Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Χαλκιδικής αξιοθέατα

Αξιοθέατα στο Νομό Χαλκιδικής

Αξιοθέατα στο Νομό Χαλκιδικής

Αρχαία

Αρχαία Άκανθος

Η Άκανθος ήταν πόλη της αρχαίας Μακεδονίας. Ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. από Ίωνες αποίκους της Άνδρου ή της Άνδρου και της Χαλκίδας, συγχρόνως με την ίδρυση τριών άλλων γνωστών αποικιών στην περιοχή, της Σάνης (στα σημερινά Νέα Ρόδα), των Σταγείρων και της Αργίλου λίγο βορειότερα, της παλιότερης ελληνικής αποικίας στην περιοχή του Στρυμόνα. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Άκανθος βρίσκεται σε μια κατάσταση χειραφέτησης από την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και κατά τη διάρκεια των Μηδικών πολέμων αποτέλεσε σταθμό για τα στρατεύματα του Μαρδόνιου καθώς και του Ξέρξη. Με την λήξη των Περσικών πολέμων, η Άκανθος τάσσεται στο πλευρό των Αθηναίων και γίνεται μέλος της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, ενώ στην συνέχεια στην συνάπτει συμμαχία με τον βασιλιά της Σπάρτης Βρασίδα στο 424 π.Χ.. Στις αρχές του 4ου αιώνα τάσσεται εναντίον της Ολύνθου και κατά συνέπεια της σύστασης της Ολυνθιακής Συμπολιτείας. Με την επικράτηση των Μακεδόνων, η Άκανθος καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο Β΄ το 348 π.Χ., χωρίς όμως να καταστραφεί. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, μαρτυρείται επιγραφικά στην πόλη η ύπαρξη ρωμαϊκής κοινότητας (conventus civium Romanorum). Η αρχαία Άκανθος απλωνόταν σε τρεις λόφους του όρους Στρατόνικου σε μία έκταση περίπου 560 στρεμμάτων. Τα ερείπια, που είναι ορατά σήμερα, είναι κυρίως τμήματα από την οχύρωση της πόλης, δημόσια κτίσματα, σπίτια και η θεμελίωση ενός ναού – πιθανότατα της θεάς Αθηνάς – στην κορυφή του λόφου. Οι ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν πριν από 40 περίπου χρόνια στο νεκροταφείο της Ακάνθου, ακριβώς πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Ιερισσός. Έχουν εντοπισθεί περισσότεροι από 14.000 ευρήματα που χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα περισσότερα ευρήματα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου. Ανάμεσα στο αρχαίο νεκροταφείο και τον οικισμό ήταν εγκατεστημένα τα εργαστήρια της αρχαίας πόλης, όπου μεταξύ άλλων κατασκευάζονταν και εμπορικοί αμφορείς για την μεταφορά του γνωστού από τις αρχαίες πηγές «ακάνθιου οίνου». Τα νομίσματά της συγκαταλέγονται μεταξύ των ωραιοτέρων ελληνικών νομισμάτων. Η ανάπτυξή της Ακάνθου κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου αντανακλάται από την ευρεία κυκλοφορία νομισμάτων της που κόπηκαν το πρώτον γύρω στο 530 π.Χ. με το διακριτικό έμβλημα ενός λιονταριού που σκοτώνει έναν ταύρο. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αρχαία Μένδη

Η αρχαία Μένδη, η οποία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση εξαιτίας των εξαγωγών του περίφημου Μενδαίου οίνου, ήταν μια από τις αποικίες, τις οποίες ίδρυσε η Ερέτρια στη χερσόνησο της Παλλήνης τον 8ο αι. π.Χ. Ο κυρίως αρχαιολογικός χώρος, έκτασης 1200 x 600 μ., εντοπίζεται στο επίπεδο πλάτωμα και τις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου ο οποίος καταλήγει ομαλά προς τη θάλασσα. Στην ακρόπολη ή Βίγλα, η οποία εκτείνεται στο ψηλότερο, νοτιοανατολικό σημείο του λόφου, αποκαλύφθηκαν υπόγειοι αποθηκευτικοί χώροι με κεραμική (συστάδες από λάκκους-αποθέτες) από τον 12ο έως τον 7ο αι. π.Χ. Στο πλάτωμα, γνωστό και ως Ξέφωτο, δοκιμαστική τομή αποκάλυψε τμήμα τείχους της κλασικής πόλης. Στο «Προάστειο», το οποίο αναφέρεται από τον Θουκυδίδη και το οποίο καταλαμβάνει την παραθαλάσσια εκτός τειχών περιοχή της αρχαίας πόλης, ερευνήθηκαν διαδοχικές φάσεις κατοίκησης από τον 9ο έως τον 4ο αι. π.Χ. Στο παράλιο νεκροταφείο, που εντοπίστηκε στην παραλία του ξενοδοχείου Μένδη, ερευνήθηκαν 241 συνολικά ταφές, κυρίως βρεφών και μικρών παιδιών, μέσα σε μεγάλα αγγεία, που χρονολογούνται από τα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Τα αγγεία ήταν κυρίως γραπτά, με φυτική και γεωμετρική διακόσμηση, ή και εγχάρακτα, και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του κεραμικού ρυθμού της Χαλκιδικής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κασσάνδρας)

Αρχαία Όλυνθος

Στα ανατολικά του ομώνυμου χωριού, 80 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη και 25 από τον Πολύγυρο, κείτεται η αρχαία Όλυνθος, στο μυχό του Τορωναίου Κόλπου. Η αρχαία πόλη χτίστηκε ανάμεσα σε δύο υψίπεδα, από τα οποία το νότιο είχε κατοικηθεί πρώτο, με τρόπο που ακολουθούσε τις διακυμάνσεις του εδάφους. Εκεί τοποθετείται η αρχαϊκή πόλη, που κάηκε από τους Πέρσες και εγκαταλείφθηκε ολότελα. Ο αρχαιολογικός χώρος, με έκταση 500 περίπου στεμμάτων, περιλαμβάνει τους δύο λόφους και έκταση στους πρόποδές τους, όπου βρίσκεται το φυλάκιο και κτήριο που στεγάζει χώρους υποδομής των επισκεπτών και συγχρόνως φιλοξενεί φωτογραφική έκθεση. Από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί τον επισκέπτη στους δύο λόφους. Η αρχαϊκή πόλη, κτισμένη με υποτυπώδες πολεοδομικό σχέδιο καταλάμβανε όλο το λόφο. Σώζονται δύο λεωφόροι, κατά μήκος του ανατολικού και του δυτικού άκρου της πόλης, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εγκάρσιους δρόμους. Στη μία λεωφόρο εντοπίστηκαν καταστήματα, μικρές κατοικίες και αποθηκευτικοί λάκκοι, ενώ στο βόρειο τμήμα του λόφου ανασκάφηκε το διοικητικό κέντρο: η αγορά και το πρυτανείο. Η κλασική πόλη ιδρύθηκε πάνω στο βόρειο υψίπεδο, σε μια έκταση εμβαδού 600 x 300 μ. Η έκταση αυτή διαιρέθηκε σε 64 οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία διαχωρίζονταν από οριζόντιους και κάθετους δρόμους, μερικοί από τους οποίους με κατεύθυνση βορρά – νότο είχαν πλάτος ως 7 μ. Το κάθε οικοδομικό συγκρότημα (insula) διέθετε δέκα τετράγωνης κάτοψης οικόπεδα με πέντε οικίες σε κάθε μακρά του πλευρά. Οι οικίες ήταν διόροφες στη βορεινή πλευρά τους και είχαν λιθόστρωτη αυλή στη νότια (παστάδα). Η κάθε οικία αποτελούνταν από τον ανδρώνα, που βρισκόταν στο ισόγειο, κοσμούνταν συνήθως από ψηφιδωτά δάπεδα με φυτικές, αλλά και ανθρωπόμορφες συνθέσεις, όπου τελούνταν τα δείπνα, το «διαιτητήριον», τον «οίκο», το «οπτάνιον», το «βαλάνειον» και από τον «ίμερο» (θάλαμος) και το γυναικωνίτη στον όροφο. Πολύ σημαντικές για την έρευνα είναι και οι πλούσιες οικίες, που βρίσκονταν εκτός του περιτειχισμένου τμήματος της πόλης στα ανατολικά του βόρειου υψιπέδου, στο αριστοκρατικό προάστιο. Εδώ ανασκάφηκαν ορισμένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα αρχαίων επαύλεων: η έπαυλη της Αγαθής Τύχης, του Ηθοποιού, των Διδύμων Ερώτων. Τόσο η αρχαϊκή, όσο και η κλασική πόλη πρέπει να ήταν οχυρωμένες. Ωστόσο, δεν έχουν επισημανθεί λείψανα από τα τείχη της αρχαϊκής πόλης. Από την οχύρωση της κλασικής πόλης έχουν ανακαλυφθεί στο βόρειο υψίπεδο μικρά τμήματα των τειχών, τα οποία δεν είναι, όμως, διαφωτιστικά, για τον τρόπο κατασκευής τους. Οι ερευνητές εικάζουν, ότι η πόλη προστατευόταν με τείχος από άψητες πλίνθους και το οποίο περιέκλειε όλη την πόλη. Από τους δημόσιους χώρους πρέπει να αναφερθούν η Αγορά, η οποία τοποθετείται στα νότια της πόλης, η δημόσια κρήνη και πιθανότατα το δημόσιο τέμενος, τα οποία πρέπει να τοποθετηθούν στα δυτικά της πόλης, και το θέατρο, το οποίο πρέπει να αναζητηθεί σε κοίλωμα της νότιας πλευράς του νότιου υψιπέδου. Στο νότιο άκρο του ίδιου υψιπέδου, επίσης, σώζονται τα θεμέλια βυζαντινού πύργου του 12ου αιώνα μ.Χ. και ίχνη κατοίκησης της νεολιθικής εποχής. Τέλος, η νεκρόπολη της πόλης βρισκόταν στα δυτικά της, εκτός των τειχών, στην οποία έχουν βρεθεί σημαντικά κτερίσματα, που αποδεικνύουν τον πλούτο και το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πολυγύρου)

Αρχαία Σάνη

Σύμφωνα με τις λιγοστές αρχαίες πηγές, στην ευρύτερη περιοχή των Νέων Ρόδων Χαλκιδικής τοποθετούνται τρεις σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, η αρχαία Σάνη, αποικία των Ανδρίων, η διώρυγα που διάνοιξε ο Ξέρξης, με σκοπό να αποφύγει την επικίνδυνη θάλασσα του Αθωνα, κατά την εκστρατεία του στην Ελλάδα, και τέλος η αρχαία Ουρανούπολη (ή Ουρανόπολη), η οχυρωμένη πόλη που ίδρυσε ο Αλέξαρχος, αδελφός του Κάσσανδρου, στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. H αρχαιολογική έρευνα μέχρι το 1990 είχε εντοπίσει τη διώρυγα του Ξέρξη στο στενότερο σημείο της χερσονήσου, ανάμεσα στα Nέα Ρόδα και την Τρυπητή, λείψανα της οχύρωσης της αρχαίας Ουρανούπολης στην περιοχή των Νέων Πόδων, αλλά, μόνον ενδείξεις για τον εντοπισμό της αρχαίας Σάνης. Πράγματι, η αρχαία Σάνη, η αποικία των Ανδρίων στην ανατολική χερσόνησο της Χαλκιδικής, είναι μια ακόμη αρχαία πόλη της οποίας η ιστορία άρχισε να ξετυλίγεται τα τελευταία χρόνια μέσα από τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι γραπτές πηγές που αναφέρονται στην παραπάνω πόλη είναι ελάχιστες. Αναφορές βρίσκουμε κυρίως στα έργα των ιστορικών Ηρόδοτου και Θουκυδίδη, και του γεωγράφου Στράβωνα. Από εκεί αντλούμε και τις πληροφορίες για τη θέση της πόλης και τον ρόλο της κατά τους Μηδικούς πολέμους και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι δύο ιστορικοί μας έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τον εντοπισμό της θέση της αρχαίας Σάνης. Και οι δύο αναφέρουν πώς ήταν κτισμένη επάνω στους χαμηλούς λόφους του ισθμού, του στενότερου σημείου, της Ακτής, όπως λεγόταν τότε η χερσόνησος του Αγίου Ορους. Η περαιτέρω πληροφορία του Θουκυδίδη πώς ήταν στραμμένη «ες το προς Εύβοιαν πέλαγος», δηλαδή στη δυτική πλευρά της χερσονήσου, από την αρχή προσανατόλισε την έρευνα στην περιοχή της Τρυπητής, δίπλα στο νότιο στόμιο της διώρυγας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Αρχαία Στάγειρα

Τα αρχαία Στάγειρα, πόλη όπου γεννήθηκε ο Αριστοτέλης το έτος 384 π.Χ., βρίσκονται περίπου 500 μ. νοτιοανατολικά του σύγχρονου οικισμού Ολυμπιάδας, επί μιας χερσονήσου, στη Χαλκιδική της Κεντρικής Μακεδονίας. Η ίδρυση των Σταγείρων τοποθετείται χρονικά στο έτος 655 π.Χ. και πραγματοποιήθηκε από Ίωνες αποίκους της Άνδρου. Μετά τους Περσικούς Πολέμους τα Στάγειρα έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας συνεισφέροντας στο κοινό ταμείο. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και συγκεκριμένα το έτος 424 π.Χ., οι Σταγειρίτες αποστάτησαν από τους Αθηναίους και συμμάχησαν με τους Σπαρτιάτες. Το γεγονός εξόργισε τους Αθηναίους, οι οποίοι και έσπευσαν με επικεφαλής τον αμφιλεγόμενο στρατηγό Κλέωνα να πολιορκήσουν την πόλη, δίχως όμως αποτέλεσμα. Μετέπειτα τα Στάγειρα προσχώρησαν στο Κοινό των Χαλκιδέων, το οποίο αποτελούσε την συμμαχία 32 παραλιακών πόλεων της Χαλκιδικής με έδρα την πόλη της Ολύνθου. Ο Αριστοτέλης απεβίωσε μεταξύ πρώτης και εικοστής δευτέρας Οκτωβρίου του έτους 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν «οικιστή» της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα «Αριστοτέλεια», και ονόμασαν έναν από τους μήνες «Αριστοτέλειο». Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής. Οι προκαταρκτικές έρευνες στα αρχαία Στάγειρα ξεκίνησαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τον αρχαιολόγο Φ. Πέτσα, ενώ η συστηματική ανασκαφή, με επικεφαλής τον Κώστα Σισμανίδη και το προσωπικό της ΙΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων άρχισε το 1990 και συνεχίστηκε ως το 2000. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα και στοιχεία για τη γενέτειρα του Αριστοτέλη. Το 1995, έγιναν αναστηλωτικές επεμβάσεις στην οχύρωση και την Ακρόπολη της αρχαίας πόλης. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αρχαιότητες Ουρανόπολης

Στην ευρύτερη περιοχή της Ουρανούπολης έχουν βρεθεί σημαντικές αρχαιότητες. Σε απόσταση 1 χιλιομέτρου ανατολικά του χωριού, στη θέση Κοκκινοχώραφο, αποκαλύφθηκε τάφος της ρωμαϊκής εποχής. Εντοπίστηκε σ’ έναν χαμηλό λόφο, κοντά στο δρόμο που οδηγεί στη μονή Ζυγού και την οριογραμμή του Αγίου Όρους. Η ανακάλυψη έγινε μέσα στα όρια ιδιωτικού κτήματος κατά τη διάρκεια εργασιών ισοπέδωσης. Το εύρημα μπορεί να μην εντυπωσιάζει σε πρώτη ανάγνωση, αλλά μας δίνει ένα νέο στοιχείο για μια ανεξερεύνητη από αρχαιολογική άποψη περιοχή, η οποία είναι γνωστή για την έντονη ανθρώπινη παρουσία κατά την αρχαιότητα. Ο τάφος είναι χτιστός, κιβωτιόσχημος, και προσανατολισμένος παράλληλα προς την ακτογραμμή. Τα τοιχώματα του τάφου είναι κτισμένα πρόχειρα με αργούς (ανεπεξέργαστους) λίθους και κιτρινωπό πηλό σα συνδετικό υλικό. Το δάπεδο είναι χωμάτινο και ο νεκρός έχει αποτεθεί απευθείας πάνω στο κοκκινόχωμα σε ύπτια θέση. Τα μοναδικά κτερίσματα που βρέθηκαν είναι ένα χάλκινο νόμισμα πάνω στον θώρακα του νεκρού και ένα πήλινο άβαφο λυχνάρι δίπλα στο αριστερό του πέλμα. Χρονολογικά το εύρημα τοποθετείται στο τρίτο τέταρτο του 3ου αι. μ.Χ. Πάνω από τον τάφο υψωνόταν ένας χαμηλός λιθοσωρός. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι παρόμοιοι λιθοσωροί παρατηρούνται σε αρκετές θέσεις στην γύρω περιοχή, ένδειξη που ίσως μαρτυρά την ύπαρξη οργανωμένου αρχαίου νεκροταφείου. Βορειότερα, σε μικρή απόσταση από την προαναφερθείσα τοποθεσία, υπάρχει υδατογέφυρα και στοά με σύστημα υδρομάστευσης της μεταβυζαντινής εποχής, καθώς και άλλα έργα που φαίνεται να εντάσσονται σ’ ένα γενικότερο σύστημα υδροδότησης της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Βυζαντινός Πύργος Γαλάτιστας

Στα βυζαντινά χρόνια στη θέση του σημερινού χωριού Γαλάτιστα και πιθανότατα γύρω από τον σωζόμενο σήμερα πύργο πρέπει να υπήρχε οικισμός με το όνομα «Γαλάτισσα». Ταυτισμένος με τον τόπο είναι ο βυζαντινός πύργος. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερα σωζόμενους πύργους της Χαλκιδικής, οχυρωματικού χαρακτήρα. Αρχιτεκτονικά ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα βυζαντινών τετράπλευρων πύργων, τους οποίους συναντάμε στη Μακεδονία και στο Άγιον Όρος. Αυτοί είναι γνωστοί από τα ισχυρά ποδαρικά (αντηρίδες) που ενισχύουν τους εξωτερικούς τοίχους τους, και χρονολογούνται από τον 11ο έως τον 16 αιώνα. Ο πύργος της Γαλάτιστας έχει δύο οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη φάση ανήκει το κάτω τμήμα του και χρονολογείται τον 11ο αιώνα ενώ στη δεύτερη το άνω τμήμα του και χρονολογείται τον 14ο αιώνα. Ο πύργος διατηρείται σήμερα σε ύψος δεκαέξι μέτρων αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτα για το ανώτερο τμήμα του και κατά συνέπεια για τη στέγασή του. Σώζονται τρεις όροφοι από τη στάθμη εισόδου και πάνω καθώς και το υπόγειο. Για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής υπήρχε μέσα στον πύργο νιπτήρας, χώροι υγιεινής και πιθανώς ένα είδος κουζίνας. Τέλος στον τρίτο όροφο σώζεται τμήμα κόγχης που ίσως ανήκε σε παρεκκλήσιο. Οι πρώτες στερεωτικές εργασίες έγιναν το 1965 από την Αρχαιολογική υπηρεσία. Πολλά χρόνια μετά, το 1994, στην ανασκαφή που έγινε από την 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στο υπόγειο του Πύργου, στη βορειοδυτική γωνία, αποκαλύφθηκε κτιστή δεξαμενή νερού. Τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής, πολλά αγγεία καθημερινής χρήσης, νομίσματα, ένα χάλκινο δαχτυλίδι και αρκετές αιχμές από βέλη χρονολογούνται από τον 11ο έως το 14ο αιώνα. Τα τελευταία χρόνια έγιναν εργασίες στο σύνολο του συγκροτήματος του πύργου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 2008. Αναστηλώθηκε και αποκαταστάθηκε ο άνω νερόμυλος, κατασκευάστηκε νέα στέγη μη ορατή εξωτερικά, ώστε το μνημείο να διατηρεί την ερειπωμένη εικόνα του. Ανακατασκευάστηκαν τα ξύλινα στοιχεία του πύργου: τα δάπεδα και η σκάλα, η πόρτα εισόδου, τα κουφώματα στις φωτιστικές σχισμές και έγινε νέα εξωτερική σκάλα ανόδου. Γύρω από το μνημείο υπάρχει μια ομάδα κτιρίων (δύο υδρόμυλοι με υδατοδεξαμενές, ρακαριό, ελαιοτριβείο), που αποτελούν μαζί με τον πύργο ένα σύνολο , το οποίο συνδέεται με τις παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων έως και τα νεώτερα χρόνια. Σήμερα στο εσωτερικό του φιλοξενεί την περιοδική έκθεση με θέμα «Οι πύργοι της Χαλκιδικής». (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πολυγύρου)

Βυζαντινός Πύργος Ολύνθου

O πύργος των Μαριανών βρίσκεται 2 χιλιόμετρα βόρεια του αρχαιολογικού χώρου και του σημερινού οικισμού της Ολύνθου στην αριστερή πλευρά του επαρχιακού δρόμου προς Πολύγυρο. Ο πύργος χτίστηκε το 1374 και αποτελούσε κέντρο κτήματος της Μονής Δοχειαρείου. Αποτελεί ένα από τα πιο ωραία δείγματα βυζαντινών πύργων στη Χαλκιδική. Για την κατασκευή του πέραν της πέτρας από το παρακείμενο λατομείο χρησιμοποιήθηκαν πλήθος κεράμων (χαρακτηριστικό της βυζαντινής τοιχοποιείας) καθώς και αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη από τα ερείπια της Ολύνθου. Σήμερα σώζεται σε ύψος 12 περίπου μέτρων και 3 ορόφων. (αρχικά 15 μ.) Η είσοδος βρίσκεται στα 2 μέτρα από την επιφάνεια της γης και εξασφαλιζόταν με ξύλινη σκάλα, η οποία δεν έχει σωθεί. Μετά την είσοδο υπάρχει μικρός προθάλαμος και αριστερά κτιστή σπειροειδής κλίμακα που οδηγεί στον 1ο όροφο. Ο κύριος χώρος είναι στεγασμένος με θολωτή οροφή από πλίνθους και πιθανότατα αποτελούσε δεξαμενή. Οι τοίχοι του πρώτου ορόφου σώζονται μόνο τμηματικά ενώ οι κόγχες σε αυτούς προδίδουν την ύπαρξη παρεκκλησίου (σύνηθες εντός των πύργων, αν όχι ο κανόνας). Από το δεύτερο όροφο σώζεται μόνο ελάχιστο τμήμα των κατώτερων τοίχων του. Ενδιαφέροντα στοιχεία στην τοιχοποιεία του αποτελούν εκτός από τα λίγα μαρμάρινα τμήματα (κίονες και παραστάδες) από την αρχαία Όλυνθο, ένα ανάγλυφο και 2 κεραμοπλαστικοί σχηματισμοί. Το ανάγλυφο βρίσκεται στην πρόσοψη και παριστά σταυρό λιτανείας ανάμεσα σε δύο φύλλα. Στην πρόσοψη επίσης με τους κέραμους σχηματίζεται σταυρός και η συντομογραφία ΙC XC N K (Ιησούς Χριστός Νικά). Στη νότια τοιχοδομή παρατηρούμε σχηματισμένο με κέραμους επίσης το σταυρόγραμμα της Μονής Δοχειαρίου. Ο πύργος των Μαριανών χρησίμευε ως κέντρο αναφοράς και άμυνας του κτήματος της μονής Δοχειαρίου. Χτισμένος σε μικρό λόφο, επόπτευε όλη την πεδιάδα ως τον κόλπο της Κασσάνδρας, την κοίτη του Ολύνθιου ποταμού, καθώς και την οδό που οδηγούσε από τη Βόρεια Χαλκιδική στη χερσόνησο της Κασσάνδρας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πολυγύρου)

Κάστρο Νέπωσι

Νοτιοδυτικά του οικισμού Παλαιοχώρι, στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου στην ευρύτερη περιοχή με το τοπωνύμιο Νέπωσι, βρίσκεται το Καστέλι. Ο λόφος βρέχεται περιμετρικά από τα νερά του ρεύματος Παλαιοχωρινός Λάκκος, παραποτάμου του Χαβρία, του ποταμού της Ορμύλιας. Υπάρχει μόνο ένα στενό και δύσβατο μονοπάτι που συνδέει τον δυσπρόσιτο λόφο με το βουνό που εκτείνεται στα ανατολικά του. Παρ’ όλα αυτά, το κάστρο δεν είναι ευδιάκριτο από απόσταση, διότι γύρω του υψώνονται μεγαλύτεροι ορεινοί όγκοι, το φυσικό ανάγλυφο είναι ιδιαίτερα έντονο και η βλάστηση οργιώδης. Τις περισσότερες πληροφορίες για το Καστέλι τις αντλούμε από τη 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής, η οποία πραγματοποίησε εδώ ανασκαφικές έρευνες το 1998 και το 2003, υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελου. Οι έρευνες έδειξαν ότι το οχυρωματικό περιτοίχισμα του ενός περίπου χιλιομέτρου από αργούς (ακατέργαστους) λίθους και ασβεστοκονίαμα που περιβάλλει το κάστρο και σώζεται σε ύψος μέχρι και 4 μέτρων, περιλαμβάνει πιθανότατα τρεις οικοδομικές φάσεις: Μια κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο που μάλλον καταστράφηκε από σεισμό, μια κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο και πιθανότατα μια τρίτη, επισκευαστική φάση. Το κάστρο καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 15 στρεμμάτων και στο εσωτερικό του, στο δυτικό τμήμα, υπήρχε οικισμός. Υπήρχε, επίσης, ξυλόστεγος ναός του 6ου αιώνα σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής, με μαρμάρινο τέμπλο και καμαροσκέπαστο υπόγειο τάφο δύο κλινών κάτω από τον νάρθηκα. Εντοπίστηκαν πολλές ταφές της μεσοβυζαντινής περιόδου τόσο μέσα στο ναό, όσο και γύρω από αυτόν. Ο ναός πιθανόν καταστράφηκε από σεισμό, αλλά αργότερα –ίσως τον 10ο αιώνα–, αναστηλώθηκε. Η μερική ανασκαφή έδειξε, επίσης, ότι μέχρι την οριστική του εγκατάλειψη επισκευάστηκε ακόμη δύο φορές. Οι αρχαιολογικές έρευνες μας έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για το μνημείο και για το χώρο. Τα χειροποίητα όστρακα (κεραμικά θραύσματα) που ανακαλύφθηκαν μαρτυρούν εγκατάσταση στην περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους. Αλλά τα ευρήματα δεν περιορίζονται στα προϊστορικά όστρακα. Από τα ελληνιστικά όστρακα και τα ρωμαϊκά νομίσματα που βρέθηκαν συνάγεται ότι ο χώρος κατοικείτο τόσο κατά την ελληνιστική περίοδο όσο και κατά τη ρωμαιοκρατία. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως και νομίσματα του αυτοκράτορα Αναστασίου και του Ιουστινιανού από τα οποία συμπεραίνεται ότι η κατοίκηση της περιοχής συνεχιζόταν και κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Τέλος, βρέθηκαν κεραμικά θραύσματα που είχαν υποστεί εφυάλωση, μια τεχνική βάσει της οποίας τεκμηριώνεται και ανθρώπινη εγκατάσταση στο χώρο κατά το 14ο αιώνα. Τότε θα πρέπει να συνέβη η καταστροφή και εγκατάλειψη του κάστρου, γεγονός που ίσως συνδέεται με την ίδρυση του οικισμού του Παλαιοχωρίου, που αρχίζει να εμφανίζεται στις ιστορικές πηγές, ακριβώς εκείνη την περίοδο. Η προσέγγιση του τείχους και του κάστρου γίνεται μέσω χωματόδρομου και περιπατητικού μη σηματοδοτημένου μονοπατιού. Ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο που συνδέει το Παλαιοχώρι με τη Μεγάλη Παναγιά θα δείτε σε λιγότερο από 3 χιλιόμετρα στα αριστερά σας τις ταμπέλες για την ευρύτερη περιοχή που ονομάζεται Νέπωσι. Ο αρχικά ανηφορικός χωματόδρομος είναι βατός και σε 450 μ. περίπου θα συναντήσετε νέα βυσσινί ταμπέλα που θα σας δείχνει να ακολουθήσετε τον αριστερό κλάδο του χωματόδρομου. Συνεχίστε και σε λιγότερο από 3 χλμ. θα συναντήσετε στα αριστερά σας ξύλινο παρατηρητήριο. Ανεβείτε στη μικρή σκάλα και θα δείτε απέναντί σας το μεγαλύτερο μέρος του πέτρινου τείχους του κάστρου. Για να φτάσετε δίπλα του θα πρέπει να βρείτε λίγα μέτρα πιο κάτω το μη σηματοδοτημένο μονοπάτι το οποίο πρώτα κατηφορίζει στη ρεματιά και στη συνέχεια ανηφορίζει προς το Καστέλι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Μονή Ζυγού

Η Μονή Ζυγού (θέση γνωστή και ως Φραγκόκαστρο) είναι αρχαίο αγιορείτικο μοναστήρι το οποίο ιδρύθηκε στα μέσα του 10ου αι. και καταστράφηκε λίγο πριν από το 1198. Βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα ανατολικά της Ουρανούπολης Χαλκιδικής, ακριβώς έξω από τα όρια του Αγίου Όρους. Φαίνεται ότι η μονή του Ζυγού (η οποία χτίστηκε σε θέση όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις από τον 4ο π.Χ. μέχρι και τον 6ον μ.Χ. αι.) υπήρχε ήδη πριν από 991, όμως η πρώτη σαφής μαρτυρία για την ίδρυσή της χρονολογείται το 996. Παρότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα η Μονή ήταν μία από τις σημαντικότερες αθωνικές μονές, το 1199 ήταν ήδη έρημη και παραχωρήθηκε, σαν μετόχι, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο στην επανασυσταθείσα Μονή Χιλανδαρίου. Γύρω στο 1206 (2 χρόνια δηλαδή μετά τη Δ’ Σταυροφορία και την αρχή της Φραγκοκρατίας), στο κάστρο του Ζυγού εγκαταστάθηκε ένας Φράγκος άρχοντας, ο οποίος ανακατασκεύασε τα τείχη και την μονή σε κάστρο, το οποίο χρησιμοποίησε ως ορμητήριο για να λεηλατεί το Άγιο Όρος, ώσπου, περί το 1211, με παρέμβαση του Πάπα της Ρώμης εκδιώχθηκε από την περιοχή. Γι’ αυτό το λόγο τα ερείπια της Μονής είναι γνωστά σήμερα ως «Φραγκόκαστρο». Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, η μονή ήταν αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως πολλά ευρήματα, ενώ οι ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Το καθολικό της Μονής, το οποίο ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, περιλαμβάνει δύο ταφικά παρεκκλήσια. Πρόκειται για κτίσμα του α’ τετάρτου του 11ου αι. και ανεγέρθηκε σε 4 οικοδομικές φάσεις. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ναός του Ποσειδώνα

Ο ναός, που αποτελεί το αρχαιότερο ιερό του Ποσειδώνα, βρίσκεται στο Ποσείδι, στην περιοχή που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν αρχαία Μένδη. Ο ναός λειτουργούσε για περισσότερα από 1000 χρόνια, και υπάρχουν αναφορές σε αυτόν ακόμα από τον Θουκυδίδη και σε αγιορείτικα έγγραφα του 14ου αιώνα. Πιθανότατα κτίστηκε από τους Ερετριείς, οι οποίοι αποίκησαν τη Μένδη και είχαν προστάτη τους τον Ποσειδώνα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τέσσερα μεγάλα κτίρια: τον κυρίως ναό, δύο κτίρια εκατέρωθεν του ναού και ένα αψιδωτό κτίσμα στο ανατολικό μέρος αυτού. Το τελευταίο, που είναι και το αρχαιότερο, χρονολογείται από την πρωτογεωμετρική περίοδο (11ος-10ος αι. π.Χ.). Το δάπεδό του είναι πήλινο και οι τοίχοι είναι από μεγάλες κροκάλες. Τα υπόλοιπα κτίσματα χρονολογούνται από τον 7ο-6ο π.Χ. αι., ενώ ο κυρίως ναός από τον 5ο π.Χ. αι. Όλα τα κτίρια είχαν λατρευτικό χαρακτήρα και παντού υπάρχουν βωμοί για θυσίες και χώροι για ιερές τελετές. Το 1864 χτίστηκε στην άκρη του ακρωτηρίου και ένα φάρος που διασώζεται μέχρι και σήμερα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κασσάνδρας)

Πύργος Κρούνας

Ένα από τα σημαντικά αξιοθέατα στην περιοχή της Ιερισσού είναι ο πύργος της Κρούνας, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1 χιλιομέτρου βορειοδυτικά της κωμόπολης. Αποτελούσε μετόχι, το οποίο περιβαλλόταν από τείχος, το οποίο σήμερα έχει καταρρεύσει σχεδόν ολοσχερώς. Υπολογίζεται ότι οικοδομήθηκε τον 15ο αιώνα και η ονομασία του μάλλον προέρχεται από την παραφθορά της λέξης Κορώνη, αφού πηγές του 1320 αναφέρουν τη Σκάλα Κορώνης βόρεια της περιοχής, κοντά στο λιμάνι Κλεισούρι. Εξ’ άλλου, σε οθωμανικά έγγραφα του 15ου αιώνα η ιδιοκτησία αναφέρεται ως μετόχι της Κορούνας και υπάγεται στην μονή Χελανδαρίου μέχρι το 1542. Στη συνέχεια, κατά διαστήματα η μονή έχανε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μετοχίου και μέχρι το 1719, οπότε το αγόρασε εκ νέου μαζί με άλλες ιδιοκτησίες στην περιοχή πουλήθηκε και ξαναγοράστηκε τουλάχιστον δύο φορές. Το 1765 καταγράφηκε ως «κατεστραμμένο μετόχι Κορώνα της μονής Χελανδαρίου» και μέχρι το 1821, όταν ο πύργος πυρπολήθηκε και το μετόχι εγκαταλείφθηκε έγιναν κάποιες απόπειρες επιδιόρθωσης των ζημιών. Να σημειωθεί ότι υπήρχαν κι άλλα κτίσματα εκτός του πύργου, όπως μια οικία, αχυρώνας και στάβλοι. Κατά τον 19ο αιώνα το μετόχι συνέχισε να περιλαμβάνεται στα περιουσιακά στοιχεία της μονής Χελανδαρίου μαζί με άλλες ιδιοκτησίες της στην περιοχή. Ο πύργος σήμερα έχει ύψος 12 μέτρων. Εικάζεται ότι διέθετε άλλον έναν όροφο οποίος κατέρρευσε. Σε πολλές πηγές αναφέρεται με το πλήρες όνομά του, Πύργος Κρούνας της μονής Χελανδαρίου. Το μνημείο ανήκει στη δικαιοδοσία της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Μπορείτε να τον δείτε μόνο εξωτερικά (υπάρχει σήμανση στον κεντρικό δρόμο έξω από την Ιερισσό). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Πύργος Νέας Φώκαιας ή Αγίου Παύλου

Σήμα κατατεθέν του χωριού, ο βυζαντινός αυτός Πύργος δεσπόζει επιβλητικός στο λόφο που βρίσκεται δεξιά του λιμανιού της Νέας Φώκαιας. Είναι πέτρινος, με ύψος 28μ. και είναι ο μοναδικός που σώζεται μέχρι τις επάλξεις του. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε το 1407 σε θέση προϊστορικής εγκατάστασης, για την προστασία του μετοχίου της Μονής Αγίου Παύλου. Το 1821 πυρπολήθηκε και το 1976 ανακατασκευάστηκε η στέγη του. Γύρω από τον πύργο σώζονται ερειπωμένα τμήματα της ανατολικής και νότιας πτέρυγας του μετοχίου και ναΐσκος του 1868. Στον Πύργο, το 1821, είχε εγκατεστημένο το στρατηγείο του ο αρχηγός της επανάστασης στη Χαλκιδική Εμμανουήλ Παπάς. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κασσάνδρας)

Πύργος Προσφορίου

Οι γλάροι που πετούν γύρω του και οι ψαράδες που μπαλώνουν τα δίχτυα τους κοντά στην προβλήτα, ταιριάζουν απόλυτα με την εικόνα του μοναχικού, ψηλού πύργου πάνω στην άμμο. Το σύμβολο της Ουρανούπολης, η τελευταία «καρτ ποστάλ» που παίρνουν μαζί τους όσοι μπαίνουν στο πλοίο για το Αγιο Ορος, φαίνεται πως υπάρχει εκεί από το 12ο αιώνα και είναι ο μεγαλύτερος και καλύτερα σωζόμενος πύργος στη Χαλκιδική. Το συγκρότημα αποτελούν ο βυζαντινός πύργος, ο μικρός οχυρός περίβολος, που τον λένε μπαρμπακά, και ο αρσανάς του 1865. Ανήκε στο μετόχι Προσφόριον (σημερινή Ουρανούπολη) του οποίου τον αρχικό πυρήνα κατείχε η μονή Βατοπεδίου ήδη το 1018. Διάσπαρτες πληροφορίες για τα όσα συνέβησαν στο στιβαρό κτίσμα αντλούμε από της πηγές, αφού οι ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν ολοκληρωθεί. Ξέρουμε ότι το 1379 φιλοξενήθηκε εδώ ο δεσπότης της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Παλαιολόγος, ότι σε σεισμό του 1585 έπαθε μεγάλες ζημιές και το 1858 ήταν ακατοίκητος και ερημωμένος -μια εικόνα που άλλωστε αντίκριζε κανείς τότε σε όλη τη Χαλκιδική. Επίσης, πιθανότατα πυρπολήθηκε το 1821, αφού υπάρχουν μαρτυρίες ότι το 1858 ήταν σε κακή κατάσταση και ακατοίκητος. Η σημερινή μορφή του πύργου προέκυψε μετά από την εκτεταμένη επισκευή και ανακατασκευή του που ακολούθησε. Το 1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, στους χώρους του μετοχίου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ίδρυσαν την Ουρανούπολη. Με τον καιρό οικοδομήθηκαν κατοικίες που εντάχθηκαν σταδιακά σ’ ένα ενιαίο οικοδομικό σύνολο. Το 1928 ήρθε το ζεύγος Λοκ (Loch), η Τζόις και ο Σίντνεϊ, ως μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων. Εγκαταστάθηκαν στον πύργο και πρόσφεραν ουσιαστική βοήθεια στους πρόσφυγες και αργότερα στους σεισμοπαθείς. Το κτίριο έχει να επιδείξει τουλάχιστον τρεις κύριες οικοδομικές-ιστορικές φάσεις. Η πρώτη, η βυζαντινή (11ος -12ος αιώνας), περιλαμβάνει το κάτω, πετρόκτιστο τμήμα, χωρίς τους δύο ορόφους. Σε επόμενη φάση, η οποία τοποθετείται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πιθανότατα μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1585, κτίστηκαν ακόμα τρεις όροφοι, από τους οποίους σώζονται σήμερα οι δύο. Η τρίτη φάση περιλαμβάνει την εσωτερική ξυλεπένδυση του κτιρίου και τη στέγη που διασώζεται μέχρι σήμερα και συμπεριλήφθηκε στα έργα ανακατασκευής τα οποία ολοκληρώθηκαν το 1862. Ο εξωτερικός λοξός τοίχος αντιστήριξης (σκάρπα) προστέθηκε μετά την ανακατασκευή. Στην ανατολική πλευρά του πύργου είναι προσκολλημένος ο μπαρμπακάς, δηλαδή ο οχυρός περίβολος, ο οποίος φαίνεται να είναι προσθήκη της πρώιμης Τουρκοκρατίας με μεταγενέστερες επισκευές. Οι σύγχρονοι χώροι ενδιαίτησης και αποθήκευσης στο εσωτερικό του μπαρμπακά οριοθετήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Βορειοδυτικά του πύργου βρίσκεται το κτίριο του αρσανά, που κτίστηκε το 1865 μαζί με μια αποβάθρα η οποία δεν υπάρχει σήμερα. Αποτελείται από τον ημιυπόγειο χώρο φύλαξης της βάρκας του μετοχίου, τους αποθηκευτικούς χώρους στο ημιανώγειο, και το ανώγειο με το χαγιάτι. Υπήρχαν κι άλλα κτίρια: αποθήκες, αχυρώνες, ελαιουργείο, πηγάδια. Σήμερα σώζεται μόνο το χαλκαδιό και το κολληγάδικο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Πύργος Σάνης

Ο Πύργος Σάνη ή αλλιώς Πύργος Σταυρονικήτα, βρίσκεται στο λόφο του ξενοδοχείου Sani, εκεί που πιθανότατα βρισκόταν η ακρόπολη της αρχαίας Σάνης, της πόλης που είχαν κτίσει άποικοι από την Ερέτρια και ήταν μέχρι τα χρόνια των Ρωμαίων μια από τις ακμαιότερες πόλεις της Χαλκιδικής. Η ευρεία περιοχή μνημονεύεται με το τοπωνύμιο «Πύργος» από το 1346. Η περιοχή υπήρξε μετόχι της μονής Σταυρονικήτα. Ο Πύργος χτίστηκε το 1543 για την προστασία του μετοχίου, έχει ύψος 8μ και σώζεται μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Ρωμαϊκή Αγροικία: Στην παραλία της Μεγάλης Κύψας, ανακαλύφθηκε το 1972 κοντά στη θάλασσα αγροικία των Ρωμαϊκών χρόνων με ψηφιδωτά δάπεδα και πολλά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη. Στο σημείο δημιουργήθηκε αργότερα παλαιοχριστιανικός ναός, που σύμφωνα με τους αρχαιολόγους είχε εντυπωσιακές ομοιότητες με την αρχιτεκτονική των κτιρίων της ρωμαϊκής εποχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κασσάνδρας)

Ρωμαϊκή Αγροικία

Στην παραλία της Μεγάλης Κύψας, ανακαλύφθηκε το 1972 κοντά στη θάλασσα αγροικία των Ρωμαϊκών χρόνων με ψηφιδωτά δάπεδα και πολλά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη. Στο σημείο δημιουργήθηκε αργότερα παλαιοχριστιανικός ναός, που σύμφωνα με τους αρχαιολόγους είχε εντυπωσιακές ομοιότητες με την αρχιτεκτονική των κτηρίων της ρωμαϊκής εποχής. Η συγκεκριμένη αγροικία ήταν μια αυτοτελής γεωργική οικονομική μονάδα της ύστερης Ρωμαιοκρατίας, που περιελάμβανε επτά κτίσματα, μεταξύ των οποίων αποθήκες, εργαστήρια, την κατοικία του ιδιοκτήτη και των εργατών. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κασσάνδρας)

Μουσεία

Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου, ιδρύθηκε το 1971, σε σχέδια του εξαιρετικού αρχιτέκτονα Δημήτρη Φατούρου. Ήταν ένας μικρός χώρος, ο οποίος όμως ικανοποιούσε τις ανάγκες εκείνης της εποχής. Με την πάροδο του χρόνου και την αποκάλυψη πολλών και σημαντικών – συχνά μοναδικών – ευρημάτων ήταν απαραίτητη η επέκτασή του. Τον Ιούλιο η ΥΠΠΟΑ Λίνα Μενδώνη εγκαινίασε την επαναλειτουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου του Πολύγυρου και της Χαλκιδικής, το οποίο χάρη στην υποδειγματική δουλειά της Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους αποδόθηκε στην τοπική κοινωνία και στους χιλιάδες επισκέπτες της περιοχής. Η έκθεση του νέου Μουσείου αναπτύσσεται σε 4 θεματικές ενότητες. Τόπος και Ιστορία, Προϊστορικές κοινωνίες, Ιστορικοί χρόνοι, Συλλογές και Δωρεές. Παρουσιάζονται ευρήματα από τους πιο σημαντικούς προϊστορικούς οικισμούς και νεκροταφεία της Χαλκιδικής, τον Άγιο Μάμα, την Όλυνθο και την Τορώνη, το Κριαρίτσι και τη Νέα Σκιώνη, ενώ επιλεγμένα εκθέματα των ρωμαϊκών χρόνων, επιτύμβια αγάλματα και στήλες, προετοιμάζουν τον επισκέπτη πριν την ολοκλήρωση της ενότητας Ιστορικοί Χρόνοι. Στην αίθουσα που εκτίθενται οι Συλλογές, κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει η αξιόλογη Συλλογή Λαμπρόπουλου. Η έκθεση εμπλουτίζεται με πολυμεσικές εφαρμογές, όπως διαδραστικό χάρτη-χρονολόγιο που διατρέχει την ιστορία της Χαλκιδικής και θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, διαδραστικές οθόνες που αφορούν στην Ιστορία της Έρευνας με την παρουσίαση των σημαντικότερων σταθμών και ερευνητών στην περιοχή, στις Γραπτές Πηγές που αναφέρονται σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Χαλκιδική, καθώς και στην προσωπικότητα του Αριστοτέλη, του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου. Επίσης, μέσα από τρισδιάστατη προβολική χαρτογράφηση (3D Projection Mapping) παρουσιάζεται η ανασκαφική δραστηριότητα με τρόπο εύληπτο και παραστατικό, προκειμένου να γίνει κατανοητή η διαδικασία και το αποτέλεσμα μιας ανασκαφής που καταλήγει στη συντήρηση, μελέτη και παρουσίαση των ευρημάτων στο Μουσείο. Επιπλέον, οθόνες με τοπία και αρχαιότητες, εμπλουτισμένα με εικόνες από διαχρονικές δραστηριότητες στην περιοχή, καθώς και βίντεο από την περιοδική έκθεση της Συλλογής Λαμπρόπουλου που παρουσιάστηκε στο Μουσείο το 2019 συμπληρώνουν την πολυεπίπεδη πληροφόρηση για το κοινό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πολυγύρου)

Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο Αρναίας

Το Ιστορικό και Λαογραφικό μουσείο βρίσκεται σε ένα πετρόκτιστο, στενό δρομάκι κοντά στην κεντρική πλατεία της Αρναίας και εντάσσεται στο ιστορικό κέντρο του οικισμού. Στεγάζεται στο αρχοντικό Ιατρού, ή Γιατράδικο, ένα από τα ωραιότερα κτίσματα του οικισμού και το παλαιότερο της Χαλκιδικής. Χρονολογείται πιθανώς στο β΄ μισό του 18ου αιώνα, ή στις αρχές του 19ου. Το κτίριο ανήκε στον Κωνσταντίνο Κατσάγγελο και στέγαζε τη λαογραφική συλλογή, η οποία είχε τοποθετηθεί από τον Πολιτιστικό και Εκπαιδευτικό Σύλλογο Αρναίας. Λειτουργεί ως μουσείο από το καλοκαίρι του 1999 και σήμερα ανήκει στον Δήμο Αριστοτέλη. Το αρχοντικό είναι από τα καλύτερα διατηρημένα και εντυπωσιακότερα αρχιτεκτονήματα της Αρναίας, πιθανώς έργο μαστόρων που ήρθαν από την Ήπειρο. Αποτελεί ένα ιδιόμορφο κτίσμα, κατασκευασμένο σε οικόπεδο με έντονη κλίση. Από μορφολογική άποψη εντάσσεται στο είδος των παραδοσιακών σπιτιών της Αρναίας με την πυκνή δόμηση και τις ποικίλες μορφές των εξωτερικών και εσωτερικών δομικών στοιχείων. Είναι ένα λιτό και αυστηρό διώροφο κτίριο ως προς την κατασκευή και την οργάνωσή του. Η κάτοψή του είναι σε σχήμα Π. Το ισόγειο αποτελείται από δύο χώρους: έναν χωρίς παράθυρα που προφανώς λειτουργούσε ως στάβλος, κι έναν δεύτερο χώρο, δεξιά της εισόδου με αυτόνομη είσοδο, ο οποίος επικοινωνούσε μέσω εσωτερικής σκάλας με τον δεύτερο όροφο. Το ΒΔ αυτό τμήμα του έχει την μορφή πύργου με μικρά ανοίγματα στον όροφο και μικρά χτιστά τόξα στη στάθμη του ορόφου. Ο δεύτερος όροφος περιελάμβανε δυο δωμάτια και το χαρακτηριστικό στοιχείο δόμησης της τοπικής αρχιτεκτονικής, το χαγιάτι (στεγασμένος εξώστης), που διατρέχει κατά μήκος την κύρια όψη και στηρίζεται σε ξύλινες αντιρρίδες. Το χαγιάτι αποτελούσε τον πυρήνα της κατοικίας. Ήταν χώρος συγκέντρωσης, χώρος υποδοχής και καλοκαιρινής διαμονής. Παράλληλα, κάλυπτε τις οικιακές δραστηριότητες. Οι ξυλοκατασκευές του ανωγείου είναι ιδιαίτερα επιμελημένες με ανάγλυφες λεπτομέρειες, ένα ακόμη στοιχείο που μαρτυρά ότι ήταν σπίτι ευκατάστατης οικογένειας της Αρναίας. Το «Γιατράδικο» αποτελεί ένα εξαίσιο δείγμα της τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Χαρακτηρίστηκε από τη Μελίνα Μερκούρη, όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού, ως «έργο τέχνης» και στολίδι της περιοχής. Η ανάγκη να ιδρυθεί και να λειτουργήσει Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο στην Αρναία με σκοπό αφενός να διασωθεί και αφετέρου να διαδοθεί ο πολιτιστικός της πλούτος συνάντησε την θερμή και άμεση υποδοχή της τοπικής κοινωνίας. Η αντίδραση αυτή εκδηλώθηκε ταχύτατα με την προσφορά αντικειμένων της λαογραφικής παράδοσης από ήδη υπάρχουσες συλλογές, αλλά και μεμονωμένα. Οι κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι είναι και οι μοναδικοί δωρητές των εκθεμάτων, κατέθεσαν στο μουσείο πολύτιμα και σπάνια αντικείμενα, οικογενειακά κειμήλια, αντικείμενα του καθημερινού υλικού βίου, όπως κτηνοτροφικά, γεωργικά και μελισσοκομικά εργαλεία, και πλήθος άλλων αντικειμένων της ιστορικής και λαογραφικής παράδοσης του τόπου. Από καθαρά εκθεσιακή όψη, το Ιστορικό και Λαογραφικό μουσείο της Αρναίας δεν είναι περίπλοκο. Αντιθέτως, διακρίνεται σε αυτό μια συνοπτική και σφαιρική εικόνα της πορείας του ιστορικού και λαογραφικού υλικού κόσμου του οικισμού μέσα στον χρόνο. Τα εκθέματα είναι τοποθετημένα σε προθήκες των τοίχων του αρχοντικού και παρουσιάζονται σε δώδεκα μικρές και ευδιάκριτες θεματικές ενότητες με νοηματική συνοχή στο ισόγειο και στον όροφο που επιτρέπουν στον επισκέπτη του μουσείου να έχει μια ολοκληρωμένη θέαση χωρίς να του δημιουργείται η αίσθηση του περιορισμένου και ασφυκτικά  γεμάτου εκθεσιακού χώρου. Οι θεματικές ενότητες περιλαμβάνουν αντικείμενα της καθημερινότητας των ανθρώπων. Στο ισόγειο υπάρχει έκθεση αγροτικών εργαλείων (σπορά, θέρισμα, αλώνισμα), εξοπλισμού και σκευών για την παρασκευή του ψωμιού (μυλόπετρες, σκάφες ζυμώματος, σφραγίδες ψωμιού, κ.α.), ειδών μελισσοκομικής (κυψέλες, τελάρα, εξολκέας με τον οποίο έβγαζαν το μέλι κ.α.), εξοπλισμού ξυλουργικής και οικοδομικής (καλούπια για κεραμίδια, λίμες, σφυριά, κ.α.). Στον ημιώροφο υπάρχουν εργαλεία επεξεργασίας ξύλου, εργαλεία υποδηματοποιών, είδη παρασκευής του καφέ (καβουρνιστήρι, μύλος αλέσματος του καφέ, ποτήρια, παλαιοί δίσκοι σερβιρίσματος, είδη παλαιού παραδοσιακού καφενείου, κ.α.) αλλά και το πρώτο ραδιόφωνο που ήρθε το 1941 στο χωριό. Στον όροφο υπάρχουν ενότητες με τον υφαντουργικό εξοπλισμό (αργαλειός, ηλακάτη, αδράχτια, ανέμη, ξαντικές μηχανές, κ.α.), εργαλεία και είδη καθημερινής οικιακής χρήσης (μαγειρικά σκεύη, δοχεία μεταφοράς και αποθήκευσης υγρών, καζάνια, μαγκάλια, σκάφες πλυσίματος, κ.α.), καθώς και εξαιρετικού ενδιαφέροντος πυροσβεστική αντλία 200 ετών που βασίζεται στην πυροσβεστική αντλία που εφευρέθηκε από τον Κτεσίμπιο (285-220 π.Χ.). Παράλληλα, μεγάλη έμφαση έχει δοθεί και στο φωτογραφικό υλικό από τη ζωή του χωριού στο παρελθόν, το οποίο κοσμεί κάθε γωνιά του μουσείου. Στο ψηλότερο δωμάτιο του αρχοντικού υπάρχει, επίσης, μια αίθουσα διαμορφωμένη σε παλιό οντά με όλα τα έπιπλα και τα αντικείμενα που υπήρχαν σε τέτοια δωμάτια στα παραδοσιακά σπίτια της Αρναίας. Τέλος υπάρχει δυνατότητα προβολής ταινιών για την ιστορία του τόπου και χώρος διεξαγωγής εκπαιδευτικών προγραμμάτων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Λαογραφικό Μουσείο «Κτίριο Αλετρά»

Το κτίριο Αλετρά βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της Αφύτου. Κτίσθηκε το 1889 από τον Τριαντάφυλλο Αλετρά. Είναι ένα αξιόλογο δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής και εκφράζει τον επαρχιακό νεοκλασικισμό που επικράτησε στη Μακεδονία στις αρχές του 19ου αιώνα. Σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος πολιτισμού. Στο ισόγειο υπάρχει δανειστική βιβλιοθήκη και ένας εκθεσιακός χώρος που φιλοξενεί εκθέσεις των συλλόγων του χωριού καθώς και διαφόρων καλλιτεχνών. Στο υπόγειο υπάρχει η συλλογή αγροτικών εργαλείων ενώ στον όροφο αναπαρίσταται ένα παραδοσιακό σπίτι της Αφύτου. Όλα τα εκθέματα του μουσείου (έπιπλα, υφαντά, μαγειρικά σκεύη, εργαλεία) είναι ευγενικές χορηγίες των κατοίκων του χωριού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κασσάνδρας)

Λαογραφικό Μουσείο Πολυγύρου

Το Λαογραφικό Μουσείο Πολυγύρου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1998. Φιλοξενείται στην ανακαινισμένη διώροφη κατοικία του πρώην δημάρχου Πολυγύρου, Αθ. Καραγκάνη, ο οποίος τη δώρισε για το σκοπό αυτό. Τα εκθέματα είναι δωρεές των κατοίκων και των πολιτών του Πολυγύρου. Στο ισόγειο, οι επισκέπτες μπορούν να γνωρίσουν τα αγροτικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για όργωμα, σπορά, θέρισμα, αλώνισμα και λιομάζωμα καθώς και παραδοσιακές ενδυμασίες. Στον πρώτο όροφο ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει το εσωτερικό ενός αστικού σπιτιού του 19ου αιώνα με δωμάτια υποδοχής (σαλόνι με σοφάδες και χαμηλά στρόγγυλα τραπέζια, τραπεζαρία κλπ), κρεβατοκάμαρες (με μεταλλικά κρεβάτια, ντουλάπες και κλινοσκεπάσματα), καθιστικό, κουζίνα (με όλες τις μαγειρικές συσκευές, καζάνια, ταψιά, τζάκι). Σε ξεχωριστό δωμάτιο είναι στημένος ο παραδοσιακός αργαλειός. Αυθεντικές στολές της ευρύτερης περιοχής του Πολυγύρου εκτίθενται σε διάφορες γωνίες του σπιτιού, ενώ πρόσφατα διαμορφώθηκε και το γραφείο του δημάρχου Καραγκάνη. Το μουσείο λειτουργεί με τη φροντίδα και την αγάπη των μελών του Εθελοντικού Ομίλου Γυναικών Πολυγύρου και τη Δημοτική Επιχείρηση Πολυγύρου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πολυγύρου)

Μουσείο Αλιευτικών Σκαφών κι Εργαλείων

Το Μουσείο Αλιευτικών Σκαφών και Εργαλείων του Δήμου Νέας Προποντίδας άνοιξε τις πύλες του τον Μάρτιο του 2001 στα Νέα Μουδανιά και αποτελεί το πρώτο μουσείο του είδους του στην Ελλάδα. Η συλλογή του περιλαμβάνει αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας. Μέρος αυτών συνέλεξε, διατήρησε και δώρισε ο Ναυτικός Όμιλος Μουδανιών. Πρόκειται για εργαλεία αλιείας, όπως παραγάδια, καμάκια, αγκίστρια, εξοπλισμό καταδύσεων. Οι συλλογές του εμπλουτίζονται συνεχώς με νέες δωρεές αντικειμένων, ενώ φιλοξενεί και ένα ομοίωμα της παραδοσιακής αλιευτικής βάρκας «Μπουγιαντές». Επίσης, υπάρχουν: μακέτες απεικόνισης τρόπων αλιείας, εργαλεία ναυσιπλοΐας, μία μοναδική συλλογή ελληνικών οστράκων με διαθέσιμες πληροφορίες για τον θαλάσσιο πλούτο, πλήρης εξοπλισμός κατάδυσης και προβολές βίντεο για τους Σφουγγαράδες της Καλύμνου και για την Αλιεία του γαύρου στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα Βυθού. Η αίθουσα Βυθού μπορεί κατόπιν σχετικής συνεννόησης, να διατεθεί για εκπαιδευτικούς και επιστημονικούς σκοπούς (προβολή διαφόρων video, σχολικών εργασιών κλπ.) σε συνεργασία με το μουσείο, καθώς και η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για ημερίδες, συνέδρια, παρουσιάσεις, σεμινάρια κ.α. Επίσης, από το 2016 λειτουργεί αίθουσα περιοδικών εκθέσεων. Τέλος, ο περιβάλλων χώρος του Μουσείου διατίθεται για επίσκεψη και ξεκούραση. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Νέας Προποντίδας)

Μουσείο Υφαντικής Αρναίας

Ο καλύτερος τρόπος μύησης στην υφαντική τέχνη και την τοπική παράδοση είναι η επίσκεψη στο μουσείο Υφαντικής το οποίο στεγάζεται σ’ ένα παραδοσιακό διώροφο κτίριο της Αρναίας. Αποτελούσε ιδιωτική κατοικία και είναι γνωστό ως οικία Γιαννούδενας. Χρονολογείται στο 1870. Το κτίριο αναστηλώθηκε και διαμορφώθηκε κατάλληλα από τον Δήμο για να στεγάσει το μουσείο Υφαντικής. Το συγκεκριμένο κτίριο εντάσσεται στον πυκνά δομημένο ιστό των κατοικιών της Αρναίας. Βρίσκεται πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία της πόλης και απέναντι από το Ιστορικό και Λαογραφικό μουσείο. Πρόκειται για ένα πέτρινο διώροφο κτίριο, μεταγενέστερο του «γιατράδικου». Μια εσωτερική σκάλα συνδέει το ισόγειο με τον όροφο. Στο ισόγειο παρατηρούμε την ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού δομικού στοιχείου της τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, της σάλας, στο μπροστινό μέρος του κτιρίου αμέσως μετά την είσοδο του επισκέπτη στο εσωτερικό του. Η σάλα αντικαθιστά το χαγιάτι στις κατοικίες που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ου αιώνα και αποτελεί τον χώρο διεξαγωγής των διαφόρων οικιστικών ασχολιών. Η υφαντική υπήρξε μέχρι πρόσφατα για την Αρναία μια από τις σημαντικότερες ασχολίες των κατοίκων και ήταν στενά συνδεδεμένη με τη ζωή τους. Η καλλιτεχνική αξία των προϊόντων έκανε γνωστή την Αρναία ως κέντρο υφαντικής τέχνης σε όλη την Ελλάδα. Επομένως, η ίδρυση ενός χώρου στον οποίο θα προβάλλονται τα έργα των γυναικών υφάντρων της πόλης κρίθηκε απαραίτητη. Η ιστορία των χειροποίητων χαλιών της Αρναίας χάνεται στο βάθος του χρόνου: σχέδια κλασικά γεωμετρικά, όπως «η κρικέλα», «ο ψαλιδωτός ήλιος» και άλλες τεχνικές, που καταγράφονται στην υπόλοιπη Μακεδονία και Θράκη, όπως τα «θηλωτά» και «με το νύχι», κυριαρχούν στους πολύχρωμους χώρους. Βασικό σχέδιο είναι τα «καλλιγραφικά» αρνιώτικα χαλιά, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται (κυρίως) για τη διακόσμηση των τοίχων. Στα περισσότερα από αυτά η ημερομηνία της δημιουργίας τους και τα αρχικά της υφάντρας, σώζονται υφασμένα σε κάποια άκρη. Τα θέματά τους προέρχονται από σχέδια μετρητών κεντημάτων σταυροβελονιάς. Επηρεάζονται από το νεοκλασικισμό και απεικονίζουν παραστάσεις όπως το «άρμα της Ηούς», ο «χορός των μουσών», αλλά και ιστορικά θέματα από τη νεότερη Ελλάδα («ο χορός του Ζαλόγγου»), από την καθημερινή ζωή («η βοσκοπούλα») κ.α. Στο μουσείο Υφαντικής υπάρχουν αντικείμενα και εργαλεία της υφαντικής, όπως π.χ. ο αργαλειός ή η ρόκα, καθώς επίσης και πλήθος υφαντών που με τον πλούτο των θεμάτων, των τεχνικών (όπως π.χ. «θηλωτά» και «με το νύχι») και των χρωμάτων αποκαλύπτουν έναν θησαυρό της τοπικής παράδοσης. Τα εκθέματα του μουσείου κατά κύριο λόγο είναι δωρεά και προέρχονται από την προσωπική συλλογή της Χαρίκλειας Δημητρακούδη, φημισμένης υφάντρας και εμπόρισσας και μιας από τις σπουδαιότερες εκπροσώπους των γυναικών υφάντρων της χώρας που δούλεψαν με μεράκι και σκληρή δουλειά κρατώντας ζωντανή την παράδοση και ενισχύοντας σε καθοριστικό βαθμό την διάδοση της τοπικής πολιτιστικής παράδοσης. Η εκθεσιακή σύλληψη βασίστηκε στην ιδέα της δημιουργίας ενός μουσειακού χώρου με σεβασμό στο παρελθόν και στο υπάρχον υλικό. Η οργάνωσή του στοχεύει στο να παρουσιάσει στον επισκέπτη ένα άγνωστο θησαυρό της τοπικής μας παράδοσης, μια συνολική εικόνα της διαδικασίας επεξεργασίας του μαλλιού και της δημιουργίας των υφαντών και, παράλληλα, να τον ταξιδέψει σε μια άλλη εποχή. Το μουσείο Υφαντικής διαθέτει μια συλλογή εκθεμάτων μοναδικής αξίας, τα οποία εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη με την αφθονία των θεμάτων, των χρωμάτων και των τεχνικών τους χωρίς να τον κουράζουν. Ο χώρος αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα:

  • Στο ισόγειο ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει βήμα προς βήμα τη διαδικασία μετατροπής της πρώτης ύλης του μαλλιού σε νήμα έτοιμο για τοποθέτηση στον αργαλειό και την ύφανση. Οι διαδοχικές αυτές εργασίες, τοποθετημένες με χρονική ακολουθία, είναι οι εξής: το πλύσιμο του μαλλιού, το λανάρισμα του μαλλιού, το γνέσιμο με τα τσικρίκια και τη ρόκα και η ύφανση. Τα αντικείμενα και τα εργαλεία που σχετίζονται με την διαδικασία αυτή, αλλά και υφαντά, παρουσιάζονται σε θεματικές ενότητες και προβάλλονται σε προθήκες. Εκτίθενται, επίσης, προσωπικά αντικείμενα της Χαρίκλειας Δημητρακούδη, όπως τα γυαλιά της, τα νήματα και οι βαφές που χρησιμοποιούσε καθώς και συνταγές των βαφών, εκθέματα ανεκτίμητης αξίας για τη συλλογή του μουσείου.
  • Ο όροφος αποτελεί χώρο έκθεσης των προϊόντων της υφαντικής τέχνης στο σύνολό τους, όπως τα «καλλιγραφικά» χαλιά, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως πάντες για την διακόσμηση των τοίχων, υφαντά που χρησιμοποιούνταν στο σπίτι και είδη ρουχισμού. Τα θέματά τους είναι ποικίλα, όπως «Ο χορός των Μουσών», «Ο χορός του Ζαλόγγου», «Η Βοσκοπούλα», «Η λεβεντιά», «Ο μήνας του Μέλιτος». Στον ίδιο όροφο ο επισκέπτης του μουσείου μπορεί να δει από κοντά πως ήταν διαμορφωμένο στο παρελθόν ένα δωμάτιο των τοπικών παραδοσιακών κατοικιών και να γνωρίσει τις συνηθέστερες μορφές υφαντών που έντυναν τα σπίτια της Αρναίας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Άλλα αξιοθέατα

Άλσος Αριστοτέλη

Στο ιστορικό χωριό των Σταγείρων, σε μια καταπληκτική τοποθεσία σε υψόμετρο περίπου 500 μ., δίπλα στα απομεινάρια του Μαχαλά, της πρωτεύουσας των Μαντεμοχωρίων, βρίσκεται το Άλσος του Αριστοτέλη. Είναι το μοναδικό θεματικό πάρκο της Χαλκιδικής. Αξίζει να το επισκεφθείτε για να δείτε τα ενδιαφέροντα όργανα και να χαρείτε την υπέροχη θέα προς τον κόλπο της Ιερισσού. Το άλσος προϋπήρχε και η υπέροχη τοποθεσία επιλέχθηκε το 1956 για να φιλοξενήσει το επιβλητικό άγαλμα του Αριστοτέλη, έργο του γλύπτη Νικόλα, ώστε να τιμηθεί ο μεγάλος φιλόσοφος ο οποίος γεννήθηκε στα Αρχαία Στάγειρα. Τα πρωτότυπα διαδραστικά όργανα που φιλοξενούνται στο χώρο του άλσους τοποθετήθηκαν το 2003 από τη Δημοτική Επιχείρηση Σταγείρων-Ακάνθου και σήμερα το διαχειρίζεται η Δημοτική Ανώνυμη Επιχείρηση του Δήμου Αριστοτέλη. Πρόκειται για πειραματικά όργανα που λειτουργούν βάσει των φυσικών νόμων οι οποίοι αναφέρονται στα συγγράμματα του Αριστοτέλη και ιδιαίτερα στο έργο του «Τα Φυσικά». Με αυτή την προσθήκη, το Άλσος του Αριστοτέλη έχει γίνει αγαπημένος προορισμός για όλους τους επισκέπτες και τα σχολεία, καθώς συνδυάζει με τρόπο μοναδικό την αναψυχή, την ψυχαγωγία και την εκπαίδευση. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και καφέ-εστιατόριο με εκπληκτική θέα στον κόλπο της Ιερισσού και στο Άγιο Όρος. Υπολογίζεται ότι μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες δέχεται περισσότερους από 15.000 επισκέπτες. Στο χώρο του άλσους θα δείτε, επίσης, τον πύργο του Μαδέμ Αγά μαζί με το κονάκι του που αποτελούσε και το διοικητικό κέντρο των μεταλλείων της περιοχής των Σιδηροκαυσίων. Τα πειραματικά όργανα που βρίσκονται στο άλσος είναι:

  • Πυξίδα: Είναι τοποθετημένη μπροστά από το άγαλμα του Αριστοτέλη και συμβολίζει το ότι η φιλοσοφία του έχει φθάσει σε όλα τα μέρη του κόσμου και είναι αφετηρία της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης, παγκόσμια και κτήμα της ανθρωπότητας. Σ’ αυτήν απεικονίζονται η κατεύθυνση και η απόσταση των πιο γνωστών πόλεων στον κόσμο με σχέση με το άλσος.
  • Τηλεσκόπιο: Με τα σύγχρονα τηλεσκόπια που έχουν τοποθετηθεί στα κατάλληλα σημεία, ο επισκέπτης μπορεί να εστιάσει και να απολαύσει λεπτομέρειες της φανταστικής θέας του κόλπου της Ιερισσού και της Αθωνικής χερσονήσου.
  • Πρίσμα: Το λευκό φως του ήλιου πέφτει πάνω στο ειδικό πρίσμα και λόγω της διαφορετικής ταχύτητας μέσα στο γυαλί της κάθε επιμέρους ακτινοβολίας από τις οποίες συνίσταται, αναλύεται στο γνωστό μας φάσμα των «χρωμάτων της ίριδας», αφού κάθε ακτινοβολία διαφορετικού μήκους κύματος εξέρχεται με διαφορετική γωνία εκτροπής.
  • Ηλιακό ρολόι: Το μεγάλο, οριζόντιο, ηλιακό ρολόι δείχνει τον ακριβή χρόνο στο σημείο όπου βρίσκεστε. Το καλοκαίρι υπάρχει διαφορά 1 ώρας και 25 λεπτών με την τρέχουσα ώρα, ενώ το χειμώνα η διαφορά είναι 25 λεπτά. Οι καμπύλες γραμμές πάνω στην πλάκα του ρολογιού είναι για να μπορεί να προσδιοριστεί ο μήνας που διανύουμε.
  • Φακός: Η πινακίδα δίπλα στον φακό μας πληροφορεί ότι κάθε φωτόνιο, δηλαδή κάθε στοιχειώδες ποσό φωτεινής ενέργειας, από μόνο του έχει ελάχιστη ενέργεια, όταν όμως όλα μαζί συγκεντρωθούν σ’ ένα σημείο η ενέργεια αυτή γίνεται πολύ μεγάλη.
  • Πεντάφωνο: Αποτελείται από πέντε μεγάλα κομμάτια γρανίτη τα οποία έχουν υπολογιστεί έτσι ώστε με την κρούση να παράγουν το καθένα μια διαφορετική ηχητική συχνότητα, μια διαφορετική νότα. Οι πέντε νότες αντιστοιχούν στην αρχαία πεντατονική μουσική κλίμακα.
  • Οπτικοί Δίσκοι: Πειραματιζόμενοι με τους οπτικούς δίσκους θα διαπιστώσετε ότι όταν εικόνες περνούν με μεγάλη ταχύτητα μπροστά από το οπτικό μας πεδίο, το ανθρώπινο μάτι δεν τις αντιλαμβάνεται ως διαφορετικές, αλλά δημιουργεί ένα συνεχές οπτικό σύνολο, όπως όταν βλέπουμε μια ταινία. Αυτό συμβαίνει διότι η εντύπωση της εικόνας εξακολουθεί να διαρκεί ακόμα 1/16 περίπου του δευτερολέπτου πάνω στο οπτικό νεύρο, λόγω αδράνειας. Αυτή η ιδιότητα του ματιού ονομάζεται μετείκασμα. Ο κινηματογράφος στηρίζεται ουσιαστικά στην «αδυναμία» του ματιού να δει περισσότερες από 24 φωτογραφίες το δευτερόλεπτο.
  • Εκκρεμές: Στο εκκρεμές οι μεγάλοι θα θυμηθούν και οι μικρότεροι θα μάθουν ότι η ενέργεια στο σύστημα που ξεκινά την ταλάντωση μεταφέρεται λόγω σύζευξης στο επόμενο σύστημα, με αποτέλεσμα το πλάτος ταλάντωσης στο πρώτο να μειώνεται και στο επόμενο να αυξάνεται.
  • Υδροστρόβιλος: Στο διαφανές δοχείο με το υγρό μπορούμε να δημιουργήσουμε μια δίνη με την περιστροφή του μοχλού και να κατανοήσουμε τη δυναμική του φαινομένου, ή να το παραλληλίσουμε με την περιστροφική κίνηση του αέρα που δημιουργεί τον ανεμοστρόβιλο.
  • Σφαίρες αδράνειας: Παίζοντας με τις σφαίρες αδράνειας εντυπωσιαζόμαστε πάντα με το φαινόμενο της μεταφοράς της ορμής, όταν κατά την κρούση των σφαιρών διατηρείται η αρχική ορμή και μεταφέρεται διαδοχικά διαμέσου όλων των σφαιρών για να φτάσει κάθε φορά στην τελευταία.
  • Παραβολικά κάτοπτρα: Τα παραβολικά κάτοπτρα είναι τοποθετημένα σε ευθεία γραμμή, σε αρκετά μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο. Αν σταθούν δύο άτομα μπροστά σε κάθε ένα από αυτά μπορούν άνετα να συνομιλήσουν, ακόμα και αν μιλούν ψιθυριστά. Αυτό συμβαίνει διότι τα μεταφερόμενα μέσω του αέρα ηχητικά κύματα ανακλώνται στο παραβολικό κάτοπτρο και η ενέργειά τους συγκεντρώνεται στο κέντρο και ο ήχος καταλήγει ενισχυμένος στα αυτιά αυτών που παίρνουν μέρος στο πείραμα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Ενυδρείο Ιερισσού

Μπορεί μην είναι μεγάλο ή επιβλητικό, αλλά οι χιλιάδες μικροί επισκέπτες που κολλάνε για ώρες το πρόσωπό τους πάνω στα τζάμια και δεν λένε να φύγουν, το εκτιμούν ιδιαιτέρως! Βρίσκεται στην παραλία της Ιερισσού, σε ημιυπόγειο χώρο και φιλοξενεί ψάρια, θαλασσινά και οστρακοειδή από τον κόλπο της Ιερισσού όπως μουρμούρες, σαλάχια, σκορπιούς, μπαρμπούνια, πέρκες, ροφούς, σαργούς, αστακούς, χελιδονόψαρα κ.α. Έχει χωρητικότητα 40 κυβικών μέτρων και περιέχει θαλασσινό νερό, το οποίο ανανεώνεται συνεχώς με ειδική αντλία που συνδέεται με τη θάλασσα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αριστοτέλη)

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register