Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Καστοριάς χωριά

Χωριά στο Νομό Καστοριάς

Πόλεις & Χωριά στο Νομό Καστοριάς

Αγία Άννα

Η Αγία Άννα βρίσκεται στο δυτικοκεντρικό τμήμα του νομού Καστοριάς, σε ορεινή θέση του ΒΑ. Βοΐου, που δεσπόζει στην αριστερή όχθη του ποταμού Αλιάκμονα, δίπλα στο Νεστόριο. Είναι χτισμένη σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 840 μέτρα. Κοντά στην Αγία Άννα βρισκόταν το εγκαταλειμμένο σήμερα χωριό Τσούκα, πλάι στο οποίο υψώνεται ένας ψηλός κωνικός λόφος (γνωστός με την ονομασία «Κάστρο»), όπου βρέθηκαν λείψανα (ανάγλυφα, επιγραφές κ. ά.) σημαντικού αρχαίου οικισμού, που η ακρόπολή του ήταν χτισμένη στην κορυφή του λόφου. Επίσης, ίχνη ενός μικρότερου ρωμαϊκού οικισμού έχουν επισημανθεί σ’ ένα μικρό απόκρημνο λόφο, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις 300 μ. από τον Αλιάκμονα ποταμό και συγκεκριμένα στη διασταύρωση των δρόμων Καστοριάς, Νεστορίου και Αγίας Άννας. Παραδοσιακά στον οικισμό κατοικούσαν Έλληνες Σλαβόφωνοι. Στις 29 Απριλίου του 1943, παρά το γεγονός πως η Αγία Άννα ήταν πατρίδα διακεκριμένου στελέχους της βουλγαρικής δοσιλογικής οργάνωσης Οχράνα και παρά το ότι αυτή φαίνεται να διέθετε εκεί ερείσματα, οι ιταλικές δυνάμεις Κατοχής συνεπικουρούμενες από ένοπλους της εν λόγω οργάνωσης επιτέθηκαν στο χωριό ως αντίποινα για τη δράση των Ελλήνων ανταρτών στην ευρύτερη περιοχή του νομού Καστοριάς. Αποτέλεσμα της επιδρομής ήταν η πυρπόληση του οικισμού, η εκτέλεση 16 κατοίκων από τους Ιταλούς στρατιώτες και η λεηλασία των υπαρχόντων τους από τους Οχρανίτες. Αργότερα η Αγία Άννα περιήλθε στα εδάφη που ήλεγχε ο ΕΛΑΣ με την πλειοψηφία των κατοίκων να συμμετέχει στην αντάρτικη οργάνωση. Λόγω των καταστροφών που υπέστη η Αγία Άννα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1945 οι κάτοικοί της που είχαν μείνει άστεγοι προχώρησαν από κοινού με κατοίκους άλλων χωριών σε έκκληση προς τις αρχές για βοήθεια. Την άνοιξη του 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατευθύνθηκε με τη συνδρομή του ΔΣΕ μέσω του όρους Γράμμου στην Αλβανία.

Αμπελοχώρι

Το Αμπελοχώρι είναι ορεινός οικισμός χτισμένο σε υψόμετρο 667 μέτρων. Το 1928 στο χωριό εγκαταστάθηκαν 51 πρόσφυγες από τον Πόντο. Μέχρι το 1950 ονομαζόταν Μαρκοχώρι και μέχρι το 1927 ονομαζόταν Μαρκόβιανη. Οι κάτοικοι ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την γεωργία (σιτάρι, φασόλια). Στο χωριό λειτουργεί η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 12 Δεκεμβρίου.

Απόσκεπος

Ο Απόσκεπος είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 880 μέτρα. στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Βίτσι (Βέρνο). Το χωριό είναι χτισμένο σε δασώδη κόγχη του βουνού με θέα προς τη λίμνη της Καστοριάς και τη «Βόρεια Παραλία» της πόλης. Χαρακτηριστική είναι η λιθόστρωτη πλατεία της με τα αιωνόβια πλατάνια και τις 12 πέτρινες βρύσες της. Διαθέτει αρκετούς ξενώνες και ενοικιαζόμενα δωμάτια.

Βασιλειάδα

Η Βασιλειάδα, έως το 1928 γνωστή ως Ζαγορίτσανη βρίσκεται στη γεωγραφική περιοχή Πόπολης, στους νότιους πρόποδες της Βάρμπιτσας (διακλάδωση του όρους Βέρνο). Κοντά στο χωριό βρίσκεται το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Βρίσκεται κοντά στην κοιλάδα που σχηματίζουν τα όρη Βέρνο και Άσκιο. Δάση δρυός και οξιάς καλύπτουν το τοπίο γύρω από το χωριό. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία σχετικά με την πρώτη κατοίκηση στην περιοχή της Βασιλειάδας. Στην θέση Κουρούλιστα, κοντά στο ναό του Αγίου Αθανασίου, βρέθηκε δωρικό κιονόκρανο, αγνώστου περιόδου, που φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς. Στη γειτονική κωμόπολη Κορησό και στη θέση Τσάκωνη, βρέθηκαν τάφοι και δυο επιγραφές της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Ευρήματα που σε αντιστοιχία σε ευρήματα σε άλλες θέσεις του κάμπου της Κορησού, οδηγούν στο συμπέρασμα ύπαρξης αρχαίων οικισμών. Το 19ο αιώνα, η Ζαγορίτσανη αποτελεί ακμάζοντα μεγάλο οικισμό με πάνω από 2.500 κατοίκους. Η καταμέτρηση του ελληνικού, βλάχικου και τουρκικού στοιχείου αποτελεί μια δύσκολη καταγραφή που συχνά βασίζεται σε υποκειμενικές πηγές, προσωπικές απόψεις και πιέσεις του ντόπιου πληθυσμού από διάφορα βουλγαρικά, σέρβικα και ελληνικά κέντρα παρέμβασης. Στο χωριό, οι διάλεκτοι των Ανατολικών Νοτιοσλαβικών γλωσσών εισάχθηκαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Η πρώτη διείσδυση της Βουλγαρικής προπαγάνδας στο χωριό συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1850, όταν Βούλγαροι πράκτορες εισήλθαν στη Ζαγορίτσανη, προσπαθώντας να δημιουργήσουν τους πρώτους πυρήνες. Για το σκοπό αυτό, διέθεταν τεράστια χρηματικά ποσά για την εποχή, προκειμένου να εξαγοράσουν συνειδήσεις. Η ονομασία «Γκρούπα Μπουκάροι» έχει μείνει ως ανάμνηση στους γεροντότερους που αποκαλούσαν έτσι τους Βούλγαρους με τα πολλά χρήματα. Κατά το 19ο αιώνα η Ζαγορίτσανη είναι μικτό χωριό με ελληνόφωνο και σλαβόφωνο πληθυσμό. Σήμερα, οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και με τη βιοτεχνία γουναρικών. Η γεωργία βασίζεται κυρίως στην εντατική καλλιέργεια φασολιών. Το βασικό αξιοθέατο στη Βασιλειάδα είναι ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εκκλησία είναι ένας μεγάλος ναός, με διαστάσεις 24 επί 14 μέτρα, και βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Χτίστηκε πάνω στα θεμέλια παλαιότερης εκκλησίας και εγκαινιάστηκε στις 10 Μαΐου του έτους 1861, όπως αναφέρεται από επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα στο νότιο τοίχο. Ο ναός είναι τρίκλιτος. Το αριστερό κλίτος του γυναικωνίτη είναι αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο ενώ του δεξιού είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Στην εκκλησία υπάρχουν εικόνες, με χρονολόγηση προγενέστερη του ίδιου του ναού, από αγιογράφους από το χωριό Χιονάδες, Μαστοροχώρι της Ηπείρου. Επίσης στο χωριό μπορείτε να δείτε τη Μονή της Αγίας Παρασκευής που είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Μουρίκι, που ανήκει στο ορεινό σύμπλεγμα του Ασκιού. Ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα το 1967, και ήταν αρχικά μετόχι της Μονής των Αγίων Αναργύρων. Αποτέλεσε αυτοτελή μονή μόλις το 1991. Η μονή είναι γνωστή τοπικά και ως Κόττορι, λόγω του τοπωνυμίου που είναι χτισμένη, αλλά και του εγκαταλελειμμένου χωριού με το ίδιο όνομα στην περιοχή. Το αρχικό καθολικό της μονής δεν υπάρχει σήμερα, είναι προγενέστερο του μοναστηριού και χτισμένο ήδη από τον 18ο αι., την ίδια περιόδο με τον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στη Βασιλειάδα.[58][59] Το 1970 οικοδομήθηκαν τα κελιά των μοναχών και η πετρόχτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, τύπου τρίκλιτης βασιλικής. Αργότερα το 1991, οικοδομήθηκε μεγαλύτερος ναός, τύπου τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο, με μολυβδοσκέπαστη στέγη, ώστε να αποτελέσει το νέο καθολικό του μοναστηριού. Ο κύριος ναός είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, το δεξιό κλίτος στη Γέννηση του Τιμίου Προδρόμου και το αριστερό κλίτος στην Αγία Αικατερίνη. Πρόκειται για ακμάζουσα ανδρώα μονή σε δασώδη περιοχή, με πολλούς προσκυνητές.

Βογατσικό

Το Βογατσικό είναι ιστορικό χωριό και βρίσκεται σε φυσική οχυρή θέση, καθώς περιβάλλεται από βουνά από όλες τις πλευρές, ενώ Ν.-ΝΔ. ρέει ο Ποταμός Αλιάκμονας. Οι πλαγιές των παρακείμενων βουνών και γενικά η περιοχή παλαιότερα ήταν καλυμμένες από πυκνά δάση, γεγονός που προστάτευε ακόμη περισσότερο το χωριό. Σήμερα, ακριβώς έξω από τα όρια του χωριού, περνάει ο κάθετος οδικός άξονας που ενώνει την Εγνατία Οδό με την Κρυσταλλοπηγή. Για την προέλευση του ονόματος «Βογατσικό» υπάρχουν δύο κύριες εκδοχές. Η μία αναφέρει ότι είναι η εξελληνισμένη εκδοχή του τούρκικου «Μπογάζ Κιοϊ», το οποίο σήμαινε «Χωριό του Μπουγαζιού», καθώς το χωριό είναι χτισμένο σε «μπογάζι» δηλαδή στο τέρμα στενής χαράδρας. Έτσι το «Μπογάζ Κιοϊ» έγινε «Μπογατσκό» και κατόπιν «Βογατσικό». Η άλλη εκδοχή, αναφέρει ότι το Βογατσικό πήρε το όνομά του από τα «Μπογάτσια», είδος ψωμιού που φτιαχνόταν σε εορταστικές και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Επίσης το Βογατσικό στα τούρκικα αναφερόταν και ως «Γεντί Κιοϊ» δηλαδή «Επταχώρι», όνομα το οποίο έχει τις ρίζες του στην ιστορία του χωριού, καθώς το Βογατσικό αποτελεί την συνένωση επτά παλαιότερων οικισμών στην ευρύτερη περιοχή για τον φόβο των Τούρκων. Επίσης μία άλλη εκδοχή είναι, ότι η ονομασία του χωριού προέρχεται από τη βουλγαρική γλώσσα: στα βουλγαρικά η λέξη «богат» (μπογάτ/βογάτ) σημαίνει «πλούσιος» και η κατάληξη «ско» (σκο) συναντιέται συχνά στα τοπονύμια. Επιπλέον πολλά χωριά της περιοχής ήταν βουλγαρόφωνα στις αρχές του 20ου αι.

Γάβρος

Ο Γάβρος είναι ακατοίκητο ορεινό χωριό σε υψόμετρο 810 μέτρων και βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες της Καστοριάς και των Πρεσπών. Ανατολικά και δίπλα από το χωριό ξεκινά ο Λαδοπόταμος που καταλήγει στον ποταμό Αλιάκμονα. Συμπεριλαμβάνεται στα «Κορέστεια χωριά» ή «πλίνθινα χωριά» της Καστοριάς, που ήταν χτισμένα με λάσπη από κοκκινόχωμα, νερό και άχυρο από τοπικούς μάστορες στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Τα περισσότερα από αυτά είναι εγκαταλελειμμένα και μισογκρεμισμένα εκτός από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που έχει συντηρηθεί. Η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από δρυοδάση ή μεικτά δάση τα οποία διαδέχονται οι γεωργικές καλλιέργειες και έχει ανακηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλους.

Γράμος

Ο Γράμος (ή Γράμμος) είναι ορεινό χωριό σε μικρή απόσταση από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.380 μέτρων στις πλαγιές του Γράμμου και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Ελλάδας. Μέχρι το 1927, ο οικισμός είχε την βλάχικη ονομασία Γράμμο(υ)στα. Ο Γράμος τις προηγούμενες δεκαετίες είχε ερημώσει τελείως, αλλά τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αξιοποιείται τουριστικά. Πάνω από το χωριό βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή του Γράμμου καθώς και η Δρακόλιμνη του Γράμμου, με αποτέλεσμα το χωριό να είναι αφετηρία ορειβατών. Ο ευρύτερος οικισμός εικάζεται πως δημιουργήθηκε από συνένωση μικρότερων κατά το 17ο αιώνα. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με τη νομαδική κτηνοτροφία και τη βιοτεχνία. Επίσης διέθετε αρκετούς τεχνίτες, ενώ κατά το 17ο αιώνα η Γράμμουστα ήταν ονομαστή για τους αγιογράφους της. Η ανάπτυξη της οικονομίας της Γράμμουστας οδήγησε στον υπερπληθυσμό των κοπαδιών και ανθρώπων στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Το χωριό δέχτηκε επίθεση το Δεκαπενταύγουστο του 1760 κι έτσι οι κάτοικοι έφυγαν από το χωριό, καταφεύγοντας σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας, όπως στα Λιβάδια Κιλκίς. Το χωριό δεν ερημώθηκε, αλλά αντιμετώπισε και την επίθεση του Αλή Πασά στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και παρατηρήθηκε ξανά ρεύμα μετακίνησης κατοίκων προς άλλες περιοχές. Κατά το Μακεδονικό Αγώνα, λειτούργησε στο χωριό ρουμανικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στο χωριό ζούσαν 300 περίπου Βλάχοι. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, το χωριό ήταν εντελώς κατεστραμμένο, ωστόσο ανοικοδομήθηκε σταδιακά.

Δενδροχώρι

Το Δενδροχώρι, είναι ορεινός οικισμός χτισμένος σε υψόμετρο 990 μέτρων στο βόρειο άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Όρβολο. Μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων καταγράφηκε ως Δύμπενη και το 1926 μετονομάστηκε σε Δενδροχώρι. Ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος φαίνεται πως κατοικήθηκε από την αρχαιότητα. Έτσι σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων νοτιοανατολικά από το χωριό, σ’ ένα από τα τελευταία προβούνια του Ορλόβου, που υψώνεται πλάι στο Λιβαδοπόταμο και είναι γνωστό στους κατοίκους με την ονομασία «Γκραντίστα», έχουν εντοπιστεί ερείπια αρχαίου οχυρωμένου οικισμού, ο οποίος έλεγχε το πέρασμα μιας σπουδαίας αυχενοδιάβασης.

Ζευγοστάσι

Το Ζευγοστάσι είναι ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 860 μέτρων. Μέχρι το 1928 ονομάζονταν «Δόλιανη». Το χωριό είναι ιδιαίτερα γνωστό για τον περίτεχνο τρούλο του ναού της και τις τοιχογραφίες του. Πρόκειται για μονόχωρο σταυροειδή μεταβυζαντινό ναό. Η πρώτη τοιχογράφηση, που έχει υποστεί πολλές φθορές, μας πληροφορεί και για το έτος κτίσης του ναού. Η μεσαία ζώνη τοιχογραφιών του 15ου αι. καλύπτεται με αγιογραφίες μέσα σε μετάλλια. Η δεύτερη τοιχογράφηση (1749), ΑΨΜΘ καλύπτει τους τοίχους του νάρθηκα και ορισμένα χαμηλά σημεία του ναού, όπου παριστάνονται η Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Άγιος Πέτρος κ.α.

Ιεροπηγή

Η Ιεροπηγή είναι ορεινό χωριό χτισμένη σε υψόμετρο 1.060 μέτρων στις πλαγιές του Τρικλάριου Όρους και είναι ένα από τα ορεινότερα χωριά της Μακεδονίας. Βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από τα αλβανικά σύνορα. Η προηγούμενη ονομασία του χωριού ήταν Κοστενέτσι. Η μετονομασία του έγινε το 1930, επειδή βρέθηκε εικόνα της Αγίας Παρασκευής σε πηγή σπηλαίου.

Κάτω Πτεριά

Η Κάτω Πτεριά είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 740 μέτρα και βρίσκεται δίπλα στα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία. Στα βόρεια του χωριού υπάρχει το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής όπου κάθε χρόνο γίνονται πενθήμερες εορταστικές εκδηλώσεις και αναβιώνει το ποντιακό έθιμο της πάλης με έπαθλο ένα μοσχάρι. Αναφέρεται ως Κάτω Παπράτσκον το 1918, μετά την απελευθέρωση. Το 1926 μετονομάζεται σε Κάτω Φτεριάς και το 1940 διορθώνεται σε Κάτω Πτεριά.

Κεφαλάρι

Το Κεφαλάρι είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 780 μέτρα και βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Βίτσι (Βέρνο) και βόρεια της λίμνης της Καστοριάς. Η παλιά ονομασία είναι Σέτομα και μέχρι την απελευθέρωση ο πληθυσμός της ήταν μικτός (μουσουλμάνοι και σλαβόφωνοι χριστιανοί). Το 1926 μετονομάστηκε σε Κεφαλάρι. Βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης και την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 στο χωριό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Κύζικο Προποντίδας και τον Πόντο (Κυρισχανέ Τραπεζούντας).

Κλεισούρα

Η Κλεισούρα ή Βλαχοκλεισούρα παλαιότερα, είναι μια ιστορική και σημαντική κωμόπολη του βλάχικου ελληνισμού που ανέδειξε πολλά ιστορικά πρόσωπα κατά την εποχή της ακμής της. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στην είσοδο των ομώνυμων στενών, χτισμένη σε υψόμετρο 1.172 μέτρων στους πρόποδες του όρους Μουρίκι, σε στρατηγική θέση και σε κατάφυτη περιοχή. Η ιστορία της, σε συνδυασμό με τις επιβλητικές εκκλησίες και τα εναπομείναντα αρχοντικά της θυμίζουν το λαμπρό παρελθόν αυτής της ιστορικής κωμόπολης.

Κολοκυνθού

H Κολοκυνθού είναι οικισμός του Δήμου Καστοριάς και βρίσκεται δυτικά της πόλης της Καστοριάς, σε υψόμετρο 670 μέτρα. Το 2001, κοντά στην Κολοκυνθού, ανακαλύφθηκε νεολιθικός προϊστορικός οικισμός. Ο νεολιθικός οικισμός εντοπίστηκε το καλοκαίρι του 2001, ανατολικά του δημοτικού διαμερίσματος της Κολοκυνθούς, κατά τη διάνοιξη του κάθετου άξονα της Εγνατίας οδού που συνδέεει τη Σιάτιστα με το συνοριακό σταθμό της Κρυσταλλοπηγής, στο τμήμα Κορομηλιά – Δισπηλιό. Η σωστική ανασκαφή άρχισε το Σεπτέμβριο του 2001, μετά από επέμβαση της ΙΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, και οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι και το Φεβρουάριο του 2002. Όμως οι εργασίες διάνοιξης του δρόμου κατέστρεψαν ολόκληρο το αρχαιολογικό στρώμα, πάχους 0,5 μ. περίπου, στο βόρειο και δυτικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου. Οι ανασκαφικές εργασίες διακόπηκαν πριν ολοκληρωθεί η ανασκαφή του χώρου, ο οποίος τελικά καταχώθηκε προκειμένου να συνεχιστούν οι εργασίες της Εγνατίας Οδού.

Κορησός

Η Κορησός (ή σπανιότερα Κορησσός) είναι ιστορική κωμόπολη και σημαντικός αγροτικός οικισμός της Καστοριάς. Παλαιότερα ο οικισμός ονομάζονταν Γκορένση ή Γκυρέντση. Βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 620 μέτρων και στους πρόποδες του βουνού Γάβρος ή Κορησός (1386 μ.), που ανήκει στο ορεινό σύμπλεγμα του Ασκιού, σε περίοπτη θέση προς τον ομώνυμο κάμπο της Κορησού και τα χωριά της ανατολικής λεκάνης της λίμνης. Τα δάση που βρίσκονται πάνω από τον οικισμό αποτελούνται κυρίως από οξιές. Η λέξη Κορησσός, με την ορθογραφία με δύο σίγμα, σύμφωνα με ιστορικά δεδομένα αποτελεί το πρώτο όνομα του οικισμού. Αργότερα πρέπει να μετασχηματίστηκε σε Γκορένση, που προέκυψε από το πρόθεμα «ἐν» και την παραφθορά του ονόματος του χωριού. Η ορθογραφία με διπλό σίγμα κράτησε για αρκετές δεκαετίες ακόμα μέχρι την απάλειψή του σε απροσδιόριστο χρόνο. Το τοπωνύμιο Κορησός υπάρχει σε κείμενο του Ξενοφώντα ως όνομα όρους οικισμού με το όνομα Κορησσός κοντά στην αρχαία Έφεσο καθώς και σε πόλη της αρχαίας Κέας με το όνομα Κορησσία ή Κορησσός. Στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αναφέρεται ότι υπήρχε εικόνα του Αγίου Διονυσίου του 1653, που καταστράφηκε σε πυρκαγιά το 1948 κατά τον Εμφύλιο, όπου αναγραφόταν ως ο Άγιος Διονύσιος ο Κορησωρίτης. Το 1919 επαναφέρεται το ιστορικό του όνομα Κορησός, από το όνομα Γκορένση, που αποτελεί παραφθορά της πρώτης ονομασίας. Κατά την τοπική παράδοση, η δημιουργία του οικισμού προέκυψε από την συνένωση τριών ή τεσσάρων οικισμών που υπήρχαν, της Τσάκωνης, της Σαρακίνας, της Γιάζας και ίσως του Κάνιακου. Αυτό πιθανολογείται να έλαβε χώρα μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του αυτοκράτορα Βασίλειου Β’ στην περιοχή, με την εκδίωξη των βουλγαρικών δυνάμεων του Τσάρου Σαμουήλ στα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα και την ύπαρξη στην περιοχή μεγάλης περιόδου ασφάλειας από επιδρομές και ληστρικές επιθέσεις. Υπάρχουν όμως ισχυρές ενδείξεις ότι ο χώρος κατοικήθηκε πολύ παλαιότερα, καθώς βρέθηκαν μια μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφες παραστάσεις που χρονολογείται πιθανότατα την Ελληνιστική περίοδο και που βρίσκεται εντοιχισμένη στο χώρο του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, καθώς και μία επιγραφή όπου αναγράφεται «Αλέξανδρος ήρω<ς> χαίριν…» που ανάγεται πιθανόν στο τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ.. Επίσης στη θέση Μεγάλη Κρήνη έχουν βρεθεί τμήματα ελληνιστικής κρήνης και σε άλλες θέσεις θολωτοί τάφοι της ίδιας χρονικής περιόδου. Στη θέση Τσάκωνη και στην Κορησό υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα και την ρωμαϊκή περίοδο, όπως αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές. Από τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα συμπεραίνεται η ύπαρξη αρχαίου οικισμού, με συνεχή ζωή από την ελληνιστική ως τη βυζαντινή εποχή, στο λόφο «Τσάκωνη», ο οποίος υψώνεται περίπου 500 μ. δυτικά από την κωμόπολη. Στον οικισμό υπάρχει ο μικρός ναός του Αγίου Γεωργίου στον οποίο υπάρχουν αγιογραφίες όμοιας τεχνοτροπίας με τις εκκλησίες στην πόλη της Καστοριάς (11ος αιώνας-12ος αιώνας). Επίσης στο Aγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας αναφέρεται το όνομα του Οσίου Διονυσίου, γεννημένος στην Κορησό το 1316, μοναχός σε μονή του Αγίου Όρους που ήταν αφιερωμένη στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και σήμερα φέρει το όνομα του ως Μονή Διονυσίου. Εκτός από το πρόσωπο του αγίου, λαμβάνοντας υπόψη ότι και ο αδελφός του ήταν ο μητροπολίτης της Τραπεζούντας Θεοδόσιος, μπορούμε να οδηγηθούμε σε ένα σημαντικό αλλά ίσως και επισφαλές συμπέρασμα. Ότι στην Κορησό της βυζαντινής περιόδου και πριν από την γέννηση των δύο αδελφών, υπάρχει ένας αρκετά σημαντικός οικισμός, με τέτοια πνευματική άνθηση, ώστε να προκύψουν δυο σημαντικά ιστορικές και πνευματικές προσωπικότητες. Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποτελεί τον ενοριακό ναό του οικισμού. Το 1995, ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου μαζί με το ομώνυμο ναΐσκο, χαρακτηρίστηκαν με υπουργική απόφαση ιστορικά διατηρητέα κτίσματα λόγω των εκκλησιαστικών κειμηλίων αλλά και της ιστορικότητας αυτών, λόγω των γεγονότων την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

Κορομηλιά

Η Κορομηλιά, παλαιά ονομασία Σλίβενη, είναι ορεινός οικισμός χτισμένος σε υψόμετρο 700 μέτρων. Η Κορομηλιά είναι γνωστή στην ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς για τις φυσικές της πηγές. Μέχρι το 1923 ήταν μουσουλμανικός οικισμός. Στην τοποθεσία «Πεντατούρ», νότια από το σημερινό χωριό και πολύ κοντά στη συμβολή του ρέματος «Κορέ» και του Λιβαδοπόταμου, έχει εντοπιστεί η θέση ρωμαϊκού οικισμού. Στην Κορομηλιά βρίσκεται η ιστορική μονή του Αγίου Νικολάου Σλίβενης η οποία διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο για την περιοχή των Κορεστίων, όπου έγιναν πολλές ένοπλες συγκρούσεις.

Κρανοχώρι

Το Κρανοχώρι, επίσημα Κρανοχώριον είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 780 μέτρα και βρίσκεται δυτικά του Αλιάκμονα. Είναι χτισμένο σε οροπέδιο και οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και ειδικότερα με την καλλιέργεια φασολιών. Στην περιοχή έχει εντοπιστεί οικισμός ρωμαϊκής εποχής που είχε σχέση με την αρχαία Διοκλητιανούπολη. Πιθανολογείται, από επιγραφή που βρέθηκε πάνω από την κύρια είσοδο εκκλησίας στο «Σκάλι», ότι πρόκειται για την αρχαία Βάττυνα. Η επιγραφή αναφέρει ψήφισμα διαμαρτυρίας των κατοίκων της για καταπάτηση των κτημάτων τους από Ρωμαίους επαρχικούς.

Κρεπενή

Η Κρεπενή είναι ορεινό χωριό με υψόμετρο 619 μέτρα και βρίσκεται στις νοτιοανατολικές όχθες της λίμνης Καστοριάς (Ορεστιάδα) και μέσα από το χωριό περνάει η επαρχιακή οδός Καστοριάς – Αμυνταίου. Στην περιοχή έχουν εντοπιστεί τρεις νεκροπόλεις διαφορετικής μεταξύ τους χρονολόγησης. Η παλαιότερη είναι του 8ου με 7ο αιώνα π.Χ. (Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου) με πυκνές ταφές σε απλούς, συνήθως ορθογώνιους λάκκους, λίγοι από τους οποίους είναι κιβωτιόσχημοι. Τριακόσια μέτρα από την πρώτη βρέθηκαν είκοσι συνολικά τάφοι με μοναδικά ευρήματα της αρχαϊκής εποχής (6ος π.Χ. αιώνας) και η τρίτη των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων του δ’ τέταρτου του 4ου αιώνα ή και των αρχών του 3ου π.Χ. αιώνα.

Λειβαδοτόπι

Το Λιβαδοτόπι ή Λειβαδοτόπι ή Λιβαδότοπος είναι ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 973 μέτρα και βρίσκεται στις πλαγιές του Ανατολικού Γράμμου, δίπλα στα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία και τον Αλιάκμονα (στις αρχές του – Άνω Αλιάκμονας). Όπως τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής (Γλυκονέρι, Γιαννοχώρι, Μονόπυλο και Τρίλοφος) συμπεριλαμβάνεται στα «Γραμμοχώρια της Καστοριάς» όπου έγιναν οι πιο σκληρές και αιματηρές μάχες του Εμφυλίου και είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του. Την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν τσιφλίκι Τούρκων μπέηδων της Φούσιας και στην απελευθέρωση το 1912 διέθετε μονοθέσιο δημοτικό με τριάντα μαθητές. Μετά το 1980 στο χωριό φτιάχτηκαν 15 νεόκτιστα σπίτια και από τον σύλλογο του χωριού αναστηλώθηκε το 1987 η εκκλησία του Αγίου Νικολάου (αρχική κτήση 1657) και χτίστηκε μικρός ξενώνας στη θέση του παλιού σχολείου. Ανατολικά δίπλα στο χείμαρρο Μεγάλο υπάρχει μικρός καταρράκτης ενώ στα βόρεια και δυτικά βρίσκονται οι κορυφές του Γράμμου, «Αλεβίστα» και «Τσάρνος» αντίστοιχα.

Λιθιά

Η Λιθιά είναι ορεινό χωριό με υψόμετρο 760 μέτρα και βρίσκεται προς τα όρια με το νομό Κοζάνης. Σημαντικό αξιοθέατο είναι ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Δημητρίου ο οποίος από το 1996 έχει κηρυχθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Πρόκειται για μονόχωρο ναό, με ξύλινη στέγη και νάρθηκα και διακοσμημένο με τοιχογραφίες του 1783. Η παλιά ονομασία της είναι Κομανίτσοβον και έτσι αναφέρεται το 1918. Το 1926 μετονομάστηκε σε Λιθιά.

Μαυροχώρι

Το Μαυροχώρι βρίσκεται στην ανατολική ακτή της λίμνης Ορεστιάδας απέναντι από την πόλη της Καστοριάς. Είναι ενωμένη οικιστικά με τη βορειότερη Πολυκάρπη με την οποία χωρίζεται από τον ποταμό Ξηροπόταμο. Σήμερα το Μαυροχώρι αποτελεί τουριστικό προορισμό για ήσυχες διακοπές στη λίμνη της Καστοριάς.

Μελάνθιο

Το Μελάνθιο (παλαιά ονομασία Ζαμπύρδενη (προφορά: Ζμπρντεν) μέχρι το 1927) είναι ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 820 μέτρα και βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Μέχρι το 1924 ζούσαν εδώ περίπου 600 μουσουλμάνοι. Οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν μέχρι το 1924 να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να φύγουν στην Τουρκία. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν 320 πρόσφυγες από τον Πόντο.

Μελισσότοπος

Ο Μελισσότοπος είναι ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 740 μέτρα και βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού Καστοριάς. Ο κύριος ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο. Βορειοδυτικά του χωριού βρίσκεται η Μονή Αγίων Αναργύρων, της οποίας το 1822 εκτελέστηκε ο ηγούμενος Γρηγόριος από τους Οθωμανούς, μετά από προδοσία, ως πρωτεργάτης του ξεσηκωμού της περιοχής κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Μεταμόρφωση

Η Μεταμόρφωση είναι ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 670 μέτρα στη βόρεια παραλίμνια ζώνη της Καστοριάς. Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό, βρίσκεται ο ερειπωμένος βυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Πρόκειται για τρίκογχο, μονόχωρο δρομικό ναό με τρούλο, και βρίσκεται στην κορυφή μικρού λόφου κοντά στο χωριό. Μεταγενέστερα γύρω από το ναό εντοπίστηκαν ίχνη θεμελίων από κελιά και άλλες κατασκευές, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη θέση αυτή λειτουργούσε μοναστήρι χωρίς όμως να έχει ταυτοποιηθεί επιστημονικά μέχρι σήμερα. Τα υλικά και ο τρόπος κατασκευής τού μνημείου, η παντελής έλλειψη κεραμοπλαστικού διακόσμου και η αμιγώς λιθοδομημένη τοιχοποιΐα του, τοποθετούν χρονολογικά, το ναΐδριο στο Β’ μισό του 8ου ή στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα. Η εκκλησία έχει ανακηρυχθεί από το 1961 ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Η τοπογραφία της περιοχής στη βόρεια ζώνη της λίμνης της Καστοριάς και στις κατώτατες νότιες παρυφές του όρους Βίτσι, ευνοεί για την καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων. Οι κάτοικοι του, ασχολούνται με την αμπελουργία και τη μικρή παραγωγή κρασιού, με την καλλιέργεια σιτηρών και φασολιών, από τα μέσα του 20ου αιώνα με την εντατική καλλιέργεια μήλων που ανήκουν σε αρκετές ποικιλίες. Μερικοί κάτοικοι ασχολούνται και με τη γουνοποιία.

Νέα Κοτύλη

Η Νέα Κοτύλη είναι ορεινός οικισμός χτισμένη σε υψόμετρο 1450 μέτρων και βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στα Ανατολικά της κορυφής Πύργος που είναι η υψηλότερη του όρους Βόιου. Ο οικισμός δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από κατοίκους της Κοτύλης που εγκατέλειψαν το χωριό τους που είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και του Ελληνικού Εμφυλίου στις οποίες προστέθηκαν και σοβαρές κατολισθήσεις. Αναγνωρίστηκε επίσημα ως οικισμός το 1951.

Νέο Κωσταράζι

Το Νέο Κωσταράζι αποτελείται από τον οικισμό Νέο Κωσταράζι και από τον παλαιότερο οικισμό Κωσταράζι (ή Παλιό Κωσταράζι όπως είναι ευρύτερα γνωστός). Ο παλαιότερος οικισμός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς, αποτελώντας σταθμό για τα ελληνικά σώματα των Μακεδονομάχων. Πρόκειται για ένα νεότερο οικισμό, που ιδρύθηκε μετά το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο παλαιότερος οικισμός, Παλιό Κωσταράζι, καταστράφηκε το 1944 από τους Γερμανούς και παραμένει ακατοίκητος, ενώ διασώζονται ο Ιερός Ναός Της Γέννεσης Της Θεοτόκου και τα σπαράγματα του σχολείου και μερικών σπιτιών. Το Νέο Κωσταράζι και ειδικότερα η περιοχή «Λάγουρα», βρίσκονται σε ένα υπόβαθρο από υπολείμματα που ανήκουν γεωλογικά στην πλειστόκαινο εποχή, χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται και σε άλλα υψίπεδα του οροπεδίου του Άνω Αλιάκμονα που ξεκινά από τη λίμνη της Ορεστιάδα και φτάνει στα Γρεβενά. Τα απολιθώματα αυτά εκτός από τη χλωρίδα της περιοχής αυτήν την προϊστορική περίοδο, αποκαλύπτουν και την πανίδα της περιοχής, υποδεικνύοντας την πιθανή ύπαρξη μεγαλόκερων, ενώ στην κοντινή περιοχή της «Τσάκωνης» έχει βρεθεί ελεφαντόδοντο από την ίδια γεωλογική περίοδο. Άλλα είδη που παρατηρούνται είναι πρώιμα είδη ζώων όπως βοειδή, καλαμαριοειδή, ελαφοειδή, προβοσκιδοειδή, ρινοκεροειδή και κυνοειδή από την παλαιόκαινο και την πλειστόκενο εποχή, με τα περισσότερα είδη να ανήκουν στην δεύτερη περίοδο. Υπάρχουν λιγότερα ευρήματα από την προγενέστερη περίοδο της παλαιόκαινους εποχής, αλλά είναι πιθανή η ανεύρεση παλαιοτέρων αυτής. Βορειοανατολικά από το σημερινό χωριό, στο ύψωμα «Παλαιόκαστρο», σώζονται ερείπια προϊστορικού φρουρίου.

Νεστόριο

Το Νεστόριο χωρίζεται σε Άνω Νεστόριο και Κάτω Νεστόριο. Το Κάτω Νεστόριο φτάνει μέχρι τον ποταμό Αλιάκμονα. Βρίσκεται σε μια πλαγιά του Γράμμου, σε υψόμετρο 890 μέτρων και οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Πλάι στο Κάτω Νεστόριο βρέθηκαν λείψανα αρχαίου οικισμού, που ήταν χτισμένος στη νότια πλαγιά του λόφου «Κάστρο». Ανατολικά του Νεστορίου και του στρατιωτικού νεκροταφείου, σε υψόμετρο 1.017 μέτρων βρίσκεται μια φυσική ακρόπολη που για αιώνες αποτέλεσε αμυντικό οχυρό στις επιδρομές εναντίον της περιοχής και ονομάζεται «Κάστρο» ή «Καϊλάς». Διαθέτει πανοραμική θέα και στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται εκεί κάθε χρόνο του Αγίου Πνεύματος γίνεται μεγάλο πανηγύρι. Υπάρχουν ως αξιοθέατα η εκκλησία των Ταξιαρχών η οποία είναι τρίκλιτη βασιλική χτισμένη το 1858 και διακοσμημένη με αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο και η Κοίμηση της Θεοτόκου, η παλαιότερη εκκλησία του οικισμού, του 1816 με χαρακτηριστικό πολυγωνικό πέτρινο καμπαναριό, παλιές εικόνες εκκλησιαστικά βιβλία του 18ου και 19ου αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο πέτρινος νερόμυλος του 19ου αιώνα με τις μυλόπετρες στις δυο νεροτριβές και το μοναστήρι της Παναγίας της Τσούκας στη γειτονική Αγία Άννα που έχει κηρυχθεί ιστορικό και διατηρητέο μνημείο.

Νόστιμο

Το Νόστιμο είναι ορεινός οικισμός και βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού στα όρια με το νομό Κοζάνης σε υψόμετρο 920 μέτρων. Το 1935 κάτοικος της περιοχής, εξορύσσοντας λιγνίτη, διαπίστωσε την ύπαρξη απολιθωμένων κορμών και θαλάσσιων απολιθωμάτων. Εξήντα χρόνια μετά ξεκινούν επίσημα οι ανασκαφές. Οι ερευνητές έφεραν στο φως το απολιθωμένο δάσος ηλικίας 27-23 εκατομμυρίων ετών. Ειδικοί επιστήμονες καταλήγουν σ’ αυτό το συμπέρασμα ύστερα από πολύχρονη επιστημονική τεκμηρίωση των ευρημάτων που ανάγονται στην Προανθρώπινη εποχή την πρώτη περίοδο του Καινοζωϊκού αιώνα όπως δόντια καρχαρία, μύδια, αστερίες, κοχύλια, σαλιγκάρια, τροπικά και υποτροπικά είδη βλάστησης σε άριστη απολίθωση.

Οινόη

Η Οινόη είναι χτισμένη στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, σε υψόμετρο 730 μέτρων και απέχει περίπου 10 χιλιόμετρα από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Τον οικισμό διατρέχει παραπόταμος του Αλιάκμονα. Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ο οικισμός ονομαζόταν Όσσιανη, ονομασία που έχει σλαβική προέλευση και δηλώνει τον τόπο παραγωγής οπωρών. Μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, την πλειοψηφία του χωριού αποτελούσαν Οθωμανοί ενώ υπήρχε και μικρή μειοψηφία Ελλήνων, οι οποίοι το 1923 ανέρχονταν σε περίπου 35 άτομα. Το 1923, εγκαταστάθηκαν στο χωριό 409 πρόσφυγες από διάφορες περιοχές του Πόντου. Την ίδια εποχή, το χωριό μετονομάστηκε σε Οινόη έπειτα από συνέλευση των κατοίκων. Το όνομα αυτό προτιμήθηκε από τους κατοίκους καθώς έκανε μνεία στην Οινοή του Πόντου, από όπου καταγόταν σημαντική μερίδα των προσφύγων του οικισμού.

Ομορφοκκλησιά

Η Ομορφοκκλησιά Καστοριάς (παλιότερα ονομαζόταν Κάλλιστα ή Γκάλλιστα) είναι ορεινός οικισμός σε υψόμετρο 800 μέτρα. Είναι γνωστή για την εκκλησία της και το μοναδικό ολόσωμο ξύλινο ανάγλυφο του Αγίου Γεωργίου που την κοσμεί ύψους περίπου 3 μέτρα του 13ου αι. Η υπέρθυρη κτητορική επιγραφή του αναφέρει έτος 1286/87 που οι Άρχοντες Νετζάδες «Ανδρόνικος, Νικηφόρος και Ιωάννης» ανέλαβαν τα έξοδα της ανοικοδόμησης στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγου. Το 1684 μαζί με τη Μονή Τσούκας Καστοριάς είχε ενταχθεί στο μοναστήρι της Μαυριώτισσας. Έχει ανακηρυχθεί, μαζί με την κοντινή μονή Παμμέγιστων Ταξιαρχών Τσούκας, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το 1924.

Οξυά

Η Οξυά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στις πλαγιές του Βέρνου (Βιτσίου) και είναι ένα από τα ορεινότερα χωριά της Μακεδονίας. Βρίσκεται κάτω από την κορυφή του Βιτσίου και εκτείνεται μέσα σε οροπέδιο που περιβάλλεται από οξυές και φυσικούς λειμώνες. Διαρρέεται από ένα μικρό ποτάμι και χωρίζεται σε δυο οικισμούς που ανάμεσά τους είναι χτισμένη η Εκκλησία και το Σχολείο του χωριού. Το χωριό από θεμελιώσεως μέχρι τους νεότερους χρόνους αποτελεί τυπική περίπτωση δημιουργίας ορεινών οικισμών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά και σημείο αναφοράς ως αντιπροσωπευτικό χωριό που βρέθηκε για πενήντα ακριβώς χρόνια (1899-1949) στο μεταίχμιο των ενόπλων αναμετρήσεων και βίωσε τριτοκοσμικές καταστάσεις. Μετά την κατάκτηση της Καστοριάς από τους Οθωμανούς στα 1383 ή 1384, δημιουργείται ο πρώτος πυρήνας του πάνω χωριού μέσα σε μια εσοχή μεταξύ δυο ποταμών στις υπώρειες του δάσους με οξιές και εκτεταμένους φυσικούς λειμώνες από καταφυγόντες των πεδινών περιοχών της Καστοριάς και των παραλίμνιων χωριών της. Σήμερα στην περιοχή αυτή, που ακόμα και σήμερα ονομάζεται Άνω χωριό, υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Η πρώτη έγγραφη μνεία του χωριού βρίσκεται σε κώδικα της Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς, ο οποίος φυλάσσεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Οι ληστρικές επιδρομές των Αλβανών από το 1769 προκαλούν εκ νέου αναταράξεις για τους επόμενους αιώνες. Το 17ο με 18ο αιώνα κάτοικοι μεταναστεύουν σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες τότε ήταν σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστρίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1850 αρκετοί μεταναστεύουν στην Κωνσταντινούπολη. Στο χωριό εγκαταστάθηκε μια οικογένεια 6 προσφύγων μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών. Ο οικισμός διαθέτει ακόμα και σήμερα δύο άδειες λειτουργίας απόσταξης τσίπουρου και από τους τέσσερεις νερόμυλους σώζεται μόνο ένας εγκαταλειμμένος σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων βορείως του χωριού. Η απότομη κατακρήμνηση του νερού σε μερικά σημεία και η έλλειψη παραποτάμων των γειτονικών χωριών Πολυκέρασου και Περικοπής συνετέλεσαν στη δημιουργία ικανού αριθμού νερομύλων.

Πεντάβρυσο

Το χωριό Πεντάβρυσο ή Πεντάβρυσος βρίσκεται σε υψόμετρο 790 μέτρων. Από την ανεύρεση διαφόρων αρχαιοτήτων μαρτυρείται η ύπαρξη ρωμαϊκού οικισμού στο ισοπεδωμένο σήμερα ύψωμα «Άγιος Σπυρίδωνας», σε απόσταση ενός μόνο χιλιομέτρου από το σημερινό χωριό. Στην Πεντάβρυσο, το καλοκαίρι του 1999, ανακαλύφθηκε από αρχαιολόγους το αρχαιότερο επιτύμβιο ανάγλυφο της Άνω Μακεδονίας και ένα από τα καλύτερα κλασικά έργα (με γυναικεία μορφή) που έχουν ποτέ ανακαλυφθεί σ’ ολόκληρη τη μακεδονική επικράτεια. Η παλιά ονομασία του είναι Ζελεγκόσδη και έτσι αναφέρεται το 1918. Το 1928 μετονομάστηκε σε Πεντάβρυσο.

Πευκόφυτο

Το Πευκόφυτο είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 980 μέτρα και βρίσκεται προς τα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία και τα όρια με το νομό Ιωαννίνων. Είναι χτισμένο στις πλαγιές του όρους Κάτω Αρένα (βουνό του Γράμμου), δυτικά του ποταμού Σαραντάπορου, ανάμεσα σε κατάφυτη περιοχή με πολλά νερά. Αξιοθέατα του χωριού είναι η πλατεία του, η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, το μικρό λαογραφικό μουσείο στο παλιό δημοτικό σχολείο και η περιοχή «Κεφαλόβρυσο» με τα πολλά τρεχούμενα νερά και βρύσες. Βορειοδυτικά του χωριού, στον ορεινό όγκο του Γράμμου και σε υψόμετρο 1.740 μέτρων βρίσκονται οι λίμνες Αρρένες. Πρόκειται για μια μικρή και μια μεγαλύτερη λίμνη που περιβάλλονται από υποαλπικά λειβάδια και δάση οξυάς, με τα βράχια της κορυφής Επάνω Αρένα να δεσπόζουν από πάνω τους.

Πολυκέρασο

Το Πολυκέρασο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.220 μέτρων στο Βίτσι. Παλαιότερα ονομαζόταν Τσερέσνιτσα. Το 2006 κηρύχθηκε ιστορικός τόπος (διατηρητέος οικισμός) λόγω της αρχιτεκτονικής, λαογραφικής και εν γένει ιστορικής σημασίας του.

Πορειά Καστοριάς

Η Πορειά ή Ποριά είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 680 μέτρα και βρίσκεται στο κέντρο του νομού και κοντά στη συμβολή του ποταμού Αλιάκμονα με τον παραπόταμό του Λαδοπόταμο. Μέσα από το χωριό περνάει η επαρχιακή οδός Καστοριάς – Ομορφοκκλησιάς και σημαντικό του αξιοθέατο είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που από το 1997 έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Πρόκειται για μονόχωρο ναό με νάρθηκα και τρίπλευρη αψίδα Ιερού. Είναι κατάγραφος εσωτερικά, με καλής ποιότητας λαϊκοβυζαντινές τοιχογραφίες του 1835, με στοιχεία μπαρόκ και υπογεγραμμένες από τον αγιογράφο Αργύρη Μιχάλη. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, με τρίχρωμες παραστάσεις. Από τις φορητές εικόνες μόνο το Αποστολικό βρίσκεται in situ. Η παλιά ονομασία του χωριού είναι Ίζγλιμπι και έτσι αναφέρεται το 1918. Το 1926 μετονομάστηκε σε Ποριά και το 1940 διορθώνεται σε Πορειά.

Πτελιά

Η Πτελιά ή Πτελέα είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 800 μέτρα. Η ονομασία του χωριού οφείλεται στις φτελιές που είναι τα χαρακτηριστικά δένδρα της περιοχής. Αξιοθέατα θεωρούνται οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Δημητρίου που από το 1991 έχουν κηρυχθεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Ο Άγιος Δημήτριος είναι τρίκλιτη βασιλική διακοσμημένη με τοιχογραφίες στην αψίδα του ιερού βήματος καθώς και στην κόγχη της πρόθεσης του ιερού που αποτελούν δείγματα τέχνης που επικρατεί στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο Άγιος Νικόλαος ο Πετρίτης είναι μονόχωρο ξωκλήσι πριν το χωριό που χρονολογείται το 1417 σύμφωνα με επιγραφή η οποία βρίσκεται επάνω από τη θύρα της δυτικής του εισόδου. Ανατολικά και σε απόσταση 2 χλμ. προς το Κρανοχώρι βρίσκεται ένας εξοχικός ναός που είναι αφιερωμένος στον ασκητή όσιο Ονούφριο τον Αιγύπτιο (4ος αι).

Στενά

Τα Στενά είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 940 μέτρα και είναι χτισμένα δίπλα στη συμβολή των χειμάρρων Μεγάλο και Στενοπόταμου που καταλήγουν στον Αλιάκμονα ποταμό. Αναφέρεται ως Στέντσκο το 1918, μετά την απελευθέρωση και το 1926 μετονομάζεται σε Στενά.

Τρίλοφος

Ο Τρίλοφος ή το Τρίλοφο είναι ορεινό χωριό σε υψόμετρο 1.148 μέτρα και βρίσκεται στις πλαγιές του Γράμμου, δίπλα στα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία και τον Αλιάκμονα (στις αρχές του – Άνω Αλιάκμονας). Την περίοδο της τουρκοκρατίας ονομαζόταν Σλήμνιτσα και ήταν το μεγαλύτερο της περιοχής με 200 οικογένειες. Χωριζόταν σε δύο μαχαλάδες, τον Πάνω και τον Κάτω, και υπήρχαν πολλές πέτρινες διώροφες ή τριώροφες αρχοντικές κατοικίες κτισμένες από Ηπειρώτες μαστόρους. Όπως τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής (Γλυκονέρι, Γιαννοχώρι, Μονόπυλο και Λιβαδοτόπι) συμπεριλαμβάνεται στα «Γραμμοχώρια της Καστοριάς» όπου έγιναν οι πιο σκληρές και αιματηρές μάχες του Εμφυλίου και είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του. Αξιοθέατα του χωριού είναι το ερειπωμένο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, το ξωκλήσι του Αγίου Χριστόφορου στον «Κάτω Μαχαλά» καθώς και οι εκκλησίες της Κοίμησης της Θεοτόκου (1743) που καταστράφηκε από βόμβες ή πυροβόλα του Εθνικού Στρατού την περίοδο του Εμφυλίου και του Αγίου Αθανασίου (1874). Αξιοπρόσεκτη είναι ακόμα μια πέτρινη σκεπαστή βρύση με ανάγλυφη διακόσμηση στην είσοδο του χωριού από τα Φούσια και το πέτρινο Δημοτικό σχολείο που χτίστηκε το 1924 από Αρβανίτες μαστόρους.

Τσάκονη

Η Τσάκονη (παλαιότερα Τσάκωνη) βρίσκεται σε υψόμετρο 720 μέτρων και είναι χτισμένη σε κοντινή απόσταση από τον ποταμό Αλιάκμονα. Στον οικισμό εγκαταστάθηκαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες. Το χωριό εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης έχει κλίμα ηπειρωτικό, κρύους χειμώνες με πολλά χιόνια και αρκετούς παγετούς, αλλά και αρκετά ζεστά καλοκαίρια με ξαφνικές καταιγίδες. Έξω από το χωριό, στο δρόμο προς τον Άγιο Αθανάσιο, διέρχεται το διεθνές ορειβατικό μονοπάτι Ε6. Το χωριό είναι στο κέντρο του οροπεδίου της Ορεστίδος, οπότε η Τσάκωνη έχει το προνόμιο να έχει επίπεδες γεωργικές εκτάσεις, στις οποίες καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά, ενώ υπάρχουν αρκετά αμπέλια και αρκετοί καρυδώνες. Από διάφορα επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρείται η ύπαρξη ρωμαϊκού οικισμού πλάι (300 μ. ΝΑ) στο σημερινό χωριό και συγκεκριμένα στο ύψωμα «Λιβάδια». όπου σήμερα η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.

Χαλάρα

Τα Χαλάρα είναι ορεινός οικισμός χτισμένος σε υψόμετρο 870 μέτρων. Στη Χαλάρα, εκτός από τα πλίθινα σπίτια, αξίζει να δει κανείς το νερόμυλο που βρίσκεται έξω από αυτό, χτισμένο το 1900, αλλά και τον Ιερό Ναό της Παναγίας, που είναι πλινθόκτιστος. Ο Ιερός Ναός της Παναγίας πρωτοχτίστηκε κατά τη βυζαντινή εποχή και είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, όμως ο ναός φαίνεται πως κατά την πάροδο του χρόνου κατέρρευσε και πάνω στα ερείπια του κοντά στο 1700 ξαναχτίστηκε. Εντός του ναού των Κορεστείων σώζονται οι σπάνιες κι αινιγματικές παραστάσεις δύο μεγάλων ρολογιών. Οι παραστάσεις αυτές βρίσκονται στην κατώτερη ζώνη του βόρειου τοίχου του, κάτω ακριβώς από τις αγιογραφίες των Τριών Ιεραρχών κι ανάμεσα σε φυτόσχημα και ανθόμορφα διακοσμητικά μοτίβα. Ίχνη αρχαίας κατοίκησης διαπιστώθηκαν σε μια τοποθεσία («Μπουάτες»), που βρίσκεται βορειοανατολικά του χωριού. Μέχρι το 1927, το χωριό ονομαζόταν Ποδόβιστα και ονομάστηκε σε Χαλάρα.

Χρυσή

Η Χρυσή (πρώην Σλάτινα) είναι ορεινό χωριό, χτισμένη σε υψόμετρο 1.050 μέτρων στις παρυφές του Γράμμου) και είναι ένα από τα ορεινότερα χωριά του νομού Καστοριάς. Σύμφωνα με μια εκδοχή, χτίστηκε γύρω στο 1700 από κτηνοτρόφους που προέρχονταν από την Ήπειρο. Στις αρχές του 20ού αιώνα το χωριό ήταν ελληνόφωνο, με ορισμένες οικογένειες να μιλούν αρβανίτικα, τα οποία ωστόσο εξαλείφθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά μερικές δεκαετίες μετά την ενσωμάτωση της Χρυσής στο ελληνικό κράτος. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται οι Αρένες, όπου υπάρχει αλπική λίμνη στην οποία διαμένουν τρίτωνες, καθώς και την παλιά μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Οι κάτοικοί της ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ τα παλαιότερα χρόνια οι άρρενες μετέβαιναν κατά τους χειμερινούς μήνες σε άλλες περιοχές (όπως η Αιτωλοακαρνανία, η Χαλκιδική και η Θεσπρωτία) ως εποχικοί εργάτες (κτίστες κ.ά.). Στο χωριό υπάρχει βιοτεχνία χαλιών και ιχθυοτροφείο πέστροφας.

Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια

Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register