Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Μεσσηνίας αξιοθέατα

Αξιοθέατα στο Νομό Μεσσηνίας

Αξιοθέατα στο Νομό Μεσσηνίας

Ανάκτορο του Νέστορα

Το Ανάκτορο του Νέστορα ή Παλάτι του Νέστορα είναι κεντρικό μέγαρο της Ύστερης Ελλαδικής Εποχής, που περιβάλλεται από οχυρωματικό περίβολο. Ήταν διώροφο κτίριο που περιελάμβανε αποθηκευτικούς χώρους, εργαστήρια, λουτρά, φωταγωγούς, χώρους υποδοχής και κεντρικό σύστημα αποχέτευσης και βρίσκεται στον επιμήκη λόφο του Επάνω Εγκλιανού. Πρόκειται για το πιο καλά διατηρημένο μυκηναϊκό παλάτι που έχει ως τώρα ανακαλυφθεί. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του, το 1939, ταυτοποιήθηκαν επίσης περίπου 1.000 πινακίδες της γραμμικής Β. Επίσης ανακαλύφθηκαν πολλά καλλιτεχνικά αντικείμενα που χρονολογούνται από το 1300 π.Χ. Το ανακτορικό συγκρότημα που χρησιμοποίησε ο βασιλιάς Νέστωρ, καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 1200 π.Χ. Το Ανάκτορο του Νέστορα θεωρείται ότι χτίστηκε το 13ο αιώνα π.Χ. από το βασιλιά Νέστορα, ο οποίος μνημονεύεται πολλές φορές από τον Όμηρο στα έπη του και βρίσκεται στην περιοχή που βρισκόταν η Αρχαία Πύλος, η οποία ήταν σε διάφορη και πιθανόν ευρύτερη περιοχή από αυτή που βρίσκεται η σύγχρονη πόλη της Πύλου, η οποία αναπτύχθηκε στη σημερινή της θέση μεταγενέστερα. Το Παλάτι βρίσκεται στην κορυφή του λόφου σε υψόμετρο 150 μέτρα και καταλαμβάνει έκταση 170 x 90 μέτρων. Τη στρατηγική θέση του Ανακτόρου του Νέστορα, επιβεβαιώνουν όχι τόσο οι σημερινές κοντινές αποστάσεις, τόσο από τη Χώρα Μεσσηνίας και το Κορυφάσιο Μεσσηνίας, όσο κυρίως η σχετική απόσταση από την κλασική Ακρόπολη της Πύλου (και τη Σπηλιά του Νέστορα), που βρισκόταν πάνω στη χερσόνησο του Κορυφασίου, (στην οποία σήμερα βρίσκεται το φράγκικο κάστρο Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου), στο βόρειο άκρο του κόλπου/όρμου του Ναυαρίνου, απέναντι από το βόρειο άκρο της ιστορικής νήσου Σφακτηρίας και ουσιαστικά ήλεγχε τη νότια άκρη της χερσονήσου Κορυφασίου, προέκταση της οποίας αποτελεί η νήσος Σφακτηρία. Στο σημείο αυτό εκτός από τμήμα της πόλης βρισκόταν και το επίνειο, το λιμάνι, της αρχαίας Πύλου. Ένας μικρός πορθμός, σήμερα πλωτός μόνο σε μικρά ιστιοφόρα και βάρκες, που αποτελεί τη φυσική βόρεια είσοδο του κόλπου του Ναβαρίνου, το Στενό της Συκιάς, το χωρίζει από τη Σφακτηρία. Το ακρωτήρι, φύσει οχυρή θέση με την απόκρημνη και βραχώδη διαμόρφωση του υψώματος και με τη θάλασσα σχεδόν ολόγυρα, περιβρέχεται δυτικά και νότια από το Ιόνιο πέλαγος, βόρεια από τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, και ανατολικά εν μέρει από τη λιμνοθάλασσα του Οσμάναγα (ή το Διβάρι). Από τη στρατηγική αυτή θέση της κλασικής Ακρόπολης της Πύλου εποπτευόταν ο θαλάσσιος χώρος από τη νήσο Πρώτη (Μαραθονήσι) μέχρι τις Μεσσηνιακές Οινούσσες (Σαπιέντζα, Σχίζα, Αγία Μαριανή Μεσσηνίας ή Αμαριανή και Βενέτικο Μεσσηνίας), καθώς παράλληλα ελέγχει τη βόρεια είσοδο του όρμου του Ναβαρίνου και το εκεί λιμάνι (της Γιάλοβας). Το τρίγωνο επίσης που περιλαμβάνει την κεντρική αυτή περιοχή της αρχαίας Πύλου, με την Ακρόπολη και το Παλάτι του Νέστορα, όσο και με το σημείο που σήμερα βρίσκεται η σύγχρονη Πύλος, ήλεγχε στρατηγικά εκτός από τον όρμο του Ναυαρίνου και την περιοχή νότια, βόρεια, αλλά και ανατολικά της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας, που σήμερα είναι ένας από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους των Βαλκανίων που υποστηρίζεται από δίκτυο «NATURA 2000» και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα LIFE – Φύση (1997-2000), καθώς και στην εκπληκτική παραλία της Βοϊδοκοιλιάς αλλά και πάνω ακριβώς από τη 2η σε μέγεθος λιμνοθάλασσα της Ελλάδας (μετά από τη Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου), που λέγεται και Ντιβάρι ή Διβάρι Πύλου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αρχαία Θουρία

Ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Θουρίας βρίσκεται περίπου 15 χιλιόμετρα βόρεια της Καλαμάτας στην κορυφή επιμήκους ράχης 1.500 περίπου μέτρων, που ονομάζεται «Ελληνικά». Στο νοτιότερο και χαμηλότερο άκρο της ράχης έχει πιστοποιηθεί εκτεταμένη προϊστορική εγκατάσταση, ενώ στην ανατολική πλευρά έχει εντοπισθεί και μερικώς ερευνηθεί εκτεταμένο νεκροταφείο με μνημειώδεις, μυκηναϊκούς, θαλαμωτούς τάφους. Σε μικρή απόσταση ανατολικά του μυκηναϊκού νεκροταφείου έχουν ερευνηθεί δύο τύμβοι της πρώιμης Μεσοελλαδικής  περιόδου με πλούσια κτερισμένες ταφές, ενώ στη δυτική πλευρά της ράχης έχει ερευνηθεί ο ηγεμονικός μυκηναϊκός θολωτός τάφος της Άνθειας, ο οποίος αν και συλημένος κατά την αρχαιότητα, διατήρησε πλήθος αρχαιολογικών μαρτυριών τόσο των προϊστορικών-πρωτοϊστορικών χρόνων, όσο και των μετέπειτα ιστορικών περιόδων της Μεσσηνίας καθώς από τα αναθήματά του φαίνεται ότι επαναχρησιμοποιήθηκε ως μνημείο για την τέλεση ηρωολατρείας. Στη βόρεια πλευρά της ράχης τοποθετείται η ακρόπολη της αρχαίας Θουρίας, η οποία υπήρξε η σημαντικότερη πόλη της Μεσσηνίας πριν την ίδρυση της αρχαίας Μεσσήνης το 369 π.Χ. Η πόλη αναπτύσσεται πάνω στην επιμήκη ράχη με διεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Στη βόρεια και δυτική πλευρά της ακρόπολης σώζονται λείψανα του αρχαίου τείχους ελληνιστικών χρόνων, το οποίο ήταν κτισμένο από μεγάλες ορθογώνιες λιθόπλινθους κατά το ισόδομο σύστημα. Τα εκτεταμένα, αλλά όχι ακόμη συστηματικά ανασκαμμένα ορατά ερείπια (θέση του κοίλου του θεάτρου,  ίχνη από αρχαίο αμαξητό δρόμο, μεγάλη λαξευτή δεξαμενή, οικοδομικά θεμέλια), τα ερείπια μνημειακού, υστερορρωμαϊκού, λουτρικού κτίσματος στη θέση «Λουτρά», δυτικά του λόφου  καθώς και η υπέροχη θέα προς τον Μεσσηνιακό κόλπο και την πεδιάδα του Παμίσου, υπερτονίζουν την σημασία της Θουρίας ως ακμάζον κέντρο της Αρχαίας Μεσσηνίας. Η ακμή της πόλης κατά τους ύστερους Κλασικούς-Ελληνιστικούς χρόνους πιστοποιείται και από τα λείψανα δημοσίων κτιρίων και ιερού αφιερωμένου στον Ασκληπιό και την Υγεία, που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα στη θέση «Παναγίτσα», στις δυτικές υπώρειες της ράχης των Ελληνικών και τα οποία αποτελούν τα πρώτα πλήρως ανασκαμμένα μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα στην περιοχή. (Πηγή πληροφοριών: Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας)

Αρχαία Μεσσήνη

Η Μεσσήνη ήταν αρχαία πόλη της Μεσσηνίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου. Βρίσκεται στο σημερινό χωριό Αρχαία Μεσσήνη, που μέχρι το 2002, ονομαζόταν Μαυρομμάτι Ιθώμης. Η αρχαία πόλη ιδρύθηκε το χειμώνα του 370 π.Χ.-369 π.Χ. από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, μετά τη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων και την εισβολή του στη Λακωνία. Ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τη Μεσσηνία από τη σπαρτιατική επιρροή και επέλεξε τους πρόποδες του όρους Ιθώμη για να χτίσει την πρωτεύουσα των ελεύθερων Μεσσηνίων. Χτίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την αρκαδική Μεγαλόπολη, ώστε να αποκλειστεί η Σπάρτη από εχθρικά κράτη και να εκλείψει η επιρροή της έξω από τη Λακωνική. Ο περιηγητής Παυσανίας έχει διασώσει τις περισσότερες πληροφορίες για την ίδρυση της πόλης. Κήρυκες σταλμένοι από τους Θηβαίους έφτασαν στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Λιβυκή πόλη Ευεσπερίδες και όπου αλλού ζούσαν φυγάδες Μεσσήνιοι, και τους κάλεσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Είναι προφανές ότι οι απελευθερωμένοι είλωτες και περίοικοι της Μεσσηνίας θα συμμετείχαν κι αυτοί αλλά το ζωτικότερο στοιχείο της ξενιτιάς θεωρήθηκε απαραίτητο και, ευτυχώς για τα σχέδια του Επαμεινώνδα, ανταποκρίθηκε στον κάλεσμα. Η επιλογή της θέσης της πόλης έγινε μετά από υποτιθέμενη θαυματουργή αποκάλυψη της θέσης της διαθήκης του Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη και με τη βοήθεια ιερέων και μάντεων. Η πόλη ονομάστηκε από τη μυθική βασίλισσα Μεσσήνη, κόρη του βασιλιά του Άργους Τριόπα. Έτσι ξεκίνησε το χτίσιμο του τείχους, μετά από θυσίες των συμμάχων προς τους τοπικούς θεούς και ήρωες, και υπό τη συνοδεία βοιωτικών και αργείτικων αυλών (αν και ο Παυσανίας δε θεωρεί πως εκείνο το τείχος ήταν αυτό που είδε ο ίδιος).  Η πόλη παρέμεινε πολιτιστικό κέντρο (και ίσως και πολιτικό κέντρο) της Μεσσηνίας κατά τα ρωμαϊκά χρόνια και τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Το 365 ο μεγάλος σεισμός που χτύπησε την Ανατολική Μεσόγειο πιθανότατα είχε σημαντικές επιπτώσεις και στη Μεσσήνη. Το 395 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου πιστεύεται πως αποτέλεσε το αποφασιστικό πλήγμα στην πόλη. Τότε οι λιγοστοί πια κάτοικοί της θα άρχισαν να εγκαθίστανται σε ασφαλέστερους οικισμούς και η θέση να ερημώνεται. Η Μεσσήνη σύντομα από τον 5ο αι. και ύστερα θα γίνει και πάλι σημαντικός οικισμός της περιοχής. Από τον 5ο αι. θα είναι έδρα επισκόπου και θα συμπεριληφθεί στον κατάλογο των σημαντικών πόλεων της αυτοκρατορίας, γνωστόν ως Συνέκδημο του Ιεροκλέους. Κατά την περίοδο των μεταναστεύσεων των λαών από τα τέλη του 6ου αι. και μέχρι τις αρχές του 8ου στη Μεσσήνη καταγράφεται παρουσία Σλαβικών πληθυσμών παράλληλα με τους Ρωμαϊκούς και τότε πιθανότατα ο οικισμός μετονομάζεται σε Βουλκάνο ή Βουρκάνο, όπως και η ομώνυμη μονή στην κορυφή της Ιθώμης. Ο οικισμός συνεχίζει ως ένα μεγάλο χωριό με σημαντική αρχαιολογική παρουσία αλλά και αναφορές στις πηγές τόσο κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, όσο και κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα. Το τείχος που περιέβαλλε τη Μεσσήνη είναι εξαιρετικά μεγάλου μήκους (περίμετρος 9 χλμ.) και στην εποχή του Παυσανία ήταν ήδη εξ’ ολοκλήρου λίθινο, πράγμα που του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη καθώς συνηθιζόταν η πλίθινη ανωδομή. Είχε δύο μνημειακές πύλες, την Αρκαδική (ή πύλη της Μεγαλόπολης) και τη Λακωνική. Σε τακτά διαστήματα ήταν ενισχυμένο με διώροφους λίθινους τετράγωνους και στρογγυλούς πύργους. Σήμερα διατηρείται καλύτερα στη βόρεια πλευρά του, εκατέρωθεν της Αρκαδικής πύλης. Από τα διατηρημένα μέρη και τα θεμέλια μπορεί κανείς να προσδιορίσει όλη σχεδόν τη γραμμή που ακολουθεί το τείχος. Όλα τα οικοδομήματα της Μεσσήνης έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και εντάσσονται στον πολεοδομικό κάνναβο που δημιουργείται από οριζόντιους (με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση) και κάθετους (με κατεύθυνση Βορρά-Νότο) δρόμους. Το πολεοδομικό αυτό σύστημα είναι γνωστό ως ιπποδάμειο, από τον αρχικό εμπνευστή και δημιουργό του αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, γεωμέτρη και αστρονόμο του 5ου αιώνα π.Χ., τον Ιππόδαμο από τη Μίλητο.

Οι κυριότερες θέσεις και μνημεία που έχουν αποκαλυφθεί είναι:

  • Ασκληπιείο
  • Θέατρο. Αυτό υπήρχε από την ελληνιστική εποχή, ανακατασκευάστηκε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Αυγούστου και Τιβερίου και στα μέσα του 2ου μ.Χ. αι. αλλά άρχισε να καταστρέφεται από τα τέλη του 3ου – αρχές 4ου αιώνα. Από τις πέτρες του θεάτρου κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους κτίστηκαν σπίτια και μία από τις τρεις Βασιλικές που βρίσκεται σε μικρή απόσταση, ΝΑ του θεάτρου.
  • Το Εκκλησιαστήριο (Ωδείο) που διατηρείται σε άριστη κατάσταση είναι μια θεατρική κατασκευή που έχει ημικυκλική ορχήστρα, σκηνή και προσκήνιο. Στο ανατολικό άκρο την ορχήστρας είναι στημένο ένα μεγάλο βάθρο για χάλκινο ανδριάντα ιππέα που απεικόνιζε τον ευεργέτη της Αρχαίας Μεσσήνης Τιβέριο Κλαύδιο Σαιθίδα.
  • Ιερό Ίσιδος και Σαράπιδος, που μνημονεύεται και από τον Παυσανία (4.32.6)
  • Πρωτοβυζαντινή βασιλική του θεάτρου (εντοπίζονται άλλες δύο που δεν έχουν ερευνηθεί, αυτής της αγοράς και αυτή του Ασκληπιείου)
  • Κρήνη Αρσινόη
  • Δυτική πλευρά της Αγοράς
  • Ιερό Διός Σωτήρος. Η λατρεία του Διός ήταν από τις σημαντικότερες της πόλης μετά τη λατρεία του πολιούχου Ιθωμάτα. Αναφέρεται επίσης από τον Παυσανία.
  • Ιερό ήρωος, πιθανώς του Αριστομένη, στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης.
  • Ρωμαϊκή έπαυλις των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων.
  • Στάδιο και Γυμνάσιο.

Ένα μικρό διώροφο μουσείο με βασικά εκθέματα της ανασκαφής βρίσκεται στις δυτικές παρυφές του χωριού Αρχαία Μεσσήνη (πρώην Μαυρομμάτι). Στον όροφο περιλαμβάνει τρεις αίθουσες έκθεσης όπου παρουσιάζονται κυρίως έργα γλυπτικής των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων και εξώστη, ενώ στο ισόγειο βρίσκονται οι αποθηκευτικοί χώροι. Αρχιτεκτονικά μέλη και ενεπίγραφα βάθρα έχουν εκτεθεί στο αίθριο του μουσείου και στα υπόστεγα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Αρχαιολογικός χώρος στο λόφο της Περιστεριάς

Σε ένα τοπίο που αναδύει το βάθος της ιστορίας του και μεταδίδει μια υπόκωφη γοητεία υψώνεται ο απρόσιτος από τρεις πλευρές και οχυρωμένος από την τέταρτη πλευρά λόφος της Περιστεριάς. Απέχει 1 με 1,5 χλμ. βόρεια από το χωριό Μύρο, βορειοανατολικά της Κυπαρισσίας. Ο Σπυρ. Μαρινάτος, ο πρώτος ανασκαφέας του, τον αποκάλεσε «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» για τον πλούτο και την πυκνότητα των ευρημάτων του. Χρυσοφόροι θολωτοί τάφοι, σπίτια, ένα ανάκτορο που έρχονται στο φως από τον καθηγητή της αρχαιολογίας Γ. Κορρέ απλώνονται στην κορυφή του λόφου. Η Περιστεριά και οι γύρω λόφοι είχαν κατοικηθεί από τους Μεσοελλαδικούς χρόνους, δηλαδή από τον 20ό μέχρι και το 17ο αιώνα π.Χ. Κομμάτια αγγείων και εργαλείων δείχνουν ότι η περιοχή είχε χρησιμοποιηθεί και ακόμη παλαιότερα. Όλα τα ευρήματα της Περιστεριάς εκτίθενται και φυλάσσονται στο Μουσείο της Χώρας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τριφυλίας)

Γέφυρα Ντεμπρίζ

Η γέφυρα Ντεμπρίζ χτίστηκε από τους Φράγκους και εξυπηρέτησε δύο μεγάλους σκοπούς. Ήταν η μόνη γέφυρα που ένωνε την επαρχία Πυλίας με τη Μεσσήνη μέχρι που έγινε η γέφυρα της Βελίκας. Η κεντρική οδική αρτηρία επί πολλούς αιώνες ήταν Πύλος – Ντεμπρίζ – Ανδρούσα. Η δεύτερη κύρια αποστολή της ήταν η οδική ένωση των κάστρων. Ο ποταμός Βελίκα, στο ύψος του χωριού Στρέφι, διέρχεται δυτικά και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου εξερχόμενος από ένα γραφικό φαράγγι συναντά ένα μικρό λεκανοπέδιο που ονομάζεται Ντεμπρίζ. Στην αρχή της εξόδου του ήταν ένας νερόμυλος που φέρει ακόμη το όνομα «ο μύλος του Ντεμπρίζ». Ο ποταμός μετά το μύλο συνεχίζει την πορεία του και σε απόσταση 500 μέτρων και στο σημείο που διέρχεται η κοινοτική οδός Στρέφι – Πελεκανάδα είναι χτισμένη η γέφυρα Ντεμπρίζ. Η γέφυρα, άγνωστο πότε χτίστηκε, είναι η αρχαιότερη γέφυρα της Μεσσηνίας, εκτός από τη μικρή γέφυρα που υπάρχει επί των οδών Μελιγαλά – Νεοχωρίου, και στη σύμφυση δύο μικρών ποταμών και η οποία χρονολογείται από την αρχαιότητα. Η γέφυρα από αρχιτεκτονικής πλευράς είναι αψιδωτή, παρουσιάζει ελάχιστη αμβλεία γωνία στο επάνω μέρος που τείνει προς τον γοτθικό ρυθμό, πλην ουδεμία σχέση έχει με αυτόν· είναι απλά δυτική και μάλιστα της εποχής εκείνης τεχνοτροπία. Κατασκευασμένη με ασβεστόλιθο έχει μεγάλο ύψος και μήκος, το δε πλάτος είναι τόσο που δύναται να διέλθει ένα μικρό αυτοκίνητο. Ο επισκέπτης θαυμάζει το υπέροχο αυτό καλλιτέχνημα που στέκει τόσους αιώνες, παρά τα τόσα ορμητικά ύδατα του ποταμού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μεσσήνης)

Κάστρο της Ανδρούσας

Το Κάστρο της Ανδρούσας είναι μεσαιωνικό κτίσμα του 13ου αιώνα τα ερείπια του οποίου διασώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση στην Ανδρούσα Μεσσηνίας, 21 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα. Βρίσκεται χτισμένο σε μικρό λόφο και εποπτεύει όλο τον κάμπο της περιοχής. Σήμερα χρησιμοποιείται για διάφορες εκδηλώσεις. Το πιο αξιοσημείωτο στην ιστορία του κάστρου είναι ότι υπήρξε έδρα της περιβόητης Εταιρείας των Ναβαρραίων που ήταν οι τελευταίοι Φράγκοι κυρίαρχοι του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Η θέση του, δεν είναι φυσικά οχυρή, προσφερόταν όμως για τον έλεγχο και την εποπτεία της εύφορης πεδιάδας. Σώζονται μια σειρά τειχών με μήκος έως 500 μέτρα και πλάτος 1,5μ. Σώζονται επίσης οι κανονίστρες και το παρατηρητήριο. Η χάραξή του κάστρου ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους και η κάτοψή του είναι τραπεζιόσχημη. Τα τείχη ενισχύονται περιμετρικά με πύργους (τετράγωνους, στρογγυλούς ή πολυγωνικούς). Στη σημερινή μορφή του κάστρου δεν αναγνωρίζεται εύκολα η ύπαρξη εσωτερικού περιβόλου, ενώ τμήμα του βόρειου και σχεδόν το σύνολο του δυτικού τμήματος των τειχών έχει καταστραφεί. Σε καλύτερη κατάσταση σώζονται η βόρεια και η ανατολική πλευρά του τείχους διαρθωμένες με τυφλά αψιδώματα επί των οποίων εδραζόταν ο περίδρομος του κάστρου. Τα τόξα τους είναι οξυκόρυφα και ορισμένα από αυτά κοσμούνται με περίτεχνο κεραμοπλαστικό διάκοσμο στα εξωράχιά τους. H τεχνική αυτή με τις αψιδωτές καμάρες ήταν γνωστή από την αρχαιότητα και η σκοπιμότητά της ήταν η ενίσχυση των τειχών σε συνδυασμό με εξοικονόμηση οικοδομικού υλικού. Και σε άλλα κάστρα είναι εμφανής η τεχνική αυτή (π.χ. στο γειτονικό κάστρο Πηδήματος) αλλά στο κάστρο της Ανδρούσας έχουμε το μεγαλύτερο σωζόμενο μήκος αψιδωτής τοιχοποιίας αυτού του τύπου. Τα τείχη ενισχύονται κατά διαστήματα με πύργους διαφόρων σχημάτων. Διατηρούνται σήμερα πέντε πύργοι και τα ίχνη άλλων δύο. Οι τρεις πύργοι είναι διαμορφωμένοι σε δύο επίπεδα εκείνο του εσωτερικού εδάφους και εκείνο του περιδρόμου. Ο ογκώδης πύργος που υψώνεται στην νοτιοανατολική γωνία είναι η παλιότερη οχυρωματική κατασκευή του κάστρου και πιθανότατα λειτουργούσε ως ακροπύργιο (donjon/keep). Τα τείχη και οι υπόλοιποι πύργοι προστέθηκα μεταγενέστερα. Μεγάλο τμήμα της ανατολικής πλευράς ανήκει πιθανότατα σε μια φάση του 14ου αιώνα, ενώ το βόρειο τείχος με τους πύργους που το ενισχύουν φαίνεται ότι ξανακτίστηκε τον 15ο αιώνα προκειμένου να προσαρμοστεί στις ανάγκες της νέας αμυντικής τεχνολογίας των πυροβόλων όπλων, όπως φαίνεται από τις μικρές κανονιοθυρίδες στα βορειοανατολικά, τον βόρειο και τον βορειοδυτικό πύργο. Ο βορειοδυτικός πύργος είναι σχετικά «ξεκομμένος» από τα υπόλοιπα απομεινάρια του κάστρου και βρίσκεται ανάμεσα σε σπίτια του χωριού. Είναι ο μόνος πύργος που έχει και τρίτο επίπεδο. Πιθανότατα και ο νοτιοανατολικός πύργος (ο ακρόπυργος) είχε τρίτο επίπεδο αλλά δε σώζεται. Η κεντρική πύλη του κάστρου σήμερα δε διατηρείται. Υποθέτουμε ότι βρισκόταν στην δυτική πλευρά, εκεί που σήμερα υπάρχουν σπίτια του χωριού. Δευτερεύουσα πύλη διατηρείται δίπλα στον νοτιοανατολικό πύργο, ενώ υπάρχουν υποψίες για πύλη που προστατευόταν με προτείχισμα κοντά στον βόρειο πύργο και για μία ακόμα στην νότια πλευρά. Το 2012 υλοποιήθηκε το έργο «Αναστήλωση και αποκατάσταση ανατολικού τμήματος τειχών κάστρου Ανδρούσας» με αυτεπιστασία από την Εφορία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. (Πηγή πληροφοριών: Καστρολόγος)

Κάστρο Αρχαγγέλου Μεσσηνίας

Κάστρο σε ύψωμα λίγο βόρεια από την Πολίχνη, 10 χλμ από τον Μελιγαλά, στο δρόμο προς Κωνσταντίνους, πάνω σε λόφο με πανοραμική εποπτεία της πεδιάδας της Άνω Μεσσηνίας. Εκεί βρίσκεται ο ναός των Ταξιαρχών, γύρω από τον οποίο σώζονται ερείπια οχυρού περιβόλου και πύργος. Ο ναός είναι βυζαντινός του 10ου αιώνα (με τοιχογραφίες του 18ου αιώνα) ενώ το κάστρο φράγκικο και μεταγενέστερο, του 14ου αιώνα. Το τείχος είναι χτισμένο από μικρούς αργούς λίθους με τεμάχια πλίνθων. Στα ανατολικά σώζεται σε μεγάλο ύψος και διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις. Στη νότια πλευρά είναι πολύ κατεστραμμένο με ένα σχεδόν τετράγωνο πύργο, στον οποίο εφάπτεται διώροφο κτίσμα. Στα δυτικά το τείχος δε σώζεται. Στη δορυφορική λήψη φαίνεται καθαρά η γραμμή των παλιών τειχών του κάστρου που φτάνει χαμηλά μέχρι τους πρόποδες του λόφου. Επισημαίνεται ότι ο πύργος δεν είναι σαν τους συνήθεις αμυντικούς πύργους που υπάρχουν στα καστρομοναστήρια, αλλά κατάλοιπο κανονικού κάστρου. (Πηγή πληροφοριών: Καστρολόγος)

Κάστρο Καλαμάτας

Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης, σε χαμηλό λόφο, στους πρόποδες του οποίου ρέει ο ποταμός Νέδοντας. Στον ίδιο λόφο ο Φάρις έχτισε την ακρόπολη των Φαρών και βρίσκονταν τα παλάτια των βασιλέων της αρχαίας πόλης. Πάνω στα ερείπιά της οι Βυζαντινοί έχτισαν χριστιανικό ναό (6ος αι.) και αργότερα οχύρωσαν τη θέση. Η σημερινή μορφή του Κάστρου διαμορφώθηκε κατά τη Φραγκοκρατία (13ος αι.) και κυρίως στα χρόνια των Βιλεαρδουίνων. Συντήρηση και προσθήκες σε αυτή την οχύρωση έγιναν κατά τις περιόδους που η πόλη είχε περιέλθει στους Ενετούς και τους Οθωμανούς. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καλαμάτας)

Κάστρο της Κορώνης

Το Κάστρο της Κορώνης χτίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους (άγνωστη χρονολογία) στη θέση, όπου δέσποζε κάποτε η πόλη της Αρχαίας Ασίνης. Η Κορώνη και η Μεθώνη αποτέλεσαν δύο πολιτείες με μεγάλη ακμή από το 13ο έως το 17ο αιώνα, γεγονός που οφείλεται στη γεωστρατηγική τους θέση ως λιμάνια – κλειδιά για το εμπόριο από και προς την Ανατολή. Η οικονομική τους ακμή συνεχίστηκε μέχρι το 19ο αιώνα, οπότε και αποτελούσαν κέντρα βιοτεχνίας και εμπορίου. Το Κάστρο Κορώνης είναι το λιγότερο καλά διατηρημένο. Χτίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους και στη συνέχεια, δέχθηκε διάφορες τροποποιήσεις από τους εκάστοτε κατακτητές της περιοχής. Με την κατάληψη της Κορώνης από τους Φράγκους, το Κάστρο δόθηκε ως τιμάριο στην οικογένεια του Βιλλεαρδουίνου. Το 1206, οι Βενετοί πέτυχαν την κατάκτηση της Κορώνης, στο πλαίσιο της αναζήτησης νέων ναυτικών εμπορικών σταθμών. Η επικύρωση της κυριαρχίας των Βενετών πραγματοποιήθηκε το 1209, ενώ το 1265 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος επικύρωσε αυτή την εξουσία. Οι Βενετοί οργάνωσαν τη ζωή και τη διοίκηση της πόλης, κατασκευάζοντας παράλληλα ισχυρή οχύρωση στο Κάστρο. Τον Αύγουστο του 1500, ο Βαγιαζήτ Β΄ κατέλαβε το Κάστρο της Μεθώνης. Οι κάτοικοι της Κορώνης, έχοντας τρομοκρατηθεί από αυτό το γεγονός, παραδόθηκαν στους Οθωμανούς. Το 1532 η Κορώνη καταλήφθηκε από το συμμαχικό στόλο του αυτοκράτορα Καρόλου E΄, του Πάπα και των Ιπποτών της Μάλτας με επικεφαλής το Γενουάτη ναύαρχο Αντρέα Ντόρια. Δύο χρόνια μετά, οι συμμαχικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Κορώνη, παίρνοντας μαζί τους περισσότερους από δύο χιλιάδες κατοίκους, που θα εγκαθίσταντο στην Κάτω Ιταλία. Το 1685 έγινε η ανακατάληψη της Κορώνης, από το Μοροζίνι. Οι Οθωμανοί την κατέλαβαν ξανά το 1715. Στο Κάστρο εγκαταστάθηκαν οι οθωμανικές οικογένειες, ενώ οι Ελληνορθόδοξοι κατοικούσαν εκτός των τειχών. Κατά τη διάρκεια της α΄ και β΄ οθωμανικής κατάκτησης, παρατηρήθηκε οικονομική και κοινωνική παρακμή. Το 1770 το Κάστρο βομβαρδίστηκε από τους αδελφούς Ορλώφ. Η απελευθέρωση της Κορώνης πραγματοποιήθηκε το 1828, από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής το Γάλλο στρατηγό Μαιζών. Στα τέλη του 19ου αιώνα η πόλη και το Κάστρο ερημώθηκαν σιγά – σιγά, εξαιτίας του μεταναστευτικού ρεύματος που έπληξε την περιοχή. Όσοι από τους κατοίκους επέλεξαν να παραμείνουν στην περιοχή, διέμεναν εκτός των τειχών του Κάστρου, στο ύψωμα πάνω από το λιμάνι και κατά μήκος της παραλίας. Το Κάστρο γνώρισε διάφορες οικοδομικές φάσεις ανά χρονική περίοδο. Αρχικά, διακρινόταν σε ένα τριγωνικό χώρο και ένα εξωτερικό οχύρωμα στα ανατολικά. Το βυζαντινό φρούριο βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το γυναικείο μοναστήρι. Κατά την Α΄ Ενετοκρατία προστέθηκε ένας μεγάλος περίβολος στα ανατολικά, οικοδομήθηκαν ισχυρά τείχη και ο διπλός ημικυκλικός προμαχώνας στη βορειοανατολική γωνία, με σκοπό την προστασία από την πλευρά της θάλασσας. Στην Α΄ Οθωμανική περίοδο, η οχύρωση ενισχύθηκε στη νοτιοανατολική πλευρά με μια δεύτερη γραμμή άμυνας, η οποία ανατινάχθηκε από το Μοροζίνι το 1685 και την προσθήκη δύο κυκλικών προμαχώνων στα άκρα της. Κατά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο προμαχώνας στο βόρειο άκρο του τείχους ανατινάχθηκε από τους Γερμανούς. Σήμερα σώζονται λίγα ερείπια του συγκεκριμένου τμήματος του Κάστρου. Το 1463, στη δυτικότερη άκρη του, οι Βενετοί κατασκεύασαν ένα προμαχώνα, ο οποίος γνώρισε επάλληλες οικοδομικές φάσεις με τελευταία αυτήν της Β΄ Ενετοκρατίας (1685 – 1715). Στο εσωτερικό του Κάστρου σώζονται τα κατάλοιπα της τρίκλιτης βασιλικής της Αγίας Σοφίας, πιθανόν του 7ου αιώνα. Πλησίον, βρίσκεται ο σημερινός ναός του Αγίου Χαραλάμπους, που η αρχική οικοδόμησή του έγινε το 1689 ως καθολική εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ρόκκο, προστάτη από τους λοιμούς και τις επιδημίες σύμφωνα με την παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας. Ο ναός στη συνέχεια μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος και στους νεότερους χρόνους, σε ορθόδοξο ναό. Κατά τη διάρκεια των προσθηκών, χρησιμοποιήθηκε αρχαίο οικοδομικό υλικό. Στο δυτικό άκρο του Κάστρου υπάρχει το παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι, Μονή του Τιμίου Προδρόμου, που ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κάστρο της Μεθώνης

Το Κάστρο της Μεθώνης βρίσκεται στην ομώνυμη κωμόπολη της Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο. Αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά κτίσματα στον ελληνικό χώρο κατά τον Μεσαίωνα, όταν η Μεθώνη ήταν ενδιάμεσος σταθμός στο ταξίδι που έκαναν οι χριστιανοί στους Άγιους τόπους. Είναι άγνωστο πότε οχυρώθηκε η θέση για πρώτη φορά, το 1205 οι Φράγκοι σταυροφόροι αναφέρεται ότι την οχύρωσαν πρόχειρα και το 1206 που κατέλαβαν τη Μεθώνη οι Ενετοί γκρέμισαν την οχύρωση αυτή και το 1209 που πήραν οριστικά τη Μεθώνη έφτιαξαν το σημερινό κάστρο και το λιμάνι του τότε οικισμού. Το κάστρο είναι χτισμένο στη χερσόνησο του Αγίου Νικολάου, έχει ελλειψοειδές σχήμα, με μήκος 700 μέτρα. Τα τείχη διέθεταν πύργους ενώ η πύλη της ξηράς είχε και επιπρόσθετα οχυρωματικά έργα για μεγαλύτερη προστασία. Η κεντρική πύλη είναι μια μνημειώδης αναγεννησιακή κατασκευή. Μέχρι και το 1828 η γέφυρα που οδηγεί στην είσοδο ήταν ξύλινη και στηριζόταν σε κτιστούς πεσσούς. Η σημερινή κατασκευή με 14 λίθινα τόξα αποδίδεται στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον στρατηγό Maison (1828). Το κάστρο βρέχεται από τρεις πλευρές με θάλασσα και υπάρχει και το μικρό φρούριο Μπούρτζι που ενώνεται με αυτό με τεχνητή πέτρινη γέφυρα. Από την πλευρά της ξηράς είχε τάφρο, χωρίς νερό, και γέφυρα, 14τοξη, για την πρόσβαση στην πύλη. Διέθετε και ακρόπολη σε μικρό ύψωμα μέσα στο κάστρο, τειχισμένη με διπλό τείχος, άλλες σημαντικές πύλες του κάστρου ήταν αυτή του Αγίου Μάρκου στο λιμάνι. Το 1499 έγιναν από τους Ενετούς νέα οχυρωματικά έργα περιτειχίζοντας τον οικισμό της Μεθώνης. Την περίοδο αυτή πολιόρκησε το κάστρο ο Βαγιαζήτ, που χαρακτηριζόταν απόρθητο, αλλά από ένα λάθος της φρουράς οι Οθωμανοί μπήκαν στο κάστρο και το κατέλαβαν. Το 1770 κατά τα Ορλωφικά, το κάστρο πολιορκήθηκε από τους Ρώσους χωρίς όμως επιτυχία. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, οι δυνάμεις των Ελλήνων προσπάθησαν ανεπιτυχώς να το καταλάβουν. Εν τέλει στις αρχές Οκτωβρίου του 1828, μετά από διαπραγματεύσεις και – μικρής κλίμακας – επίθεση, η οθωμανική φρουρά παραδόθηκε στις γαλλικές δυνάμεις του Μαιζών. Το συγκεκριμένο στράτευμα δρούσε στην Πελοπόννησο στο πλαίσιο της Συνθήκης του Λονδίνου που προέβλεπε τη δημιουργία ελληνικού κράτους. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κάστρο Σαφλαούρου ή Κάστρο Λαντζουνάτου

Το Σαφλαούρο είναι φράγκικο κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή ενός ψηλού βράχου ανάμεσα στα χωριά Παλαιόκαστρο (Ξηροκάσι) και Λαντζουνάτο της επαρχίας Τριφυλίας της Μεσσηνίας. Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το γειτονικό κάστρο του Μίλα. Βρίσκεται χτισμένο σε στρατηγικό σημείο, καθώς επιτρέπει την εποπτεία της Μεσσηνιακής πεδιάδας, των βουνών Αρκαδίας και Τριφυλίας, και τον έλεγχο του περάσματος προς Κυπαρισσία. Το κάστρο εκτείνεται σε δύο επίπεδα, εκ των οποίων το δεύτερο -ο εσωτερικός περίβολος, που σώζεται σε καλύτερη κατάσταση- έχει ορθογώνιο σχήμα. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή χωρίς την παρεμβολή πλίνθων. Υπάρχουν τέσσερις ορθογώνιοι πύργοι στο κάστρο: Δύο πύργοι διατάσσονται εκατέρωθεν της πύλης στο ανατολικό πέρας της νότιας πλευράς, ενώ ένας παρόμοιος πύργος προεξείχε στη νοτιοδυτική γωνία του κάστρου. Στα βορειοανατολικά υψωνόταν ένας ακόμη πύργος, εντυπωσιακών διαστάσεων (8,50×12,50μ.). Ο εσωτερικός χώρος του οχυρού συγκροτήματος περιλαμβάνει ένα πρώτο περίβολο κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του και την κυρίως εσωτερική αυλή. Στο βόρειο τμήμα αυτού του εσωτερικού περίβολου διατηρείται θολοσκέπαστο μακρό κτίριο, πιθανώς άλλοτε διώροφο. (Πηγή πληροφοριών: Καστρολόγος)

Σπήλαιο Νέστορος

Το Σπήλαιο Νέστορος βρίσκεται στο βορειοανατολικό μέτωπο του λόφου του Παλαιοκάστρου, σε σημείο από το οποίο εποπτεύει τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, 17 χλμ. περίπου βόρεια της Πύλου Μεσσηνίας. H είσοδός του, σχεδόν τριγωνικού σχήματος και ορατή από μεγάλη απόσταση, οδηγεί σε δύο επιμήκεις προθαλάμους που καταλήγουν στην κύρια αίθουσα του σπηλαίου, διαστάσεων 20 Χ 16 μ., με θολωτή οροφή ύψους περίπου 20 μ. Ενδεχομένως ταυτίζεται με το σπήλαιο, το οποίο ο Παυσανίας συσχέτισε με το μύθο του σταυλισμού των κοπαδιών του βασιλιά της Πύλου Νέστορα και πριν από αυτόν του Νηλέα, ο οποίος θεωρείται από την παράδοση ότι τα είχε φέρει από τη Θεσσαλία. Η ιστορία της έρευνας του σπηλαίου, καθώς και του λόφου του Παλαιοκάστρου, όπου βρίσκονται τα μεσαιωνικά ερείπια του κάστρου του Ναυαρίνου, ξεκινά το 19ο αιώνα με ανασκαφή, που διεξήχθη από τον Ερρίκο Σλήμαν, ο οποίος αναζήτησε σε αυτές τις θέσεις σημεία της ομηρικής τοπογραφίας του βασιλείου του Νέστορα στην Πυλία. Ολιγοήμερες ανασκαφές διεξήχθησαν σε διάφορες περιόδους του 20ού αιώνα, ανάμεσα στις οποίες η πιο συστηματική ήταν ή έρευνα, που πραγματοποιήθηκε το 1953 στο ανάκτορο του Νέστορα στον Άνω Εγκλιανό στη Χώρα. Το 1980 διεξήχθη η πλέον πρόσφατη ανασκαφική έρευνα. Το Σπήλαιο Νέστορος χρησιμοποιήθηκε αρχικά κατά τη Νεολιθική περίοδο, από την οποία προέρχονται ενδιαφέροντα δείγματα διακοσμημένης και ακόσμητης κεραμικής της 6ης και 5ης χιλιετίας π.Χ. Ωστόσο η διατάραξη των επιχώσεων από τις προηγούμενες ανασκαφικές έρευνες, δεν επιτρέπει διαπιστώσεις σχετικά με το κατά πόσο η παρουσία του Νεολιθικού ανθρώπου στο σπήλαιο ήταν συστηματική και επαναλαμβανόμενη και εάν σχετιζόταν αποκλειστικά με αγροτοκτηνοτροφική και αποθηκευτική οικονομία. Η χρήση του σπηλαίου έγινε πιο αποσπασματική κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά εντάθηκε κατά την ύστερη Μεσοελλαδική και Υστεροελλαδική (Μυκηναϊκή) περίοδο (2η χιλιετία π.Χ.). Από την τελευταία φάση προέρχεται σημαντικός αριθμός από θραύσματα κυλίκων. Έντονη χρήση του σπηλαίου για μικρό διάστημα τεκμαίρεται κατά τη Γεωμετρική περίοδο και πιο αραιή κατά τους Υστεροκλασικούς χρόνους και μετέπειτα χρόνους. Η παρουσία του ανθρώπου στο σπήλαιο κατά τις φάσεις αυτές πρέπει να ερμηνευθεί ως άσκηση λατρείας και να συνδυαστεί με την πλούσια οικιστική και ταφική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς. (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού)

Μουσεία

Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας

Το κτίριο του Μουσείου βρίσκεται στη καρδιά του ιστορικού κέντρου της Καλαμάτας, εκεί όπου παλιά βρισκόταν η Δημοτική Αγορά της πόλης, που κατακλυζόταν καθημερινά από το πολύβουο πλήθος των εμπόρων και των πελατών της. Μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1986 το οικοδόμημα της Αγοράς κατεδαφίστηκε λόγω των σοβαρών ζημιών που είχε υποστεί. Το νέο οικοδόμημα που κατέλαβε τη θέση της παλαιάς Αγοράς, παραχωρήθηκε από το Δήμο Καλαμάτας στο Υπουργείο Πολιτισμού, προκειμένου να λειτουργήσει ως Αρχαιολογικό Μουσείο. Ακολουθώντας την παλιά γεωγραφική διαίρεση του νομού σε τέσσερις επαρχίες, Καλαμάτας, Μεσσήνης, Πυλίας και Τριφυλίας, η έκθεση αναπτύσσεται σε αντίστοιχες μεγάλες γεωγραφικές ενότητες, μέσα στις οποίες εντάσσονται οι σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις με αντιπροσωπευτικά ευρήματα, που προέρχονται είτε από ανασκαφές, είτε από επιφανειακές έρευνες ή ακόμη και από τυχαίες παραδόσεις αρχαίων, από τους απλούς πολίτες. Προκειμένου ο επισκέπτης να «διεισδύσει» στις γεωγραφικές ενότητες, ακολουθεί μια κεντρική «οδική αρτηρία», ανάμεσα στις προθήκες και τα εκθέματα, θυμίζοντας τη ροή του ποταμού Παμίσου, που διατρέχει μεγάλο μέρος της Μεσσηνίας και εκβάλει στο Μεσσηνιακό κόλπο. Από την κεντρική κυκλοφοριακή αρτηρία διακλαδώνονται οι δευτερεύοντες δρόμοι που οδηγούν στις τέσσερις ενότητες των επαρχιών. Κάθε ενότητα παρουσιάζει αυτοτέλεια και ο επισκέπτης μπορεί επιλεκτικά να δει μέρος της έκθεσης, χωρίς να ακολουθήσει ολόκληρη την πορεία της κεντρικής αρτηρίας. Προκειμένου να υπάρξει ολοκληρωμένη ιστορική αντίληψη τόσο για την πολιτική όσο και για την πολιτιστική οντότητα ορισμένων περιοχών της Μεσσηνίας στην Αρχαιότητα, σηματοδοτούνται με εποπτικό υλικό δέκα θεματικές ενότητες, μέσα από τις οποίες γίνεται ερμηνεία της ιστορίας με βάση το χώρο στον οποίο διαδραματίστηκαν διάφορα γεγονότα:

  • Οι Βιλλεαρδουίνοι και η Μεσσηνία
  • Η Μάνη και το Δεσποτάτο του Μορέως
  • Θουρία μια «περίοικος» πόλη
  • Έξω Μάνη, στα σύνορα Μεσσηνίας-Λακωνίας
  • Ο όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε» και η Μεσσηνία
  • Η πρωτεύουσα του ανεξάρτητου μεσσηνιακού κράτους στις υπώρειες της Ιθώμης
  • Η Ενετοκρατούμενη Πυλία (1206-1500)
  • Ένα μυκηναϊκό κέντρο στο μεσσηνιακό κόλπο
  • Η «επικράτεια» του ανακτόρου του Νέστορος
  • Οι Μυκηναίοι της Τριφυλίας (Πηγή πληροφοριών: Υπουργείο Πολιτισμού)

Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου στεγάζεται στο ιστορικό διατηρητέο κτήριο Μαιζώνος εντός του Νιόκαστρου. Τα αρχαιολογικά εκθέματα, αφηγούνται την ιστορία της Πυλίας από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια, μέσα από καινοτόμους τρόπους παρουσίασης που υποστηρίζονται από ψηφιακές εφαρμογές. Στον δυναμικό αυτόν πολυχώρο ο επισκέπτης έχει μια βιωματική εμπειρία, βλέποντας εκθέματα που αναδεικνύουν την ιστορία της περιοχής. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 2018 αποτελώντας συνέχεια του Αντωνοπούλειου Αρχαιολογικού Μουσείου Πύλου, το οποίο λειτουργούσε στο κέντρο της πόλης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πύλου – Νέστορος)

Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας

Το αρχαιολογικό μουσείο Χώρας βρίσκεται στη δημοτική κοινότητα Χώρας και διαθέτει εκθέματα από την εποχή του Χαλκού και της Μυκηναϊκής περιόδου. Στεγάζει πλήθος από χρυσά τεχνουργήματα, αμφορείς, τοιχογραφίες και εκμαγεία, καθώς επίσης και ευρήματα από τις ανασκαφές του ανακτόρου του Νέστορα που χρονολογείται τον 12ο με 13ο αιώνα π.Χ. Πιο συγκεκριμένα, η συλλογή του περιλαμβάνει σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα από βασιλικούς τάφους, από το ανάκτορο του Νέστορα και από τις ανασκαφές σε Μυκηναϊκές περιοχές της Μεσσηνίας. Το μουσείο περιλαμβάνει τα ευρήματα του Σπ. Μαρινάτου, που αποτελούνται από ταφικούς πίθους, αμφυκύπελα και χρυσά ευρήματα από τάφους. Επίσης κάποιος μπορεί να δει τα ευρήματα του Carl Blegen που αποτελούνται από εκθέματα από τις ανασκαφές στον Άνω Εγκλιανό, όπως εκμαγεία, τοιχογραφίες του ανακτόρου, επιγραφές Γραμμικής Β’, μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια, κομμάτια από νωπογραφίες, κύπελλα και κοσμήματα. Τέλος υπάρχουν εκθέματα από τους τάφους των Βολιμιδίων, της Τραγάνας και του Ρούτση Μυρσινοχωρίου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πύλου – Νέστορος)

Δημοτικό Πάρκο Σιδηροδρόμων

Το πάρκο-υπαίθριο μουσείο καλύπτει έκταση 54 στρεμμάτων και λειτουργεί από το 1986, φιλοξενώντας και πολιτιστικές δραστηριότητες. Στο χώρο, πέρα από ατμάμαξες και βαγόνια, σιντριβάνια και λιμνούλες, υπάρχουν γήπεδα, παιδικές χαρές, υπαίθριο αμφιθέατρο και αναψυκτήριο (στο παλιό σταθμαρχείο). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καλαμάτας)

Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Καλαμάτας

Ιδρύθηκε από τον τοπικό Σύλλογο προς Διάδοσιν των Γραμμάτων, με σκοπό τη συγκέντρωση αρχειακού υλικού και αντικειμένων που αφορούν την Επανάσταση του 1821, καθώς και τη διάσωση και προβολή αντικειμένων του νεότερου πολιτισμού της ευρύτερης περιοχής. Το μουσείο λειτούργησε για πρώτη φορά το 1973 στο αρχοντικό Κυριακού (παραδοσιακό κτίριο των αρχών του 19ου αι.). Επαναλειτούργησε το 2002, όταν αποκαταστάθηκαν οι βλάβες που είχε υποστεί το κτήριο από το σεισμό του 1985. Στο ισόγειο, μετά τις πληροφορίες για τον τόπο, το σύλλογο που ίδρυσε το μουσείο και την οικογένεια Κυριακού, μπορείτε να δείτε μικρές θεματικές ενότητες που αφορούν την αγροτική και ποιμενική ζωή, τη γεωργική βιοτεχνία, την υφαντική τέχνη, την αγγειοπλαστική και τα αστικά επαγγέλματα. Μια άλλη σειρά εκθεμάτων προέρχεται από την καθημερινή ζωή των κατοίκων. Τα εκθέματα του ισογείου επιτρέπουν στον επισκέπτη να αποκτήσει μια επαρκή εικόνα για τον προβιομηχανικό τρόπο ζωής στη Μεσσηνία. Στον επόμενο όροφο, η έκθεση ξεκινά με μια εντυπωσιακή ενότητα αφιερωμένη στην τυπογραφία και τη βιβλιοδεσία, που υπενθυμίζει στον επισκέπτη ότι στην Καλαμάτα λειτούργησε το πρώτο τυπογραφείο της απελευθερωμένης Ελλάδας. Σε αυτό τυπώθηκε η Προκήρυξη των Επαναστατημένων Ελλήνων προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές. Το πρώτο δωμάτιο δεξιά αποτυπώνει την εικόνα του αστικού σπιτιού της πόλης κατά τις αρχές του 20ού αι., ενώ στο διάδρομο του ορόφου αυτού υπάρχει αναπαράσταση παραδοσιακού καφενείου. Στη μεγάλη αίθουσα δεξιά παρουσιάζεται ιστορικό υλικό που αφορά την Επανάσταση του 1821 και προέρχεται από την Καλαμάτα. Η αίθουσα του Γ. Καρέλια φιλοξενεί ενδυματολογικά στοιχεία, ανάμεσά τους και την παραδοσιακή καλαματιανή ενδυμασία. Στο βάθος του πρώτου ορόφου υπάρχει μικρή αίθουσα αφιερωμένη στη μεταβυζαντινή εκκλησιαστική τέχνη της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καλαμάτας)

Μουσείο συλλογής Rene-Puaux

Το μουσείο στεγάζεται στο Τσικλητήριο μέγαρο και άνοιξε τις πύλες του το 2012. Η συλλογή των εκθεμάτων έγινε από το γάλλο φιλέλληνα Rene Puaux ο οποίος είχε ως στόχο ζωής τη συγκέντρωση εγγράφων, σκίτσων και πολλών άλλων αντικειμένων της ελληνικής επαναστάσεως. Σε ένα ταξίδι του στην Πύλο αποφάσισε να δωρίσει τη συλλογή του στην περιοχή ώστε να δημιουργηθεί μουσείο. Έτσι ο Puaux έγινε επίτιμος δημότης Πύλου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πύλου – Νέστορος)

Παραδοσιακό ελαιοτριβείο

Το παραδοσιακό ελαιοτριβείο βρίσκεται στην τοπική κοινότητα Χαροκοπιού. Εδωρήθη από το Δημήτριο Τσάκωνα και ανακατασκευάστηκε από τον Δήμο Κορώνης το 2006. Το παραδοσιακό ελαιοτριβείο εξυπηρετούσε στις αρχές του 19ου αιώνα τις ανάγκες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, με κύρια δουλειά του την παραγωγή ελαιολάδου. Στις μέρες μας επαναλειτουργεί ως μουσείο, στοχεύοντας στην προβολή της παραδοσιακής παραγωγής του ελαιολάδου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Πύλου – Νέστορος)

Στρατιωτικό Μουσείο Καλαμάτας

Το μουσείο λειτουργεί από τον Ιούνιο του 2006 σε κτίριο που παραχωρήθηκε για το σκοπό αυτό από την Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας. Στόχος του είναι η παρουσίαση της νεότερης ελληνικής ιστορίας από την Επανάσταση του 1821 ως τις μέρες μας, μέσα από κείμενα, φωτογραφικό και οπτικοακουστικό υλικό. Η ξενάγηση στο μουσείο αρχίζει με εκθέματα στολών, πολεμικού και  φωτογραφικού υλικού από τον Αγώνα του 1821. Ακολουθεί ο Μακεδονικός Αγώνας, με ανάλογα εκθέματα και με ιδιαίτερη αναφορά στους Μεσσήνιους Μακεδονομάχους. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται εκθέματα για τους Βαλκανικούς Πολέμους (ανάμεσά τους και λάφυρα των εχθρών). Ένα μεγάλο τμήμα της έκθεσης είναι αφιερωμένο στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ακολουθούν αφιερώματα στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις μάχες των Οχυρών και της Κρήτης, στη Μέση Ανατολή και στην Εθνική Αντίσταση. Επίσης γίνεται αναφορά στις ειρηνευτικές αποστολές του ελληνικού στρατού (Κορέα, Σομαλία, πρώην Γιουγκοσλαβία, πόλεμος Κόλπου, Αφγανιστάν). Στην ειδικά διασκευασμένη αίθουσα «Ήχος και Φως» γίνεται προβολή ταινίας με την ιστορική διαδρομή του 9ου Συντάγματος Πεζικού. Ξεχωριστό κομμάτι του μουσείου αποτελεί το βιβλίο των Μεσσηνίων νεκρών, που έπεσαν κατά τους αγώνες από το 1897 ως το 1974. Στον προαύλιο χώρο του μουσείου, τέλος, έχουν εγκατασταθεί ένα άρμα M48-A5, ένα τεθωρακισμένο όχημα Μ8, πυροβόλα όπλα κι ένα αεροσκάφος F-5. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καλαμάτας)

Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών «Βικτωρία Γ. Καρέλια»

Βρίσκεται στο Ιστορικό Κέντρο και περιλαμβάνει μία από τις πληρέστερες συλλογές ελληνικών τοπικών ενδυμασιών σε πανελλήνιο επίπεδο. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να συμμετέχει σε ένα γοητευτικό ταξίδι στην ιστορία, τον πολιτισμό, την αισθητική και την τέχνη. Οι επισκέπτες καθοδηγούνται  στην έκθεση με τη βοήθεια φιλικών προς το χρήστη ψηφιακών μέσων. Η ψηφιακή σήμανση των προθηκών ευνοεί την αλληλεπίδραση μεταξύ των επισκεπτών και των εκθεμάτων και ενθαρρύνει την περιπετειώδη φύση των παιδιών.  (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καλαμάτας)

Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register