Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Κοζάνης φύση

Η φύση στο Νομό Κοζάνης

Η φύση στο Νομό Κοζάνης

Άσκιο όρος

Το Άσκιο ή Σινιάτσικο είναι βουνό της δυτικής Μακεδονίας, με ψηλότερη κορυφή το «Σημείο», όπως αποκαλείται από τους ντόπιους, στα 2.111 μέτρα και η οποία βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του. Είναι νότια συνέχεια του Βίτσι και μεσαίος κρίκος της ορεινής αλυσίδας, που σχηματίζει με το Βίτσι προς βόρεια και τον Βούρινο προς νότο, αρχίζει από τα στενά της Κλεισούρας στην περιοχή που ενώνονται τα σύνορα των νομών Φλωρίνης – Καστοριάς – Κοζάνης, προχωρεί με νότια νοτιοανατολική κατεύθυνση στο νομό Κοζάνης και απολήγει νότια της Σιάτιστας, στη διάβαση που περνά ο δρόμος που συνδέει την Κοζάνη με τα Γρεβενά και αρχίζει ο Βούρινος. Το μήκος του είναι περίπου 33 χλμ. Τα πετρώματα του είναι κυρίως κρυσταλλικά, δεν έχει σημαντικά υδάτινα ρεύματα, με τα περισσότερα από αυτά να καταλήγουν νότια του Ασκίου στον Αλιάκμονα, εκτός από μερικά που καταλήγουν στη λίμνη Βεγορίτιδα μέσω του ποταμού Σουλού, που διαρρέει τον Εορδαϊκό κάμπο και περιφερειακά την Πτολεμαΐδα. Η δυτική-βορειοδυτική και ανατολική-βορειοανατολική πλευρά καλύπτονται με δάση, ενώ αντίθετα στα νότια το Άσκιο είναι βραχώδες. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Καταρράκτες Σκοτωμένο Νερό

Πίσω από το Βυθό, μεταξύ των τοποθεσιών Στρόζιαβο και Σιουποτίστα, βρίσκεται ένα σπάνιο μνημείο της φύσης, το Σκοτωμένο Νερό. To μονοπάτι που οδηγούσε εκεί είχε ξεχαστεί για πολλά χρόνια και ανακαλύφθηκε πρόσφατα στα πλαίσια του προγράμματος Πίνδος από νέα παιδιά της Οικολογικής Κίνησης Κοζάνης και τον ζωγράφο Αργύρη Παφίλη, ο οποίος μετά την ανακάλυψη αφιέρωσε στη περιοχή ένα του έργο. Χαμηλά υπάρχει το μεικτό δάσος της Σιουποτίστας με πολλές αιωνόβιες καστανιές και μεγαλύτερη σε ηλικία εκείνη η οποία βρίσκεται λίγο μετά το χωματόδρομο που φθάνει ως εκεί, στην αρχή του μονοπατιού, πριν τη γραφικότατη καλύβα του Παπαζήση. Σε αυτό το δάσος αναζήτησαν πανικόβλητοι καταφύγιο οι κάτοικοι του Βυθού τον Ιούλιο του ’44 όταν κατέφτασαν εκεί οι Γερμανοί με σκοπό να κάψουν το χωριό. Μετά το τέλος του δάσους ξεκινάει η Μαυριάχα, ή αλλιώς Μαύρη Ράχη, που ονομάζεται έτσι λόγω του σκούρου χρώματος των γκρεμών της. Η ράχη από εδώ παίρνει συνεχώς ύψος μέχρι να φτάσει τα 1.535 μέτρα λίγο πριν την κορυφή του Προφήτη Ηλία. Κατά ένα παράξενο τρόπο, κάθετα στα βράχια της κυλάει ένα ρέμα που σχηματίζει στο πέρασμα του μια σειρά από καταρράκτες, εκ των οποίων οι τρεις είναι πραγματικά μεγάλοι και βρίσκονται ο ένας ακριβώς επάνω από τον άλλο. Πρόκειται για το Σκοτωμένο Νερό ή  Κρέμαση, που μόνο στις μνήμες των παλιών κατοίκων του Βυθού και των βοσκών παρέμενε ζωντανό. Σήμερα, σηματοδοτήθηκαν οι διαδρομές που οδηγούν εκεί και ανοίχτηκε το μονοπάτι μέσα στο πυκνό δάσος, με αποτέλεσμα οι καταρράκτες να γίνουν επισκέψιμοι και ορόσημο όχι μόνο της περιοχής, αλλά και ολόκληρου του Βοΐου. Πρώτη βρίσκεται η Κάτω Βάθρα με ύψος 20 μέτρων. Αρχικά το νερό πέφτει κατακόρυφα και έπειτα συνεχίζει μια χαοτική πορεία επάνω στα βράχια. Πολλοί, μη γνωρίζοντας την ύπαρξη και των άλλων καταρρακτών, ως Σκοτωμένο Νερό ονομάζουν μόνο αυτή τη Βάθρα. Από εδώ επόμενη στάση είναι λίγο πιο ψηλά η Επάνω Βάθρα, η οποία προσεγγίζεται, είτε μέσω του ομαλού περιμετρικού μονοπατιού διάρκειας 40 λεπτών, είτε μέσω ευθείας πορείας σε ένα απότομο μονοπάτι διάρκειας 10 λεπτών. Η Επάνω Βάθρα έχει ύψος 30 μέτρα και αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός, ότι από εδώ το νερό πέφτει εντελώς κατακόρυφα χωρίς να συναντήσει στην πορεία του κανένα εμπόδιο. Αιωρείται στον αέρα και αλλάζει κατευθύνσεις ανάλογα με το φύσημα του ανέμου. Μία τεράστια βραχώδης σκεπή παρέχει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να βρεθούν ακριβώς πίσω από τον καταρράκτη, αλλά και από την απέναντι πλευρά, μιας και το μονοπάτι φτάνει με ασφάλεια ως εκεί. Τελευταία αποκαλύπτεται η Κρυμμένη Βάθρα, η οποία ονομάζεται έτσι γιατί πραγματικά δεν είναι ορατή από πουθενά. Το νερό πέφτει κλιμακωτά σε σκαλοπάτια από ύψος 10 μέτρων. Ο τόπος εδώ, σε αντίθεση με τους άλλους δύο καταρράκτες, είναι πιο γαλήνιος και προσφέρεται για βουτιά από τους τολμηρούς. Την Άνοιξη, κοντά στο Πάσχα, το ρέμα με τα νερά και τη βουή του χαλάει τον κόσμο, όμως το Καλοκαίρι στερεύει και απομένουν μόνο οι κάθετοι βράχοι, μία εικόνα παρόλα αυτά εντυπωσιακή. Οι κάτοικοι του Βυθού λένε πως στα παλιά χρόνια, όταν έβρεχε και χιόνιζε περισσότερο οι καταρράκτες είχαν πολύ νερό. Αν και βρίσκονται σε προφυλαγμένη από τους βοριάδες τοποθεσία έχει παρατηρηθεί να παγώσουν στα πολλά κρύα, λόγω του μεγάλου υψομέτρου τους, που φθάνει στα 1.200 μέτρα. Στο Σκοτωμένο Νερό φτάνει κανείς πεζοπορώντας από το Βυθό σε 2 ώρες μέσω του σηματοδοτημένου μονοπατιού Βυθός – Αηλιάς. Εναλλακτικά, μπορεί να ακολουθήσει με αυτοκίνητο 4×4 για 3,5 χιλιόμετρα το χωματόδρομο ο οποίος ξεκινάει από την επαρχιακή οδό που συνδέει το Βυθό με το Μοναστήρι της Αγ. Τριάδας, περνώντας από την καλύβα του Σάκη, από όπου μπορεί να προμηθευτεί φρέσκο κατσικίσιο γάλα. Θα φτάσει ακριβώς κάτω από το δάσος της Σιουποτίστας, θα συναντήσει σε αυτό το σημείο το μονοπάτι και από εκεί θα χρειαστεί ανάβαση μόλις 30 λεπτών για τον πρώτο καταρράκτη. Ακόμη πιο εύκολα προσεγγίζεται η περιοχή από τη μέτριας βατότητας επάνω δασική οδό που ανεβαίνει ψηλά στον Προφήτη Ηλία, η οποία χαμηλότερα και οδηγεί αριστερά στην κορυφογραμμή της Μαυριάχας. Με αυτό τον τρόπο θα φτάσει κανείς επάνω από τους καταρράκτες και ξεκινώντας την κατάβαση από την περιοχή όπου υπάρχει η ποτίστρα, θα καταλήξει στον προορισμό του σε μόλις 20΄. (Πηγή πληροφοριών: Πρόγραμμα Πίνδος)

Λίμνη Πολυφύτου

Η λίμνη Πολυφύτου είναι τεχνητή λίμνη του ποταμού Αλιάκμονα, στο νομό Κοζάνης. Σχηματίστηκε το 1973, μετά την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος (Πολυφύτου) στον ποταμό και καλύπτει έκταση 73 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η λίμνη αποτελεί ιδιοκτησία της ΔΕΗ, έχει παραχωρηθεί όμως στους γύρω κατοίκους προς αλιευτική και οικοτουριστική εκμετάλλευση. Διασχίζεται από την Υψηλή Γέφυρα Σερβίων και τη μικρότερη Γέφυρα Ρυμνίου. Η μεγαλύτερη έκταση της τεχνητής λίμνης (περίπου 70%) βρίσκεται στην επικράτεια του Δήμου Σερβίων. Στα νερά της λίμνης έχουν καταγραφεί 17 είδη ψαριών του γλυκού, ενώ στο Δέλτα του ποταμού Αλιάκμονα απαντώνται και πολλά ευρύαλα είδη. Η περιοχή του ταμιευτήρα Αλιάκμονα είναι σημαντικός βιότοπος για τα αρπακτικά πουλιά, διότι τους προμηθεύει τροφή, φώλιασμα και καταφύγιο. Η περιοχή χρησιμοποιείται επιπλέον και από μεταναστευτικά είδη σαν χειμερινό καταφύγιο. Αναφέρονται επίσης αρκετά είδη ερπετοπανίδας, ενώ σε ότι αφορά την πανίδα των θηλαστικών στη λίμνη και γύρω απ’ αυτήν, έχουν αναφερθεί 10 διαφορετικά είδη θηλαστικών. Καλύπτει επιφάνεια 57 τ.χλμ. (κατακλυζόμενη) και δέχεται κυρίως τα νερά του ποταμού Αλιάκμονα και μερικών χειμάρρων από λεκάνη απορροής συνολικής έκτασης 5.630 τ.χλμ. Οι μεταβολές στάθμης των νερών είναι της τάξης των 15μ. Η ταχεία ανανέωση του νερού της λίμνης της δίνει τη δυνατότητα γρήγορης απομάκρυνσης των ρυπογόνων φορτίων, με αποτέλεσμα η λίμνη να διατηρεί τη «μεσοτροφική» της κατάσταση. Προσφέρεται, λοιπόν, για μια σειρά δραστηριοτήτων: ιχθυοπαραγωγικές διαδικασίες (ψάρεμα και ιχθυοκαλλιέργεια), αθλητικές δραστηριότητες (κωπηλασία), αναψυχή κ.α.. Καλύπτει επίσης τις ανάγκες άρδευσης των καλλιεργήσιμων εδαφών της περιοχής. Περί τις 60 οικογένειες ζούνε από την αλιεία στη λίμνη· μέρος της ψαριάς εξάγεται στην Ευρώπη. Σε πρόσφατη έρευνα διαπιστώθηκαν υπερβάσεις ως προς τη συγκέντρωση μολύβδου, ενώ η κατάσταση της λίμνης χαρακτηρίστηκε «μέτρια». Στις όχθες της λίμνης, κοντά στο χωριό Ροδίτης, βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Οσίου Βαραδάτου, χτισμένος από Μικρασιάτες πρόσφυγες οι οποίοι σε ανάμνηση του ναού του αγίου στα Κουβούκλια Προύσας έκτισαν ομώνυμο ναό στη νέα τους πατρίδα. Στο ίδιο σημείο επίσης βρίσκεται μνημείο θανόντων κατά τη Μικρασιατική καταστροφή με την επιγραφή: «ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΕΝ Μ. ΑΣΙΑ Κ ΠΟΝΤΩ ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΗΜΩΝ». (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Όντρια

Τα Όντρια (ή και Όδρυα) είναι ένας ορεινός όγκος του όρους Βοΐου που βρίσκεται στο σύνορο των νομών Κοζάνης και Καστοριάς. Χωρίζονται σε Μεγάλα Όντρια (1.589 μ.) και Μικρά Όντρια (1.530 μ.). Πρόκειται για δύο μεγάλα υψιπέδια τα όρια των οποίων είναι σαφή καθώς περιβάλλονται από εντυπωσιακούς κάθετους βράχους («ζωνάρια» για τους ντόπιους). Τα Όντρια θεωρούνται ένα μέρος πέρα για πέρα ιδιαίτερο αφού είναι γεμάτα από δολίνες και σκεπάζονται σε ένα αρκετά μεγάλο τμήμα τους από πυκνά δάση βελανιδιάς και οξιάς. Πρόκειται για έναν από τους πιο παρθένους ορεινούς όγκους της περιοχής αφού η ανθρώπινη παρέμβαση τόσο στα Μικρά όσο και στα Μεγάλα Όντρια είναι μηδαμινή. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Πηγή photo slider: Pikist

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register