Ανακαλύπτουμε και γνωρίζουμε νέους προορισμούς στην Ελλάδα.

Παραλίες, πόλεις, χωριά, νησιά…

Κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να τους γνωρίσουμε!!!

Εξερευνώντας…

2810 253861
Ηράκλειο, Κρήτη
info@greecedestination.gr
Νομός Καρδίτσας χωριά

Χωριά στο Νομό Καρδίτσας

Πόλεις & Χωριά στο Νομό Καρδίτσας

Αγία Παρασκευή

Η Αγία Παρασκευή, ένα μικρό χωριουδάκι στα νοτιοδυτικά του δήμου, απέχει μόλις επτά χιλιόμετρα από τους Σοφάδες στο νομό Καρδίτσας. Η παλιά της ονομασία ήταν «Μαγούλα», που όμως χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα κυρίως από τους ηλικιωμένους συμπατριώτες μας.  Όλες σχεδόν οι οικογένειες της Αγίας Παρασκευής ασχολούνται με τη γεωργία. Παραδοσιακό δηλαδή αγροτοχώρι, η έκταση του οποίου ανέρχεται σε 10.048 στρέμματα που στην συντριπτική της πλειοψηφία πεδινές καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Τις τελευταίες δεκαετίες οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής ασχολούνται συστηματικά με την καλλιέργεια  βαμβακιού και καπνού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Άγιος Αθανάσιος

Πολύ κοντά στη λίμνη Πλαστήρα και την Πλαζ Λαμπερού βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος. Πρόκειται για ένα τουριστικά αναπτυσσόμενο οικισμό δίπλα στη λίμνη, με ταβέρνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια, ξενοδοχεία και τουριστική υποδομή σύγχρονων προδιαγραφών. Η «Κοιμωμένη» των Αγράφων και οι άλλες βουνοκορφές της Πίνδου που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει από κάποιο πίνακα ζωγραφικής, ιδίως κατά τη δύση του ήλιου, ενώ πέντε χλμ. ανατολικά του οικισμού (κοντά στο χωριό Καταφύγι) βρίσκεται η Ιερά Μονή Πέτρας (1550 μ.Χ.), που είναι επισκέψιμη όλο το χρόνο. Η διαδρομή από τον Άγιο Αθανάσιο συνεχίζει νότια και καταλήγει στην Καστανιά. Από εκεί, υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στην Καρδίτσα ή εξερεύνησης κι άλλων διαδρομών. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Άγιος Ακάκιος

Ο οικισμός του Αγίου Ακακίου βρίσκεται σε υψόμετρο 320 μέτρα. Παλιά το χωριό ονομαζόταν Γόλιτσα (σλαβική λέξη=γούρνα) και Γκόπλα. Χρόνος ίδρυσης ή επανίδρυσης του Χωριού θεωρούνται τα μέσα του 14ου αι. από Σέρβους ηγεμόνα και Αρβανιτόβλαχους. Οι κάτοικοι του χωριού αντλούν το εισόδημά τους από την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα και Βοοειδή), τη γεωργία (δημητριακά, καλαμπόκια, Βαμβάκι, κηπευτικά, αμπέλια, καστανιές, κερασιές και καρυδιές), τις οικοδομικές εργασίες και παρεμφερή επαγγέλματα. Ασκείται το παραδοσιακό επάγγελμα των πετράδων κτιστών, οι οποίοι με τον εξοπλισμό τους αναλαμβάνουν δημόσια και ιδιωτικά έργα. Προϋπήρχε από τους Βυζαντινούς χρόνους, αφανίστηκε όμως λόγω επιδημίας. Ο πρώτος οικισμός Βρισκόταν στην περιοχή «Γκούρλιγκα». Το όνομα του Χωριού ταυτίστηκε με την άγια μορφή του ιερομόναχου Αγίου Ακακίου. Επί Τουρκοκρατίας είχε πληθυσμό κωμόπολης κατανεμημένο σε τρεις συνοικισμούς. Το 1601-2 το Χωριό κάηκε από τους Τούρκους. Η νέα ονομασία, Άγιος Ακάκιος, δόθηκε το 1927. Χαρακτηριστικό του χωριού αποτελεί η αρχιτεκτονική του. Σήμερα σώζεται μόνο ένας από τούς επτά νερόμυλους που είχε το χωριό. Ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία θα εντυπωσιάσουν τους επισκέπτες του χωριού. Ο Ναός του Αγίου Νικολάου ΝΑ του οικισμού, μονόχωρη βασιλική του 14ου αι., διασώζει λίγες τοιχογραφίες. Λίγα μέτρα πιο πέρα, σε μια μικρή σπηλιά, διαμορφώθηκε θρησκευτικός χώρος του ασκητή του Αγίου Ακακίου. Η Εκκλησία του Αγίου Ακακίου, σε ρυθμό τρίκλιτης Βασιλικής, θεμελιώθηκε το 1850. Στολίδι της Εκκλησίας αποτελεί η ασημένια σκευοθήκη, όπου φυλάσσεται ο βραχίονας του Αγίου. Σπάνιο μνημείο φυσικής ομορφιάς ηλικίας 40.000 χρόνων, ΒΔ του Χωριού, είναι το σπήλαιο «Αετοφωλιά», μήκους 250 μ. Η πρόσβαση είναι αρκετό καλή, τα τοιχώματα του σπηλαίου είναι λειασμένα από τη ροή του νερού και σε πολλά σημεία του υπάρχουν πανέμορφοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Τρία ποτάμια ρέουν στην περιοχή. Ο ποταμός Μέγας ή Νέδας, ο ποταμός Γκουρλίγκας και το ποτάμι Καρκατούνα. Χαρακτηριστικό φυσικό μνημείο είναι και ο θαυμάσιος καταρράκτης το χειμώνα στη Βρονταριά. Το χωριό γιορτάζει τη μνήμη του προστάτη του Αγίου Ακακίου κάθε χρόνο την Πέμπτη μετά το Πάσχα. Γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια και μεγάλο γλέντι, χορούς και τραγούδια στο κέντρο του Χωριού, που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών, αλλά και κατοίκων των κοντινών περιοχών. Την 23η Οκτωβρίου γιορτάζεται η ημερομηνία ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Ακακίου από το Άγιο Όρος. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Άγιος Βησσάριος

Μόλις πέντε χιλιόμετρα από τους Σοφάδες και πάνω στον οδικό άξονα που ενώνει το νομό μας με την Αθήνα ξεπροβάλει ο Άγιος Βησσάριος. Ένα μικρό χωριό που στα παλιά χρόνια είχε την ονομασία «Παζαράκι». Η γεωργία αποτελούσε ανέκαθεν την κυριότερη ασχολία των κατοίκων, που όμως με το πέρασμα των χρόνων αρκετοί από αυτούς την εγκατέλειψαν και έφυγαν για τα αστικά κέντρα του νομού. Στα 12.495 στρέμματα που περιλαμβάνει το δημοτικό διαμέρισμα οι αγρότες του Αγίου Βησσάριου καλλιεργούν κυρίως βαμβάκι και σιτάρι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Άγιος Γεώργιος

Ο Άγιος Γεώργιος, χτισμένος σε υψόμετρο 300 μέτρων είναι ένας χαρακτηριστικός αγραφιώτικος παραδοσιακός οικισμός, με στενά δρομάκια και ελάχιστα διασωθέντα παλαιά, λιθόκτιστα, διώροφα αρχοντικά και έχει χαρακτηριστεί ιστορικός διατηρητέος οικισμός με υπουργική απόφαση. Οι σχετικά λίγοι μόνιμοι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (σιτηρά), την αμπελουργία (παραγωγή κρασιού και τσίπουρου) και την κτηνοτροφία, ενώ κατά τους θερινούς μήνες περισσότεροι από χίλιοι επισκέπτες έρχονται στο χωριό. Ο οικισμός προήλθε από τον παλαιό Άγιο Γεώργιο, έναν βυζαντινό οικισμό, ο οποίος καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1821 και βρισκόταν πολύ πιο ψηλά, σε υψόμετρο 850μ. και σε απόσταση 5 χλμ. από το σημερινό οικισμό. Εντός του οικισμού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, που ιδρύθηκε το 1964. Η παλιά εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου (1898) βρίσκεται στον παλιό οικισμό. Εκτός οικισμού βρίσκονται και οι ναοί του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Παρασκευής και του Προφήτη Ηλία. Η κεντρική πλατεία του Αγίου Γεωργίου φέρει το όνομα του Κωνσταντίνου Χατζημήτρου, που καταγόταν από το χωριό και διατέλεσε δήμαρχος Καρδίτσας. Βόρεια του οικισμού, σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου, σώζεται ένας ενδιαφέρων ιδιωτικός νερόμυλος. Στην πλατεία του σημερινού οικισμού, από όπου η θέα προς το θεσσαλικό κάμπο είναι εξαιρετική, υπάρχει η προτομή του μεγάλου ευεργέτη του χωριού Θεόδωρου Κουτσιούμπα. Από τον Άγιο Γεώργιο κατάγεται ο παλαιός Καρδιτσιώτης ιστορικός Χρ. Καλοκαιρινός. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Άγιος Θεόδωρος

Ο Άγιος Θεόδωρος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 105 μέτρων. Πληροφορίες για το απώτερο παρελθόν του οικισμού δεν έχουμε. Ανατολικά του Αγίου Θεοδώρου και σε απόσταση 500μ., μέσα στην έκταση του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης του Κιερίου βρίσκεται ένας θολωτός τάφος, ο οποίος καλύπτεται με τύμβο και είναι ορατός από μακριά. Η κατασκευή και η χρήση του χρονολογούνται από το 10ο έως και τον 8ο αιώνα π.Χ. Το ταφικό αυτό μνημείο είναι επισκέψιμο όλες τις ημέρες της εβδομάδας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Αγναντερό

Το Αγναντερό βρίσκεται στην πεδιάδα του νομού Καρδίτσας και οι κάτοικοί του κατά κύριο λόγο ασχολούνται με την καλλιέργεια βαμβακιού και δευτερευόντως με την κτηνοτροφία και άλλα ιδιωτικά επαγγέλματα. Ο κυρίως ναός του Αγναντερού είναι των Αποστόλων Πέτρου & Παύλου ο οποίος πανηγυρίζει την 29η Ιουνίου. Η παλαιότερη ονομασία του είναι Μεσδάνι ή Μεϊντάνι. Μεϊντάνι στα τουρκικά σημαίνει πλατεία, άπλωμα ή ανοικτός χώρος. Παλαιότερα το χωριό ήταν απλωμένο σε μικρούς συνοικίσμούς, πέριξ της παρούσας θέσης του. Το χωριό είναι αυτό που λέγεται καμποχώρι. Οι άνθρωποί του ανήκουν στους καραγκούνηδες και ασχολούνται με την γεωργία και παράλληλα την κτηνοτροφία. Τα παλιά σπίτια ήταν κτισμένα με πλίνθους. Αρχαιολογικά ευρήματα έχουν ανακαλυφθεί σε αγροτικές τοποθεσίες του χωριού κατόπιν τυχαίων γεωργικών εργασιών. Εκτιμάται ότι το Αγναντερό υπήρξε ως οικισμός κατά τον 7ο-11ο αιώνα. Η πρώτη γραπτή αναφορά στο χωριό εντοπίζεται στα τέλη του 14ου αιώνα. Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας το χωριό, όπως και όλη η Θεσσαλία, υπαγόταν στον πασά των Ιωαννίνων. Το Αγναντερό ήταν από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής με 1.200 περίπου κατοίκους. Στα χρόνια του Αλή Πασά χτίστηκε το πέτρινο γεφύρι στην είσοδο του χωριού πάνω στον ποταμό Πάμισο (Σαλαμπριά), παραπόταμο του Πηνειού. Επίσης τότε χτίστηκε και το Κονάκι το οποίο αποτελούσε την οικία του τοπικού Τούρκου διοικητή και κατόπιν χρησιμοποιήθηκε ως δημοτικό σχολείο. Κατά την δεκαετία του 1960 η μετανάστευση έγινε μάστιγα για το χωριό με την πλειοψηφία των ανθρώπων του να φεύγουν για την Γερμανία και άλλες χώρες. Αργότερα πολλοί κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και άλλες πόλεις, για βιοποριστικούς λόγους. Πάντα όμως διατήρησαν άρρηκτους τους δεσμούς τους με το χωριό. Για αρκετά χρόνια η προσοδοφόρος καλλιέργεια του βαμβακιού επέφερε σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Μετά την ύφεση της αγροτικής οικονομίας, την παρούσα περίοδο σημείωνεται σημαντική αναπτυξιακή δραστηριότητα, καθόσον παραρτήματα μεγάλων επιχειρήσεων λειτουργούν στην ευρύτερη περιοχή του χωριού. Το σημερινό Αγναντερό εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με την καλαίσθητη εικόνα του και οι σύγχρονες κατοικίες του προσφέρουν στους κατοίκους του μια άνετη διαβίωση, απαλλαγμένη από το άγχος και τους καταπιεστικούς ρυθμούς των μεγάλων αστικών περιοχών. Την 28 και 29 Ιουνίου εορτάζει ο τοπικός ναός και γίνεται μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Την 26 Ιουλίου, ανήμερα της εορτής της Αγίας Παρασκευής, γίνεται θρησκευτική γιορτή στον ομώνυμο ιερό ναό στην περιοχή Πετρίτσα. Αξιοθέατα του χωριού είναι το κονάκι κτίσμα από την εποχή της Τουρκοκρατίας, η παλαιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και το παλαιό πέτρινο γεφύρι στην είσοδο του χωριού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Αμάραντος

Ο Αμάραντος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 720 μέτρων. Είναι οικισμός του 17ου αιώνα και δημιουργήθηκε από κατοίκους που προήλθαν από τη θέση «Παλιοχώρι». Αξίζει μια επίσκεψη στον οργανωμένο χώρο αναψυχής με τα θεόρατα πλατάνια στο «Μαλαγάρι», στο πετρογέφυρο που βρίσκεται στη θέση «Γλαβά» και στον Ιερό Ναό της Παναγίας, όπου ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το ξυλόγλυπτο τέμπλο της (1715). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Αμπελικό

Το Αμπελικό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 260 μέτρων. Η προηγούμενη θέση του οικισμού ήταν στον Παλιομπόσκλαβο, από όπου και μετακινήθηκε ο πληθυσμός του χωριού μετά από μία καταστρεπτική πυρκαγιά γύρω στο 1660. Αναφέρεται ως οικισμός της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Ενδιαφέρουσα είναι η επίσκεψη στο Σπίτι Λαογραφίας του αείμνηστου λογοτέχνη Θωμά Νικολάου, καθώς και στο αρχαίο κάστρο της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Άμπελος

Ένα από τα πιο παραδοσιακά χωριά του δήμου είναι και η Άμπελος. Με έκταση που αγγίζει τα 17.501 στρέμματα, το «Καζνέσι» όπως ήταν η παλιά ονομασία του, απέχει 8 χιλιόμετρα από τους Σοφάδες και μόλις ένα από την Αγία Παρασκευή. Καθαρά αγροτικό χωριό σχεδόν όλες οι οικογένειες της Αμπέλου ασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία. Καπνός και βαμβάκι καλλιεργούνται στο μεγαλύτερο μέρος των εύφορων χωραφιών της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Αμυγδαλή

Χτισμένη σε υψόμετρο 600 μέτρα η πανέμορφη Αμυγδαλή με κατοίκους που ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Η ιστορική πορεία του οικισμού, από την εποχή της ίδρυσης του μέχρι σήμερα, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη και γνωστή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο εκκλησίες του χωριού που είναι χτισμένες το 18ο αι., ο Άγιος Δημήτριος και η Αγία Παρασκευή. Το χωριό πανηγυρίζει στις 26 Ιουλίου της Αγίας Παρασκευής, οπότε διοργανώνεται και ένα μεγάλο πανηγύρι που συγκεντρώνει πλήθος επισκεπτών από τη γύρω περιοχή. Αξιόλογες είναι οι δύο παλιές βρύσες η Λεπτοκαρυά και η Κρανιά που χρονολογούνται από το 1900. Ο επισκέπτης του χωριού μπορεί να θαυμάσει από κοντά τις ιαματικές πηγές Μπακάλη, που ωστόσο έχουν παραμείνει αναξιοποίητες. Σημείο με ιδιαίτερη θέα είναι ο Άγιος Γεώργιος. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Ανθηρό

Το Ανθηρό Αργιθέας, είναι ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας, το οποίο βρίσκεται στην καρδιά των Θεσσαλικών Αγράφων, χτισμένο σε 990 μέτρα υψόμετρο. Αποτελείται από τρεις μεγάλους συνοικισμούς: Το κυρίως χωριό – το Ανθηρό – το Λαγκάδι και τη Μεταμόρφωση υπάρχουν όμως και οι μικρότεροι συνοικισμοί: Κούκος, Σπηλιά, Αγορασιά, Άγιοι Απόστολοι, Κριτσάρι και Ποταμιά. Η διαδρομή γίνεται μέσα σε μαγευτικά άγρια φαράγγια, κατάφυτες από δάση πλαγιές και θέα που εντυπωσιάζει. Κατευθυνόμενος κάποιος προς το Ανθηρό πρώτα θα συναντήσει τον οικισμό Αγορασιά – με 5-6 σπίτια και δυο καφενεία – η οποία πήρε το όνομα της, από τη λέξη αγορά, επειδή τα παλιότερα χρόνια ήταν εμπορικό κέντρο για τη Δυτική και Νότια Αργιθέα. Ο ταξιδιώτης σίγουρα θα σταματήσει εδώ για μια σύντομη στάση για καφέ και πληροφορίες. Μετά από ένα περίπου χιλιόμετρο στην επόμενη διασταύρωση ο δρόμος οδηγεί δεξιά για το Ανθηρό και αριστερά για τα υπόλοιπα χωριά της Δυτικής και Νότιας Αργιθέας (Χωριά του Αχελώου) και την Άρτα. Πριν φτάσει κανείς στο Ανθηρό θα συναντήσει το εντυπωσιακό τμήμα του δρόμου με την ονομασία «Μεγάλη Σκάλα» και πιο πάνω θα δει στα δεξιά του το Μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου χτισμένο περίπου το 1600 μ.Χ., το οποίο υπέστη σοβαρές ζημιές μετά τους δυο τελευταίους σεισμούς (Αύγουστος 2018, 2019) με αποτέλεσμα να πάθει μεγάλη ζημιά ο εσωτερικός διάκοσμος με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες και να χρειάζεται άμεσα αναστήλωση. Μπαίνοντας κανείς στο Ανθηρό και περνώντας τη ρεματιά της Γκούρας θα δει τον παραδοσιακό μύλο, τη δριστέλλα κι αν προσέξει καλύτερα θα δει την όμορφη τοξωτή καμάρα πάνω από την οποία, αφού τσιμεντοστρώθηκε, περνάει ο αμαξιτός δρόμος. Φτάνοντας στο κέντρο του χωριού θα σταματήσει για να δει ένα μέρος του Ανθηρού όπως φαίνεται από την πλατεία του. Στην πλατεία δεσπόζει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής-πολιούχου του Ανθηρού- με τον αιωνόβιο πλάτανο, τις λεύκες, το καμπαναριό και την όμορφη θέα στο φαράγγι. Επίσης στην πλατεία ανάμεσα στα δυο παραδοσιακά καφενεία της υπάρχει το Βυζαντινό – Ιστορικό –  Λαογραφικό και Εκκλησιαστικό Μουσείο με τα σπάνια εκθέματα. Πάνω και δεξιά από την πλατεία υπάρχει το Δημοτικό Σχολείο και το Δημαρχείο του Δήμου Αργιθέας. Η Πηγή της Γκούρας είναι ένα από τα σημεία αναφοράς του Ανθηρού, πριν μπούμε στο χωριό στα αριστερά μας, υπάρχουν οι περίφημες πηγές της με το παγωμένο νερό και τα πανύψηλα πλατάνια –όαση δροσιάς για την οποία πολλοί ντόπιοι ποιητές αφιέρωσαν τραγούδια! Δίπλα υπάρχει ο παλιός μύλος που περνώντας την όμορφη κρεμαστή του γέφυρα θα βρούμε φαγητό και καφέ. Μπορεί κάποιος αν θέλει να περιηγηθεί το χωριό με τα πόδια και θα αντιληφθεί αμέσως, ότι πρόκειται για ένα πραγματικά όμορφο χωριό. Συνεχίζοντας την περιήγησή μας, θα βρούμε τον επόμενο συνοικισμό το Λαγκάδι το οποίο απλώνεται σε μεγαλύτερη έκταση και είναι πιο αραιοκατοικημένο. Σημείο αναφοράς του οικισμού το ξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων. Στεφανωμένο με δάση ελάτου καστανιάς και οξιάς και με πολλές πηγές γάργαρου νερού, έχει κάτι διαφορετικό από τους άλλους οικισμούς. Εδώ θα βρούμε χαμηλά στο ποτάμι τον παλιό σε λειτουργία νερόμυλο, στην κορυφή του οικισμού, τον πεστροφογεννητικό σταθμό και στην έξοδο του οικισμού προς τη Μεταμόρφωση – Κατούσι, θα αντικρύσουμε μπροστά μας το επιβλητικό μοναστήρι της Γέννησης της Θεοτόκου το οποίο έχει κτιστεί περίπου στα 1600. Το Μοναστήρι είναι επισκέψιμο όλες τις εποχές του χρόνου, είναι διατηρητέο μνημείο με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού και συνεχώς ανακαινίζεται. Έχει θαυμάσια αρχιτεκτονική και εξαιρετικές τοιχογραφίες. Απέναντι από το Μοναστήρι απλώνεται ένα όμορφο δάσος με έλατα που φτάνει ως την κορυφή Καλατόρι, ενώ στη θέση Κυδωνιά έχει γίνει ωραία ανάπλαση του χώρου που προσφέρεται για εναλλακτικές εκδηλώσεις. Στη συνέχεια και μετά από 3 χιλιόμετρα φτάνουμε στη Μεταμόρφωση έναν παραδοσιακό οικισμό που αποτελείται από σχετικά καινούρια πετρόχτιστα σπίτια με πλάκα Πηλίου στη σκεπή. Ο οικισμός πνιγμένος μέσα στα έλατα περιστοιχίζεται από τρεις βουνοκορφές που τον αγκαλιάζουν και είναι καλοκαιρινό θέρετρο αφού οι Κατουσιώτες περνούν εκεί τα καλοκαίρια τους. Στο κέντρο του οικισμού μπορεί να δει κανείς τα απομεινάρια από την κεντρική βρύση «τη Χωμένη». Πολύ κοντά η εκκλησία Μεταμόρφωση του Σωτήρος που χτίστηκε το 1500 περίπου και ξανακτίστηκε το 1892. Λίγο πιο πάνω συναντάμε το νεόκτιστο εκκλησάκι του Αγίου Μάρκου που είναι χτισμένο πάνω στα ερείπια του παλαιού ναού. Συνεχίζοντας τη διαδρομή φτάνουμε πλέον στα όρια της Π.Ε. Τρικάλων. Σημαντικές οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονται κάθε δυο χρόνια ανελλιπώς από το 1983 μέχρι σήμερα. όπως και διάφορες άλλες που διοργανώνονται από τους τοπικούς συλλόγους. Οι πανηγυρικές εκδηλώσεις είναι πολλές. Κάθε χρόνο γίνονται τα πανηγύρια προς τιμή των Αγίων Αποστόλων στον ομώνυμο συνοικισμό, 1η Ιουλίου, των Αγίων Αναργύρων, στον οικισμό Λαγκάδι, στις 17 Ιουλίου, της Αγίας Μαρίνας, στον οικισμό Κριτσάρι, στις 20 Ιουλίου, του Προφήτη Ηλία, ενώ το μεγάλο πανηγύρι διεξάγεται στο Ανθηρό στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου, στις 6 Αυγούστου, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, διεξάγεται παραδοσιακό πανηγύρι στον ομώνυμο οικισμό. Στις 8 Σεπτεμβρίου στο Γενέσιον της Θεοτόκου, πανηγυρίζει η Ιερά Μονή Κατουσίου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Ανθοχώρι

Το γραφικό Ανθοχώρι με τις πανέμορφες τοποθεσίες και την πλούσια ιστορία του ξεπροβάλει μπροστά στην επισκέπτη μετά από μια πανέμορφη διαδρομή σε υψόμετρο 700 μέτρων. Η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Πολλοί από τους κατοίκους του ασχολούνται με τις οικοδομικές εργασίες. Η παλιά ονομασία του χωριού «Φλωρέσι» σύμφωνα με την παράδοση, προέρχεται από τη λατινική λέξη flores (= άνθος). Η σημερινή θέση του χωριού δε συμπίπτει με την αρχική που ήταν στην τοποθεσία «Παληοχώρι». Η μετακίνηση του χωριού πιθανά να οφείλεται σε κάποια θανατηφόρα επιδημία. Περίπατοι και ατέλειωτες πεζοπορικές διαδρομές, μέσα από υπέροχα μονοπάτια που διασχίζουν όμορφα δάση ελάτης, αποζημιώνουν κάθε επισκέπτη που θα τα πραγματοποιήσει. Από τις κορυφές «Μπόλτσιανη», «Ζευγαρολίβαδο», «Προφήτης Ηλίας» και «Δερματάς» μπορεί κανείς να θαυμάσει την εκπληκτική θέα προς το θεσσαλικό κάμπο και την Λίμνη Πλαστήρα. Ο ποταμός «Ανθοχωρίτης» με τα άφθονα νερά και τους πανέμορφους καταρράκτες συμπληρώνει το τοπία που δεν αφήνει ασυγκίνητο κανένα επισκέπτη. Το τοξωτό γεφύρι «Καμάρα» στο ρέμα της «Κορομηλιάς» αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο για τις δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής. Οι «εννέα βρύσες» όπου γίνεται κάθε καλοκαίρι το αντάμωμα των Ανθοχωριτών είναι το σημείο αναφοράς για όλους. Στο δρόμο προς τη λίμνη Πλαστήρα και στην έξοδο του χωριού συναντά ο επισκέπτης τον παλιό νερόμυλο που ανακαινίστηκε και αποτελεί πλέον έναν καλό σταθμό αναψυχής για κάθε επισκέπτη. Το χωριό έχει αξιόλογα θρησκευτικά μνημεία. Ξεχωρίζει ο ναός του Αγίου Γεωργίου που χτίστηκε το 1623 και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που χτίστηκε το 1887. Την παραμονή της γιορτής του Προφήτη Ηλία γίνεται παραδοσιακό γλέντι και ανήμερα λειτουργία στο ομώνυμο ξωκλήσι. Μεγάλο πανηγύρι γίνεται στις 26 Ιουλίου στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Ανώγειο

Ακολουθώντας τον ποταμό Σοφαδίτη, πέντε χιλιόμετρα νότια των Σοφάδων, βρίσκεται το μικρότερο δημοτικό διαμέρισμα του δήμου, το Ανώγειο. Τα στρέμματα που έχει στην κατοχή του ίσα – ίσα που αγγίζουν τα 4.150 και στη πλειονότητα τους αποτελούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Οι λιγοστές οικογένειες που «αντιστέκονται» και πιστοί στην παράδοση δεν εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες ασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία. Δουλεύοντας σκληρά σπέρνουν κάθε Άνοιξη και Φθινόπωρο τα χωράφια τους με βαμβάκι και σιτάρι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Απιδιά

Η Απιδιά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 340 μέτρων. Ο συγκεκριμένος οικισμός προήλθε από την καταστροφή της Παλιαπιδιάς, η οποία είχε δημιουργηθεί από τη συνένωση επτά μικρότερων οικισμών. Στο παρελθόν υπήρχαν πολλοί ιεροί ναοί και ξωκλήσια στην περιοχή, αλλά σήμερα σώζονται ελάχιστα. Υπήρχαν, επίσης, αρκετά πέτρινα γεφύρια από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, από τα οποία έχουν διασωθεί μόνο τρία και έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, επίσης ένας νερόμυλος σε αχρηστία, η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής με το βυζαντινό τέμπλο και το διατηρητέο ιστορικό μοναστήρι στην τοποθεσία Παλιαπιδιά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Αργιθέα

Η πρωτεύουσα της Αρχαίας Αθαμανίας! Το ομώνυμο χωριό που έδωσε το όνομά του στην ευρύτερη περιοχή της Αργιθέας. Χτισμένο δυτικά του νομού Καρδίτσας σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 930 μέτρα στο κέντρο του χωριού έως 1100 μέτρα στις πλαγιές όπου βρίσκονται και τα περισσότερα σπίτια. Πνιγμένο στα πλατάνια κατά μήκος του ποταμού και έλατα στις πλαγιές, το τοπίο είναι ειδυλλιακό. Περιστοιχίζεται από ογκώδη βουνά Κανάλες, Καραβούλα, Καφιά με κορυφές που ξεπερνούν τα 1750 μέτρα και ενδείκνυται για ορειβασία και περπάτημα καθώς το διεθνές μονοπάτι Ε4 περνά και μέσα από το χωριό. Το κέντρο του χωριού διασχίζει ο ποταμός Πλατανιάς με νερό όλο το έτος ( παραπόταμος του Αχελώου). Τέλος, στη θέση «Καναλά» σώζεται μονότοξο γεφύρι. Ο αρχαιολογικός χώρος της Αργιθέας βρίσκεται στη θέση «Ελληνικά», στην πορεία της οδού από την αρχαία Αμβρακία (σημερινή Άρτα) στους αρχαίους Γόμφους (Μουζάκι). Η αρχαία πόλη της Αργιθέας ήταν ιδρυμένη στη βόρεια απότομη πλαγιά βαθιάς ρεματιάς. Από τον πολεοδομικό ιστό της έχουν αποκαλυφθεί τμήματα κτιρίων, μικρή πλατεία, σκάλες και στενός δρόμος ελληνιστικής περιόδου. Κατά την ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη με αφορμή έργο της ΔΕΗ, αποκαλύφθηκε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης, όπου διαπιστώθηκαν δύο οικοδομικές φάσεις. Αποκαλύφθηκαν τμήματα κτιρίων ιδιωτικού χαρακτήρα με ισχυρούς τοίχους, κατασκευασμένους από ντόπιους πλακαρούς λίθους. Σε όλο το μήκος του ποταμού (εντός της Αργιθέας) υπάρχει μονοπάτι που ξεκινά από τη δριστέλα (ενεργή για πλύσιμο κουβερτών κατά τους θερινούς μήνες) περνά μπροστά από το νερόμυλο (απομεινάρια) και καταλήγει στο πάρκο ψυχαγωγίας (παιδική χαρά, χώρος άθλησης και ανάπαυσης) του χωριού. Άξιο αναφοράς και επίσκεψης επίσης είναι το πέτρινο παλιό σχολείο με εξαιρετικό διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο και το πάρκο στην είσοδο του χωριού. Η ορειβασία, οι παραποτάμιες πεζοπορίες και το ψάρεμα στους παραπόταμους του Αχελώου χαρίζουν μοναδικές εμπειρίες. Τα παραδοσιακά πανηγύρια και οι εκδηλώσεις που διοργανώνονται το καλοκαίρι, τα πολλά και περίτεχνα πέτρινα γεφύρια και μοναστήρια της περιοχής αποτελούν μοναδικά αξιοθέατα για τον επισκέπτη. Επισκεφτείτε την «Καμάρα», τοξωτό γεφύρι στο ρέμα της Κορομηλιάς. Η Αργιθέα πανηγυρίζει στις 20 Ιουλίου, εκκλησιασμό το πρωί στον Προφήτη Ηλία, παραδοσιακό φαγητό δωρεάν στην Πλατεία (εκκλησία Αη-Γιαννη) κάτω από τη σκιά του υπέρ αιωνόβιου πλάτανου και ξεφάντωμα μέχρι πρωίας με παραδοσιακά ακούσματα (κλαρίνο). Επίσης προς τιμήν του πανηγυρισμού της κεντρικής εκκλησίας (Αη Γιάννης Πρόδρομος) στις 29 Αυγούστου προσφέρεται νηστίσιμο γεύμα (φασολάδα ) και καφές μετά την αρτοκλασία. Οι εκκλησίες του χωριού είναι ο Άη-Γιάννης, σε υψόμετρο 960 μέτρων, ο Άη-Λιάς(προφήτης Ηλίας),σε υψόμετρο 1080μέτρων, πνιγμένο στα έλατα, η Παναγία σε υψόμετρο 905 μέτρων, η Αγία Παρασκευή σε υψόμετρο 950 μέτρων στην είσοδο του χωριού, ο Άη-Δημήτρης σε υψόμετρο 925 μέτρα, λίγο πάνω από το κέντρο του χωριού και ο Άη-Γιώργης σε υψόμετρο 1055 μέτρα πάνω από τα «Μπρελέικα». (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Αργύρι

Η ακραία γωνιά της Αργιθέας. Tο Αργύρι είναι το τελευταίο χωριό του Δήμου Αχελώου, στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Καρδίτσας, κοντά στα σύνορα με το νομό Ευρυτανίας. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 650 περίπου μέτρων και είναι αρχαίο χωριό, γνωστό με το σημερινό του όνομα και κατά τους χρόνους πριν από την Επανάσταση του 1821. Από τα αξιοθέατα της περιοχής ξεχωρίζει η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, που το μεγαλύτερο μέρος της είναι κτισμένο σε σπηλιά. Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο παραδοσιακοί νερόμυλοι που σώζονται εδώ -ο ένας μάλιστα λειτουργεί- και η νεροτριβή στο ρέμα Πλατανιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νερόμυλος του Αργυρίου αναπαλαιώθηκε πρόσφατα. Στην κοίτη του ρέματος Πλατανιά, παραπόταμου του Αχελώου, κατασκευάστηκε μικρό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο για να αξιοποιηθούν ενεργειακά οι υδατοπτώσεις της περιοχής. Το Αργύρι περιλαμβάνει δύο οικισμούς, τον Μακρύκαμπο Αργυρίου (παλαιά ονομασία Πράβα) σε υψόμετρο 500 μέτρων και τη Μεγάλη Πέτρα Αργυρίου (γνωστή με το όνομα Γράλιτσα μέχρι το 1961) σε υψόμετρο 640 μέτρων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Αρτεσιανό

Το Αρτεσιανό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 95 μέτρων. Το Αρτεσιανό περιλαμβάνεται στην τουρκική απογραφή του 1454-55, πλήρωνε βαμβακιάτικο φόρο στον Βελή πασά το 1813 και οι κάτοικοί του είχαν ενεργή συμμετοχή στην αγροτική εξέγερση του 1910. Ο επιβλητικός Ιερός Ναός των Αγίων Θεοδώρων κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Το Αρτεσιανό είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, η αγάπη του οποίου για τη γενέτειρά του ήταν γνωστή σε όλους. Ενδιαφέρουσα είναι η επίσκεψη στην αίθουσα του κοινοτικού καταστήματος όπου εκτίθενται προσωπικά αντικείμενα του Αρχιεπισκόπου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Βατσουνιά

Η Βατσουνιά είναι χτι­σμένη σε υψόμετρο 430 μέτρων, αραιοκατοικημένη και πνιγμένη μέσα σε δάση α­πό καστανιές, έλατα και δρύες. Το βασικό εισόδημα ίων κατοίκων εξασφαλίζουν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Γίνεται εκτροφή 5.000 περίπου αιγοπροβάτων βοοειδών και χοιρινών. Το χωριό διαθέτει εξαιρετικό πόσιμο νερό, το οποίο σύμφωνα με χημικές αναλύσεις του Γενικού Χημείου του Κράτους, είναι ένα από τα καλύτερα της Ελλάδας. Για την ιστορία του χωριού, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι πληροφορίες είναι ελλιπείς. Η ίδρυση του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πολύ κοντά στον οικισμό, στη θέση «Παλιοκκλήσι», τοποθετείται το βασίλειο των αρχαίων Σελών. Στους νεότερους χρόνους μαρτυρείται πως γύ­ρω στα 1800 έγιναν πολλές μάχες στην περιοχή. Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, ο πληθυσμός του οικισμού ενισχύθηκε σημαντικά, καθώς μετοίκησε εδώ ομάδα ατόμων από τα χωριά της Κόνιτσας της Ηπείρου. Ο ποταμός Πάμισος δροσίζει το χωριό, καθώς διέρχεται από το κέ­ντρο του οικισμού και εκβάλλει στον Πηνειό. Η παρόχθια βλάστηση είναι πλούσια και η ορνιθοπανίδα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Τρεις είναι οι πηγές στην περιοχή της Βατσουνιάς, μία όμως από αυτές, η πη­γή «Σκλήθρο» είναι εύκολα προσβάσιμη. Οι άλλες δύο πηγές, «Σάμη» και «Γκούρα», δύσκολα προσεγγίζο­νται. Αξίζει κανείς, πεζοπορώντας μέσα από γραφικά μονοπάτια ή μέ­σω ενός αυτοκινητόδρομου καλής κατάστασης, να επισκεφτεί το δά­σος 7.000 στρμ. με δρύες, έλατα και καστανιές. Η θέα προς το θεσσαλικό κάμπο είναι μαγευτική από τις κορυφές «Καραβούλα» και «Τύμπανος· (υψ. 2.000 μ.), όπου σύμ­φωνα με τοπικό θρύλο πολύ παλιά, πριν εκατομμύρια χρόνια, δένανε ε­κεί καράβια. Αρκετά καλές είναι και η χλωρίδα και πανίδα των δύο κορυ­φών. Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι τα σκευικά μνημεία της Βατσουνιάς. Η εκκλησία της Κοίμησης της Παναγί­ας προσελκύει ίο ενδιαφέρον κάθε επισκέπτη, αφού η ίδρυση της στη θέση «Παναγιά» τοποθετείται χρονι­κά στο 16ο αι. και το εσωτερικό της είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες. Εξίσου αξιοπρόσεχτος είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου, βασιλική με κίο­νες, που βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού και χτίστηκε το 1900. Επί­σης, ο ναός του Αγίου Παρθενίου, ό­που τελείται και το θρησκευτικό πα­νηγύρι. Οι τρεις ερειπωμένοι νερό­μυλοι, που υπάρχουν μέσα στο χω­ριό, αποτελούν ανάμνηση παλαιότε­ρων εποχών. Οι πολιτιστικές εκδη­λώσεις της Βατσουνιάς έ­χουν επίκεντρο τους το μήνα Ιούλιο. Στις 21 Ιουλίου προς τιμήν του Αγίου Παρθενίου διοργανώνεται πανηγύρι στο χωριό στη θέση «Πλα­τάνια», με Εσπερινό, Θεία Λειτουργία, παράθεση γεύ­ματος και ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις (παρα­δοσιακοί χοροί από Ομί­λους, θέατρο κ.λπ.). Εορ­ταστικό κλίμα επικρατεί επίσης στο πανηγύρι, που λαμβάνει χώρα στις 26 Ιουλίου της Αγίας Πα­ρασκευής στην ίδια θέση με θεία Λειτουργία και ολονύχτιο γλέντι με παραδοσιακές ορχήστρες (κλαρίνα) σ’ όλα τα κέντρα του χωριού. Στους επισκέπτες του χωριού προτείνουμε να δοκιμάσουν ανεπιφύλακτα τις τοπικές παραδο­σιακές γεύσεις και να αγοράσουν εκπληκτικά τυροκομικά προϊόντα και κρέατα ντόπιας παραγωγής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Βλάσι

Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1060 μέτρων στην ανατολική πλαγιά της Καράβας (2.184 μ). Αναφέρεται ως Βλάσι στην πρόθεση της Μονής Ρεντίνας στα μέσα του 17ου αιώνος μαζί με άλλα χωριά της περιοχής. Τοποθεσία κατάφυτη από έλατα, οξιές και βελανιδιές και είναι το πρώτο χωριό της Ανατολικής Αργιθέας στον οδικό άξονα από Μουζάκι. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία καθώς το χωριό έχει περίφημα λιβάδια. Αναφέρεται ότι το χωριό κάποτε είχε δυο συνοικισμούς ο πρώτος στη θέση «Στέρπη» όπου κείτονται λίγα απομεινάρια και ο δεύτερος στη θέση «Αλειμματά» όπου κατοικούσε η γνωστή οικογένεια των Αλειμματαίων με μεγάλη προσφορά στην ευρύτερη περιοχή. Ασχολούνταν με το εμπόριο και εμπορεύονταν βούτυρο στην Κωνσταντινούπολη, στις παραδουνάβιες περιοχές και εμφανίζονται ως κτήτορες στη μονή Βλασίου και σε εκκλησίες και μοναστήρια στην Αργιθέα, τα Άγραφα αλλά και αφιερωτές στο νάρθηκα του καθολικού μονής στο Μπάτκοβο της Βουλγαρίας(1643). Σήμερα δεν υπάρχουν τα παλιά τσελιγκάτα αλλά το Βλάσι είναι το χωριό της Αργιθέας στο οποίο εκτρέφονται τα περισσότερα γελάδια. Στο Βλάσι λειτουργεί εδώ και χρόνια ο πολιτιστικός σύλλογος «Η Καραβούλα» με πλούσια προσφορά και διάφορες εκδηλώσεις στη διάρκεια του χρόνου. Η συνεργασία του συλλόγου με όλους τους κατοίκους στάθηκε η αφορμή για την ίδρυση του Λαογραφικού μουσείου του Βλασίου με πλούσιο υλικό και για το όποιο είναι υπερήφανοι όλοι οι Βλασιώτες. Σήμερα το Βλάσι και συνακόλουθα η Αργιθέα έχει να παρουσιάσει ένα άρτιο ιστορικό-λαογραφικό χώρο έκθεσης και διάσωσης των αντικειμένων του. Την ευθύνη λειτουργίας του μουσείου έχει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βλασίου. Το μουσείο Βλασίου στεγάζεται στο παλιό Σχολείο και είναι επισκέψιμο όλες τις ημέρες, κατόπιν επικοινωνίας. Άλλα αξιοθέατα είναι η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, η μονή Βλασίου αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου όπως και το πανέμορφο φαράγγι Τυρολόγου όπου το καλοκαίρι επιδίδονται στο ερασιτεχνικό ψάρεμα της άγριας πέστροφας. Επίσης ξεχωριστά είναι τα πετρόκτιστα σπίτια του Βλασίου χαρακτηριστικό των οποίων είναι οι ανάγλυφες παραστάσεις στα αγκωνάρια από τη ζωή των κατοίκων. Από το χωριό διέρχεται το Ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 προερχόμενο από την Αργιθέα και την Καράβα και κατευθύνεται προς το Πετρίλο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Βραγκιανά

Το χωριό Βραγκιανά (Μικρά Βραγκιανά) βρίσκεται στα σύνορα της Καρδίτσας με το νομό Άρτας και Ευρυτανίας. Το χωριό απλώνεται σε όλο το λεκανοπέδιο που περικλείεται από τα βουνά Μυρμιτζάλα (1543μ.) νοτιοδυτικά, τον Πύργο (1.642μ), το Σταυρό (1480μ.), τα Μαντριά (1.768μ.), τον Κόκκινο Στανό και το επιβλητικό Γαλάτσι (1.894μ) στα βορειοανατολικά του χωριού από την πλευρά της Στεφανιάδας και της Ανατολικής Αργιθέας και την κοιλάδα του Αχελώου, δυτικά, στα σύνορα με την Άρτα. Είναι αραιοκατοικημένο και αποτελείται από πολλούς και διάσπαρτους συνοικισμούς που ξεκινούν από τον Αχελώο και φτάνουν μέχρι επάνω στο βουνό: Γρυμπιανά, Νεχώρια, Δέντρος, Ρόγγια και τους δορυφόρους οικισμούς (μαχαλάδες) Ποταμάκια, Λαγκαδάκια, Νούλες, Ραΐνιστα, Ξεράκια, Φλωρέσια, Πέτρες, Πλάγια, Σταυροπίκι, Σπαρτήσι και συστάδες σπιτιών αλλά και μοναχικές αγροικίες. Η διασπορά αυτή έχει τις ρίζες της στην κλειστή οικονομία της παραδοσιακής κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης του ορεινού τόπου όπου ο χώρος εγκατάστασης έπρεπε να διαθέτει βοσκοτόπια, τρεχούμενο νερό, καλλιεργήσιμες εκτάσεις αλλά και την ασφάλεια, παλιότερα, από εχθρικές επιθέσεις. Ένα πλούσιο δίκτυο μονοπατιών που συνέδεαν τους συνοικισμούς, τις αγροικίες, τις στάνες, τα ξωκλήσια, τους νερόμυλους, τους βοσκότοπους, πολλά από τα οποία, γραφικότατα, διατηρούνται και σήμερα. Η περιοχή διαθέτει όμορφο φυσικό περιβάλλον, μοναδικό κλίμα, καθαρότατο περιβάλλον, αξιόλογα μνημεία, μεγάλη ποικιλία οικοσυστημάτων, πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο, σημεία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, δάση ελάτης, πρίνου και πλατάνων, όμορφα βουνά αλλά και τη μαγευτική κοιλάδα του Αχελώου, τα οποία προσφέρονται για ήρεμο αλλά και συγχρόνως τολμηρό εναλλακτικό τουρισμό. Για τους λάτρεις της φύσης και της περιπέτειας που διαθέτουν κατάλληλα αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες, υπάρχουν σημαντικά αξιοθέατα και φιλόξενο περιβάλλον. Η περιοχή προσφέρεται για όσους ψάχνουν την ειλικρινή ανθρώπινη επικοινωνία και φιλοξενία, την αυθεντικότητα των κατοίκων, την αγνότητα των τοπικών προϊόντων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Γελάνθη

Η Γελάνθη είναι πεδινό χωριό σε υψόμετρο 115 μέτρων. Έχει συνολική έκταση 3.004 στρεμμάτων, από τα οποία τα 300 περίπου καλύπτει ο οικισμός. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτρο­φία. Στο χωριό υπάρχει ένα σημαντικό θρησκευτικό μνημείο, ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που χρονολογείται στα 1813 και διαθέτει αξιόλογο οκταγωνικό τρούλο και καμπαναριό του 1889. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πλούσιες και ξεχωριστές τοιχογραφίες. Πόλο έλξης αποτελούν και τα τοπικά πανηγύρια που διοργανώνονται του Αγίου Γεωργίου και το Δεκαπενταύγουστο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Γεφύρια

Τα Γεφύρια είναι το πρώτο χωριό του δήμου, καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση από όλα τα δημοτικά διαμερίσματα, αφού απλώνεται σε 25.694 στρέμματα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών -όπως άλλωστε είναι φυσικό- αποτελούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, όπου οι κάτοικοι των Γεφυριών σπέρνουν κάθε Απρίλιο και Νοέμβριο βαμβάκι και σιτηρά. Άλλωστε και σ΄ αυτό το χωριό η γεωργία αποτελεί η βασική και σχεδόν αποκλειστική ασχολία όλων των δημοτών. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Γεωργικό

Το Γεωργικό χτισμένο σε υψόμετρο 135 μέτρων είναι ένας οικισμός της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με γεωργικές καλλιέργειες, οικοδομικές εργασίες, εμπόριο φρούτων και λαχανικών. Ο δραστήριος Μορφωτικός Σύλλογος του χωριού δημιούργησε ένα εξαιρετικό Λαογραφικό Μουσείο, ενώ πραγματοποιεί και αρκετές πολιτιστικές εκδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Διαθέτει, επίσης, πολύ καλό φωτογραφικό αρχείο που περιλαμβάνει και σπάνιες φωτογραφίες του θολωτού μυκηναϊκού τάφου που ανακαλύφθηκε τυχαία το 1917 από κατοίκους της περιοχής. Στα όρια των κτηματικών εκτάσεων του Γεωργικού και του Ξυνονερίου, σε έναν λόφο που είναι ο τελευταίος των ριζών των Αγράφων, βρίσκεται ένας μεγάλος θολωτός μυκηναϊκός τάφος, που έχει αποκαλυφθεί από το 1917 και είναι από τους καλύτερα διατηρημένους θολωτούς τάφους σε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Έπειτα από πολυετείς ανασκαφικές έρευνες και με συντονισμένες ενέργειες των αρμόδιων φορέων, τα τελευταία χρόνια έγινε απαλλοτρίωση των γύρω εκτάσεων, διάνοιξη δρόμων, εργασίες αποκατάστασης και αξιοποίησης του ταφικού μνημείου, ώστε αυτό να γίνει επισκέψιμο και πόλος έλξης των ενδιαφερομένων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Δασοχώρι

Το γραφικό χωριουδάκι Δασοχώρι είναι ένας κλασικός καμπίσιος οικισμός με απλά σπιτάκια. Για τους ηλικιωμένους το χωριό είναι γνωστό με την παλαιά του ονομασία «Ζαρχανάδες». Στα 8.518 στρέμματα που ανήκουν στο συγκεκριμένο δημοτικό διαμέρισμα, υπάρχουν μεγάλες εύφορες εκτάσεις και στις οποίες καλλιεργούνται καπνός, βαμβάκι και σιτηρά. Έτσι και σ΄ αυτό το «κομμάτι» της καρδιτσιώτικης γης οι περισσότερες οικογένειες ασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Δαφνοσπηλιά

Η Δαφνοσπηλιά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 240 μέτρων και πρόκειται για έναν βυζαντινό οικισμό. Το περίφημο μοναστήρι της Δαφνοσπηλιάς, αφιερωμένο στο «γενέθλιο της Θεοτόκου», κάηκε από τους Τούρκους στην επανάσταση του 1854 και ανοικοδομήθηκε το 1890. Αξιόλογη θεωρείται, επίσης, η ανεξερεύνητη και αναξιοποίητη σπηλιά του οικισμού και το πέτρινο γεφύρι του, κτίσμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, που έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Ο ποταμός Καλέντζης φέρει φυσικές γούρνες από πέτρα, στις οποίες κάποιοι παράτολμοι κάνουν το μπάνιο τους, αφού υπάρχει αρκετή ροή έως το τέλος Ιουνίου. Σημαντικό πολιτιστικό και κοινωνικό γεγονός αποτελεί η «Γιορτή Κρασιού» που γίνεται κάθε χρόνο στις αρχές Σεπτεμβρίου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Δρακότρυπα

Η Δρακότρυπα, χωριό που χάνεται στο πράσινο και τα άφθονα νερά, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 650 μέτρων. Περιβάλλεται από ένα μοναδικής ομορφιάς ελατοδάσος και από πλούσιες πηγές με ιαματικά νερά. Ο τόπος είναι ιδανικός για καλοκαιρινές και χειμερινές διακοπές, αφού διαθέτει άριστες κλιματολογικές συνθήκες και υπάρχει η δυνατότητα διαμονής σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Η Δρακότρυπα έχει μεγάλη ιστορία και είναι ιδιαίτερα γνωστή, καθώς θεωρείται η γενέτειρα του Οσίου Διονυσίου του εν Ολύμπω. Κατά την Τουρκοκρατία είχε αναπτυχθεί εδώ μια μεγάλη βιοτεχνία σπαθιών, από την οποία σώζονται οι στρογγυλές πέτρες κατεργασίας. Ο επισκέπτης μαγεύεται από το έξοχο φυσικό περιβάλλον, με τα δάση, τα άφθονα νερά και το σπήλαιο στη θέση «Αλλωνάτη» και από τα μνημεία της ανθρώπινης δημιουργίας, τους νερόμυλους, τις νεροτριβές και τις εκκλησίες. Οι περισσότεροι από τους ναούς του χωριού χρονολογούνται γύρω στα 1700. Επισκέψιμη όλο το χρόνο είναι η πλούσια βιβλιοθήκη και το λαογραφικό μουσείο, που διαθέτει εκθέματα του 18ου και 19ου αι. Η ζωή του χωριού ποικίλλεται με πολιτιστικές εκδηλώσεις και πανηγύρια, πόλο έλξης για επισκέπτες και κατοίκους της γύρω περιοχής. Αυτά διοργανώνονται στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος με τη συμμετοχή τοπικών ορχηστρών και στη γιορτή του Αγίου Διονυσίου, που προσφέρεται και φαγητό και άφθονο κρασί. Στα 800 μέτρα υψόμετρο ο επισκέπτης συναντά ένα σημαντικό μνημείο των Αγράφων, το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, από το οποίο σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση μόνο το καθολικό, αθωνίτικου τύπου με νάρθηκα δυτικά και οι τοιχογραφίες του Θεόδωρου Ουρία από την Αγία Λάρισας, που έγιναν με έξοδα των μοναχών Ιωσήφ και Διονυσίου. Το 1743 η Μονή ανακηρύχθηκε από τον πατριάρχη Παϊσιο Β’ σταυροπηγιακή με σιγίλιο, γεγονός που αποτελεί και την Α’ γραπτή μαρτυρία για το μοναστήρι (σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι). Στο τέμπλο υπάρχει η ημερομηνία 1744 και στη βιβλιοθήκη της σώζονται ελάχιστα βιβλία. Στην πρόθεση της μονής είναι γραμμένα τα ονόματα των αφιερωτών που συνέβαλαν στην ανακαίνιση, οι οποίοι προέρχονταν από 40 οικισμούς. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας βρήκαν εδώ καταφύγιο αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Κατά την παράδοση μάλιστα, ο Κοσμάς ο Αιτωλός καταράστηκε τους μοναχούς του μοναστηριού να βουλιάξουν, όταν αυτοί τον έδιωξαν, επειδή τους προέτρεπε να πωλούν σπαθιά μόνο στους Έλληνες. Ο τοπικός αυτός θρύλος εξηγούσε τις κατά καιρούς κατολισθήσεις στο χωριό. Στη θέση που είναι σήμερα το μοναστήρι υπήρχε άλλοτε Μονή αφιερωμένη στον Άγιο Προκόπιο, η οποία όμως κάηκε. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Δροσάτο

Το Δροσάτο, παλαιότερη ονομασία Μεζήλο βρίσκεται στην Ανατολική Αργιθέα. Το χωριό έχει χτιστεί σε μια πλαγιά κάτω από τους πρόποδες του βουνού Κουκουρέλος σε υψόμετρο 1050 μέτρων. Τα σπίτια του, κάποια από τα οποία πέτρινα, διατηρούν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Βρίσκεται σε υψόμετρο 960 μέτρων στην πλαγιά της Καράβας. Ο οικισμός μετά τον ορισμό του ως έδρα κοινότητας μετονομάζεται από Μεζήλον σε Δροσάτον. Το όνομα οφείλεται στην πηγή Γκούρα που βγάζει άφθονο νερό και κρατάει δροσερά τα πάντα. Το Δροσάτο αναφέρεται, ως Mujlo, στην απογραφή του 1454/55. Ήταν τιμάριο του Χιτζήρ και του Μουχαμεντή, οι οποίοι το νέμονταν εξ αδιαιρέτου. Τα άτομα αυτά καλλιεργούσαν δημητριακά, διατηρούσαν αμπέλια και καρυδιές και εξέτρεφαν πρόβατα. Σήμερα οι λιγοστοί καλοκαιρινοί κάτοικοι είναι συνταξιούχοι, ως επί το πλείστον, ενώ υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που ασχολούνται με την κτηνοτροφία, χρησιμοποιώντας πέτρινα σπιτοκάλυβα που υπάρχουν στους βοσκότοπους «Μονόπλατη». Όσον αφορά το τοπωνύμιο, δεν μπορούμε να το ετυμολογήσουμε με ασφάλεια. Πάντως, δεν φαίνεται να είναι, τούρκικο, οπότε ο οικισμός πρέπει, επίσης, να είναι της ύστερης βυζαντινής εποχής. Πρώτη μνεία του οικισμού, στις ελληνικές πηγές, γίνεται στην ανέκδοτη πρόθεση 37 της Μονής του Δουσίκου, του έτους 1530. Στο χωριό υπάρχει αρχαίος ενοριακός ναός της Θεοτόκου στον οποίο μπορεί να θαυμάσει κανείς την τέχνη και τις αγιογραφίες. Στο χωριό αξίζει να επισκεφτείτε τους ναούς του Προφήτη Ηλία (πανηγυρίζει στις 20 Ιουλίου), του Αγίου Ιωάννη, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καθώς και το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου με σπάνιες τοιχογραφίες. Σε απόσταση κοντινή από το χωριό υπάρχει πετρόκτιστος νερόμυλος που χρονολογείται κοντά στα 180 χρόνια. Άξια λόγου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η πέτρινη τοξωτή γέφυρα μεταξύ του χωριού και της θέσης Τυρολόγος. Χρονολογείται την περίοδο της Τουρκοκρατίας και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Αξιοσημείωτα τα γραφικά φαράγγια, στα οποία καταλήγουν τα νερά από τις πολλές βρύσες και πηγές, νερά που όλα κυλούν στον Πετριλιώτη ποταμό κι από κει στον Αχελώο. Ιστορικά δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε την ύπαρξη από το 1952 υδροηλεκτρικού εργοστασίου, που καθιστούσε το χωριό ως το μοναδικό της Αργιθέας με ηλεκτρικό ρεύμα. Σήμερα μόνο τα απομεινάρια του υπάρχουν. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Ελληνικά

Ελληνικά (Μαρτεντζικόν) ή Απάνω Παληοχώρι στα σύνορα με Άρτα και Τρίκαλα χτισμένο σε 950 μέτρα υψόμετρο. Το όνομα το πήρε από τα τείχη ελληνιστικής περιόδου που υπάρχουν εκεί κοντά. Το χειμώνα στα Ελληνικά διαμένουν λίγα άτομα που ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ το καλοκαίρι ο αριθμός των κατοίκων πολλαπλασιάζεται. Το χωριό κατοικούνταν από πάρα πολύ παλιά και οι παλιότερες ονομασίες του ήταν Μαρτεντζικό και Παλαιοχώρια. Στο σύνολό τους τα σπίτια του χωριού είναι πέτρινα, χτισμένα από τεχνίτες ντόπιους και ηπειρώτες. Το αξιοθέατο των Ελληνικών είναι σίγουρα η «Παλαιοκαμάρα Κορακονησίου», μια πέτρινη μονότοξη γέφυρα στον ποταμό Αρέντιο ή Πολυνερίτη, 5 χλμ. ΝΔ του χωριού, που διασώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Βρίσκεται σε μια απόσταση 500 μ. από τον Αχελώο και φθάνει κανείς εκεί μόνο από μονοπάτι. Χτίστηκε πιθανόν το έτος 1241 και από το γεφύρι φαίνεται το φαράγγι του Αχελώου και το Παλαιόκαστρο. Αναφέρονται στην απογραφή των Οθωμανών του 1454/1455 ως Martasko αντί του ορθού Μαρτινισκό, υπαγόμενα στα Άγραφα. Καλλιεργούσαν δημητριακά, και λινάρι, είχαν καρυδιές και οπωροφόρα δέντρα και εξέτρεφαν πρόβατα και χοίρους. Το Μαρτινισκό, λόγω του ονόματός του, δεν ιδρύθηκε από τους Οθωμανούς, αλλά προϋπήρχε της εισβολής τους στη Δυτική Θεσσαλία το 1395/1396, δηλαδή είναι ένας από τους οικισμούς της ύστερης βυζαντινής εποχής. Το όνομά του είναι κυριώνυμο και δηλώνει ότι ήταν ιδιοκτησία μιας οικογενείας που λεγόταν Μαρτίνη. Η ενοριακή εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου στο ρυθμό της βασιλικής, χτίστηκε το 1950 και στο ναό υπάρχουν εκκλησιαστικά κειμήλια από το 1600 περίπου. Δίπλα είναι κτισμένο το επιβλητικό καμπαναριό. Στα Ελληνικά ο επισκέπτης θα δει επίσης τους ναούς του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Κωνσταντίνου. Δασική έκταση 9.000 στρεμμάτων καλυμμένη σχεδόν ολόκληρη με έλατα, κέδρους, δρυς, πουρνάρια, δάφνες και άλλα δέντρα, δεσπόζει επιβλητικά στο φυσικό τοπίο των Ελληνικών. Ο ποταμός Πλατανιάς πηγάζει από τη θέση «Χαλβάνια» και ρέει στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού προς Καλή Κώμη και ο ποταμός Αρέντιος στα σύνορα Ελληνικών-Πολυνερίου, δυτικά χαμηλά σμίγει με τον Αχελώο, όπου υπάρχει τοξωτή γέφυρα και το Παλαιόκαστρο. Η «Κατούνα» βόρεια των Ελληνικών, είναι ένας ιδιόκτητος βιότοπος έκτασης 4.500 στρεμμάτων. Η πηγή «Καμαρούλα» με την πετρόκτιστη παραδοσιακή βρύση βρίσκεται 300μ. από το κέντρο του χωριού. Υπάρχει ακόμη η πηγή «Σπίτια», ενώ ο Πλάτανος Κορακονησίου» είναι μια άλλη παραδοσιακή βρύση. Από την κορυφή «Συντικάκι-Μάνινα» σε 1.400 μέτρα υψόμετρο μπορεί κάποιος να απολαύσει όλη τη γύρω θέα. Από την κορυφή «Μαυροβούνι» περνά ο δρόμος προς Βαλκάνο Τρικάλων. Η τοποθεσία «Σημείο» προσφέρει μοναδική θέα του ρου του Αχελώου (φαράγγι). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Ελληνόκαστρο

Εντυπωσιακή και πανέμορφη θέα προς την κορυφογραμμή της Πίνδου συνοδεύει τον επισκέπτη καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής που οδηγεί στο Ελληνόκαστρο. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 550 και σ’ αυτό υπάγονται οι οικισμοί Πειρώια και Αγίας Παρασκευής. Κύρια πηγή εσόδων για τους κατοίκους είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Δε λείπουν και τα παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως του ξυλόγλυπτη. Πρώτη γραπτή μαρτυρία για το χωριό συναντάμε στα 1662. Λέγεται ότι παλιότερα ο οικισμός ονομαζόταν «Χώρα Βουνίσια» και η πιθανή χρονολογία ίδρυσης του τοποθετείται σύμφωνα με την παράδοση το 14ο-15ο αι. Η σημερινή ονομασία δόθηκε λίγο μετά το 1950, ίσως γιατί στην περιοχή υπάρχει η κορυφή «Παλαιόκαστρο», όπου εικάζεται ότι κάποτε υπήρχε κάστρο. Το Ελληνόκαστρο διαθέτει πολλές φυσικές ομορφιές, που αποτελούν πόλο έλξης για τους επισκέπτες. Η εύκολα προσβάσιμη κορυφή Παλιόκαστρο, με την πανίδα και χλωρίδα της, το δάσος έκτασης 3.000 στρμ., που καλύπτεται από δρύες, καστανιές και πεύκα και τέλος το σπήλαιο «του Αράπη», όπου ο χωματόδρομος αρχικά καταλήγει σε ένα δύσβατο μονοπάτι. Την εικόνα έρχεται να συμπληρώσει ο ποταμός Μπλιούρης, μήκους περίπου 10 χλμ., που διέρχεται από την αρχή ίου χωριού και συμβάλλει στον ποταμό Πάμισο, διαθέτοντας αρκετά πλούσια παρόχθια βλάστηση. Όμορφες πινελιές παλιότερης εποχής είναι οι πέτρινες παραδοσιακές βρύσες και ο κατεστραμμένος νερόμυλος, ο Παλαιόμυλος, στην άκρη του χωριού. Τα θρησκευτικά μνημεία του χωριού, κτίσματα του 17ου-18ου αι. συγκεντρώνουν την προσοχή και το ενδιαφέρον κάθε επισκέπτη. Λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό συναντάμε την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Μέσα στο χωριό υπάρχουν κι άλλες δύο γραφικές εκκλησίες, της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Ιωάννη του Προδρόμου (17ου-18ου αι.). Ανεπανάληπτες ευκαιρίες για διασκέδαση κατοίκων και επισκεπτών αποτελούν τα δύο μεγάλα πανηγύρια του χωριού. Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος μετά τη Λειτουργία στην εκκλησία Αγίας Τριάδας ακολουθεί γλέντι. Επίσης το Ελληνόκαστρο πανηγυρίζει το Δεκαπενταύγουστο με εσπερινό την παραμονή της γιορτής, Λειτουργία ανήμερα και γλέντι με παραδοσιακούς χορούς. Κατά το τοπικό αυτό πανηγύρι, τα μαγαζιά του χωριού προσφέρουν ψητό σε ντόπιους και ξένους. Μην παραλείψετε κατά την παραμονή σας στο χωριό να δοκιμάσετε τυρί φέτα και πεντανόστιμο βούτυρο ντόπιας παραγωγής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Ελληνόπυργος

Ο Ελληνόπυργος (Γράλιστα) Καρδίτσας είναι ένας παραδοσιακός οικισμός στη βορειοδυτική πλευρά των Αγράφων. Πήρε το όνομά του από τα ερείπια του αρχαίου Πύργου, που βρίσκεται στη Βόρεια πλευρά του οικισμού. Είναι χτισμένος στους πρόποδες των Αγράφων μέσα στη φύση και σε υψόμετρο 600 μέτρων. Από άποψη αρχιτεκτονική και πολεοδομική είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες οικισμούς της περιοχής. Ο οικισμός είναι αμφιθεατρικά χτισμένος με κέντρο αναφοράς την πλατεία, η οποία έχει δομή καθαρά παραδοσιακή. Χαρακτηρίστηκε ως παραδοσιακός οικισμός το 1978. Ο Ελληνόπυργος ξεπερνά σήμερα τους 15 αιώνες ζωής, είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά της Δυτικής Θεσσαλίας. Το χωριό δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς πρωτοκατοικήθηκε. Μοιάζει κυριολεκτικά να φυτρώνει το Χωριό στους πρόποδες των Αγράφων, μέσα στο καταπράσινο τοπίο. Από τον Ελληνόπυργο πέρασε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός κατά την περίοδο 1775 με 1779. Μία μεγάλη επίσης μορφή της Ελληνικής Ιστορίας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ανδρώθηκε στον Ελληνόπυργο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν ήρθε στο Χωριό (από το Μαυρομμάτι), ήταν 8 ετών και έμεινε μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Στην αρχή και μέχρι να γνωριστεί με τα παιδιά του χωριού, εγκαταστάθηκε στη «σπηλιά του Λώλου» την οποία χρησιμοποίησε ως ορμητήριο. Η σπηλιά σώζεται μέχρι σήμερα και πολλές ιστορίες έχουν γραφτεί γι’ αυτή. Η αποδοχή του από τα παιδιά του Ελληνοπύργου δεν ήταν εύκολη. Με τον καιρό όμως όχι μόνο ενσωματώθηκε με αυτά, αλλά κατάφερε να διακριθεί και να γίνει και αρχηγός μιας μικρής ομάδας παιδιών. Στο χωριό σώζεται επίσης και το σπίτι του Τσιούτσιου (σήμερα Αντωνίου Μηνίτσιου) όπου το Πάσχα του 1817 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκλωβίστηκε από τους Τούρκους και κατάφερε με τέχνασμα να διαφύγει. Ένα από τα λίγα δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Δυτικής Θεσσαλίας, το αρχοντικό Σύρμου (Ζήγρα), βρίσκεται σήμερα υπό ανακαίνιση και μετατροπή του σε ξενώνα τεσσάρων αστέρων, από το ομώνυμο ίδρυμα που συστήθηκε για το σκοπό αυτό. Το κάστρο του Ελληνοπύργου είναι κτισμένο με ογκόλιθους που έχουν διάφορες διαστάσεις και υψώνεται στην ψηλότερη κωνική και βραχώδη περιοχή μιας σειράς από βουνοκορφές, οι οποίες ξεκινούν από τη δεξιά όχθη του Πάμισσου ποταμού (απέναντι από το Μουζάκι) και εκτείνονται προς τα Νότια και Νοτιοανατολικά. Στην περιοχή του Ελληνοπύργου υπάρχουν τα ερείπια του πρώτου στην Ελλάδα εργοστασίου ζαχάρεως, το οποίο ανήκει σε Ελληνοπυργιώτες. Ένα κτίσμα 3.890 τ.μ. περίπου, που μπορεί να αναστηλωθεί και να μετατραπεί σε αγροτικό μουσείο και κέντρο πολιτισμού με την πραγματοποίηση διάφορων εκδηλώσεων, που μπορούν να δώσουν ζωή στην περιοχή. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Ζαΐμι

Το Ζαΐμι χτισμένο σε υψόμετρο 135 μέτρων είναι ένας οικισμός που ιδρύθηκε επί Οθωμανοκρατίας από κολίγους, οι οποίοι διέμεναν σε κατοικίες που έχτισαν οι τσιφλικάδες. Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το χωριό ενισχύθηκε πληθυσμιακά και, μετά την απαλλοτρίωση του τσιφλικιού το 1923, απέκτησε τη διοικητική ανεξαρτησία του το 1929. Στα χρόνια του 1940 ένας Ζαϊμιώτης έπεσε μαχόμενος στην Κλεισούρα, δύο εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, ενώ ο Εμφύλιος στάθηκε μοιραίος για δεκατρείς αριστερούς και τρεις εθνικόφρονες κατοίκους του χωριού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Θερινό

Το Θερινό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 870 μέτρων, παλιά ονομασία Γλογοβίτσα ή Γλοκωβίστα σερβικό κατάλοιπο. Αποτελείται από το κυρίως χωριό, Θερινό και τους οικισμούς Λεύκα και Ξηρόκαμπος. Οι μόνιμοι κάτοικοι το χειμώνα είναι λιγοστοί, ενώ κατά τους θερινούς μήνες ο αριθμός αυτών αυξάνεται αρκετά. Κάποτε πρέπει να είχε αρκετή κίνηση αφού έχει αρκετά βοσκοτόπια και κυρίως όπως φαίνεται και από τις απογραφές τις δεκαετίες 1950-60-70. Κύριες ασχολίες τους είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία. Σε παλιότερες εποχές το χωριό είχε μεγάλη κίνηση. Αυτό φανερώνουν και οι πολλές εκκλησιές που υπάρχουν στο χωριό όπως η κεντρική εκκλησία της κοίμησης της Θεοτόκου, πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, η εκκλησία του Αγίου Μηνά πάνω στον κεντρικό άξονα της επαρχιακής οδού που πανηγυρίζει στις 11 Νοεμβρίου καθώς και τα ξωκλήσια: της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Εφραίμ. Επίσης το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Θερινό, εύκολα προσβάσιμο, διασώζει ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικόνες που χρονολογούνται περίπου το 1850. Το φυσικό περιβάλλον που πλαισιώνει το Θερινό, είναι όμορφο. Η πηγή «Γκούρα» με το άφθονο και δροσερό νερό, βρίσκεται βόρεια του χωριού, ενώ η πηγή «Οξυάς» είναι έξω από τον οικισμό. Πέτρινες είναι οι δύο βρύσες του χωριού. Ο ποταμός «Οξυάς» πηγάζει από τη θέση «Μαλόκεδρα», το μήκος του είναι περίπου (στα όρια του Θερινού) 10 χλμ και καταλήγει στον Αχελώο. Στα νερά του υπάρχουν πέστροφες. Οι κορυφές γύρω από το χωριό προσφέρουν υπέροχη θέα όχι μόνο στα κοντινά μέρη αλλά και σε μακρύτερες τοποθεσίες. Από την κορυφή «Αχλαδιά» του Θερινού σε υψόμετρο 1.850 μ. περίπου, την κορυφή «Καντζέλια» στο ίδιο υψόμετρο και από την κορυφή «Νένα-Καυκιά» σε υψόμετρο 1.800 μ. περίπου, βλέπει κανείς το θεσσαλικό κάμπο, τα χωριά της Αργιθέας και τα χωριά των Τρικάλων. Τρία δάση με την πυκνή τους βλάστηση πλαισιώνουν το Θερινό: το δάσος «Πουρνάρια», το ελατόδασος «Κανάλια» έκτασης 200 στρεμμάτων περίπου και το ελατόδασος «Παγάνα», ίδιας περίπου έκτασης. Στη θέση «Γκούρα» σώζεται παλιός νερόμυλος που χρονολογείται περίπου το 1870. Τέλος η βόρεια πλευρά του χωριού από την κορυφογραμμή μέχρι και το ποτάμι, όπου δεν υπάρχουν κατοικίες, είναι μόνιμο καταφύγιο άγριων ζώων. Τοξωτό πέτρινο γεφύρι συναντάμε στη θέση «Άγιος Μηνάς», από το οποίο περνούσαν παλιότερα όλοι οι δημότες της περιοχής Αργιθέας πριν γίνει ο αυτοκινητόδρομος, καθώς δεν υπήρχε άλλη διάβαση λόγω του ποταμού. Του Αγίου Πνεύματος κάθε χρόνο διεξάγεται στην κορυφή του οικισμού παραδοσιακό πανηγύρι. Ξεκινά με θεία Λειτουργία στον ομώνυμο ναό και ακολουθεί διανομή φαγητού σε όλους τους παρευρισκόμενους στο προαύλιο της εκκλησίας, προσφορά των κατοίκων του χωριού. Ακολουθούν χοροί υπό τους ήχους παραδοσιακής ορχήστρας μέχρι αργά το βράδυ. Το Δεκαπενταύγουστο επίσης γίνεται πανηγύρι μέσα στο χωριό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Καλή Κώμη

Η Καλή Κώμη βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αργιθέας, σε υψόμετρο 610 μέτρων και σε ένα όμορφο, καταπράσινο τοπίο, γεμάτο χρώματα και εικόνες. Νοτιοδυτικά του χωριού, κυλάει ο Αχελώος ποταμός, που είναι το φυσικό όριο, μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας. Παλαιότερα ονομαζόταν Μολεντζικό και Παλαιοχώρι και μαζί με το Ματιντζικόν ή Μαρτιντζικόν (μετέπειτα κοινότητα Ελληνικών) ήταν μια Κοινότητα. Μετά την καθίζηση του 1963 και το σεισμό του 1967 που έπληξαν το χωριό, πολλοί Καληκωμήτες αναγκάστηκαν να φύγουν. Εγκαταστάθηκαν στο Μουζάκι, στην Καρδίτσα, στην Ελάτεια Φθιώτιδας, στην Άρτα και σε άλλες πόλεις. Άλλοι μόνιμα και άλλοι εποχιακά. Οι μόνιμοι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το χειμώνα έχει λίγους κατοίκους που όσο περνούν τα χρόνια τόσο και ελαττώνονται. Όμως οι Καληκωμήτες δεν ξεχνούν τις ρίζες τους και όταν βρίσκουν ευκαιρία, ιδίως το καλοκαίρι, επιστρέφουν στο χωριό για παραθέριση. Να χαρούν τη φύση, να ανταμώσουν και να πουν τα δικά τους, διατηρώντας έτσι τις επαφές μεταξύ τους. Στο κέντρο του χωριού έχει ένα καφενείο. Οι επισκέπτες μπορούν να κάνουν πεζοπορία, να φτάσουν μέχρι τον Αχελώο ποταμό, να ψαρέψουν και να δροσιστούν στα καθαρά και κρυστάλλινα νερά του. Να ανέβουν στις πλαγιές και στις κορυφές Μπότση, Καυκιά, Σταυρό και Καλατόρη με απεριόριστη θέα. Να ξεδιψάσουν στις πηγές: Τόσκα, Ιτιά, Πουριά, Λάβρος και Λεπτοκαρούλα. Να διασχίσουν το φαράγγι «Κώστιανο» που καταλήγει στον Αχελώο. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά φαράγγια της περιοχής το οποίο αποζημιώνει με το παραπάνω όποιον το περπατήσει. Άλλα σημεία με ιδιαίτερη θέα είναι το «Σαμάρι» και η θέση «Μπούτσος» που είναι η ψηλότερη κορυφή του βουνού Μπότση, απ’ όπου βλέπει κανείς πολύ μακριά στους νομούς Τρικάλων-Καρδίτσας-Άρτας και Ιωαννίνων. Αρκετά είναι και τα δάση γύρω από την Καλή Κώμη. Είναι το δάσος «Καλατόρι-Μέγας Κάμπος» και το δάσος «Μαυροράχη-Καφτούρες» με έλατα και οξιές. Επίσης οι επισκέπτες αξίζει να δουν τα παλιά, πετρόκτιστα και παραδοσιακού χαρακτήρα σπίτια, το νερόμυλο που λειτουργούσε μέχρι και πριν 20 χρόνια περίπου, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, με το μοναδικό τέμπλο από πωρόλιθο και τα ξωκλήσια της Παναγίας, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Δημητρίου τα οποία πανηγυρίζουν την ημέρα που γιορτάζουν. Εκδηλώσεις γίνονται στις 23 Αυγούστου στο Αρματολίκι, στις 26 Οκτωβρίου στον Άγιο Δημήτριο και στις 21 Μαΐου στον Άγιο Κωνσταντίνο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Καλλίθηρο

Το Καλλίθηρο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 170 μέτρων. Ως Σέκλιζα υπάρχει από τα χρόνια του Βυζαντίου, ενώ ο σύγχρονος οικισμός είναι χτισμένος πάνω στα ερείπια αρχαίας πόλης του 4ου π.Χ. αιώνα. Μάλιστα, εντός του οικισμού υπάρχουν τρεις ημιυπαίθριοι αρχαιολογικοί χώροι, προσιτοί στον επισκέπτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο λόφος του Αγίου Αθανασίου, όπου η ομώνυμη εκκλησία του 1857. Εδώ βρισκόταν το φρούριο της αρχαίας πόλης με το Ιουστινιάνειο κάστρο και τους τέσσερις πύργους, που με την κατάλληλο αξιοποίηση είναι σήμερα επισκέψιμο. Το Καλλίθηρο είναι ένας εντυπωσιακός οικισμός με καλή ρυμοτομία και ωραιότατη πλατεία, γύρω από την οποία υπάρχει πληθώρα καταστημάτων με ζωηρή κίνηση. Οι δραστήριοι και φιλοπρόοδοι κάτοικοι αναπτύσσουν έντονη πολιτιστική δραστηριότητα που είναι γνωστή και έξω από τα όρια του νομού.  (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Καλλιφώνι

Το Καλλιφώνι χτισμένο σε υψόμετρο 145 μέτρων είναι ένας οικισμός της ύστερης βυζαντινής εποχής. Άξιο τέκνο του Καλλιφωνίου αναδείχτηκε ο ιερέας Β. Παπαδημητρόπουλος, με έντονη δράση στην αγροτική εξέγερση του 1910. Στα μέσα του 19ου αιώνα το Καλλιφώνι υπήρξε ιδιοκτησία του Τούρκου Μουχεδίν Βέη (παλαιότερα εμφανιζόταν ως τσιφλίκι του Αλή Πασά), ο οποίος διέμενε στο χωριό σε κονάκι κοντά στο Κεφαλόρεμα. Είχε έναν γιο, τον Πετριδίν Βέη, στον οποίο άφησε τα περιουσιακά του στοιχεία. Μετά τον σχετικά πρόωρο θάνατο του Πετριδίν, η χήρα του, Ναδιρέ, εγκαταστάθηκε στη Λάρισα το 1882, από όπου διαχειριζόταν το τσιφλίκι μέσω επιστατών. Με την οριστική αποχώρηση των μωαμεθανικών πληθυσμών από τη Θεσσαλία, μέρος του τσιφλικιού αγόρασε ο Δημήτριος Γιαννακόπουλος, ενώ το τσιφλίκι τελικά απαλλοτριώθηκε το 1923. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, εγκαταστάθηκε στο Καλλιφώνι αστυνομικός σταθμός. Αναφέρεται ως ένας από τους πρώτους γραμματείς του δήμου ο Γεώργιος Χατζόπουλος, επί δημαρχίας Δημήτριου Μερλέμη (1883-1887). Κατά τη σύντομη κατοχή της περιοχής από τα τουρκικά στρατεύματα το 1897, στο Καλλιφώνι κατέφυγε ο δεκαπενταετής τότε Νικόλαος Πλαστήρας, καθώς -εκδικούμενος τη βίαιη συμπεριφορά του γιου τού Τούρκου διοικητή- ξυλοκόπησε το τουρκόπουλο, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος. Η προφορική, πάντως, παράδοση στο Καλλιφώνι μεταφέρει πως ο Πλαστήρας το είχε φονεύσει. Τρία χλμ. Βόρεια του οικισμού βρίσκεται η Ιερά Μονή της Παναγίας Φανερωμένης από το 17ο αιώνα, θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και δημιούργημα των αρχών του 19ου αιώνα, η οποία πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου. Εκεί φυλάσσεται μοναδικό και ξεχωριστό κειμήλιο, η ομώνυμη εικόνα της Παναγίας, στην οποία οφείλει την ανέγερσή του στον συγκεκριμένο χώρο το μοναστήρι. Κατά την παράδοση, στο αλσύλλιο -που διατηρείται έως σήμερα- πριν από το 1840 εμφανίστηκε τρεις φορές η Παναγία σε έναν βοσκό, με συνέπεια να πειστούν οι πάντες για τη θέληση της Θεοτόκου. Στο τέμπλο του ναού δεν υπάρχουν πλέον οι παλιές εικόνες, καθώς φυλάσσονται σε άλλο χώρο του μοναστηριού. Από αυτές ξεχωρίζει η εικόνα του Αγίου Νικολάου εν Βουναίνοις, στην οποία παριστάνεται ο άγιος με το σχήμα του μοναχού. Επίσης, στη δυτική πλευρά του ναού σώζεται τοιχογραφία που απεικονίζει τη Θεία Κρίση κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Καλύβια Πεζούλας

H λίμνη Πλαστήρα, 25χλμ. δυτικά από την πόλη της Καρδίτσας, παρουσιάζει μια άκρως ονειρική εικόνα, με κατάφυτες βουνοκορφές, χειμάρρους και γαλήνια κρυστάλλινα νερά. Η πιο τουριστικά αναπτυγμένη πλευρά της είναι η νοτιοδυτική, στις όχθες της οποίας μικρά χωριουδάκια ξεπροβάλλουν σαν απόκοσμες οπτασίες. Ο πιο οργανωμένος οικισμός, ωστόσο, είναι τα Καλύβια Πεζούλας σε απόσταση αναπνοής από τη λίμνη Πλαστήρα. Πριν από τη δημιουργία της λίμνης οι κάτοικοι του οικισμού δούλευαν στα χωράφια της Νεβρόπολης και διατηρούσαν εδώ τα καλύβια τους από την ύπαρξη των οποίων πήρε και το όνομά της η περιοχή. Επρόκειτο για μονόχωρες πρόχειρες κατασκευές, από καλάμια και λάσπη όπου αποθήκευαν τα αγροτικά προϊόντα και τα εργαλεία τους. Εδώ θα γευματίσετε σε εξαιρετικές ταβέρνες και θα επιδοθείτε σε υπαίθριες δραστηριότητες (π.χ. σε ιππασία και τοξοβολία). (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Καλύβια Φυλακτής

Αφήνοντας το γραφικό χωριό Κρυονέρι ο δρόμος μας οδηγεί σε δύο συνοικισμούς με το ίδιο όνομα: Καλύβια. Ανήκουν όμως διοικητικά σε δυο χωριστές κοινότητες, της Φυλακτής και της Πεζούλας, από τις οποίες και έχουν «δανειστεί» το δεύτερο συνδετικό του ονόματός τους. Τα Καλύβια Φυλακτής, είναι χτισμένα στην πλαγιά του βουνού σε απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων από τη λίμνη Πλαστήρα. Χαρακτηριστικό είναι το ανηφορικό δρομάκι που τα συνδέει με το βορινό τμήμα της Πεζούλας και τον Αϊ Γιάννη της Φυλακτής. Πλάι στη λίμνη υπάρχει αθλητικός χώρος που πρόκειται να εξελιχθεί σε οργανωμένο κέντρο άθλησης και λίγο πιο κάτω θα βρούμε την πλαζ, αναψυκτήριο και ένα θερινό πέτρινο θεατράκι μέσα στο δάσος. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Κουμπουριανά

Ήρεμο και γραφικό χωριό της Αργιθέας που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού Καρδίτσας. Το χωριό έχει χτιστεί σε μια πλαγιά κάτω από τους πρόποδες του βουνού Κουκουρέλος σε υψόμετρο 1050 μέτρων. Το πότε ακριβώς ιδρύθηκαν τα Κουμπουριανά δε μπορούμε να το προσδιορίσουμε. Με βάση το όνομά τους, τα Κουμπουριανά ιδρύθηκαν πριν από την εισβολή των Οθωμανών στη Δυτική Θεσσαλία (1395/1396). Επομένως είναι ένας από τους πολλούς θεσσαλικούς οικισμούς της ύστερης βυζαντινής εποχής. Το χωριό πολύ παλιότερα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γεροντότερων, είχε 700 οικογένειες και δύο μεγάλους συνοικισμούς. Την Άνω Χώρα και την Κάτω Χώρα. Στη σημερινή του θέση το χωριό μεταφέρθηκε το 1767 περίπου μετά την καταστροφή του από τους κατακτητές. Φαίνεται ότι ο οικισμός αποτελούνταν από δύο συνοικίες, όπως αναφέρεται και στο ιερολυμιτικό κατάστιχο του 1659. Οι κάτοικοι αυτής της συνοικίας καλλιεργούσαν δημητριακά και λινάρι, είχαν καρυδιές και αμπέλια και εξέτρεφαν μελίσσια. Πρόβατα δεν αναφέρονται. Τα Κουμπουριανά (τα τοπωνύμια με κατάληξη – ιανά είναι τα αρχαιότερα στον ελληνικό χώρο) τοποθετούνται απέναντι ακριβώς από την ιστορική μονή της Παναγίας Σπηλιώτισσας, και αποτελούνταν από πολλούς οικισμούς Κάτω Xώρα, Σταυρός, Κοζιοκάρι ή Δάφνη, Τσοκαρίσι, Κρανιά, Μαγούλα, Παλαιοκοπράκι, Δραγώι, Ραγάζι, Σπιτάκια Τζελίνη, Κώστη, Καραλή, Καστανιές, Τσαρλή, Πουρί. Ο οικισμός Μεζίλον, σημερινό Δροσάτο, ανήκε, πριν γίνει ξεχωριστή κοινότητα, στα Κουμπουριανά. Τα Κουμπουριανά επονομάσθηκαν ως «Βυζάντιο των Αγράφων», εξαιτίας των πολλών βυζαντινών ιερών ναών και μονών τους. Στο χωριό λειτουργεί Λαογραφικό Σπίτι (Μουσείο), στο οποίο εκτίθενται συλλογές παραδοσιακών οικιακών σκευών, ενδυμασιών, και αγροτικών εργαλείων κ.λπ. Σώζονται σήμερα πολλά παλαιά πέτρινα σπίτια που χτίστηκαν πριν από 150-200 χρόνια. Μνημεία θρησκευτικού τουρισμού αποτελούν οι δύο ιερές μονές του χωριού: η μονή της Παναγίας Σπηλιώτισσας και η Μονή της Παναγίας Κώστη, αμφότερες κτίσματα του 17ου και 18ου αιώνα αντιστοίχως, με πλούσιο μεταβυζαντινό εικονογραφικό διάκοσμο. Άνωθεν της μονής της Παναγίας Σπηλιώτισσας και σε απόσταση 200 μ. σώζεται το «Ταμπούρι του Καραϊσκάκη». Η πρόσβαση στο μνημείο είναι δύσκολη διότι το μονοπάτι δεν έχει συντηρηθεί. Το χωριό πανηγυρίζει την 6η Αυγούστου στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και την 8η Σεπτεμβρίου, στην εορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου της μονής Κώστη. Η ανάβαση στις κορυφές του χωριού (υψομέτρου 1400-1700 μ.) στην Αγία Παρασκευή, στον Προφήτη Ηλία, στο Σημείο, στο Κουρκούλη, στα Καικιά και σε άλλες τοποθεσίες αποζημιώνει τους επισκέπτες λόγω της εντυπωσιακής θέας και των ανεπανάληπτων τοπίων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Κανάλια

Το χωριό Κανάλια βρίσκεται βορειοδυτικά της Καρδίτσας και είναι χτισμένο στην πλαγιά της πρώτης βουνοσειράς των Αγράφων σε υψόμετρο 380 μέτρων κι έχει λιθόκτιστα σπίτια με αρχιτεκτονική επηρεασμένη από την Ήπειρο, που δίνουν ξεχωριστό χρώμα σ’ αυτό. Χτίστηκε κυρίως από Ηπειρώτες κτιστάδες, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονται από το ορεινό συγκρότημα των Αγράφων και την Ήπειρο και τα διώροφα ή τριώροφα πέτρινα σπίτια είναι σωστά προσανατολισμένα και βαθμιδωτά, ώστε να μη στερούνται θέας. Οι πέτρινοι τοίχοι, οι κεραμοσκεπείς στέγες και τα ορθογώνια παράθυρα αποτελούν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Το όνομα του χωριού πιστεύεται ότι προήλθε από τα κανάλια που υπήρχαν στην περιοχή για τη μεταφορά γάλακτος. Αυτό αποδεικνύει και η ύπαρξη κόκκινων κεραμικών σε όλη την πλαγιά. Μπροστά του ξεδιπλώνεται ο απέραντος κάμπος της Δυτικής Θεσσαλίας. Διαθέτει ανεπανάληπτη θέα που μαγεύει και ξεκουράζει τον επισκέπτη. Στο βάθος του ορίζοντα προβάλλει επιβλητικά ο Όλυμπος, δεξιότερα στέκει ο Κίσαβος και στο βάθος διακρίνεται το Πήλιο. Πίσω του ορθώνονται επιβλητικά οι Βουνοκορφές της Πίνδου. Αξίζει τον κόπο να ανεβεί κανείς μέχρι την κορυφή του καταπράσινου Αϊ-Λιά, για ν’ αγναντέψει το μοναδικό τοπίο. Το χωριό έχει τη μακρόχρονη ιστορία του στους (κατά καιρούς) αγώνες του Έθνους, στο Μακεδονικό Αγώνα και στην Εθνική Αντίσταση. Το χωριό με τη γύρω περιοχή έχει κυρίως χαμηλή βλάστηση, ήπιο κλίμα και προσφέρεται για παραθερισμό. Τα πιο αξιόλογα της τοπικής χλωρίδας είναι το άλσος του Αϊ-Λιά, το δάσος με τις κουτσοπιές στη Γαβρώνα, τα πλατάνια της πλατείας και το υπεραιωνόβιο πουρνάρι της Παναγίας. Υπάρχουν δυο παλαιές ενοριακές εκκλησίες (της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Προφήτη Ηλία) με πλούσια αγιογράφηση, καθώς και τρία παλαιά ξωκλήσια: Μουρκ, Λάσδας και Σαρακίνας. Επίσης, υπάρχουν βυζαντινές εικόνες από το 1735 και μετά. Όλα μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται στο Βυζαντινό Μουσείο της Μητρόπολης Καρδίτσας. Διαθέτει Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο, που στεγάζονται σε νέο κτήριο. Το παλαιό κτίριο, που χτίστηκε το 1917, δωρεά του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού, αναπαλαιώνεται σήμερα και θα στεγασθεί εκεί το Μουσείο. Επίσης, διαθέτει Δανειστική Βιβλιοθήκη, Λαογραφικό Μουσείο, Πνευματικό Κέντρο, Φωτογραφικό Αρχείο, Εκθεσιακό Κέντρο με παραδοσιακές στολές κ.ά. Οι Καναλιώτες, δυνατά μυαλά και με οξύτητα σκέψης, δεν περιορίζονται στην επιδίωξη της ατομικής τους προκοπής. Διακρίνονται για τη συνεργασία, το ομαδικό φιλοπρόοδο πνεύμα και την ευγενή άμιλλα. Διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς πολιτισμού, και ιδιαίτερα στον πνευματικό και κοινωνικό τομέα. Σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο και συνεχίζουν ν’ αναπτύσσουν σημαντική πολύπλευρη δραστηριότητα, κερδίζοντας δικαιολογημένα τη γενική αναγνώριση και εκτίμηση. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Καππά

Η Καππά είναι ένα από τα οκτώ χωριά του Δήμου Μουζακίου στον νομό Καρδίτσας και ένα από τα 73 θεσσαλικά χωριά των Αγράφων ενώ η ιστορία του ξεκινάει από την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρόκειται για ένα μικρό και γραφικό χωριουδάκι που είναι χτισμένο στην κατάληξη του ορεινού όγκου της Πίνδου. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από Ιταλούς εποίκους τον 9ο μ.Χ. αιώνα σε διαφορετική θέση από τη σημερινή και συγκεκριμένα στις θέσεις Πετριές και Δένδρα όπου και εντοπίζεται η αρχαία πολίχνη Καππούα. Η Καππούα αναφέρεται από το 1382 ως έδρα της Επισκοπής Καπούας και άρχισε να παρακμάζει στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. ενώ είχε την ατυχία να σβήσει απότομα εξαιτίας μιας ασθένειας, κατά πάσα πιθανότητα πανούκλα, που έπληξε την περιοχή και οδήγησε τους κατοίκους στις γύρω περιοχές. Πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι που έμειναν στην Καππούα και αυτό γιατί λόγοι οικονομικοί δεν τους επέτρεπαν να μετοικήσουν. Αρκετοί από τους κατοίκους της πολίχνης μετακινήθηκαν μαζικά κατά 1 χλμ. νοτιότερα όπου και δημιούργησαν ένα χωριό με την ονομασία Καππά. Το χωριό αυτό παρέμεινε στην περιοχή μέχρι τη 2η δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε και έπρεπε να μετακινηθεί για άλλη μια φορά, στη σημερινή του θέση, εξαιτίας μιας θανατηφόρου ασθένειας η οποία σύμφωνα με μαρτυρίες των παππούδων μας που ήρθαν από το «παλιοχώρι»,όπως λέγεται σήμερα το μέρος, ήταν μίας μορφής γρίπη. Η σημερινή Καππά είναι ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι με πέτρινα σπίτια τα οποία κατασκευάστηκαν από ηπειρώτες και Φαναριώτες χτίστες. Κύρια ενασχόληση των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία ενώ έχουμε και αρκετούς ελεύθερους επαγγελματίες όπως κατασκευαστές κουφωμάτων αλουμινίου, επίπλων και τζαμιών, εργολάβοι οικοδομών. Επίσης στο χωριό μας υπάρχουν 3 παραδοσιακά καφενεία και δύο καφενεία ψησταριές στα οποία μπορείτε να πιείτε το τσιπουράκι σας συνοδεία εκλεκτών μεζέδων ή να δοκιμάσετε τα κρέατα της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Καππαδοκικό

Το Καππαδοκικό είναι χωριό με τεράστια ιστορία. Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της Ανατολής. Ο οικισμός δημιουργήθηκε πριν πολλά χρόνια από πρόσφυγες, ανθρώπους δηλαδή που αναγκάστηκαν να αφήσουν τη γη τους στη Μικρά Ασία και να εγκατασταθούν στην περιοχή μας. Τότε σ’ όλους τους Καρδιτσιώτες ήταν γνωστό με την ονομασία «Κεμερλέρ». Οι κάτοικοι του χωριού στην πλειονότητα τους ασχολούνται με τη γεωργία. Στα περισσότερα από τα 9.500 στρέμματα που ανήκουν στο Καππαδοκικό, καλλιεργούνται βαμβάκι και σιτηρά. Όμως δεν είναι λίγοι και αυτοί που έχουν αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες τόσο στο χωριό τους όσο και στους Σοφάδες. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Καρδιτσομαγούλα

Η Καρδιτσομαγούλα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 100 μέτρων και είναι το πλησιέστερο τοπικό διαμέρισμα στην Καρδίτσα, με την οποία και έχει σχεδόν ενωθεί. Η Καρδιτσομαγούλα περιλαμβάνεται στην τουρκική απογραφή του 1454-55 ως Μαγούλα Μουσταφά και αργότερα συναντάται ως Μαγούλα Καρδιτσίου. Μετά τη φυγή των Τούρκων περιήλθε στην κατοχή του Ηπειρώτη μεγαλέμπορου, χρηματιστή, μεγαλοϊδιοκτήτη και εθνικού ευεργέτη Κων. Ζάππα. Έπειτα από το θάνατό του, το ελληνικό δημόσιο διένειμε το κτήμα στους κατοίκους. Το γεφύρι της Καρδιτσομαγούλας στον Πάμισο ποταμό συνέδεε την Καρδίτσα με τους οικισμούς του παλαιού Δήμου Σελλάνων. Ήταν δίτοξο, κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το δασάκι του Προφήτη Ηλία στη θέση «Αμπέλια», πολύ κοντά στην Καρδίτσα, ένας εξαιρετικός πνεύμονας πρασίνου, με πανύψηλες βελανιδιές και φτελιάδες.  (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Καροπλέσι

Το Καροπλέσι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 910 μέτρων και βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ από το Δασικό Χωριό Δρυάδες. Ήταν η παλαιά έδρα του Δήμου Δολόπων και η ιστορία του φθάνει μέχρι τα χρόνια του Βυζαντίου. Ο επισκέπτης στην περιοχή του Καροπλεσίου θα θαυμάσει τα φαράγγια και το τεράστιο οικολογικό πάρκο στη σμίξη του Μέγδοβα με τον Άσπρο ποταμό, την ειδυλλιακή τοποθεσία με τα αιωνόβια πλατάνια, τα μαντάνια και τους νερόμυλους στην Αγία Αγάθη, αλλά και τη Δημοτική Πινακοθήκη που στεγάζεται στο διατηρητέο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Καρποχώρι

Το μεγαλύτερο και μάλιστα με διαφορά δημοτικό διαμέρισμα είναι αυτό του Καρποχωρίου και ουσιαστικά πρόκειται για το «κεφαλοχώρι» του δήμου. Το Καρποχώρι, όπως άλλωστε και τα περισσότερα χωριά του δήμου, αποτελείται από οικογένειες που ασχολούνται με τη γεωργία. Οι αγρότες του Καρποχωρίου -το οποία παλιά είχε την ονομασία Γκέρμπεσι- με μεγάλη προσπάθεια και ζήλο καλλιεργούν πιπεριά,  βαμβάκι και σιτηρά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Καρυά

Η Καρυά είναι ένα μικρό χωριό με λίγους κατοίκους το χειμώνα ενώ το καλοκαίρι αυξάνονται κατά πολύ. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 800 μέτρα και αναφέρεται στην απογραφή του 1454 ως TIRZOL εκτός απογραφικού καταστίχου, που δηλώνει ότι ο οικισμός δεν υπήρχε στην πρώτη απογραφή και δημιουργήθηκε μεταξύ του 1430 και 1453. Κύριες πηγές εισοδήματος στο χωριό είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία. Η Καρυά αποτελείται από τους οικισμούς Παλαιοχωράκιον, Ρόγκια και Πτελέα (πρώην Βαϊτσια). Η παλιότερη ονομασία του χωριού με την οποία είναι γνωστό και το γεφύρι, είναι Τριζόλο. Το πέτρινο τοξωτό γεφύρι του Τριζόλου, η «Καμάρα», 3 χλμ. από τη σημερινή γέφυρα της Αγορασιάς του χωριού και 800 μ. από τον κεντρικό δρόμο στη θέση «Βαΐτση», πιθανόν κατασκευάστηκε το 13ο αι. Είναι το δεύτερο από άποψη σπουδαιότητας και μεγέθους γεφύρι της Αργιθέας, μετά τη γέφυρα Κοράκου. Έχει ύψος 15,5 μ., άνοιγμα τόξου 30 μ., είναι κατασκευασμένο από πελεκητό ασβεστόλιθο και είναι θεμελιωμένο στο βράχο. Κατά τους ειδικούς ένα από τα εντυπωσιακότερα πετρογέφυρα της Ελλάδας. Διασώζεται σε καλή κατάσταση. Πολλές οι εκκλησίες της Καρυάς: αγιογραφημένες είναι του Αγίου Νικολάου στο κέντρο του χωριού και των Αγίων Αποστόλων (προσβάσιμη από χωματόδρομο) και υπάρχουν ακόμη οι ναοί του Προφήτη Ηλία, του Προφήτη Ιωάννη και του Αγίου Γεωργίου. Μια όμορφη τοποθεσία με μεγάλα πλατάνια είναι η πηγή «Κεφαλόβρυση», σε απόσταση 1,5 χλμ. από το χωριό. Ο Τριζολιώτης ποταμός διασχίζει την Καρυά σε μήκος 5 χλμ. και καταλήγει στον Αχελώο. Μπορεί κανείς να περπατήσει κάτω από τα μεγάλα πλατάνια παρόχθια, μέχρι να συναντήσει το γεφύρι, την «Καμάρα», ψαρεύοντας πέστροφες, ασπρίτσες και μπριάνες. Στα δάση της περιοχής η βλάστηση είναι πυκνή. Από τις γύρω κορυφές (κορυφή «Τσούμα», κορυφή «Παλαιομάντρι») η θέα είναι πραγματικά μαγευτική. Άλλα σημεία με ιδιαίτερη θέα είναι ο Προφήτης Ηλίας, οι Άγιοι Απόστολοι, το «Κόκκινο Στεφάνι», το «Κάστρο» και το «Άνω Μαντρί». Στην Καρυά πραγματοποιούνται δύο ενδιαφέροντα πανηγύρια. Στις 20 Μαΐου γίνεται το πανηγύρι του Αγίου Νικολάου, όπου μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και του αγιασμού, όλοι οι κάτοικοι και οι παρευρισκόμενοι φιλοξενούμενοι γλεντούν με προσφορές των ίδιων και του Πολιτιστικού Συλλόγου. Το γλέντι είναι παραδοσιακό με δημοτική ορχήστρα. Στις 30 Ιουνίου, που η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Δώδεκα Αποστόλων, στον ομώνυμο ναό 4 χλμ. από το κέντρο του χωριού και σε υψόμετρο 1.000 μ. τελείται Θεία Λειτουργία και Αγιασμός. Το φυσικό τοπίο είναι πανέμορφο και «άγριο». Ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι με δημοτική ορχήστρα και διανομή φαγητού και τοπικών σπεσιαλιτέ. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Καστανιά

Η Καστανιά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 800 μέτρων και είναι σπουδαίο παραθεριστικό κέντρο των Καρδιτσιωτών από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ιδρύθηκε στα χρόνια του Βυζαντίου και διατηρούσε σχολή γραμμάτων από το 17ο αιώνα, από την οποία προήλθαν δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες του 17ου και του 18ου αιώνα. Στην Καστανιά ο επισκέπτης θα θαυμάσει το μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας τέμπλο του Ιερού Ναού Γεννήσεως της Θεοτόκου, που προέρχεται από την κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Μούχας, και θα προσκυνήσει με ευλάβεια τη θαυματουργή Κάρα του Αγίου Τρύφωνα. Μπορεί, επίσης, να επισκεφτεί το Κέντρο Χλωρίδας και Πανίδας των Αγράφων που στεγάζεται στο πετρόκτιστο Δημοτικό Σχολείο, αλλά και το Μουσείο-Παραδοσιακό Εργαστήριο Τσαρουχιών της οικογένειας Κόγια, το οποίο έχει ζωή ενός αιώνα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Καταφύγι

Το Καταφύγι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 500 μέτρων και πρόκειται για έναν όμορφο οικισμό, η ιστορία του οποίου φθάνει στο Βυζάντιο, ενώ τα ερείπια του αρχαίου κάστρου του μαρτυρούν ιστορία αιώνων. Σημεία αναφοράς του Καταφυγίου είναι η ωραιότατη πλατεία του με τα αιωνόβια πλατάνια και η τοποθεσία «Αγνάντι», πολύ κοντά στον οικισμό, από όπου η θέα είναι καταπληκτική. Καύχημα των Καταφυγιωτών και των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής είναι η ιστορική Ιερά Μονή της Πέτρας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το «πάλαι ποτέ αγλάισμα των Αγράφων». Βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. ΒΔ του οικισμού, σε υψόμετρο 600μ. Η ανέγερσή της τοποθετείται στα μέσα του 16ου αιώνα και θεωρείται ένα από τα πιο σπουδαία και επιβλητικά χριστιανικά μνημεία όσον αφορά στο διάκοσμο και την αρχιτεκτονική του. Η υπάρχουσα Μοναστική Αδερφότητα συνέβαλε σημαντικά στον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος χώρου και στη διατήρηση της μονής σε καλή κατάσταση. Είναι μοναδική ευκαιρία για τον προσκυνητή, αφενός, να απολαύσει τη γαλήνη της φύσης στη μαγευτική αυτή τοποθεσία και, αφετέρου, εκπληρώνοντας τα θρησκευτικά του καθήκοντα να ανακαλύψει το μυστικό δρόμο που οδηγεί στο Θείο. Από τη μονή ο επισκέπτης μπορεί εύκολα και γρήγορα να φθάσει στον παραλίμνιο οικισμό του Αγίου Αθανάσιου (απόσταση 4 χλμ). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Καταφύλλι

Στο δυτικό άκρο του νομού Καρδίτσας (στα όρια με το νομό Άρτας), βρίσκεται το Καταφύλλι, χτισμένο σε υψόμετρο περίπου 1.000 μέτρων. Το χωριό αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα (Κοινότητα Καταφυλλίου) μέχρι το 1998. Ακόμα παλαιότερα -μέχρι το 1930- το χωριό ονομαζόταν Σελιπιανά, ονομασία που έλκει την καταγωγή της από τον αρχαίο βασιλιά Σέλιπο. Πολλοί ιστορικοί θησαυροί φαίνεται να βρίσκονται θαμμένοι ακόμα κάτω από τα χώματα του χωριού, παρόλο που σημαντικά ευρήματα που ανακαλύφτηκαν από τους κατοίκους -αγγεία, λυχνάρια, νομίσματα, κλπ- έχουν ήδη παραδοθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο επισκέπτης μπορεί να δει, κάνοντας μια σύντομη βόλτα στα περίχωρα, απομεινάρια από τα τείχη της πόλης που χτίστηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο και λείψανα από οικίες, τάφους και τον πιθανολογούμενο χώρο των ανακτόρων του Σέλιπου. Στο σημερινό χωριό ο επισκέπτης θα συναντήσει δύο αξιόλογες εκκλησίες, την Αγία Κυριακή, χτισμένη στη θέση παλαιού μοναστηριού του 17ου αιώνα και την Μεταμόρφωση του Σωτήρος που ξεχωρίζει για το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο και την εξαιρετική ακουστική της. Το Καταφύλλι περιβάλλεται από οικισμούς που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή του, όπως τα Κελλάρια σε υψόμετρο 680 μ., η Πράβα και η Συκιά σε υψόμετρο 440 μ. και το Αρδάναβο σε υψόμετρο 370 μέτρων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Κερασιά

Βρισκόμαστε στο οροπέδιο της Νεβρόπολης. Αριστερά μας φαίνεται η λίμνη Πλαστήρα με φόντο τις υπέροχες βουνοκορφές και στο βάθος μέσα στα δένδρα ένα χωριουδάκι σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά. Πρόκειται για την Κερασιά για την οποία έχουμε την πρώτη ιστορική μαρτυρία το 1343. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 900 μέτρων και διαθέτει μοναδική θέα στον Κερασιώτη ποταμό και τους παραδοσιακούς μύλους. Αυτό όμως που μαγεύει κάθε επισκέπτη είναι η πανοραμική θέα προς τη λίμνη Πλαστήρα. Το κλίμα στο χωριό είναι εξαιρετικό και οι περίπατοι που μπορεί να κάνει κάποιος είναι πραγματικά εμπειρία ζωής. Επισκεφθείτε τους Μύλους Μπουραλά και Αντωνάκη, τα μαντάνια όπου πλένουν τις κουβέρτες, τις εκκλησίες της Ζωοδόχου Πηγής, του Προφήτη Ηλία και της Κοίμησης της Θεοτόκου. Επίσης, κατά την ξενάγησή σας στο χωριό θα δείτε το αφιερωμένο στον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τους πολεμιστές του μνημείο αλλά και το Σπήλαιο Καλογερογιάννη. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Κρύα Βρύση

Η Κρύα Βρύση είναι ένας οικισμός του 19ου αιώνα που δημιουργήθηκε από κατοίκους του Ξυνονερίου, χτισμένη σε υψόμετρο 133 μέτρων. Ο πληθυσμός της αντλεί το εισόδημά του κυρίως από γεωργικές και οικοδομικές εργασίες. Η Κρύα Βρύση αποτελούσε οικισμό του Ξυνονερίου. Μεταφέρθηκε στην τωρινή της θέση το 1902 από τον Μπέη Σαλή, διοικητή της περιοχής, ο οποίος έχτισε και διώροφο κονάκι. Γύρω στο 1940 ο οικισμός αποσπάστηκε από το Ξυνονέρι και έγινε αυτόνομη κοινότητα. Σήμερα, στη θέση Λατομείο, στους πρόποδες του λόφου Μύλος, βρίσκεται η πηγή της Κρύας Βρύσης, από την οποία πήρε και το όνομά του ο οικισμός. Το όνομα Κρύα Βρύση οφείλεται σε αυτήν την κοντινή πηγή με το άφθονο κρυστάλλινο νερό. Στην πλατεία θα συναντήσουμε το ηρώο πεσόντων και το ενδιαφέρον δημοτικό σχολείο (1925-1927), που λειτούργησε ένα διάστημα στο κονάκι του μπέη. Νοτιοδυτικά του οικισμού βρίσκεται ανεξερεύνητο και αναξιοποίητο σπήλαιο, ενώ στο βάθος του υπάρχει υπόγειος ποταμός. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Κρυονέρι

Το πανέμορφο χωριό Κρυονέρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 850 μέτρων στον ορεινό όγκο των Αγράφων σε μικρή απόσταση από τη λίμνη Πλαστήρα και παλαιότερα ονομάζονταν Τσιφλίκι. Ο παλιός αυτός οικισμός ήταν χτισμένος στα ανατολικά του σημερινού χωριού. Το 1935 το χωριό πήρε το σημερινό του όνομα, Κρυονέρι. Είναι από τα λίγα χωριά της περιοχής όπου ο πληθυσμός δε μεταβάλλεται σημαντικά καθώς το χωριό βρίσκεται σε νευραλγική θέση (ιδιαίτερα μετά την ανάπτυξη που έλαβε χώρα στην περιοχή της λίμνης Πλαστήρα) και έχουν δοθεί κίνητρα στους νέους να μείνουν και να κάνουν οικογένειες στο Κρυονέρι. Βοηθάει βέβαια σε αυτό και η καταπληκτική τοποθεσία όπως και το εξαιρετικό έδαφος, πρόσφορο για καλλιέργειες. Σήμερα το Κρυονέρι είναι ένα μαγευτικό μέρος με πυκνή βλάστηση, άφθονα νερά και φρέσκα κηπευτικά προϊόντα. Επιπλέον διαθέτει πολλά καταλύματα, χώρους εστίασης αλλά και αναψυχής και είναι ιδανικό για χειμερινές διακοπές, αν και όλο το χρόνο προσφέρει ηρεμία και αναζωογόνηση συνδυάζοντας το εκπληκτικό φυσικό περιβάλλον με τις υποδομές για αθλήματα (ιππασία, ποδήλατο βουνού, ποδήλατο λίμνης, κανό, ορειβασία κτλ.). (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Κρυοπηγή

Σε υψόμετρο 550 μέτρων συναντάμε την Κρυοπηγή (Ζερέτσι), ένα χωριό πνιγμένο μέσα στα δένδρα και τις πηγές. Ο επισκέπτης το συναντά στη διαδρομή προς τη Λίμνη Πλαστήρα. Οι κάτοικοι της ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Σημείο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους είναι το ύψωμα Τσούμα, που μαγεύει τους επισκέπτες με την έξοχη θέα προς το θεσσαλικό κάμπο. Ο νερόμυλος Πάκκες, που χρονολογείται από το 1890, είναι ένα αξιόλογο κτίσμα. Οι δροσερές πηγές, Μεγάλη Βρύση και Συκιά, προσελκύουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Στο κέντρο του χωριού ο επισκέπτης θα θαυμάσει την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Εξίσου αξιοπρόσεκτη είναι η Μονή των Αγίων Αναργύρων, που η ίδρυση της τοποθετείται γύρω στο 18ο αι. Στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων τιμάται κάθε χρόνο την 1η Ιουλίου η μνήμη των αγίων και μετά τη θεία Λειτουργία διοργανώνεται πανηγύρι στην πλατεία του χωριού με πλούσια εδέσματα, άφθονο κρασί και τσίπουρο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Λαζαρίνα

Η Λαζαρίνα, ένα πανέμορφο παραδοσιακό χωριό, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 120 μέτρων με κατοίκους που ασχολούνται κατεξοχήν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Το χωριό είναι γνωστό από παλιά εξαιτίας των πρότυπων «Ιπποφορβείων Λαζαρίνας», όπου εργάζονταν Ούγγροι ειδικοί. Οι τελευταίοι φρόντιζαν για την εκτροφή αλόγων εκλεκτής ράτσας, τα οποία έτρεχαν στις ιπποδρομίες του Φαλήρου. Η παράδοση στην εκτροφή αλόγων συνεχίζεται, καθώς ακόμη και σήμερα υπάρχει εδώ ιπποφορβείο και οργανωμένη μονάδα. Οι αναμνήσεις του τόπου είναι γλυκές, αφού εδώ λειτούργησε το πρώτο εργοστάσιο ζάχαρης, του Χρ. Ζωγράφου, το οποίο έκλεισε το 1909-1910. Ο Ζωγράφος παρήγαγε ζάχαρη στο μικρό ζαχαροποιείο, με πρώτη ύλη τα τέφλα που καλλιεργούσε ο ίδιος στα χωράφια του. Αυτό ήταν και το πρώτο εργοστάσιο ζάχαρης στην Ελλάδα και τμήματά του σώζονται μέχρι σήμερα. Τη βιομηχανική και οικονομική δραστηριότητα της παλιότερης εποχής μαρτυρούν τα σωζόμενα τμήματα του εργοστασίου και του αρχοντικού του Χρ. Ζωγράφου (1896), που αποτελούν πόλο έλξης για πολλούς επισκέπτες. Τα τελευταία χρόνια γίνονται αξιόλογες προσπάθειες προκειμένου να ανακατασκευαστεί και να μετατραπεί το εργοστάσιο σε βιομηχανικό μουσείο. Για τους λάτρεις της φύσης και των περιπατητικών διαδρομών ιδανική είναι η τοποθεσία «Αλέα», που βρίσκεται προς το χωριό Μουριά, καθώς και η τοποθεσία «Δασάκι», που είναι κατάφυτη με βελανιδιές και φτελιές. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Λαμπερό

To χωριό Λαμπερό ή Τιτάι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 745 μέτρων και διαθέτει εκπληκτική θέα. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία και την αλιεία στη λίμνη Πλαστήρα. Σε κοντινή απόσταση από το χωριό βρίσκεται η γνωστή στην περιοχή, πλαζ Λαμπερού, καταπράσινη και γοητευτική δίπλα στη λίμνη Πλαστήρα. Στην πλαζ Λαμπερού θα βρείτε ένα ξύλινο ταβερνάκι που διαμορφώθηκε με φυσικά υλικά και είναι ένας μικρός παράδεισος για μεγάλους και μικρούς. Εδώ δε χαιρόμαστε μόνο τα φαγητά ή τον καφέ αλλά συγχρόνως απολαμβάνουμε την πανοραμική θέα της λίμνης Πλαστήρα και της οροσειράς των Αγράφων. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Λεοντίτο

Χωριό των Θεσσαλικών Αγράφων, στην Ανατολική Αργιθέα. Είναι χτισμένο σε μια κατάφυτη πλαγιά του βουνού Τσουρνάτο σε υψόμετρο 1000 μέτρα. Διαθέτει ξεχωριστή ομορφιά και είναι κατάφυτο από οπωροφόρα δέντρα. Οι δύο άκρες του χωριού φέρουν την κοινή ονομασία Ράχη: τη Ράχη στ’ Αλώνι, στην είσοδο και τη Ράχη στον Αϊ Θανάση εκεί που τελειώνουν τα σπίτια, που τα περισσότερα είναι πετρόχτιστα. Το Λεοντίτο ταυτίστηκε με τον υπεραιωνόβιο πλάτανο που βρίσκεται ακριβώς στο μέσο του χωριού και είναι σημείο αναφοράς για τους κατοίκους και τους πολλούς επισκέπτες. Πρόκειται για ένα φυσικό μνημείο με χαρακτηριστικά, τα οποία συμποσούμενα το εντάσσουν στα μνημεία παγκόσμιας σημασίας. Το ύψος του αγγίζει τα 33 μέτρα, τα κλωνάρια του σκιάζουν την πρόσφατα ανακαινισμένη πλατεία, ενάμιση περίπου στρέμμα. Η ηλικία του υπολογίζεται στα 970 χρόνια. Ιδιαιτερότητα μοναδική ο κορμός (10 μέτρα περίμετρος), χωρίς ίχνος κουφότητας (κουφάλα). Ο πλάτανος αυτός ονομάζεται και πλάτανος του Καραϊσκάκη μια και από πολλές ιστορικές πηγές τεκμηριώνεται ότι στη σκιά του ξεκουραζόταν ο Γιός της Καλογριάς και λίγο παραδίπλα βρισκόταν το Κονάκι-Στρατηγείο του. Από τη βρύση ΣΤΡΑΤΙΚΗ του έφερναν τα παλικάρια του νερό, γιατί του γαλήνευε τον πόνο από το χτικιό (φυματίωση) που έπασχε παιδιόθεν. Σε αυτό το χώρο αναφέρεται ότι πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και αργότερα ο ίδιος ως στρατηγός μετέφερε την έδρα του στρατηγείου του στο Λεοντίτο. Βασικά σημεία αναφοράς οι ναοί του χωριού είναι:

  • ο Άγιος Χαράλαμπος, ο πολιούχος του Λεοντίτου, ανακαινισμένος πλήρως όπως και το παρακείμενο Κελί, όπου ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει με το φωτογραφικό υλικό στους τοίχους του, στιγμές των Λεοντιτών από παλιότερες εποχές. Όμορφα διαμορφωμένος ο αύλειος χώρος με το υπέροχο καμπαναριό
  • η Εκκλησία της Παναγίας, σε μικρή απόσταση από τον Άγιο Χαράλαμπο, ανακαινισμένη πλήρως και με ωραία διαμόρφωση στον εξωτερικό της χώρο
  • η Αγία Παρασκευή, κτίσμα του προηγούμενου αιώνα .Από το έτος 1951 προς τιμήν της καθιερώθηκε στις 26 Ιουλίου (Αγία Παρασκευή) το πανηγύρι του χωριού. Πλάι βρίσκεται και το ιδιαίτερα φροντισμένο κοιμητήριο και ένας πλάτανος εξίσου εντυπωσιακός με τον πλάτανο της πλατείας
  • παρεκκλήσια, στο έμπα του χωριού ο Άγιος Νικόλαος, στο ανατολικό κάτω άκρο οι Άγιοι Απόστολοι, στο ανατολικό πάνω άκρο ο Άγιος Αθανάσιος (η πιο παλιά εκκλησία) και πάνω από τον Άγιο Χαράλαμπο, ερειπωμένος δυστυχώς σήμερα, ο Αη Λιάς. Αρκετά ανατολικά η Αγία Τριάδα και σκαρφαλωμένος στα 1400 μέτρα υψόμετρο ο Άγιος Κωνσταντίνος. Εκτός από τον Αη Λια τα υπόλοιπα ξωκλήσια είναι ανακαινισμένα ή ξαναχτισμένα. Στη θέση Ράχη Απιδιά χτίστηκε τελευταία ένα όμορφο ξωκλήσι αφιερωμένο στον Πατροκοσμά, μια και εκεί βρέθηκε ένας σταυρός από τον Ιερομάρτυρα, απόδειξη πως πέρασε κάποια στιγμή και από το χωριό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Λοξάδα

Η Λοξάδα είναι χτισμένη σε 100 μέτρα υψόμετρο και οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το χωριό πανηγυρίζει το Δεκαπενταύγουστο. Στην περιοχή υπήρχε η Μονή Ελεούσης της Λυκουσάδας από την οποία δυστυχώς δε σώζεται τίποτα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Μαγούλα

Η Μαγούλα είναι ένα από τα πεδινά χωριά και το όνομά της το οφείλει στον λόφο που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και στην κορυφή του οποίου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το ορόσημο του χωριού. Η Μαγούλα είναι ένα καταπράσινο χωριό, το οποίο κάθε εποχή έχει να προσφέρει κάτι διαφορετικό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Μαγουλίτσα

Η γραφική Μαγουλίιτσα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 110 μέτρων. Κύρια πηγή εσόδων για τους κατοί­κους του οικισμού είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία. Ενδιαφέρουσα εμπειρία είναι η επίσκεψη στο ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, που χτίστηκε γύρω στα 1883. Επίσης, αξιόλογο θρησκευτικό μνημείο είναι η Παναγία της Μπρίπης, που η ίδρυση της τοποθετείται χρονικά στα 1813. Οι μεγαλύτερες πολιτιστικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στη Μαγουλίτσα είναι τα δύο θρησκευτικά πανηγύρια στις 15 και 23 Αυγούστου με προσφορά τοπικού παραδοσιακού φαγητού (κρέας με πλιγούρι), τα οποία αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών και κατοίκων της γύρω περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Μακρυχώρι

Το Μακρυχώρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 96 μέτρων. Βυζαντινός οικισμός, περιλαμβάνεται στην τουρκική απογραφή του 1454-55 και στα μέσα του 17ου αιώνα, όπως αποδεικνύεται από τουρκικούς φορολογικούς καταλόγους, ήταν από τους οικισμούς με το μεγαλύτερο πληθυσμό. Ο τελευταίος Οθωμανός ιδιοκτήτης του Μακρυχωρίου ήταν ο Αντέμ Ισμαήλ Εφένδης, από τον οποίο το αγόρασε ο Μετσοβίτης Τραπεζίτης Γ. Πίχτος. Στα τέλη του 19ου αιώνα υπολογίζεται η κατασκευή του δίτοξου γεφυριού του Μακρυχωρίου στον Πάμισο ποταμό. Η γέφυρα Μακρυχωρίου, κοντά στο δρόμο που ενώνει το Μακρυχώρι με το Ψαθοχώρι, στον ποταμό Πάμισο (Μπλιούρη). Το γεφύρι είναι δίτοξο, μορφής καταβιβασμένων τόξων. Στο πρώτο άνοιγμα βρίσκεται η βαθιά κοίτη του ποταμού και παρουσιάζει υψομετρική διαφορά 1,20 μέτρα από την κοίτη του άλλου ανοίγματος με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γεφυριού το μεταβλητού πάχους διάζωμα. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες σχετικά με τη λεπτομερή ιστορία του γεφυριού. Αν λάβουμε υπόψη τη μορφή των τόξων, η κατασκευή του τοποθετείται χρονικά περίπου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Μάραθος

Το χωριό εκτός από τον κεντρικό οικισμό έχει και τους οικισμούς Μελάνυδρο και Β’ Μάραθος. Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν Ραχωβίτσα. Το κεντρικό σημείο του χωριού, έχει υψόμετρο 650 μέτρα και η θέση του εξασφαλίζει στον επισκέπτη μαγευτική θέα με φόντο την κοιλάδα του Αχελώου, τον Αχελώο ποταμό και το θρησκευτικό στολίδι της κοιλάδας την «Παναγία Επισκοπή». Ο οικισμός του Β’ Μαράθου βρίσκεται σε υψόμετρο 800 μέτρων και το Μελάνυδρο στα 500. Ένα μονοπάτι στο τέλος του χωριού με αριστερή κατεύθυνση (το μονοπάτι της αρκουδόσκαλας), διασχίζει ένα ελατοδάσος τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων και καταλήγει στην τοποθεσία Κοντούρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ο περιπατητής απολαμβάνει έναν ευχάριστο περίπατο μέσα στο γεμάτο από χρώματα και αρώματα δάσος. Στα μισά της διαδρομής ο φυσιολάτρης περιπατητής, μπορεί να γευτεί το χωνευτικότερο νερό της περιοχής (το γνωστό νερό της αρκουδόσκαλας). Το πανέμορφο αυτό μονοπάτι με τον αχανή ορίζοντα και τη φανταστική θέα «είναι το μπαλκόνι του χωριού». Μέχρι τη 10ετία του 1950 και για περισσότερο από 60 χρόνια στη θέση «ΡΟΓΚΑΚΙ» λειτουργούσε ιδιόκτητος Νερόμυλος. Τα ελάχιστα εναπομείναντα τμήματα μετά την εγκατάλειψή του επιχωματώθηκαν κατά τη διάνοιξη δασικού δρόμου. Επίσης στις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι το τέλος της 10ετίας του 1950, στο χωριό λειτουργούσε σιδηρουργείο πυράκτωσης και σφυρηλάτησης μετάλλων. Υλικό πυράκτωσης ήτανε το ξυλοκάρβουνο όπου με τη βοήθεια φυσούνας ο τεχνίτης (σιδηρουργός) εκτός από τη συγκόλληση, έδινε και τη μορφή που ήθελε στα πυρακτωμένα μέταλλα (κασμάδες, πυροστιές, σιδηράλετρα, λαιμαριές, υνιά, κλαδευτήρια, τσεκούρια, χαντζάρια κλπ γεωργικά εργαλεία). Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν τον εμφύλιο (1946-1949) και μερικά χρόνια μετά, λόγω της αποκλειστικής απασχόλησης των κατοίκων με τη Γεωργία στο χωριό λειτουργούσαν πέντε στον αριθμό αλώνια (ένα στο Μελάνυδρο και στη θέση που βρίσκεται το εκκλησάκι, ένα κοντά στο κοιμητήριο του χωριού, ένα στο κέντρο του χωριού σε πλακόστρωτη αυλή κατοικίας, ένα στη θέση πλάτανος «Σταυραντωνέικα» και ένα στα τελευταία σπίτια του χωριού, κοντά στο σημερινό υδραγωγείο. Το χωριό έχει τρεις (3) εκκλησίες οι οποίες είναι:

  • η Αγία Τριάδα (πολιούχος) που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Εξωτερικά στοιχεία που αιχμαλωτίζουν το βλέμμα του επισκέπτη είναι η αρχιτεκτονική εικόνα της Εκκλησίας, το καμπαναριό της Εκκλησίας που έγινε το 2009 από την Εκκλησιαστική Επιτροπή, τους Μαραθιώτες και το Σύλλογο καθώς και το τεράστιο σε μέγεθος καλοσυντηρημένο πλακόστρωτο της Εκκλησίας. Εσωτερικά δεν περνάει απαρατήρητο από τον επισκέπτη το λιτό και υπεραιωνόβιο τέμπλο της Εκκλησίας και η αγιογράφηση του Ιερού Ναού που έγινε το 2005 από τους Μαραθιώτες και το Σύλλογο
  • ο γραφικός Ιερός Ναός του Προφήτη Ηλία πού βρίσκεται σε υψόμετρο 800 μέτρα στον οικισμό του Β’ Μαράθου (με φανταστική θέα) ο οποίος το 2005 ανακαινίστηκε από τους κατοίκους του οικισμού, τους ομογενείς του Καναδά που κατάγονται από τον οικισμό και τον Σύλλογο του χωριού
  • το νεόδμητο και γραφικότατο Εκκλησάκι του Αγίου Παϊσίου που βρίσκεται στον οικισμό Μελάνυδρο και ανεγέρθηκε το 2019 με την αξιέπαινη πρωτοβουλία (4-5) ατόμων από τον οικισμό, με τη βοήθεια του Συλλόγου Μαραθιωτών, των φίλων του χωριού καθώς και των απόδημων συγχωριανών μας από τον Καναδά, που κατάγονται από τον οικισμό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Μασχολούρι

Μια «ανάσα» από τους Σοφάδες ξεπροβάλει το Μασχολούρι. Ουσιαστικά αποτελεί τη συνέχεια της πόλης και δύσκολα κανείς θα ξεχωρίσει τα όρια των δυο περιοχών. Το χωριό διασχίζει ο Σοφαδίτης ποταμός, ενώ ξεχωριστής ομορφιάς είναι η παλιά γέφυρα που βρίσκεται στην είσοδο του οικισμού. Στα 13.197 στρέμματα οι κάτοικοι του Μασχολουρίου καλλιεργούν βαμβάκι και σιτηρά. Αποτελεί άλλωστε η γεωργία τη βασική απασχόληση πολλών οικογενειών, ωστόσο θα πρέπει να τονιστεί πως τα τελευταία χρόνια αρκετοί κάτοικοι του Μασχολουρίου ασχολήθηκαν με το εμπόριο στην πόλη των Σοφάδων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Μαυραχάδες

Λιγότερο από εννέα χιλιόμετρα από το κέντρο των Σοφάδων βρίσκονται οι Μαυραχάδες. Το χωριό χτισμένο μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον ποταμό Σοφαδίτη, ακολουθεί την αρχιτεκτονική της περιοχής, χωρίς φυσικά ακρότητες αλλά και περιορισμούς. Από τα παλαιά χρόνια διατηρεί την ίδια ονομασία. Και σ’ αυτή τη γωνιά του δήμου οι οικογένειες ασχολούνται με τη γεωργία. Στο μεγαλύτερο μέρος από τα 14.597 στρέμματα καλλιεργούνται βαμβάκι και σιτηρά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Μαυρομμάτι

Το γραφικό Μαυρομμάτι είναι χτισμένο στη σκιά των Αγράφων σε υψόμετρο 160 μέτρων. Οι κάτοικοι έχουν ως κύριες πηγές εισοδήματος τη γεωργία (καλλιέργεια βαμβακιού, καπνού, καλαμποκιού, σιταριού, τεύτλων, μηδικής, αμπελιών) την κτηνοτροφία (εκτροφή αιγοπροβάτων) και την τέχνη (ξυλόγλυπτα, έπιπλα). Αρχικά ο οικισμός ήταν εγκατεστημένος στη θέση Παλαιοχώρι. Λόγω επιδημίας που μάστιζε την περιοχή, το χωριό μεταφέρθηκε στη θέση Αγία Αικατερίνη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, κατέβηκαν και πάλι στον κάμπο και ίδρυσαν το χωριό στη σημερινή του θέση. Το ενδιαφέρον των επισκεπτών του χωριού προσελκύει το αξιόλογο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (Καραϊσκάκη) Μαυρομματίου, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις 2 χλμ. από το χωριό και υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της περιοχής κατά την Τουρκοκρατία. Στο μοναστήρι αυτό, με το σωζόμενο καθολικό αθωνίτικου τύπου, ζούσε ένα διάστημα η μητέρα του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Η ίδρυση της Μονής τοποθετείται χρονικά περίπου το 1550, ενώ οι τοιχογραφίες του χρονολογούνται το 1657. Οι εικόνες του τέμπλου φέρουν τις χρονολογίες 1602 και 1599. Το ναό κοσμούν καμάρες και χαμηλός τυφλός θόλος, αντί τρούλου. Μέσα από δασικό δρόμο και σε απόσταση 2,5 χλμ. νότια της Μονής μπορεί κανείς να φτάσει στο σπήλαιο, όπου γεννήθηκε το 1782 ο Καραϊσκάκης, όταν η μητέρα του σε προχωρημένη πια εγκυμοσύνη εγκατέλειψε το μοναστήρι και κατέφυγε εκεί προκειμένου να γεννήσει. Εκεί δίπλα είναι και η γνωστή σπηλιά «Κορακοφωλιά». Και οι δύο σπηλιές βρίσκονται στην κορυφή της εισόδου του δάσους και στα νότια του οικισμού του Μαυρομματίου. Ακριβώς λίγο πιο πάνω από τη σπηλιά, υπάρχει το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία καρφωμένο στην κορυφή του βουνού. Στο χωριό υπάρχουν επίσης οι εκκλησίες των Αγίου Ιωάννη και Αγίων Αναργύρων, ενώ στα υψώματα ο επισκέπτης θα συναντήσει τα ξωκλήσια της Αγίας Αικατερίνης, Αγίου Νικολάου του εν Βουναίνης και Αγίας Μαρίνας. Από το λόφο του Αγίου Νικολάου η θέα είναι απολαυστική. Παλιά πετρόχτιστα σπίτια, παραδοσιακές βρύσες και άλλες φυσικές ομορφιές υπάρχουν στο τόπο. Στην πλατεία του χωριού, ανάμεσα στα πλατάνια στέκει επιβλητικά ο χάλκινος έφιππος ανδριάντας του ήρωα της επανάστασης του ’21, έργο του γλύπτη Γεωργίου Παππά που στήθηκε εκεί στα 1990. Κάθε χρόνο στις 9 Μαΐου οι κάτοικοι του χωριού διοργανώνουν το πανηγύρι του Νέου Αγίου Νικολάου του Μαρούλη, με λειτουργία και διανομή φαγητού στους προσκυνητές. Το πανηγύρι λαμβάνει χώρα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Ν. Μαρούλη, ο οποίος ήταν ένας παλιός καλός τεχνίτης, που βοήθησε την περιοχή στην Τουρκοκρατία, κατασκευάζοντας φράγμα για την άρδευση των καλλιεργειών. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Μέλισσα

Η Μέλισσα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 115 μέτρων και ιδρύθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα. Το διάστημα 1851-56 η Μέλισσα υπήρξε τσιφλίκι-μετόχι της Μονής Κορώνας. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ανήκε στον Οθωμανό Τζαφέρ μπέη, οι απόγονοι του οποίου το πούλησαν στον Καρδιτσιώτη Κλεάνθη Αναστασίου το 1900. Απομεινάρια του Κονακίου των ιδιοκτητών σώζονται μέχρι σήμερα. Ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου (17ος αιώνας) και το μονότοξο γεφύρι (19ος αιώνας) παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Μελισσοχώρι

Ο στενός επαρχιακός δρόμος που ξεκινάει από τους Σοφάδες και αφού διασχίσει τα δημοτικά διαμερίσματα της Αγίας Παρασκευής και της Αμπέλου μας οδηγεί στο μικρό χωριό του Μελισσοχωρίου. Οι «Κουφανάδες», όπως ήταν η παλιά ονομασία του οικισμού, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι στο «παζλ» του δήμου. Οι κάτοικοι του εξακολουθούν να ασχολούνται με τη γη. Στα 9.346 στρέμματα που «ανήκουν» στο δημοτικό διαμέρισμα, τα περισσότερα είναι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Χωράφια όπου οι πιο πολλές οικογένειες του Μελισσοχωρίου σπέρνουν βαμβάκι, σιτάρι και καπνό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Μεσενικόλας

Ο Μεσενικόλας είναι ένα από τα πιο όμορφα και ιστορικά χωριά του νομού Καρδίτσας κοντά στη λίμνη Πλαστήρα. Σε υψόμετρο 700 μέτρων περιτριγυρισμένο από δάση δρυός και καστανιάς, το χωριό χαρακτηρίζεται σαν το μπαλκόνι της Θεσσαλίας, αφού από τον Μεσενικόλα το βλέμμα σας φθάνει ως τον Όλυμπο και το Πήλιο. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με την αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου. Περιοχή ιδανική για πεζοπορία, ορεινό ποδήλατο, ψάρεμα, κυνήγι και αξέχαστη επαφή με τη χωρίς προηγούμενο ποικιλότητα της ντόπιας χλωρίδας και πανίδας. Το όνομα προέρχεται από κάποιον μεγάλο νοικοκύρη του χωριού, που οι Φράγκοι ονόμαζαν Μεσιέ – Νικόλα. Ο ίδιος ίσως να έφερε στην περιοχή την αμπελοκαλλιέργεια και συγκεκριμένα την ποικιλία «Μαύρο Μεσενικόλα», η οποία δεν καλλιεργείται σε άλλη περιοχή της χώρας μας. Στο κέντρο του χωριού και πλάι στη φημισμένη δροσερή πλατεία με τα αιωνόβια πλατάνια, δεσπόζει η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η εκκλησία είναι από τις μεγαλύτερες της περιοχής του νομού Καρδίτσας, κτισμένη ολόκληρη με ντόπια πέτρα την περίοδο 1903-1905. Κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου σε ένα διαμορφωμένο χώρο, μέσα σ’ ένα καταπράσινο δάσος κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου γίνεται η Γιορτή Κρασιού Μεσενικόλα, με το περίφημο κρασί να διανέμεται δωρεάν. Στον ίδιο χώρο, λειτουργεί Καφέ – Μπαρ – Ψησταριά. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Μεσοβούνι

Το Μεσοβούνι είναι το μικρότερο πληθυσμιακά χωριό της δυτικής Αργιθέας. Στην αρχή αποτελούσε συνοικισμό του χωριού Αργιθέα (Κνίσοβο). Το όνομά του το συναντούμε κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή και παραμένει μέχρι σήμερα το ίδιο, αφού το τοπωνύμιο αναφέρεται στην απογραφή του 1454/55, ως Masovun, ανάμεσα σε δυο βουνά. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.050 μέτρα, στις πλαγιές του βουνού Καράβα (κορυφή 2.184 μ.), με θέα και προς την ανατολική Αργιθέα. Οι κάτοικοι παλιότερα καλλιεργούσαν δημητριακά και λινάρι, διατηρούσαν αμπέλια και καρυδιές και εξέτρεφαν πρόβατα. Τα δύο ποτάμια του χωριού ο Λαγγαδιώτης και ο Φρουξιλιώτης, συνθέτουν ένα όμορφο τοπίο. Ο ποταμός Λαγγαδιώτης πηγάζει από τα «Πατήματα» και κατευθύνεται στον Αχελώο και ο ποταμός Φρουξιλιώτης έρχεται από τις πηγές «Μερδάχες» και κατευθύνεται επίσης στον Αχελώο. Δύο βρύσες, μια στο κέντρο του χωριού και μια άλλη βρυσούλα, δροσίζουν με το καθαρό και γάργαρο νερό τους κατοίκους και τους επισκέπτες. Το χωριό έχει περίπου 8.000 στρέμματα ελατόδασος. Σημεία με ιδιαίτερη θέα είναι τα «Σπιτάκια», ο «Οβριός» και τα «Αλώνια Μοναστηρίου». Οι επισκέπτες του χωριού μπορούν να επιδοθούν σε ορειβασία στην κορυφή της Καράβας. Οι κάτοικοί του, ελάχιστοι σήμερα, ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Γνωστά τα θερινά βοσκοτόπια και τα κονάκια στα Πατήματα. Στο Μεσοβούνι ο επισκέπτης μπορεί να δει την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το μοναστήρι του Γεννεσίου της Θεοτόκου που βρίσκεται στη ΒΑ πλευρά του χωριού, μέσα στα έλατα και το οποίο χρονολογείται στο 17ο αι. Από το αρχικό καθολικό διασώζεται το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ η σωζόμενη σήμερα εκκλησία ανοικοδομήθηκε το 1904. Το Μεσοβούνι πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου και στις 8 Σεπτεμβρίου. Το Δεκαπενταύγουστο (Κοίμηση της Θεοτόκου) γίνεται το πανηγύρι μέσα στον οικισμό, με παραδοσιακά όργανα, χορό και φαγητό. Στις 8 Σεπτεμβρίου (το Γενέσιον της Θεοτόκου) το παραδοσιακό πανηγύρι στο μοναστήρι μετά τη Θεία Λειτουργία, με δημοτική μουσική, φαγητό που προσφέρουν οι κάτοικοι και γλέντι και χορό όλη την ημέρα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Μητρόπολη

Η Μητρόπολη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 155 μέτρων. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται στη θέση της αρχαίας πόλης των Μητροπολιτών, την οποία συναντούμε πριν από 2.500 χρόνια περίπου. Την πόλη περιέβαλαν ισχυρότατα τείχη, τα οποία ανακαίνισε τον 6ο αιώνα π.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Προκόπιος. Πολλά από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Μητρόπολης κοσμούν τις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Καρδίτσας. Στη μεγάλη πλατεία του οικισμού ο επισκέπτης θα θαυμάσει τον αρχαίο κεραμικό κλίβανο που είναι τοποθετημένος σε ειδικά διαμορφωμένο στέγαστρο, καθώς και τον παλαιό διατηρητέο Ι. Ν. του Αγίου Γεωργίου με το θαυμάσιο τέμπλο. Το σύγχρονο υπαίθριο θέατρο της Μητρόπολης φιλοξενεί πολλές και ποικίλες εκδηλώσεις κάθε χρόνο. Σε απόσταση 2 χλμ. από τη Μητρόπολη, στη θέση «Λιανοκόκκαλα», δεξιά του δρόμου Μητρόπολης – Μοσχάτου, ανακαλύφθηκε ο περίφημος αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα, ο οποίος κατασκευάστηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα και καταστράφηκε από πυρκαγιά στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Το σημαντικότερο εύρημα της ανασκαφής είναι το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του θεού Απόλλωνα.  (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Μολόχα

Η Μολόχα χτισμένη σε υψόμετρο 800 μέτρων δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση του 1821 από κατοίκους της Παλιαπιδιάς. Μέχρι το 1974 υπαγόταν στο νομό Ευρυτανίας. Τέλος, στον οικισμό Μολόχα υπάρχει μεγάλη δασική έκταση, ιαματικές πηγές, μονοπάτια, αλλά και ο ναός του Προφήτη Ηλία, απόσταση 4,5 χιλιομέτρων από τον οικισμό, σε έναν τόπο με καταπληκτική φυσική ομορφιά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Μορφοβούνι

Το Μορφοβούνι είναι η πατρίδα του μαύρου καβαλάρη, του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα, ο οποίος πρώτος οραματίστηκε την κατασκευή της λίμνης Πλαστήρα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 800 μέτρων και είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της ορεινής Καρδίτσας και της ευρύτερης περιοχής της λίμνης Πλαστήρα. Κατά την παραμονή σας στο Μορφοβούνι, αξίζει να επισκεφθείτε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται 2χλμ. ΒΑ της κοινότητας. Σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει, το μοναστήρι χτίστηκε το 1858μΧ ενώ σύμφωνα με την τοπική παράδοση χτίστηκε στη θέση μιας εκκλησίας του 14ο αιώνα. Σήμερα, το μοναστήρι αποτελεί ένα σημαντικό θρησκευτικό μνημείο με αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία και λιθανάγλυφα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Αυτή που ξεχωρίζει είναι το αντάμωμα των απανταχού Μορφοβουνιωτών, η οποία πραγματοποιείται στο χωριό από το 1992 κάθε Δευτέρα της πεντηκοστής που γιορτάζεται η Αγία Τριάδα. Το Μορφοβούνι δεν έχει θέα στη λίμνη Πλαστήρα αλλά στον απέραντο Θεσσαλικό κάμπο, ωστόσο απέχει μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη λίμνη Πλαστήρα. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Μοσχάτο

Το Μοσχάτο (παλιά ονομασία Βλάσδο ή Μπλαζντ) βρίσκεται σε υψόμετρο 450 μέτρων. Είναι χωριό με πλούσια αμπελουργική παράδοση, πανέμορφη θέα στο Θεσσαλικό κάμπο και τουριστική υποδομή. Πήρε το όνομά του από την ποικιλία σταφυλιών «μοσχάτο» που καλλιεργούνταν στους αμπελώνες του χωριού πριν αρκετά χρόνια. Η περιοχή ανάμεσα στα χωριά Μεσενικόλα, Μορφοβούνι και Μοσχάτο έχει χαρακτηριστεί σαν Ζώνη Ονομασίας Προέλευσης. Ένα χιλιόμετρο πριν το χωριό κατευθυνόμενοι από Καρδίτσα και δίπλα στο δρόμο, συναντάμε μικρή μονότοξη πέτρινη γέφυρα. Το Μοσχάτο βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τη λίμνη Πλαστήρα. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Μουζάκι

Έδρα του ομώνυμου Δήμου και διοικητικό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Είναι χτισμένο σε 180 μ. υψόμετρο, στις παρυφές του Ίταμου (παρακλάδι του Κόζιακα). Χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς για το Μουζάκι είναι ο ποταμός Πάμισος, με τα πανέμορφα πλατάνια στις όχθες του, που χύνεται στον Πηνειό. Σημαντικό εμπορικό, διοικητικό, γεωργικό κέντρο της ευρύτερης ορεινής κυρίως περιοχής και κόμβος επικοινωνίας για το νομό. Βρίσκεται ΒΔ της Καρδίτσας, από την οποία απέχει 28 χλμ., και 20 χλμ. απέχει από τα Τρίκαλα. Η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, το εμπόριο. Πολλοί είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και δημόσιοι υπάλληλοι. Ορισμένοι κάτοικοι του Μουζακίου ασκούν ακόμη τα παραδοσιακά επαγγέλματα του σιδηρουργού, του αμπελουργού και του οινοποιού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Μούχα

Η Μούχα είναι στο κέντρο των Αγράφων, σε υψόμετρο 900 μέτρων και είναι το κοντινότερο χωριό στο φράγμα. Το 1836 μ.Χ. με τους πρώτους Καποδιστριακούς δήμους της ελεύθερης τότε Ελλάδας, το χωριό Μούχα ανήκε στην επαρχία Οιχαλίας (Καρπενήσι) και ήταν πρωτεύουσα του δήμου Ελλοπίας για κάποιο χρονικό διάστημα. Η περιοχή εξακολουθεί να αντιστέκεται στη φθορά του πολιτισμού καθώς εδώ υπάρχει ακόμη η μαγεία και η ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμη και σήμερα αποτελεί παράδεισο για τους λάτρεις του εναλλακτικού ορεινού τουρισμού καθώς το τοπίο είναι έντονα Ελληνικό, με σπίτια σκαρφαλωμένα στις πλαγιές των βουνών που είναι γεμάτες από δάση με πυκνή βλάστηση από έλατα, οξιές και καστανιές, πηγές που αναβλύζουν γάργαρο νερό και έχουν φανταστική θέα στη λίμνη Πλαστήρα. Στη Μούχα λειτουργούν αρκετές ταβέρνες με φρέσκες πέστροφες και για τη διαμονή σας μπορείτε να επιλέξετε μεταξύ αρκετών ξενώνων και ενοικιαζόμενων δωματίων. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Μπελοκομίτης

Σε μια όμορφη πλαγιά των Αγράφων, σε απόσταση αναπνοής από τη λίμνη Πλαστήρα, φαίνεται σκαρφαλωμένο το χωριό Μπελοκομίτης. Πολλές είναι οι εκδοχές για την προέλευση του ονόματος «Μπελοκομίτης». Σύμφωνα με μια τοπική παράδοση είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από το Μπελοκό (γυαλιστερός τόπος) και μύτη. Είναι μικρό και όμορφο χωριό συγκεντρωμένο αμφιθεατρικά σε έκταση τριάντα στρεμμάτων. Έχει μικρά, πυκνοδομημένα σπίτια με όμορφες αυλές, ενώ στενά δρομάκια συνδέουν τα σπίτια μεταξύ τους. Στο χωριό συναντάει κανείς παλιά πέτρινα σπίτια και ξυλόγλυπτα μπαλκόνια και πόρτες, δείγματα της αρχιτεκτονικής της περιοχής. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 920 μέτρων. Από εδώ έχουμε δυο επιλογές: Αν θέλουμε να επισκεφτούμε την εντυπωσιακή Παναγιά Πελεκητή και το ποιμενικό χωριό Καρίτσα θα πρέπει να αφήσουμε τον περιφερειακό δρόμο της λίμνης και να ακολουθήσουμε την ασφάλτινη παράκαμψη. Μετά από μια ευχάριστη διαδρομή εύκολα θα καταλήξουμε σε ύψος 1.450μ, όπου και δεσπόζει στην κόψη του βράχου το μοναστήρι. Επίσης πηγαίνοντας από Μπελοκομίτη προς Φράγμα, στο μέσο περίπου της διαδρομής, η πινακίδα δείχνει δεξιά προς Ζυγογιανέικα – Παρατηρητήριο. Ο δρόμος είναι μεν χωμάτινος, αλλά σε καλή κατάσταση, και φτάνει σε υψόμετρο 1.500 μέτρων, από όπου όλη η λίμνη «ποζάρει» μπροστά στα πόδια σας. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Μυρίνη

Η Μυρίνη βρίσκεται σε υψόμετρο 98 μέτρων και είναι βυζαντινός οικισμός που περιλαμβάνεται στην τουρκική απογραφή του 1454-55. Στην περιοχή της Μυρίνης οι ανασκαφικές έρευνες έχουν φέρει στο φως οικοδομικά λείψανα, τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων, νομισματικούς θησαυρούς και άλλα ευρήματα, τα οποία πιστοποιούν την ύπαρξη ενός αξιόλογου αρχαίου οικισμού, χρονολογούμενου από τα αρχαϊκά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Νεράϊδα

Η Νεράϊδα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 820 μέτρων και είναι ένας οικισμός που ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια και βρίσκεται σε μια κατάφυτη πλαγιά του βουνού της Μάρτσας. Απέναντί της ο απόκρημνος πέτρινος όγκος του «Στεφανιού» και στα πόδια του η μαγεία των νερών του Μέγδοβα, στοιχεία που συνθέτουν ένα απαράμιλλης ομορφιάς φυσικό τοπίο, στενά συνδεδεμένο με θρύλους, παραδόσεις και ιστορικές μνήμες. Στη Νεράϊδα αξίζει να επισκεφτεί κάποιος τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου με το εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο του 18ου αιώνα, καθώς και την Ιερά Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου (4 χλμ. ΝΔ της Νεράϊδας), ένα θρησκευτικό μνημείο του 16ου αιώνα, από το οποίο σώζεται μόνο το Καθολικό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Ξυνονέρι

Το Ξυνονέρι βρίσκεται χτισμένο σε υψόμετρο 150 μέτρων και η πρώτη του ονομασία ήταν Ζουλευκάρι υπό το όνομα αυτό αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1912, για να μετονομαστεί σε Ξυνονέρι το 1927. Οικισμός της Τουρκοκρατίας, με καλή ρυμοτομία και ωραία κεντρική πλατεία. Στο δυτικό του άκρο υπάρχει ένα ωραίο δασύλλιο με αιωνόβια δέντρα, το οποίο αποτελεί ανεκτίμητο θησαυρό, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες. Το Ξυνονέρι φέρεται να ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι 600 περίπου κάτοικοι του κατά κύριο λόγο από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στον οικισμό σώζονται κάποια διώροφα πλινθόκτιστα και πέτρινα κτίρια, μάρτυρες παλαιότερης τοπικής αρχιτεκτονικής παράδοσης, ενώ στα νότια του χωριού υπάρχει δάσος περίπου 300 στρεμμάτων με αξιόλογη πανίδα. Στα όρια των οικισμών Ξυνονερίου – Γεωργικού βρίσκεται θολωτός μυκηναϊκός τάφος του 13ου -12ου αιώνα π.Χ., ο οποίος αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά μνημεία του νομού Καρδίτσας αλλά και ένα από τα καλύτερα διατηρημένα ταφικά κτίσματα ολόκληρης της Θεσσαλίας, καθώς διατηρεί ακέραιο τον κυκλικό θάλαμο και τη θόλο του (μετά την αποκατάσταση). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Οξυά

Πιθανή εποχή ίδρυσης του χωριού θεωρείται η περίοδος 1393-1422, εποχή της οριστικής κατάληψης της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Τότε ουσιαστικά άρχισε η μεγάλη μετακίνηση των κατοίκων από τον κάμπο της Θεσσαλίας προς την περιοχή των Αγράφων, όπου έβρισκαν καταφύγιο στα φυσικά οχυρά των απροσπέλαστων βουνών, μην μπορώντας να αντέξουν τις κακουχίες και τα δεινά κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Το Αϊλίτσι υπήρξε ο πρώτος οικισμός, που δημιουργήθηκε τότε, όταν μια συντροφιά ανθρώπων κυνηγημένη από κάποιους εχθρούς κατέφυγε και εγκαταστάθηκε κάπου κοντά στη θέση «Σπίτια». Άλλοι κάτοικοι λίγο αργότερα, εξαιτίας κάποιας διαφοράς, εγκαταστάθηκαν σ’ ένα δεύτερο οικισμό με την ονομασία Σιάμ ή Σιάμος, όπου είναι σήμερα η Οξυά. Η ονομασία Οξυά δόθηκε με διάταγμα το 1930, με αφορμή το ιστορικό δάσος οξυάς που βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του χωριού. Για την ιστορία και τις παραδόσεις της έχει εκδοθεί το βιβλίο «Ιστορία και παράδοση της Οξυάς Καρδίτσας και της περιοχής των Αγράφων» από το δάσκαλο Γεώργιο Ηλία Πάτα. Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που συνδέονται με την ιστορία του οικισμού είναι η άφιξη εδώ του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού γύρω στο 1770. Κατά το πέρασμα του αγίου οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν έξω από το χωριό σε κάποια τοποθεσία με την ονομασία «Ξυλινόσταυρος». Η παράδοση αναφέρει ότι εκεί έκανε λειτουργία, μοίρασε βρασμένο σιτάρι και μίλησε στους συγκεντρωμένους πιστούς. Φεύγοντας από το χωριό ο Άγιος Κοσμάς, έμπηξε έναν ξύλινο σταυρό στο έδαφος και από τότε το συγκεκριμένο μέρος ονομάζεται «Ξυλινόσταυρος». Ο ποταμός Πάμισος αποτελεί το φυσικό όριο που χωρίζει την Οξυά σε δύο τμήματα. Η κύρια πηγή του Πάμισου είναι το νερό της πηγής «Καράβα», ενώ άλλες μεγάλες ρεματιές που ενισχύουν τον ποταμό είναι της Τσουκνίδας, της Ζουγρίτσας, της Δάφνης κ.ά. Ολοκάθαρα και γάργαρα νερά φυσικών πηγών δροσίζουν κατοίκους και περιηγητές, ενώ γραφικές βρύσες στολίζουν το χωριό από άκρη σε άκρη. Παλιότερα υπήρχαν στην περιοχή και 4 νερόμυλοι, από τους οποίους οι δύο ήταν βακούφικοι (της εκκλησίας) και οι άλλοι δύο ιδιωτικοί. Ο μόνος που λειτουργεί σήμερα είναι ο πετρόχτιστος μύλος στα Παλιάμπελα, που μετρά 100 χρόνια ζωής. Στην περιοχή αυτή υπήρχε παλιότερα ντριστέλα και μαντάνια, τα οποία σήμερα δε λειτουργούν. Το τοπίο συμπληρώνει το παλιό τοξωτό γεφύρι στον οικισμό Παλαιοχώρι που ενώνει τον οικισμό με το κέντρο της Οξυάς, αλλά και το εξίσου παλιό γεφύρι που υπάρχει στη θέση «Τσιλιγκέικα». Τοποθεσίες με ιδιαίτερη θέα είναι ο Προφήτης Ηλίας (σημερινό πυροφυλάκιο), ο «Κατέκαλος» κοντά στον οικισμό Πλατάνια, ο «Ξυλινόσταυρος» και τα «Ογκλάβια» στο δρόμο Μουζακίου -Άρτας, ο Άγιος Γεώργιος στη Συκιά, η «Κουτσικουρή» στο δρόμο Πευκόφυτου – Αργιθέας και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Πολλά είδη δέντρων απαρτίζουν τη χλωρίδα της περιοχής, όπως Ιταμοί, πλάτανοι, ιτιές, γαύροι, κέδροι, σφένταμοι, φιλύρες, πουρνάρια κ.ά. Κυριαρχούν το δάσος με τις οξυές 2.050 στρμ., το δάσος ελάτης 2.600 στρμ. και το ανάμικτο δάσος από έλατα και καστανιές 910 στρμ. Η πανίδα περιλαμβάνει λύκους, αλεπούδες, αγριογούρουνα, σκίουρους, χελώνες και η ορνιθοπανίδα αετούς και άλλα είδη. Η Μονή Αγίας Τριάδος ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. και είναι χτισμένη σ’ ένα μικρό και στρογγυλό πλάτωμα. Στην είσοδο της Μονής στέκει επιβλητικά το καμπαναριό. Το καθολικό είναι τρίκογχος σταυρεπίστεγος ναός αθωνίτικου τύπου (1662), ενώ ο νάρθηκας δυτικά είναι μεταγενέστερος. Ο ναός τοίχογραφήθηκε το 1682. Οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας φέρουν τις χρονολογίες 1735 και 1785. Στο μοναστήρι υπάρχουν πολλά ιερά κειμήλια, μεταξύ αυτών και λείψανα αγίων. Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (βασιλική), που χτίστηκε γύρω στο 1924. Εκεί βρίσκουμε και το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας, το ναό της Αγίας Κυριακής, όπου γίνεται πανηγύρι στις 20 Ιουλίου και την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη (σταυροειδής). Στον οικισμό του Παλαιοχωρίου υπάρχει ο ναός του Προφήτη Ηλία (βασιλική) και στον οικισμό της Συκιάς το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Στον οικισμό Πλατάνια βρίσκεται ο ναός της Αγίας Παρασκευής, ενώ πανέμορφα είναι και τα ξωκλήσια της Αγίας Βαρβάρας στην ομώνυμη τοποθεσία και του Αγίου Νικολάου στο Βλάσι. Του Αγίου Πνεύματος στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας πραγματοποιείται συλλειτουργία των ιερέων των τριών Ενοριών της Οξυάς. Με την απόλυση της Εκκλησίας, σηκώνεται ύψωμα, το μεσημέρι προσφέρεται γεύμα στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου ψήνονται αρνιά και ρέει άφθονο ντόπιο κρασί. Έπειτα ακολουθεί γλέντι με χορούς, κλαρίνα και βιολιά. Εορταστική ατμόσφαιρα στον ίδιο χώρο επικρατεί και την παραμονή της γιορτής. Του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής διεξάγεται το μεγαλύτερο πανηγύρι του χωριού. Στις 26 Ιουλίου της Αγίας Παρασκευής στον οικισμό Πλατάνια, στις 24 Αυγούστου του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον Άγιο Γεώργιο Συκιάς και στις 8 Σεπτεμβρίου της Γένεσης της Θεοτόκου στον οικισμό Παλαιοχώρι, διεξάγονται κατά τόπους πανηγύρια, όπου οι πιστοί παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία, κατόπιν οι ιερείς σηκώνουν το ύψωμα και ακολουθεί γλέντι μέχρι αργά το βράδυ με ψητό αρνί, ντόπιο κρασί και μπύρα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Παλαιοκκλήσι

Το Παλαιοκκλήσι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 95 μέτρων. Με την παλαιά του ονομασία αναφέρεται σε οθωμανικές πηγές του 15ου αιώνα. Υπήρξε τσιφλίκι του Αλή πασά και, στη συνέχεια, περιήλθε στη δικαιοδοσία του γιου του Βελή. Με την πόλη της Καρδίτσας συνδέεται και με ποδηλατόδρομο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Παλιούρι

Το Παλιούρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 230 μέτρων και η ίδρυσή του ανάγεται στην ύστερη βυζαντινή εποχή. Στο χωριό υπάρχουν εκκλησιαστικά κτίσματα, όπως εκείνο της Αγίας Παρασκευής, νοτιοδυτικά του χωριού, σε υψόμετρο 400 μέτρων, στη θέση Παλιοχώρι, που επιλέγεται συχνά και ως χώρος σχολικών εκδρομών. Το ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής βρίσκεται επίσης στα νοτιοδυτικά, σε απόσταση 1.000 μέτρων από τον οικισμό. Σε εξέχουσα θέση, με θέα το θεσσαλικό κάμπο, δεσπόζει το μοναστήρι του Ιωάννη Προδρόμου, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκαν και καλλιεργήθηκαν μύθοι, παραδόσεις και δοξασίες, ως εκ τούτου, αποτελεί το επίκεντρο κάθε λαογραφικής-πολιτιστικής δημιουργίας του τοπικού διαμερίσματος. Ο ναός του Αγίου Προδρόμου βρίσκεται σε πλάτωμα της βόρειας πλευράς του βουνού Κρι, σε απόσταση 4,5 χιλιομέτρων νότια από τον οικισμό και σε υψόμετρο 550 μέτρων με πανοραμική θέα προς το θεσσαλικό κάμπο. Το πλάτωμα αυτό συνιστά τον περιβάλλοντα χώρο του ναού, συνολικής επιφάνειας 24,5 στρεμμάτων. Πρόκειται για ένα σύνθετο τετρακιόνιο ναό του 13ου αιώνα, κτισμένο στη θέση αρχαίου ναού, με μεταγενέστερες προσθήκες χώρων και με ανακατασκευή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σε απόσταση περίπου 170 μέτρων βρίσκεται πηγή με σχετική διαμόρφωση, όπου οι επισκέπτες μπορούν να ξεκουραστούν, απολαμβάνοντας τη θέα. Στην περιοχή σώζονται επίσης ερείπια (υπολείμματα από κάστρο και στέρνες σπιτιών) ρωμαϊκής, παλαιοχριστιανικής και μεταβυζαντινής προέλευσης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Πασχαλίτσα

Η Πασχαλίτσα ή το «Σούπι», όπως έλεγαν παλιά το χωριό, βρίσκεται στο βορειοανατολικό μέρος του δήμου. Στα 22.195 στρέμματα, υπάρχουν πάρα πολλά εύφορα χωράφια, στα οποία οι πασχαλιώτες καλλιεργούν βαμβάκι και σιτηρά. Άλλωστε και σ’ αυτό το δημοτικό διαμέρισμα η γεωργία αποτελεί τη βασική ασχολία των περισσoτέρων οικογενειών. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Πεζούλα

Η Πεζούλα είναι μια γραφική κοινότητα που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την πλαζ Πεζούλας και τη λίμνη Πλαστήρα. Η Πεζούλα είναι χτισμένη στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού, μέσα στο πράσινο και διαθέτει αγροτικό ιατρείο. Κοντά στο Ποτάμι υπάρχει ένας γραφικότατος νερόμυλος. Η διαδρομή από την πόλη προς τη Πεζούλα είναι υπέροχη καθώς περνά μέσα από την καταπράσινη φύση. Καστανιές, έλατα και βελανιδιές εναλλάσσονται και δημιουργούν τοπία μοναδικής αισθητικής. Τα σπίτια του οικισμού είναι χτισμένα κατά μήκος και των δύο πλευρών της ρεματιάς που διασχίζει το χωριό. Όσον αφορά την ιστορική ταυτότητα του χωριού, τη πρώτη μαρτυρία γι’ αυτό την έχουμε στα τέλη του 16ου αιώνα. Από εδώ κατάγεται ο Άγιος Σεραφείμ, ηγούμενος της Μονής Κορώνας και αργότερα αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1600 του Διονυσίου του Σκυλοσόφου, όπου συνελήφθη από τους Τούρκους, βασανίστηκε και απαγχονίστηκε. Η κάρα του φυλάσσεται στη Μονή Κορώνας. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Πετρίλο

Το Πετρίλο είναι ένα ιστορικό χωριό, που ανήκει στον ορεινό όγκο του νομού Καρδίτσας. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα θέρετρα της περιοχής με πλούσια βλάστηση, γραφικά σπίτια και μοναδικές εκκλησίες Βρίσκεται περίπου στο κέντρο των βορείων Αγράφων. Είναι χτισμένο στις πλαγιές τους σε υψόμετρο 1160 m. Είναι το μεγαλύτερο χωριό στην Ανατολική Αργιθέα, με μακρόχρονη ιστορία. Η ονομασία είναι Πετρίλο αλλά οι κάτοικοι επειδή αποτελείται από πολλούς συνοικισμούς το αποκαλούν Πετρίλια (το τοπωνύμιο Πετρίλο είναι ελληνικό). Η γεωγραφική του θέση αποτελεί κομβικό σημείο, μιας και οι βουνοπλαγιές του συνιστούν σύνορο. Οι ψηλότερες βουνοκορφές γύρω από το χωριό είναι η Καράβα (2184 m) με απέραντη θέα προς τους νομούς Τρικάλων και Άρτας και το Βουτσικάκι (2154 m), από όπου κανείς μπορεί να θαυμάσει την απίστευτη θέα, από τη Λίμνη Πλαστήρα μέχρι και τον Όλυμπο και τους νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων. Στα Ανατολικά του χωριού λίγο πιο κάτω από την κορυφή Βουτσικάκι, στη θέση Εννιά Βρύσες, πηγάζει ο Πετριλιώτης ποταμός, ο οποίος, διασχίζοντας το χωριό καταλήγει δυτικότερα στον Αχελώο. Το Πετρίλο απαρτίζεται από τους συνοικισμούς Λιβάδια, Καμπουρέικα,(Πολύδροσο), Αργυρέικα, Μάγειρο, Βλαχογιαννέικα, Τεκέικα-Κουκλαρέικα-Παγουρέικα, Λαθηρέικα, Κρανιά (Χάρη), Χαλκιόπουλο, Βασιλάδες και Ρώσση, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι αμφιθεατρικά στα βουνά, σχηματίζοντας έτσι ένα «πέταλο». Οι παραπάνω «μαχαλάδες», όπως χαρακτηρίζονται από τους ντόπιους, χωρίζονται από τον Πετριλιώτη ποταμό, που διασχίζει το χωριό και εκβάλλει στον Αχελώο. Ιδιαίτερα είναι τα υπάρχοντα δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής και αξιοπρόσεχτες οι εκκλησίες και τα μοναστήρια του Πετρίλου. Το μεγαλύτερο πανηγύρι γίνεται το Δεκαπενταύγουστο στην Κρανιά όπου χορεύονται όλοι οι δημοτικοί χοροί με κυρίαρχο τον κλειστό Αργιθέας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Πετροχώρι

Το χωριό Πετροχώρι είναι φωλιασμένο στους πρόποδες του Κούρλιακα και σε υψόμετρο 1100 μέτρων προβάλλει ανεπιτήδευτο και φιλόξενο με την ήσυχη εικόνα του σε μια άγριας ομορφιάς κορνίζα. Για το πότε ακριβώς κατοικήθηκε το χωριό δε γνωρίζουμε. Οι τρεις παλιές εκκλησίες που χτίστηκαν μετά το 1721 αλλά και τα παλιά κτίσματα είναι μια ιστορική απόδειξη ότι το Πετροχώρι κατοικούνταν σίγουρα το 18ο αιώνα και κατά πάσα πιθανότητα και από πιο παλιά. Από τις πολλές εκκλησίες αλλά και τα ερειπωμένα κτίρια υποθέτουμε ότι το Πετροχώρι πριν το 1821 ήταν ένα πολυάνθρωπο χωριό. Το σημερινό Πετροχώρι μέχρι το 1957 ονομαζόταν Σπυρέλο, όνομα το οποίο δε γνωρίζουμε ακριβώς από που προέρχεται. Κάποιες υποθέσεις, όπως μας τις διέσωσε η παράδοση, αναφέρουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο σημερινό Σπυρέλο από μια τοποθεσία δυτικά του χωριού Μεσοβούνι που λέγεται Παλιοσπυρέλο. Μια άλλη παράδοση θέλει να δόθηκε αυτό το όνομα γιατί σ’ αυτό το χωριό οι κάτοικοι έσπερναν πρώτοι απ’ όλους τα χωράφια τους σιτηρά, δημητριακά, ρεβύθια, καλαμπόκι κ.λ.π. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια μαρτυρούν ότι το Πετροχώρι άκμασε την περίοδο 1710 – 1750 περίπου. Υπάρχουν σήμερα τρεις εκκλησίες και ένα μοναστήρι. Πρόκειται για το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία με αγιογραφημένο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1721. Η εκκλησία της Παναγίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι χρονολογημένη το 1734. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής έχει έτος αγιογράφησης το 1721. Ο ναός του Αγίου Αθανασίου χτίστηκε το 1957 στα ερείπια μικρής εκκλησίας. Υπήρχαν κι άλλες εκκλησίες που δυστυχώς δε σώζονται. Στο χωριό υπάρχουν πολλές βρύσες και πηγές που μαρτυρούν την ύπαρξη άφθονου νερού σε παλιότερα χρόνια. Η κτηνοτροφία ήταν η βασική απασχόληση των κατοίκων. Στα χρόνια βέβαια της οικονομικής άνθισης οι άνθρωποι του χωριού βασίστηκαν σε δύο πόρους. Ο ένας ήταν το ταξίδι στο εξωτερικό, Βλαχία κυρίως, για το καζάντισμα, την προκοπή και ο άλλος ήταν η καλλιέργεια της σηρικής πλοκής, η σηροτροφία, που μαζί με τα μάλλινα και τα βαμβακερά, τις περίφημες θρούμπες, τα διοχέτευαν κυρίως στις αγορές της Ηπείρου δια μέσω της γέφυρας «Κοράκου». Η παρακμή του χωριού άρχισε με το κάψιμο των χωριών της Αργιθέας από τον Σκόνδρα Πασά αφού οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να βρουν καταφύγιο σε Βάλτο, Ξηρόμερο και Ήπειρο, για να γυρίσουν μετά την απελευθέρωση κάποιες οικογένειες και να ξαναφτιάξουν το χωριό. Η πληθυσμιακή αποψίλωση της περιοχής, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’70 προς τα αστικά κέντρα για αναζήτηση εργασίας, δεν άφησε ανεπηρέαστο και το Πετροχώρι. Οι κάτοικοί του, φιλόξενοι και γλεντζέδες, κρατούνε ψηλά την πολιτιστική τους ταυτότητα με αποκορύφωση τον πανηγυρικό εορτασμό του Προφήτη Ηλία κάθε 20 του Ιούλη, όπου οι χωριανοί αλλά και επισκέπτες ανταμώνουν από κάθε μέρος της Ελλάδας για να τιμήσουν τον Άγιο και το χωριό, να διασκεδάσουν και να απολαύσουν τα εξαιρετικά τοπικά εδέσματα όπως τις πίτες, το τσαλαφούτι, το τυρί, τις μελαχροινές (καρυδόπιτες) κ.ά. Το Πετροχώρι, με τις βαθιές του ρίζες και την ασφαλή αγκαλιά του είναι πάντα εκεί να σε καλωσορίσει, να σε εκπαιδεύσει σε έναν άλλον τρόπο ζωής και να σου θυμίσει με όλες τις αισθήσεις σου πώς θα μπορούσε ίσως να γίνει πιο ουσιαστική η ζωή μας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Πετρωτό

Βρίσκεται πάνω στον αυτοκινητόδρομο Μουζακίου – Άρτας κοντά στον Αχελώο. Ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος από τη θέση «Σκλάβος», όπου υπάρχει διασταύρωση, με τη δεξιά πλευρά να ανεβαίνει προς το κέντρο του χωριού Πετρωτό και από εκεί να συνεχίζει προς τον οικισμό Τρίλοφο (αρχ. Δούγλιστα) και τα χωριά Καλή Κώμη και Ελληνικά. Είναι χτισμένο σε 650 μέτρα υψόμετρο και η διαδρομή γίνεται μέσα σε μαγευτικά άγρια φαράγγια, κατάφυτες από δάση πλαγιές και θέα που εντυπωσιάζει. Έχει 5 οικισμούς το Κεντρικό Χωριό, τον Άγιο Δημήτριο, τη Συκιά, τον Τρίλοφο (αρχ. Δούγλιστα) και το Σπάρτο. Το χωριό κατοικείται αδιάκοπα από το 1600 π.Χ. μέχρι σήμερα, από τους Πελασγούς, Αθαμάνες, Βυζαντινούς και Νεοέλληνες. Στις θέσεις «Κοντοσύ(η)λι- Πουρναράκια» στο κεντρικό χωριό και στον οικισμό Τρίλοφο (αρχ.Δούγλιστα) οι άνθρωποι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, τη γεωργία, τη μελισσοκομία, το κυνήγι και τους καρπούς των δασών. Το Πετρωτό το χειμώνα έχει λίγα άτομα ενώ το καλοκαίρι ο αριθμός αυτών ανεβαίνει αρκετά. Στη θέση «Πουρναράκια- Καταφύγια-Παλαιόκαστρο» απλωνόταν στα αρχαία χρόνια ο οικισμός ΑΛΟΠΗ με την ακρόπολη Εθοπία (ή και Ανάπολη) Εθοπία-Αλόπη, που καταστράφηκαν από το ρωμαϊκό στρατό. Από αρχαιολογικά ευρήματα όμως διαφαίνεται μια συνεχής κατοίκηση της θέσης κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή. Στην απογραφή των Οθωμανών του 1454/1455 αναφέρεται ως Laskova, νέα εγγραφή, εκτός του καταστίχου. Αυτό σημαίνει ότι στην προηγούμενη απογραφή, το κατάστιχο της οποίας δε σώθηκε, το Λιάσκοβο δεν υπήρχε. Έμμεσα, λοιπόν, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο οικισμός ιδρύθηκε μετά το 1395/1396 και πριν από το 1454/1455. Ο κεντρικός οικισμός του Πετρωτού υδρεύεται από την πηγή «Κανάλια» και τις βρύσες «Καπετανόβρυση», «Κανάλια» και «Φτέρη». Στην περιοχή ρέουν οι ποταμοί Αχελώος και Κουμπουριανίτης ή Πετριλιώτης. Ο οικισμός της Συκιάς υδρεύεται από την πηγή της Γκούρας. Στη συμβολή των ποταμών Αχελώου και Κουμπουριανίτη ή Πετριλιώτη, κατασκευάζεται το Φράγμα Συκιάς με ύψος 155 μ. και σχεδιάζεται η εκτροπή του Αχελώου. Το Βακούφικο δάσος Συκιάς Πετρωτού δεσπόζει στο τοπίο και από τις κορυφές της περιοχής, Αηλιάς-Γριλιάγκο-Παδούλα-Βερούσια-Πύργος-Λεύκα κ.ά., καθώς και από τις τοποθεσίες Αη-Βλάσης και Φτέρη, η θέα είναι μοναδική. Στην περιοχή Πετρωτού υπάρχουν οι σπηλιές «του Μεϊντάνη», «του Χαϊντούτη» και η «σπηλιά Αβρυσκού». Όλα τα οικήματα του Πετρωτού είναι πετρόκτιστα, τα περισσότερα διώροφα. Έχει 4 Ναούς: Άγιος Νικόλαος, χτίστηκε το 1861-1881, Άγιος Δημήτριος, χτίστηκε στις αρχές του 1900, Προφήτης Ηλίας χτίστηκε το 1970, Άγιος Κωνσταντίνος στον Τρίλοφο το 1972. Υπάρχει κι ένα ξωκλήσι στο λόφο της Παναγίας από το 1965. Έχει 3 πέτρινα γεφύρια. Στη θέση «Πούπη» η «Καμάρα», το παλαιότερο της περιοχής ζτίστηκε γύρω στο 1280 περίπου. Αριστερά της υπάρχει σήμερα σιδερογέφυρα τύπου «Μπέλεϋ» στον Πετριλιώτη ποταμό που τοποθετήθηκε το 1979 για τη διευκόλυνση συγκοινωνίας Ηπείρου – Άρτας με τη Θεσσαλία. Στον οικισμό της Συκιάς στις όχθες του Αχελώου το γεφύρι με τις δυο ή τρεις καμάρες η «Κουτσοκαμάρα», όπου σήμερα έχει σκεπαστεί από τα μπάζα των έργων εκτροπής του Αχελώου. Κτίσμα των αρχών της Ρωμαιοκρατίας. Το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, η γέφυρα του «Κοράκου» μεταξύ του οικισμού Συκιάς Πετρωτού και Πηγών Άρτης κτίσμα του 1515-1520. Το 1949 στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού την ανατίναξαν. Μέχρι πρόσφατα σώζονταν μόνο τα δύο ακρόβαθρά του στις όχθες του Αχελώου. Στην αριστερά ακροβάθρα σώζεται σήμερα πέτρινο διώροφο κτίσμα η «Κούλια» οικία που χρησίμευε ως φυλάκιο της γέφυρας. Λείπουν η σκεπή και το πάτωμα του άνω ορόφου. Δίπλα της έχει χτιστεί τσιμεντογέρυφα το 1959 για τη διευκόλυνση συγκοινωνίας Ηπείρου-Αρτας με τη Θεσσαλία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Πευκόφυτο

Το γραφικό Πευκόφυτο (Νεβροβουνίσια), σκαρφαλωμένο σε υψόμετρο 730 μέτρων ανήκει στο Δήμο Μουζακίου και σ’ αυτό υπάγονται οι οικισμοί Νησιά, Χαραυγή, Βαμβακιές και Πάδη. Κύριες ασχολίες των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία, ενώ κατά τους θερινούς μήνες ενισχύουν το εισόδημα τους διαθέτοντας δωμάτια προς ενοικίαση. Κάποιοι κάτοικοι ασκούν ακόμη παραδοσιακά επαγγέλματα και επιμένουν να κρατούν ζωντανή την παράδοση. Αναφορικά με την ιστορική πορεία του χωριού, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ιδρύθηκε το 15ο αι. Σημειώθηκε μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση στην περιοχή όταν κατέφτασαν και εγκαταστάθηκαν εδώ πληθυσμιακές ομάδες από την Ήπειρο, από την οποία μετοίκησαν λόγω των διώξεων των Τούρκων. Στολίδια της περιοχής είναι ένα παλιό και ένα καινούριο γεφύρι, που αποτελούν ταυτόχρονα τρόπους περάσματος και επικοινωνίας για τους οικισμούς στην περιοχή. Η σύγχρονη γέφυρα Μαντήλου επί της οδού Μουζακίου – Πευκόφυτου κατασκευάστηκε το 1950. Ο ποταμός της περιοχής είναι παραπόταμος του Πάμισου ή Μπλιούρη, πηγάζει από την Καράβα και χύνεται στον Πηνειό. Επιβλητικός και ορμητικός περνά δίπλα από τους οικισμούς και δροσίζει κατοίκους και επισκέπτες. Η παρόχθια χλωρίδα είναι πλούσια με πλατάνια και βελανιδιές. Η ιχθυοπανίδα περιλαμβάνει πέστροφα, μπριάνα και κεφάλια. Όσον αφορά την ορνιθοπανίδα, κατά τους χειμερινούς μήνες εμφανίζονται πάπιες και χήνες. Την περιοχή δροσίζουν τα 4 ρέματα και οι 4 πηγές του Πευκόφυτου. «Το ρέμα της Καλογριάς», «το Ρέμα της Νύφης» (ωραία τοποθεσία για πικ-νικ), η «Συκιά» επί της οδού Πευκόφυτου – Πετρίλου και το «Ξερόρεμα» απέναντι από το ξωκλήσι της Παναγίας, ομορφαίνουν την περιοχή. Στο χωριό βρίσκουμε τις γραφικές πετρόχτιστες βρύσες «Πέρα Βρύση», «Παναγία», «Κεντρική», «Κσος» και «Βρύση Πλατανάκια». Μνημεία μιας άλλης εποχής είναι οι δύο πέτρινοι νερόμυλοι που σώζονται ακόμη, στη θέση Βαμβακιές ο νερόμυλος του Τύμπα (1945) και στα Παλαιοχώραφα ο νερόμυλος του Τσιτσώνη (1950). Υπέροχη θέα προς το θεσσαλικό κάμπο προσφέρουν οι κορυφές «Φακή» (780 μ. υψ.) και «Παναγιά» (730 μ. υψ.). Για να αγναντέψει κάποιος τον ορεινό όγκο Τύμπανου – Καράβας αρκεί να πάει μια βόλια στη «Φακή», την «πρώτη Καστανιά» και την πλατεία. Την προσοχή του επισκέπτη τραβά το δάσος του Άνω Ζάβαιου με τους δασικούς δρόμους, τα 50 στρμ. με καστανιές και έλατα και την πλούσια πανίδα και ορνιθοπανίδα (γεράκια, κοτσύφια, τσίχλες, κίσσες, ζαρκάδια και αγριογούρουνα), καθώς και το δάσος Κάτω Ζάβατος – Ρύγκια – Βλάχου – Χαλκερά – Κάτω Αη Λιάς με την ίδια χλωρίδα και πανίδα. Από τα θρησκευτικά μνημεία του χωριού η ενοριακή εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου είναι η παλιότερη και πιο αξιόλογη, που είναι αγιογραφημένη ολόκληρη. Χτίστηκε το 1863 και ανακαινίστηκε το 1952. Οι υπόλοιποι ναοί της περιοχής, αποτελούν κτίσματα του αιώνα μας: της Παναγίας (1967), του Αγίου Αθανασίου (1972), του Προφήτη Ηλία (1973), του Αγίου Ιωάννη (1977, προϋπήρχε ναός και παλιότερα), της Αγίας Παρασκευής (1978), των Αγίων Αποστόλων (1978) και της Ζωοδόχου Πηγής (1980). Στη θέση «Παλαιά Θεοτόκος» ύστερα από αρχαιολογικές ανασκαφικές έρευνες αποκαλύφτηκαν θεμέλια προϋπάρχοντος ναού με ψηφιδωτά δάπεδα. Η πολιτιστική ζωή του χωριού είναι πλούσια, με αρκετές πανηγυρικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Πανηγύρι θρησκευτικού χαρακτήρα λαμβάνει χώρα στις 29 Ιουνίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και Μέγας Εσπερινός με αρτοκλασία γίνεται την παραμονή της γιορτής. Μετά τον εσπερινό πραγματοποιούνται εκδηλώσεις στην πλατεία του χωριού με παραδοσιακά χορευτικά συγκροτήματα και δημοτική ορχήστρα. Στη συνέχεια το γλέντι μεταφέρεται στα καφενεία μέχρι τις πρωινές ώρες. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Πορτή

Σε απόσταση 6 χλμ. ΝΔ. του Μουζακίου και 33 χλμ. της Καρδίτσας συναντάμε την πανέμορφη Πορτή. Το πέρασμα από το Μουζάκι προς την Πορτή είναι εντυπωσιακό, καθώς γίνεται ανάμεσα σε δύο βραχώδη βουνά και τον ποταμό Πάμισο να κυλά ανάμεσα τους. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 650 μέτρων και σ’ αυτό υπάγονται οι οικισμοί Μαρτίνι, Μέλιγος και Παλαιόκαστρο. Κύριες πηγές εισοδήματος των κατοίκων του είναι η κτηνοτροφία, η γεωργία και οι οικοδομικές εργασίες. Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση Παλαιόκαστρο, όπου σώζονται λείψανα αρχαίων τειχών. Αν θέλει κάποιος να απολαύσει τη θέα προς το θεσσαλικό κάμπο, πρέπει να φτάσει στις κορυφές Κούτσιμπος (1.131 μ. υψ.), Τσιλίγκα (1.000 μ. υψ.), καθώς και στην κορυφή του Πέργου. Παρόμοιες εικόνες και ανεπανάληπτες εμπειρίες πεζοπορίας προσφέρει το βουνό Ιταμός, ενώ για περίπατο ιδανικό είναι ίο δάσος από καστανιές και δρύες. Τα ίχνη του χωριού Πορτή χάνονται στα βάθη του χρόνου. Οι γραπτές πηγές παραδίδουν αρκετές αναφορές του ονόματος του. Από τον αρχαίο συγγραφέα Πολύβιο, η Πορτή αναφέρεται ως Άκρον», όπου υπήρχε στρατόπεδο του βασιλιά των Αθαμάνων, Αμύνανδρου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αναφέρεται ως Μπορτί ή Πορτί και πιθανολογείται πως ήταν το μέρος όπου ο Καραϊσκάκης συνάντησε το Ν. Στούρναρη. Ο περιηγητής Pοuqueville αναφέρει το χωριό επίσης με την ονομασία Μπορτί και ο Νικ. Κασομούλης ως Πορτί. Θύμησες περασμένων εποχών είναι οι δύο νερόμυλοι που υπάρχουν στο χωριό, ο ένας εκ των οποίων ανήκει στην Εκκλησία, τα τρία κάστρα (τα 2 στον Ίταμο και 1 εκτός του οικισμού). Για τους λάτρεις της σπηλαιολογίας στη θέση «Σκάλα» υπάρχουν πολυάριθμες σπηλιές. Η «Παλαιοκαμάρα», το παλιό πέτρινο τοξωτό γεφύρι, σύμφωνα με την παράδοση είναι έργο του Αγίου Βησσαρίωνος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον επισκέπτη παρουσιάζει η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου (1592), χτισμένη στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Το ιερό του ναού ξαναχτίστηκε το 1781, ενώ ο νάρθηκας το 1804. Διασώζονται σημαντικές τοιχογραφίες που χρονολογούνται ως το 16ο αι. (1619). Επιγραφή πάνω από την είσοδο αναφέρει ότι ο ναός κηρύχτηκε σταυροπηγιακός το 1595 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β’. Επίσης στην Πορτή υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου (1872) και του Αγίου Γεωργίου (1895). Τοπικά πανηγύρια διοργανώνονται στις 20 Ιουλίου του Προφήτη Ηλία και στις 15 Αυγούστου με εμφάνιση χορευτικών συγκροτημάτων και δωρεάν διανομή φαγητού. Επίσης στις 21 Μαΐου των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στον οικισμό του Μέλιγου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Πορτίτσα

Η Πορτίτσα βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 390 μέτρων και κατά την παράδοση ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από Ηπειρώτες σε υψόμετρο 400 μέτρων και κατοικήθηκε στη συνέχεια και από ορεινούς Αγραφιώτες. Στο λόφο του Αϊ-Λια σώζονται τείχη ακρόπολης σε καλή κατάσταση. Από τα νεότερα μνημεία της Πορτίτσας αξιόλογη είναι η βρύση του Αγίου Προκοπίου, για την οποία λέγεται ότι είναι πολύ παλιά (τέλη βυζαντινής περιόδου) και επισκευάστηκε το 1905. Στη θέση Βιμπερότρυπα, λίγο ψηλότερα από το σύγχρονο οικισμό της Πορτίτσας, βρίσκεται αρχαίος τειχισμένος οικισμός, που -σύμφωνα με ευρήματα προερχόμενα από την περιοχή του νεκροταφείου- κατοικείται από τα αρχαϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Στην κορυφή του λόφου, όπου είναι ιδρυμένη η πόλη, υπάρχει μια λαξευμένη στον βράχο δεξαμενή νερού. Ο μόνιμος πληθυσμός αντλεί το εισόδημά του από την αμπελουργία και την κτηνοτροφία. Ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός που σχετίζεται με το χωριό είναι το «Πνεύμα». Το 1927-1928 δημιουργήθηκε σάλος σχετικά με την εμφάνιση πνευματιστικού φαινομένου στο σχολείο της Πορτίτσας. Πιο συγκεκριμένα, το 1927 οι μαθητές του χωριού, εκμεταλλευόμενοι την πεποίθηση του δασκάλου τους για την ύπαρξη υπερφυσικών όντων, δημιούργησαν μια μυθοπλασία περί πνευματιστικού φαινομένου στο σχολείο, γεγονός που έγινε γνωστό πανελληνίως (αλλά και στο εξωτερικό, καθώς δημοσιεύτηκε στην ελληνόγλωσση εφημερίδα Ατλαντίς της Νέας Υόρκης). Ως εκ τούτου, πλήθος κόσμου συνέρρεε στο σχολείο της Πορτίτσας, ώστε να πάρει χρησμό από το «Πνεύμα». Ο Σύλλογος Πορτίτσας, υπό την ονομασία «Το Πνεύμα» (επιβεβαιώνοντας έτσι τη διάρκεια της συλλογικής μνήμης του χωριού), έχει αξιόλογη δράση και το 1987 ίδρυσε μουσείο, το οποίο στεγάζεται στο παλιό δημοτικό σχολείο, που χτίστηκε το 1884. Στη συλλογή του μουσείου υπάρχουν αντικείμενα που χρονολογούνται στους κλασικούς και στους ελληνιστικούς χρόνους, αντικείμενα Βυζαντινής εποχής αλλά και λαογραφικά εκθέματα. Είναι ένας γραφικότατος οικισμός, πνιγμένος στο πράσινο, με ωραία σπίτια και παραδοσιακά καλντερίμια, του οποίου η ιστορία φθάνει στο Βυζάντιο. Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο είναι από τα αξιολογότερα του νομού. Στεγάζεται σε ένα διώροφο κτίριο του 1884, αντιπροσωπευτικό δείγμα τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, ιδιοκτησίας του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το οποίο μέχρι το 1955 είχε χρησιμοποιηθεί ως Δημοτικό Σχολείο. Από το φρούριο που βρίσκεται κοντά στον οικισμό και ονομάζεται «Στεφάνι» εξαιτίας του κυκλικού του σχήματος, η θέα προς το θεσσαλικό κάμπο είναι καταπληκτική. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Πρόδρομος

Ο Πρόδρομος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 103 μέτρων. Στην περιοχή του οικισμού, οι κατά καιρούς ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα της νεολιθικής περιόδου και της πρώιμης εποχής χαλκού. Μνεία του οικισμού ως Κουρτέσι έχουμε πριν το 1300 μ.Χ. Περιλαμβάνεται, επίσης, στην τουρκική απογραφή του 1454-55. Ο ιστορικός Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην κορυφή του υψώματος (μαγούλα), δίπλα στο Κονάκι, κτίσθηκε το 1845. Πρόκειται για μία τρίκλιτη θολωτή βασιλική, με επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ωραίες τοιχογραφίες και επιμήκη στοά στη νότια πλευρά. Το διώροφο ανακαινισμένο Κονάκι με τον τριώροφο πύργο-παρατηρητήριο και τις δύο εισόδους του κατασκευάστηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως κατοικία του Οθωμανού Εκρέμ μπέη, ιδιοκτήτη του τσιφλικιού. Σήμερα ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, είναι επισκέψιμο και στεγάζει υπηρεσίες της ΛΔ’ Εφορείας Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων.  (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Πτελοπούλα

Η Πτελοπούλα είναι χτισμένη σε υψόμετρο 115 μέτρων και είναι οικισμός της Τουρκοκρατίας και έφερε το όνομα του ιδιοκτήτη του. Το 1911 το τσιφλίκι της Πτελοπούλας ανήκε στον Νεκή πασά-Μαλήκ πασά, του οποίου η καταγωγή ήταν από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Οι κληρονόμοι του ήρθαν σε συμφωνία με τους Έλληνες κατοίκους του οικισμού και, με τη μεσολάβηση του κράτους, τους πούλησαν το τσιφλίκι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Πύργος Ιθώμης

Στους πρόποδες της οροσειράς των Αγράφων και πλάι στα ερείπια της προομηρικής πόλης «ΙΘΩΜΗ», βρίσκεται ο Πύργος Ιθώμης. Ένα σύγχρονο χωριό που ταυτόχρονα διατηρεί τον παραδοσιακό του χαρακτήρα. Χτισμένο μέσα σε πλούσια βλάστηση ελκύει τον επισκέπτη, που μαγεύεται από τις φυσικές του ομορφιές. Έχει έκταση περίπου 4.000 στρέμματα και κατά την τουρκοκρατία αποτελούσε τσιφλίκι του Τσολάκογλου (από τη Ρεντίνα), ο οποίος το 1700 το πούλησε στον κυρ-Αλέξη, γραμματέα του Σουλτάνου. Το 1860 αγοράστηκε από τον καταγόμενο από τη Λοξάδα τούρκο Εμίν Κούλογλου, ο οποίος το πούλησε το 1892 στους κατοίκους του. Από την αγοραπωλησία αυτή οι κάτοικοι του Πύργου Ιθώμης, παρέλαβαν, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στο συμβόλαιο, δεκατέσσερες (14) ανώγειες οικίες, πέντε (5) χαμώγειες, ένα (1) κουνάκι (αποθήκη) καρπών, καλλιεργήσιμη και μη γη, λιβάδια, αλώνια, καπνοτόπια, δάση, λατομεία, υδρόμυλους, ύδατα, βοσκήσιμους τόπους, καρποφόρα και μη δέντρα, συνολική έκταση χίλια εξακόσια ογδόντα έξι (1686) στρέμματα ως έγγιστα. Το ποσό της αξίας αυτών καθορίστηκε στις χίλιες τετρακόσιες (1400) οθωμανικές λίρες από τις οποίες ο πωλητής έλαβε τις εκατό (100) κατά την υπογραφή του συμβολαίου. Το υπόλοιπο ποσό συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δύο ισόποσες δόσεις, η πρώτη τον Οκτώβριο του 1892 και η άλλη τον Οκτώβριο του 1893. Με την εξόφληση του ποσού ο πωλητής όφειλε να παραδώσει και τους οθωμανικούς τίτλους κτηματολογίου (ταπία) δώδεκα (12) τον αριθμό. Με την παραλαβή των αγορασθέντων οι κάτοικοι μοίρασαν την καλλιεργήσιμη γη σε είκοσι μία (21) μερίδες, όσες και οι οικογένειες που είχαν δικαίωμα κλήρου. Η κάθε μερίδα αντιστοιχούσε σε τριάντα τέσσερα βασιλικά στρέμματα των 1270 τ.μ. το καθένα. Τη μη καλλιεργήσιμη έκταση, δάση, βοσκότοποι, κλπ, οι κάτοικοι τότε, την άφησαν κοινόχρηστη, συνιδιόκτητη και συμφώνησαν να τη διαχειρίζεται επιτροπή από κατοίκους του χωριού η οποία εκλέγεται εκάστοτε, με τη συνδρομή και της Κοινότητας. Το χωριό, αφού μετακινήθηκε από τη θέση «Παλιοχώρι» κατά τις αρχές του 18ου αιώνα στη θέση «Παλιόσπιτα», χτίστηκε στη σημερινή του θέση περί το 1869. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Το όνομά του το χωριό το πήρε από τον πύργο (ακρόπολη) της προομηρικής πόλης «ΙΘΩΜΗ» που βρίσκεται πλάι στο χωριό, θέλοντας έτσι οι κάτοικοί του να διατηρήσουν την ένδοξη ιστορία τής περιοχής και να τιμήσουν τους προγόνους τους που έζησαν και δημιούργησαν στον τόπο αυτό. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Ραχούλα

Η Ραχούλα βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 340 μέτρων και δημιουργήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από κατοίκους του Παλαιοζωγλοπίου. Το τελευταίο, στη συνέχεια, εξελίχθηκε σε σπουδαίο παραθεριστικό κέντρο εξαιτίας του υψομέτρου του (760μ.) και της θέσης του στο κατάφυτο όρος Ίταμος. Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά και ο τόπος «ανάπαυσης», του Χαρίλαου Φλωράκη. Εδώ, ο πρώην Δήμος Ιτάμου δημιούργησε το Ιστορικό Μουσείο Φλωράκη, στο οποίο ο επισκέπτης μπορεί να φθάσει είτε από τη Ραχούλα (απόσταση 7 χλμ.) είτε από τον μικρό παραθεριστικό οικισμό της Βρύσης Ιτάμου (απόσταση 4 χλμ.). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των σωστικών ανασκαφών, αλλά και από παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή, υπήρχε αρχαίος οικισμός, ο οποίος τοποθετείται από τη θέση Στενό μέχρι το Παλιοκκλήσι στις Τούμπες. Οι τελευταίες ανάγονται στη Μυκηναϊκή εποχή (1.500-1.100 π.Χ.), ενώ το νεκροταφείο που αποκαλύφθηκε εν μέρει στο Στενό χρονολογήθηκε μεταξύ 4ου και 3ου αι. π.Χ. Επίσης, στη θέση Παλιοκκλήσι υπήρχε χριστιανικός ναός, κατά τους χριστιανικούς αιώνες ο οικισμός διαλύθηκε και οι εναπομείναντες κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο σημερινό Παλιοζωγλόπι και τους πέριξ οικισμούς. Όπως προκύπτει από επιστολή του Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού (1681), το Ζωγλόπι εκείνη την εποχή καταστράφηκε ολοσχερώς, πιθανότατα από ληστές, ενώ πρέπει να κάηκε και δεύτερη φορά από τους Τούρκους το 1823, λίγο μετά την ελληνική επανάσταση. Τη δεκαετία του 1940, κατά την Κατοχή, ο ζωγράφος και αντιστασιακός Δημήτρης Γιολδάσης -καλλιτέχνης της Καρδίτσας με πανελληνίως αναγνωρισμένο έργο- έζησε στη Ραχούλα όπου ασχολήθηκε με την έκδοση του αντιστασιακού Τύπου. Τότε, ανάμεσα σε άλλα έντυπα, μεταφέρθηκε στη Ραχούλα η αντιστασιακή εφημερίδα Φωνή της Καρδίτσας, στην οποία ο Γιολδάσης εκείνη την εποχή συμμετείχε ως αρθρογράφος, στοιχειοθέτης, σκιτσογράφος και εργάτης τυπογραφείου (ρόδα). Το φθινόπωρο του 1943, όταν οι Γερμανοί έκαναν επιχειρήσεις στη Νεβρόπολη, δόθηκε εντολή να μετακινηθεί αμέσως το τυπογραφείο της Ραχούλας προς τα ορεινά, για να μην το ανακαλύψουν οι κατακτητές. Η περιοχή συνδέθηκε επίσης με τη στρατιωτική και πολιτική δράση (Αντίσταση και Δ.Σ.Ε. κατά τον Εμφύλιο) του μετέπειτα ηγέτη του Κ.Κ.Ε., Χαρίλαου Φλωράκη. Στη διακλάδωση της οδού Ραχούλας-Καστανιάς-Καταφυγίου ανεγέρθηκε μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, ενώ στο Παλιοζωγλόπι, στο ξωκλήσι του Αϊ-Λια, τάφηκε ο Χαρίλαος Φλωράκης. Κοντά στον τάφο, σε οικόπεδο που δώρισε ο ίδιος στον πρώην Δήμο Ιτάμου, αναστηλώθηκε η οικία του, όπου λειτουργεί το Ιστορικό Μουσείο Χαρίλαου Φλωράκη, με εκατοντάδες επισκέπτες τον χρόνο απ’ όλη την Ελλάδα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Ρούσσο

Το Ρούσσο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 135 μέτρων. Δημιούργημα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, ανήκε στην οθωμανική οικογένεια των Ρούση, από όπου προήλθε και η ονομασία του. Δυτικά του οικισμού, στη ρεματιά με τα αιωνόβια πλατάνια δημιουργήθηκε και λειτουργεί το αθλητικό κέντρο της λαοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας της Αναγέννησης Καρδίτσας. Ο χώρος αυτός ήταν ο αγαπημένος του μεγάλου ζωγράφου Δημήτρη Γιολδάση. Εδώ δημιούργησε πολλούς από τους καταπληκτικούς του πίνακες. Πίσω από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία βρίσκεται το Κέντρο Στρατονομίας, το οποίο συνέβαλε σημαντικά στην αναβάθμιση της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Σταυρός

Ο Σταυρός βρίσκεται σε υψόμετρο 105 μέτρων και ιδρύθηκε στα χρόνια του Βυζαντίου και περιλαμβάνεται στην τουρκική απογραφή του 1454-55. Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου ήταν ένας από τους χώρους μυστικών συναθροίσεων των ηγετών του «Γεωργικού Πεδινού Συνδέσμου Καρδίτσας» το 1910, όπου έπαιρναν κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία του αγώνα τους. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Στεφανιάδα

Τον Ιανουάριο του 1963 – μετά από πολυήμερη βροχόπτωση – έγινε μια μεγάλη κατολίσθηση της πλαγιάς «Στοιχειού» με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η λίμνη της Στεφανιάδας. Τα φερτά υλικά έφραξαν με πέτρες και χώματα την κοίτη του ρέματος του Στεφανιώτη που μέχρι τότε ερχόταν από τα νότια και έπεφτε στον Πετριλιώτη. Είναι η νεότερη φυσική λίμνη της Ελλάδος, η έκτασή της είναι 165 στρέμματα και το βάθος της 150 μέτρα. Στη λίμνη έχει γίνει στο παρελθόν εμπλουτισμός με διάφορα είδη ψαριών -κυρίως κυπρίνους- και πολλοί είναι αυτοί που έρχονται να ψαρέψουν στις όχθες της. Ο δρόμος που θα σας οδηγήσει από τη Στεφανιάδα προς την περιοχή του Αχελώου, περνά από την κοίτη του Στεφανιώτη σε ένα μέρος όπου θα είστε εσείς, ο ποταμός, η λίμνη και η φύση. Το πότε ακριβώς επικράτησε το όνομα, μας είναι άγνωστο. Πάντως, επί τουρκοκρατίας, το χωριό είναι γνωστό με το όνομα Στεφανιάδα. Την περίοδο της τουρκοκρατίας, η Στεφανιάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πυκνότητα πληθυσμού και ιδίως, την εκατονταετία 1650 έως 1750. Από το έτος αυτό παρατηρείται ελάττωση του πληθυσμού η οποία φτάνει μέχρι το 1824 όπου η Στεφανιάδα ερημώνεται εντελώς για 30 περίπου χρόνια λόγω της επιδρομής του Μουσταφά Πασά της Σκόρδας ή Σκόντρα Πασά όπως λέγεται ακόμα και σήμερα. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με την κτηνοτροφία και ήταν τσέλιγκες αλλά και την καλλιέργεια των χωραφιών, με τη μελισσοκομία κλπ. Η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε μεικτά δάση φυλλοβόλων, ενώ αξίζει να ανέβει κανείς στον δρόμο που οδηγεί στο μεγαλύτερο προσκύνημα της περιοχής, τη Μονή Σπηλιάς, για να θαυμάσει την λίμνη και την πλαγιά που την δημιούργησε σε ένα πολύ χαρακτηριστικό τοπίο. Η ορνιθοπανίδα της περιοχής είναι πλούσια από τα είδη των βουνών και των δασών. Ο κεντρικός ναός του χωριού είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου που χρονολογείται το έτος 1892. Γνωστή ήταν στην περιοχή παλιότερα και η Μονή του Αγίου Χαραλάμπους. Σήμερα μόνον ερείπια υπάρχουν. Όπως σε όλη την Αργιθέα και στη Στεφανιάδα υπήρχαν αρκετές εκκλησίες και ξωκλήσια όπως: Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος, προφήτης Ηλίας, Άγιος Κωνσταντίνος, Αγία Παρασκευή ( είναι σήμερα το κεντρικό πανηγύρι), Άγιος Σπυρίδων ερείπια, Αγία Τριάδα, Άγιος Κωνσταντίνος (πανηγυρίζει στο Αετοχώρι). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Σοφάδες

Οι Σοφάδες είναι μια μικρή πόλη στην καρδιά της Ελλάδας. Εμπορικό και συγκοινωνιακό σταυροδρόμι, αφού από εκεί περνούν οι μεγαλύτερες παραγωγές βαμβακιού της Ελλάδας. Το όνομα της πόλης προέρχεται από τους «σοφάδες», μικρά τσιμεντένια καναπεδάκια, που κατασκεύαζαν οι κάτοικοι για να ξεκουράζονται κυρίως το καλοκαίρι. Λέγεται ότι τα κατασκεύαζαν έξω από τα σπίτια τους, σε μέρη σκιερά για να κρατούν δροσιά και να μπορούν να ξεκουράζονται το καλοκαίρι κατά την περίοδο της εργατικής φόρτου στα χωράφια. Οι «σοφάδες» προφανώς χάθηκαν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1954 που ανάγκασε σχεδόν όλους τους κατοίκους να χτίσουν καινούργιες κατοικίες. Το όνομα αυτό χρονολογείται γύρω στο 1450 και αρκετά αργότερα βρίσκεται καταγραμμένο σε έγγραφα των Τούρκων (στα χρόνια του Αλί Πασά), όπου οι τσιφλικάδες της περιοχής πλήρωναν φόρο για τις περιοχές τους. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Χάρμα

Το Χάρμα είναι χτισμένο σε υψόμετρο 130 μέτρων. Υπάρχουν δύο ναοί, της Γέννησης της Θεοτόκου και της Αγίας Παρασκευής (1947). Οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους είναι γεωργοκτηνοτρόφοι. Το χωριό πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου εορτή της Γέννησης της Θεοτόκου και στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής. Αξίζει να επισκεφθείτε τις εκκλησίες του χωριού και απολαύστε ντόπιο τσίπουρο, καφέ ή φαγητό της ώρας στην πλατεία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Φανάρι

Το Φανάρι είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας Ιθώμης η οποία με Βασιλιά τον Ποδαλείριο, γιο του Ασκληπιού, πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Μαζί με τον αδερφό του το Μαχάοντα, βασιλιά της Τρίκκης και της Οιχαλίας, είχαν επανδρώσει τριάντα βαθουλά καράβια. Την πληροφορία αυτή την αντλούμε από την Ιλιάδα. Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, δηλαδή το 1124 π.Χ., οι Θεσσαλοί κατέβηκαν από τη Θεσπρωτία, κατέλαβαν τη Δ. Θεσσαλία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Άρνης (Σοφάδες), ενώ οι Βοιωτοί εξωθήθηκαν προς το Νότο. Έτσι αρχίζει η παρακμή πλέον της Ιθώμης. Αργότερα, το 1104, δηλαδή ογδόντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κατεβαίνουν στη Θεσσαλία και την υπόλοιπη Ελλάδα οι Δωριείς, που είναι μακεδόνικο φύλλο. Η κάθοδος αυτή των Δωριέων λέγεται κάθοδος των «Ηρακλείδων». Στο Φανάρι Καρδίτσας, στις 4 Δεκεμβρίου 1601, δηλαδή κατά τους μέσους χρόνους της τουρκοκρατίας, στη Θεσσαλία μαρτύρησε ο εθνομάρτυρας και νεομάρτυρας, πολιούχος του Φαναριού Άγιος Σεραφείμ, επίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου. Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο χωριό Μπεζούλα της Θεσσαλίας, γύρω στα 1550. Όταν ενηλικιώθηκε, έγινε μοναχός (1580) στο γειτονικό μοναστήρι της Θεοτόκου, στη Κορώνα ή Κρυερά Βρύση που βρίσκεται κοντά στη λίμνη Πλαστήρα. Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Φαναριού Αθανάσιος, αναβιβάστηκε με την ψήφο της εκκλησίας στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Άγιος Σεραφείμ (1592), απ’ όπου αναδείχθηκε πραγματικός ποιμένας της περιοχής των Αγράφων και αφοσιώθηκε «ψυχή τε και σώματι» στο μεγάλο έργο του Χριστού. Το 1601 ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Τρικάλων Διονύσιος ο Φιλόσοφος, κήρυξε την επανάσταση κατά των Τούρκων, με το σύνθημα «Τρίκκη Βυζάντιο ανακτήσει» το οποίο όμως απέτυχε. Ο Άγιος Σεραφείμ, την εποχή εκείνη, βρισκόταν σε περιοδεία στα Βουνά των Αγράφων χωρίς να γνωρίζει την επαναστατική δράση του Διονυσίου, παρά ταύτα συνελήφθει από τους Τούρκους ότι συνεργάστηκε με τον Διονύσιο. Υπέστη πολλά βασανιστήρια και το φοβερότερο ήταν η τοποθέτηση μαρμάρινης πλάκας στο σώμα του Αγίου η οποίο σώζεται μέχρι σήμερα και φυλλάσεται στο παρακείμενο Κιβώριο του Ναού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Μουζακίου)

Φίλια

Η Φίλια είναι ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι που έχει ξεχωριστή αρχαιολογική σημασία. Στα 20.200 στρέμματα που περιλαμβάνει το χωριό οι οικογένειες της Φίλιας καλλιεργούν βαμβάκι, σιτηρά και βιομηχανική ντομάτα. Μάλιστα κοντά στο χωριό υπάρχει και βιομηχανίες που ασχολούνται με την επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Σοφάδων)

Φουντωτό

Σε υψόμετρο 1150 και πλέον μέτρων, εκεί όπου το σκούρο πράσινο των ελάτων συναντιέται με το γαλάζιο του ουρανού, είναι κτισμένο το Φουντωτό. Είναι ένα από τα μικρότερα χωριά της Αργιθέας αν όχι της πατρίδας μας, χωμένο μέσα στο πράσινο. Είναι κρεμασμένο από την καταπράσινη οροσειρά Αι-Λιά, Μαρίβα, Λεωνίδα, Αφορισμένη, Καραγκούνη και Ντεληδήμ, αποτελούμενο από πολλούς μικρούς συνοικισμούς. Σήμερα στο χωριό υπάρχουν τρείς ιεροί ναοί: ο Άγιος Γεώργιος που χρονολογείται την πρώτη χιλιετία και είναι ο κεντρικός ναός του χωριού και ο οποίος. κάηκε δε δυο φόρες από τους Τούρκους, ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Άγιος Νικόλαος. Παλιότερα υπήρχαν και οι εξής ακόμα εκκλησίες οι οποίες καταστράφηκαν με την πάροδο του χρόνου και στις περισσότερες δε διακρίνονται ούτε τα ερείπιά τους. Η Αγία Παρασκευή, οι Άγιοι Θεόδωροι,, η Παναγία, ο Άγιος Αθανάσιος, η Αγία Τριάδα, ο Αι-Λιάς, ο Άγιος Κωνσταντίνος και το Μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους του οποίου οι τοιχογραφίες παρέμειναν αναλλοίωτες μέχρι τη δεκαετία 1970. γεγονός που αποδεικνύει ότι ο σημερινός συνοικισμός Παλιοχώρι ήταν ένα μεγάλο κεφαλοχώρι και που για κάποια χρόνια αποτέλεσε την έδρα του χωριού. Το Φουντωτό προσφέρεται για ορειβασία, οδοιπορία και ποδηλασία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αργιθέας)

Φράγκο

Το Φράγκο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 130 μέτρων και οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού είναι κατά βάση αγρότες. Είναι ένας οικισμός της ύστερης βυζαντινής εποχής. Τον Αύγουστο του 1821 κάηκε μετά από φονική μάχη μεταξύ Ελλήνων επαναστατών και Τούρκων. Ωραιότατη είναι η πλατεία στο κέντρο του χωριού και ειδυλλιακή η τοποθεσία στο λοφίσκο του Προφήτη Ηλία, όπου και το ομώνυμο εκκλησάκι. Στο Φράγκο υπάρχει το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, το οποίο εορτάζει στις 20 Ιουλίου. Η Θεία Λειτουργία τελείται στον ομώνυμο λόφο, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον οικισμό, και ακολουθεί γλέντι με παραδοσιακούς χορούς και συγκροτήματα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καρδίτσας)

Φυλακτή

Η Φυλακτή είναι ορεινό χωριό και βρίσκεται στο τέλος του επαρχιακού δρόμου και σε απόσταση 32χλμ. από την πόλη της Καρδίτσας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.000 μέτρων στις πλαγιές των Αγράφων, πολύ κοντά στη λίμνη Πλαστήρα και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Θεσσαλίας. Η παλαιά ονομασία του χωριού, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1928, είναι Σερμένικο (Σιρμινίκ). Στο δρόμο από Πεζούλα προς Φυλακτή, περνάμε πάνω από παλιό πετρόχτιστο γεφύρι ενώ στο χωριό θα συναντήσουμε τις πετρόχτιστες βρύσες Παπαδέικη Λίμπο, Κασάνδρας και Ξηρόβρυση και στο δάσος τη βρύση Εννιά Νερά. Οι ασχολίες των κατοίκων, όπως και στην πλειοψηφία των χωριών της περιοχής, είναι η γεωργία (οπωροκηπευτικά, πατάτες, φασόλια, καλαμπόκι, καρύδια) και η κτηνοτροφία (πρόβατα). Αγοράστε ρίγανη, καρύδια, κάστανα, φασόλια και πατάτες από τους ντόπιους παραγωγούς. Επισκεφθείτε τη Μονή της Αγίας Τριάδος και τις εκκλησίες του χωριού και επιδοθείτε σε πεζοπορία. Στη Φυλακτή λειτουργεί παραδοσιακός ξενώνας και ενοικιαζόμενα δωμάτια που εξασφαλίζουν στους επισκέπτες τους άνετη διαμονή. (Πηγή πληροφοριών: Λίμνη Πλαστήρα)

Ξενοδοχεία

You don't have permission to register