Πόλεις & Χωριά στο Νομό Μαγνησίας
Άγιος Γεώργιος Νηλείας
Ο Άγιος Γεώργιος Νηλείας είναι παλιό κεφαλοχώρι του Πηλίου. Βρίσκεται χτισμένος σε υψόμετρο 700 μέτρων περίπου σε μία αμφιθεατρική τοποθεσία με θέα τον Παγασητικό. Σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος Γεώργιος Νηλείας χτίστηκε περί το 15ο αιώνα από βοσκούς που βρήκαν σε ένα θάμνο την εικόνα του στρατηλάτη αγίου. Οι δύο βοσκοί έχτισαν εκκλησία προς τιμή του αγίου και γύρω από την εκκλησία χτίστηκε το ομώνυμο χωριό. Στον Άγιο Γεώργιο υπάρχει και δεύτερη εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο του 1795 και αποτελεί ένα από τα ωραιότερα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Επίσης, στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας βρίσκεται η περίφημη Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Πηλίου, μία εκ των μεγαλυτέρων γυναικείων μοναστηριών στον Ελλαδικό χώρο, με πλούσια δραστηριότητα.
Άγιος Γεώργιος Φερών
Ο Άγιος Γεώργιος Φερών είναι ένα χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 113 μέτρων. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κατά τον 4ο αιώνα π.χ. το χωριό είχε την ονομασία Μικρά Φερά, όντας οικισμός της αρχαίας Θεσσαλικής πόλης Φερές (Φεραί). Στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού και σε απόσταση των 300 μέτρων από την κεντρική πλατεία του χωριού δεσπόζει ο ιστορικός Ναός του Αγίου Γεωργίου Φερών. Ο Ναός βρίσκεται εντός οικοπέδου εκτάσεως 5 στρεμμάτων και είναι περιφραγμένος από λιθόκτιστο περίβολο, εντός του οποίου βρίσκεται το Κοιμητήριο της ενορίας, το οστεοφυλάκιο, διάφοροι βοηθητικοί χώροι και το Ενοριακό Πνευματικό Κέντρο της ενορίας. Ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Φερρών είναι ρυθμού Βασιλική Τρίκλιτη και έχει κτισθεί περί το 1802 μ.Χ. Στο νότιο και βόρειο μέρος βρίσκεται ο Νάρθηκας και το παρεκκλήσιο του Αγίου Βησσαρίωνος. Ο Ναός χωρίζεται σε τρία μέρη. Το Ιερό Βήμα, τον κυρίως Ναό και τον γυναικωνίτη. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται από τον κυρίως Ναό με λιθόκτιστο τέμπλο, που κοσμείται με γύψινες περίτεχνες προσθήκες. Οι Εικόνες του τέμπλου είναι Αναγεννησιακού ρυθμού, από αδελφότητα μοναχών στο Άγιο Όρος περί του 1915. Στον κυρίως Ναό βρίσκεται το Επιτροπικό παγκάρι, ξυλόγλυπτο, το ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι με την μεγάλη φορητή εικόνα του Αγίου Γεωργίου, αγιογραφημένη στο Άγιο Όρος το 1915. Στο κέντρο βρίσκεται ο ξυλόγλυπτος Δεσποτικός Θρόνος και δεξιά το ενοριακό κέντρο.
Άγιος Λαυρέντιος
Ο Άγιος Λαυρέντιος βρίσκεται χτισμένος στις νότιες πλαγιές του Πηλίου σε υψόμετρο 600 μέτρων. Κοντά στο χωριό ρέει ο χείμαρρος Βρύχωνας. Το χωριό οφείλει την ονομασία του στη Μονή του Αγίου Λαυρεντίου, που χτίστηκε από ρωμαιοκαθολικούς βενεδικτίνους μοναχούς (τους Αμαλφινούς) κατά την περίοδο των Σταυροφοριών (11ος αι.). Το μοναστήρι αργότερα εγκαταλείφθηκε για να χτιστεί εκ νέου ως ορθόδοξη μονή από τον όσιο Λαυρέντιο τον Τραπεζούντιο, μοναχό από τη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Όρους. Η ανακατασκευή του μοναστηριού ολοκληρώθηκε το 1378, με την οικονομική βοήθεια του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ Κομνηνού. Σήμερα η Μονή του Αγίου Λαυρεντίου, που βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό, αποτελεί γυναικείο κοινόβιο. Την εποχή που ανακατασκευάστηκε η Μονή του Αγίου Λαυρεντίου, το 14ο αι., τότε άρχισε να κατοικείται και το χωριό. Η τοποθεσία του χωριού και η σχετική αυτονομία της περιοχής από κεντρικές εξουσίες οδήγησε σε ανάπτυξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι, στους μετέπειτα αιώνες, με την έλευση και άλλων νέων κατοίκων -Ηπειρωτών, Βλάχων και νησιωτών- και με την ανάπτυξη της γεωργίας και του εμπορίου, το χωριό του Αγίου Λαυρεντίου μεγάλωσε πολύ, για να φτάσει σε περίοδο ακμής από τα τέλη του 17ου αι. έως τα μέσα του 19ου αι. Οι Αγιολαυρεντίτες καλλιεργούσαν ελιές και οπωροφόρα στις πλαγιές κάτω από το χωριό τους έως τον κάμπο μεταξύ Αγριάς και Λεχωνίων, ενώ το εμπόριο της ελιάς προς όλα τα Βαλκάνια και τις Παραδουνάβιες περιοχές απέφερε μεγάλα κέρδη. Σήμερα, ο Άγιος Λαυρέντιος παραμένει ένα από τα κεφαλοχώρια του Πηλίου. Οι κάτοικοι του χωριού εξακολουθούν να ζουν από τη γεωργία, ενώ σημαντική πηγή εσόδων αποτελεί και ο τουρισμός. Το χωριό διατηρεί πλούσια την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του με πολλές εκκλησίες, αρχοντικά, πλατείες, βρύσες και λιθόστρωτους δρόμους (καλντερίμια). Εκτός από τη Μονή του Αγίου Λαυρεντίου, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το ξωκλήσι της Παναγίας Σουραβλού (αφιερωμένο στην Ζωοδόχο Πηγή), τον Άγιο Αθανάσιο (1777) και τον Άγιο Δημήτριο (1730) στην κεντρική πλατεία.
Αμαλιάπολη
Η Αμαλιάπολη, γνωστή και ως Νέα Μιτζέλα, είναι παραθαλάσσιο χωριό του δυτικού Παγασητικού κόλπου. Αξιοθέατο του χωριού αποτελεί ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που θεμελιώθηκε το έτος 1856, ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το έτος 1872. Μέσα στα όρια του οικισμού της Αμαλιάπολης βρίσκεται και δεύτερος αξιόλογος, μικρότερος ναός, των Τριών Ιεραρχών, ο οποίος είναι λιθόκτιστος και ανεγέρθηκε το έτος 1920. Η Αμαλιάπολη σήμερα αποτελεί τουριστικό θέρετρο. Στον όρμο της Αμαλιάπολης βρίσκεται το ακατοίκητο νησάκι Άγιος Νικόλαος, με τον ομώνυμο ναό (1805), ονομασία η οποία συναντάται ωστόσο σε χάρτες (πορτολάνους) τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα, γεγονός το οποίο μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι στο νησί υφίστατο και παλιότερα ναός τιμώμενος στη μνήμη του αγίου προστάτη των ναυτικών. Το νησάκι αποτελεί ανακηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, λόγω των διάσπαρτων κτιριακών καταλοίπων, μεταξύ αυτών και του ίδιου του σωζόμενου ναού του Αγίου Νικολάου, αλλά και των άφθονων κινητών ευρημάτων, τα οποία υπάρχουν σε όλο το νησί και καλύπτουν μια μακρά ιστορική περίοδο, από τα πρώιμα παλαιοχριστιανικά χρόνια ως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Άνω Βόλος
Ο Άνω Βόλος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 140 μέτρων και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Από τα σπίτια του χωριού, το πυργόσπιτο Μαργαρίτη έχει χαρακτηριστεί έργο τέχνης γιατί αποτελεί αξιόλογο δείγμα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής και βρίσκεται μέσα σε περιοχή που έχει χαρακτηρισθεί ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Στην πλατεία του χωριού βρίσκεται ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου (Παναγίτσα). Είναι τρίκλιτη βασιλική χωρίς εξωνάρθηκα. Στο εσωτερικό έχει ξύλινο τέμπλο χωρίς πολλά διακοσμητικά σκαλίσματα. Στην εξωτερική πλευρά της κόγχης του ιερού είναι εντοιχισμένα λαϊκά λιθανάγλυφα σε πωρόλιθο και δύο μαρμάρινα ανάγλυφα του 13ου αιώνα τα οποία προέρχονται από την κατεστραμμένη μονή Οξείας Επισκέψεως στην Μακρινίτσα. Επίσης, δύο μαρμάρινες επιγραφές με βυζαντινούς χαρακτήρες είναι αριστερά από τη βρύση της εκκλησίας. Στο παρελθόν ο ναός είχε κωδωνοστάσιο, κοντά στη βορεινή του θύρα, το οποίο γκρεμίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Σε λόφο κοντά στο χωριό βρίσκεται ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (Παλαιά Επισκοπή). Είναι τρίκλιτη βασιλική. Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται από το 1638/1639, όταν ο ναός ανακαινίστηκε ριζικά. Από τον αρχικό ναό, του 13ου αιώνα, σώζεται μόνο ο ανατολικός τοίχος, ο οποίος περιλαμβάνει τις κόγχες του ιερού. Ο ναός πυρπολήθηκε το 1821, χωρίς να καταστραφεί τελείως, και ανακαινίστηκε το 1849. Στο ναό έχουν εντοιχιστεί γλυπτά τα οποία προέρχονται από ναούς της γύρω περιοχής και της Δημητριάδας.
Άφησσος
Η Άφησσος είναι παραθαλάσσιος οικισμός του Νοτίου Πηλίου χτισμένη στον Παγασητικό κόλπο. Σύμφωνα με το μύθο, ο Ιάσονας και οι Αργοναύτες του, είχαν σταματήσει στην Άφησσο για να ανεφοδιαστούν πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους στην αναζήτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος. Η πλατεία του χωριού ονομάζεται «Αργοναύται», προς τιμήν αυτού του μύθου. Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά και παρουσιάζει μια όμορφη αρχιτεκτονική ομοιογένεια. Το χωριό διαθέτει 3 παραλίες. Το Καλλιφτέρι, πριν μπει κάποιος στο χωριό, το Λαγούδι και ο Αμποβός.
Βυζίτσα
H Βυζίτσα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 500 μέτρων στις πλαγιές του Πηλίου και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Η Βυζίτσα κατοικήθηκε το 1650 μ.Χ. περίπου από Ηπειρώτες, Μοσχοπολίτες, Αρβανίτες, Σλάβους και Βλάχους. Οι πρώτοι κάτοικοι υπολογίζεται ότι ήταν περίπου 30 οικογένειες, οι οποίες και εγκαταστάθηκαν χτίζοντας τα σπίτια τους. Τα σπίτια ήταν κοντά το ένα στο άλλο και σε σημείο αθέατο από τη θάλασσα. Οι οικογένειες εγκαταστάθηκαν ανά ομάδες με συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς. Μέχρι να χτιστούν τα αρχοντικά, οι οικογένειες ζούσαν σε παράσπιτα. Ο οικισμός ολοκληρώθηκε έναν αιώνα μετά τον πρώτο εποικισμό του. Σε αυτή την περίοδο κατασκευάστηκαν δύο ναοί, δρόμοι, η πλατεία και ένα σχολείο. Οι αρχικές καλλιέργειες, σιτάρι και άλλα δημητριακά, βρίσκονταν βόρεια του χωριού, σε περιοχή η οποία σήμερα είναι ακαλλιέργητη. Στη συνέχεια φυτεύτηκαν οπωροφόρα δέντρα, αμπέλια και ελιές. Επίσης αναπτύχθηκε η κτηνοτροφία και η εκτροφή μεταξοσκώληκα. Η τοπική οικονομία συνέχισε να βασίζεται στον αγροτικό τομέα μέχρι τη δεκαετία του 1950. Τα κύρια προϊόντα της περιοχής ήταν μήλα, αχλάδια, ροδάκινα, λεμόνια, αμύγδαλα, κάστανα, καρύδια, ελιές, τσάι και θυμάρι, με κύρια πηγή εσόδων το ελαιόλαδο. Από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα σημαντική πηγή εσόδων γίνεται και ο τουρισμός. Το 1967 η πλατεία του χωριού και η γύρω περιοχή ανακηρύχθηκαν μνημεία και το 1976 ολόκληρος ο οικισμός ανακηρύχθηκε παραδοσιακός.
Δράκεια
Η Δράκεια είναι χτισμένη σε υψόμετρο 500 μέτρων στις πλαγιές του Πηλίου. Το χωριό ιδρύθηκε στα μέσα του 15ου αιώνα ή στις αρχές του 16ου. Οι περισσότερες οικογένειες προέρχονταν από την Ήπειρο. Η παλαιότερη μνεία του οικισμού γίνεται το 16ο αιώνα. Το 1614 στο χωριό έμεναν 147 οικογένειες. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με την καλλιέργεια ελιών και μήλων, την ξυλεία, ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε το εμπόριο και τη βιοτεχνία μεταξιού. Στο χωριό υπήρχαν νερόμυλοι. Το 19ο αιώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του Πηλίου. Ολόκληρο το χωριό έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Αρχικά χαρακτηρίστηκε ιστορική μνημείο η κεντρική πλατεία και τα οικήματα της οδού προς το Αρχοντικό Τριανταφύλλου. Το αρχοντικό Τριανταφύλλου είναι ένα τριώροφο πυργόσπιτο με ελάχιστα μικρά σιδερόφρακτα παράθυρα στο ισόγειο που πληθαίνουν σταδιακά στους ορόφους. Έχει κάτοψη σε σχήμα Γ, και ο τρίτος όροφος στη νότια και τη δυτική πλευρά προβάλλει τμηματικά, δημιουργώντας τα κλασσικά σαχνισιά τα οποία στηρίζονται σε ξύλινα δοκάρια και αντηρίδες και είναι διάτρητα από παράθυρα και φεγγίτες. Η είσοδος είναι στη νότια πλευρά και οδηγεί στη μεγάλη σάλα δίπλα από την οποία είναι ένα χειμερινό δωμάτιο και το κλιμακοστάσιο. Στον πρώτο όροφο ήταν η χειμερινή διαμονή της οικογένειας και εκεί υπάρχουν τζάκια και βοηθητικοί χώροι. Στο δεύτερο όροφο, όπου ήταν η καλοκαιρινή διαμονή υπάρχει η μεγάλη σάλα (δοξάτο) πλούσια διακοσμημένη με τοιχογραφίες (από τις οποίες σήμερα σώζονται λίγες μόνο), και πίσω από αυτήν ο καλός οντάς ο οποίος ήταν επίσης διακοσμημένος με τοιχογραφίες που δε σώζονται. Αξιόλογη είναι η ξυλογλυπτική επιζωγραφισμένη οροφή του καλού οντά. Στο τοξωτό υπέρθυρο της αυλόπορτας υπάρχει λιθανάγλυφη επιγραφή με τη χρονολογία «1839 Φεβρουαρίου 19» που πιθανόν να είναι η χρονολογία κατασκευής του κτιρίου. Έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης. Επίσης έργο τέχνης έχει χαρακτηριστεί το αρχοντικό Στεργίου. Αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής. Είναι διώροφο με ελάχιστα μικρά ανοίγματα στο ισόγειο και με τον όροφο να προβάλλει τμηματικά, δημιουργώντας τα κλασσικά σαχνισιά που είναι διάτρητα από ανοίγματα. Έχει σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και διαιρείται στα δύο από το μεσότοιχο που διατρέχει όλο το ύψος του αρχοντικού. Η είσοδος βρίσκεται στη νότια όψη και οδηγεί στο μεγάλο πλακόστρωτο χώρο της υποδοχής με τη σκάλα για τον όροφο δεξιά και το «χειμωνιάτικο» αριστερά. Ανεβαίνοντας κανείς τη σκάλα φτάνει στη σάλα του πάνω ορόφου με την «κρεβάτα» στην πλευρά του δυτικού σαχνισιού και το «μιντέρι» στη μεσημβρινή πλευρά, κάτω από τα μεσαία παράθυρα. Το ανατολικό σαχνισί είναι ξέχωρο σε ψηλότερο επίπεδο από το «δοξάτο» και έχει ένα παράθυρο στο νοτιά με ένα φεγγίτη ψηλά. Το πίσω μέρος του πάνω ορόφου έχει δύο δωμάτια ένα καλοκαιρινό με ένα παράθυρο στο βοριά και ένα χειμωνιάτικο με δύο παράθυρα στη δύση, το μεγάλο τζάκι στη μέση των παραθύρων και τα μιντέρια δεξιά και αριστερά. Μεταξύ των δωματίων υπάρχει ένας παράγωνος διάδρομος που οδηγεί από το δοξάτο στην πίσω βορεινή είσοδο. Από τα υπόλοιπα αρχοντικά του χωριού, το αρχοντικό ιδιοκτησίας Ιωάννη Θλιβερού και Χριστίνας Χαλκιά – Ζάχου, έχει χαρακτηριστεί ιστορικό μνημείο. Κατασκευάστηκε στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και διατηρεί όλα τα αυθεντικά δομικά και διακοσμητικά του στοιχεία. Στο χωριό βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, με αξιόλογο τέμπλο, ο ναός του Αγίου Αθανασίου, ο ναός του Αγίου Γεωργίου, με ξυλόγλυπτο τέμπλο και το Ξωκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνα. Ανάμεσα στη Δράκεια και το Κατηχώρι βρίσκεται ο Ναός της Παναγίας Μεγαλογένης και 2,5 χλμ νότια του χωριού βρίσκεται τοξωτό γεφύρι. Στο χωριό λειτουργεί Μουσείο Αγροτικής, Λαογραφικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, στο οποίο εκτίθενται παλαιά εργαλεία, υφαντά, ενδυμασίες, οικιακά σκεύη και εξοπλισμός παλαιού ελαιοτριβείου.
Ζαγορά
H Ζαγορά είναι χωριό του Πηλίου στο νομό Μαγνησίας και αποτελείται από τις συνοικίες του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Κυριακής, της Αγίας Παρασκευής ή Περαχώρας και της Σωτήρας. Απόλυτα εξακριβωμένες ιστορικές πληροφορίες για το χρόνο ίδρυσης της Ζαγοράς δεν υπάρχουν, ενώ εικάζεται πως η δημιουργία της ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης των κατοίκων των παραθαλάσσιων περιοχών για προστασία από πειρατικές επιδρομές. Μισή ώρα περίπου ΝΑ του σημερινού χωριού προς τη θάλασσα, υψώνεται ένας λόφος γνωστός με το όνομα «Παληόκαστρο», στην επίπεδη κορυφή του οποίου σώζονται ερείπια οχυρώσεων, κατά πάσα πιθανότητα βενετικών. Γύρω επίσης από το λόφο παρατηρούνται ερείπια βυζαντινών και αρχαιότερων κτισμάτων, κατά καιρούς δε, στις κοντινές στα σημεία αυτά εκτάσεις, έχουν βρεθεί αρχαίοι τάφοι, πήλινα αγγεία, ξίφη και νομίσματα με παραστάσεις της Αργώς. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν πως στην περιοχή ήταν χτισμένη κάποια προχριστιανική πόλη που εικάζεται να είναι οι αρχαίες Μύραι. Ο πρώτος πυρήνας του χωριού εικάζεται πως βρισκόταν στη θέση «Άγιος Αθανάσιος», ενώ αργότερα μετατοπίστηκε στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, όπου βρίσκεται σήμερα η ομώνυμη συνοικία. Το έτος ίδρυσης της μονής παραμένει άγνωστο, ωστόσο υποστηρίζεται πως ήταν κτίσμα του 15ου αιώνα, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να κτίστηκε πάνω στα θεμέλια παλαιότερου ναού. Η μονή καταστράφηκε το 1887 από τυχαία πυρκαγιά με αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμα κειμήλια (εικόνες, έγγραφα κλπ). Γύρω από το μοναστήρι αυτό έγινε η πρώτη οίκηση των κατοίκων της παλιάς Ζαγοράς, η οποία όπως φαίνεται για διάκριση ονομάστηκε Σωτήρα-Ζαγορά, και σταδιακά, ιδίως κατά τους μετέπειτα χρόνους της ανάπτυξης και της ακμής της, δημιουργήθηκαν οι υπόλοιπες συνοικίες, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Κυριακής και της Αγίας Παρασκευής (Περαχώρας). Η νέα Ζαγορά, που είχε πλέον πάρει την παραπάνω μορφή από τα τέλη του 16ου αιώνα, άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα. Η γεωργία και το εμπόριο άκμαζαν, ενώ ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισαν οι τοπικές βιοτεχνίες των μάλλινων υφασμάτων και του μεταξιού μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα. Σήμερα η Ζαγορά είναι σημαντικό οικονομικό κέντρο της περιοχής κυρίως μέσα από τον τουρισμό και την καλλιέργεια του περίφημου ζαγοριανού μήλου, το οποίο έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Κισσός
Το χωριό Κισσός βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Πηλίου και είναι ένα σχετικά ορεινό χωριό, σε υψόμετρο 660 μέτρων το οποίο όμως συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Ο οικισμός είχε εγκαταλειφθεί κατά το παρελθόν και οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν στον Άγιο Ιωάννη. Το όνομα του χωριού ίσως αναφέρεται στο ομώνυμο φυτό ή από παραφθορά της λέξης χρυσός (κ’σος), από ένα ορυχείο μεταλλευμάτων που ανακαλύφθηκε στην περιοχή. Η κύρια ενασχόληση τον κατοίκων είναι η γεωργία, μερικοί όμως ασχολούνται με το εμπόριο ξυλείας και ένα μεγάλο ποσοστό με το τουρισμό. Κύρια αξιοθέατα του χωριού είναι η τοπική αρχιτεκτονική, η θέα προς τη θάλασσα και το δάσος από οξιές και καστανιές. Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, μια τρίκλιτη βασιλική, η οποία ανακαινίσθηκε (σύμφωνα με την επιγραφή) το έτος 1747, έχει ανακηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Διαθέτει ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Μακρινίτσα
Η Μακρινίτσα, παλιότερα γνωστή ως Μακρινίτζα είναι παραδοσιακός οικισμός και οι περισσότεροι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με τις τουριστικές επιχειρήσεις. Στην κεντρική πλατεία της Μακρινίτσας στεγάζεται το Βυζαντινό Μουσείο Μακρινίτσας «Οξεία Επίσκεψις» το οποίο φιλοξενεί κειμήλια από τον 13ο έως και τον 20ο αιώνα. Είναι μοναδικό του είδους του για την ευρύτερη περιοχή. Στο αρχοντικό Τοπάλη, που οικοδομήθηκε το 1844 κάτω από την κεντρική πλατεία της Μακρινίτσας και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, στεγάζεται το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου. Στην πανέμορφη πλατεία της Μακρινίτσας υπάρχει το Καφενείο Θεόφιλος που είναι γνωστό σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό για μια ζωγραφιά του φημισμένου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Σήμερα το κτίριο έχει χαρακτηριστεί «ιστορικό διατηρητέο μνημείο». Η σύνθεση της τοιχογραφίας περιγράφει ένα γλέντι στο στρατόπεδο του Κατσαντώνη μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον, με ένα ποταμάκι στο κάτω τμήμα της. Κυρίαρχη φιγούρα, ο Κατσαντώνης ξεχωρίζει από τους συντρόφους του, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του, ενώ έχει στα πόδια του το όπλο και παίζει ταμπουρά. Οι υπόλοιποι αγωνιστές σουβλίζουν αρνιά, παίζουν μουσική, γλεντούν και χορεύουν. Τα σπίτια του Πηλίου χαρακτηρίζονται για τις πέτρινες στέγες τους και για την πλούσια ζωγραφική και ξυλογλυπτική διακόσμηση στον πάνω όροφο των κτιρίων. Τα σπίτια είναι διώροφα ή τριώροφα με χοντρούς πέτρινους τοίχους. Ο κάτω όροφος έχει λίγα ανοίγματα ενώ ο πάνω έχει πολλά παράθυρα και συχνά προεξέχει λίγο σε σχέση με τον κάτω όροφο. Τα σπίτια χαρακτηρίζονται επίσης από τις διακοσμημένες οροφές και τις ξυλόγλυπτες πόρτες και παραθυρόφυλλα. Χαρακτηριστικό αρχοντικό της Μακρινίτσας είναι το αρχοντικό Τοπάλη που χτίστηκε το 1844 και χρησιμοποιείται σήμερα ως λαογραφικό μουσείο. Το κτίριο είναι τριώροφη οχυρωμένη κατοικία, με πολεμότρυπες και αμυντικό πυργίσκο στην στέγη του.
Μηλιές
Οι Μηλιές είναι ορεινό χωριό του νοτίου Πηλίου, χτισμένο σε υψόμετρο 400 μέτρων. Λέγεται ότι το χωριό ιδρύθηκε από κατοίκους του χωριού Μηλιές Ευβοίας, οι οποίοι έφυγαν από εκεί για να γλιτώσουν από επιθέσεις πειρατών. Για αυτό το λόγο και η θέση του χωριού είναι τέτοια ώστε να μη βλέπει τη θάλασσα, και φυσικά να μη φαίνεται το χωριό από τη θάλασσα. Η ονομαστή «Σχολή των Μηλεών», που ίδρυσαν οι Γαζής, Κωνσταντάς και Φιλιππίδης, αποτέλεσε σημαντική πνευματική εστία της εποχής και κέντρο του απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Απόρροια του διαφωτιστικού έργου της ξακουστής Σχολής των Μηλεών, υπήρξε η ίδρυση της εκπληκτικής βιβλιοθήκης των Μηλεών «Ψυχής Άκος», που λειτουργεί μέχρι σήμερα με περισσότερα από 3500 σπάνια βιβλία και ιστορικά κειμήλια. Στο χωριό υπάρχει η εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, η οποία ανακαινίστηκε το 1741, ενώ είναι άγνωστο το πότε χτίστηκε πρώτη φορά και από ποιόν. Η εκκλησία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και διαθέτει αξιόλογες μεταβυζαντινές αγιογραφίες. Είναι χτισμένη έτσι, ώστε ο κάθε ήχος μέσα σε αυτήν να μην ακούγεται έξω, γιατί απαγορευόταν ο Χριστιανισμός εκείνη την εποχή. Κατασκευάστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το εξωτερικό της, χωρίς καμπαναριό και άλλα θρησκευτικά σύμβολα ή δείγματα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, να μην προδίδει την αληθινή φύση του κτιρίου. Στις Μηλιές καταλήγει ένας σιδηρόδρομος που κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα συνδέοντας το κέντρο του Βόλου, με την εύφορη και πλούσια περιοχή του Δυτικού Πηλίου. Το 1985 το τρένο του Πηλίου χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο ιστορικό μνημείο. Το 1996 και μετά από μία σειρά επισκευών, τέθηκε ξανά σε λειτουργία καλύπτοντας συνολικά μια διαδρομή 15 χιλιομέτρων, από τα Λεχώνια μέχρι τις Μηλιές, προσφέροντας στον επιβάτη την ευκαιρία να απολαύσει τη μοναδική φυσική ομορφιά του τοπίου και τις περίτεχνες αρχιτεκτονικές κατασκευές. Η οργιώδης βλάστηση, η θέα στον Παγασητικό, τα τοξωτά γεφύρια, οι μικρές σήραγγες και η σιδερένια γέφυρα αποτελούν τα βασικά στοιχεία για μια από τις ωραιότερες διαδρομές στην Ευρώπη.
Ξινόβρυση
Η Ξινόβρυση είναι χωριό χτισμένο στις πλαγιές του νοτιοανατολικού Πηλίου. Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν Μπιστινίκα ή Μπεστινίκα. Η ονομασία του χωριού στη σλαβική λέξη pestinik ή pecnik, που σημαίνει φούρνος. Άλλοι πάλι αποδίδουν την ονομασία του χωριού στην ελληνική λέξη στενό, μιας και η περιοχή όπου έχει χτιστεί το χωριό αποτελεί το στένωμα δυο ή τριών λοφοσειρών. Στην ευρύτερη περιοχή έχουν επισημανθεί πολλά ευρήματα από τα μεσαιωνικά χρόνια και στην περιοχή «Συριώτη», υπάρχουν ακόμη τα πενιχρά οικοδομικά λείψανα από μεσαιωνικό κάστρο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η Μπιστινίκα ήταν μαχαλάς (οικισμός) της Αργαλαστής. Οι κάτοικοι του χωριού εξακολουθούν να ζουν από τη γεωργία, ενώ ορισμένοι απ’ αυτούς προσπαθούν να επιβιώσουν από τον τουρισμό. Για τον επισκέπτη, πολύ ενδιαφέρον έχουν οι παραλίες της Ξινόβρυσης, η Μουρτίτσα, τα Ποτιστικά, οι Κουρήτες και η Μελανή, που βρίσκονται κοντά στο χωριό. Επάνω από την πλατεία του χωριού, βρίσκεται η τρίκλιτη βασιλική της Κοιμήσεως του Θεοτόκου, κτίσμα του 1778 σύμφωνα με την πηλιορείτικη αρχιτεκτονική της εποχής εκείνης.
Πινακάτες
Οι Πινακάτες βρίσκονται χτισμένες στις πλαγιές του Πηλίου με θέα τον Παγασητικό. Κατά μία εκδοχή, η ονομασία Πινακάτες προέρχεται από κάποιον από τους πρώτους κατοίκους του χωριού ο οποίος ονομάζονταν πινακάς, δηλαδή κατασκευαστής πήλινων ή ξύλινων πιάτων που στην πηλιορείτικη διάλεκτο αποκαλούνταν «πινάκια». Η κατάληξη -άτες θεωρείται πως είναι τοπωνυμικός σχηματισμός της αρβανίτικης γλώσσας. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι Πινακάτες, όπως και η γειτονική Βυζίτσα ήταν συνοικίες («μαχαλάδες») που υπάγονταν στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας. Οι κύριες ασχολίες των Πινακιωτών ήταν η κτηνοτροφία, και αργότερα η καλλιέργεια ελαιών, η αμπελουργία και η οινοποιία, η καλλιέργεια «συκαμινιών» (μουριές) και η παραγωγή μεταξιού, κλπ. Προπολεμικά, η καλλιέργεια της ελιάς είχε δώσει μεγάλη οικονομική άνθηση στις Πινακάτες. Η τοπική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου εορτάζει στις 20 Αυγούστου, ενώ η άλλη τοπική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου εορτάζει στις 2 Μαΐου.
Πορταριά
Η Πορταριά είναι παραδοσιακός οικισμός χτισμένη στις δυτικές πλαγιές του Πηλίου. Αποτελεί κεφαλοχώρι της περιοχής, καθώς γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο παρελθόν και σήμερα εξακολουθεί να διατηρεί τον πληθυσμό της χάρη κυρίως στις τουριστικές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό στοιχείο της Πορταριάς είναι τα μεγάλα της αρχοντικά, θεσσαλομακεδονικού ρυθμού με σκεπή από πέτρινες πλάκες. Ο αρχικός οικισμός στην περιοχή της Πορταριάς δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των Σλαβικών εποικισμών στον ελλαδικό χώρο. Ο οικισμός που δημιουργήθηκε τότε αναφέρεται σε έγγραφα της Βυζαντινής περιόδου με το όνομα Δρυανούβαινα. Προς το τέλος της Βυζαντινής περιόδου ιδρύονται στην περιοχή μοναστήρια. Ένα από τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν τότε ήταν το μοναστήρι της Παναγίας της Πορταρέας, στο οποίο η Πορταριά οφείλει, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, τη σημερινή της ονομασία. Το 18ο αιώνα η Πορταριά έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα σημαντικό εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο της περιοχής, γνωρίζοντας μεγάλη ανάπτυξη, γεγονός που αποτυπώνεται στα μεγάλα αρχοντικά της, που πολλά διατηρούνται μέχρι σήμερα. Η Πορταριά εκείνη την περίοδο φημίζεται κυρίως για τα μεταξωτά υφαντά της και τα μαντήλια της, καθώς και για το μεγάλο παζάρι της, που ήταν ίσως το σημαντικότερο της Θεσσαλίας. Η Πορταριά είναι σήμερα χαρακτηρισμένος τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, μαζί με τη γειτονική της Μακρινίτσα, καθώς και χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός.
Τσαγκαράδα
Η Τσαγκαράδα βρίσκεται στις πλαγιές του Πηλίου και είναι ένα από τα πιο ονομαστά και τουριστικά χωριά του Πηλίου. Το τοπωνύμιο «Τσαγκαράδα» στάθηκε αφορμή να διατυπωθούν πολλές αντιφατικές εκδοχές. Η πιο απλοϊκή εκδοχή έχει σχέση με τα παπούτσια και βασίζεται στο ότι το χωριό κάποτε ονομαζόταν «Τσαγκαράδες». Μια άλλη εκδοχή στηρίζεται σε ετυμολογία ξένων λέξεων, κυρίως σλάβικων, που σχετίζονται με την «ωραία θέα». Μια άλλη εκδοχή θέλει το όνομα «Τσαγκαράδα» να προέρχεται από το αραβικό «τσαγκάρ» που σημαίνει «βράχος». Φημολογείται ότι στο βουνό της Τσαγκαράδας κατοικούσαν οι Κένταυροι κατά την αρχαιότητα. Υπήρξε επίσης το πεδίο της «Γιγαντομαχίας» και το αγαπημένο θέρετρο των θεών του Ολύμπου. Στο Πήλιο πήγαιναν για κυνήγι θεοί, βασιλιάδες και πρίγκιπες. Εδώ έγινε και ο γάμος του θνητού Πηλέα με τη θεά Θέτιδα, καθώς επίσης και ο πρώτος διαγωνισμός ομορφιάς ανάμεσα στις πανέμορφες θεές Ήρα, Αθήνα και Αφροδίτη. Το χωριό αποτελείται από τέσσερεις μικρότερους οικισμούς, οι οποίοι παίρνουν το όνομά τους από τις εκκλησίες που βρίσκονται στις κεντρικές πλατείες: Άγιοι Ταξιάρχες που είναι και ο παλαιότερος οικισμός, Αγία Παρασκευή και Άγιος Στέφανος, που βρίσκονται κατά μήκος του δημόσιου δρόμου και Αγία Κυριακή, η οποία βρίσκεται χαμηλά στην πλαγιά του βουνού προς τη θάλασσα.