Πόλεις & Χωριά στο Νομό Ρεθύμνου
Αβδανίτες
Οι Αβδανίτες είναι χαρακτηρισμένος ως αγροτικός ημιορεινός οικισμός, χτισμένος σε υψόμετρο 290 μέτρων, σε πεδινή έκταση στο νομό Ρεθύμνου. Το χωριό είναι χτισμένο κοντά σε ένα μικρό παρακλάδι του Γεροπόταμου. Η εκκλησία της Αγίας Άννας, που βρίσκεται στο χωριό, στην αυλή της υπάρχουν αρχαία ευρήματα εκκλησίας και νεκροταφείου από τη Βυζαντινή εποχή. Η κεντρική εκκλησία, που λειτουργεί σποραδικά, είναι η Ζωοδόχος Πηγή όπου συνηθιζόταν ανήμερα της γιορτής της να πραγματοποιείται πανηγύρι. Στην κεντρική πλατεία υπάρχει γέρικος πλάτανος και βρύση (βρου), η οποία αποτελείται από δύο κρήνες που κατασκευάστηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και αναπαλαιώθηκαν κατά την περασμένη δεκαετία. Δύο από τα κτίρια του χωριού έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέα μνημεία: Το κτίριο φερόμενης ιδιοκτησίας Αστρινού Πρινάρη και η οικία Αφών Μαχμουτάκη, η οποία είναι κτίσμα ενετικών χρόνων, πιθανόν έπαυλη Βενετσιάνου άρχοντα. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του είναι το δώμα κατασκευασμένο από λεπίδα στις σκεπές, θολοσκεπές τμήμα ισογείου, τζάκια και λαξευτά ανοίγματα.
Αγία Γαλήνη
Η Αγία Γαλήνη, είναι παραθαλάσσιο χωριό που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά παράλια του νομού Ρεθύμνου. Στο νοτιότερο άκρο του Λιβυκού πελάγους με θέα στον κόλπο της Μεσσαράς, η Αγία Γαλήνη διατηρεί τη γραφικότητά της από το 1960 μέχρι και σήμερα, προσφέροντας στον κάθε επισκέπτη ήρεμες διακοπές σε βουνό και θάλασσα. Το όνομα της η Αγία Γαλήνη, το οφείλει στην αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ευδοκία που σωζόμενη μετά από μια μεγάλη καταιγίδα, έχτισε ναό αφιερωμένο στην Παναγία Αγία Γαλήνη. Ο βυζαντινός αυτός ναός είναι σπάνιας αρχιτεκτονικής, και σήμερα φιλοξενεί το νεκροταφείο του χωριού. Ο οικισμός της Αγίας Γαλήνης, βρίσκεται αμφιθεατρικά χτισμένος πάνω στην αρχαία μινωική πόλη Σούλια, η οποία ήταν μια από τις εκατό πόλεις της Κρήτης που περιγράφει ο Όμηρος, αλλά και τόπος λατρείας της θεάς Άρτεμης. Το χωριό βέβαια, ιδρύθηκε επίσημα το 1884, όταν κατασκευάστηκαν για εμπορικούς σκοπούς αποθήκες λαδιού και μερικά σπίτια. Ο όρμος της Αγίας Γαλήνης ήταν το πλέον φημισμένο αγκυροβόλιο για καράβια, κι έτσι χρησιμοποιήθηκε στις επαναστάσεις του 1821 και 1866 για εκφόρτωση πολεμοφοδίων στους επαναστάτες. Στην Αγία Γαλήνη βρίσκεται ο βράχος, δεξιά από το λιμάνι, που κατά το μύθο χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριο για την πτήση τους ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος κι ατενίζει ακόμη και σήμερα το πέλαγος σα να τους αποχαιρετά στο μοιραίο ταξίδι τους. Στο ίδιο σημείο υπάρχουν δύο αγάλματα του Δαίδαλου και του Ίκαρου, την ώρα της προετοιμασίας για το ταξίδι τους. Η σπηλιά της Αγίας Γαλήνης θεωρείται από τα πιο θεαματικά ενάλια σπήλαια της Κρήτης.
Αγία Φωτεινή
Σε υψόμετρο υψόμετρο 500 μέτρων, η Αγία Φωτεινή, θεωρείται ένα από τα ορεινότερα χωριά του νομού, κι είναι χτισμένη σε καταπράσινη περιοχή με τρεχούμενα νερά. Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στην Αγία Φωτεινή (εξ’ ου και η ονομασία του) και είναι χτισμένη στη θέση παλιότερου ομώνυμου ναού που σύμφωνα με την παράδοση κατασκευάστηκε από τον όσιο Νίκωνα τον Μετανοείτε.
Άγιος Ιωάννης Μυλοποτάμου
Το όνομα του, ο Άγιος Ιωάννης Μυλοπόταμου, πιθανότατα το πήρε από την ομώνυμη εκκλησία του χωριού, τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο. Ο οικισμός διατηρεί σε μεγάλο βαθμό το βενετικό του χαρακτήρα, με πολλά κτίρια να σώζονται τουλάχιστον για 5 αιώνες, διατηρώντας τα λαξευτά θυρώματα και τις αυλές τους. Ένα από τα αρχοντικά συνέχισε να κατοικείται και έγινε οικία του Μπέη του Μυλοποτάμου, γνωστή και ως κονάκι του Μουσταφά αγά. Ο τελευταίος Μπέης ήταν ο Μουσταφά Χατζή Χασάν Ογλού (1827-1915), ο οποίος ασπάστηκε με τη γυναίκα του το Χριστιανισμό το 1884. Πάνω από την εξωτερική θύρα του σώζεται οθωμανική επιγραφή με τη χρονολογία 1792. Στο χωριό διατηρούνται τέσσερις εκκλησίες. Η κεντρική εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και το τέμπλο της φέρει τη χρονολογία 1863. Στο κοιμητήριο του χωριού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, του οποίου το τέμπλο σύμφωνα με επιγραφή ολοκληρώθηκε 1865. Στο χωριό βρίσκονται επίσης ο ναός του Αγίου Νεκταρίου και ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, του οποίου το εσωτερικό είναι διακοσμημένο με βυζαντινές τοιχογραφίες. Οι τοιχογραφίες είναι προσεκτικά ζωγραφισμένες σε γραμμικό στυλ. Ξεχωρίζουν οι τοιχογραφίες των επισκόπων στους πλάγιους τοίχους και η παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Αγκουσελιανά
Τα Αγκουσελιανά είναι χτισμένα σε μια μικρή πεδιάδα που ενώνεται με τον κάμπο της Κοξαρέ και περιλαμβάνει και τα Παλαιόλουτρα. Στην ευρύτερη περιοχή έχουν βρεθεί θραύσματα κεράτων που ανήκουν σε κερατοστεγείς τάφους καθώς και αγγεία χρονολογούμενα στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο οικισμός, ο οποίος φαίνεται να δημιουργήθηκε επί Τουρκοκρατίας, πήρε το όνομά του από κάτοικο που εγκαταστάθηκε στο χωριό από τον Κουσέ Ηρακλείου. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κοντά στα Αγκουσελιανά βρίσκεται το σπήλαιο Νεραϊδότρυπα. Η κύρια εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ακούμια
Τα Ακούμια είναι χτισμένα σε υψόμετρο 520 μέτρων στους πρόποδες του όρους Σιδέρωτας και με επιβλητικό τον ορεινό όγκο του Κέδρους απέναντί τους. Η ίδρυση του χωριού προσδιορίζεται στην ακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας περί το 1000 και πιο συγκεκριμένα όταν ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθέρωσε την Κρήτη από τους Άραβες και εγκατέστησε χριστιανικές οικογένειες για την ενίσχυση του πληθυσμού, γεγονός που επιβεβαιώνουν οι τοιχογραφίες στο Χριστό (εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα) που χρονολογούνται από τον 10ο – 11ο αιώνα. Η παρουσία του στους ιστορικούς αγώνες υπήρξε συνεχής τόσο στην κρητική επανάσταση με την ιστορικά μαρτυρημένη συμμετοχή του καπετάνιου Αναγνώστη Μαρινάκη και τη σύναξη των καπεταναίων κάτω από τον πλάτανο όσο και στους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και στη Μικρασιατική εκστρατεία ως και την Κατοχή. Η ονομασία ανάγεται σε παραφθορά της λέξης Κομνηνός από τη μεγάλη Βυζαντινή οικογένεια γόνοι της οποίας μεταφέρθηκαν στην Κρήτη ή κατ’ άλλη άποψη ο ιδρυτής του ονομαζόταν Κουμής σύμφωνα και με το Βυζαντινολόγο επιστήμονα Νικόλαο Παπαδάκη από τις Βρύσες. Τρίτη εκδοχή θέλει την ονομασία από τη λέξη κουμί = κούμος = μικρός πρόχειρος καταυλισμός > τα Κούμια > τ’ Ακούμια > τα Ακούμια. Κατεξοχήν γεωργική περιοχή με μοιρασμένους πάντοτε τους κατοίκους στον κύριο αστικό οικισμό και στις αγροικίες της Γιαλιάς. Η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία βοήθησε στη διαμόρφωση μιας κλειστής οικονομικής κοινότητας με περιορισμένα ανοίγματα έκανε την επιβίωση δύσκολη κάτω από αντίξοες συχνά συνθήκες. Γι’ αυτό ίσως εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα γράμματα και τη μόρφωση που έδινε τη δυνατότητα στους νεότερους να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους κι έτσι εξηγείται ο μεγάλος αριθμός των μορφωμένων αλλά και η –εσωτερική κυρίως- μετανάστευση. Ομοιογενής πάντοτε και ευάριθμη κοινότητα αυτάρκης, με πλούσια λαϊκή παράδοση οριοθετημένη από τις ανάγκες της καθημερινότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον για το μελετητή. Αυτάρκης και ιεραρχημένη κοινωνία με αυστηρές αρχές και θρησκευτικούς κανόνες, με αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων και συναίνεση σε σημαντικά θέματα – σ’ αυτό οφείλει ίσως τη χαμηλή εγκληματικότητα – έχει ως σημείο αναφοράς την κοινή θρησκευτική ζωή που προσδιορίζει και την κοινωνική και εκφράζεται πάντα με σημείο αναφοράς την πλατεία όπου και η κεντρική εκκλησία της Παναγίας με το ομώνυμο πανηγύρι. Αξιοθέατα του χωριού είναι δυο πέτρινες γέφυρες, νερόμυλοι κι αλευρόμυλοι, ο διώροφος πύργος, που λέγεται ότι άνηκε στη βυζαντινή αρχόντισσα Μαρία, η βρύση, μπροστά από το καμπαναριό της κεντρικής εκκλησίας, που εξυπηρετεί τους κατοίκους του χωριού για περίπου 200 χρόνια, αλλά κι η εγκαταλελειμμένη πηγή Αγιασμάτσι που συναντάται στη δυτική πλευρά του οικισμού.
Βισταγή
Η Βισταγή (γνωστή και ως Πισταγή και Μπισταγή) είναι χτισμένη σε υψόμετρο 500 μέτρων, στους δυτικούς πρόποδες του Ψηλορείτη. Το χωριό αρχικά βρισκόταν στη θέση Ξεροχώρι, όπου ακόμη και σήμερα σώζονται κατάλοιπα οικισμού. Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό μετακινήθηκε στην σημερινή του θέση, όταν ο μπιστικός (έμπιστος) ενός βοσκού παρατήρησε ότι ένας τράγος επέστρεφε στο κοπάδι βρεγμένος. Τον ακολούθησε και είδε ότι έπινε νερό από μία πηγή. Το χωριό μετακινήθηκε σε εκείνη τη θέση. Πάνω από το χωριό υπάρχουν ερείπια ενετικού πύργου με θυρεό. Στη Βισταγή ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει διάφορες βυζαντινές εκκλησίες όπως του Σωτήρα Χρηστού, τον Άγιο Γεώργιο, καθώς και το ναό της Αγίας Παρασκευής, που μέσα βρίσκεται κι ο τάφος του ποιητή Γεώργιου Χορτάτση. Κοντά από το χωριό Βισταγή, εντοπίζεται ο Τάφκος της Μαύρης, ένα σχετικά ανεξερεύνητο βάραθρο, με κάθετα κατεβάσματα και τεράστιες αίθουσες. Εκεί φημολογείται ότι υπάρχουν σκελετοί από Κρητικούς Αίγαγρους, που έχουν εξαφανιστεί από τον Ψηλορείτη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Βρύσες
Σε μια κατάφυτη από οπωροφόρα δέντρα κοιλάδα, στις βόρειες πλαγιές του όρους Κέδρος και σε υψόμετρο 600 μέτρων, εντοπίζεται ο οικισμός των Βρυσών. Από την περιοχή μάλιστα, πηγάζει κι ο Λυγιώτης ποταμός που εκβάλλει στην Αγία Γαλήνη. Λέγεται ότι πήραν τ’ όνομά τους από τις πολλές πηγές που υπήρχαν, ενώ σύμφωνα με την εκδοχή των ντόπιων, στο παρελθόν όλο το λεκανοπέδιο ήταν μια λίμνη. Ο κεντρικός ναός της ενορίας είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο. Άρχισε να κατασκευάζεται το 1944, αλλά καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Ξανακτίστηκε μετά τον πόλεμο. Σώζονται σπαράγματα τοιχογραφιών και ο Στέργιος Σπανάκης επισημαίνει ότι μπορεί να ταυτίζεται με τον ναό της Παναγίας, στον οποίο ο Τζουζέπε Γκερόλα εντόπισε γλυπτά ενετικής περιόδου. Στις πλαγιές του όρους Κέντρους βρίσκεται η Παναγιά Κρυονερίτισσα. Άλλοι ναοί του χωριού περιλαμβάνουν τους Άγιος Παντελεήμονας, Άγιος Ιωάννης Βαπτιστής, Ανάληψη (η οποία βρίσκεται στην κορυφή του Κέντρους), Άγιο Πνεύμα, Άγιος Αντώνιος και Άγιος Νικόλαος. Στο χωριό Σμιλές σώζεται, αν και σε κακή κατάσταση, ο ναός της Παναγίας. Ο ναός είναι αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου και στο εσωτερικό του σώζονται τοιχογραφίες και αρκοσόλιο. Κοντά στο ναό βρίσκεται παλιά βρύση. Επίσης στο Σμιλέ βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός του Δεσπότη Χριστού.
Γεράνι
Το Γεράνι βρίσκεται κοντά στην πόλη του Ρεθύμνου χτισμένο σε υψόμετρο 90 μέτρων. Πήρε το όνομά του από το γεράνι (είδος αντλίας), από το οποίο οι κάτοικοι αντλούσαν το νερό από το μοναδικό πηγάδι που υπήρχε στο χωριό. Βρίσκεται σε μέρος κατάφυτο από ελαιόδεντρα, παρόλο που είναι πετρώδες, βελανιδιές και χαρουπιές. Στο σπήλαιο του Γερανίου με τον θαυμάσιο σταλαγμιτικό διάκοσμο και τις 6 αίθουσες, η αρχαιολογική έρευνα εκτός από τρεις ανθρώπινους σκελετούς, έφερε στο φως και πλήθος οστέινων και λίθινων εργαλείων νεολιθικής εποχής. Βρέθηκε επίσης σπουδαίο παλαιοντολογικό υλικό που θα πρέπει να ανήκε σε πάνω από τα εκατό ενδημικά ελάφια που θα πρέπει να είχαν πεθάνει στο τέλος της εποχής του Πλειστόκαινου. Οι σκελετοί ανήκαν σε ανθρώπους που πιθανότατα παγιδεύτηκαν μέσα στο σπήλαιο ίσως λόγω κάποιου σεισμού. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε την 15-3-1969 κατά τη διάνοιξη παρακαμπτήριας οδού της νέας εθνικής οδού Ρεθύμνου-Χανίων. Το σπήλαιο διαθέτει στις έξι αιθουσές του πλούσιο και λεπτό σταλαγμιτικό διάκοσμο (σταλακτίτες, σταλαγμίτες, στύλους, κοράλλια), αλλά δεν είναι γενικά επισκέψιμο. Ενοριακή εκκλησία είναι ο Άγιος Γεώργιος (κτίσθηκε το 1888), ενώ άλλες εκκλησίες στο χωριό είναι: ο Σωτήρας Χριστός (είσοδος χωριού), Αγ. Παρασκευή, Αγ. Αντώνιος και Αγ. Θεόδωροι. Η σημαντικότερη όμως παλιά εκκλησία είναι της Παναγιάς στο Καμάρι (Καμαριανή) δίπλα στη θάλασσα με το δασάκι από αλμυρίκια.
Γερακάρι
Το Γερακάρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 680 μέτρων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Κέντρος, κοντά στα οροπέδια Γιους Κάμπος, Χωνής Κάμπος και Φτερές. Η περιοχή είναι εύφορη και παράγει διάφορα προϊόντα, όπως τα τοπικά κεράσια. Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν διάφορες εκδοχές: σύμφωνα με μια από αυτές, οφείλεται σε Βυζαντινό φεουδάρχη που εγκαταστάθηκε στην περιοχή μετά την ανακατάληψη του νησιού από τους Άραβες. Άλλη εκδοχή συνδέει το όνομα με την εκτροφή κυνηγητικών γερακιών, του «ιερακάριου», ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ονομασία προέρχεται από την «Ιερά Κάρα», τα λείψανα ενός αγίου της περιοχής. Κοντά στο Γερακάρι έχουν βρεθεί αρχαιολογικά ευρήματα των μινωικών και ρωμαϊκών χρόνων. Το χωριό φαίνεται να υφίσταται ως οικισμός από την β΄ βυζαντινή περίοδο, ενώ το 1461, κατά την περίοδο της βενετοκρατίας, ήταν κέντρο επαναστατικών διεργασιών. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, διετέλεσε έδρα γενιτσάρων και σύμφωνα με τα στοιχεία οθωμανικού κτηματολογίου που συντάχτηκε λίγο μετά το 1670, εκείνη την περίοδο το Γερακάρι υπαγόταν στον ναχιγιέ Αμαρίου και διέθετε 93 ιδιοκτήτες γης. Αργότερα απέκτησε τζαμί που ανεγέρθηκε το 1782 και αποτέλεσε τόπο προσκυνήματος για τους μουσουλμάνους της ευρύτερης περιοχής. Γύρω από το Γερακάρι, υπάρχουν πέντε φυσικές πηγές, που υδρεύουν τα σπίτια και τα περιβόλια των κατοίκων. Κοντά στον οικισμό υπάρχει επίσης μια σπηλιά, μέσα στην οποία βρίσκεται λιθόκτιστος ο ναός του Προφήτη Ηλία, και τον οποίο πανηγυρίζουν οι κάτοικοι κάθε χρόνο στις 20 Ιούλη. Επιπλέον, στο χωριό ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τον καθεδρικό ναό της Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, με τη βενετσιάνικη καμπάνα. Πάνω απ’ όλα, το Γερακάρι θεωρείται το μεγαλύτερο κερασοχώρι της Κρήτης, με τα περίφημα κι αθάνατα πολίτικα κεράσια του. Το χειμώνα βέβαια, σκεπάζεται από τα χιόνια, ενώ οι πηγές του δυναμώνουν, σχηματίζοντας δεκάδες καταρράκτες με αφρίζοντα παγωμένα νερά, τα οποία αποτελούν ένα υπέροχο θαύμα της φύσης.
Δρίμισκος
Η Δρίμισκος πιθανώς να πήρε το όνομά της είτε από ένα μικρό δρόμο που υπήρχε στην περιοχή, ή από το δριμύ αέρα που φυσά συνήθως εκεί. Άλλοι πάλι, υποστηρίζουν ότι το προσωνύμιο αυτό του το έδωσε ένας φυσικός δρυμός από βελανιδιές. Βασικό αξιοθέατο της Δριμισκού αποτελεί η κεντρική βρύση του χωριού, που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι ως φυσικό ψυγείο, στην οποία τα γύρω καφενεία τοποθετούσαν τα αναψυκτικά τους για να τα διατηρούν δροσερά. Ο ερειπωμένος οικισμός Κατσιγρίδω με το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, βρίσκεται περίπου στα μέσα της διαδρομής μετά το χωριό για την παραλία του Δριμισκιανού. Δύο εκκλησίες ξεχωρίζουν στο χωριό της Δριμισκού, η Παναγιά η Γέννηση, κι Παναγιά η Κοίμηση, που βρίσκεται στο παλιό νεκροταφείο του οικισμού, καθώς και ο ναός της Αγίας Τριάδας, κτίσμα του 1920 με τη μεγάλη βασιλική και το περίτεχνο τέμπλο της, να συναντάται στα μέσα περίπου του χωριού αποτελώντας τον καθεδρικό ναό της ενορίας.
Επισκοπή Μυλοποτάμου
Η Επισκοπή Μυλοποτάμου βρίσκεται σε υψόμετρο 270 μέτρων και όλος ο οικισμός έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο, καθώς ως οικισμός σώζεται σχεδόν αναλλοίωτος και διατηρεί εκκλησιαστικά μνημεία βυζαντινών χρόνων, καθώς και σημαντικά κτίσματα της περιόδου της Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Χαρακτηριστικό του οικισμού αποτελούν οι δύο μικροί στενοί δρόμοι, στο βόρειο και νότιο τμήμα του, που περιβάλλονται σε όλο το μήκος τους από κτίρια. Στο κέντρο του οικισμού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος χρονολογείται από τη βενετική περίοδο, και ο Ναός του Αγίου Ιωάννη. Ο Ναός του Αγίου Ιωάννη, χτισμένος στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου αιώνα, ανήκει στο τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αρχές 14ου αιώνα. Ήταν ο καθεδρικός ναός της Επισκοπής Αυλοποτάμου στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Σημαντικά κτίσματα στον οικισμό Επισκοπής είναι το συγκρότημα ιδιοκτησίας Ιωάννη Κυρίμη (παλιό Επισκοπικό Μέγαρο) και το συγκρότημα ιδιοκτησίας Κυριμάκη Μιχαήλ, κηρυγμένα ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Το επισκοπικό μέγαρο, κατοικία του Λατίνου Επισκόπου Αυλοποτάμου, αποτελείται από συγκρότημα διωρόφων κτισμάτων που στο σύνολό τους ανήκουν στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας δέχθηκε επεμβάσεις κυρίως στην εσωτερική του διαρρύθμιση. Εκτός από τους κυρίως χώρους κατοικίας, περιλαμβάνει αποθηκευτικούς χώρους και χώρους παραγωγής λαδιού, κρασιού και ρακής. Το συγκρότημα ιδιοκτησίας Κυριμάκη έχει εμβαδόν 720 τ.μ. και κατασκευάστηκε αρχικά κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων που κατασκευάστηκε στην πρώιμη και την ύστερη Τουρκοκρατία. Αλλά κτίρια τα οποία έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία είναι η βενετσιάνικη κρήνη και ο νερόμυλος στα όρια της Επισκοπής και πλησίον κρήνης οθωμανικής περιόδου, τα νερά της οποίας διοχετεύονταν μέσω αγωγού και έθεταν σε κίνηση τον εν λόγω μύλο. Ο μύλος ανήκει στο μονόχωρο τύπο, όπου το εργαστήριο λειτουργεί και ως χώρος κατοικίας του μυλωνά.
Ζωνιανά
Τα Ζωνιανά είναι ορεινό χωριό και βρίσκονται στον Ψηλορείτη (όρος Ίδη) σε υψόμετρο απο 620 εως 715 μέτρα. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και την γεωργία. Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται το σπήλαιο Σφεντόνη ή «του Σφεντόνη η Τρύπα» με πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο. Το χωριό είχε άλλες δύο ονομασίες πριν πάρει την σημερινή ονομασία. Ονομάστηκε αρχικά Ζουλιανά από τον βοσκό Ζα (γεν. του Ζου), ο οποίος ανακάλυψε νερό στην τοποθεσία αυτή και έπειτα πήρε την ονομασία Ζουτόλακκος (που σημαίνει στου Ζου το λάκκο). Τέλος, η ονομασία ταυτίζεται με τον θεό Δία (Ζευς). Τα Ζωνιανά ονομάστηκαν έτσι από την τοπική έκφραση “Ζώνε Θεέ” (δηλ. ‘Άκουσέ με, Θεέ μου’). Αξιοθέατα του χωριού είναι το σπήλαιο Σφεντόνη και το Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων που περιλαμβάνει 87 σκηνές και σημαντικές μορφές από την ιστορία της Κρήτης.
Κάτω Βαλσαμόνερο
Το Κάτω Βαλσαμόνερο ή Βαρσαμόνερο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 250 μέτρων. Το όνομά του προέρχεται από το αρωματικό φυτό βάλσαμο ή βάρσαμο, όπως ονομάζεται στην Κρήτη. Μια άλλη εκδοχή αναφέρεται σε μια πηγή, το νερό της οποίας θεωρούνταν αρκετά χωνευτικό και υγιεινό σα βάλσαμο. Ο καθεδρικός ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα. Ο νεκροταφικός ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Άλλοι ναοί εντός του χωριού περιλαμβάνουν τους Aγία Παρασκευή, Άγιος Iωάννης ο Χρυστόστομος και Παναγία. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη είναι μονόχωρος καμαρόσκεπος και στο εσωτερικό του τοιχογραφημένος. Σώζονται δύο στρώματα τοιχογραφιών. Το παλαιότερο έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 12ου (σύμφωνα με τον Ιωάννη Σπαθαράκη) ή αρχές 14ου αιώνα (σύμφωνα με τους Γκαλάς-Κλάους-Μπορμπουδάκη) και το δεύτερο περί το 1400. Ανάμεσα στις τοιχογραφίες διακρίνονται η Μεταμόρφωση, η Γέννηση, οι Μυροφόρες, η Σφαγή των Αθώων, τιμωρίες κολασμένων και άλλα. Επίσης στο χωριό σώζονται ερείπια βενετικής εκκλησίας. Σώζονται ο βόρειος και ανατολικός τοίχος και τμήμα της καμάρας. Στο βόρειο τοίχο βρίσκεται επίσης το διακοσμημένο με οδοντωτή ταινία θύρωμα, αλλά χωρίς το υπέρθυρο, και τοξωτό παράθυρο. Περίπου 1,2 χιλιόμετρα δυτικά του χωριού βρίσκεται το βάραθρο Περδίκη. Ο Βασιλικάτα αναφέρει ότι στο σκοτάδι φαίνεται φως να προέρχεται από το εσωτερικό του. Άλλα σπήλαια στην περιοχή είναι η Τρυπητή και το σπήλαιο Βασιλέ, νοτιοδυτικά του χωριού.
Κοξαρέ
Η Κοξαρέ είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 300 μέτρων και είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Κουρούπα, που θεωρείται η γεωλογική συνέχεια των Λευκών Ορέων. Το χωριό εντοπίζεται σε στρατηγική θέση σε μικρό οροπέδιο περιτριγυρισμένο από βουνά σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές και πεδιάδες της ενδοχώρας και του νότιου Ρεθύμνου. Οι κάτοικοι ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η στροφή προς τον τουρισμό με την ανέγερση τουριστικών κατοικιών, αλλά και με τον εναλλακτικό τουρισμό, καθώς τα όρη της Κουρούπας προσφέρουν πληθώρα πεζοπορικών διαδρομών, ποδηλασίας αλλά και canyoning στο Κουρταλιώτικο φαράγγι και το φαράγγι του Κακοπέρατου. Από το χωριό Κοξαρέ αρχίζει το Κουρταλιώτικο Φαράγγι που κυλάει ο ποταμός Κουρταλιώτης και χαρακτηρίζεται από πυκνή βλάστηση (πολλά φοινικόδεντρα) και τους απότομους ψηλούς όγκους πέτρας στις δύο πλευρές του. Το όνομα Κουρταλιώτικο λένε ότι προέρχεται από τον ομόηχο θόρυβο που ακούγεται, όταν φυσάει δυνατός βόρειος άνεμος, που νομίζει κανείς ότι πραγματικά χτυπούν κούρταλα («παλαμάκια»). Στα μισά του δρόμου, που περνάει μέσα από το φαράγγι, υπάρχουν πάρκινγκ και μονοπάτια, που οδηγούν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Αρκετά είδη άγριων ζώων και πουλιών συναντώνται στο φαράγγι. Στην είσοδο του φαραγγιού δόθηκε η ιστορική μάχη της Κοξαρές.
Λευκόγεια
Τα Λευκόγεια βρίσκονται χτισμένα σε ίσωμα, σε υψόμετρο 90 μέτρων και περιβάλλονται από δύο ρέματα τα οποία ενώνονται δυτικά του χωριού και εκβάλουν κοντά στην παραλία Αμμούδι. Νότια του χωριού βρίσκεται το ύψωμα Μόδι, το ύψωμα του Τιμίου Σταυρού και ο γήλοφος με την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Βόρεια του χωριού βρίσκονται τα όρη του Ασωμάτου. Το χωριό των Λευκογείων πήρε την ονομασία του από το λευκό χώμα των λουλουδιών που βγαίνουν στο λιβάδι και τα χωράφια του οικισμού.
Μαργαρίτες
Οι Μαργαρίτες είναι ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 300 μέτρων. Κατά τη Βενετοκρατία ήταν σημαντικό χωριό με πολλά αρχοντικά μέγαρα, με ωραία θυρώματα. Οι Μαργαρίτες αποτελούν πόλο έλξης για επισκέπτες, καθώς έχουν μοναδικό χρώμα και χαρακτήρα. Στη θέση Βιγλιά ανασκάφτηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία κτιστός θολωτός τάφος της Υστερομινωϊκής εποχής (14ος αι. π.Χ.). Στις Μαργαρίτες σώζονται πολλές τοιχογραφημένες εκκλησίες από τον 14ο ως τον 17ο αιώνα. Ο τοιχογραφημένος ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τοιχογραφήθηκε το 1383 με χορηγό τον ιερέα Γεώργιο Κλάδο. Χαρακτηριστικό είναι το λίθινο τέμπλο διαχωρίζει το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό. Στη Μεσοχωριά ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου διασώζει τοιχογραφίες του πρώτου μισού του 15ου αιώνα. Άλλες εκκλησίες: ο δίκλιτος ναός της Παναγίας, Ο Άγιος Γεώργιος, η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Νικολάου, οι σπηλαιώδεις ναοί του Αγίου Αντωνίου και Αγίου Ονουφρίου στον Λαγκό κ.ά. Το χωριό είναι το μεγαλύτερο κέντρο αγγειοπλαστικής στη Δυτική Κρήτη. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, κατά τους θερινούς μήνες, κατασκευάζονταν χρηστικά κεραμικά σκεύη στα τοπικά εργαστήρια (τσικαλαριά) που βρίσκονταν νότια του οικισμού στη θέση “Λιβάδι”. Σήμερα οι Μαργαριτσανοί κεραμίστες κατασκευάζουν κυρίως αναμνηστικά για τους πολυάριθμους επισκέπτες του χωριού.
Ορνέ
Η Ορνέ βρίσκεται στις νοτιοανατολικές υπώρειες του όρους Κέδρος σε υψόμετρο περίπου 300 μέτρων. Για πρώτη φορά το χωριό Ορνέ αναφέρεται ως Ορνέα, το 1577, προσωνυμία που φαίνεται ότι πήρε από μία μεγάλη αγριοσυκιά που βρίσκονταν μέσα στον οικισμό, ενώ ταυτόχρονα οι ντόπιοι συμπληρώνουν ότι το όνομά της δηλώνει την ύπαρξη φρουρίου, διασώζοντας έτσι αναμνήσεις από τη μάχη τους με τους Τούρκους στην περιοχή Κάστελλος. Το χωριό Ορνέ όμως, σύμφωνα με την τοπική παράδοση ιδρύθηκε από ένα μικρό μοναστήρι, στο οποίο κατοίκησαν αρχικά λίγες μοναχές, κι αργότερα προστέθηκαν συγγενείς τους, και άλλες οικογένειες. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι ο οικισμός δημιουργήθηκε από τη σύμπτυξη των κάτοικων τριών γειτονικών χωριών, οι οποίοι κι εγκαταστάθηκαν εκεί για να μπορούν να περιποιούνται τις ελιές τους. Στην περιοχή ευρήτερα του χωριού Ορνέ, έχει αποδειχθεί έντονη δραστηριότητα από τη Μινωική εποχή και σήμερα μερικά από τα εκεί ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου. Τέλος, κατά την επίσκεψή σας στην Ορνέ, μην παραλείψετε να σεργανίσετε μέσα στους πέντε ερειπωμένους οικισμούς, αλλά και να κάνετε μια στάση στην ομώνυμη λίμνη.
Πατσός
O μικρός κατάφυτος οικισμός της Πατσού είναι χτισμένος σε υψόμετρο 490 μέτρων και κατοικείται από τα πρώτα μινωικά χρόνια, ίσως και νωρίτερα, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα στο σπήλαιο Αγίου Αντωνίου. Οι κάτοικοι της Πατσού παράγουν πολλά προϊόντα καλής ποιότητας, όπως λάδι, καρύδια, κεράσια, οπωρικά, εσπεριδοειδή. Η πυκνή βλάστηση και οι καλλιέργειές του οφείλονται στις πολλές πηγές νερού που διαθέτει και τρέχουν νερό ολόκληρο το χρόνο. Ένα από τα αξιοθέατα στην Πατσό είναι το φαράγγι Πατσού, 3 χιλιόμετρα από το χωριό που φιλοξενεί περίπου 80 είδη χλωρίδας και 24 είδη πανίδας, εκ των οποίων πολλά αποτελούν προστατευόμενα είδη. Το φαράγγι, ένας μικρός βοτανικός κήπος με γιγάντια πλατάνια, μικροσκοπικές σολενόψις και ενδημικά βερμπάσκο, θεωρείται εύκολο στη διάβασή του και είναι αξιοποιημένο από τη δασική υπηρεσία, ενώ διαθέτει υποδομή για πικ-νικ, πηγή με συνεχώς τρεχούμενο νερό και παρατηρητήριο πουλιών. Βόρεια του χωριού, στο φαράγγι Πατσού, βρίσκεται το σπήλαιο Αγίου Αντωνίου, τόπος λατρείας του Κραναίου Ερμή στο οποίο βρέθηκαν ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια και ένα αγαλματίδιο του μυθικού θεού Πάνα. Μέσα στο χωριό βρίσκεται o ερειπωμένος ναός της Γέννησης της Θεοτόκου, ο οποίος ήταν μητροπολιτικός ναός το 1357. Σύμφωνα με την παράδοση, ο ναός αυτός είχε 101 πορτοπαράθυρα. Τέλος ο επισκέπτης μπορεί να περπατήσει στο μονοπάτι, που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, από το σπήλαιο έως το Φράγμα Ποταμών.
Ρούστικα
Τα Ρούστικα είναι ένα όμορφο κεφαλοχώρι στους πρόποδες του λόφου Άμπελος και είναι χτισμένα σε αμφιθεατρική θέση σε υψόμετρο 280 μέτρων, περιστοιχισμένα από πράσινο. Τα Ρούστικα οφείλουν την ονομασία τους στη λατινική λέξη Rusticus που σημαίνει αγροτικός τόπος. Μια άλλη εκδοχή κάνει λόγο για την αραβική λέξη Ρουστάκ που σημαίνει χωριό και οι Βενετοί το προσάρμοσαν στη γλώσσα τους, ως Ρούστικα. Ο οικισμός κατοικούνταν από τη βυζαντινή περίοδο, όπως φαίνεται από την εκκλησία της Παναγίας Λειβαδιώτισσας του 1180. Την ενετική περίοδο ήταν μια μικρή πολιτεία με μορφωμένες, πλούσιες, βυζαντινές και ενετοκρητικές οικογένειες μεταξύ αυτών και την οικογένεια του Μπαρότζη, της οποίας ήταν φέουδο. Στο καταπράσινο χωριό διασώζονται ακόμη αρκετά ενετικά κτίρια, όπως το επιβλητικό «Σεράγιο», που αργότερα έγινε η έπαυλη του Ντεφτεντέρη, η «Αγαδική Βρύση» και άλλα. Η μονή του Προφήτη Ηλία είναι ένα από τα αξιοθέατα του χωριού και βρίσκεται στο νοτιοδυτικό του άκρο πάνω σε μικρό βραχώδες ύψωμα και μέσα σ’ ένα κατάφυτο τοπίο. Η ενοριακή εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου και το Σωτήρα Χριστό στη θέση Λιβάδι. Ο ναός έχει θεαματικές τοιχογραφίες με τιμωρίες κολασμένων, έφιππους άγιους, την ετοιμασία του Σταυρού και άλλα, που χρονολογούνται από το έτος ανέγερσής του, το 1381. Επίσης στο χωριό υπάρχει το Εκκλησιαστικό Μουσείο Ρουστίκων και το Μουσείο Ελληνικών Παραδοσιακών Ενδυμασιών.
Σκεπαστή
Η Σκεπαστή είναι χτισμένη σε υψόμετρο 120 μέτρων κρυμμένη μέσα σε μια σειρά λοφίσκων, αντικρύζοντας τον καταπράσινο από ελιές Περαμαθιανό κάμπο και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Το κτίριο ιδιοκτησίας Ιωάννη Βασσάλου έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο, γιατί πρόκειται για αξιόλογο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής της περιοχής, σημαντικό για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής. Το ελαιοτριβείο και η παρακείμενη οικία έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Το ελαιοτριβείο αποτελείται από τρεις χώρους. Ο πρώτος στα Δυτικά, έχει ορθογώνια είσοδο στο Δυτικό τοίχο, ενώ στα Ανατολικά επικοινωνούσε μέσω δεύτερης ορθογώνιας εισόδου με τον δεύτερο χώρο, στον οποίο και βρίσκεται ο μηχανισμός του ελαιοτριβείου ο οποίος χρονολογείται πιθανότητα στον 18ο αιώνα. Στον ίδιο χώρο διατηρείται λίθινη γούρνα και μικρό ορθογώνιο παράθυρο με τριγωνική επίστεψη. Στον δυτικό τοίχο του χώρου αυτού υπάρχει τοξωτό θύρωμα, ενώ δεύτερο ορθογώνιο θύρωμα στα βόρεια οδηγεί στο ισόγειο διώροφου κτηρίου που χωρίζεται σε δύο δωμάτια. Στο εσωτερικό του πρώτου σώζονται δύο λίθινες γούρνες και τζάκι στην Ν.Α. γωνία. Οι δύο χώροι του ελαιοτριβείου που επικοινωνούν με το λίθινο τόξο, καθώς και τα δύο δωμάτια του ισογείου της οικίας αποτελούν μια ενιαία φάση, η οποία χρονολογείται πιθανώς στον ύστερο 18ο αιώνα. Στην πλαγιά ενός λόφου δυτικά του χωριού βρίσκεται ένας ανεμόμυλος. Ο μύλος χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και είναι πετρόκτιστος. Η οροφή του έχει καταπέσει. Στο εσωτερικό του υπάρχει πετρόκτιστη σκάλα. Στη Σκεπαστή βρίσκεται ο δίκλιτος ναός του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας, με τα δύο κλίτη να έχουν κατασκευαστεί τον 16ο αιώνα. Παρά το γεγονός ότι τα δύο κλίτη είναι πανομοιότυπα, με την είσοδο να βρίσκεται στο βόρειο κλίτος, στο εσωτερικό του ναού σώζονται επιγραφές οι οποίες αναφέρουν ότι χτίστηκαν με μερικά χρόνια διαφορά. Άλλες εκκλησίες του χωριού είναι ο Ναός του Τιμίου Σταυρού, του 14ου αιώνα και οι Ναοί του Αγίου Σπυρίδωνα και της Αγίας Άννας. Κοντά στην παραλία βρίσκεται ο ναός της Αγίας Παρασκευής, καθολικό παλιάς μονής. Ο ναός χρονολογείται από τον 13ο-14ο αιώνα.
Χαμαλεύρι
Το Χαμαλεύρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 80 μέτρων. ύψωμα Κακαβέλλα, ανάμεσα στο Χαμαλεύρι και τον Σταυρωμένο, έχουν εντοπιστεί ερείπια μινωικού οικισμού. Στη θέση Μανουσές, περίπου 500 μέτρα βορειοδυτικά του χωριού και νοτιοδυτικά της θέσης Κακάβελλα, έχουν βρεθεί ερείπια μινωικού και κλασσικού οικισμού. Στη θέση αυτή βρέθηκε μεγάλος αριθμός λύχνων και θα μπορούσε να ήταν ένα ιερό της υστερομινωικής περιόδου ΙΙΙ. Σε ένα άλλο γειτονικό λόφο, τον Χατζαμέτη, έχει βρεθεί άλλος οικισμός των μινωικών και αρχαίων χρόνων, ο οποίος εκτείνεται προς τα βόρεια μέχρι τις θέσεις Μπλάνη (ή Μπολάνη) και Τσικουργιανά. Στη θέση Μπολάνη έχει ανασκαφεί μεγάλο κτιριακό συγκρότημα της μεσομινωικής περιόδου του οποίου η διαρρύθμιση δίνει την εντύπωση οργανωμένης βιοτεχνίας. Στο χώρο ανακαλύφθηκαν ιδιόμορφα αγγεία και πολλαπλές πυρές. Θεωρείται ότι στο χώρο αυτόν γινόταν παρασκευή αιθέριων ελαίων. Στην κορυφή του λόφου Τσικουργιανά βρέθηκε μεγάλο κτίριο της ίδια περιόδου, γνωστό ως οικία Τζαμπακάς. Στη βάση του λόφου έχουν βρεθεί ίχνη οικισμού των ελληνιστικών χρόνων. Βόρεια του λόφου έχει βρεθεί αρχαίο λατομείο και έχει ανασκαφεί λουτρό της ρωμαϊκής εποχής. Στη θέση Τροχάλα, 1,5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Χαμαλευρίου, έχει βρεθεί οικισμός των γεωμετρικών χρόνων. Ο Πωλ Φωρ ταυτίζει την αρχαία πόλη στην περιοχή με την πόλη Παντομάτριον. Ο κεντρικός ναός του χωριού είναι ο δίκλιτος ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Αγίου Χαραλάμπου. Ο ναός κτίστηκε το 1951. Άλλοι ναοί κοντά στο χωριό περιλαμβάνουν τα εξωκλήσια Ζωοδόχος Πηγή και Άγιος Γεώργιος. Στο χωριό βρίσκεται βενετσιάνικος, διώροφος πύργος, ο οποίος σώζεται σε άριστη κατάσταση και έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Κατά την περίοδο των κρητικών επαναστάσεων χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο των Τούρκων. Ιστορικό διατηρητέο μνημείο έχει χαρακτηριστεί επίσης η οικία του Μάρκου Πολιουδάκη, επειδή διατηρεί αρχιτεκτονικά μορφολογικά στοιχεία από την περίοδο της Ενετοκρατίας.