της χελιδόνας ή «χελιδονίσματα»  που απαντάται σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου και Δωδεκανήσων τηρούνταν επίσης και στον Εμμανουήλ Παπά (όπως και στα υπόλοιπα Νταρνακοχώρια και σε πολλά άλλα χωριά του νομού Σερρών), μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες. Τα παιδιά γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδώντας το τραγούδι της χελιδόνας και οι νοικοκυρές τους πρόσφεραν αβγά, γλυκίσματα, κουλούρια ή και λεφτά. Άλλα έθιμα του χωριού που είναι κοινά με τα άλλα Νταρνακοχώρια είναι τα λεγόμενα «κηρούδια» την παραμονή της εορτής των Φώτων, όταν ο νονός έστελνε στα βαφτιστήρια του ένα πανέρι γεμάτο ξηρούς καρπούς, χουρμάδες, σοκολατάκια κι άλλα γλυκίσματα, στολισμένο με κλωνάρι ελιάς και μεγάλα κεριά, περασμένα μέσα από πορτοκάλια και με αποξηραμένα σύκα κρεμασμένα στις άκρες τους, καθώς και το «θύμιασμα», την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, όταν στο βραδινό τραπέζι τοποθετούσαν ένα αναμμένο θυμιατό και μ’ αυτό ο αρχηγός της οικογένειας θύμιαζε ένα ένα όλα τα μέλη της και στη συνέχεια όλα τα δωμάτια του σπιτιού καθώς και το στάβλο με τα ζώα.. Τα έθιμα της γέννησης, του αρραβώνα και του γάμου είναι επίσης ίδια με αυτά των άλλων Νταρνακοχωρίων, ενώ το έθιμο των Λαζαρίνων είναι διαδεδομένο σε ολόκληρο σχεδόν το βορειοελλαδικό χώρο. Το Σάββατο του Λαζάρου, κοπέλες γυρνάνε στα σπίτια του χωριού κρατώντας καλάθια με λουλούδια και τραγουδούν τα κάλαντα του Λαζάρου, ενώ οι νοικοκυρές φτιάχνουν κουλουράκια με σχήμα ανθρώπου, τα «λαζαράκια». Κάποιοι λαογράφοι θεωρούν ότι αυτό είναι ένα από τα αρκετά χριστιανικά έθιμα που στην πραγματικότητα έχουν τις ρίζες τους σε ειδωλολατρικές γιορτές της αρχαιότητας (στην προκειμένη περίπτωση τα Αδώνια), οι οποίες απλώς καλύφθηκαν μ’ ένα χριστιανικό «μανδύα» για να κληροδοτηθούν και στη νέα θρησκεία και να επιβιώσουν έτσι μεταλλαγμένα μέχρι και σήμερα. Την ίδια προέλευση έχει κατά πάσα πιθανότητα κι ένα έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής που απαντάται και σ’ άλλα χωριά του νομού Σερρών, η τοποθέτηση ενός μικρού πιάτου ή γλάστρας με φρεσκοφυτεμένες φακές ή σιτάρι (ή ακόμα και οποιοδήποτε άλλο φυτό της εποχής που ανθίζει γρήγορα), δίπλα από την εικόνα του Εσταυρωμένου κι ένα αναμμένο κερί ή καντήλι, σε ένα τραπέζι μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού την ώρα που περνά η πομπή του Επιτάφιου. Η πρακτική αυτή θυμίζει το έθιμο των «Αδώνιδος Κήπων» της αρχαιότητας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ευκαρπία

Η Ευκαρπία (Βυζαντινά Ελληνικά: Κούτζη) είναι αρκετά εύφορο χωριό χάρη στη Σερραϊκή πεδιάδα, που είναι μία από τις μεγαλύτερες της Ελλάδος, την οποία διαρρέει ο Στρυμόνας, που και περνάει σε πολύ κοντινή απόσταση από το χωριό. Το προηγούμενο όνομά του ήταν Κούτσιος και από το 1920 ήταν αυτόνομη κοινότητα, η οποία μετονομάστηκε το 1927 σε Κοινότητα Ευκαρπίας. Κοντά στην Ευκαρπία και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Μεσοβούνια εντοπίστηκε νεκρόπολη που ανήκε σε πόλισμα της αρχαίας Βισαλτίας, το οποίο είχε ακμάσει κατά την αρχαία και Ρωμαϊκή εποχή. Πιθανώς από την τοποθεσία αυτή προέρχονται οι επιγραφές που βρέθηκαν στο κοντινό Παλιοχώρι Καστρί. Επίσης, σε γειτονική θέση είχε βρεθεί παλιότερα ένας Μακεδονικός τάφος με ωραία μαρμάρινα θυρόφυλλα. Τα θυρόφυλλα αυτά, εκτίθονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών. Επιπλέον, νότια του οικισμού, βρίσκεται ο βυζαντινός «Πύργος της Κούτζης», ο οποίος οφείλει το όνομά του στη βυζαντινή ονομασία του χωριού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ζερβοχώρι

Το Ζερβοχώρι βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μέτρων. Δύο χιλιόμετρα νότια από το χωριό βρίσκεται ο λόφος Παλιόκαστρο όπου υπάρχει οικισμός και νεκρόπολη κλασσικών χρόνων καθώς και προϊστορική θέση η οποία έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ηλιοκώμη

Η Ηλιοκώμη (πρώην Τσερέπλιανη) είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 250 μέτρων. Είναι χτισμένο ανάμεσα στη Νέα Μπάφρα (ΒΔ.), Κορμίστα (ΒΑ.), Πρώτη (ΝΔ.) με τα οποία αποτελούν την ευρύτερη περιοχή της ιστορικής Ιεράς Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης. Η μονή ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα και αποτελεί σημαντικό θρησκευτικό αξιοθέατο. Άλλα αξιοθέατα είναι τα δύο κτίρια της παλαιάς αποθήκης και του δημοτικού σχολείου καθώς και ο ενδιάμεσος σε αυτά χώρος «Χιονίστρα» που έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Στην περιοχή υπάρχουν ευρήματα κατοίκησής της από την αρχαιότητα και πιθανολογείται ότι η Ηλιοκώμη υπήρξε σημαντική κωμόπολη. Αρχικά κατοικήθηκε από τη Θρακική φυλή των Ζαιελέων, ονομαζόταν Σιροπαίονες και βρισκόταν γύρω από τον σημερινό οικισμό μέχρι την αγροτική τοποθεσία «Μεϊβαλίκια», όπου υπάρχουν ερείπια, πήλινες νεροσωλήνες, κιούγκια κ.α. Από 479 π.Χ. άρχισαν να μετακινούνται οι πρώτοι Μακεδόνες τη Βισαλτία Nιγρίτας ενώ ο μεγάλος όγκος τους εγκαταστάθηκε το 339 π.Χ. την εποχή του Φιλίππου του Β’. Την περίοδο της τουρκοκρατίας οι κάτοικοί του ήταν Τούρκοι οι οποίοι μετά την απελευθέρωση το 1913 έφυγαν, ενώ το 1914 εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και το 1924 Έλληνες από τη Μπάφρα της Μικράς Ασίας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Θερμά

Τα Θερμά είναι πεδινός οικισμός γνωστός παλιότερα για τα ιαματικά του λουτρά. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού Σερρών. Στο σημερινό χωριό αποκαλύφτηκαν ίχνη αρχαίου οικισμού, ο οποίος βρισκόταν πάνω στο ρωμαϊκό δρόμο Αμφίπολης-Ηράκλειας Σιντικής. Συγκεκριμένα, έξω από τα Θερμά, στις τοποθεσίες «Παλιάμπελα» και «Μιζάρια», θα εκτεινόταν η νεκρόπολη, όπως μαρτυρεί η ανεύρεση αρχαίων τάφων. Μέσα πάλι στο χωριό, κατά την οικοδόμηση σπιτιών, αποκαλύφτηκαν θεμέλια αρχαίων κτισμάτων. Τέλος, παλιότερα στη διάρκεια εργασιών για την κατασκευή του υδρευτικού δικτύου, είχαν έρθει στο φως διάφορες επιγραφές. Η ίδρυση του αρχαίου αυτού οικισμού θα πρέπει να είχε σχέση με την αξιοποίηση των εδώ ιαματικών πηγών και την κατασκευή κατάλληλων ιαματικών λουτρών. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ίβηρα

Τα Ίβηρα είναι χτισμένα σε υψόμετρο 60 μέτρων και είναι σχετικά πρόσφατος οικισμός. Ο αρχικός πυρήνας του σχηματίστηκε μετά το 1922 γύρω από το μετόχι της αγιορείτικης μονής Ιβήρων όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πρόσφυγες από το Δυτικό Πόντο, την Ανατολική Θράκη και την Καππαδοκία. Αργότερα εγκαταστάθηκαν και Σαρακατσάνοι. Στα Ίβηρα είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη η καλλιέργεια βαμβακιού. Επίσης καλλιεργούνται μεγάλες εκτάσεις με ηλίανθο για παραγωγή βιοντίζελ, σκληρό σιτάρι και τριφύλλι. Η εκκλησία του χωριού εορτάζει την ημέρα του Αγίου Νικολάου. Επίσης, την παραμονή της εορτής του Προφήτη Ηλία γίνεται το ετήσιο Αντάμωμα των Ιβηριωτών με πολύ μεγάλη επιτυχία. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κεφαλοχώρι

Το Κεφαλοχώρι είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 440 μέτρα και βρίσκεται στα δυτικά όρια με το νομό Κιλκίς. Είναι χτισμένο στην ορεινή ζώνη που περιβάλλεται από τα βουνά Φλαμούρι και Μαυροβούνι (το νότιο μέρος από τα Κρούσσια όρη). Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τις καλλιέργειες σιταριού, αραβόσιτου και καπνού. Την περίοδο της τουρκοκρατίας το χωριό ονομαζόταν Μπασκιοί ή Μπάς-Κιόϊ που σημαίνει κεφαλοχώρι λόγω της γεωγραφικής θέσης του που τότε δέσποζε ανάμεσα στα άλλα πολύ μικρότερα χωριά και οικισμούς. Κατά το έτος 1922 στην Κοινότητα εγκαθίστανται Έλληνες από την Μικρά Ασία, ενώ με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού αποχώρησαν. Ως Μπάς-Κιόϊ αναφέρεται το 1920 και το 1927 μετονομάζεται σε Κεφαλοχώρι. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κοίμηση

Η Κοίμηση είναι πεδινό χωριό σε υψόμετρο 38 μέτρα και βρίσκεται ανατολικά της λίμνης Κερκίνης, στα βόρεια του κάμπου των Σερρών και νότια του Στρυμόνα. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία αν και από τη δεκαετία του ‘90 παρατηρείται μεγάλη μετανάστευση στο εξωτερικό. Κάθε Αύγουστο, από το 2014, στον προαύλιο χώρο του Γυμνασίου διεξάγεται το «WAKE UP FESTIVAL». Το 1920 αναφέρεται με την ονομασία Σπάτοβον και το 1920 μετονομάστηκε σε Κοίμηση. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κορμίστα

Η Κορμίστα βρίσκεται κάτω από το μοναστήρι της Παναγιάς της Εικοσιφοινίσσης, στις βορειοδυτικές υπώρειες του Παγγαίου σε υψόμετρο 300 μέτρων. Οι πρώτες γραπτές αναφορές για τον οικισμό γίνονται στα βυζαντινά χρόνια, όταν και συναντάται σε έγγραφο του Αγίου Όρους αναφορά στο όνομα «Κορεμίστα». Η Κορμίστα ανήκε στη δικαιοδοσία της μονής της Εικοσιφοίνισας, μαζί με τα χωριά Νικήσιανη και Παλαιοχώρι. Ο αρχικός οικισμός της Κορμίστας βρισκόταν βορειότερα από το σημερινό. Καθώς ο πληθυσμός του χωριού αντιμετώπιζε προβλήματα με τα έντομα από τη λίμνη που σχηματιζόταν στα τενάγη των Φιλίππων, η οποία αποξηράνθηκε τελικά το 1930, αποφάσισαν τη μετεγκατάσταση του οικισμού νοτιότερα, προς το Παγγαίο όρος. Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εγκαταστάθηκε στο χωριό μεγάλος αριθμός μουσουλμανικών οικογενειών ενώ μετά την καταστολή της επανάστασης στη Χαλκιδική πολλοί κάτοικοί της βρήκαν καταφύγιο στα χωριά του Παγγαίου, ανάμεσά τους και στη Κορμίστα. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε στην περιοχή η καπνοκαλλιέργεια και το εμπόριο καπνού. Το 2014 η Κορμίστα αναγνωρίστηκε από το Ελληνικό κράτος ως «μαρτυρικό χωριό», καθώς την 1η Οκτωβρίου του 1941, 92 άρρενες κάτοικοί της εκτελέστηκαν μαζικά από τα βουλγαρικά στρατεύματα Κατοχής, ως αντίποινα για την εξέγερση της Δράμας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κρασοχώρι

Προπολεμικά ήταν το βορειότερο χωριό των Σερρών. Χτισμένο δίπλα ακριβώς στις πυραμίδες που καθορίζουν τη συνοριακή γραμμή, ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία. Βρίσκεται περίπου 7 χλμ Β.Α. του Αγκίστρου και από το παλαιό χωριό, σήμερα διασώζονται ερείπια της εκκλησίας αλλά και του σχολείου. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή κρασιού. Εκεί οφείλει και την ονομασία του. Επί τουρκοκρατίας το χωριό ονομαζόταν Λέχοβο. Σήμερα ακριβώς στην απέναντι πλευρά των συνόρων, οι γείτονες ασχολούνται συστηματικά με την καλλιέργεια αμπελιών, λόγω εδάφους και ευνοϊκού κλίματος. Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του καταστροφικού ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε, οι κάτοικοι του Κρασοχωρίου σκόρπισαν και το χωριό εγκαταλείφθηκε. Το πολυβολείο στο ερειπωμένο καμπαναριό του χωριού, αποτελεί μάρτυρα μιας εποχής που ανήκει πλέον στο μακρινό παρελθόν. Για δεκαετίες ολόκληρες, μονάχα στρατιωτικές περίπολοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα χαλάσματα, αφού η περιοχή ήταν χαρακτηρισμένη ως «Απαγορευμένη Ζώνη» λόγω της άμεσης γειτνίασης με την Βουλγαρία. Από το χωριό Άγκιστρο, μπορείτε να ακολουθήσετε διαδρομές με τα πόδια, με ποδήλατο ή με τζιπ 4Χ4, προς το Κρασοχώρι και από εκεί να επιστρέψετε κατηφορίζοντας από το δρόμο δίπλα ακριβώς από τις πυραμίδες και τα παροπλισμένα στρατιωτικά παρατηρητήρια της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Κατεβαίνοντας θα δείτε απέναντι σας μικρά ξεχασμένα βουλγαρικά χωριά, σαν σκηνικό κινηματογραφικής ταινίας, τεράστιες εκτάσεις με καλλιεργημένα αμπέλια και θα ακούτε τους ήχους από τα γάργαρα νερά του ρέματος Πέτροσβκα, που χύνονται στη συνέχεια στον Μπίστριτσα  που αποτελεί φυσικό σύνορο με την Ελλάδα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σιντικής)

Κρηνίδα

Η Κρηνίδα ή Βιτάστα όπως είναι γνωστή στους κατοίκους ανεπίσημα, βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 151 μέτρων. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την γεωργία και την καλλιέργεια καπνού και αμπελιών. Σημαντικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στο χωριό είναι το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία και η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Κλήδονα. Δύο περίπου χιλιόμετρα βόρεια από το σημερινό χωριό, στην τοποθεσία «Τούμπα» ή «Παλιά βουνά», μαρτυρείται η ύπαρξη ρωμαϊκού οικισμού, ο οποίος εξαρτιόταν διοικητικά από τη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων. Στην τοποθεσία αυτή βρέθηκαν όστρακα αγγείων ρωμαϊκής εποχής και λατινική επιγραφή (αυτοκρατορικών χρόνων) που αναφέρει έναν αξιωματούχο της αποικίας, ενώ από τη θέση «Παλιά Εκκλησία» προέρχεται ελληνική αναθηματική επιγραφή στον «Ήρωα Αυλωνείτη» (3ου μ.Χ. αιώνα), η οποία μνημονεύει θρακικά και ρωμαϊκά ονόματα. Από την ύπαρξη θρακικού πληθυσμού συμπεραίνεται ότι ο οικισμός υπήρχε και πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και ανήκε στην αρχαία Ηδωνίδα. Αργότερα, κατά την οθωμανική περίοδο ο οικισμός είχε μικτό πληθυσμό χριστιανών και μουσουλμάνων, με το ελληνικό στοιχείο να είναι το κυρίαρχο, ενώ μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εγκαταστάθηκαν στην Κρηνίδα Έλληνες πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής Κατοχής, μικρή μερίδα κατοίκων εξοπλίστηκε από τους κατακτητές ενώ στις 10 Ιουνίου του 1944, Βούλγαροι στρατιώτες σκότωσαν οκτώ εαμίτες κατοίκους της Κρηνίδας ως αντίποινα για την εκτέλεση Βούλγαρου αγροφύλακα, την προηγούμενη μέρα, από άνδρες του ΕΛΑΣ. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κωνσταντινάτο

Το Κωνσταντινάτο ιδρύθηκε από τους Κωνσταντινάτους (ένα από τα 9 Πιστικοχώρια της Απολλωνιάδας λίμνης στην Προύσα) της Μικράς Ασίας, οι οποίοι διωγμένοι από την πατρίδα τους το 1922 ήρθαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα και σύσσωμοι ίδρυσαν το νέο τους χωριό στο νομό Σερρών. Το όνομα του χωριού πήρε την ονομασία του από χρυσό βυζαντινό νόμισμα –«φλουρί κωνσταντινάτο»- που απεικονίζει τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και ανάμεσά τους φέρεται ο χριστιανικός σταυρός. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, οι Κωνσταντινάτοι, όπως και οι υπόλοιποι Πιστικοχωρίτες, έλκουν την καταγωγή τους από τη Μάνη κι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία το 1446 μ.Χ. ως αιχμάλωτοι του Μουράτ Β’. Οι κάτοικοι του χωριού στην πλειοψηφία τους ασχολούνται με τη γεωργία. Το χωριό έχει ως άγιο τον Άγιο Παντελεήμονα, που γιορτάζει στις 27 Ιουλίου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Λαγκάδι

Το Λαγκάδι είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 410 μέτρων, βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά όρια με το νομό Θεσσαλονίκης και είναι χτισμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές από τα Κερδύλια όρη. Το χωριό αναφέρεται γύρω στα 1713 και σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τη συνένωση οικογενειών που κατοικούσαν σε χαμηλότερες υψομετρικά κοντινές τοποθεσίες και οι οποίες για να αποφύγουν την καταπίεση των Τούρκων αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε υψηλότερα σημεία για να συνεχίσουν το κύριο επάγγελμά τους που ήταν η κτηνοτροφία. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Λευκότοπος

Ο Λευκότοπος είναι ένα καταπράσινο χωριό του νομού Σερρών. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (καπνός, ελιές, κεράσια, αμύγδαλα, καρύδια, σύκα, αρωματικά φυτά). Είναι χτισμένο σε ιδιαίτερα κεντρική θέση, ανάμεσα στη Νιγρίτα και τη Μαυροθάλασσα. Η καταγωγή σχεδόν του 100% των κατοίκων είναι ποντιακή. Οι πρόγονοί τους ήταν Πόντιοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό μετά τον ξεριζωμό του Ποντιακού Ελληνισμού, στα 1922 (Μικρασιατική καταστροφή). Το παλιό όνομα του χωριού ήταν «Καβάκι» (=λεύκα), λόγω των πολλών δένδρων λεύκας που ευδοκιμούσαν στην περιοχή. Στο χωριό λειτουργούν τρία σύγχρονα ελαιοτριβεία, που καλύπτουν μεγάλο μέρος των αναγκών των ελαιοπαραγωγών της περιοχής. Στις 28 Αυγούστου κάθε χρόνου (παραμονή της γιορτής της Αποκεφάλισης του Ιωάννου του Προδρόμου, στον οποίο είναι αφιερωμένη η εκκλησία του χωριού, που ξαναχτίστηκε πρόσφατα), ο Σύλλογος Λευκοτοπιτών Θεσσαλονίκης διοργανώνει πανηγύρι με ενδιαφέρουσες ποντιακές εκδηλώσεις. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Λυγαριά

Η Λυγαριά είναι πεδινό χωριό σε υψόμετρο 30 μέτρων χτισμένο νότια του ποταμού Στρυμόνα, βόρεια του χείμαρρου Σκαπάνη λίγο πριν αυτός καταλήξει στον Στρυμόνα. Η παλιά ονομασία του είναι Μέργιανη που προέρχεται από τη λέξη «Μέρας» δηλαδή βοσκότοπος, όπου αρχικά έβοσκαν οι πρώτοι κάτοικοι τα ζώα τους. Η περιοχή ήταν ελώδης και όταν αυτή το 1925 πλημμύρισε και κατέστρεψε τα σπίτια τους, μετακινήθηκαν στη σημερινή τοποθεσία του οικισμού. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 στο χωριό εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και πιο συγκεκριμένα από τα χωριά Ντουάνκιουι, Τατάρκιουι και Μαστανάρι. Το χωριό αναφέρεται επίσημα το 1920 και το 1927 μετονομάζεται σε Λυγαριά. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μακρυνίτσα

Η Μακρυνίτσα είναι ένα παραδοσιακό χωριό χτισμένο στους πρόποδες του όρους Κερκίνη (όρος Μπέλες). Είναι ημιορεινή και χαρακτηρίζεται ως το «θέρετρο» των Σερρών». Είναι αμφιθεατρικά χτισμένη με μακεδονίτικη αρχιτεκτονική, με τρεχούμενα νερά για όλο το χρόνο και υπεραιωνόβιους πλάτανους. Βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες Κερκίνη και Δοϊράνη, σε υψόμετρο 395 μέτρων. Το παλαιότερο όνομα της Μακρυνίτσας ήταν «Μάτνιτσα». Είναι από τα πιο παλιά χωριά των Σερρών, μεγάλο κεφαλοχώρι. Επί τουρκοκρατίας στη Μακρυνίτσα κατοικούσαν μισοί Τούρκοι από τη νότια πλευρά του χωριού (από το «Σπίτι του Παιδιού» και προς τα κάτω) και μισοί Έλληνες αλλά και κάποιες οικογένειες Βούλγαρων από τη βόρεια πλευρά του χωριού (από το «Σπίτι του Παιδιού» και προς τα πάνω) με συνολικό πληθυσμό κοντά στα 600 άτομα. Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ οι Εξαρχικοί προσέφυγαν στη Βουλγαρία και με τη συνθήκη της Λωζάνης, οι μουσουλμάνοι προσέφυγαν στην Τουρκία, ενώ στο χωριό προστέθηκαν στον ντόπιο πληθυσμό, Πόντιοι και Βορειοθρακιώτες. Το χωριό ανοικοδομείται και γνωρίζει οικονομική άνθιση με τη γεωργία αλλά και την κτηνοτροφία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε αρχίζει η μετανάστευση των κατοίκων προς τα αστικά κέντρα και το εξωτερικό. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μανδράκι

Το χωριό αποτελεί σημείο πρόσβασης προς την κορυφή Καλαμπάκα (2.031 μ.) του Μπέλες αλλά και τη λίμνη της Κερκίνης από το γραφικό λιμανάκι που υπάρχει νότια του χωριού και πλοιάριο πραγματοποιεί περιηγήσεις προς το παρόχθιο δάσος με τις φωλιές των πουλιών. Στην ανατολική είσοδο, διασώζεται μέρος οχυρωματικού τοίχους που χρονολογείται στην υστεροβυζαντινή εποχή. Πολλοί ερευνητές, τοποθετούν εδώ την αρχαία πόλη Σιντία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σιντικής)

Μαυρόλοφος

Ο Μαυρόλοφος είναι πεδινό χωριό σε υψόμετρο 80 μέτρα και βρίσκεται στους βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους Παγγαίο και τα νότια του κάμπου των Σερρών. Είναι χωριό με αμιγώς μικρασιάτικο πληθυσμό ο οποίος έφτασε εκεί μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 από την Πάρλα του Ικονίου και εγκαταστάθηκε δίπλα στο χωριό Δραβήσκος. Οι γνώμες για την ονομασία Μαυρόλοφος διίστανται. Δύο είναι οι κυρίαρχες απόψεις. Η πρώτη επικαλείται το γεγονός ότι το χώμα του λόφου ήταν σκουρόχρωμο (μαύρο χώμα = τουρκ. Kara Toprak) ενώ η δεύτερη ότι ο λόφος ήταν γεμάτος ξερά χόρτα τα οποία μετά το κάψιμο τους μαύρισαν όλο το λόφο. Οι ρίζες των κατοίκων βρίσκονται στο χωριό Πάρλα Πισιδίας Μικράς Ασίας (τουρκ. Barla) που βρίσκεται σε μια πανέμορφη θέση δίπλα στη λίμνη Εγιρδίρ (Egirdir). Εκεί ασχολούνταν με το ψάρεμα αλλά κυρίως με τεχνικά επαγγέλματα όπως χτίστες, παπουτσήδες, σιδεράδες, γανωτές. Πολλοί και με το εμπόριο χρηστικών αντικειμένων όπως κουζινικών και εργαλείων. Μερικές οικογένειες παρήγαν και άρωμα από τα τριαντάφυλλα τα οποία ήταν και είναι μέχρι και σήμερα ονομαστά σε όλη την περιοχή δυτικά της λίμνης. Οι γυναίκες από την άλλη ήταν θαυμαστές υφάντριες. Η τέχνη κιόλας της ύφανσης (κυρίως ταπήτων) βρήκε θέση και στην καινούρια πατρίδα στεγαζόμενη στο ομορφότερο κτίριο του χωριού, στο «Ταπητουργείο», μετέπειτα «Κοινωνική Πρόνοια». Μετά το διωγμό από τον Κεμάλ όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι της Πάρλας πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι και μετά από απίστευτη ταλαιπωρία κατάφεραν και έφτασαν πεζοί μέχρι το λιμάνι της Μερσίνης. Από εκεί συνωστίστηκαν όπως-όπως σε ένα καράβι που τους μετέφερε στον ελλαδικό χώρο και συγκεκριμένα στο Βόλο και από εκεί στο Νομό Σερρών όπου και παρέμειναν. Τους παραχωρήθηκε μια έκταση σε ένα λόφο ύψους 80 μέτρα, δίπλα στο χωριό Δραβήσκος (ή Δραβίσκος). Αρχικά ζούσαν σε παράγκες ή σκηνές που τους χορηγήθηκαν από το κράτος. Τα πρόχειρα αυτά καταλύματα αντικατέστησαν έπειτα σπίτια χτισμένα από πλίνθους και πέτρες, πολλές από τις οποίες πάρθηκαν από το γειτονικό τούρκικο και πλέον εγκαταλελειμμένο οικισμό των Ζαβαρνικίων. Σιγά-σιγά και πάντα μέσα από σκληρή δουλειά σε χωράφια κυρίως καπνού βαμβακιών και σιτηρών οι Μαυρολοφινοί, ορθοπόδησαν και δημιούργησαν ένα ισχυρό κοινωνικό ιστό σεβαστό από όλους τους ντόπιους των γύρω χωριών. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μεσοκώμη

Η Μεσοκώμη είναι ένα μικρό, γραφικό χωριό, στην ανατολική πλευρά ενός καταπράσινου λόφου, που περιτριγυρίζεται από έναν εύφορο κάμπο. Κοντά στο σημερινό χωριό εντοπίστηκε, με βάση την επιφανειακή κεραμική, ένας παραλίμνιος αρχαίος οικισμός. Συγκεκριμένα, αυτός βρισκόταν στην ανατολική όχθη της αρχαίας Κερκινίτιδας λίμνης (Αχινού), στην οποία μαρτυρείται η ύπαρξη ναυσιπλοϊας, με γνωστά αρχαία λιμάνια κοντά στα σημερινά χωριά Παραλίμνιο και Πεθελινό. Το χωριό δημιουργήθηκε το 1922 όταν 46 οικογένειες προσφύγων Ελλήνων, από το Ορτακτσί της Ανδριανούπολης, που σήμερα ανήκει στην Τουρκία, συνολικά 186 άτομα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη τους και να εγκατασταθούν στην περιοχή Κάκαρα που τότε ανήκε διοικητικά στην κοινότητα Πεντάπολης. Οι υπόλοιποι συντοπίτες τους, περίπου 1500 άτομα, διασκορπιστήκαν σε τρία χωριά, στο Μεσοχώρι Ροδόπης, στον Βάλτο και στον Κριό Έβρου. Παλαιότερες αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή έδειξαν ότι ο οικισμός της Μεσοκώμης μαζί με αυτούς του Σκοπού, του Ψυχικού, του Παραλιμνίου και του Πεθελινού κατοικήθηκαν από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και την Βυζαντινή εποχή. Ο αρχικός οικισμός ονομάστηκε Κάκαρα, βρισκόταν δίπλα στην παλιά λίμνη του Στρυμώνα που αποξηράνθηκε, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κοιμητήριο του χωριού. Οι κακές συνθήκες υγιεινής, όμως, που προκαλούσε ο βάλτος και η ελονοσία από τα κουνούπια, ανάγκασε τους κατοίκους να μετακινήσουν τον οικισμό 1 χιλιόμετρο βορειοανατολικότερα, στην ανατολική πλευρά του ίδιου λόφου. Έτσι από έναν πρόχειρο οικισμό με καταυλισμούς από σανίδες και καλάμια, το χωριό μετατράπηκε σε οικισμό με σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την προσωπική εργασία των κατοίκων έγινε η ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, όπου στεγάστηκαν τα λίγα ιερά εκκλησιαστικά και ιστορικά κειμήλια που μπόρεσαν να φέρουν από την πατρίδα. Το 1927 ο οικισμός μετονομάστηκε σε οικισμός Μεσοκώμης. Οι κάτοικοι, λόγω της καταγωγής τους, διατηρούν τα θρακιώτικα έθιμα. Στο χωριό γίνονται ετησίως δύο μεγάλα πανηγύρια. Το πρώτο ανήμερα του Αγίου Γεωργίου που γιορτάζει ο αντίστοιχος τοπικός Ιερός Ναός και το δεύτερο στο τέλος Αυγούστου στο οποίο ανταμώνουν οι απανταχού «Κακαριώτες». Και στα δύο πανηγύρια γίνεται μεγάλο γλέντι. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μεσορράχη

Η Μεσορράχη Σερρών είναι ημιορεινό χωριό του νομού Σερρών σε υψόμετρο 160 μέτρα. Στα βορειανατολικά του χωριού, υπάρχει ο λόφος με το εκκλησάκι του Αι-Γιώργη, όπου έχουν βρεθεί τάφοι και κτερίσματα της παλαιολιθικής εποχής, ενώ το 2016 βρέθηκε και Μακεδονικός τάφος. Σε απόσταση περίπου 500 μ. βορειοδυτικά από το χωριό, συγκεκριμένα στο τραπεζοειδές ύψωμα «Αθάνατο νερό», έχουν εντοπιστεί ίχνη (όστρακα αγγείων και τάφοι) αρχαίου πολίσματος, το οποίο, κατά τη ρωμαϊκή τουλάχιστον εποχή, ανήκε στη «χώρα» της αρχαίας πόλης Γαζώρου. Στη βόρεια πλαγιά του υψώματος, γνωστή με την ονομασία «Ανά τσεσμέ», καθώς και λίγο βορειότερα στη θέση «Ραχόβουνα», εκτεινόταν η νεκρόπολη του πολίσματος, όπως μαρτυρούν οι αρχαίοι (λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι) τάφοι που αποκαλύφτηκαν εκεί κατά καιρούς. Από τα διάφορα ευρήματα η ακμή του πολίσματος χρονολογείται από τα κλασικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια. Το χωριό μέχρι το 1927 ονομαζόταν Ράχωβα (σλαβική λέξη που το απέδωσαν οι Τούρκοι) και αρχικά βρισκόταν νοτιοανατολικά της σημερινής του θέσης, αλλά το σημείο εγκαταλείφθηκε λόγω εξάπλωσης χολέρας. Στην ευρύτερη περιοχή, έχουν βρεθεί και ευρήματα στρατοπέδευσης αρχαίου στρατού και βρίσκεται, πάνω σε πλαγιά, ένας βράχος με αποτυπωμένο ένα άνοιγμα σε άσχημα ποδιού. Η τοπική δοξασία αναφέρει ότι αυτό σκαλίστηκε από το πόδι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν αυτός στρατοπέδευσε εκεί, καθώς η περιοχή υπήρξε το φυσικό σύνορο της Μακεδονίας με τη Θράκη. Τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής αναφέρουν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των κατοίκων και τη θρησκεία τους, η οποία παραπέμπει, κατά κύριο λόγο και σε εθνικότητα. Πιο συγκεκριμένα, το 1866,στην Μεσορράχη ζούσαν 400 Έλληνες και 450 Οθωμανοί. Οι Οθωμανοί έφυγαν από το χωριό κυρίως κατά την ανταλλαγή πληθυσμών υποχρεωτικά, το 1923, όπου τον ίδιο περίπου καιρό εγκαταθίστανται και Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η μετακίνηση των Οθωμανών είχε αρχίσει να γίνεται ήδη από τις αρχές του 1900, οπότε και η περιοχή είχε επιστρέψει στα χέρια των Ελλήνων μετά από 400 και πλέον χρόνια τουρκικού ζυγού. Μεγάλος αριθμός Οθωμανών στο χωριό ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες και Τούρκοι προύχοντες, οι οποίοι απέσπασαν προνόμια και μεγάλες εκτάσεις γύρω από την Μεσορράχη από τον σουλτάνο. Οι Οθωμανοί με την κυριαρχία των Ελλήνων, άρχισαν να φεύγουν ήδη πριν την συνθήκη ενώ πολλοί Έλληνες που είχαν εξισλαμιστεί ξαναέγιναν χριστιανοί κι παρέμειναν στην περιοχή. Οι κάτοικοι πολέμησαν κατά της επεκτατικής πολιτικής των Βουλγάρων στους Βαλκανικούς πολέμους, με πολλά θύματα και αγνοούμενους. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μικρό Σούλι

Το Μικρό Σούλι είναι χωριό χαρακτηρισμένο ως παραδοσιακός οικισμός. Είναι χτισμένο στους πρόποδες του Παγγαίου, «σκαρφαλωμένο» σε ένα μεγάλο βράχο που θυμίζει έντονα το Σούλι της Ηπείρου. Εξάλλου τη σημερινή του ονομασία, την οποία απέκτησε το 1924 την οφείλει σε αυτή την μορφολογική του ομοιότητα με το ιστορικό Σούλι, αλλά και στη γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι Μακεδονομάχοι του χωριού, κατά το Μακεδονικό Αγώνα. Λίγα χιλιόμετρα δυτικά του σημερινού χωριού, στο λόφο «Ζαβαρνίκια», μαρτυρούνται τα ίχνη (πολυάριθμα όστρακα αγγείων κ.ά.) αρχαίου οικισμού, ο οποίος βρισκόταν πάνω στην Εγνατία οδό, όπως εικάζεται από την ανεύρεση εδώ ενός ρωμαϊκού μιλιαρίου. Στο διπλανό πάλι λόφο της «Αγίας Μαρίνας» διαπιστώθηκε η ύπαρξη προϊστορικού οικισμού της ύστερης νεολιθικής και πρώιμης εποχής του Χαλκού. Αυτό σημαίνει ότι η περιοχή των δύο αυτών λόφων κατοικήθηκε συνεχώς από τα προϊστορικά ως τα βυζαντινά χρόνια, όπως μαρτυρούν και τα ερείπια παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Από ένα βαθύ πέπλο μυστηρίου εξακολουθούν να καλύπτονται τα «ακιδογραφήματα» ή «βραχογραφίες» που συναντάμε στις πλαγιές του Παγγαίου, πάνω από το Μικρό Σούλι και το Ροδολίβος, δηλαδή κάποια σχεδιάσματα ζωγραφισμένα επάνω στο σκληρό γρανίτη ή το σκληρό ασβεστόλιθο. Πράγματι οι βραχογραφίες αυτές παρατηρήθηκαν και μελετήθηκαν για πρώτη φορά από τον καθηγη.τή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικόλαο Μουτσόπουλο, ο οποίος όμως δεν ήταν αρχαιολόγος, στο Νότιο και Νοτιοδυτικό Παγγαίο το 1966. Από τότε όμως και μετά, δεν έχει γίνει ενδελεχής επιστημονική έρευνα, οπότε δεν μπορούμε με βεβαιότητα να μιλήσουμε για την προέλευσή τους. Με τις βραχογραφίες ασχολήθηκε και ο Ροδολιβινός Πώργος Βογιατζής, ο οποίος έχει γράψει και ένα βιβλίο σχετικό με αυτές. Οι βραχογραφίες είναι απεικονίσεις, κυρίως ειδών της πανίδας που υπήρχε στην περιοχή, αλλά και ανθρώπινων μορφών. Στο Παγγαίο όλες οι βραχογραφίες, έχουν την ίδια μορφή, πράγμα που σημαίνει ότι φτιάχτηκαν από τον ίδιο λαό και μάλιστα με μια τεχνική (της διάνοιξης οπών πάνω στον σκληρό βράχο, που στο τέλος ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν γραμμές), την οποία τεχνική χρησιμοποιούν μέχρι και σήμερα ακόμη οι κτηνοτρόφοι του Παγγαίου, για να χαράζουν τα ονόματά τους στους βράχους. Η χρονολόγηση των χαραγμάτων αυτών βέβαια είναι ακόμη πιο δύσκολη, αφού όπως είπαμε δεν έχουν μελετηθεί από αρχαιολόγους. Πάντως γίνεται γενικά δεκτό από όσους ασχολήθηκαν με τις βραχογραφίες, ότι οι παλιότερες ανάγονται στην όψιμη εποχή του χαλκού (γύρω δηλαδή στην 3η χιλιετία π.Χ.), ενώ οι νεότερες φθάνουν μέχρι και τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μύρκινος

Ο Μύρκινος (γνωστός και ως η Μύρκινος ή Δοξόμπος) είναι πεδινό χωριό με υψόμετρο 90 μέτρα. Βρίσκεται στα νότια του κάμπου των Σερρών, περίπου 500 μ ανατολικά από τις όχθες του ποταμού Στρυμόνα στο σημείο που καταλήγει ο παραπόταμός του Αγγίτης. Στα βορειοανατολικά και σε απόσταση περίπου 300 μέτρα ανατολικά του ποταμού Αγγίτη έχει εντοπιστεί αρχαίο νεκροταφείο. Η πλειοψηφία των κατοίκων του ασχολούνται με την γεωργία – κυρίως βαμβακοκαλλιέργειες, αλλά και σιτηρά. Η Μύρκινος ήταν αξιόλογη θρακική πόλη, πρωτεύουσα των Ηδωνών (από τον 8ο έως τον 5ο π.Χ. αιώνα), που η θέση της ταυτίζεται με το σημερινό ομώνυμο χωριό, όπου αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίας πόλης. Κατά την εποχή της εκστρατείας του Δαρείου κατά των Ελλήνων, ο Δαρείος δώρησε το 513 π.Χ. την πόλη στον Ιστιαίο τον Μιλήσιο, σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του και να φυλάττει την γέφυρα του Στρυμόνα. Αργότερα ο Αρισταγόρας επιχείρησε να δημιουργήσει αποικία στην πόλη, αλλά αυτή ανακαταλήφθηκε από τους Ηδωνούς και έγινε πρωτεύουσά τους. Έναν χρόνο αργότερα, το 497 π.Χ., ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος επιχείρησε και πάλι να πάρει την πόλη και έπεσε πολεμώντας στα τείχη της, ενώ ο στρατός του καταστράφηκε. Στη συνέχεια, και μετά τον φόνο του Ηδωνού βασιλιά Πιττακού από την γυναίκα του Βραυρού και τον γιο του Γοαξό, η πόλη έμεινε ελεύθερη ως το 424 π.Χ. οπότε παραδόθηκε στον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα. Όπως μαρτυρεί η μνεία της από τον Αππιανό και το Διόδωρο, καθώς και η ανεύρεση τριών επιγραφών, η Μύρκινος επέζησε ως τη ρωμαϊκή (αυτοκρατορική) εποχή. Στα Βυζαντινά χρόνια αναφέρεται με το όνομα Δοξόμπος ή Δοξόμπους και πιθανολογείται ως ένας από τους παράλιους οικισμούς της αρχαίας Κερκινίτιδας λίμνης (σήμερα αποξηραμένης λίμνης Αχινού). Το χωριό έγινε πανελλήνια γνωστό το 1988 μέσα από την ταινία Δοξόμπους, η οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται στο Μύρκινο του 14ου αιώνα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μυρρίνη

Η Μυρρίνη είναι πεδινό χωριό με υψόμετρο 90 μέτρα και βρίσκεται στις νότιες άκρες του κάμπου των Σερρών και νότια του Αγγίτη ποταμού που καταλήγει στο Στρυμόνα. Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Κοτσάκι και έτσι αναφέρεται το 1920. Το 1927 μετονομάστηκε σε Μυρρίνη που πιθανολογείται ότι προέρχεται από γλωσσική παραφθορά του φυτού μυρσίνη ή αλλιώς μυρτιά, που αφθονεί περιοχή. Την περίοδο της τουρκοκρατίας υπήρχαν δυο γειτονικοί οικισμοί, το Κολτσάκι και το Κοτσάκι, που ήταν τσιφλίκια του Φιτά Μπέη και μετά το 1821 συνενώθηκαν.

Νέα Μπάφρα

Η Νέα Μπάφρα είναι ένας αρκετά μεγάλος ημιορεινός οικισμός στους πρόποδες του Παγγαίου όρους σε υψόμετρο 210 μέτρων. Ιδρύθηκε αρχικά από ογδόντα (80) οικογένειες προσφύγων, που ήρθαν από την Πάφρα του Δυτικού Πόντου το έτος 1924, μετά από πολύ κόπο και μεγάλο αγώνα. Κατόπιν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλες οικογένειες Παφραίων από διάφορα μέρη της Βορείου Ελλάδας. Με την ευκαιρία της μεγάλης εμποροπανήγυρης που γίνεται στο χωριό, εν όψει της μεγάλης γιορτής του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου, ο Πολιτιστικός και Επιμορφωτικός Σύλλογος ξεκινά τις εορταστικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις από τις 1 Αυγούστου. Στις εκδηλώσεις αυτές συρρέει πλήθος κόσμου από τις γύρω περιοχές των Σερρών και των όμορων περιφερειών της Δράμας και Καβάλας. Επιπλέον το χωριό έχει τρία ξωκλήσια: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου και το παλαιότερο ξωκλήσι του χωριού τον Προφήτη Ηλία. Στις τρεις αυτές εκκλησίες τελούνται επίσης επετειακές εορταστικές εκδηλώσεις με διάφορα έθιμα των Μπαφραίων, κατά τις εορτές των Αγίων τους. Η κύρια ασχολία των κατοίκων του χωριού είναι οι αγροτικές καλλιέργειες. Παλαιότερα ήταν η καπνοκαλλιέργεια, αλλά σήμερα οι κάτοικοι ασχολούνται και με άλλες πιο δυναμικές και αποδοτικές παραγωγές. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Νέα Πέτρα

Σύμφωνα με το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης στη Νέα Πέτρα εγκαταστάθηκαν κάτοικοι από την Πέτρα της Ανατολικής Θράκης η οποία βρίσκεται βορειοδυτικά των Σαράντα Εκκλησιών. Με την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων έφτασαν στην Πέτρα Βούλγαροι και έμειναν εκεί μέχρι το 1913 οπότε και η ευρύτερη περιοχή της Πέτρας επανήλθε σε Τουρκική διοίκηση. Αρκετές οικογένειες από την Πέτρα κατέφυγαν στην Νέα Πέτρα, σε άλλα σημεία των Σερρών, της Κομοτηνής (Νέα Πέτρα Ροδόπης) και της Ξάνθης ενώ κάποιοι εγκαταστάθηκαν κοντά στη Θεσσαλονίκη. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 εγκαταστάθηκαν επίσης στη Νέα Πέτρα κάποιες οικογένειες από Αρβανίτες Ανατολικής Θράκης (καταγόμενοι αρχικά από την Κορυτσά), καθώς ο ελληνισμός της Ανατολικής Θράκης αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Τέλος, η Νέα Πέτρα πριν το 1927 ονομαζόταν Τσιάνος. Από το 1923 και κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου αναβιώνει στη Νέα Πέτρα το έθιμο της Γυναικοκρατίας ή αλλιώς το έθιμο της Μπάμπως καθώς και τα Βρεξούδια. Σύμφωνα με το έθιμο οι γυναίκες της Νέας Πέτρας τιμούν τη γηραιότερη γυναίκα του χωριού και κατά τη διάρκεια του εθίμου δεν επιτρέπεται η παρουσία των ανδρών οι οποίοι καταβρέχονται σε περίπτωση που πλησιάσουν ενώ ταυτόχρονα οι γυναίκες του χωριού προσπαθούν να τους αποσπάσουν κάποιο ρούχο το οποίο στη συνέχεια θα δημοπρατήσουν. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Οινούσσα

Η Οινούσσα βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις του όρους Μενοίκιου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Δερβέσιανη. Νότια από την Οινούσα (Δερβέσιανη), στους πρόποδες του λόφου του «Προφήτη Ηλία» όπου βρίσκεται και το χριστιανικό νεκροταφείο, αποκαλύφτηκε η νεκρόπολη ενός ρωμαϊκού οικισμού, από την οποία προέρχονται τρεις επιτύμβιες επιγραφές (οι δυο από αυτές λατινικές). Επίσης, ΒΑ από τους Επταμύλους και περίπου 2 χλμ. βόρεια από την Οινούσα, στην πλαγιά ενός απότομου βραχώδους λόφου, εντοπίστηκε η θέση ενός άλλου οχυρωμένου ρωμαϊκού οικισμού. Ο λόφος υψώνεται στην απόκρημνη όχθη ενός ρέματος που πηγάζει από την περιοχή της Μονής του Τιμίου Προδρόμου και στην κορυφή του οποίου είχε εντοπιστεί παλιότερα αρχαίο αγροτικό ιερό του «Ήρωα Αυλωνείτη». Πρόκειται για τον «Θράκα ιππέα» (ή «Ήρωα») που έλαβε το τοπωνυμικό αυτό επίθετο από τον «αυλώνα» (=φαράγγι, χαράδρα) στον οποίο βρισκόταν το ιερό του. Από αυτό εικάζεται ότι ο εδώ αρχαίος οικισμός ονομαζόταν πιθανώς «Αυλών». Η άποψη αυτή ενισχύεται κι από την παλιότερη ονομασία του οικισμού «Δερβέσιανη», ετυμολογούμενη από τη λέξη «δερβένι» (ινδοευρωπαϊκή ρίζα derven), που σημαίνει κλεισούρα (δηλ. «αυλώνας»). Ο αρχαίος οικισμός στο λόφο του «Προφήτη Ηλία» κατάφερε να επιβιώσει ως τη βυζαντινή εποχή, κατά την οποία αναφέρεται σε βυζαντινά έγγραφα με την ονομασία «Δρεβέσαινα» (από αναγραμματισμό της λέξης «Δερβέσαινα», από όπου προήλθε και η μεταγενέστερη ονομασία «Δερβέσιανη»). Επίσης, η θέση όπου βρισκόταν το ιερό του «Ήρωα Αυλωνείτη» δεν έπαψε να έχει ιερό χαρακτήρα για τους κατοίκους του οικισμού, όπως μαρτυρεί η αποκάλυψη μιας αγιογραφίας της Παναγίας Οδηγήτριας (Βρεφοκρατούσας), που είναι ζωγραφισμένη στη νότια πλαγιά του βραχώδους λόφου στη θέση «Φανερωμένης», 1,5 χλμ. βόρεια του οικισμού. Η κεντρική μορφή της Θεοτόκου παριστάνεται σε προτομή. Κρατά το Χριστό με το δεξί της χέρι και ακουμπά την αριστερή της παλάμη στο στήθος. Δεξιά και αριστερά παρευρίσκονται όρθιοι συμμετρικά οι δύο φτερωτοί αρχάγγελοι. Σύμφωνα με την γραπτή επιγραφή χρονολογείται το έτος 1382. Στις μέρες μας, ο πληθυσμός της περιοχής δραστηριοποιείται κυρίως στον αγροτικό και ιδιαίτερα στον κτηνοτροφικό τομέα, με την εκτροφή βοοειδών και την αιγοπροβατοτροφία να καταλαμβάνει σταθερά μεγάλο ποσοστό απασχόλησης των νοικοκυριών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός να τονιστεί, ότι η περιοχή της Οινούσσας Σερρών χαρακτηρίζεται από έντονη βλάστηση και ψηλά βουνά που οδηγούν στο Χιονοχώρι Σερρών και η φύση είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της. Επιπλέον, ο ποταμός όπως τον ονομάζουν οι κάτοικοι «Μπαλαντής» διασχίζει μεγάλο τμήμα του χωριού και ο εν λόγω ποταμός κάποτε φιλοξενούσε ποικιλία ψαριών με χαρακτηριστική την πέστροφα. Σήμερα, επιχειρείται και πάλι η αναπαραγωγή ορισμένων ειδών. Στην Οινούσσα Σερρών, κάθε χρόνο διοργανώνεται το ετήσιο πανηγύρι στην Εκκλησία του χωριού (Αγίων Αναργύρων) όπου πλήθος κόσμου από τις Σέρρες και άλλα γειτονικά χωριά παρευρίσκονται. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ορεινή

H Ορεινή βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, χτισμένη στη νότια πλευρά του όρους Λαϊλιά και δυτικά του όρους Μενοικίου. Αποτελείται από δύο οικισμούς, την Άνω και την Κάτω Ορεινή. Είναι από τα λίγα χωριά του νομού Σερρών του οποίου οι κάτοικοι δεν έχουν μετακινηθεί στις πόλεις, παρ’ όλο που δε διαθέτει κάποια εύφορη πεδιάδα. Το κλίμα είναι ξηρό και υγιεινό. Είναι πασίγνωστο ότι στα παλαιότερα χρόνια το χωριό αποτελούσε τόπος παραθέρισης, φιλοξενίας και ανάρρωσης για ανθρώπους με πνευμονικά προβλήματα. Κοντά στην Ορεινή ρέει το ρέμα της Μπάνιτσας, διπλά στις όχθες του οποίου οι κάτοικοι της Ορεινής καλλιεργούσαν όλα τα απαραίτητα κηπευτικά. Στο λόφο του «Προφήτη Ηλία», που βρίσκεται δύο περίπου χιλιόμετρα ΒΑ από την Ορεινή, έχει εντοπιστεί η θέση ρωμαϊκού οικισμού, ο οποίος ανήκε στην Οδομαντική. Ο οικισμός ήταν χτισμένος στην κορυφή του λόφου, ενώ στην πλαγιά του (θέση «Νάγλεντα») εκτεινόταν η νεκρόπολη, στην οποία είχαν βρεθεί παλιότερα δυο ελληνικές επιγραφές των αυτοκρατορικών χρόνων. Η ίδρυση του ορεινού αυτού οικισμού, που ανάγεται πιθανώς στους αρχαίους χρόνους, θα πρέπει να σχετιστεί με την εκμετάλλευση των βοσκότοπων και κυρίως των μεταλλείων της περιοχής, όπως μαρτυρεί η ανακάλυψη μεταλλουργείου σιδήρου πλάι στα ερείπια ρωμαϊκού κάστρου. Το κάστρο ήταν χτισμένο σ’ έναν οχυρό από τη φύση λόφο της ΝΑ πλαγιάς της Βροντούς, πλάι στο ρέμα Μπάνιτσα και στο ομώνυμο ερειπωμένο χωριό, σε απόσταση 3-4 χλμ. ανατολικά από την αρχαία κώμη του «Προφήτη Ηλία». Όπως δείχνουν τα ερείπια, το τείχος του περιέβαλε σα στεφάνι την κορυφή του λόφου, όπου κατέληγε ένας λιθόστρωτος δρόμος που ξεκινούσε από ένα σημείο κοντά στο 19ο χλμ. του δρόμου Σερρών-Βροντούς. Το κάστρο χρονολογείται στη ρωμαϊκή (αυτοκρατορική) εποχή και χτίστηκε ενδεχομένως στη θέση κάποιου αρχαιότερου. Σκοπός της ίδρυσής του ήταν η προστασία του μεταλλουργείου σιδήρου που ίχνη του (σκουριές από την καμίνευση του μεταλλεύματος κ.ά.) εντοπίστηκαν στη δυτική πλαγιά του λόφου. Από άποψη τυπολογίας, τα καμίνια φαίνεται πως αποτελούνταν από μικρούς λάκκους σκαμμένους στην πλαγιά αυτή του λόφου που ήταν εκτεθειμένη στους βοριάδες. Έτσι με το φύσημα του αέρα γινόταν η καμίνευση του σιδηρομεταλλεύματος, το οποίο συγκέντρωναν οι μεταλλωρύχοι από την γύρω περιοχή που ήταν πλούσια σε κοιτάσματα ορυκτού σιδήρου (σιδηρούχα άμμο και μαγνητίτη). Παρόλο που το μεταλλουργείο ήταν σύγχρονο με το κάστρο, ωστόσο θεωρείται πολύ πιθανό ότι αυτό είχε διαδεχτεί κάποιο αρχαιότερο, αφού οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, οι Θράκες Οδόμαντες, φημίζονταν ως μεταλλωρύχοι. Το μεταλλουργείο εικάζεται πως λειτουργούσε ως τη βυζαντινή εποχή, ενώ στα νεότερα χρόνια μαρτυρούνται αρκετά μεταλλουργεία σιδήρου στη γειτονική περιοχή. Φαίνεται μάλιστα πως οι κάτοικοι της κοντινής Άνω Βροντούς, οι οποίοι στα χρόνια της τουρκοκρατίας ασχολούνταν συστηματικά με τη μεταλλουργία (σιδήρου), συνέχιζαν μια μακραίωνη επαγγελματική παράδοση ακόμη από την αρχαιότητα. Η γλώσσα που μιλούν οι ηλικιωμένοι του χωριού παρουσιάζει ιδιαιτερότητες. Οι ίδιοι την αποκαλούν «ντόπια» και είναι ένα μίγμα σλαβικών, ελληνικών, τουρκικών και αλβανικών λέξεων. Η ιδιορρυθμία της αυτή οφείλεται σε παράγοντες που επιβλήθηκαν από το ιστορικό γίγνεσθαι της περιοχής, δηλαδή εξαιτίας της στενής επαφής ή συνύπαρξης του ελληνικού στοιχείου με πολλούς διαφορετικούς λαούς στη Μακεδονία. Έτσι ο ντόπιος πληθυσμός χρησιμοποιούσε αυτή τη γλώσσα για να συνεννοηθεί αλλά και για να αποφύγει το μίσος των Τούρκων και το παιδομάζωμα που γινόταν κυρίως σε βάρος των Ελλήνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τη χρήση του παραπάνω σλαβικού ιδιώματος οι κάτοικοι της Ορεινής είχαν ιδιαίτερα ισχυρή ελληνική εθνική συνείδηση και αισθάνονταν πολύ προσβεβλημένοι, όταν κάποιος υπονοούσε -λόγω της γλώσσας τους- ότι δεν ήταν Έλληνες. Εξάλλου και στις δύο περιπτώσεις βουλγαρικής κατοχής του χωριού (1912, 1940 -1941) οι Βούλγαροι αντιμετωπίστηκαν ως δυνάστες καταπατητές που προσπαθούσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους με τρομοκρατία και εξευτελισμό των κατοίκων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ορέσκεια

Η Ορέσκεια βρίσκεται στα νότια του κάμπου των Σερρών και στους βόρειους πρόποδες από τα Κερδύλια όρη. Το χωριό είναι χτισμένο σε πολύ μικρή απόσταση και δυτικά από τη Δάφνη, σε περιοχή με πλούσια βλάστηση και πολλά νερά. Μάλιστα, νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η φυσική βάθρα Κόσμινικ στην οποία χύνεται καταρράκτης. Βόρεια περνάει ο χείμαρρος Δάφνη που μετά από λίγο καταλήγει στον Εζοβίτη ποταμό. Στην ίδια περιοχή και σε χαμηλό λόφο, σε απόσταση περίπου 1 χλμ. βόρεια, υπάρχουν τα ερείπια πύργου. Κάτω από τον πύργο υπάρχει λαξευμένο σε βράχο του λόφου το ασκητήριο της Αγίας Μαρίνας το οποίο σε αγιορείτικα έγγραφα του 11ου αιώνα αναφέρεται ως «Θεοτόκος του Σπηλαίου» και μετόχι της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το 1923 χτίστηκε ο Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ενώ ανακαινίσθηκε το 1985. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Παραλίμνιο

Το Παραλίμνιο είναι γνωστό στη βυζαντινή εποχή ως χωριό του «Βερνάρους». Επί της τουρκοκρατίας λεγόταν Βερνάρ, ονομασία που προέρχεται από τις λέξεις βερ=δώσμου και ναρ=ρόδι. Οι κάτοικοι του Παραλιμνίου είναι Θρακιώτες, Σαρακατσάνοι και Αρβανίτες. Λίγο βορειότερα από το σημερινό Παραλίμνιο και πλάι στην όχθη της αποξεραμένης σήμερα αρχαίας λίμνης Κερκινίτιδας έχει διαπιστωθεί, με βάση τα όστρακα αγγείων, η θέση αρχαίας κώμης, η οποία ανήκε στην Οδομαντική και επιβίωσε – με άλλη ονομασία – ως τη βυζαντινή εποχή. Η ύπαρξή της επιβεβαιώνεται επιπλέον κι από την ανεύρεση – σ’ ένα πολύ κοντινό σημείο όπου σχηματίζεται ένας κολπίσκος – ελληνιστικής επιγραφής, στην οποία αναγράφεται «κόλπος Κίμα». (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Πεθελινός

Ο Πεθελινός είναι μικρό χωριό στα νότια-νοτιοανατολικά της πόλης των Σερρών και βρίσκεται πολύ κοντά στον ποταμό Στρυμόνα. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και λιγότερο με την κτηνοτροφία. Όπως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής, πολλοί από τους κατοίκους του έχουν μεταναστεύσει. Η περιοχή κατοικείται από την προϊστορική ακόμη εποχή. Κοντά στο σημερινό Πεθελινό έχει επισημανθεί από παλιά η ύπαρξη αρχαίου οικισμού, με συνεχή ζωή σε όλη την αρχαιότητα. Ο οικισμός, που ήταν παραλίμνιος και διέθετε ένα λιμενίσκο, ήταν χτισμένος ακριβώς στην ανατολική όχθη της αρχαίας Κερκινίτιδας λίμνης, πάνω στον υδάτινο δρόμο Στρυμόνα-Κερκινίτιδας, και χρησίμευσε ως επίνειο του Γαζώρου, από την οποία εξαρτιόταν διοικητικά, αφού ανήκε πιθανώς στη «χώρα» (επικράτειά) της. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Πεντάπολη

Η Πεντάπολη, επίσημα Πεντάπολις (παλαιότερες ονομασίες: Ξυλοπήγαδο και Σαρμουσακλή), είναι μεγάλος πεδινός οικισμός σε υψόμετρο 120 μέτρα. Βρίσκεται στον κάμπο των Σερρών και τους πρόποδες του όρους Μενοίκιο. Στην περιοχή υπάρχουν ευρήματα αρχαίας κατοίκησής της. Νότια από τη δεξαμενή του χωριού έχει βρεθεί προϊστορικός οικισμός καθώς και 3,5 χλμ. βορειοανατολικά στη τοποθεσία «Αλώνια», υστερορωμαϊκό νεκροταφείο με ευρήματα προϊστορικά και ελληνιστικά. Την περίοδο του Βυζαντίου είχε παραχωρηθεί σε αξιωματούχους και σε βυζαντινή απογραφή ως πρώτος ιδιοκτήτης της Πεντάπολης αναφέρεται απόγονος της οικογένειας των Παλαιολόγων. Το 13ο αιώνα αναφέρεται σε οθωμανικά αρχεία (συμβούλιο προεδρίας της Κωνσταντινούπολης) με το βυζαντινό όνομα «Ξυλοπήγαδο» και στη συνέχεια με το όνομα «Σαρμουσακλή». Οι κάτοικοί της ήταν πάντα Έλληνες Χριστιανοί που στις τότε φορολογικές καταστάσεις απέδιδαν φόρους στο Σουλτάνο. Μαζί με το Νέο Σούλι, το Άγιο Πνεύμα, το Χρυσό και τον Eμμανουήλ Παππά ανήκει σε μια ομάδα σερραϊκών χωριών γνωστών ως «Δαρνακοχώρια» ή «Νταρνακοχώρια». (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Προμαχώνας

Ο Προμαχώνας (παλαιότερα Δραγοτίνη) είναι χωριό που βρίσκεται κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Υπάρχει εκεί ομώνυμο ελληνοβουλγαρικό τελωνείο. Μέσα από το χωριό περνούν οι ποταμοί Στρυμόνας και Μπίστριτσας και στις όχθες τους το τοπίο είναι μαγευτικό. Έχει υπεραιωνόβια πλατάνια, άγριες φουντουκιές και σπάνια πουλιά. Το χωριό απελευθερώθηκε το 1913 από τις Ελληνικές δυνάμεις. Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας το χωριό ονομάζονταν Δραγοτίνη. Ύστερα από τα γεγονότα της Γενοκτονίας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, στο χωριό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε σε Προμαχώνας. Έξω από τον Προμαχώνα, επί του αυτοκινητόδρομου Θεσσαλονίκης-Προμαχώνα, βρίσκεται το Μνημείο του Βασιλείου Β’ του Μακεδόνος (Μνημείο Μάχης του Κλειδίου). Στην κορυφή του μνημείου είναι τοποθετημένο το σύμβολο Βυζαντίου, ο δικέφαλος αετός, ενώ στη μαρμάρινη στήλη έχει χαραχθεί επίγραμμα. Η τοποθεσία της Μάχης του Κλειδίου όπου ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος νίκησε το στρατό των Βουλγάρων το 1014 βρίσκεται σήμερα εντός της Βουλγαρίας. Στο χωριό υπάρχει ο Ιερός Ναός Κοίμησης Της Θεοτόκου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Σιτοχώρι

Το Σιτοχώρι βρίσκεται στα νότια της πεδιάδας των Σερρών και του ποταμού Στρυμόνα. Σημαντικό αξιοθέατο θεωρείται η τρίκλιτη βασιλική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που κτίστηκε τη δεκαετία του 1760 και είναι εσωτερικά διακοσμημένη με αγιογραφίες του 1880 από μοναχούς του Αγίου Όρους. Από το 1976 έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Σκοτούσσα

Η Σκοτούσσα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 25 μέτρων. Η Σκοτούσσα ήταν σημαντική πόλη-κράτος της οδομαντικής επαρχίας της Μακεδονίας. Χτίστηκε από τους Σιντούς ή Σίντιους γύρω στο 19ο αιώνα π.Χ. ερχόμενοι από την Σιντιίδα, τη σημερινή Λήμνο. Το ελληνικό αυτό φύλο, αφού έφτασε στα παράλια της Θράκης, στο Στρυμονικό Κόλπο, ακολούθησε το ρου του Στρυμόνα, που τα χρόνια εκείνα αποτελούσε το φυσικό δρόμο για τις Βαλκανικές χώρες. Με τη διορατικότητά τους χαρακτήρισαν την παραστρυμόνια περιοχή σαν ιδανικό τόπο εγκατάστασής τους. Κατά το Στράβωνα ήταν Θρακικό φύλο. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως ήταν πελασγική φυλή, συγγενική με τους Σιντίους της Σαμοθράκης που ο Όμηρος ονομάζει «Αγριόφωνες». Ωστόσο, το όνομα Σκοτούσσα είναι πελασγικό και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι Σίντιοι της Σκοτούσσας ήταν καθαρά πελασγικής φυλής. Οι Πελασγοί ήταν πανάρχαια φυλή που ζούσε στον Ελλαδικό χώρο, κυρίως στη σημερινή Θεσσαλία. Ήρθαν σε συγκρούσεις με τα μετέπειτα Ελληνικά φύλα. Οι Σίντιοι χτίζουν την πόλη-κράτος της Σκοτούσσας μετά τον 19ο αιώνα π.Χ. Την εποχή εκείνη κτίζουν και την Γηρασκό, Ορβηλία, Τρίστολο, Παροικόπολη, Ηράκλεια. Η Σκοτούσσα κατόπιν αποκτά το πρώτο νόμισμά της. Ιστορικοί αναφέρουν πως απεικονίζει το Μυθικό Ηρακλή Ροπαλοφόρο. Γνωρίζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Το 168 π.Χ., οι κάτοικοι στο πλευρό του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα πολεμούν κατά των Ρωμαίων στη Μάχη της Πύδνας, στην Πιερία. Οι Μακεδόνες υπερφαλαγγίζονται και όπως όλα τα Μακεδονικά κράτη, έτσι και το κράτος της Σκοτούσσας υποτάχθηκε στους Ρωμαίους. Η Μακεδονία χωρίζεται σε τέσσερα διακεκριμένα τμήματα, η Σκοτούσσα περιελήφθηκε στο Πρώτο μέρος, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Αμφίπολη. Το 42 π.Χ. μετά την Μάχη των Φιλίππων κάθε αρχαία πόλη της Μακεδονίας, μεταξύ αυτών η Θεσσαλονίκη, η Αμφίπολη και η Σκοτούσσα υπάγεται στο καθεστώς των ελεύθερων πόλεων (civitates liberae). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή από τη Σκοτούσσα διερχόταν μια διακλάδωση της Εγνατίας οδού, η οποία προς βορρά οδηγούσε στην Ηράκλεια τη Σιντική κι από κει, μέσω των στενών του Κλειδιού (Ρούπελ), στη Σαρδική). Γότθοι και Έρουλοι στα μέσα του 3ου αιώνα λεηλατούν την πόλη – κράτος των Κοτουσαίων παράλληλα με πολλές άλλες πόλεις της Μακεδονίας. Οι κάτοικοι ξανακτίζουν την πόλη με την πάροδο του χρόνου. Ποτέ όμως η Σκοτούσσα δε γνώρισε την αίγλη που είχε ως τότε. Κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εντοπίζεται η έναρξη της ιστορίας του σύγχρονου χωριού, περίοδος όπου ο οικισμός σχηματίζεται για πρώτη φορά ως βυζαντινό χωρίον με το όνομα Προσάνικον. Επίσης, κατά τη βυζαντινή περίοδο, το χωριό φαίνεται να βρίσκεται για κάποιο διάστημα υπό την εποπτεία κάποιου βυζαντινού ευγενούς, του Ιωάννου του Σεβαστού. Ο τελευταίος κατείχε τον τίτλο του Κύρη του Προσενίκου. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας γίνεται αναφορά από τον Σερραίο ιερέα Παπασυνοδινό στους κατοίκους του χωριού με την ονομασία Προσάνικοι, όπως αποκαλούνταν άλλωστε και στην βυζαντινή περίοδο. Η Σκοτούσσα εκείνη την περίοδο λεγόταν Πρόσνικ. Ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα απαλάσσεται σιγά σιγά από την Τούρκικη κατοχή, στη Μακεδονία έχουμε την αρχή του Μακεδονικού Αγώνα (την προσπάθεια δηλαδή για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από Τούρκους και Βούλγαρους). Μεγάλο ρόλο διαδραμάτησε και η Σκοτούσσα στην απελευθέρωση αυτή. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Σταυροδρόμι

Το Σταυροδρόμι είναι χτισμένο στους πρόποδες των Κρουσίων. Οι κάτοικοι του είναι κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι, ντόπιοι και κυρίως πρόσφυγες από τα χωριά της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου. Μέχρι το 1923 η ονομασία του ήταν Σταυρός και η παραλλαγή της παλιάς ονομασίας Σταρός. Το 1995 στην τοποθεσία Συκιές βρέθηκε από αγρότη του χωριού μαρμάρινο ρόδι και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό μουσείο Καβάλας, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους υπάρχει αρχαίος οικισμός και έχουν δρομολογηθεί διαδικασίες για την ανασκαφή της περιοχής. Στην ίδια τοποθεσία πριν το 1900 λάμβανε χώρα το μεγαλύτερο παζάρι της περιοχής. Το 1922 ήρθαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και από το Πόντο. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Συκιά Εμμανουήλ Παππά

Η Συκέα ή Συκιά είναι ημιορεινός οικισμός σε υψόμετρο 250 μέτρα. Το προηγούμενο όνομά του ήταν Σοκόλ και μετονομάστηκε το 1927. Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα στο χωριό κατοικούσαν Τούρκοι. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών, οι Τούρκοι αποχώρησαν και στο χωριό εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες. Στο χωριό βρίσκεται ο Ιερός Ναός Τιμίου Σταυρού. Στο λόφο του «Αγίου Αθανασίου», που βρίσκεται κοντά στα χωριά Συκιά και Μέταλλα, έχουν διαπιστωθεί λείψανα αξιόλογης κώμης των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Κοντά στη Συκιά σώζεται γέφυρα, η οποία φαίνεται πως είχε χρησιμοποιηθεί από τα ρωμαϊκά ως τα νεότερα χρόνια. Από αυτή περνούσε ο αρχαίος λιθόστρωτος δρόμος, που εξασφάλιζε την επικοινωνία μεταξύ των οικισμών και κάστρων της πλαγιάς αυτής του Μενοίκιου όρους και του οποίου τμήματα είχαν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία κοντά στο σημερινό χωριό. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Τούμπα

Η Τούμπα είναι πεδινός οικισμός σε υψόμετρο 40 μέτρα, ο οποίος βρίσκεται βόρεια του ποταμού Στρυμόνα στον κάμπο των Σερρών. Πλάι στο σημερινό χωριό Τούμπα και συγκεκριμένα στο ύψωμα «Φακίστρα», έχει εντοπιστεί η θέση αρχαίου οικισμού, ο οποίος παρουσιάζει συνεχή ζωή από τα προϊστορικά ως τα βυζαντινά χρόνια. Στο ύψωμα έχουν βρεθεί, εκτός από διάφορα νεολιθικά αντικείμενα, τμήμα αρχαίου αετώματος με μυθολογικές παραστάσεις (πιθανώς από αρχαίο ναό), όστρακα «εισαγόμενων» αρχαίων αγγείων, νομίσματα και δυο ενεπίγραφες στήλες αυτοκρατορικών χρόνων (των μέσων του 2ου αιώνα). Από τη μνεία του εθνικού «Γαζωρία» σε μια από τις επιγραφές εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο οικισμός, στην ελληνιστική τουλάχιστον εποχή, ανήκε στην επικράτεια («χώρα») της Γαζώρου, από την οποία εξαρτιόταν διοικητικά. Σε πρωιμότερη εποχή θα πρέπει να υπαγόταν στην πόλη της Σίριος (Σέρρες), πρωτεύουσα της αρχαίας Οδομαντικής. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Τράγιλος

Ο Τράγιλος ουσιαστικά αποτελείται από 2 χωριά, καθώς υπάρχει ο Πάνω Τράγιλος και ο Κάτω Τράγιλος, ή Συνοικισμός Ζωγράφου. Το πρώτο χωριό αποτέλεσε και το πρώτο σημείο εγκατάστασης, και είναι χτισμένο σε λόφο. Ο οικισμός πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών κατοικούνταν από πληθυσμό Τσερκεζάδων, οι οποίοι και έδωσαν στο χωριό το όνομα Τσερκέζ Κιόϊ (ή και Τσερκέζ Μαχαλά), ενώ σύμφωνα με τα απογραφικά στοιχεία του Βούλγαρου Βασίλι Καντσώφ το 1900 υπήρχαν εκεί 20 κάτοικοι. Μάλιστα, το παλιό όνομα διατηρήθηκε και για τις πρώτες δεκαετίες μετά την ενσωμάτωση του οικισμού στο ελληνικό κράτος. Το νέο όνομα, προήλθε από την αρχαία πόλη της Τραγίλου, η οποία βρίσκεται νοτιοανατολικά του οικισμού του Αηδονοχωρίου και κοντά στην Μονή Τιμίου Προδρόμου του Κερδυλλίου Όρους. Το 1974 ανεγέρθηκε και το 1983 εγκαινιάσθηκε ο Ιερός Ναός Αγίας Τριάδος, στον οποίο υπάγεται και το Παρεκκλήσι της Αποτομής της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, πρώην αγιορείτικο μετόχι. Ο οικισμός μέχρι το 1910 ήταν παραλίμνιος στην πλέον αποξηραμένη λίμνη Αχινού, από την οποία απέπλευσε και ο στόλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Βέβαια, ο οικισμός που υπήρχε πριν την ανταλλαγή πληθυσμών δεν ταυτίζεται ακριβώς με τον σημερινό, καθώς βρισκόταν ανατολικότερα. Το 1923 εγκαταστάθηκαν 71 οικογένειες Θρακιωτών προσφύγων (281 άτομα), με καταγωγή από χωριά της Χαριούπολης της Ανατολικής Θράκης. Ο Τράγιλος παλιότερα αποτελούσε κοινότητα που συστάθηκε το 1953 με απόσπαση από την Κοινότητα Μαυροθαλάσσης. Το 1999 με το πρόγραμμα Καποδίστριας συνενώθηκε με άλλες κοινότητες της περιοχής, που αποτέλεσαν στη συνέχεια τα δημοτικά διαμερίσματα του δήμου, στον ομώνυμο Δήμο Τραγίλου. Σε μικρή απόσταση στα βορειοανατολικά του οικισμού, βρίσκονται οι εκβολές του Αγγίτη στον Στρυμόνα, όπου φωλιάζουν μικρές ομάδες Αργυροπελεκάνων (η δεύτερη περιοχή του Νομού Σερρών μετά την Λίμνη Κερκίνη). Επιπλέον, έξω από το χωριό και ανάμεσα στον Τράγιλο και την γειτονική Μαυροθάλασσα, ρέει ο Εζωβίτης ποταμός, που ταυτίζεται με τον Βισάλτη ποταμό της αρχαιότητας. Λίγο πριν τις εκβολές του στον Στρυμόνα, υπάρχουν καταρράκτες. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Φλάμπουρο

Το Φλάμπουρο είναι πεδινό χωριό και βρίσκεται στο κέντρο του κάμπου των Σερρών, νότια του ποταμού Στρυμόνα. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία καλλιεργώντας κυρίως σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, ζαχαρότευτλα, βιομηχανική ντομάτα, κριθάρι και μηδική. Το χωριό έχει παράδοση σε οργανοπαίκτες ζουρνά και νταουλιού. Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Μπαϊρακτάρ ή Μπαϊρακτάρ Μαχαλάς και την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν τσιφλίκι Τούρκου αξιωματούχου (πιθανόν μπαϊρακτάρη = σημαιοφόρος) στα κτήματα του οποίου εργάζονταν οι Έλληνες της περιοχής οι οποίοι έκτισαν τις πρώτες καλύβες του οικισμού και σύμφωνα με την τοπική παράδοση κατοικούσαν στους παλιούς γειτονικούς οικισμούς: Τρίγωνο, Καρά Ορμάν (Μαύρο ∆άσος) και Γεωργουλάς. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Χουμνικό

Το Χουμνικό είναι χτισμένο στους βόρειους πρόποδες από τα Κερδύλια όρη και πιο συγκεκριμένα του Βερτίσκος. Αξιοθέατα είναι η παλιά τρίκλιτη βασιλική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία του χωριού, η οποία χρονολογείται γύρω στα 1800 καθώς και ο αιωνόβιος πλάτανός της. Υπάρχει τακτική αναφορά του χωριού σε έγγραφα μονών του Αγίου Όρους, σε απογραφικά οθωμανικά κατάστιχα και εκκλησιαστικά έγγραφα της Μητρόπολης Σερρών. Το χωριό ιδρύθηκε μεταξύ 1235 – 1245 από κολίγους της περιοχής, η οποία ήταν ιδιαίτερα εύφορη με καλλιέργειες καπνού, σιτηρών, βαμβακιού κι ελιών και είχε παραχωρηθεί από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο στον στρατηγό του Νικηφόρο Χούμνο. Όταν αυτή απειλήθηκε από το στρατηγό της Θεσσαλίας Θέκλο, δόθηκε μάχη στην τοποθεσία «Λαθριά», ανάμεσα στο Χουμνικό και το γειτονικό Ζερβοχώρι, στην οποία νίκησε αλλά τελικά σκοτώθηκε. Μετά τη μάχη αυτή παραχωρήθηκαν λίγα στρέμματα γης και αυτονομία στους κολίγους και έτσι προήλθε η ονομασία του χωριού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Χριστός

Το χωριό Χριστός αποτελείται από τους ημιορεινούς οικισμούς του Άνω και Κάτω Χριστός, χτισμένους στους πρόποδες της οροσειράς της Βροντούς σε υψόμετρο 94 μέτρα. Οι κάτοικοι του χωριού είναι Πόντιοι, Βλάχοι, και ντόπιοι. Πήρε την ονομασία του από το Βυζαντινό ναό που υπήρχε εκεί εις μνήμην του Σωτήρος Χριστού. Ο ναός αυτός μάλιστα με αυτοκρατορικό διάταγμα του Ανδρόνικου του Γ’ είχε αφιερωθεί το 1321 στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου Σερρών. Κατά τη Βυζαντινή εποχή το χωριό ήταν ιδιοκτησία του Μεγάλου Λογοθέτου Θεοδώρου Μετοχίτου και αναφέρεται σε βυζαντινά έγγραφα ως «χωρίον του Γαστιλέγκους». Το παλιό χωριό του Άνω Χριστός χαρακτηριζόταν από τα γραφικά παραδοσιακά οικήματα. Δυστυχώς όμως έπεσε θύμα του φαινομένου της αστυφιλίας και εγκαταλείφθηκε κυρίως την τριετία  1967-1970. Το μόνο που μένει τώρα για να μας θυμίζει το παλιό χωριό είναι τα παλιά ερείπια. Στην περιοχή ενδιαφέρον παρουσιάζουν το φράγμα του Χειμάρρου, το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία αλλά και του Αγίου Γεωργίου. Στην περιοχή βρέθηκε το 1970 ενεπίγραφη βωμόσχημη στήλη της ρωμαϊκής εποχής η οποία εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Χρυσό

Το Χρυσό είναι ένα από τα πέντε Νταρνακοχώρια (Χρυσό, Πεντάπολη, Εμ. Παππάς, Άγιο Πνεύμα, Νέο Σούλι). Σ’ ένα χαμηλό ύψωμα, που βρίσκεται σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων νότια από τη σημερινή κωμόπολη, έχει διαπιστωθεί η θέση ενός Ρωμαϊκού αγροτικού οικισμού. Στην πλαγιά του υψώματος αυτού βρέθηκαν παλιότερα όστρακα αγγείων, νομίσματα και επιτύμβιες επιγραφές αυτοκρατορικών χρόνων, ενώ σε κοντινή απόσταση σώζονταν λείψανα Ρωμαϊκής τοξωτής γέφυρας και τμήμα λιθόστρωτου δρόμου. Η ύπαρξη ενός άλλου Ρωμαϊκού γεωργικού οικισμού διαπιστώνεται επίσης στον βραχώδη λόφο Ζελί, που βρίσκεται ανάμεσα στο Χρυσό και το Άγιο Πνεύμα (συγκεκριμένα κοντά στα όρια των κτηματικών τους περιοχών), όπου βρέθηκαν όστρακα Ρωμαϊκών και βυζαντινών αγγείων, καθώς και μια επιτύμβια επιγραφή του 2ου-3ου μ.Χ. αιώνα. Τέλος, η ύπαρξη ενός ακόμη αρχαίου οικισμού εντοπίστηκε, με βάση την επιφανειακή κεραμική, σε ένα χαμηλό ύψωμα κοντά στο γειτονικό χωριό Μονόβρυση. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ψυχικό

Το Ψυχικό δημιουργήθηκε από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, σε μία περιοχή που απέχει 12 χιλ. από την πόλη των Σερρών. Οι πρόσφυγες από το χωριό Αγινάτοι της Μικράς Ασίας και με καταγωγή από τη Μάνη, εγκαταστάθηκαν σε μία περιοχή με το όνομα Βερτζάνι, στην οποία ζούσε μικρός πληθυσμός Τούρκων που έφυγαν όμως με την ανταλλαγή. Το όνομα προέρχεται από την ερμηνεία του ονόματος αυτού (Δώσε ψυχή). Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο ποταμός Στρυμόνα και υπήρχε μία μεγάλη έκταση με λιμνάζοντα νερά που ήταν εστία μικροβίων και κουνουπιών, υπεύθυνα για ασθένειες όπως η ελονοσία. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, και από τις πρώτες μέρες τις εγκατάστασης τους έχτισαν εκκλησία στο κέντρο του χωριού. Για να διατηρήσουν τη μνήμη της χαμένης τους πατρίδας, αφιέρωσαν το ναό στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, στον ίδιο άγιο που ήταν αφιερωμένος και ο ναός στη Μικρά Ασία. Ασχολήθηκαν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το ψάρεμα ενώ έδειχναν μεγάλη αλληλεγγύη ο ένας στον άλλο. Έτσι οικογένειες βοηθούσαν η μία την άλλη στις καλλιέργειες ή οι ίδιοι ήταν πρόθυμοι να συνεισφέρουν οικονομικά όταν κάποιος έπρεπε να αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία. Στη δεκαετία του 60, πολλοί κάτοικοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό για δουλειά ενώ όσοι έμειναν πίσω απέκτησαν οικονομική άνεση. Κύριες πηγές εσόδων το σιτάρι, το βαμβάκι και ο καπνός. Οι μεγάλες γιορτές όπως τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, της Αναλήψης και η Πεντηκοστή γιορτάζονταν με ευλάβεια. Κατά τη διάρκεια των γιορτών διοργανώνονταν αγώνες όπως η ιππασία, το πήδημα εις μήκος και το τρέξιμο. Ο πιο σημαντικός όμως αγώνας ήταν η πάλη, ένα άθλημα στο οποίο οι παλαιστές άλειφαν το σώμα τους με λάδι για να μπορούν να ξεφύγουν από τον αντίπαλο. Οι αγώνες γινόταν σε ειδικό χώρο με πρασινάδα και δέντρα, παρουσία όλου του χωριού. Οι νικητές έπαιρναν δώρα αξίας όπως έναν ταύρο, ένα μοσχάρι, ένα πρόβατο, ένα αρνί ή κάποιο χρηματικό ποσό. Οι αθλητές ασκούνταν καθημερινά με αποτέλεσμα το Ψυχικό Σερρών να γίνει ένα πραγματικό φυτώριο πρωτοπαλαιστών. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ψωμοτόπι

Το Ψωμοτόπι (γνωστό ως Τσαβδάρ μέχρι το 1926)  βρίσκεται στην πεδιάδα των Σερρών, βορειοδυτικά της πόλης των Σερρών και βόρεια της Ηράκλειας, κοντά στην ανατολική ακτή της λίμνης Κερκίνης. Μετά το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1913, το χωριό προσαρτήθηκε στην Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1920 εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες πρόσφυγες από το Κερμένι της Ανατολικής Θράκης. Το 1928, το Ψωμοτόπι ονομάστηκε μικτό τοπικό-προσφυγικό χωριό. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σιντικής, Βικιπαίδεια

Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org

Ξενοδοχεία

error: Content is protected !!
You don't have permission to register