Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr

Γενικές Πληροφορίες για τη Σύρο

Η Σύρος είναι ένα νησί των Κυκλάδων. Πρωτεύουσά της Σύρου είναι η Ερμούπολη, η οποία είναι και πρωτεύουσα του νομού Κυκλάδων καθώς και έδρα της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου. Η Σύρος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά το 1826, όταν εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες και νησιώτες πρόσφυγες από τα Ψαρά, τη Χίο, την Κάσο, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία (Σμύρνη και Αϊβαλί). Υπήρξε ναυτικό, βιομηχανικό και πολιτιστικό κέντρο του νέου ελληνικού κράτους.

Γεωμορφολογία

Η Σύρος βρίσκεται στο κεντρικό σημείο των Κυκλάδων και γειτνιάζει με αρκετά νησιά του κυκλαδίτικου συμπλέγματος. Στα βόρεια βρίσκεται η Άνδρος, βορειοανατολικά η Τήνος και ανατολικά η Μύκονος καθώς και τα μικρά νησιά της Δήλου και της Ρήνειας. Βορειοδυτικά βρίσκονται η Κέα και η Γυάρος, δυτικά η Κύθνος και νοτιοδυτικά η Σέριφος. Στα νότια βρίσκονται η Σίφνος, η Αντίπαρος, η Πάρος και η Νάξος. Το βόρειο μέρος της Σύρου, που ονομάζεται «Απάνω Μεριά», είναι ορεινό και κατοικείται από ελάχιστους κατοίκους. Το τμήμα αυτό του νησιού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι διαφέρει μορφολογικά από το υπόλοιπο. Είναι το μοναδικό μέρος που έχει ασβεστολιθικά πετρώματα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί που καλύπτεται από ηφαιστειακά πετρώματα. Διαθέτει λίγους δρόμους και σηματοδοτημένα μονοπάτια αλλά περιέχει τοπία με βράχια, γεφυράκια και σπηλιές. Από αυτά τα μονοπάτια γίνεται η πρόσβαση στις βόρειες παραλίες της Σύρου (Γράμματα, Λία, Αετός, Βαρβαρούσα) που λόγω της έλλειψης δρόμων, είναι ερημικές και ιδανικές για απομόνωση και ηρεμία. Το νότιο μέρος είναι πεδινό και εκεί βρίσκονται τα περισσότερα χωριά και οι πιο γνωστές παραλίες του νησιού. Οι οικισμοί εκεί είναι ανεπτυγμένοι τουριστικά, ενώ και το οδικό δίκτυο είναι αρκετά καλό. Η πρωτεύουσα Ερμούπολη βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού.

Ιστορία

Η Σύρος είχε κατοικηθεί ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους (3η χιλιετία π.Χ.), όπως αποδεικνύουν ευρήματα στις περιοχές Χαλανδριανή και Καστρί. Ειδικά στη Χαλανδριανή βρέθηκαν περισσότεροι από 600 τάφοι με κτερίσματα, ενώ στο Καστρί βρέθηκε οχυρωμένος οικισμός με σημαντική αστική και εμπορική δραστηριότητα. Επίσης, ορισμένα ευρήματα πείθουν για την ύπαρξη εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και μαρτυρούν για τις σχέσεις της Σύρου με τα παράλια της Μικρασίας την εποχή εκείνη. Από τις έρευνες εντοπίστηκαν ίχνη εγκαταστάσεων και σε άλλα σημεία του νησιού.

Στη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ., η Σύρος φαίνεται ότι πέρασε διαδοχικά υπό τον έλεγχο της μινωικής Κρήτης, των Μυκηνών και τέλος, στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., των Ιώνων. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ως Συρίη, πλησίον της Δήλου.

Ίχνη οικισμών του 7ου αιώνα π.Χ. βρέθηκαν στο λόφο της Αγίας Πακούς στον Γαλησσά καθώς και στα δυτικά της Ερμούπολης. Τον 6ο αιώνα π.Χ., όταν η Σύρος είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε στο νησί ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης, που αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σάμο και υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα. Θεωρείται εφευρέτης του ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ρολογιού. Το όνομα του έχει δοθεί σε δύο σπήλαια του νησιού, ένα στο ανατολικό τμήμα (Ρηχοπού), και ένα άλλο στην Αληθινή. Επίσης, το διάστημα 6ου και 3ου αιώνα π.Χ. χρονολογούνται τα ίχνη αγροτικών οικισμών σε διάφορα μέρη του νησιού.

Κλασική και Ελληνιστική εποχή

Την εποχή της ακμής του κλασικού κόσμου, η Σύρος είχε δευτερεύουσα σημασία, εντάχθηκε πάντως στην Αθηναϊκή συμμαχία. Αποτέλεσε αυτόνομο κρατίδιο με βουλή, δήμο και αργυρό νόμισμα, κατέβαλλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) οι Κυκλάδες υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες. Η ανάκαμψη της Σύρου εντοπίζεται στους ελληνιστικούς χρόνους όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Αληθινή, πιθανόν από ναό αφιερωμένο στους Καβείρους. Τέτοιος ναός έχει βρεθεί και στον Γαλησσά, ενώ άλλα λείψανα στα βόρεια του νησιού (Γράμματα) υποδεικνύουν την ύπαρξη ιερού του Ασκληπιού.

Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος

Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (184 π.Χ.-324 μ.Χ.), η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Τα λείψανα της πρωτεύουσας και τα νομίσματα της Σύρου μαρτυρούν ανάπτυξη. Κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων εντοπίζεται στο νησί από τον 3ο αιώνα π.Χ, ενώ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η κοπή αργυρών νομισμάτων το 2ο αιώνα π.Χ.. Τη βυζαντινή περίοδο η απειλή της πειρατείας είχε ως αποτέλεσμα ο κόσμος να εγκαταλείψει τα μικρά και απροστάτευτα νησιά (όπως η Σύρος). Ίχνη εγκαταστάσεων στην ενδοχώρα μαρτυρούν ωστόσο ότι το νησί δεν είχε εγκαταλειφθεί εντελώς. Στους βυζαντινούς χρόνους η χριστιανική πλέον Σύρος, μαζί με τα άλλα Κυκλαδονήσια, αποτελεί τμήμα του θέματος του Αιγαίου, που διοικείται από Στρατηγό και αργότερα Δούκα. Το 14ο αιώνα στα έγγραφα αναφέρεται εξαιτίας της προφοράς των Καταλανών ως Suda, ίσως από επίδραση της ομώνυμης νήσου της Κρήτης, στην οποία ναυλοχούσαν.

Οθωμανική περίοδος

Η κατάσταση διατηρήθηκε ως το 1579, όταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε το νησί για λογαριασμό της Πύλης. Όμως ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ’ συμφώνησε με τους συριανούς άρχοντες στην παραχώρηση μιας σειράς προνομίων (όπως χαμηλότερη φορολόγηση, απαγόρευση της εγκατάστασης γενιτσάρων και θρησκευτική ελευθερία) που επρόκειτο να συμβάλουν καθοριστικά στο μέλλον του νησιού. Καπουτσίνοι μοναχοί (1635) και έπειτα Ιησουίτες (1744) εγκαταστάθηκαν στη Σύρο τους επόμενους αιώνες. Μετά την επιδημία πανούκλας που έπληξε τη Σύρο το 1728, άρχισε μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης που κορυφώθηκε στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα. Το ιδιαίτερο καθεστώς των νησιών επέτρεψε παράλληλα την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης. Η Σύρος, μαζί με την Άνδρο, παραχωρήθηκε το 1779 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ στην ανιψιά του, τη Σαχ Σουλτάνα, η οποία εκχώρησε τη διοίκηση του νησιού στα τοπικά όργανα, δηλαδή τη συνέλευση του «Κοινού» (Κοινότητας) και τους εκλεγμένους από αυτήν Επιτρόπους. Μεταξύ 1750 και 1820 ο πληθυσμός του νησιού διπλασιάστηκε, από 2.000 σε 4.000 κατοίκους περίπου και εντοπιζόταν κυρίως στον οικισμό της Άνω Σύρου. Η πειρατεία περιορίστηκε και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι αυξήθηκε. Παράλληλα, αρκετοί κάτοικοι άρχισαν να επιδίδονται στο εμπόριο του κρασιού, ενώ άλλοι στη ναυτιλία.

Ελληνική Επανάσταση – Δημιουργία Ερμούπολης

Με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης το 1821, οι Συριανοί κράτησαν ουδέτερη στάση. Η καταστροφή όμως της Χίου το 1822, αλλά και οι διώξεις των Ελλήνων στη Σμύρνη, τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), τη Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Οι πρόσφυγες βρήκαν στη Σύρο σχετική ασφάλεια λόγω των προνομίων που είχε παραχωρήσει η Πύλη στο νησί αλλά και φυσικά χαρίσματα, όπως το μεγάλο, ασφαλές από τους ανέμους λιμάνι. Εκείνη την περίοδο ορισμένοι εύποροι Συριανοί έχτισαν τα πρώτα σπίτια εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ερμούπολη. Οι πρόσφυγες, που δεν θεώρησαν εξαρχής μόνιμη τη διαμονή τους στο νησί, εγκαταστάθηκαν σε σκηνές και ξύλινα παραπήγματα. Ωστόσο, το 1824 έχτισαν την πρώτη εκκλησία (τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος), λιθόκτιστες οικοδομές στα πιο στέρεα σημεία του εδάφους, ενώ τα σπίτια άρχισαν να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές οργανώνοντας τις συνοικίες των συντοπιτών (Βροντάδο, Ψαριανά, Υδραίικα). Πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε στους πρόποδες της Άνω Σύρου ένα αστικό θαύμα: Μια πόλη γεμάτη ζωή και πλούσια κτίρια υψώθηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο, εκεί που νωρίτερα υπήρχε άγονο έδαφος και μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού χαμόσπιτα και αποθήκες. Σύμφωνα με μαρτυρία, στο τέλος του 1825 υπήρχαν 1.700 καλύβες. Στο μεταξύ η κίνηση του λιμανιού αυξανόταν ραγδαία, με τη διακίνηση φορτίων σίτου για την τροφοδοσία και των δύο εμπολέμων, αλλά και πολεμοφοδίων, την εκποίηση λειών πολέμου αλλά και πειρατικών λαφύρων, την εξαγορά αιχμαλώτων αλλά και το δουλεμπόριο, τη ναύλωση και αγοραπωλησία καραβιών και τη συγκέντρωση ειδήσεων από τα διερχόμενα πλοία.

Η εγκατάσταση των Μικρασιατών

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 έφθασαν στο νησί 7.800 Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες, από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας και οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Σμύρνη. Για μεγάλο αριθμό προσφύγων η Σύρος αποτέλεσε ενδιάμεσο σταθμό πριν την οριστική τους εγκατάσταση σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Στην Ερμούπολη παρέμειναν και εγκαταστάθηκαν 2.800 πρόσφυγες οι οποίοι βρήκαν γνώριμο τόπο να εγκατασταθούν καθώς, έναν αιώνα πριν, πολλοί Μικρασιάτες των παραλίων είχαν και πάλι καταφύγει στην Ερμούπολη λόγω σφαγών και διώξεων. Το 1925 ιδρύονται δύο Σωματεία με την επωνυμία «Ένωσις Προσφύγων Νομού Αϊδινίου και ο «Μικρασιατικός Σύλλογος Κυκλάδων» τα οποία δύο έτη αργότερα συγχωνεύονται στην «Παμπροσφυγική Ένωση Κυκλάδων» με κύριο σκοπό την αποκατάσταση των προσφύγων. Τον Μάιο του 1929 θεμελιώνεται ο Προσφυγικός Συνοικισμός στην περιοχή του Ξηροκάμπου ενώ το ίδιο έτος ιδρύθηκε για την εκπαίδευση των παιδιών των προσφυγικών οικογενειών το Δημοτικό Σχολείο του Ξηροκάμπου όπου δίδαξε και η Σμυρναία δασκάλα Ευγενία Λαζάρογλου.

Αρχή της πτώσης – Κατοχή

Με την ανατολή του 20ου αιώνα και τη διαρκή ανάπτυξη της Αθήνας και του Πειραιά, πολλοί συριανοί βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες μετακόμισαν στην πρωτεύουσα, μεταφέροντας σιγά σιγά εκεί και τη δραστηριότητά τους. Η ανάπτυξη της ατμοπλοΐας έκανε το λιμάνι της Σύρου λιγότερο σημαντικό (νωρίτερα τα ιστιοφόρα έκαναν πάντα σταθμό στο νησί για ανεφοδιασμό) ενώ και η διώρυγα της Κορίνθου τροποποίησε τους θαλάσσιους δρόμους βορρά νότου και συντέλεσε επίσης στη μείωση της σημασίας του λιμανιού. Η πιο καίρια περίοδος όμως για την παρακμή της Ερμούπολης ήταν η κατοχή εξαιτίας της πενιχρής αγροτικής παραγωγής του νησιού και της απονέκρωσης του εμπορίου. Τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σύρο στις αρχές Μαΐου του 1941, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1943 το νησί πέρασε στη δικαιοδοσία των Γερμανών. Τον χειμώνα του 1941-42 χιλιάδες Συριανοί πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες, ενώ συγκλονιστικές περιγραφές από επιζώντες μιλούν για τα κάρα που περνούσαν από τις λαϊκές συνοικίες για να μαζέψουν τους νεκρούς και να τους μεταφέρουν στους ομαδικούς τάφους γύρω από το νεκροταφείο. Στο τέλος του πολέμου, το Νεώριο, η Λέσχη, το Τηλεγραφείο, το Τελωνείο και άλλα κτίρια βομβαρδίστηκαν.

Εμφύλιος πόλεμος και παρακμή

Τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια η Ερμούπολη και η Σύρος στηρίχτηκαν στην περιορισμένη αγροτική παραγωγή και τη λειτουργία των ταρσανάδων, όπου ναυπηγούνταν και συντηρούνταν καΐκια και άλλα μικρά σκάφη. Το ναυπηγείο με περισσότερους από χίλιους εργαζόμενους συντέλεσε στη συγκράτηση του πληθυσμού που μειωνόταν διαρκώς από το 1920 και είχε φτάσει στο κατώτερο σημείο του στην απογραφή του 1971 (13.500 κάτοικοι). Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και τα ακόλουθα χρόνια εξαπολύθηκαν διώξεις και βιαιοπραγίες εναντίον πολιτών δημοκρατικών πεποιθήσεων υπό την εποπτεία του διαβόητου μητροπολίτου Σύρου Φιλαρέτου Ιωαννίδη. Μεταξύ 1951 – 1971 τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν και ως το 1990 είχαν κλείσει και οι τελευταίες κλωστοϋφαντουργίες.

Οικονομία

Σήμερα η Σύρος εμφανίζεται ιδιαίτερα αναπτυγμένη οικονομικά, ανάπτυξη που στηρίζεται σε πολλές διαφορετικές πηγές. Καθοριστικά συμβάλλουν ο τουρισμός, η λειτουργία του ναυπηγείου (αν και με μειωμένο συγκριτικά προσωπικό), η υψηλή πλέον αγροτική παραγωγή (κυρίως χάρη στην ύπαρξη δεκάδων θερμοκηπίων), η παρουσία πολλών δημόσιων υπηρεσιών και η λειτουργία του τμήματος Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Η ζωή στην Ερμούπολη παραμένει ζωντανή καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα και ελάχιστα είναι τα καταστήματα που μένουν ανοιχτά μόνο για την καλοκαιρινή περίοδο.

Θρησκεία

Στο νησί υπάρχει μεγάλη Καθολική κοινότητα. Χαρακτηριστική είναι η αρμονική συνύπαρξη Καθολικών και Ορθοδόξων, με τους μεικτούς γάμους να είναι συχνό φαινόμενο και τον κλήρο να συμμετέχει από κοινού σε φιλανθρωπικές δράσεις. Στη Σύρο, οι δύο εκκλησίες γιορτάζουν την ίδια ημέρα το Πάσχα κατά την ορθόδοξη ημερομηνία, με άδεια και τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα της Ρώμης. Στη Σύρο υπάρχει επίσης μεγάλος αριθμός καθολικών ναών και ξωκλησιών σε όλες τις περιοχές του νησιού. Σημαντικότερος θεωρείται ο Άγιος Γεώργιος στην Άνω Σύρο, καθώς και ο Άγιος Ιωάννης. Δεδομένου ότι τα τρία τέταρτα του καθολικού κλήρου και των μοναχών στην Ελλάδα προέρχονται από τη Σύρο, το νησί αποτελεί το γνωστότερο κέντρο της Καθολικής Εκκλησίας στη χώρα. Η Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή Σύρου ιδρύθηκε το 1207.

Πρόσβαση

Αεροπορικώς

Η Σύρος συνδέεται με τακτά αεροπορικά δρομολόγια με το Διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών, αλλά και με το Διεθνές αεροδρόμιο Μακεδονία (Θεσσαλονίκη).

Συνδέεται επίσης και με άλλα αεροδρόμια της Ελλάδος.

Ακτοπλοϊκώς

Το λιμάνι της Σύρου είναι ένα από τα μεγαλύτερα των Κυκλάδων και συνδέεται με συμβατικά και ταχύπλοα πλοία.

Από το λιμάνι του Πειραιά συνδέεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Από το Λαύριο συνδέεται μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού με εβδομαδιαία δρομολόγια.

Με το Αιγαίο Βόρειο συνδέεται με ενδιάμεσους σταθμούς: Ικαρία, Λέρος, Πάτμος, Σάμος, Φούρνοι.

Με τα Δωδεκάνησα συνδέεται με ενδιάμεσους σταθμούς: Κάλυμνος, Κως, Ρόδος.

Με τις Κυκλάδες η Σύρος συνδέεται με πολλά νησιά των Κυκλάδων με συχνά δρομολόγια ή με ενδιάμεσους σταθμούς: Ανάφη, Άνδρος, Ίος, Κέα (Τζια), Κύθνος, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Σαντορίνη, Σέριφος, Σίκινος, Σίφνος, Τήνος, Φολέγανδρος.

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register