Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Έβρου αξιοθέατα

Αξιοθέατα στο Νομό Έβρου

Αξιοθέατα στο Νομό Έβρου

Αρχαιολογικοί Χώροι

Μεσημβρία - Ζώνη

Μεσημβρία – Ζώνη ονομάζεται αρχαιολογικός χώρος ο οποίος βρίσκεται 20 χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξανδρούπολης, ανάμεσα από την Παραλία Πετρωτών και τα Δίκελλα στον Έβρο, κοντά στο χωριό Μεσημβρία Έβρου. Στην περιοχή έχουν ανακαλυφθεί πλήθος νομισμάτων Ζώνης και υπάρχει η άποψη ότι ο χώρος της Μεσημβρίας ταυτίζεται με την αρχαία Ζώνη. Στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκονται ερείπια αρχαίας Ελληνικής πόλη της Θράκης, στα παράλια του Θρακικού πελάγους. Ως Σαμοθρηΐκεα τείχεα ο Ηρόδοτος αναφέρεται στις πόλεις-φρούρια που οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι από τη Σαμοθράκη άρχισαν να χτίζουν στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. ανάμεσα στο βουνό Ίσμαρο και τον ποταμό Έβρο. Οι πόλεις που αναπτύχθηκαν στην αρχαιότητα ήταν η Μεσημβρία, η Δρυς, η Ζώνη και η Σάλη. Στα ρωμαϊκά χρόνια αναπτύχθηκε η Τέμπυρα και το Χαράκωμα. Οι αποικίες αυτές χρησιμοποιούνταν για τον έλεγχο των περασμάτων αλλά και για την πρόσβαση και το εμπόριο καταναλωτικών αγαθών με την ενδοχώρα. Επίσης οι πόλεις αυτές συνέβαλαν στον εξελληνισμό των Θρακών της περιοχής. Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο ο επισκέπτης μπορεί να δει τα ερείπια από το οχυρωματικό τείχος, το περιτειχισμένο οικισμό ελληνιστικών χρόνων, το Ναό του Απόλλωνα, τις Κατοικίες και το Ιερό της Δήμητρας. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι προσβάσιμος σε ΑΜΕΑ. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Πυροστιά Διδυμοτείχου

Η Πυροστιά ή Τρίποδας είναι ένα ταφικό μνημείο, συγκεκριμένα τουρμπές του Ορούτς Πασά στο Διδυμότειχο και χρονολογείται από το 15ο αιώνα. Βρίσκεται πίσω από το Δημαρχείο Διδυμότειχου στην άκρη ενός μεγάλου μουσουλμανικού νεκροταφείου. Η ονομασία Πυροστιά ή Τρίποδας χρησιμοποιείται από το ντόπιο πληθυσμό και οφείλεται σε οπτική εντύπωση που δημιουργεί το μνημείο υπό συγκεκριμένη γωνία. Ο Ορούτς Πασάς ήταν στρατηγός και μπεηλέρμπεης της Ανατολίας υπό τον Μουράτ Β’ (1453). Ο Ορούτς Πασάς προσέφερε αξιοσημείωτη οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη, σήμερα σώζονται τα ομώνυμα χαμάμ. Είναι ανοικτού τύπου και αποτελείται από ένα βάθρο με καμαροσκέπαστο θάλαμο όπου στο παρελθόν είχε πλινθόκτιστο θόλο ο οποίος έχει καταπέσει. Το 1989 βρέθηκε σε κρύπτη σκελετός άνδρα χωρισμένος στα δύο. Η ταφή με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αντικρίζει το σώμα ο ήλιος υπόδειξε ότι πρόκειται για μουσουλμανική ταφή. Στο μνημείο υπάρχει μαθηματική συμμετρία και εφαρμογή βυζαντινής μετρολογίας. Το μνημείο είναι τέλειος κύβος με μέγεθος πλευράς 20 βυζαντινών εμβατών (28,6 εκατοστά το καθένα). Στις διαστάσεις των και στην συσχέτιση των δομικών υλικών υπάρχει επίσης συμμετρία βυζαντινής μετρολογίας. Τα δομικά υλικά διασυνδέονται με γεωμετρικές σχέσεις όπως της χρυσής τομής και τα μεγέθη τους συνδέονται με το βυζαντινό εμβάτη. Συγκεκριμένα οι πλίνθοι έχουν μήκος ακριβώς 28,6 εκατοστά (δηλαδή 1 βυζαντινό εμβάτη). (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ρωμαϊκά Λουτρά Τραϊανούπολης

Τα ερείπια μιας σημαντικής ρωμαϊκής πόλης, της Τραϊανούπολης, βρίσκονται δεκατέσσερα χλμ. ανατολικά της Αλεξανδρούπολης και νότια της κοινότητας Λουτρού. Ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Μάρκο Ούλπιο Τραϊανό (98-117 μ.Χ.) πάνω στον άξονα της περίφημης Εγνατίας Οδού, υπολείμματα της οποίας μπορεί ο επισκέπτης να δει δεξιά του δρόμου Λουτρού – Μοναστηρακίου, και αποτέλεσε το νέο αστικό κέντρο στη συνέχεια της Σαμοθρακικής Περαίας. Το πιο αξιόλογο οικοδόμημα είναι η Χάνα, ένα κτίριο του του 4ου αιώνα μΧ, που χρησιμοποιήθηκε ως ξενώνας. Πίσω από την Χάνα βρίσκονται λουτρώνες από την εποχή της Τουρκοκρατίας (16ος αι.). Ακόμη σώζονται ερείπια εκκλησίας και στο λόφο του Αγίου Γεωργίου, πιθανή ακρόπολη του ρωμαϊκού οικισμού, καθώς και ερείπια του μουσουλμανικού τεκκέ του Ισικλάρ που περιγράφηκε το 1668 από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή. Πιθανώς η θέση επιλέχθηκε λόγω τον ιαματικών πηγών της. Οι περίφημες πηγές της Τραϊανούπολης που έχουν φιλοξενήσει Αυτοκράτορες και Σουλτάνους λειτουργούν μέχρι σήμερα με αναγνωρισμένες ιαματικές πηγές.Τα θεραπευτικά νερά της περιοχής είναι γνωστά επειδή είναι πλούσια σε υδροχλωριούχα και θερμομεταλλικά στοιχεία, τα οποία ενδείκνυνται για τη θεραπεία ρευματισμών, δισκοπάθειας, αλλά και παθήσεων του ήπατος και των νεφρών. Στην περιοχή υπάρχουν τουριστικές υποδομές φιλοξενίας, για όλους όσοι επιθυμούν να τα επισκεφθούν, είτε για λόγους υγείας, είτε για λόγους χαλάρωσης και αναψυχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Χαμάμ του Ορούτς Πασά

Το Χαμάμ του Ορούτς Πασά επίσης γνωστό ως Λουτρά των Ψιθύρων ή Λουτρά του Έρωτα, είναι οθωμανικό λουτρό το οποίο χρονολογείται από το 1398-1399 και βρίσκεται σε υπερυψωμένο ανάχωμα στις όχθες του Ερυθροπόταμου στο Διδυμότειχο. Σύμφωνα με τον Ολλανδό οθωμανολόγο Μαχίλ Κιλ, το συγκεκριμένο χαμάμ αποτελεί εκ των πλέον πρώιμων οθωμανικών λουτρών στον ελλαδικό χώρο, καθώς η ανέγερσή του χρονολογείται κατά την περίοδο μεταξύ 1398 και 1399 (το Διδυμότειχο καταλήφθηκε το από τον Μουράτ Α΄ το 1361). Η είσοδος του λουτρού από την βορειοδυτική πλευρά οδηγεί σε χώρο αποδυτηρίων διαστάσεων 5,10×5,00μ. Στο λουτρό υπήρχαν δύο τμήματα, το «χλιαρό» και το «θερμό». Σύμφωνα με τον οθωμανό περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή η τοιχοποιία περιείχε πήλινους αγωγούς έτσι οι ήχοι από το «θερμό» τμήμα ακουγόταν στο «χλιαρό» τμήμα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το λουτρό πήρε και το όνομα Fısıltı Hamami δηλαδή «Λουτρό των Ψιθύρων». Λόγω της ιδιαίτερης ακουστικής, στο χαμάμ αυτό οι εραστές μπορούσαν να εκφράζουν τα πάθη τους ενώ η Υψηλή Πύλη μπορούσε να πληροφορείται εκμυστηρεύσεις εξόριστων Πασάδων. Τα χαμάμ αυτά λειτούργησαν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και σήμερα θεωρούνται τα αρχαιότερα σωζόμενα Οθωμανικά λουτρά στην Ευρώπη. Για την ανάδειξη του μνημείου αυτού όπως και ενός αντίστοιχου λουτρού στο Σβίλεγκραντ της Βουλγαρίας υπογράφηκε συμφωνία στις 14 Μαρτίου 2011 μεταξύ Ελλάδος, Βουλγαρίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Μουσεία

Αρχαιολογικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης είναι ένα νέο δημόσιο μουσείο που υπάγεται στην ευθύνη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Έβρου, περιφερειακής υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού. Το κτίριό του άρχισε να οικοδομείται το 2013. Το μουσείο δεν έχει ανοίξει ακόμη επίσημα τις πύλες του, αλλά θα υποδεχτεί το κοινό σύντομα με τη διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων και άλλων εκδηλώσεων, μέχρι να ολοκληρωθεί η μόνιμη έκθεσή του. Τα ωράρια λειτουργίας του θα προσαρμόζονται αναλόγως. Η μόνιμη έκθεσή του θα περιλαμβάνει αρχαιολογικά ευρήματα προερχόμενα από την περιοχή του Έβρου που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Θα είναι χωρισμένη σε τρεις μεγάλες θεματικές ενότητες: Η παραλιακή ζώνη, η ενδοχώρα και οι ταφικοί τύμβοι της πεδιάδας του Έβρου. Το μουσείο στεγάζει επίσης τα γραφεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Έβρου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου

Το Βυζαντινό Μουσείο στεγάζεται σε ένα νέο κτίριο 2.470 τ.μ. με ισόγειο, υπόγειο και όροφο, όπου αναπτύσσονται, εκτός από τον εκθεσιακό χώρο (400 τ.μ.), αποθήκες, εργαστήρια, αναψυκτήριο, αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων και περιοδικών εκθέσεων. Το οικόπεδο έκτασης 5500 τ.μ. αποτελεί δωρεά του Δήμου Διδυμοτείχου για τη δημιουργία και στέγαση του Μουσείου. Το κτίριο του Μουσείου αποπερατώθηκε το 2010. Το Μουσείο παρουσιάζει την ιστορία του Διδυμοτείχου σε μια παράλληλη αφήγηση ξεκινώντας από τον 2ο αι. μ.Χ. όταν ιδρύθηκε στο λόφο της Αγίας Πέτρας η Πλωτινόπολη από τον αυτοκράτορα Τραϊανό. Οι επισκέπτες θα γνωρίσουν πως το Διδυμότειχο ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου και αποτέλεσε σε διάφορες περιόδους διοικητική και στρατιωτική βάση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έγινε πρωτεύουσα του Βυζαντίου τρεις φορές και είναι το μέρος όπου διάλεξε να στεφθεί αυτοκράτορας ο Ιωάννης Καντακουζηνός διαδεχόμενος τον Ανδρόνικο Γ’. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Διδυμοτείχου)

Δημοτικό Ιστορικό Μουσείο

Το Δημοτικό Ιστορικό Μουσείο, πρώην αρχοντικό Μπρίκα, ένα ακόμη εμβληματικό κτίριο της πόλης, συνδυάζει την αρχιτεκτονική της «δυτικής προαστιακής βίλας» με αυτή του κουκουλόσπιτου. Δωρίστηκε στον Δήμο και αποκαταστάθηκε ως μουσείο που προβάλλει τη γενικότερη ιστορία της πόλης, συμπεριλαμβανομένων της μουσικής, των γραμμάτων, του αθλητισμού, της πολιτικής ζωής, της αρχιτεκτονικής και της σύγχρονης τέχνης, ενώ σύντομα θα εμπλουτιστεί με την εικονική σύνδεση με φορείς της ιστορίας, τόπους και δραστηριότητες. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σουφλίου)

Εθνολογικό Μουσείο Θράκης

Το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης ιδρύθηκε από την Αγγέλα Γιαννακίδου για να διατηρήσει την ιστορική μνήμη στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Θράκης. Στεγάζεται σε ένα πέτρινο νεοκλασικό κτίριο του 1899 επί της 14ης Μαΐου 63, στην Αλεξανδρούπολη. Λειτουργεί από τον Οκτώβριο του 2002 και είναι ένας ζωντανός τόπος γνωριμίας με το λαϊκό πολιτισμό της Θράκης. Η συλλογή του Μουσείου αποτελείται από αντικείμενα του υλικού πολιτισμού των Θρακών, σπάνιο αρχειακό φωτογραφικό υλικό, καταγραφές-video και βιβλιοθήκη. Στο χώρο του Μουσείου εκτίθενται 500 αντικείμενα μέρος της συλλογής του Μουσείου. Το εκθεσιακό υλικό οργανώθηκε έτσι ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να αποκομίσει μια εικόνα της παραδοσιακής ζωής της Θράκης και ειδικότερα του νομού Έβρου από το τέλος του 17ου  ως τις αρχές του 20ου αιώνα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης

To Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρουπόλεως ιδρύθηκε το 1976 και στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο της Λεονταρίδειου Σχολής, κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο ήδη από το 1978. Η συλλογή του Μουσείου περιλαμβάνει περισσότερα από 400 κειμήλια εκκλησιαστικής τέχνης: εικόνες, ιερά σκεύη, ιερατικά άμφια, ξυλόγλυπτα και παλαίτυπα. Τα αντικείμενα αυτά προέρχονται από την περιοχή γύρω από τις δύο όχθες του ποταμού Έβρου και χρονολογούνται από τον 16ο έως και τον 20ο αιώνα. Τα εκθέματά του αντιπροσωπεύουν την πίστη απλών ανθρώπων που έζησαν σε παλαιότερες από εμάς εποχές. To Εκκλησιαστικό Μουσείο είναι χώρος πολιτισμού και ιστορικής μνήμης και τελεί υπό την άμεση εποπτεία της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, Τραϊανουπόλεως και Σαμοθράκης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Εκκλησιαστικό Μουσείο Διδυμοτείχου

Το Εκκλησιαστικό Μουσείο στεγάζεται στο υπόγειο του Ιερού Ναού Παναγίας Ελευθερώτριας. Διαθέτει μια αξιόλογη συλλογή εικόνων και άλλων ιερών αντικειμένων, σκευών, αμφίων κτλ. Το μεγάλο μέρος του κατέχουν εικόνες από το τέλους του Βυζαντίου μέχρι και τον 20ο αιώνα και οι οποίες μπορούν να αποδοθούν σε ποικίλες «σχολές». Κάποια από τα εκθέματα είναι σπάνια και μεγάλης αξίας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Διδυμοτείχου)

Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης

Το Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης είναι έργο του ομώνυμου συλλόγου και στεγάζεται σε ένα σύγχρονο κτίριο στο κέντρο της πόλης. Περιλαμβάνει θεματικές ενότητες με αντικείμενα και κειμήλια των κατοίκων του Δήμου Αλεξανδρούπολης, με το αρχείο της δημιουργίας της Αλεξανδρούπολης και της σχέσης της με το σιδηρόδρομο και το λιμάνι, την αστική και αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της, την οικονομική και πολιτική διαδρομή της, την πνευματική και κοινωνική ζωή, όπως και μια θεματική ενότητα για τις πληθυσμιακές ομάδες που την έχουν συγκροτήσει. Η έκθεση περιλαμβάνει τη χρήση φωτογραφικών συνθέσεων και αναπαραστατικού υλικού, με διαδραστικά οπτικοακουστικά μέσα και προβολές, όπως επίσης και με συλλογές τεκμηρίων και κειμηλίων από δωρεές αρχειακού υλικού συλλεκτών και εθνικών και τοπικών φορέων, (Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, Μουσείο Μπενάκη, Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής, ΕΛΙΑ–ΜΙΕΤ κ.α.). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Λαογραφικό Μουσείο Διδυμοτείχου

Η αρχική συλλογή που αποτέλεσε τον πυρήνα του Μουσείου άρχισε να συγκεντρώνεται από εκπαιδευτικούς της περιοχής ήδη από το 1966 στο 2ο Δημοτικό Σχολείου Διδυμοτείχου, με σκοπό τη διάσωση του λαογραφικού υλικού. Το 1973 ιδρύθηκε ο Μορφωτικός Σύλλογος «Λαογραφικό Μουσείο Διδυμοτείχου» και το λαογραφικό υλικό μεταφέρθηκε στο νεοκλασικό κτίριο Χατζηρβασάνη, χτισμένο το 1900 (γωνία Βατάτζη και Κολοκοτρώνη), οίκημα το οποίο αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου μέχρι σήμερα στεγάζει το Μουσείο. Στο Μουσείο μπορεί κανείς να δει παραδοσιακές ενδυμασίες της περιοχής, άλλα είδη ένδυσης, κεντητά και υφαντά στρωσίδια του σπιτιού καθώς και παραδοσιακά κοσμήματα, εκκλησιαστικά είδη, εικόνες και σκεύη, αγροτικά εργαλεία και εργαλεία υφαντικής, εργαλεία των παραδοσιακών τεχνιτών της περιοχής: ξυλουργού, σιδερά, τσαγκάρη, βαφέα ρούχων και υφαντικών ινών. Επίσης εκτίθενται ο παραδοσιακός αποστακτήρας για την παρασκευή της ρακής και ένα παλιό κατάστιχο οινοπωλείου καθώς και σύνεργα παλιού τυπογραφείου. Ακόμη, δύο μαρμάρινα ανάγλυφα με παράσταση του «Θράκα Ιππέα», η κατεξοχήν θεότητα των Θρακών, που προστάτευε την οικογένεια τους, τα ταξίδια τους και τις επιδρομές τους. Αξιόλογο είναι και το αρχειακό υλικό που διαθέτει το Μουσείο, τα οποίο προέρχεται από δωρεές και περιλαμβάνει προγράμματα θεάτρου, προγράμματα εξετάσεων από τα εκπαιδευτήρια του Ζαππείου της Αδριανούπολης (1882) και διάφορα άλλα έντυπα και χειρόγραφα. Τέλος σε αύλιο χώρο εκτίθεται ένα σησαμελαιοτριβείο (γιαχανάς), εργαστήριο παραγωγής σησαμέλαιου. Στο Διδυμότειχο τέτοια εργαστήρια λειτουργούσαν μέχρι και τη δεκαετία του 1960. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Διδυμοτείχου)

Λαογραφικό Μουσείο Καππαδοκικής Εστίας

Το Μουσείο της Καππαδοκικής Εστίας Έβρου άρχισε να κατασκευάζεται το 2007, στον υπόγειο χώρο του κτιρίου της Καππαδοκικής Εστίας και στις 20 Σεπτεμβρίου 2008 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνιά του. Σκοπός του είναι η συγκέντρωση, η συντήρηση και η διαφύλαξη των αντικειμένων από την ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας μέσα από την αναπαράσταση καθημερινών δραστηριοτήτων της περιοχής της Καππαδοκίας, ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να φανταστεί τον τόπο και τον τρόπο ζωής των προγόνων μας. Κατεβαίνοντας κάποιος τα σκαλιά και παρευρισκόμενος σε χώρο όπου η θερμοκρασία του, με τη βοήθεια μηχανισμού, αναπαριστά αυτή που είχαν τότε τα σπίτια, αντικρίζει την αίθουσα όπου αναπαρίστανται το εσωτερικό ενός σπιτιού με τις καθημερινές εργασίες, αλλά και το εξωτερικό, με αυλόπορτες, αυλόγυρους και εργαλεία που χρησίμευαν στις εξωτερικές δουλειές. Παράλληλα εκτίθενται διάφορα εργαλεία, φορεσιές, παπλώματα και χαλιά που έφεραν οι πρόσφυγες, διάφορα βιβλία με την «καραμανλίδικη» γραφή, κοσμήματα, κειμήλια καθημερινών ανθρώπων, εγκόλπια και σταυρούς Μητροπολιτών, έπιπλα, φωτογραφίες και τέλος, το πανέμορφο παρεκκλήσι με τις εικόνες που σώθηκαν στον ξεριζωμό και συντηρήθηκαν με μεγάλη επιμέλεια από το σύλλογο Καππαδοκών Ν. Έβρου «Οι τρεις Ιεράρχες». (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Φερών

Αφορμή ίδρυσης και βασικός πυρήνας του Λαογραφικού και Ιστορικού Μουσείου Φερών αποτελεί η προσωπική συλλογή παραδοσιακών αντικειμένων και ιστορικού υλικού του κ. Νικολάου Γκότση. Το Μουσείο, ένα ιδιόκτητο αναπαλαιωμένο διώροφο κτίσμα του 19ου αιώνα περιλαμβάνει περίπου 2.000 αντικείμενα και έγγραφα από τη ζωή των κατοίκων της περιοχής του Έβρου και των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αντικείμενα που σχετίζονται με παλιά επαγγέλματα, όπως του σιδερά, του πεταλωτή, του τσαγκάρη, οι γυναικείες ενδυμασίες από χωριά του Έβρου, τα αμέτρητα και ποικίλου είδους κουδούνια ζώων κ.α. Η συλλογή είναι εμπλουτισμένη και με αρχειακό υλικό όπως παλιά βιβλία, φωτογραφίες, δημόσια και σχολικά έγγραφα, που αναφέρονται στη ζωή των κατοίκων της περιοχής τα παλιά χρόνια. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Μουσείο Άρτου και Σίτου

Το Μουσείο Άρτου και Σίτου, στη Λευκίμμη είναι μία ξεχωριστή συλλογή αντικειμένων που σχετίζονται με το σιτάρι και το ψωμί, από εργαλεία καλλιέργειας δημητριακών μέχρι σκεύη για την παρασκευή και κατανάλωση των αρτοσκευασμάτων. Επιπλέον, εκπαιδευτικά προγράμματα και οργανωμένες δραστηριότητες συμβάλλουν στη γνωριμία με τους παραδοσιακούς τρόπους του κύκλου της οικονομίας του άρτου, του κύριου εδέσματος των λαών διαχρονικά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σουφλίου)

Μουσείο Μετάξης

Το Μουσείο Μετάξης ανήκει στο θεματικό δίκτυο Τεχνολογικών Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου της Τραπέζης Πειραιώς. Στεγάζεται στο αρχοντικό του επιφανούς Σουφλιώτη Κωνσταντίνου Κουρτίδη, που απαρτίζεται από δύο παραδοσιακά κτίσματα, από τις αρχές του 19ου αιώνα και από το 1883, που δωρίσθηκαν στο Ίδρυμα. Η μόνιμη έκθεση ιχνηλατεί τη διαχρονική ιστορία του μεταξιού, εστιάζοντας στη διαδρομή του Σουφλίου προς την αναγωγή του σε σημαντικό κέντρο παραγωγής μεταξιού, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σουφλίου)

Μουσείο Σαρακατσάνικης παράδοσης

Το Μουσείο Σαρακατσάνικης παράδοσης βρίσκεται στην Αισύμη και συγκεντρώνει αυθεντικό υλικό σχετικό με την Σαρακατσάνικη Παράδοση. Εγκαινιάστηκε το 2009 και από τότε αποτελεί τον κύριο χώρο που φυλάσσεται όλη η ιστορία και η παράδοση των Σαρακατσαναίων του Δήμου Αλεξανδρούπολης και συνολικά του Νομού Έβρου. Η επίσκεψη στο Μουσείο δε γίνεται να μη συνοδεύεται με μια επίσκεψη στο θερινό «Παραδοσιακό Σαρακατσάνικο Οικισμό» στη Λεπτοκαρυά, ένα ζωντανό υπαίθριο μουσείο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Μουσείο Τέχνης Μεταξιού

Το Μουσείο Τέχνης Μεταξιού, είναι εγκατεστημένο στο κτισμένο το 1886, κομψό κτίριο της οικογένειας Τσιακίρη, παλαιών μεταξοπαραγωγών και προσφέρει στον επισκέπτη μια γνωριμία με την ιστορία του Σουφλίου, μέσα από την τέχνη και τις τεχνικές της σηροτροφίας και της παραγωγής μεταξιού. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν από αργαλειούς χειρός και μηχανές μεταξοτυπίας μέχρι περίτεχνα παραδοσιακά κοστούμια. Το Λαογραφικό Μουσείο «τα Γνάφαλα» αποτελεί μέρος της επιχείρησης μεταξιού της οικογένειας Μπουρουλίτη˙ εδώ έμφαση δίνεται στο εθνογραφικό στοιχείο, καθώς, κατά τους δημιουργούς της, η έκθεση έχει αναπτυχθεί «με κίνητρο την αγάπη για το Σουφλί και την ιστορία του… μια αξιόλογη συλλογή παλιών αντικειμένων, που διατηρούν ζωντανές, στο πέρασμα του χρόνου εικόνες που μας έχουν αφήσει για πάντα». (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σουφλίου)

Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Αλεξανδρούπολης

Σε ένα όμορφο και καταπράσινο σημείο του Πλατανότοπου της Μαΐστρου (2 χλμ ανατολικά της Αλεξανδρούπολης) βρίσκεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Πρόκειται για ένα σύγχρονο κτίριο εναρμονισμένο πλήρως με το φυσικό περιβάλλον. Η ιδέα για τη δημιουργία του Μουσείου ξεκίνησε από την παρουσία στην περιοχή πλούσιων βιοτόπων και προστατευόμενων περιοχών. Η ανάγκη της παρουσίασης του φυσικού αυτού πλούτου στους ντόπιους και στους επισκέπτες οδήγησε στην ένταξη του έργου «κατασκευή Μουσείου Φυσικής Ιστορίας» στο Αστικό Πιλοτικό Πρόγραμμα Αλεξανδρούπολης, ως μία από τις βασικές του πτυχές και στην κατασκευή του μουσείου με τη σημερινή του μορφή. Βασικός σκοπός του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Αλεξανδρούπολης είναι η ανάδειξη της βιοποικιλότητας, σε όλα της τα επίπεδα (γενετική, ειδών, οικοσυστημάτων, τοπίου) της περιοχής του Έβρου και των γεωφυσικών και οικολογικών ιδιαιτεροτήτων της. Το μουσείο με ομόφωνη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Αλεξανδρουπόλεως και μετά από αίτημα του συλλόγου έχει παραχωρηθεί  στον Πολιτιστικό Σύλλογο Μαΐστρου όπου και είναι υπεύθυνος για την εξολοκλήρου λειτουργία του μουσείου, σε συνεργασία πάντα με το Δήμο Αλεξανδρούπολης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αλεξανδρούπολης)

Στρατιωτικό Μουσείο Διδυμοτείχου

Το Στρατιωτικό Μουσείο Διδυμοτείχου ιδρύθηκε το 2000 και στεγάζεται σε παραδοσιακό κτίριο που παραχωρήθηκε από το Δήμο Διδυμοτείχου. Το κτίριο, όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο, χτίστηκε το 1907. Μέχρι πρόσφατα (μέσα της δεκαετίας του ’90 λειτουργούσε ως χώρος «πολλαπλών χρήσεων» για την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της περιοχής. Έτσι υπήρχε αποθήκη δημητριακών, τυροκομείο, καθώς και ένας χώρος (2ος όροφος) επεξεργασίας και παραγωγής μεταξιού. Όλος ο εσωτερικός του χώρος είναι κατασκευασμένος με ξύλο που προέρχεται από τη Σιβηρία και τα περισσότερα ξύλα σώζονται μέχρι και σήμερα. Διαμορφωμένος ήταν και ο περιβάλλων χώρος του κτιρίου, όπου υπήρχε ένα κτίσμα το οποίο λειτουργούσε ως καφενείο ή χώρος αναμονής όσων έφερναν τα προϊόντα τους. Από το 1996 άρχισαν οι προσπάθειες μετατροπής του κτιρίου σε ένα σημείο αναφοράς για την πολιτιστική δράση της πόλης και της περιοχής. Έτσι ο Δήμος Διδυμοτείχου προχώρησε στην αγορά του κτιρίου και στη συνέχεια, με τη συνεργασία και την ένθερμη υποστήριξη της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας μας, προχώρησε η ιδέα και η υλοποίηση ενός μουσείου με περιεχόμενο που θα αφορά την ιστορία της Ελλάδας, σε συνάρτηση με τη στρατιωτική της πορεία. Βέβαια το βάρος δε θα μπορούσε να πέσει αλλού εκτός από την ιστορία της Θράκης. Ο χώρος όπου στεγάζεται το στρατιωτικό μουσείο Διδυμοτείχου έχει τρεις ορόφους με εκθέματα. Οπλισμός, στολές διαφόρων εποχών, μετάλλια και παράσημα, πίνακες ζωγραφικής και φωτογραφίες, αλλά και διάφορα στρατιωτικά κειμήλια, είναι περιληπτικά τα εκθέματα που μπορεί να δει από κοντά ο επισκέπτης. Στο ισόγειο του Μουσείου βρίσκεται η αίθουσα ενημερώσεων και προβολών, όπου ο επισκέπτης μπορεί να ακούσει αρκετά στοιχεία για την ιστορία αλλά και να δει κάποιες εικόνες σε βίντεο, πάντα σχετικά με την πορεία του ελληνισμού τους δύο τελευταίους αιώνες. Επίσης στον ίδιο χώρο υπάρχουν τρεις αίθουσες. Στη μία βλέπουμε διάφορα μετάλλια και παράσημα του ελληνικού στρατού. «Μια ιδιαίτερα μεγάλη συλλογή που ελκύει το ενδιαφέρον των επισκεπτών, αρκετοί εκ των οποίων ισχυρίζονται πως είναι ίσως η μεγαλύτερη στην χώρα». Δίπλα ακριβώς είναι η αίθουσα με τις φωτογραφίες των πεσόντων στρατιωτών και αξιωματικών από το νομό Έβρου. Άνθρωποι που συμμετείχαν σε διάφορες μάχες και πολέμους, καθώς επίσης και σε πρόσφατες ειρηνευτικές αποστολές. Η τρίτη αίθουσα του ισογείου περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, από τη δράση των κατοίκων στην ιστορική Θράκη σε περιόδους πολέμων, καθώς επίσης και των μνημείων που υπάρχουν στο νομό Έβρου. Ο δεύτερος όροφος είναι κατά τέτοιο τρόπο διαμορφωμένος που ο επισκέπτης μπορεί να δει από κοντά την πορεία που είχαν οι αγώνες των Ελλήνων από το 1821 μέχρι σήμερα. Αυτό γίνεται με την παρουσία των εκθεμάτων που είναι οπλισμός και στολές των πολεμιστών, τα λάβαρα, τους χάρτες και τα κείμενα από την έναρξη της Επανάστασης και στη συνέχεια του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων, του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής, του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τη σύγχρονη περίοδο με τις στολές και τον οπλισμό των Ελλήνων στις ειρηνευτικές αποστολές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Όλα αυτά τα κειμήλια, σε συνδυασμό με την ξενάγηση από την πλευρά των οπλιτών, δίνουν την ευκαιρία μιας πολύ καλής επαφής του καθενός μας με την πρόσφατη ιστορία του ελληνισμού. Και αυτή την ευκαιρία, δεν την χάνουν οι μαθητές των σχολείων της περιοχής που επισκέπτονται το Μουσείο, καθώς επίσης και οι εκδρομείς από διάφορες περιοχές (κύρια της Βόρειας Ελλάδας) στο Διδυμότειχο. Το στρατιωτικό Μουσείο όμως έχει ακόμη έναν όροφο, ο οποίος χρησιμοποιείται για την οργάνωση περιοδικών εκθέσεων, ενώ σύντομα αναμένεται να τοποθετηθούν και μόνιμα εκθέματα τα οποία αυτό το διάστημα συντηρούνται στο εργαστήριο που λειτουργεί στο μουσείο. Στον ίδιο όροφο βρίσκονται και δύο οπλοπολυβόλα, το ένα εκ των οποίων είναι από τα πλέον σπάνια που υπάρχουν στην Ελλάδα. Ανεβαίνοντας όμως στον τελευταίο όροφο του Μουσείου υπάρχει μία σκάλα διαφορετική από τις άλλες, αφού ήταν η γνωστή ειδικής κατασκευής για τη μεταφορά ατόμων με κινητικά προβλήματα, κύρια αυτών που χρησιμοποιούν αναπηρικό καροτσάκι. Μέχρι τον δεύτερο όροφο η μεταφορά γίνεται με τον ανελκυστήρα που λειτουργεί επίσης στο κτίριο του μουσείου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Διδυμοτείχου)

Άλλα αξιοθέατα

Δημοτική Πινακοθήκη Ναλμπάντη

Η Δημοτική Πινακοθήκη Ναλμπάντη στεγάζεται στην πρώην οικία Βαφειάδη. Ένα κτίριο που παρουσιάζει την ιδιοτυπία της ισόγειας πρόσοψης και διώροφου εσωτερικού. Είναι μια αστική οικία του μεσοπολέμου με απόλυτα συμμετρικά ανοίγματα και καμπύλο ξύλινο υπέρυθρο στον εξώστη. Εσωτερική κλίμακα οδηγεί στον κάτω όροφο που είχε βοηθητικό χαρακτήρα. Η θέα από τα πίσω παράθυρα είναι μαγευτική και εκτείνεται ως τον Ερυθροπόταμο, τον Έβρο και τα απέναντι κείμενα τουρκικά χωριά. Το κτίριο έχει αποκατασταθεί από το Δήμο και λειτουργεί ως Δημοτική Πινακοθήκη Δημητρίου Ναλμπάντη. Η Πινακοθήκη ξεκίνησε τη λειτουργία της το Μάιο του 2000. Όλοι οι πίνακες, οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό και το εξωτερικό του κτιρίου είναι δωρεά του κ. Δημητρίου Ναλμπάντη στο Δήμο Διδυμοτείχου. Οι πίνακες και οι τοιχογραφίες που εκτίθενται εδώ, στην Πινακοθήκη, είναι κυρίως επηρεασμένοι από τα τοπία του Διδυμοτείχου. Τα περισσότερα έργα του ανήκουν στο μαγικό ρεαλισμό. Υπάρχουν βέβαια επιρροές και από άλλα κινήματα της ζωγραφικής όπως από τον ιμπρεσιονισμό, εξπρεσιονισμό, avenge art κλπ. Στις τοιχογραφίες βλέπουμε διάφορα βυζαντινά διακοσμητικά τα οποία συναντούμε και στις βυζαντινές εκκλησίες της πόλης μας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Διδυμοτείχου)

Κάστρο του Διδυμοτείχου

To Κάστρο του Διδυμοτείχου βρίσκεται επάνω στην κορυφή του λόφου και είναι ένα από τα πιο σημαντικά κάστρα των Βαλκανίων. Αποτελούσε σημαντικό ορόσημο από τους αρχαίους χρόνους λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης και του ισχυρότατου οχυρωματικού περιβόλου που το περιέβαλλε. Το κάστρο διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του, τα βυζαντινά τείχη του, έχουν μήκος 1 χλμ και το ύψος τους φτάνει τα 12 μέτρα, με τους πύργους του 24 στο σύνολο, κάποιοι από τους οποίους φέρουν μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν διασκορπισμένες λαξευμένες σπηλιές οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών. Κατά τον ιστορικό Προκόπιο, η ανακατασκευή των τειχών του Διδυμοτείχου έγινε επί Ιουστινιανού και η μετέπειτα ενίσχυσή τους, επί Κωνσταντίνου Ε’ το 751. Ο Κωνσταντίνος Ταρχανειώτης, ενίσχυσε εκ’ νέου τα τείχη το 1303. Στο Κάστρο διατηρούνται σήμερα 24 πύργοι και μεταβυζαντινοί ναοί. Σε κάποιος πύργους υπάρχουν μονογράμματα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και διακοσμητικά μοτίβα. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν διασκορπισμένες λαξευμένες σπηλιές οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών. Το διάστημα από το 1713 ως το 1714, στο Κάστρο του Διδυμοτείχου διέμενε σε κατάσταση ημιαιχμαλωσίας ο βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος ο ΙΒ’. Το κάστρο συνοδεύουν αρκετοί μύθοι, ένας από τους πιο ξακουστούς είναι αυτός των Σαράντα Καμάρων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Κάστρο Πυθίου

Το Κάστρο του Πυθίου είναι χτισμένο σε χαμηλό γήλοφο στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού Πυθίου, 14 χλμ από το Διδυμότειχο. Ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, με αφορμή τις εσωτερικές έριδες για τον βυζαντινό θρόνο όταν ο Ιωάννης ΣΤ’ Κατακουζηνός διεκδικούσε την αυτοκρατορία από τον νόμιμο διάδοχο Ιωάννη Γ’ Παλαιολόγο και προχώρησε στην κατασκευή του φρουρίου στο σημείο αυτό για να ελέγχει την κοιλάδα του Έβρου. Όταν χτίστηκε το Κάστρο Πυθίου αποτελούταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό, με πύργους σε κάθε γωνία τους, ενώ στο σημείο που ενώνονταν υπήρχαν οι δύο κεντρικοί πύργοι που σώζονται ως σήμερα. Ο μεγαλύτερος από τους πύργους ήταν η κατοικία του επίδοξου αυτοκράτορα και της συνοδείας του και είναι τριώροφος, σχεδόν τετράγωνος, με μήκος πλευράς 15 μέτρα. Μια κτιστή σκάλα στην ανατολική πλευρά, όπου βρίσκεται και η είσοδος, οδηγεί στους ορόφους και το δώμα. Φαίνονται ακόμη οι γεισίποδες του τρίτου ορόφου, που πιθανώς να στήριζαν πλατύτερο τέταρτο όροφο, ο οποίος όμως δεν σώζεται ή ποτέ δεν κατασκευάστηκε. Μια μεγάλη τοξωτή είσοδος παρεμβάλλεται ανάμεσα από τους δύο πύργους και συνδέει τον εσωτερικό με τον εξωτερικό περίβολο. Ο δεύτερος, μικρότερος πύργος του Κάστρου του Πυθίου, είναι επίσης σχεδόν τετράγωνος, με μήκος πλευράς περίπου 7,5 μέτρα, ενώ διατηρείται σε ύψος 20 μέτρων. Οι τέσσερις όροφοι που τον αποτελούν στεγάζονται με θόλους. Πιστεύεται πως ο πύργος αυτός ήταν αμυντικού χαρακτήρα και οι όροφοί του δεν επικοινωνούν μεταξύ τους αλλά έχουν εισόδους είτε από το τείχος είτε από τον άλλο πύργο απευθείας. Η επίδραση της δυτικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής στην Βυζαντινή θεωρείται προφανής. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Τέμενος Βαγιαζήτ

Σύμφωνα με την παράδοση το τέμενος αρχίζει να χτίζεται στα τέλη του 14ου αιώνα από το σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’ τον Γιλντιρίμ (Κεραυνό), για το λόγο αυτό ονομάζεται τόσο από τους ντόπιους όσο και τους Οθωμανούς περιηγητές «Μπαγιαζήτ Τζαμισί». Το άλλο του όνομα είναι «Μπουγιούκ» (Μεγάλο) ή «Ουλού» Τζαμί. Τα θεμέλια του Τεμένους προβάλλουν σε κάποια σημεία έξω από το κτίριο, προκαλώντας τη δημιουργία εικασιών περί προγενέστερου κτίσματος στους ντόπιους λογίους. Μία τέτοια εικασία είναι ευλογοφανής, καθώς οι καθαγιασμένοι χώροι είχαν συνεχή χρήση, που περνούσε από τη μία θρησκεία στην άλλη. Η δενδροχρονολόγηση ξυλείας με δείγματα από το ανώτερο τμήμα της κατασκευής δίνει έτος 1418, ενώ η μεγάλη επιγραφή επάνω από την κύρια είσοδο αναφέρει ότι η «κατασκευή του ευλογημένου βελτιωμένου τιμημένου τεμένους διατάχθηκε από τον υπέρτατο σουλτάνο Μεχμέντ (το Μωάμεθ Α’) και διακηρύχθηκε το Μάρτιο του 1420». Δεύτερη επιγραφή επάνω από την πλάγια είσοδο δίνει το έτος 1421 και τα ονόματα δύο χορηγών του κτιρίου, του αρχιτέκτονα ο οποίος ολοκλήρωσε το έργο, του Awwad Ibn Bayazid και του αρχιτέκτονα Haci Ivaz Pasa ο οποίος είναι γνωστός από την ανέγερση κτιρίων, όπως το Πράσινο Τέμενος στην Προύσα. Το κτίσμα είναι σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη, με μέσες εξωτερικές διαστάσεις 32,40μ x 30,20μ. Το εξωτερικό εμβαδόν του είναι σχεδόν ένα στρέμμα. Έχει τρεις θύρες, από τις οποίες η κεντρική προβάλλεται με θαυμάσια αραβουργήματα και αρχαΐζοντα ζιγκ-ζαγκ μοτίβα ενώ οι δύο εκατέρωθεν θύρες έχουν φραχθεί, από ό,τι φαίνεται σε πρώιμη φάση. Το εσωτερικό του τεμένους παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Τον κεντρικό χώρο καλύπτει θαυμάσιος διακοσμητικός θόλος, ο οποίος αποτελείται από μικρές σανίδες, κατάλληλα συναρμοσμένες μεταξύ τους και αναρτάται από τον ξύλινο σκελετό της στέγης, καταλήγοντας σε τέσσερις πεσσούς μέσω ισάριθμων διακοσμητικών, ξύλινων τριγώνων. Στο βόρειο τοίχο μέχρι πριν από λίγα χρόνια μπορούσε ο επισκέπτης να αντικρίσει μία μοναδική στην ισλαμική τέχνη παράσταση προσευχόμενης γυναίκας, η οποία δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς από την υγρασία. Μία άλλη, επίσης μοναδική τοιχογραφία, σώζεται ακόμη στον νότιο τοίχο, επάνω από το ιερό. Πρόκειται για παράσταση της ουράνιας πόλης, η οποία επαναλαμβάνει το θέμα του περίφημου ψηφιδωτού του Τεμένους Ομάρ στη Δαμασκό. Η παράσταση του Διδυμοτείχου εντυπωσιάζει με την κομψότητα, την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια απόδοσης των οικοδομημάτων, όπως και το χρησιμοποιούμενο χρωματικό φάσμα, σε μία άμεση συνέχεια της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής. Εκτός αυτών, οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, σύντομες προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων, δοσμένα με παχιά καλλιγραφικά γράμματα σε ασυνήθιστη διάταξη. Μία από τις προσευχές, γραμμένη σε σχήμα αστραπής, θεωρούνταν από τους μωαμεθανούς ως αποτρεπτική πτώσης κεραυνού. Από τον εξοπλισμό του εσωτερικού σώζονται ακόμη ο «θρόνος»  δίπλα στο ιερό, ενώ στο βόρειο τμήμα υπάρχει εξέδρα. Το δάπεδο απαρτίζεται από καλά συναρμοσμένες πλινθόπλακες, ενώ παλαιά καλυπτόταν από βαρύτιμους και πολύχρωμους τάπητες. Ενσωματωμένος στο περίγραμμα του κτιρίου, αλλά με δική του εξωτερική είσοδο, ο κομψός και πανύψηλος μιναρές είχε αρχικά έναν εξώστη. Όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Διδυμότειχο από τους Βούλγαρους στα 1913, ξανάχτισαν το ανώτερο τμήμα του μιναρέ και πρόσθεσαν δεύτερον εξώστη ψηλότερα. Ο αυλόγυρος πάλι οριοθετούνταν με «μαρμάρινες πλάκες εκατέρωθεν της εισόδου με κομψοτεχνήματα αρίστης μαρμαρογλυπτικής τέχνης». Στα 1912 οι Βούλγαροι μετέτρεψαν το Τέμενος σε ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Κατά το μεσοπόλεμο το κτίριο πωλήθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα σε ιδιώτη. Σήμερα αποτελεί μνημείο Πολιτισμού, το οποίο προστατεύεται από το ελληνικό κράτος. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Διδυμοτείχου)

Τέμενος Μεχμέτ Α΄

Το Τέμενος Μεχμέτ ή Τέμενος Βαγιαζήτ είναι μουσουλμανικό τζαμί στο Διδυμότειχο που ολοκληρώθηκε επί σουλτάνου Μεχμέτ Α’ (1413-1421) και εγκαινιάστηκε το 1420. Έχει χαρακτηρισθεί από τη γενική γραμματέα πολιτισμού της Ελλάδας, Λίνα Μενδώνη, ως το σημαντικότερο ισλαμικό μνημείο της Ευρώπης. Το τέμενος έχει τετράγωνη κάτοψη με 30 περίπου μέτρα η κάθε πλευρά, έχοντας δηλαδή έκταση 900 m2. Το πάχος των περιμετρικών τοίχων είναι στα 2,50 μέτρα περίπου. Τέσσερις ογκώδεις πεσσοί διαμορφώνουν εσωτερικά έναν κεντρικό τετράπλευρο και τέσσερις επιμήκεις χώρους γύρω από αυτό. Το τζαμί είναι κτισμένο με χυτή τοιχοποιία. Στην πρόσοψη συνδυάζεται με χαλαρό σύστημα τοιχοποιίας. Το κεντρικό τετράπλευρο αποτελεί την τετραγωνική κύρια αίθουσα προσευχής. Ο φωτισμός εξασφαλίζεται από δύο σειρές παραθύρων, μια στο ύψος του δαπέδου και μια ψηλότερα. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά. Η κεντρική είσοδος πλαισιώνεται από έναν εντυπωσιακό πυλώνα που διακόπτει το στιβαρό και αδιάρθρωτο όγκο της εξωτερικής όψης. Δύο πλευρικές είσοδοι βρίσκονται από μια στην ανατολική και δυτική πλευρά. Εξωτερικά κοσμείται από έναν ενιαίο κυλινδρικό μιναρέ, ύψους 22 μέτρων, στη νοτιοανατολική γωνία, ο οποίος είναι ενσωματωμένος στο περίγραμμα του κτιρίου, αλλά με δική του εξωτερική είσοδο. Αρχικά ο μιναρές είχε έναν εξώστη. Το 1913 ανακατασκευάστηκε το ανώτερο τμήμα του μιναρέ που είχε γκρεμιστεί και προστέθηκε δεύτερος εξώστης, ψηλότερα από τον πρώτο. Η στέγη του τεμένους είναι πυραμιδοειδής εξωτερικά (τετράκλιτη), ενώ εσωτερικά υπάρχει θολωτή ψευδοροφή. Εξωτερικά η στέγη ήταν καλυμμένη από φύλλα μολύβδου. Ο εσωτερικός διάκοσμος του νότιου τοίχου αναπαριστά την ουράνια πόλη. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με καλλιγραφικά γράμματα, ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, μικρές προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων. Στο εσωτερικό του τεμένους υπάρχει διακοσμητικός ξύλινος θόλος φτιαγμένος από μικρές σανίδες δρύινου ξύλου, του 14ου αιώνα. Πάνω από το ιερό (μιχράμπ) το οποίο βρίσκεται στο νότιο τείχος απεικονίζεται η ουράνια πόλη ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι και κολώνες είναι διακοσμημένες με γνωμικά από το Κοράνι και παρακλητικά κείμενα στον Αλλάχ, σε καλλιγραφική μορφή. Η ανέγερση του τέμενους Βαγιαζήτ ξεκίνησε επί Βαγιαζήτ Α΄ (1389–1402), αλλά διακόπηκε λόγω της τουρκικής ήττας και του θανάτου του Βαγιαζήτ στη Μάχη της Άγκυρας το 1402 και της ταραγμένης περιόδου που ακολούθησε. Η κατασκευή ξαναξεκίνησε επί του γιου του Βαγιαζήτ Μεχμέτ Α΄ (1413–1421) και εγκαινιάστηκε το Μάρτιο του 1420. Την οικοδόμησή του, ανέλαβε ο Καδής του Διδυμοτείχου Σεγίντ Αλί και το τζαμί το έκτισε ο Ντογκάν Μπιν Αμπντουλάχ με μηχανικό τον Ιβάζ Μπιν Μπαγεζίντ. Οι τοίχοι του κτιρίου έχουν πάχος περίπου 2,50 μ. και η κύρια είσοδος είναι στην νότια πλευρά. Στην νοτιοανατολική πλευρά βρίσκεται ο επιβλητικός μιναρές ο οποίος αρχικά είχε έναν εξώστη. Το 1913 οι Τούρκοι πρόσθεσαν δεύτερο εξώστη, ψηλότερα από τον πρώτο ξανακτίζοντας το πάνω μέρος του μιναρέ, το οποίο είχε καταρρεύσει. Το τέμενος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ισλαμικά μνημεία στην Ευρώπη. Αναφέρεται και ως το μεγαλύτερο σε έκταση (σχεδόν ενός στρέμματος) στο χώρο των Βαλκανίων. Το τέμενος βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Διδυμότειχου και είναι κηρυγμένο ως διατηρητέο από το 1946. Η αρχική στέγη του μνημείου (του 14ου αιώνα) είναι κατασκευασμένη από ξύλο βελανιδιάς και διατηρείται μέχρι σήμερα, θεωρείται δε από τα σημαντικότερα μνημεία από ξύλο στον κόσμο. Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της στέγης είναι ότι είναι τριγωνική (σε αντίθεση με άλλα Οθωμανικά τεμένη που η στέγη αποτελείται από τρούλους) και έχει τεχνοτροπία αρχιτεκτονικής των Σελτζούκων. Η ιδιαιτερότητα της στέγης (σύμφωνα με τους μελετητές του μνημείου), ίσως να οφείλεται σε αλλαγή του αρχικού σχεδίου κατασκευής μετά τον θάνατο του σουλτάνου. Σύμφωνα με το πάχος των τοίχων, ίσως αρχικά στο σχέδιο ήταν να μπουν δύο κεντρικοί θόλοι στον άξονα της εισόδου και άλλοι δύο σκαφοειδείς θόλοι εκατέρωθεν. Κατά τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή το 16ο αιώνα, η ανέγερση καθυστέρησε λόγω της επέλασης των Μογγόλων στην Μικρά Ασία, η οποία δημιούργησε προβλήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μνημείο έχει επίσης μοναδική αξία λόγω της τοιχογραφίας με την ουράνια πόλη (στο ισλάμ δεν επιτρέπονται γραφικές αναπαραστάσεις). Το μνημείο βρίσκεται υπό κατάρρευση. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Φάρος της Αλεξανδρούπολης

Ο Φάρος της Αλεξανδρούπολης κατασκευάστηκε το 19ο αιώνα από τη γαλλική Εταιρία Φάρων και Φανών της Μεσογείου κατόπιν σύμβασης με την τότε τουρκική κυβέρνηση. Χτίστηκε στο σημερινό λιμάνι της πόλης, αποσκοπώντας στη διευκόλυνση της ακτοπλοΐας και της πελαγοδρομίας για τους ντόπιους ναυτικούς και ναυτιλλομένους που ταξίδευαν στην περιοχή του Ελλήσποντου. Είναι τοποθετημένος στη δυτική πλευρά του λιμανιού και εδράζεται πάνω σε ένα κυλινδρικό βάθρο που απέχει 27 μέτρα (εστιακό ύψος) από το θαλάσσιο πυθμένα. Αποτελεί έναν από τους ψηλότερους φάρους της Ελλάδας, μιας και το ύψος του αγγίζει τα 18 μέτρα, διαθέτει 98 εσωτερικά σκαλοπάτια που οδηγούν στο θάλαμο του φανού ενώ το πάνω μέρος του είναι ελασμάτινο με 10 σειρές υαλοπινάκων. Γύρω από το φανό, στην κορυφή του Φάρου της Αλεξανδρούπολης, περιστρέφεται ένας κοίλος καθρέφτης που στέλνει το φως στα τοποθετημένα γύρω του πρίσματα – μια διαδικασία που γινόταν με βάση τα αντίβαρα και τις τροχαλίες που φρόντιζε ο φαροφύλακας για πολλά χρόνια. Σε 6 ενδιάμεσα σημεία του κλιμακοστασίου υπάρχουν έξι πλατύσκαλα και έξι παράθυρα που χρησιμεύουν στην εσωτερική φωταγώγηση του κτιρίου. Ξεχωριστό χαρακτηριστικό του Φάρου της Αλεξανδρούπολης αποτελεί η φωτεινή του δέσμη καθώς σημειώνει τρεις λευκές αναλαμπές κάθε 15 δευτερόλεπτα. Η φωτιστική του ορατότητα είναι δυνατή σε απόσταση 24 ναυτικών μιλίων από την ακτή (44χλμ περίπου). Τα εγκαίνια του φάρου έγιναν την 1η Ιουνίου 1880 και από τότε λειτουργεί χωρίς διακοπή σηματοδοτώντας το χαρακτηριστικό σύμβολο της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσε με ασετιλίνη, μέθοδος που με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκε με αυτή της πυράκτωσης με τη χρήση πετρελαίου. Από το 1974 μέχρι σήμερα λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα αλλά διαθέτει και εφεδρικές φιάλες με ασετιλίνη για έκτακτες περιπτώσεις διακοπής της ηλεκτροδότησης. Επισκευές και μετασκευές στην κτιριακή υποδομή του φάρου έγιναν το 1946 και το 1955. Το 2002 αντικαταστάθηκε ο ηλεκτρολογικός του εξοπλισμός με έναν πιο πρόσφατης τεχνολογίας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register