Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Κοζάνης αξιοθέατα

Αξιοθέατα στο Νομό Κοζάνης

Αξιοθέατα στο Νομό Κοζάνης

Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης

Στην Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης φυλάσσονται ευρήματα απ’ όλο το Νομό και μπορούν να ενταχθούν σε δύο κύριες θεματικές ενότητες:
α) Ευρήματα παραδόσεων, περισυλλογών και ανασκαφών, που εισήχθησαν στη Συλλογή μέχρι και το 1980. Σημαντικότερο σύνολο είναι αυτό του κλασικού νεκροταφείου Κοζάνης. Τα ευρήματα της ενότητας αυτής χρονολογούνται από τους προϊστορικούς ως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
β) Ευρήματα παραδόσεων, περισυλλογών και ανασκαφών, που εισήχθησαν στη Συλλογή από το 1980 κι εξής. Σημαντικότερα σύνολα της δεύτερης ενότητας προέρχονται από σωστική, επιφανειακή και ανασκαφική έρευνα προϊστορικών οικισμών της Κοιλάδας της Κίτρινης Λίμνης, από σωστική, επιφανειακή και ανασκαφική έρευνα στην Κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα – τεχνητή λίμνη Πολυφύτου και από σωστικές ανασκαφές σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους του νομού Κοζάνης. Τα ευρήματα χρονολογούνται από την αρχαιότερη νεολιθική ως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Αντιπροσωπευτικά ευρήματα απ’ όλα σχεδόν τα παραπάνω σύνολα, κυρίως των παλιών ευρημάτων, βρίσκονταν εκτεθειμένα στην έκθεση της Αρχαιολογικής Συλλογής ως το 1995, που έγινε ο σεισμός. Από τότε και έπειτα λόγω των ζημιών στο κτίριο έπαψε να λειτουργεί η Αρχαιολογική Συλλογή. Σκοπός της Συλλογής είναι η αποθήκευση, έκθεση και προβολή των αρχαίων από όλο το νομό Κοζάνης, εκτός αυτών της Αιανής και της ευρύτερης περιοχής της, τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής. Η συλλογή στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο («Οίκος Κατσικά», δωρεά Παναγιωτίδη), του οποίου η χρήση ως μουσειακού χώρου έχει παραχωρηθεί από το Δήμο Κοζάνης. Το κτίριο είναι διώροφο (σύνολο εμβαδού 240 τ.μ.) με αυλή. Παράλληλα ενοικιάζεται από το Υπουργείο Πολιτισμού αποθήκη 230 τ.μ., σε ισόγειο χώρο διώροφης οικοδομής, ενώ χρησιμοποιείται και μία αίθουσα του κτιρίου του ΚΑΠΗ του Δήμου Κοζάνης. Στις δραστηριότητες της Αρχαιολογικής Συλλογής συμπεριλαμβάνονται διάφορες υποθέσεις, που αφορούν τις περιοχές της Κίτρινης Λίμνης και της Τεχνητής Λίμνης Πολυφύτου, καθώς και υποθέσεις που αφορούν τις Αρχαιολογικές Συλλογές του Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού, του Λαογραφικού Μουσείου και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης. Η Αρχαιολογική Συλλογή υπάγεται διοικητικά στη ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού)

Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αιανής αναπτύσσεται η ιστορική εξέλιξη της αρχαίας Αιανής, πρωτεύουσας της Ελιμιώτιδας, ενός από τα ισχυρότερα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, καθώς και της ευρύτερης περιοχής, από τα προϊστορικά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν ευρήματα ιδιαίτερης σημασίας, που συμπληρώνουν την εικόνα της ιστορίας του ελληνισμού της Άνω Μακεδονίας, όπως αυτά της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (15ος-12ος αι. π.Χ.) και της αρχαϊκής-κλασικής περιόδου (6ος-5ος αι. π.Χ.), στα οποία αποτυπώνονται η εγκατάσταση των δωρικών-μακεδονικών φύλων και η παρουσία Μυκηναίων στην περιοχή, καθώς και η οικιστική ανάπτυξη και πολιτική οργάνωση που υπήρχε στην Αιανή από τον 6ο αι. π.Χ. Το κτιριακό συγκρότημα του μουσείου έχει συνολική έκταση 4.500 τ.μ. και διαθέτει ισόγειο και πρώτο όροφο. Οι χώροι του περιλαμβάνουν οκτώ εκθεσιακές αίθουσες συνολικού εμβαδού 971 τ.μ., από τις οποίες είναι επισκέψιμες μόνο οι δύο (242 τ.μ.), αποθήκες αρχαιοτήτων, γραφεία, βιβλιοθήκη, σχεδιαστήριο, αποθήκη εργαλείων-ξυλουργείο, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και ξενώνα, καθώς και σύγχρονα εργαστήρια συντήρησης μεταλλικών και πηλίνων αντικειμένων. Η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων από το 1995 έως τον Οκτώβριο του 2002, που άρχισε η λειτουργία των δύο μόνιμων εκθεσιακών χώρων, φιλοξένησε μία έκθεση με εικόνες, κείμενα, χάρτες και λίγα αντίγραφα αρχαιοτήτων. Στους στόχους του μουσείου, που υπάγεται στη ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, είναι με την έκθεση των ευρημάτων της Αιανής, τα οποία δίνουν νέα διάσταση στην ιστορία της Μακεδονίας, να αναδείξει τον παιδευτικό-εκπαιδευτικό χαρακτήρα του, ώστε, εκτός από την επιστημονική κοινότητα και ο απλός επισκέπτης να κατανοεί και να αναγνωρίζει τα νέα στοιχεία και τα συμπεράσματα της έρευνας. Παράλληλος στόχος είναι να ενταχθεί δυναμικά και πολύμορφα στην τοπική και στην ευρύτερη κοινωνία με εκδηλώσεις, όπως εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, συμπόσια, συνέδρια και περιοδικές εκθέσεις. Από 1988 έχει οργανώσει εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και αλλοδαπούς φοιτητές σε διάφορες θεματικές ενότητες, τρεις επιστημονικές ημερίδες, έχει δημιουργήσει πέντε ταινίες για την προβολή του αρχαιολογικού πλούτου, ενώ παράλληλα παρέθεσε γεύματα αρχαίας διατροφής (1995, 1996, 2000), πραγματοποίησε ιππικές πορείες σε ίχνη αρχαίων διαδρομών, που έχουν συνδεθεί με σημαντικά ιστορικά γεγονότα (1996, 1997, 2000, 2002), και μία αθλητική εκδήλωση με αγώνα δρόμου υπό τον τίτλο «ο Δρόμος του Απολλοδώρου» (αρχαίου δρομέα από την Αιανή) ενταγμένη στα Αιαναία Άθλα σε συνεργασία με το Δήμο Αιανής. Η συμμετοχή του σε δραστηριότητες για την ενημέρωση των πολιτών με ομιλίες, οργανωμένες ξεναγήσεις, διαλέξεις και φωτογραφικές εκθέσεις είναι συνεχής με στόχους την ευαισθητοποίηση, την κτήση ιστορικής και εθνικής αυτογνωσίας, την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής συνείδησης και τη σύνδεση του φυσικού με το πολιτισμικό περιβάλλον, αλλά και την αυτοεκτίμηση μέσω της πολιτιστικής δημιουργίας. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού)

Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία Βελβεντού

Το Βελβεντό, 33 χιλμ. ΝΑ της Κοζάνης, είναι κτισμένο στην εύφορη κοιλάδα του Αλιάκμονα μεταξύ των βουνών Βέρμιο, Καμβούνια και Πιέρια, κάτω από την ψηλότερη κορυφή των Πιερίων, το Φλάμπουρο, στις δυτικές υπώρειες, σε υψόμετρο 450 μ. Βορειοδυτικά του απλώνεται η τεχνητή λίμνη του Πολυφύτου, ενώ νοτιοδυτικά του το μεσαιωνικό κάστρο των Σερβίων. Η επίκαιρη θέση του σε σημεία ελέγχου των ορεινών διαβάσεων προς την Άνω και Κάτω Μακεδονία, αλλά και τη Θεσσαλία, ευνόησε την κατοίκηση στη γύρω περιοχή και τα κοντινά υψώματα από την προϊστορική ακόμη περίοδο (“Βασιλάρα Ράχη”, δυτικά, προς τον Αλιάκμονα). Πλήθος θέσεων γύρω από το σύγχρονο οικισμό βρίθουν αρχαιολογικών ευρημάτων από τους προϊστορικούς και ιδιαίτερα τους ρωμαϊκούς και τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους (η «Παλιόχωρα», 6 χιλμ. ΝΔ, η «Γρατσιάνη», σε μικρή απόσταση από την προηγούμενη, ο «Μπράβας», η «Παπαράχη», κ. ά.). Οι τάφοι υστερορωμαϊκών – παλαιοχριστιανικών χρόνων που αποκαλύφθηκαν τελευταία στη θέση «Κάτω Μπράβας», η ύπαρξη λουτρού, τέλους 3ου με αρχές 4ου αι., στα θεμέλια του βυζαντινού ναού του Αγίου Μηνά, αρχιτεκτονικά μέλη παλαιοχριστιανικών χρόνων εντοιχισμένα σε εκκλησίες και νομίσματα συνηγορούν για την ανάπτυξη της περιοχής αυτήν την περίοδο. Αρχιτεκτονικά λείψανα, όστρακα αγγείων, νομίσματα ρωμαϊκών έως και βυζαντινών χρόνων ανευρίσκονται στις οχυρωμένες θέσεις με την ονομασία “Παλαιόκαστρο”, η μία τρία χιλμ. ΒΑ του Βελβεντού, σε λόφο δυτικά των Πιερίων και η δεύτερη ΝΔ, κοντά στο σύγχρονο οικισμό Παλαιογράτσανο (Παλαιόκαστρο Γρατσάνης ή Παναγία στο Τσιλιπίσιο). Στην πρώτη αποκαλύφθηκε το 1956, κατά τη διάρκεια εκσκαφής από πιστούς, το ανατολικό τμήμα μεγάλης εκκλησίας με ημικυκλική κόγχη κτισμένη με ημιλαξευμένους, πλακαρούς λίθους και ασβεστοκονίαμα. Στη δεύτερη ανευρίσκονται πλήθος μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και τμήματα ψηφιδωτού δαπέδου από μεγάλο ναό, εντός του οποίου κτίστηκε σύγχρονο ναύδριο. Οι μαρτυρίες των πηγών σχετικά με την ιστορία και την ονομασία του Βελβεντού στη βυζαντινή περίοδο είναι λιγοστές και ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως από τους διάφορους ερευνητές (ρωμαϊκή περίοδος, 8ος/9ος αι., 13ος αι.: Ι. Θαβώρης, Κ. Γουναρόπουλος, Α. Παπαγεωργίου – P. Skok). Η παλαιότερη μνεία του ονόματος απαντά στον κώδικα της μονής Ζάβορδας (16ος-17ος αι.) και σε εξώφυλλο μηναίου του 1551 από τη μονή της Αγίας Τριάδας, όπου γίνεται αναφορά και «περί θέματος Βελβεντού». Γενικότερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας το Βελβεντό γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη με τη συγκέντρωση στην εύφορη περιοχή του κατοίκων από τους γύρω οικισμούς και τις γειτονικές περιοχές. Το Βελβεντό είχε παραχωρηθεί ως μαλικανές (δώρο) στη Βαλιντέ Χανούμ, τη βασιλομήτορα και έχαιρε ιδιαίτερων προνομίων. Διοικητικά υπαγόταν στα Σέρβια έως το 1774, όταν αποσπάστηκε και έγινε έδρα της τοπαρχίας «Τσιαρσαμπά» με έπαρχο και δικαστή. Το 19ο αι. ο οικισμός γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη, λόγω της παραγωγής και εκμετάλλευσης των τοπικών γεωργικών προϊόντων, όπως το λινάρι και τα ροδάκινα και του υδάτινου πλούτου της περιοχής με τα μπατάνια και τους μύλους. Η παιδεία γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση από τις αρχές του 17ου αι. και κυρίως το 18ο αι., όταν ιδρύθηκε κοινοτική σχολή το 1773 με φοίτηση υποχρεωτική για όλους με τις εισφορές των εκκλησιών της κοινότητας, η οποία λειτούργησε έως το 1913/4 ως μεικτή. Σήμερα στο Βελβεντό σώζονται 74 εκκλησίες και ξωκλήσια από τα οποία έχουν κηρυχτεί διατηρητέα μνημεία ένας βυζαντινός ναός, τρεις μεταβυζαντινοί, μια μονή και τέσσερα ξωκκλήσια με τοιχογραφίες ιδιαίτερης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας (12ος έως και 19ος αι.). Ακόμη στο Βελβεντό διασώζεται μια σημαντική συλλογή φορητών εικόνων και ιερών κειμηλίων του 15ου έως και 19ου αι. μοναδική στο Ν. Κοζάνης για την παλαιότητά της, την αξία και το πλήθος των αντικειμένων της, η οποία μελλοντικά θα εκτεθεί στο κτίριο του παλαιού αρρεναγωγείου μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασής του. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού)

Γεφύρι Ανθοχωρίου

Το γεφύρι του Ανθοχωρίου είναι το μεγαλύτερο σε μήκος πέτρινο γεφύρι της Μακεδονίας, φθάνοντας τα 49 μέτρα, ενώ το πλάτος του είναι 2,7 μέτρα. Αποτελείται από 4 τόξα, εκ των οποίων το μεγαλύτερο έχει ύψος 9 μέτρα και άνοιγμα 15. Το βορινό ακρόβαθρο στηρίζεται σε βραχώδες σχεδόν κατακόρυφο πρανές. Το γεφύρι συνέδεε εμπορικά τα Γρεβενά με το Τσοτύλι και αποτελούσε πέρασμα για τα κοπάδια της Πίνδου που ξεχειμώνιαζαν στη Θεσσαλία. Αργότερα αποτελούσε τμήμα του παλιού χωματόδρομου που ένωνε τις δύο πόλεις, ενώ ο σημερινός ασφαλτοστρωμένος δρόμος το έχει παρακάμψει ακριβώς από δίπλα. Συνηθίζεται να αποκαλείται Γεφύρι του Τσακνοχωρίου, όπως ήταν παλιά η ονομασία του Ανθοχωρίου, αλλά και Γέφυρα Πραμόρτσα. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του είναι άγνωστη, όμως σύμφωνα με μαρτυρίες έχει χτιστεί πριν το έτος 1770. Ο θρύλος το θέλει να έχει κτιστεί με την χορηγία κάποιου μεγαλοκτηνοτρόφου. Όταν όμως αυτός προσπάθησε να διαβεί με το κοπάδι και την οικογένειά του τον ποταμό, μία απότομη και ορμητική ροή έριξε τη μονάκριβή του κόρη. Το γεφύρι επισκευάστηκε το έτος 1937 και το 1970 ,όταν χαρακτηρίστηκε και ως διατηρητέο μνημείο. Βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το Ανθοχώρι στο δρόμο που το συνδέει με το Κληματάκι και το εγκαταλελειμμένο Παρόχθιο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Βοΐου)

Γεφύρι Μόρφης

Από την Μόρφη μπορεί κανείς να επισκεφθεί το δίτοξο γεφύρι της Τσούκας επάνω στον ποταμό Πραμόριτσα, χτισμένο επάνω σε μία πανέμορφη τοποθεσία. Το γεφύρι παλιά συνέδεε τους οικισμούς Μόρφης, της Κορυφής, της Χρυσαυγής και της εγκαταλελειμμένης σήμερα Τσούκας. Στην περιοχή του βουνού της Τσούκας όπου οι Μορφιώτες είχαν τα χωράφια και τα βοσκοτόπια τους. Επίσης το γεφύρι παλιότερα αποτελούσε τμήμα της βλαχόστρατας. Πρόκειται για το παλαιότερα χρονολογημένο γεφύρι του Βοΐου. Είναι εύκολη η πρόσβαση μέσω του σηματοδοτημένου μονοπατιού που συνδέει την Μόρφη με την Χρυσαυγή, είτε από την πλατεία της Μόρφης απέχει μόλις 35’ και από την παλαιά Εθνική οδό που βρίσκεται πιο χαμηλά απέχει μόλις 25’. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Βοΐου)

Γεφύρι Ντέρη

Το πέτρινο γεφύρι του Ντέρη είναι το πρώτο γεφύρι που συναντά ο ποταμός Πραμόριτσας από το ξεκίνημά του. Χτίστηκε για να συνδέει τον Πεντάλοφο με την Αγ. Σωτήρα και το Τσοτύλι. Σήμερα αποτελεί σταθμό του μεγάλου μονοπατιού, «Το ταξίδι του Ποταμού Πραμόριτσα». Γίνεται επισκέψιμο, είτε από τον Κάτω Πεντάλοφο σε 45 λεπτά ακολουθώντας την σχετική σήμανση, είτε από την εθνική οδό δίπλα από τις αντίστοιχες πινακίδες, μετά την διασταύρωση του Διλόφου όπου το ομαλό κατηφορικό καλντερίμι οδηγεί στο γεφύρι σε μόλις 5 λεπτά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Βοΐου)

Γεφύρι Ροδοχωρίου (ή Τσούκαρη)

Το γεφύρι Τσούκαρη συνέδεε παλιά τον οικισμό του Ροδοχωρίου με το Τσοτύλι και τον εγκαταλελειμμένο οικισμό Ρόκαστρο. Χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για την διάβαση των αγροτικών μηχανημάτων στην απέναντι  όχθη του ποταμού Πραμόριτσα. Εκεί σήμερα οδηγεί από την πλατεία του Ροδοχωρίου μια αγροτική οδός μήκους περίπου δύο χιλιομέτρων. Χτίστηκε με την χορηγία του Δημήτριου Τσούκαρη, ενός ξενιτεμένου Ροδοχωρίτη μάστορα στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον δωρητή ο λόγος  δημιουργίας του γεφυριού ήταν καθαρά κοινωφελής, μιας και αυτό θα εξυπηρετούσε και τα πιο απομακρυσμένα χωριά των Γρεβενών. Υπάρχουν μαρτυρίες, ότι πριν ξεκινήσει  η αγορά του Τσοτυλίου, παζαριώτες με τα ζώα τους διέρχονταν επί δύο μέρες από την  περιοχή. Κτίστηκε το έτος 1885. Το γεφύρι διέθετε πέντε καμάρες, από τις οποίες οι δύο μικρότερες είναι δυσδιάκριτες λόγω της πυκνής βλάστησης και των προσχώσεων. Η πρώτη καμάρα στην οποία ήταν εντοιχισμένη και η ημερομηνία κτίσης κατέρρευσε το 1955 από διάβρωση της βάσης και έπειτα αντικαταστάθηκε με σκυρόδεμα. Το μήκος του γεφυριού φτάνει τα 40 μέτρα. Από τα 5 τόξα το δεύτερο είναι το μεγαλύτερο. Η τοποθεσία έχει πάρει την ονομασία Παλιομονάστηρο, όπου ενδέχεται να υπήρχε κάστρο σύμφωνα με τις λαϊκές ρήσεις. Έχουν αποκαλυφθεί τεράστιοι ογκόλιθοι από το τείχος πολλοί εκ των οποίων κατρακύλησαν οι χωρικοί στο ποτάμι για να χτίσουν το γεφύρι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Βοΐου)

Γεφύρι Σβόλιανης

Αδιαμφισβήτητα είναι ένα από τα ομορφότερα και εντυπωσιακότερα από άποψη στατικής πέτρινα γεφύρια της Ελλάδος . Απέχει μόλις 1,5 χλμ. Από τον οικισμό της Αγίας Σωτήρας , στο άνω ρου του ποταμού Πραμόριτσα. Μπορεί κανείς να το επισκεφθεί είτε ξεκινώντας από ο κέντρο του χωριού , είτε διανύοντας την μισή απόσταση με αφετηρία την στροφή της εθνικής οδού που βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Το δίτοξο γεφύρι χτίστηκε το έτος 1851,αφού είχε προηγηθεί στην ίδια τοποθεσία το χτίσιμο ενός νερόμυλου. Ένα πολύ μεγάλο τόξο πατάει σε βράχο , δημιουργώντας την εντύπωση ότι είναι φυσική συνέχεια του και μαζί με ένα μικρότερο δίνουν απότομη κλίση στο γεφύρι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Βοΐου)

Γεφύρι Χρυσαυγής

Κάτω από την Μόρφη ο Πραμόριτσας ενώνεται με το Παλιομέγερο, ένα ρέμα πλούσιο σε νερά που πηγάζει από τον Τάλιαρο και διέρχεται πολύ κοντά στην Χρυσαυγή. Σύμφωνα με την παράδοση, το μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται εδώ και κτίστηκε το έτος 1854 με την χορηγία ενός ληστή, του Νικολάου Ζάρμπου, από το Πολυνέρι Γρεβενών. Ο ληστής είχε τη φήμη του τρομερού και αδίστακτου και αποτελούσε μάστιγα για τα χωριά του Βοϊου και των Γρεβενών. Σε μία καταδίωξή του από τα Τούρκικα αποσπάσματα κατάφερε να περάσει το ρέμα που εκείνη την μέρα ήταν πλημμυρισμένο από νερά και ζήτησε από τους Χρυσαυγιώτες να τον κρύψουν στα σπίτια τους. Όταν οι Τούρκοι ήρθαν στο χωριό οι κάτοικοι αρνήθηκαν τα πάντα και ως αντάλλαγμα του ζήτησαν να χρηματοδοτήσει το χτίσιμο του γεφυριού που θα επιτηρούσε ο ίδιος από τον παρακείμενο νερόμυλο. Πρόκειται για ένα άκρως εντυπωσιακό γεφύρι ύψους 9 μέτρων, στηρίζεται και από τις δύο μεριές σε πράνη εκεί όπου τα κοίτη του Παλιομάγερου στενεύει αρκετά Το μήκος του φτάνει τα 25 μέτρα και το πλάτος του τα 3 ενώ το άνοιγμα του τόξου φθάνει τα 14,2. Το 1984 πραγματοποιήθηκε η επισκευή του γεφυριού. Βρίσκεται σε απόσταση 10 λεπτών κατηφορικής διαδρομής από την πλατεία της Χρυσαυγής επάνω στο μονοπάτι που ένωνε το χωριό με τη Μόρφη και τον Πεντάλοφο. Το περιβάλλον τοπίο έχει διαμορφωθεί κατάλληλα και αποτελεί σήμερα χώρο αναψυχής για κατοίκους και επισκέπτες. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Βοΐου)

Εκκλησιαστικό Μουσείο Σιάτιστας

Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Σιάτιστας επιδιώκει να εξοικειώσει τον απλό πολίτη με την εκκλησιαστική τέχνη, αλλά και να προβάλλει τις σχέσεις που ανέπτυξε η ορεινή Σιάτιστα με τα γνωστά κέντρα παραγωγής έργων τέχνης. Ο χώρος που φιλοξενεί το Εκκλησιαστικό Μουσείο βρίσκεται στον 1ο όροφο νεόκτιστου κτιρίου στον περίβολο του Μητροπολιτικού Μεγάρου Σιάτιστας. Το εμβαδόν της αίθουσας είναι 144 τ.μ. Τα εκθέματα, περιλαμβάνουν εικόνες, ξυλόγλυπτα, αντικείμενα μικροτεχνίας, βιβλία, άμφια και έχουν συλλεχθεί από τους ναούς και τα μοναστήρια της περιοχής. Φιλοξενούνται εικόνες του 16ου αι., εποχής πρωιμότερης της δημιουργίας της Σιάτιστας, του 17ου αι. με στοιχεία δυτικής τεχνοτροπίας, όπως η εικόνα με την αποκάλυψη του Θεόδωρου Πουλάκη, του 18ου αι. Τα έργα μικροτεχνίας εκπροσωπούν τις διάφορες τάσεις των εποχών που δημιουργήθηκαν. Αξιόλογο είναι ένα κάλυμμα ευαγγελίου, το οποίο συνοδεύεται από κείμενο τυπωμένο το 1590. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η συλλογή τυπωμένων βιβλίων και χειρογράφων, όπως ο κώδικας του Ζωσιμά, και χειρογράφων με θεολογικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο. Τα περισσότερα βιβλία έχουν τυπωθεί σε γνωστά τυπογραφεία της Κωνσταντινούπολης και της Βενετίας του 17ου και 18ου αι. Εκτίθενται επίσης λειτουργικά άμφια, που εκπροσωπούν την κεντητική τέχνη και προέρχονται όλα από το ίδιο εργαστήρι. Το μουσείο ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης η οποία έχει την ευθύνη της λειτουργίας του, ενώ την εποπτεία της συντήρησης των εκθεμάτων έχει η 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού)

Ιστορικό - Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης

Το Ιστορικό-Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο ανήκει στην κατηγορία των Ιστορικών-Λαογραφικών Μουσείων. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Περιλαμβάνει τις εξής θεματικές κατηγορίες: Έκθεση Φυσικής Ιστορίας (από την Παλαιολιθική εποχή μέχρι και τους νεότερους χρόνους), Αρχαιολογική- Βυζαντινή έκθεση (από το 7000 π.Χ. έως 1453 μ.Χ.), Ιστορική έκθεση (από το 1453 έως 1944), Λαογραφική έκθεση (από το 1640 έως 1960), που θεωρείται και η σημαντικότερη, Πινακοθήκη νεότερων χρόνων, Συλλογή γραμματοσήμων (1861-2003) και Συλλογή ραδιοφώνων (1930-1960). Στόχος της ίδρυσης του Μουσείου ήταν η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μέσω της καταγραφής και περισυλλογής των αντικειμένων, με απώτερο σκοπό την εκπαίδευση και την επιμόρφωση των επισκεπτών. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το Μουσείο έχει ύψος 19 μέτρα, είναι τετραώροφο και έχει υπόγειους βοηθητικούς χώρους. Η ανέγερση του έγινε κατά τα έτη 1980-1983. Η μορφή του εξωτερικά εκφράζει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Δυτικής Μακεδονίας και θυμίζει τα αρχοντικά των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Το εσωτερικό του κτιρίου χωρίζεται σε έξι ημιώροφους, οι οποίοι επικοινωνούν άμεσα μεταξύ τους. Εξασφαλίζεται έτσι η ενότητα του χώρου, ώστε να διευκολύνεται ο επισκέπτης στη διακίνηση του, έχοντας πάντοτε μπροστά του, σε όποιο σημείο κι αν βρίσκεται, μια πανοραμική εικόνα όλων των ορόφων και των εκθεμάτων. Νέο κτίριο τετραώροφο κατ’ επέκταση του πρώτου αναγέρθηκε το έτος 1993 για να στεγάσει την νέα πτέρυγα του Μουσείου. Το Λαογραφικό τμήμα θεωρείται από τις πιο σημαντικές εκθέσεις του Μουσείου. Περιλαμβάνει πάνω από εξήντα παραδοσιακές ενδυμασίες που χαρακτηρίζουν τις διαφορετικές στιγμές του καθημερινού βίου. Παράλληλα πολλές από αυτές θεωρούνται μοναδικές και σπάνιες. Ακόμη περιλαμβάνει τα παραδοσιακά επαγγέλματα και δωμάτια αρχοντικών της Κοζάνης (1650-1850), τους γνωστούς «καλούς οντάδες», που φανερώνουν την καλλιτεχνική πνοή των λαϊκών τεχνιτών της εποχής. Στον εκθεσιακό χώρου του Λαογραφικού Μουσείου πραγματοποιούνται εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας, γλυπτικής, κοσμημάτων, συναυλίες, ομιλίες και χορευτικές εκδηλώσεις. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού)

Κάστρο Σερβίων

Το βυζαντινό κάστρο των Σερβίων βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις των Πιερίων. Είναι χτισμένο σε οχυρή θέση στον ανατολικό από τους δύο δίδυμους λόφους που υψώνονται πάνω από τη σύγχρονη πόλη αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για το χείμαρρο που περνά ανάμεσά τους. Δεσπόζει στην πεδιάδα του Αλιάκμονα, στο σύντομο και προσιτό γεωμορφολογικά πέρασμα από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία και τη Νότια Ελλάδα μέσω των στενών του Σαρανταπόρου. Η θέση του κάστρου στην πεδιάδα του Αλιάκμονα εξασφάλιζε μια πλούσια ενδοχώρα σε συνδυασμό με την προστασία του αγροτικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού αυτής. Η ίδρυσή του σ’ αυτή τη στρατηγική θέση με τη φυσική οχύρωση το κατέστησε κάστρο απροσπέλαστο στους εχθρούς. Από τα τέλη του 9ου αι. μαρτυρείται η ύπαρξη της επισκοπής Σερβίων που υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης (επισκοπικός κατάλογος Λέοντος Στ΄ Σοφού). Στα τέλη του 10ου αι. το κάστρο καταλαμβάνεται από το βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ, ενώ το 1001 ανακαταλαμβάνεται από τον Βασίλειο Β΄. Το 1018 ο Βασίλειος Β΄ καταστρέφει μερικώς τα τείχη για να μην λειτουργήσει το κάστρο ως θύλακας του βουλγαρικού στρατού. Το 1204 τα Σέρβια καταλαμβάνονται από τους Φράγκους, ενώ το 1216 περιέρχονται στη κατοχή του δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Δούκα. Ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας μετά τη μάχη της Κλοκότνιτσας (1230) σπεύδει και καταλαμβάνει το κάστρο. Αμέσως επισκευάζει τα τείχη. Το 1257 τα Σέρβια περιέρχονται στον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη. Το 1341 καταλαμβάνονται από το σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν, ενώ το 1350 ανακαταλαμβάνονται από τον Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό για να αλωθούν από τα στρατεύματα του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ το 1393 . Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η βυζαντινή ακρόπολη εγκαταλείπεται, ενώ η κάτω πόλη και το τμήμα έξω από τα τείχη είναι πυκνοκατοικημένα. Στα μέσα του 17ου αι., όταν περνά από τα Σέρβια ο οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, περιγράφει την πόλη ως εξής: «…είναι ένα θαυμάσιο κάστρο ισχυρό, χτισμένο με πέτρα, με τριγωνικό σχήμα. Βρίσκεται πάνω σ’ ένα μικρό χωματένιο λόφο. Είναι μικρό κάστρο. Στις δυο πλευρές του υπάρχουν υψηλά βουνά που κρέμονται από πάνω. Επάνω στα βουνά υπάρχουν καθαρά αμπέλια… Μέσα στο κάστρο υπάρχουν εκατό περίπου σπίτια φτωχών Ελλήνων. Δεν υπάρχουν όμως πυριδιταποθήκες, κανόνια, αποθήκες και τάφροι. Μόνο στη δυτική πλευρά βλέπει κανείς να υπάρχει μια κατεστραμμένη πύλη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα είναι κάτω στην πόλη». ‘Όπως συνάγεται μετά την κατάληψη από τους Οθωμανούς ο νέος οικισμός αναπτύσσεται έξω από το κάστρο. Η μεταφορά του οικισμού βοήθησε στη διατήρηση του βυζαντινού γιατί αποφεύχθηκαν οι νεότερες επεμβάσεις έτσι ώστε να διευκολύνεται σήμερα η έρευνα από τους ειδικούς επιστήμονες. Το 1745 η έδρα της επισκοπής μεταφέρεται στην Κοζάνη. Οι χριστιανικοί ναοί δεν μετατρέπονται σε τζαμιά, αλλά επισκευάζονται και επανατοιχογραφούνται συνεχίζοντας τη λειτουργία τους μέχρι το 19ο αι., όταν ο παλαιός οικισμός εγκαταλείπεται. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού)

Λαογραφικό Μουσείο Εράτυρας

Σε μια προσπάθεια ανάδειξης αλλά και διαιώνισης του λαογραφικού μας πλούτου καταφέραμε με τη βοήθεια των κατοίκων (δωρεές) να δημιουργήσουμε το Λαογραφικό Μουσείο της Εράτυρας. Στην άνω πλατεία (Παζάρι) στο αρχοντικό χασιώτη εκθέτουμε τον τρόπο ζωής, τους επαγγελματικούς δρόμους, την ιστορία, την τέχνη όλα τα στοιχεία που προάγουν τη λαογραφία μας. Το νέο κτίριο αποτελείται από τρία επίπεδα: υπόγειο, ισόγειο και όροφο. Στο υπόγειο έχουν διαμορφωθεί χώροι αποθήκευσης και έκθεσης αντικειμένων που μαρτυρούν τις ασχολίες (κυρίως αγροτικές) και τον τρόπο ζωής των κατοίκων. Τα μουσειακά αντικείμενα έντυσαν το κτίριο κατά τέτοιο τρόπο που σήμερα βλέπουμε ένα σπίτι στρωμένο και εξοπλισμένο έτσι όπως λειτουργούσε πριν από 2- 3 αιώνες. Οι επισκέπτες στο μουσείο μπορούν να αντιληφθούν τη ζωή και την τέχνη που ανθούσε στην Εράτυρα. Φωτογραφίες, σχέδια και κείμενα, συμπληρώνουν τη συνοπτική εικόνα μιας ζωής που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Εκθέτονται στρωσίδια των οντάδων (δωματίων), υφαντά δείγματα της λαϊκής τέχνης (χειροποίητα κεντήματα και πλεκτά) και εντυπωσιακές φορεσιές προ Όθωνος, εξαίρετα δείγματα της αξιοσύνης των γυναικών της Εράτυρας. Στον όροφο του Μουσείου, στο δεξιό οντά(δωμάτιο) υπάρχουν νομίσματα κοπής της ενώσεως Ερατυραίων προ ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους καθώς και όπλα της εποχής εκείνης. (Πηγή πληροφοριών: Εράτυρα Βοΐου Κοζάνης)

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register