Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Ρεθύμνου αξιοθέατα

Αξιοθέατα στο Νομό Ρεθύμνου

Αξιοθέατα στο Νομό Ρεθύμνου

Αρχαία

Αρχαία πόλη Ονιθέ

Στο οροπέδιο του Βρύσινα, μόλις 18 χλμ. από την πόλη του Ρεθύμνου κοντά στο χωριό Γουλεδιανά, βρίσκεται μια αρχαία πόλη που φαίνεται να βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της αρχαίας Ρίθυμνας. Στην είσοδο του οροπεδίου, υπάρχει ένας μικρός οικισμός, ο οποίος αποτελείται από διάσπαρτα, πετρόκτιστα σπίτια. Η ακμή της πόλης χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), αλλά υπάρχουν επίσης ίχνη ανθρώπινης παρουσίας από τη νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.). Υπάρχει επίσης ένα εγκαταλελειμμένο χωριό με παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τα σπίτια, που βλέπουμε σήμερα, χαρακτηρίζονται από στοιχεία της ενετικής και οθωμανικής περιόδου. Η δημιουργία αυτού του οικισμού χρονολογείται στο 16ο-17ο αιώνα περίπου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Αρχαιολογικός χώρος Αξού

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης εντοπίζονται κυρίως στην ανατολική και βόρεια πλαγιά, καθώς η γεωμορφολογία ευνοούσε την οικιστική ανάπτυξη στις περιοχές αυτές. Ιδιαίτερα στη βόρεια πλαγιά είναι ορατά λαξεύματα και διαμορφώσεις του φυσικού βράχου που έγιναν για την προσαρμογή του φυσικού τοπίου στις οικιστικές ανάγκες, εξασφαλίζοντας παράλληλα και το απαραίτητο οικοδομικό υλικό. Λείψανα της οχύρωσης διατηρούνται σε πολύ αποσπασματική κατάσταση στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πλευράς του λόφου. Είναι πολύ πιθανό τα πρώτα οχυρωματικά έργα να ανάγονται στους αρχαϊκούς χρόνους που συμπίπτουν με την περίοδο μεγάλης ακμής της πόλης. Τα λείψανα δημοσίου κτηρίου κατασκευασμένου από πολυγωνικούς ογκόλιθους διατηρούνται στο βορειοδυτικό άκρο του λόφου. Δυο μεγάλα θραύσματα μιας επιγραφής που ανήκε αρχικά στο κτήριο και χρονολογείται στα τέλη του 6ο αιώνα π. Χ. βρίσκονται σε ένα μικρό πλάτωμα αμέσως βόρεια του. Το κείμενο της γραμμένο βουστροφηδόν αναφέρεται σε σύμβαση μεταξύ της πόλης και τεχνιτών που εργάστηκαν άμισθοι για αυτήν και στους οποίους παραχωρείται το δικαίωμα της σίτισης στο ανδρείο και της ατέλειας. Στο μέσο σχεδόν της βόρειας πλαγιάς διατηρούνται τα λείψανα ενός ιδιόμορφου κτίσματος γνωστού ως «Ανδρείον». Η βόρεια πρόσοψή του είναι εν μέρει λαξευμένη στο φυσικό βράχο και εν μέρει δομημένη με πολυγωνική τοιχοποιία. Στη βάση της πρόσοψής του διακρίνεται αγωγός, η ύπαρξη του οποίου είναι καθοριστική για τη χρήση του κτίσματος που ελλείψει ανασκαφικής έρευνας παραμένει αδιευκρίνιστη Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια λαξευμένη στο φυσικό βράχο δίοδος στη θέση «Αγία Απακού» μήκους 35μ. που οδηγεί από την κορυφή του λόφου χαμηλότερα στην πλαγιά. Στη θέση «Παναγιά» στα χαμηλότερα άνδηρα της ανατολικής πλαγιάς του λόφου η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως τμήμα οικίας που χρονολογείται στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η οικία εκτείνεται βόρεια λιθόστρωτου δρόμου με προσανατολισμό ανατολικά προς δυτικά, ενώ φαίνεται ότι οι χώροι της αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική αυλή. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μυλοποτάμου)

Αρχαιολογικός χώρος Αποδούλου

Περίπου 1 χλμ. βορειοδυτικά του χωριού, στην πλαγιά ενός λόφου, αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως κατάλοιπα σημαντικής μινωικής εγκατάστασης παλαιοανακτορικής περιόδου (19ος αι. π.Χ. – 1600 π.Χ.). Σε στρατηγική ορεινή θέση με μεγάλη ορατότητα στην ευρύτερη περιοχή που φτάνει μέχρι το νότιο Κρητικό Πέλαγος, ο οικισμός απλωνόταν πάνω στο «δρόμο» που ένωνε το ανάκτορο της Φαιστού με το μεγάλο παλαιοανακτορικό κέντρο του Μοναστηρακίου και μάλλον λειτούργησε ως ενδιάμεσος σταθμός. Αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν άλλωστε τη σύνδεση και τις επαφές του οικισμού με τα μεγάλα αυτά μινωικά κέντρα. Στη θέση αυτή έχουν αποκαλυφθεί έξι οικοδομικά συγκροτήματα. Τα οικοδομήματα με έναν ή και δυο ορόφους ήταν κλιμακωτά κτισμένα, ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους και έδιναν από μακριά την εντύπωση των πολυώροφων κτιρίων. Διέθεταν εργαστήρια και ήταν οργανωμένα με αποθηκευτικούς χώρους, όπου βρέθηκε μεγάλος αριθμός αγγείων. Ο οικισμός καταστράφηκε γύρω στο 1700 π.Χ., οπότε καταστράφηκαν τα παλαιά μεγάλα ανάκτορα της Φαιστού και της Κνωσού, καθώς και πολλά άλλα μινωικά κέντρα από σεισμό και πυρκαγιά. Ωστόσο, κατά τη μετέπειτα  νεοανακτορική εποχή η κατοίκιση συνεχίστηκε σε ψηλότερο σημείο, όπως επιβεβαιώνουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην κορυφή του λόφου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Αρχαιολογικός χώρος Ελεύθερνας

Στις βορειοδυτικές υπώρειες της Ίδης, σε υψόμετρο 380 μ. περίπου, και σε απόσταση 30 χιλ. νότια του Ρεθύμνου βρίσκεται η αρχαία πόλη Ελεύθερνα. Σήμερα σώζονται ερείπια από διάφορες ιστορικές περιόδους της ζωής της αρχαίας Ελεύθερνας. Ο αρχαιολογικός χώρος της Ελεύθερνας της Κρήτης εκτείνεται σε ευρεία περιοχή, αλλά οι κύριοι πυρήνες της αρχαίας πόλης βρίσκονται στους λόφους Νησί και Πυργί, που ανήκουν στους οικισμούς Ελεύθερνας και Αρχαίας Ελεύθερνας. Σήμερα στην ανατολική πλευρά του λόφου Πυργί τα κύρια λείψανα αποτελούν οι ελληνιστικοί αναλημματικοί τοίχοι, ερείπια από ρωμαϊκά οικοδομήματα και μια παλαιοχριστιανική βασιλική. Στη θέση όρθια Πέτρα βρέθηκε νεκροταφείο υστερογεωμετρικών – αρχαϊκών χρόνων. Κάτω από τμήμα του νεκροταφείου έχει καλυφτεί ρωμαϊκή κτιριακή φάση. Στη θέση Νησί βρίσκονται τα ερείπια συνοικίας ελληνιστικών χρόνων. Στις ανατολικές υπώρειες του λόφου Πυργί, στη θέση Κατσίβελος, έχουν αποκαλυφτεί τα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, που χρονολογείται, σύμφωνα με την ιδρυτική επιγραφή, στο 430-450 μ.Χ. και καταστράφηκε τον 7ο αι. μ.Χ. Η βασιλική είχε θεμελιωθεί εν μέρει πάνω στα ερείπια ελληνιστικού ιερού, που ήταν σε χρήση και κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Στα ερείπια του ιερού και της βασιλικής, όπως και στον περιβάλλοντα χώρο, έχουν ανασκαφτεί συνολικά 42 κεραμοσκεπείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι του 6ου και 7ου αιώνα. Επίσης, έχουν ερευνηθεί τρεις ρωμαϊκές οικίες που καταστράφηκαν από τον ισχυρό σεισμό του 370 μ.Χ., ρωμαϊκό βαλανείο με δύο υπόκαυστα, λιθόστρωτος δρόμος καθώς και μεγάλων διαστάσεων δημόσιο πιθανόν οικοδόμημα ελληνιστικών χρόνων (2ος – 1ος αι. π.Χ.), που χρησιμοποιήθηκε και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο (1ος – 2ος αι. μ.Χ.). Σε ένα πλάτωμα της κορυφής στο βόρειο τμήμα του λόφου Πυργί, όπου τοποθετείται ο διαχρονικός πυρήνας της αρχαίας πόλης, η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε οικοδομικά λείψανα, τα οποία χρονολογούνται κυρίως στους ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Στη δυτική πλαγιά του λόφου Πυργί ήρθαν στο φως τα λείψανα νεκροταφείου, το οποίο χρονολογείται από τους ύστερους πρωτογεωμετρικούς (870/850 π.Χ.) έως τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους (600 π.Χ.). Έχουν διαπιστωθεί διαφορετικές ταφικές πρακτικές, «ανοιχτές» ταφές και καύσεις, ενώ δε λείπουν και οι αρχιτεκτονικές κατασκευές (περίβολοι, ταφικά περιφράγματα, υπέργεια μνημεία). Στη θέση Νησί η έρευνα έφερε στο φως μία συνοικία που αναπτύχθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και εγκαταλείφτηκε στην αρχή της ρωμαϊκής περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάθε κατοικία αντιστοιχούσε μία στέρνα για την κάλυψη των υδρευτικών αναγκών. Στην ίδια θέση εντοπίστηκε και ορθογώνιος περίβολος με πεντάστυλο πρόπυλο δωρικού ρυθμού που κατασκευάστηκε στους κλασικούς χρόνους (400 π.Χ.). Εκτός από τα λείψανα που αποκαλύφτηκαν κατά τις αρχαιολογικές έρευνες, στην περιοχή έχουν εντοπιστεί αρκετές θέσεις στις οποίες διατηρούνται ορατά αρχαιολογικά λείψανα ή μεμονωμένα μνημεία. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν, τμήμα οχυρωματικού πύργου στην κορυφή του λόφου Πυργί, με χρήση από τους ελληνιστικούς έως και τους βυζαντινούς χρόνους, καθώς και γέφυρα ελληνιστικών χρόνων βόρεια του λόφου Πυργί. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μυλοποτάμου)

Αρχαιολογικός χώρος Μοναστηρακίου

Έξω από το Μοναστηράκι Αμαρίου, στη θέση «Κόκκινος Χάρακας», έχει ανασκαφεί σημαντικό μινωικό ανακτορικό κέντρο παλαιοανακτορικής περιόδου 2000-1700 π.Χ., το οποίο φαίνεται να ήταν στενά συνδεμένο με τη Φαιστό. Πρόκειται για μια αρκετά εκτεταμένη εγκατάσταση, η οποία υπολογίζεται ότι καταλάμβανε περίπου 300 στρέμματα. Το κέντρο διέθετε μεγάλες αποθήκες, όπου αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός πίθων για την αποθήκευση αγαθών, χώρους λατρείας, μεγάλα εργαστήρια καθώς και χώρους κατοικίας. Επίσης, εδώ έχει βρεθεί δωμάτιο με 150 σφραγίσματα το οποίο έχει ερμηνευθεί ως το πρώτο αρχείο σφραγισμάτων. Στον πυρήνα του ξεχωρίζει ένα κτίριο με κυκλώπεια τοιχοδομία και οδοντωτή πρόσοψη, στο οποίο διακρίνεται η «Μινωική Αίθουσα» με κεντρικό κίονα και θύρα με λίθινες βάσεις παραστάδων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης όμβριων υδάτων του ανακτορικού κέντρου, το οποίο χρονολογείται στο τέλος της παλαιοανακτορικής περιόδου (1700 π.Χ.) και αποτελεί προς το παρόν το πρωιμότερο και το μοναδικό για την εποχή δείγμα. Σήμερα μπορεί να δει κανείς στο χώρο τους αγωγούς, τις λεκάνες συλλογής και την κυκλική δεξαμενή. Το ανακτορικό κέντρο του Μοναστηρακίου καταστράφηκε από σεισμό και την πυρκαγιά που ακολούθησε στο τέλος της παλαιοανακτορικής περιόδου (1700 π.Χ.), όπως συνέβη και στα υπόλοιπα ανακτορικά κέντρα και τα μεγάλα ανάκτορα της Κρήτης. Σε αντίθεση όμως με τα τελευταία, το Μοναστηράκι δεν ανοικοδομείται κατά την επικείμενη νεοανακτορική εποχή και εγκαταλείπεται οριστικά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Αρχαιολογικός χώρος Συβρίτου

Δυτικά από το χωριό Θρόνος, σ’ ένα λοφώδη τόπο που εκτεινόταν στους σημερινούς οικισμούς Αγία Φωτεινή, Θρόνος, Κλησίδι, Γέννα, Απόστολοι, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Συβρίτου, μιας πολύ σημαντικής πόλης της Κρήτης. Η ίδρυσή της ανάγεται στο 12ο αι. π.Χ. με τη μετακίνηση πληθυσμών που προέρχονται κυρίως από την κοιλάδα του Αμαρίου στο ύψωμα της Κεφάλας, σ’ ένα φυσικό οχυρό που παρείχε ασφάλεια. Από την εποχή αυτή έχουν εντοπιστεί κτηριακά κατάλοιπα τριών συγκροτημάτων της ΥΜΙΙΙΓ εποχής. Μάλιστα, η πρώτη μνεία του οικισμού αναγνωρίστηκε στις πινακίδες της Γραμμικής Β Γραφής. Το προελληνικό αυτό όνομα προέρχεται από τις λέξεις συ που σημαίνει νερό και βρίτυ που σημαίνει γλυκό, η ονομασία δηλαδή της πόλης σήμαινε «γλυκό νερό». Η κατοίκηση συνεχίζεται χωρίς διακοπή μέχρι τα αρχαϊκά χρόνια όταν το κεντρικό, πιθανόν λατρευτικό οικοδόμημα καταστρέφεται στις αρχές του 7ου αιώνα. Η επόμενη φάση της κατοίκησης χρονολογείται στη ρωμαϊκή περίοδο, κατά την οποία ο οικισμός εκτείνεται στα χωριά Θρόνος, Αγία Φωτεινή και Γέννα. Η Σύβριτος φτάνει την εποχή αυτή στο απόγειο της ακμής της, είναι ισχυρή και αυτόνομη πόλη με δικό της αργυρό νόμισμα. Το οικιστικό κέντρο της αρχαίας Συβρίτου εντοπίζεται πάνω στον λόφο της Θρονιανής Κεφάλας, ακριβώς πάνω από το ομώνυμο χωριό, στις δυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη. Η επικράτειά της εκτείνεται σε όλη την ευρύτερη περιφέρεια του σύγχρονου οικισμού, φτάνει ως την αρχαία Σουλία, το λιμάνι της Συβρίτου, πιθανότατα τη σημερινή Αγία Γαλήνη και επεκτείνεται στις δύο επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου. Από την αρχαία Σύβριτο έχουν έρθει στο φως τμήματα της ακρόπολης, το υδρευτικό της δίκτυο που μετέφερε το νερό από μεγάλη απόσταση όπως και ερείπια οικιών με μωσαϊκά δάπεδα, όπου έχουν βρεθεί αγγεία, ειδώλια και μεταλλικά σκεύη. Τα τελευταία εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου. Το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης έχει αποκαλυφθεί στα νοτιοδυτικά του χωριού Θρόνος. Κατά τους μετέπειτα πρώιμους βυζαντινούς χρόνους φαίνεται ότι, η Σύβριτος εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, καθώς αποτελεί την έδρα του επισκόπου Συβρίτου που αναφέρεται μάλιστα και στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο το 451. Η πόλη της Συβρίτου πιθανότατα καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς, αλλά η ονομασία διατηρήθηκε και στα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Πέρα Γαληνοί: Μινωικός παράλιος οικισμός

Η μέχρι σήμερα ανασκαφική έρευνα επί της λοφοειδούς απόληξης στη θάλασσα, άκρα Σούδας, στους Πέρα Γαληνούς δε μας επιτρέπει ακόμη να διακρίνουμε καθαρά το είδος της εγκατάστασης στη θέση αυτή. Η εγκατάσταση δημιουργήθηκε μάλλον στη ΜΜΙΙΒ και διήρκησε μέχρι το τέλος της ΜΜΙΙΙ. Ο μινωικός οικισμός εκτείνεται στους δύο λόφους που ελέγχουν την είσοδο του όρμου. Η έρευνα έφερε στο φως κτίρια που, όπως φαίνεται από τη μέχρι τώρα μελέτη της κεραμικής, οικοδομήθηκαν κατά την ΜΜΙΙΒ περίοδο και καταστράφηκαν, μάλλον από σεισμό, κατά την πρώιμη ΜΜΙΙΙ. Τα κτίρια ήταν χτισμένα από φυλλίτη σχιστόλιθο που αφθονεί στην περιοχή και διέθεταν έναν τουλάχιστον όροφο με δωμάτια επιμελώς στρωμένα με πλάκες. Οι τοίχοι, μερικοί από τους οποίους σώζονται στο εντυπωσιακό ύψος των δύο μέτρων, ήταν επιχρισμένοι με κονίαμα και διακοσμημένοι με σχέδια που μιμούνταν ορθομαρμαρώσεις και ξεστή τοιχοποιία. Οι λίθινες σκάλες και τα λίθινα ή χωμάτινα θρανία που ήταν επιχρισμένα με κονίαμα, αποτελούν άλλα χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ένα από τα δωμάτια, λόγω της αρχιτεκτονικής του συνάφειας με τις γνωστές δεξαμενές καθαρμών, ταυτίστηκε με άδυτο, δεδομένης της απουσίας ανοίγματος. Η έρευνα διαπίστωσε αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στο κτίριο, όπως ανοίγματα που κλείστηκαν με πλίνθινο ή λίθινο τοίχο. Νέοι τοίχοι χτίστηκαν δίπλα στους παλαιούς, πιθανόν για να αλλάξει η λειτουργία κάποιων χώρων του. Από τα κινητά ευρήματα αξίζει να μνημονευθούν οι λίθινες τράπεζες προσφορών και τα άλλα λίθινα αγγεία που παραπέμπουν στο θρησκευτικό χαρακτήρα του χώρου όπου εντοπίστηκαν. Κεραμική βρέθηκε άφθονη σε ορισμένους μόνο χώρους. Ο λιμενικός οικισμός στους Πέρα Γαληνούς φαίνεται ότι αποτελούσε έναν κρίκο της αλυσίδας των λιμενικών σταθμών που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των μεγάλων μινωικών κέντρων της ενδοχώρας. Η έντονη κλίση των τοίχων του κτιρίου από Β προς Ν αναμφίβολα παραπέμπει σε σεισμική καταστροφή που ήταν και η αιτία της καταστροφής και εγκατάλειψής του οικισμού κατά την ΜΜΙΙΙ περίοδο. Οι διάφορες αρχιτεκτονικές δομές, όπως αποκαλύπτονται, καθώς και το είδος των κινητών ευρημάτων δηλώνουν με σαφήνεια ότι η εγκατάσταση καταστράφηκε από έναν ισχυρό σεισμό. Η σεισμική δόνηση που ισοπέδωσε κυριολεκτικά τον οικισμό συνέβη όταν αυτός είχε ήδη εγκαταληφθεί από τους κατοίκους του που, φεύγοντας, διέσωσαν όποιο πολύτιμο αγαθό μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Είχε επομένως προηγηθεί έντονη προ-σεισμική δραστηριότητα, της οποίας οι ενδείξεις ή τα αποτελέσματα εξανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν μια για πάντα το χώρο. Η περιοχή των Πέρα Γαληνών ξανακατοικήθηκε στα νεότερα μεσαιωνικά χρόνια. Η μη επανακατοίκηση επί του λόφου της Σούδας όπου βρισκόταν η κύρια μεσομινωϊκή εγκατάσταση αποτέλεσε συγχρόνως ευχάριστο και δυσάρεστο αρχαιολογικό γεγονός.  Ευχάριστο, διότι οι διάφορες κατασκευές δεν υπέστησαν άλλες αλλοιώσεις από ισοπεδώσεις και ανοικοδομήσεις. Το γεγονός αυτό σε σχέση με το επικλινές έδαφος στο οποίο είχε αναπτυχθεί το μεγαλύτερο μέρος της οικοδομικής δραστηριότητας, είχε ως συνέπεια την καλή έως άριστη, για την αρχαιολογική πραγματικότητα, διατήρηση των υπόγειων ή ισόγειων λιθόκτιστων κατασκευών, μιας και οι τοίχοι ορισμένων κτιρίων σώζονται μέχρι το ύψος της στέγης. Δυσάρεστο, διότι η μη επανακατοίκηση ενός τόσο, καθώς φαίνεται, αξιόλογου σε μέγεθος και σε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα οικισμού θέτει ένα δυσεπίλυτο αρχαιολογικό-ιστορικό και / ή γεωλογικό ερώτημα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μυλοποτάμου)

Πρωτοβυζαντινή Βασιλική Βυζαρίου

Δυτικά από το χωριό Βυζάρι υπάρχει ένας ακόμη σημαντικός αρχαιολογικός χώρος με ερείπια από τα ρωμαϊκά χρόνια. Ανάμεσά τους σώζονται σε μεγάλο ύψος τα λείψανα μίας πολύ μεγάλης βασιλικής. Στα 1956-1958 ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης ολοκλήρωσε την ανασκαφή του ναού. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική, διαστάσεων 34×17,30 μ., με νάρθηκα στα δυτικά, ενώ ανατολικά καταλήγει σε τρεις ημικυκλικές αψίδες, από τις οποίες η μεγαλύτερη-μεσαία διασώζει υπολείμματα συνθρόνου. Ο τρίκλιτος ναός διαιρείται από ψηλούς, κτιστούς στυλοβάτες που εκτείνονται από τον ανατολικό μέχρι τον δυτικό τοίχο, με ανοίγματα επικοινωνίας με τα πλάγια κλίτη μόνο στον χώρο του ιερού. Οι στυλοβάτες έφεραν σειρές από πέντε αρράβδωτους κίονες, για να στηρίζουν τις τοξοστοιχίες που κατέληγαν στον ανατολικό και το δυτικό τοίχο. Το δάπεδο του ναού είχε κατασκευαστεί από πήλινες πλάκες με τη μορφή πλίνθου. Το ιερό βήμα καταλαμβάνει έναν ιδιαίτερα μεγάλο χώρο στο μέσο του οποίου διατηρείται μερικώς η κάτω πλάκα της αγίας τράπεζας. Ορισμένοι από τους κιονίσκους που βρέθηκαν στην ανασκαφή στήριζαν την άνω πλάκα, τμήματα της οποίας επίσης έχουν σωθεί. Ο πώρινος στυλοβάτης του τέμπλου που κάμπτεται σε προστώο, αποτελείται από εναλλασσόμενους ορθογώνιους και κυκλικούς δόμους. Η κυκλική κατασκευή μπροστά από την αψίδα του νότιου κλίτους που θεωρήθηκε χωνευτήριο, θα πρέπει να ερμηνευθεί ως κολυμβήθρα, όπως συναντάται και στις βασιλικές Πανόρμου, Φόδελε, Περάματος και του περίκεντρου Ναού της Επισκοπής Κισάμου. Ο ανασκαφέας υποστήριξε ότι η βασιλική κτίστηκε κατά τα τέλη του 8ου ή τις αρχές του 9ου αι. με υλικά από άλλη παλαιοχριστιανική βασιλική σε δεύτερη χρήση. Τα στοιχεία ωστόσο συνηγορούν ότι πρόκειται για κτίσμα του 6ου αι., που δέχτηκε μεταγενέστερες επεμβάσεις. Η βασιλική φαίνεται ότι καταστράφηκε οριστικά από τις αραβικές επιδρομές του 9ου αι., σύμφωνα και με τα συμπεράσματα του Καλοκύρη. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Υστερομινωικό νεκροταφείο Αρμένων

Το υστερομινωικό νεκροταφείο των Αρμένων (13ος-12ος αιώνας π.Χ.) βρίσκεται 11 χλμ. από το Ρέθυμνο, στην κοιλάδα του Αρμενόκαμπου στους πρόποδες του βουνού Βρύσινας. Η περιοχή κατοικήθηκε για πρώτη φορά από Αρμένιους στρατιώτες που ήρθαν με το Νικηφόρο Φωκά για να απελευθερώσουν την Κρήτη (961 μ.Χ.). Στο παρελθόν, η κύρια ασχολία των κατοίκων του χωριού ήταν η συλλογή βελανιδιών, τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη βυρσοδεψία. Κοντά στο χωριό Αρμένοι υπάρχει ένα δάσος βελανιδιάς, όπου βρίσκεται το μινωικό νεκροταφείο, στη διασταύρωση προς το χωριό Σωματάς. Η νεκρόπολη είναι το μεγαλύτερο νεκροταφείο λαξευτών τάφων στην Κρήτη. Υπάρχουν αρκετές μελέτες για τα ευρήματα του νεκροταφείου, που αποκαλύπτουν στοιχεία για τη διατροφή και τα έθιμα των αρχαίων ανθρώπων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Μουσεία

Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου υπάγεται στην ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Βρίσκεται στην καρδιά του ιστορικού κέντρου του Ρεθύμνου και στεγάζεται στην βενετσιάνικη εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου. Τα εκθέματα του δίνουν μια διαχρονική εικόνα της πολιτισμικής ιστορίας του νομού από τη νεολιθική εποχή έως τα χρόνια της ρωμαιοκρατίας. Παρουσιάζονται κατά χρονολογικές ενότητες και κατά ανασκαφικά σύνολα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Ιστορικό - Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης

Στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου ένα βενετσιάνικο αρχοντικό έχει ανοίξει τις αίθουσες του και στεγάζει το ιστορικό και λαογραφικό μουσείο της πόλης. Το βενετσιάνικο κτίριο του Ιδρύματος, ιστορικό διατηρητέο μνημείο του 17ου αι., προσφέρει τον ιδεώδη χώρο για την παρουσίαση των συλλογών του ενώ παράλληλα η λειτουργία του Μουσείου συμβάλλει στην προστασία του μνημείου. Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου (μόνιμη έκθεση) εκτείνονται σε πέντε (5) αίθουσες και περιλαμβάνουν κυρίως αντικείμενα της παραδοσιακής χειροτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Στόχος του Ιστορικού – Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης είναι να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο ερευνητικό και εκπαιδευτικό κέντρο για τη διάσωση του Λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης ενώ με διεθνή συνεργασία θα αναζητήσει και θα προβάλει τις κοινές αξίες των λαών που αποτελούν πανανθρώπινη κληρονομιά. Στις αίθουσές του παρουσιάζονται οι συλλογές του από υφαντά, κεντήματα, δαντέλες, κεραμικά, καλάθια, καθώς και τα παραδοσιακά επαγγέλματα του χαλκουργού, του σαμαροποιού, του πεταλωτή κ.ά. Στο ισόγειο στεγάζονται περιοδικές εκθέσεις και πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα. Στην πίσω και την κεντρική αυλή σώζονται μέχρι σήμερα το περιβόλι με τις νεραντζιές, το πηγάδι και η στέρνα με την πέτρινη σκάφη. Τέτοιοι όμορφοι και μεγάλοι κήποι υπάρχουν σε πολλά σπίτια της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, αθέατοι από το δρόμο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Μουσείο αρχαίας Ελεύθερνας

Ο λόφος της αρχαίας Ελεύθερνας στους πρόποδες του Ψηλορείτη βρίσκεται στην καρδιά της Κρήτης. Η θέση της πόλης και η σχέση της με τη θάλασσα δημιούργησαν μια ανοιχτή κοινωνία, όπως αποκαλύπτουν οι έρευνες και οι ανασκαφές του Πανεπιστημίου Κρήτης που ξεκίνησαν το 1985 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η Αρχαία Ελεύθερνα αποκαλύπτει όλα τα μυστικά της από το 3000 π.Χ. έως τον 14ο αιώνα μ.Χ. Από την ανασκαφή της νεκρόπολης της Ορθής Πέτρας προκύπτει ότι η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, κυρίως από το 900 π.Χ. έως το τέλος του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., είναι η σημαντικότερη περίοδος της πόλης, που συνδέεται άμεσα με την αυγή του ελληνικού πολιτισμού. Τα ευρήματα των ανασκαφών της νεκρόπολης της Ορθής Πέτρας είναι ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς απεικονίζουν τον κόσμο του Ομήρου: το τελετουργικό των νεκρικών πυρών που περιγράφεται στην “Ιλιάδα”, ιδιαίτερα η νεκρική πυρά του Πάτροκλου. Επίσης, σκιαγραφείται μια κοινωνία ηρώων πολεμιστών. Πρόκειται για το πρώτο μουσείο αρχαιολογικού χώρου στην Κρήτη και το τέταρτο μεγαλύτερο στην Ελλάδα. Αποκαλύπτει την ιστορία της πόλης από το 3000 π.Χ. έως το 1300 μ.Χ. με αντικείμενα της καθημερινής ζωής και έργα τέχνης – αριστουργήματα από την Προϊστορία, τα γεωμετρικά, τα αρχαϊκά, τα κλασικά, τα ελληνιστικά, τα ρωμαϊκά και τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια. Εκτίθενται αγγεία, γλυπτά, ειδώλια, χάλκινα, χρυσά και σιδερένια αντικείμενα. Τα εμβληματικά εκθέματα του μουσείου συνοδεύονται από ειδικές ταινίες και προβολές. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Μουσείο Ιεράς Μονής Πρέβελης

Σώζεται ένας σημαντικός αριθμός από φορητές εικόνες (περίπου 100) που προέρχονται από τις κατά καιρούς διακοσμήσεις του Καθολικού, τα διάφορα ξωκλήσια και το Καθολικό του Προδρόμου, απ’ όπου μεταφέρθηκαν στο Πίσω Μοναστήρι για προστασία. Καλύπτουν μια περίοδο από το 1600 μ.Χ. έως το 1900 μ.Χ. Εξαιρετικής θεολογικής τέχνης είναι: του Αγίου Γεωργίου, του Θεολόγου, της Δεξιοκρατούσης, των Αγίων Πάντων, του Αγίου Νεκταρίου Πατριάρχου Κων/λεως, του Οσίου Ονουφρίου, του Μ. Αρχιερέως, του Μελχισιδέκ και Αβραάμ, του προφήτου Ησαίου, κ.ά. Οι εικόνες διακρίνονται από τόλμη και πρωτοτυπία στην επιλογή και σύνθεση των θεμάτων, που ορισμένες φορές αγγίζει και το δογματικό επίπεδο. Σε επίπεδο τεχνοτροπίας, είναι φανερή η παράδοση της όψιμης Κρητικής Σχολής με την αξιοποίηση εξίσου της αυστηρής Ορθόδοξης τάσης όσο και της Δυτικής, κυρίως Φλαμανδικής, επιρροής των δασκάλων του πρώτου μισού του 17ου αιώνα στο Ρέθυμνο και τα Χανιά. Σημαντικός αριθμός αμφίων, ιερών σκευών, Ευαγγελίων και ασημικών συμπληρώνουν τον πλούτο των κειμηλίων της Ιεράς Μονής. Η βιβλιοθήκη της περιέχει περί τους χίλιους τόμους διαφόρων βιβλίων, κάποια παλαίτυπα εκκλησιαστικά καθώς επίσης και χειρόγραφα ευχολόγια, Μουσικές συνθέσεις βυζαντινών ύμνων, κτηματολόγιο, σιγίλλια κ.ά. Σε σημείωμα της Μονής αναφέρεται ότι «κατά την Επανάσταση του ‘21 μεταφέρθηκε το αρχείον και χειρόγραφα της Μονής στα Κύθηρα απ’ όπου μέχρι σήμερα δεν επεστράφησαν». Πολλά από τα διασωθέντα ιερά κειμήλια και εικόνες εκτίθενται σέ ένα καλαίσθητο μουσείο που βρίσκεται μέσα στη μονή. (Πηγή πληροφοριών: Ιερά Μονή Πρέβελη)

Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Ποταμιανού

Στα Ζωνιανά Μυλοποτάμου βρίσκεται το Μουσείου Κέρινων Ομοιωμάτων. Περιλαμβάνει 87 κέρινα ομοιώματα σε 14 παραστάσεις, σε φυσικό μέγεθος που αναπαριστούν σκηνές από την ιστορία της Κρήτης. Σε ένα ειδικά διαμορφωμένο για το μουσείο χώρο 700 τ.μ. και με διακόσμηση ανάλογη της θεματολογίας του μουσείου, προβάλλονται σκηνές όπως του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Κορνάρου, του Αρκαδίου, του Θεοτοκόπουλου, του Καζαντζάκη και πολλές άλλες μορφές. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει από κοντά το κέρινο ομοίωμα του Θεοτοκοπούλου ( El Greco), του Καζαντζάκη, του Βιτσέντζου Κορνάρου. Αναφορές γίνονται στη μυθολογία του νησιού με τις μορφές του Μίνωα, του Θησέα, της Αριάδνης ενώ το ενδιαφέρον εστιάζεται σε ιστορικά γεγονότα από το Βυζάντιο και τη Βενετοκρατία ως το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και τη δεσπόζουσα μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου. (Πηγή πληροφοριών: Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Ποταμιανού)

Μουσείο Ξυλογλυπτικής Κρήτης Γιώργη Κουτάντου

Το Μουσείο Ξυλογλυπτικής στο κέντρο της Κρήτης και στους πρόποδες του Ψηλορείτη είναι μια μόνιμη συλλογή του γλύπτη Γεωργίου Κουτάντου. Λειτουργεί ταυτόχρονα Mουσειακός και Eργαστηριακός χώρος και είναι το αποτέλεσμα είκοσι χρόνων ενασχόλησης με τη γλυπτική. Τα εγκαίνια του Μουσείου έγιναν στις 14 Μαρτίου 2010. Συγκεκριμένα στην Αξό Μυλοποτάμου, μία ώρα από τις πόλεις του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου, μέσα στο φυσικό περιβάλλον, εκτίθενται σε ένα διώροφο νεόκτιστο χώρο 300 τ.μ., περισσότερα από εκατό γλυπτά, χειροποίητα έργα τέχνης από ένα σφυρί και ένα σκαρπέλο. Μεταξύ άλλων παρουσιάζονται παραδοσιακές λαογραφικές μορφές και θέματα («Ο Λυράρης», «Ο Κρητικός», «Ο Παππούς και η Γιαγιά», «Πηγαίνοντας στο Χωράφι» κ.ά.), παραστάσεις της φύσης και του οικολογικού μας συστήματος («Ο Αϊτός και ο Όφις», «Το Κρι Κρι»), θρησκευτικού περιεχομένου («Ο Άγιος Γεώργιος του Δισκουρίου», «Ο Χορός του Ησαΐα», «Ο Αποχαιρετισμός»), κοινωνικού περιεχομένου («Ο Ασθενής») από τη μυθολογία («Η Μικρή Γοργόνα») κ.ά. Έτσι ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να ξεναγηθεί στο Μουσείο και στο Εργαστήριο και να ανακαλύψει εκτός από την αισθητική και καλλιτεχνική πρόταση, παραδοσιακά στοιχεία (ασχολίες των κατοίκων στην Κρήτη και στην Ελλάδα σε μια κοινωνία που συνεχώς μεταβάλλεται δραματικά, ήθη και έθιμα), λαογραφικά στοιχεία (για παράδειγμα το σημάδεμα, η «σαμιά» των ζώων), κοινωνιολογικά στοιχεία (δομή οικογένειας, θέση των δυο φύλων), ιστορικά στοιχεία (για παράδειγμα μέσα στους κορμούς των δέντρων που έπεσαν και συλλέχτηκαν από τα Μοναστήρια του Αρκαδίου και του Βωσάκου ανακαλύφθηκαν βόλια/βλήματα από τις επαναστάσεις των Ελλήνων εναντίων των Τούρκων) κ.ά. Η επίσκεψη στο Μουσείο μπορεί να συνδυαστεί με τις σημαντικές αρχαιότητες της Αξού και άλλους αξιόλογους χώρους στην ευρύτερη περιοχή. Οι διαστάσεις των γλυπτών είναι σε φυσικό μέγεθος, ενώ ορισμένα από αυτά παρουσιάζονται σε μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως «Ο Αετός και ο Όφις» μήκους περίπου έξι μέτρων, «Οι Γονείς μου και εγώ» ύψους περίπου τριών μέτρων, «Η Μικρή Γοργόνα» μήκους πέντε μέτρων κ.τ.λ. Τα ξύλα συλλέχτηκαν από όλη την Κρήτη, κυρίως ξερά δέντρα ή ξεριζωμένα από φυσικές καταστροφές. (Πηγή πληροφοριών: Wooden Museum)

Μουσείο & Πινακοθήκη Ιεράς Μονής Αρκαδίου

Από το 2016 που η Μονή γιόρτασε την ολοκλήρωση των 150 χρόνων από το Ολοκαύτωμα του 1866 δημιουργήθηκε χώρος φύλαξης έργων τέχνης που έχουν να κάνουν με το ίδιο το Μοναστήρι. Η Πινακοθήκη φιλοξενείται στους πρόσφατα ανακαινισμένους και κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους του παλαιού Μουσείου της Μονής, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν κατά το παρελθόν έτος με αφορμή τις εκδηλώσεις τιμής και μνήμης για την Εκατονπεντηκονταετηρίδα της Αρκαδικής Εθελοθυσίας του 1866. Βρίσκεται στον πρώτο όροφο του κτιρίου, στο ισόγειο του οποίου εκτίθεται η Μουσειακή Συλλογή της Ιεράς Μονής. Στην Πινακοθήκη εκτίθενται έργα παλαιών και νεότερων καλλιτεχνών, οι οποίοι εμπνεύσθηκαν τόσο από την υπέρτατη θυσία του Ολοκαυτώματος της Μονής όσο και από την εν γένει ιστορική και πνευματική διαδρομή της ανά τους αιώνες. Στο μουσείο της Μονής που στεγάζεται στη νοτιοδυτική γωνία σ’ ένα τείχος κελιών και βοηθητικών χώρων της Μονής, φιλοξενούνται πολλά και παλαιά κειμήλια που έχουν σωθεί μέσα στο χρόνο και στη φθορά των κατακτήσεων της Μονής από επίβουλους πολιορκητές. Ο χώρος αυτός φιλοξενεί αντικείμενα και κειμήλια που αναδεικνύουν διαφορετικές περιόδους της Μονής. Επίσης δύο διαδραστικά υπολογιστικά συστήματα πλοήγησης μέσα από πληροφορίες για τη Μονή δίνουν την ευκαιρία στον επισκέπτη για περαιτέρω γνώση και πληροφόρηση. Στους χώρους της Μονής και συγκεκριμένα στη βόρεια πτέρυγα δίπλα στα Κελαρικά, στεγάζεται ένα αρκετά καλοφτιαγμένο και καλόγουστο κατάστημα στο οποίο μπορεί κάποιος να βρει μικρά ή μεγάλα αναμνηστικά εκκλησιαστικής τέχνης. Τα δεκάδες μικρά και αναμνηστικά έργα -εικόνες, θρησκευτικά αντικείμενα, βιβλία- που διατίθενται στο κατάστημα συμπληρώνονται από προϊόντα της φύσης που η ίδια η Μονή καλλιεργεί και παράγει. (Πηγή πληροφοριών: Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αρκαδίου)

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης - Δημοτική Πινακοθήκη «Λευτέρης Κανακάκις»

Βρίσκεται στην καρδιά της παλιάς ιστορικής πόλης, κάτω από το ενετικό τείχος και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Αγοράστηκε στη δεκαετία του 1970 από το Δήμο Ρεθύμνης και το 1992 έγινε Πινακοθήκη. Το 1995 το Ρέθυμνο εντάχθηκε στο θεσμό του Εθνικού Πολιτιστικού Δικτύου Πόλεων με συνέπεια την ίδρυση του Κέντρου Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας που προσανατόλισε τις δραστηριότητες της Πινακοθήκης στη σύγχρονη τέχνη. Ένας καινούριος χώρος που συμπλήρωσε την παλιά Δημοτική Πινακοθήκη «Λ. Κανακάκις» και το Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας, ώθησε τη δημιουργία του νέου Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που απέκτησε η Κρήτη. Το παλιό ενετικό κτίσμα που αποτέλεσε στις αρχές του 20ου αιώνα έναν από τους πρώτους βιομηχανικούς χώρους του νησιού, με το εργοστάσιο σαπουνιού που φιλοξενούσε μέχρι τη δεκαετία ‘70, σήμερα αποτελεί ένα σύγχρονο μουσειακό χώρο υψηλών προδιαγραφών. Ενοποιώντας το παλιό κτίριο με τα διπλανά, επανέρχεται ο κτιριακός ιστός στο ιστορικό κέντρο της πόλης σε ένα ενιαίο χώρο περίπου 1000 τ.μ. Κεντρικό άξονα της μελέτης αποτελεί η οροφή η οποία με τρόπο απολύτως σύγχρονο, κάνει διάλογο με τα διατηρητέα δοκάρια του παλιού κτιρίου και παράλληλα προσφέρει τη δυνατότητα φωτισμού ημέρας, εξαερισμού και κλιματισμού. Επίσης, στις αρχές του 2015 ολοκληρώθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης το έργο προσβασιμότητας ΑΜΕΑ. Το έργο αυτό βελτίωσε σημαντικά τις υποδομές μετατρέποντας τους χώρους του Μουσείου σε χώρους φιλικούς για τα άτομα με κινητικές δυσκολίες. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ολοκληρώθηκαν οι εργασίες μεταφοράς της κυρίας εισόδου του Μουσείου η οποία βρίσκεται πια επί της οδού Μεσολογγίου καθώς και οι εργασίες αναβάθμισης του πωλητηρίου το οποίο στεγάζεται στον ισόγειο χώρο, επί της εισόδου. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης διαθέτει μια μόνιμη συλλογή περίπου 650 έργων, σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα της σύγχρονης ελληνικής εικαστικής πραγματικότητας από το 1950 ως σήμερα. Τα έργα του Λ. Κανακάκι (περίπου 50) προέρχονται από δωρεά του ζεύγους Μπάμπη και Μαρίας Μαραγκού. Η συλλογή που στο σύνολό της καλύπτει επαρκώς τα δείγματα της τέχνης του δεύτερου μισού αιώνα μας, από την αφαίρεση και τη γεωμετρικότητα μέχρι το νεοεξπρεσιονισμό, τη νέα παραστατικότητα, το μινιμαλισμό, το αντικείμενο στο χώρο, τη γλυπτική και τη γλυπτοζωγραφική, τις συναρμογές, τις εγκαταστάσεις στο χώρο και τα περιβάλλοντα, την εννοιακή τέχνη, τη φωτογραφία, τη δημιουργία έργων επεξεργασμένων στον υπολογιστή, προσκλήθηκε και φιλοξενήθηκε στην Πινακοθήκη Πιερίδη στην Αθήνα, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λάρισας, στη Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας ενώ συζητιούνται οι συνθήκες ασφάλειας και τρόπου παρουσίασής της σε άλλες ελληνικές πόλεις και νησιά που την έχουν ζητήσει. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Στρατιωτικό Μουσείο Χρωμοναστηρίου

Το Στρατιωτικό Μουσείο του Χρωμοναστηρίου βρίσκεται 11 χλμ. νοτιοανατολικά του Ρεθύμνου. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται, παρουσιάζει μεγάλο ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, καθώς χτίστηκε το 1610 και λειτουργούσε ως θερινή κατοικία μιας βενετσιάνικης αριστοκρατικής οικογένειας με το όνομα Clodio. Η βίλα «Clodio» διατηρεί όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της βενετσιάνικης και οθωμανικής περιόδου. Το Στρατιωτικό Μουσείο εγκαινιάστηκε το 2010. Είναι αξιοσημείωτο, ότι μέχρι σήμερα έχει φιλοξενήσει πλήθος εκδηλώσεων, όπως συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, παρουσιάσεις βιβλίων και διαλέξεις γενικού ενδιαφέροντος, καθώς και εκθέσεις ζωγραφικής. Η συλλογή των εκθεμάτων περιλαμβάνει ιστορικά αντικείμενα από την περίοδο της Ενετοκρατίας και της σύγχρονης ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας, όπως:

  • Μια αίθουσα αφιερωμένη στην ιστορική μάχη της Κρήτης.
  • Ιστορικές στολές του ελληνικού στρατού.
  • Οπλισμό από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 μέχρι το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
  • Βενετσιάνικες ενδυμασίες και όπλα της εποχής.
  • Μια αίθουσα περιοδικών εκθέσεων με συλλογή φωτογραφιών από διάφορες ιστορικές περιόδους.
  • Τα εξωτερικά εκθέματα περιλαμβάνουν πολεμικά αεροπλάνα, άρματα μάχης και διάφορους τύπους πυροβόλων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Σχολικό Μουσείο

Το Σχολικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1999 και στεγάζεται στο πρώην Δημοτικό Σχολείο Αμνάτου. Διαθέτει εκθεσιακό χώρο, αίθουσα προσομοίωσης διδασκαλίας, βιβλιοθήκη και αρχείο, αυλή και σχολικό κήπο. Προσφέρει επτά διαφορετικά εκπαιδευτικά προγράμματα για όλες τις ηλικίες, ξεναγήσεις, εκπαιδευτικές εκδηλώσεις και εκδόσεις. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Άλλα αξιοθέατα

Άγιες Πέντε Παρθένες

Στα βορειοδυτικά της Αργυρούπολης, σε απόσταση 1 χλμ., υπάρχουν πέντε τάφοι σε μια σπηλιά, όπου πιστεύεται ότι θάφτηκαν οι Αγίες Πέντε Παρθένες, αφού μαρτύρησαν στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Δέκιου, το 250 μ.Χ. περίπου. Στους τάφους, από τους οποίους βγαίνει αγίασμα, έχει χτιστεί μια μικρή εκκλησία που είναι αφιερωμένη στις Πέντε Παρθένες. Αρχαιολογικά ευρήματα υποστηρίζουν την άποψη ότι ο χώρος αυτός ήταν οικογενειακός μαυσωλείο της ρωμαϊκής περιόδου. Τα τελευταία χρόνια ανακαλύφθηκε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο που χρονολογείται από τα ρωμαϊκά χρόνια. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών, αλλά και αυτά που είχαν συγκεντρωθεί πριν από την έναρξη των συστηματικών ανασκαφών, μεταξύ των οποίων δύο μαρμάρινα αγάλματα και ένα χάλκινο αγαλματίδιο, εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου. Μπορείτε επίσης να επισκεφθείτε τις πηγές και να θαυμάσετε την πλούσια χλωρίδα της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Βρύσες

Βρύση (Αγία Παρασκευή): Βασικό στοιχείο της βρύσης αποτελεί ένα διαμορφωμένο μέτωπο με έναν κρουνό. Πάνω από τον κρουνό υπάρχει κόγχη όπου ήταν τοποθετημένο ένα μεταλλικό ρηχό κύπελλο, το τάσι, που το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για να πίνουν νερό. To μέτωπο είναι διακοσμημένο με ανάγλυφες παραστάσεις, ενώ υπάρχει χαραγμένη και η χρονολογία 1888. Στο κάτω μέρος της βρύσης μπορεί να διακρίνει κανείς μια συστοιχία γουρνών, οι οποίες χρησίμευαν είτε για το πότισμα των ζώων είτε για το πλύσιμο των ρούχων.

Βρύση (Βαθιακό): Εντός του οικισμού Βαθιακό διατηρείται σε καλή κατάσταση, χωρίς να έχει υποστεί επεμβάσεις, η παλιά βρύση του χωριού. Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς κατασκευάστηκε, ωστόσο για το κτίσιμό της φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων κτιρίων (πιθανόν ρωμαϊκών ή παλαιοχριστιανικών).

Βρύση (Βιζάρι): Βρίσκεται σε μια θαυμάσια τοποθεσία με πράσινο και είναι από τις πιο όμορφες ίσως κρήνες του Αμαρίου. Δεν είναι γνωστό το πότε κατασκευάστηκε, ωστόσο διατηρημένες επιγραφές βεβαιώνουν ότι, ανακαινίστηκε αρκετές φορές από το 19ο αι. μέχρι και τον 20ο. Το μέτωπο της Κρήνης με το  διαμορφωμένο τόξο και το λεπτό σχεδιασμό του, παραπέμπει σε ενετικά θυρώματα αναγεννησιακής επιρροής. Κάτω από το γείσο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δομικά στοιχεία με λαϊκά ανάγλυφα. Εδώ, ο επισκέπτης μπορεί να δει σήμερα τις διατηρημένες λίθινες συστοιχίες γουρνών, οι οποίες χρησιμοποιούνταν είτε για το πότισμα των ζώων είτε για το πλύσιμο των ρούχων.

Βρύση (Λαμπιώτες): Βρίσκεται σε μια όμορφη πλατεία με δέντρα που διαμορφώνεται πίσω από το Ηρώο, στο νότιο τμήμα του χωριού. Η παραδοσιακή βρύση έχει ανακαινιστεί πρόσφατα και διατηρεί ελάχιστα από τα παλιότερα στοιχεία της. Σώζονται δύο ανάγλυφες επιγραφές με ιστορικές αναφορές, πάνω από το στέγαστρο, καθώς και η παλιά πέτρινη λαξευτή γούρνα, η οποία δεν εντάσσεται πια στην κατασκευή, όμως έχει διατηρηθεί στο χώρο.

Βρύση (Πετροχώρι): Τη συναντάμε λίγο πριν τη βόρεια έξοδο του Πετροχωρίου, μετά το ναό των Αγίων Αποστόλων, δεξιά και σε χαμηλότερο επίπεδο από τον κεντρικό δρόμο του οικισμού. Η παλιά βρύση με τους πέτρινους κρουνούς διατηρεί τις χαρακτηριστικές ορθογώνιες γούρνες και, όπως επιβεβαιώνει η διατηρημένη επιγραφή στην πρόσοψη, τη σημερινή της μορφή έλαβε το 1926, κατά την τρίτη ανακαίνισή της.

Γρε Βρύση (Απόστολοι): Κοντά στο Δημοτικό Θέατρο Αποστόλων, σε μια όμορφη μικρή πλατειούλα, κάτω από τη δροσερή σκιά ενός αιωνόβιου πλάτανου βρίσκεται η Γρε Βρύση. Στο χώρο της ανακαινισμένης σήμερα, παραδοσιακής κρήνης έχει διατηρηθεί παλιά λίθινη λαξευτή γούρνα από την αρχική κατασκευή, η οποία χρησιμοποιούταν για το πλύσιμο των ρούχων (πλύστρα) ή το πότισμα των ζώων (ποτίστρα). Δίπλα στη Γρε Βρύση, μπορεί να βρει ο επισκέπτης μία παιδική χαρά.

Κάτω Βρύση Καλογέρου: Εντός του οικισμού Καλογέρου διατηρείται η παραδοσιακή βρύση που εξυπηρετούσε για πολλά χρόνια τους κατοίκους του χωριού πριν την ύδρευση των οικισμών. Το μέτωπο της βρύσης, κατασκευασμένο με ισόδομο σύστημα, φαίνεται ότι πήρε την σημερινή του μορφή το 1921, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή στο άνω μέρος του. Σε χαμηλότερο σημείο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάγλυφη παράσταση της σταύρωσης πάνω από τους δυο κρουνούς.

Κάτω Βρύση Φουρφουρά: Στο δυτικό τμήμα του οικισμού διατηρείται η παραδοσιακή κρήνη του χωριού, η οποία αναστηλώθηκε πρόσφατα με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο μέτωπο της κρήνης μπορεί κάποιος να διακρίνει την ανάγλυφη επιγραφή με τη χρονολογία 1892 και στο κατώτερο μέρος τη συστοιχία γουρνών που χρησιμοποιούνταν για το πλύσιμο των ρούχων ή για το πότισμα των ζώων. Σύμφωνα με την παράδοση, γύρω από την περιοχή της Κάτω Βρύσης, στο σημερινό Κατωχώρι, όπου υπάρχει πηγή, μεταφέρθηκε το χωριό από την αρχική του θέση Καλοτά που βρισκόταν σε ψηλότερο σημείο. Η τοποθεσία αυτή παρείχε εύκολη πρόσβαση σε πόσιμο νερό, ενώ ταυτόχρονα δεν ήταν ορατή από τα παράλια και έτσι ήταν περισσότερο προστατευμένη από τους Σαρακινούς.

Κεντρική Βρύση (Βρύσες): Η παλιά βρύση του χωριού βρίσκεται ανακαινισμένη πίσω από το ιερό της μικρής εκκλησούλας της Παναγίας, σε χαμηλότερο επίπεδο από τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει τμήμα της ιστορικής κρήνης που έχει διατηρηθεί στον χώρο. Στην πρόσοψή της φέρει σταυρούς σε χαμηλό ανάγλυφο που σχηματίζονται πάνω από τους λίθινους κρουνούς και στο κατώτερο μέρος της σώζει μια ορθογώνια λαξευτή γούρνα.

Κρήνη στο Αποδούλου: Τη συναντάμε λίγα μέτρα μετά τη βόρεια είσοδο στο χωριό Αποδούλου. Η παλιά πέτρινη κρήνη με τους δύο παλιούς κρουνούς και τη μεταλλική βρύση που προστέθηκε μεταγενέστερα χτίστηκε το 1887, όπως μας ενημερώνει ανάγλυφη επιγραφή στο ανώτερο μέρος του μετώπου. Για την κατασκευή της κρήνης φαίνεται ότι, χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά στοιχεία αρχαιότερων κτιρίων.

Παλιά Κρήνη Νίθαυρης: Στη ρίζα ενός επιβλητικού βράχου, στην καρδιά του χωριού Νίθαυρη, είναι κτισμένη η παλιά κρήνη του οικισμού. Πήρε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα το 1920, όπως μας ενημερώνει εντοιχισμένη επιγραφή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γούρνες ποτίσματος και οι πλύστρες σε γραμμική διάταξη, οι οποίες διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.

Παλιά Κρήνη στις Ελένες: Στις βορειοανατολικές παρυφές του χωριού Ελένες, στη σκιά ενός θεόρατου πλάτανου, βρίσκονται οι παραδοσιακές βρύσες του οικισμού. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να δει τις γούρνες που χρησιμοποιούσαν παλιά οι κάτοικοι για το πλύσιμο των ρούχων και για το πότισμα των ζώων. Τη σημερινή της μορφή πήρε το 1927, όπως μας ενημερώνει εγχάρακτη επιγραφή.

Πηγή Γρε Βρύση Βισταγής: Απέναντι από το πολιτιστικό κέντρο και στην καρδιά του οικισμού διατηρείται η παραδοσιακή κρήνη Βισταγής, η οποία ονομάζεται και «Πηγή Γρε Βρύση». Το μέτωπο της βρύσης με τους δυο κρουνούς είναι λιτό και ιδιαίτερα επιμελημένο, δίνοντας την εντύπωση ενός ιδιαίτερα κομψού αρχιτεκτονήματος. Έχει κτιστεί ακολουθώντας το ισόδομο σύστημα και περιβάλλεται από δυο κτιστούς παραστάδες, οι οποίοι στηρίζουν αετωματική επίστεψη. Γύρω από τη βρύση έχει διαμορφωθεί ένας ελκυστικός χώρος για ανάπαυση και αναψυχή. Η Γρε Βρύση αποτελούσε την πρώτη πηγή ύδρευσης του οικισμού, όταν ακόμα δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης και η μεταφορά νερού στα σπίτια γινόταν με σταμνιά και άλλους τρόπους. Σε αυτό τον χώρο και πριν την κατασκευή του κτιρίου του Συλλόγου (2006-2009), υπήρχαν στεγασμένες γούρνες στις οποίες οι γυναίκες του χωριού έπλεναν τα ρούχα του σπιτιού τους. Εξωτερικά υπήρχαν και άλλες γούρνες στις οποίες πότιζαν οι χωριανοί τα ζώα τους. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Γέφυρες

Γέφυρα (Λαμπιώτες): Από το χωριό Λαμπιώτες περνάει το ποτάμι Πλατύς ή Λυγιώτης. Εκεί βρίσκεται μία γέφυρα η οποία είναι κατασκευασμένη από πελεκημένες πέτρες. Χρονολογείται το 1878 και κτίστηκε από τον τότε Τούρκο έπαρχο Μακρέ Ιμπραήμ.

Γέφυρα Ξιφέ: Η πετρόκτιστη γέφυρα Ξιφέ βρίσκεται στη συμβολή του ομώνυμου ποταμού που περνάει βορειοδυτικά του χωριού Αγίου Ιωάννη. Η γέφυρα χρονολογείται τη περίοδο της Ενετοκρατίας και ενδεχομένως να έχει χτιστεί πάνω σε αρχαιότερη.

Γέφυρα Σμιλιανού ποταμού: Πρόκειται για πέτρινο μονότοξο γεφύρι που ζεύγνει τον Σμιλενιανό ποταμό και βρίσκεται λίγο έξω από το εγκαταλελειμμένο πλέον χωριό Σμιλέ κοντά στις Βρύσες Αμαρίου. Το γεφύρι ήταν στον δρόμο που οδηγούσε στο Αμάρι και πιθανόν είχε κτιστεί και πριν από την Τουρκοκρατία. Λέγεται ότι πριν από αυτό γεφύρι υπήρχε ένα άλλο ψηλότερα στο ποτάμι, που όμως παρασύρθηκε από τον ποταμό που ήταν παλαιότερα πολύ ορμητικός. Εξαιτίας της βλάστησης και του ποταμού δεν στάθηκε δυνατόν να μετρηθούν με ακρίβεια οι διαστάσεις του, υπολογίζεται ωστόσο ότι το άνοιγμα του είναι περίπου 10,0 μ. και το πλάτος του 3,0μ. Τα βάθρα της γέφυρας είναι θεμελιωμένα σε βράχο και η κατασκευή του τόξου έχει γίνει με ημιλαξευτό σκληρό ασβεστόλιθο. Το τόξο είναι λεπτό και κομψό και η όλη κατασκευή θυμίζει τα ηπειρώτικα γεφύρια. Το γεφύρι σήμερα είναι μέσα σε αγροτικές εκτάσεις, μακριά από τους οδικούς άξονες, και εξυπηρετεί μόνο την πρόσβαση σε κάποια χωράφια και έτσι δεν έχει δεχτεί καμμία συντήρηση. Τα κυριότερα προβλήματα είναι η αποσάθρωση, σε μεγάλο βαθμό, των κονιαμάτων και η πυκνή βλάστηση που αναπτύσσεται στους αρμούς.

Γέφυρα του Μανουρά: Η καμάρα του Μανουρά βρίσκεται στην επαρχία Αμαρίου, κάτω από το Χορδάκι, στη συμβολή του ποταμού Λυγιώτη (ή Ηλέκτρα) με τον χείμαρρο Μουνούχο (που μαζεύει τα νερά από το Γερακάρι και δια της κοιλάδας Βρυσών – Άνω Μέρους τα φέρνει στην Αμπαδιά), στη θέση Μετόχι Μανουρά – Μύλος – Φανερωμένη. Το γεφύρι είναι πέτρινο με τέσσερα τόξα των οποίων τα ανοίγματα διαφέρουν. Αυτό έγινε όπως φαίνεται ώστε να μπορέσουν τα βάθρα να θεμελιωθούν στα πετρώδη τμήματα της κοίτης του ποταμού. Τα τόξα έχουν ανοίγματα 4.50μ., 8,05μ., 5,30μ. και 1.30μ., ενώ το μεγαλύτερο άνοιγμα έχει ύψος 3,70μ. από την κοίτη. Το πλάτος της γέφυρας είναι 3,95μ. Τα τόξα είναι κατασκευασμένα με ημιλαξευτούς λίθους από σκληρό ασβεστόλιθο, ενώ τα βάθρα και τα γεμίσματα είναι αργολιθοδομή. Τόσο η μορφή των τόξων όσο και το κτίσιμο θυμίζει έντονα τα Ηπειρωτικά γεφύρια. Δεν στάθηκε δυνατόν να βρεθούν στοιχεία στη βιβλιογραφία που να επιτρέπουν με σιγουριά τη χρονολόγηση της κατασκευής του. Σύμφωνα με πληροφορίες του Κων. Μανουρά, η γέφυρα φέρεται ότι κατασκευάστηκε κατά τα τελευταία χρόνια της Αιγυπτιακής κατοχής στην Κρήτη (1828-2841). Πρωτεργάτης της κατασκευής ήταν ο Μερουστά (ιδιοκτήτης του Μετοχίου Φανερωμένης Καμάρας), το όνομα του οποίου έφερε η γέφυρα (Ομερουστά) μέχρι της αρχές του 20ού αι. Από το 1902 η γέφυρα ονομάζεται Γέφυρα Μανουρά, όπως και η σύγχρονη γέφυρα από οπλισμένο σκυρόδεμα, που κατασκευάστηκε το 1950-1952 σε έκταση που διέθεσε για το σκοπό αυτό η οικογένεια Μανουρά, ώστε να μην κατεδαφιστεί.

Γέφυρα του Σίμα ή Γέφυρα των Ποταμών: Είναι η ψηλότερη πετρόχτιστη γέφυρα στην Κρήτη, και σίγουρα αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά νεότερα μνημεία του Αμαρίου. Την ονομασία Σίμα οφείλει στον αρχιτέκτονά της ο οποίος τη σχεδίασε στις αρχές του 20ού αιώνα. Η κατασκευή της, που είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, ολοκληρώθηκε μόλις το 1912 μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με σκοπό τη δημιουργία αμαξωτού δρόμου που θα ένωνε το Αμάρι με το Ρέθυμνο. Η περίτεχνη γέφυρα διατηρείται σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση και βρίσκεται ακόμα σε χρήση. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Κουλέδες

Κουλές Βαθιακού: Το μικρό οχυρό οικοδομήθηκε πάνω στο λόφο, που σχηματίζεται νότια του οικισμού Βαθιακό, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για την προστασία του ίδιου χωριού που κατοικούνταν αποκλειστικά από Τούρκους και ήταν το τουρκικό κέντρο της περιοχής, καθώς και για τον έλεγχο της οδού Αμαρίου-Μεσαράς από Αποδούλου-Αγία Παρασκευή προς Κόκκινο Πύργο. Πρόκειται για ένα στιβαρό, λιτό οικοδόμημα με ορθογώνια κάτοψη και διεύθυνση Βορρά-Νότο. Ο κουλές χωρίζεται σε δύο μεγάλες αίθουσες, τη βορινή διαστάσεων 5×7μ. και τη μεγαλύτερη νότια διαστάσεων 5×10 μέτρων. Ο κουλές σώζεται σήμερα σε ημιερειπιώδη κατάσταση, καθώς η στέγη και ο ανατολικός τοίχος έχουν καταρρεύσει, όμως στους διατηρημένους τοίχους μπορεί ακόμα να παρατηρήσει κάποιος τις πολεμίστρες του κουλέ. Στο μνημείο μπορείτε να φτάσετε είτε ακολουθώντας έναν σύντομο χωματόδρομο που ξεκινάει από το Βαθιακό είτε ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Βαθιακού-Τυμπακίου. Βρίσκεται σε μια καταπληκτική τοποθεσία με πανοραμική θέα, η οποία φτάνει μέχρι το νότιο κρητικό πέλαγος.

Κουλές Μέρωνα: Βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου, πάνω σε ένα λόφο βόρεια του οικισμού Μέρωνας. Πρόκειται για ένα φρούριο του 19ου αι., που κατασκεύασαν οι Τούρκοι την περίοδο 1866-1869 μαζί με άλλα σε στρατηγικά σημεία της Κρήτης, με σκοπό να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τις κρητικές επαναστάσεις. Ο Κουλές Μέρωνα ήταν μια αρκετά μεγάλη και στιβαρή κατασκευή, ο οποίος αποτελούταν από δύο κτίρια, ενώ ταυτόχρονα ήταν ενισχυμένος με προμαχώνες. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Kρήνη Rimondi

Η κρήνη Ριμόντι είναι ενετική κρήνη, η οποία ευρίσκεται επί της Πλατείας Ριμόντι στο Ρέθυμνο της Κρήτης στην Ελλάδα. Κατασκευάστηκε περί το 1626. Πήρε την ονομασία της από τον Αλβίζε Ριμόντι, τότε διοικητή της πόλης. Ο θυρεός της οικογένειας Ριμόντι είναι ακόμη ορατός επάνω στο μνημείο. Η κρήνη είναι στη γενική της μορφή επίπεδη. Καθώς η τροφοδοσία της γινόταν από αγωγό δε διαθέτει από πίσω της δεξαμενή. Η κύρια πλευρά της κρήνης περιλαμβάνει τέσσερις ραβδωτούς ημικίονες, οι οποίοι χωρίζουν τρεις κεφαλές λεόντων, από το στόμιο των οποίων και ρέει το νερό της κρήνης. Η όλη μορφή θυμίζει αρχιτεκτονική πρόσοψη των ρωμαϊκών χρόνων και φέρει επιρροές από την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική και το έργο του Σεμπαστιάνο Σέρλιο. Οι ημικίονες πατούν πάνω σε βάσεις ιωνικού ρυθμού, οι οποίες βρίσκονται πάνω από το επίπεδο στο οποίο υπάρχουν τρεις γούρνες, πιθανόν για το πότισμα των ζώων. Στο κατώτερο ένα τρίτο των κιόνων οι ραβδώσεις είναι γεμισμένες με κυρτά στοιχεία. Στην κορυφή τους οι ημικίονες καταλήγουν σε κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα από μαλακό πωρόλιθο Αλφάς. Τα κιονόκρανα υποστηρίζουν ένα πλούσια διακοσμημένο θριγκό, αποτελούμενο από το επιστύλιο και το διάζωμα. Το διάζωμα διακόπτεται πάνω από κάθε ημικίονα από ένα κιλλιβά ο οποίος είναι διακοσμημένος με φύλλο ακάνθου. Από πάνω βρίσκεται γείσο, το οποίο ακολουθεί τις προεκβολές των κιόνων. Οι κίονες και οι προεξοχές από πάνω τους χωρίζουν την κρήνη σε τρία τμήματα περίπου ίδιων διαστάσεων, τα οποία είναι χτισμένα με τον τρόπο της ισοδομής, με τους αρμούς ξεχωρίζουν έντονα. Στο μεσαίο τμήμα βρίσκεται ημικυκλική κόγχη που στην κορυφή της βρίσκεται τεταρτοσφαίριο και ακριβώς από πάνω βρίσκεται ένα στέμμα, το οποίο αποτελεί το έμβλημα του Ριμόντι, σχηματίζοντας και τονίζοντας έναν κατακόρυφο άξονα συμμετρίας. Στο κάτω μέρος του κάθε τμήματος βρίσκεται το στόμιο νερού, το οποίο είναι σκαλισμένο σχηματίζοντας μια ανάγλυφη προσωπίδα (ιταλικά: mascherone), πιθανόν λεοντοκεφαλή, όπου η χαίτη του ζώου έχει αντικατασταθεί από βοστρύχους και φυλλώματα που αναπτύσσονται συμμετρικά γύρω από την κεφαλή. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη δύο ελικοειδών συστροφές φύλλων στο επάνω τμήμα του κεφαλιού. Οι προσωπίδες, όπως και τα κιονόκρανα και τα λοιπά διακοσμητικά στοιχεία της κρήνης είναι από πωρόλιθο Αλφάς. Στους οθωμανικούς χρόνους, η κρήνη προστατευόταν από έναν ημισφαιρικό θόλο, του οποίου, ωστόσο, δεν απομένουν, σήμερα, παρά μονάχα μερικά υπολείμματα. Ο θόλος εδραζόταν σε δύο τετράγωνους πεσσούς και τρία οξυκόρυφα τόξα με τη βοήθεια σφαιρικών τριγώνων. Σήμερα σώζεται ο ένας από τους δύο πεσσούς, καθώς ο άλλος μετά την κατάρρευση του θόλου φαίνεται να απομακρύνθηκε για να μην εμποδίζει την κυκλοφορία. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Loggia του Ρεθύμνου

Η Loggia οικοδομήθηκε τον 16o αιώνα με σχέδια του διάσημου βενετού αρχιτέκτονα Michel Sanmicheli. Η Loggia ήταν ένα λαμπρό κτήριο στο κέντρο της πόλης και αποτελούσε χώρο συγκέντρωσης και συσκέψεων των ευγενών για να συζητήσουν πολιτικά και οικονομικά, οικονομικά, και πολιτικά θέματα. Το κτήριο διατηρείται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, είναι τετραγωνικής κάτοψης και έχει αψιδωτές τις τρεις πλευρές του (εκτός της δυτικής). Είναι χτισμένο κατά το ισοδομικό σύστημα και εντυπωσιάζουν τα φουρούσια του γείσου. Αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση μετατράπηκε σε τζαμί και κατασκευάστηκε και μιναρές, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1930. Τα τελευταία 40 χρόνια στέγαζε το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Από τότε όμως που αυτό μεταστεγάστηκε στο κτίριο έξω από τη Φορτέτζα, η Loggia στεγάζει πωλητήριο πιστών αντιγράφων του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Μιτάτα

Κουρουθιανά Μιτάτα: Διάσπαρτα στα Κουρουθιανά όρη, όπως και σε άλλες περιοχές του Ψηλορείτη, είναι χτισμένα παλιά πέτρινα μιτάτα. Λειτουργούσαν ως χώροι τυροκομίας, αλλά και ως εποχιακά καταλύματα βοσκών τα παλαιότερα χρόνια. Τα «δίδυμα» μιτάτα, κατασκευασμένα το ένα δίπλα στο άλλο με ξερολιθιά χωρίς συνδετικό υλικό και θολωτή στέγη, είναι άριστα εναρμονισμένα με το φυσικό περιβάλλον και εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη με τη λιτή αρχιτεκτονική τους, που παραπέμπει στους μινωικούς θολωτούς τάφους.

Μιτάτα (Μελαμπιανό Καλογέρου): Εξερευνώντας τις βόρειες υπώρειες του Ψηλορείτη μπορεί κάποιος να εντοπίσει κοντά στον οικισμό Καλόγερος, στη θέση Μελαμπιανό, ερείπια παλιών μιτάτων. Μικρών κτισμάτων, δηλαδή, που χρησιμοποιούνταν ως χώροι παρασκευής τυριού ή και ως εποχικά καταλύματα των βοσκών. Αυτά ήταν κτισμένα αποκλειστικά με πέτρα χωρίς συνδετικό υλικό και τα περισσότερα ήταν κυκλικά κτίσματα που στεγάζονταν με θολωτή οροφή, η οποία δεν σώζεται. Η κατασκευή τους, όμοια με εκείνη που συναντάμε στους μινωικούς τάφους, αποδεικνύει ότι τα μιτάτα συνεχίζουν μια αρχιτεκτονική παράδοση στο νησί, οι απαρχές της οποίας χάνονται στα βάθη των αιώνων.

Μιτάτα (Πλάτανος): Περίπου 10 χλμ. βορειοανατολικά του οικισμού Πλάτανος, ακολουθώντας την Επαρχιακή οδό Καμάρων-Ανωγείας, μπορεί κάποιος να βρει παλιά μιτάτα πάνω στον Ψηλορείτη. Αυτά χρησιμοποιούνταν ως χώροι τυροκόμησης ή και ως εποχικά καταλύματα των βοσκών. Όπως όλα τα αρχιτεκτονήματα αυτού του τύπου, είναι χαμηλά κτίσματα με μικρά ανοίγματα, χτισμένα με ξερολιθιά χωρίς συνδετικό υλικό πάνω στον Ψηλορείτη σε απόλυτη αρμονία με το πετρώδες τοπίο του βουνού. Συνηθέστερα ήταν κυκλικά κτίσματα, τα οποία ήταν και πιο ανθεκτικά, αλλά υπήρχαν και ορθογώνια. Αν έρθετε εδώ, αξίζει να μπείτε μέσα για να δείτε το εσωτερικό, διαμορφωμένο κι αυτό αποκλειστικά με λίθινα στοιχεία, όπως οι πάγκοι και τα ερμάρια, αλλά και την εντυπωσιακή οροφή, κτισμένη κατά το εκφορικό σύστημα, θυμίζοντας τους πανάρχαιους μινωικούς τάφους.

Μιτάτο (Πετρομούρι Καλογέρου): Λειτουργεί μέχρι σήμερα ως τυροκομείο και το συναντάμε ανεβαίνοντας τον ορεινό όγκο Μαύρου Κορυφή, στη θέση Πετρομούρι, κρυμμένο κάτω από τα κλαδιά ενός τεράστιου πρίνου και προστατευμένο πίσω από ένα μεγάλο βράχο. Το χαμηλό αυτό αρχιτεκτόνημα, κτισμένο αποκλειστικά με πέτρες της περιοχής, μόλις που μπορεί να το διακρίνει κάποιος μέσα στο πετρώδες τοπίο που το περιβάλλει. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Οίκος Βλαστών

Το όμορφο αυτό αρχοντικό βρίσκεται στο χωριό Βιζάρι και έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο μνημείο. Αποτελεί οίκημα της οικογένειας Βλαστού, μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες στην Κρήτη κατά τη Β’ Βυζαντινή περίοδο και την Ενετοκρατία. Σύμφωνα με θρύλους που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, ο Βλαστός σύμφωνα με την παράδοση ήταν ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα που έφερε ο βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξιος Β’ Κομνηνός ο Πορφυρογέννητος (1180-1183) με τις οικογένειές τους στην Κρήτη, με σκοπό να εδραιώσει την κυριαρχία του στο νησί και να ενισχύσει την άμυνά του απέναντι στους Άραβες και στους πειρατές. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς οι Βλαστοί πρωτοστάτησαν στους απελευθερωτικούς αγώνες του νησιού. Ένας από τους γνωστότερους ίσως απογόνους της παλιάς αρχοντικής οικογένειας είναι ο Παύλος Βλαστός (1832-1926), ο οποίος θεωρείται σήμερα πατέρας της κρητικής λαογραφίας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Πύργος Αμαρίου

Το εντυπωσιακό κωδωνοστάσιο που δεσπόζει στο κέντρο του οικισμού και είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που βλέπει ο επισκέπτης. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αι., πιθανόν στη θέση παλαιότερου πύργου, από ντόπιους τεχνίτες, με τετράγωνη κάτοψη και ύψος που φτάνει τα 8 μέτρα. Στο άνω μέρος του, όπου οδηγεί στενή πέτρινη κλίμακα, βρίσκονται οι τέσσερις καμπάνες, από τις οποίες η μία είναι βενετσιάνικη του 16ου αιώνα. Στο πιο υψηλό σημείο βράχου ήταν κατά το 1900 τα ερείπια μικρού πύργου, όπου ήταν η έδρα της Καστελανίας Αμαρίου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αμαρίου)

Τζαμί Καρά Μουσά Πασά

Το τζαμί αυτό πήρε το όνομά του από τον τούρκο διοικητή των ναυτικών επιχειρήσεων κατάληψης του Ρεθύμνου, το 1646. Στη θέση του, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, υπήρχε μονή αφιερωμένη στην Αγία Βαρβάρα. Δυτικά από το κεντρικό κτήριο υπάρχει ο ερειπωμένος μιναρές του τζαμιού, ο οποίος δεν είναι ορατός από το δρόμο λόγω της υψηλής και πυκνής βλάστησης. Στο χώρο βρίσκεται ακόμη μία στεγασμένη με θόλο κρήνη, η οποία έχει δύο όψεις: μία από την πλευρά της οδού Αρκαδίου και μία από την αυλή του τζαμιού. Κάτω από το θόλο της γίνεται η είσοδος στο τζαμί. Στον περίβολο σώζεται ακόμη και ένας τουρμπές (θολωτή νεκρική κατασκευή), στον οποίο ίσως είχε ενταφιαστεί ο ιδρυτής του τζαμιού. Σήμερα, στο χώρο στεγάζεται εργαστήριο συντήρησης της 13ης Εφορείας Αρχαιοτήτων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Τζαμί Νερατζές

Το κτίριο αυτό αποτελούσε το καθολικό της μονής και ήταν αφιερωμένο στη Παναγία των Αυγουστινιανών «SantaMaria». Η εκκλησία έχει ορθογωνικό σχήμα και στεγάζεται με τρεις μικρούς τρούλους, οι οποίοι αντικατέστησαν την κεραμοσκέπαστη στέγη της βενετικής εκκλησίας. Το θύρωμα του κτηρίου είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα του Ρεθύμνου. Το διπλανό παρεκκλήσι ήταν αφιερωμένο στο Σώμα του Χριστού. Η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί το 1657 ενώ το παρεκκλήσι του σε οθωμανικό ιεροσπουδαστήριο. Το 1890 προστέθηκε μεγάλος μιναρές με δύο εξώστες από το μηχανικό Γεώργιο Δασκαλάκη και είναι ο ψηλότερος του Ρεθύμνου. Σήμερα, το «τζαμί Νερατζέ», φιλοξενεί το Ωδείο της πόλης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ρεθύμνου)

Φορτέτζα Ρεθύμνου

Η Φορτέτσα είναι η φρουριακή Ακρόπολη της πόλης του Ρεθύμνου. Χτίστηκε από τους Ενετούς το 16ο αιώνα, και κατελήφθη από τους Οθωμανούς το 1646. Στις αρχές του 20ου αιώνα, πολλά σπίτια χτίστηκαν μέσα στην ακρόπολη. Αυτά κατεδαφίστηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνοντας μόνο μερικά ιστορικά κτίρια μέσα στη Φορτέτζα. Σήμερα, η ακρόπολη είναι σε καλή κατάσταση και είναι ανοιχτή στο κοινό. Η Φορτέτζα είναι χτισμένη σε ένα λόφο που ονομάζεται Παλαιόκαστρο (που σημαίνει «Παλιό Κάστρο»), όπου βρισκόταν η ακρόπολη της αρχαίας Ρήθυμνας. Μεταξύ του 10ου και του 13ου αιώνα, οι Βυζαντινοί δημιούργησαν έναν οχυρό οικισμό στα ανατολικά του λόφου. Ονομαζόταν Castrum Rethemi και είχε τετράγωνους πύργους και δύο πύλες. Οι οχυρώσεις επισκευάστηκαν από τον Enrico Pescatore στις αρχές του 13ου αιώνα. Αφού η Κρήτη έπεσε στη Δημοκρατία της Βενετίας , ο οικισμός έγινε γνωστός ως Castel Vecchio ή Antico Castello, που και τα δύο σημαίνουν «παλιό κάστρο». Επί Ενετοκρατίας χτίστηκε ένα μικρό λιμάνι στο Ρέθυμνο, το οποίο έγινε η τρίτη πιο σημαντική πόλη της Κρήτης μετά το Ηράκλειο και τα Χανιά. Στις 8 Απριλίου 1540 άρχισε να χτίζεται μια σειρά οχυρώσεων γύρω από την πόλη. Τα τείχη σχεδιάστηκαν από τον αρχιτέκτονα Michele Sanmicheli και ολοκληρώθηκαν γύρω στο 1570. Αυτές οι οχυρώσεις δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να αντέξουν μια μεγάλη επίθεση, και όταν ο Uluç Ali Reis επιτέθηκε το 1571, οι Οθωμανοί κατέλαβαν και λεηλάτησαν την πόλη. Η Φορτέτζα του Ρεθύμνου έχει ακανόνιστη κάτοψη και τα τείχη της έχουν συνολικό μήκος 1.307 μέτρα. Τα τείχη περιέχουν τον προμαχώνα του Αγίου Νικολάου – ο ημι-προμαχώνας στο ανατολικό άκρο του φρουρίου που περιέχει ένα κτίριο της Ενετοκρατίας που πιθανότατα αρχικά ήταν αποθήκη ή εργαστήριο, έναν ημι-προμαχώνα στο νοτιοανατολικό άκρο του φρουρίου, προμαχώνας Αγίου Ηλία – ο ημιπρομαχώνας στο νότιο άκρο του φρουρίου που περιέχει το υπαίθριο θέατρο Ερωφύλη, το οποίο άνοιξε το 1993 και ένας ημι-προμαχώνας στο νοτιοδυτικό άκρο του φρουρίου. Η κύρια πύλη του φρουρίου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά, μεταξύ των προμαχώνων του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Παύλου. Προστατεύεται από ένα ραβέλι της Οθωμανικής εποχής, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου. Δύο μικρότερες πύλες βρίσκονται στη δυτική και βόρεια πλευρά του φρουρίου. Μια σειρά από κτίρια βρίσκονται εντός της Φορτέτσας, όπως:

  • το Τζαμί του Σουλτάνου Ιμπραήμ, που ήταν παλαιότερα ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου.
  • ένα κτίριο κοντά στο τζαμί, που πιθανότατα ήταν η κατοικία του Επισκόπου.
  • η Βουλή του Πρύτανη, που ήταν η κατοικία του διοικητή της επαρχίας Ρεθύμνου. Μόνο οι φυλακές του έχουν διασωθεί.
  • το Μέγαρο του Συμβουλίου, που στέγαζε μέρος της ενετικής διοίκησης του Ρεθύμνου.
  • οι εκκλησίες του Αγίου Θεοδώρου και της Αγίας Αικατερίνης, που χτίστηκαν και οι δύο στα τέλη του 19ου αιώνα.

Το φρούριο περιέχει επίσης ένα οπλοστάσιο, δύο μπαρουταποθήκες, αποθήκες και αρκετές δεξαμενές. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Πηγή photo slider: Pikist

You don't have permission to register