Η φύση στο Νομό Λακωνίας
Απολιθωμένο φοινικόδασος Αγίου Νικολάου
Μοναδικό στην Ευρώπη είναι το απολιθωμένο φοινικόδασος που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Πελοποννήσου, κοντά στο χωριό Άγιος Νικόλαος Βοιών, στην παραθαλάσσια θέση Αγία Μαρίνα. Σε ένα τοπίο σπάνιας, άγριας φυσικής ομορφιάς, έχουν αποκαλυφθεί κορμοί και ρίζες φοινίκων με ηλικία που φθάνει τα δύο με τρία εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με τους ειδικούς, την εποχή εκείνη το κλίμα εδώ ήταν υποτροπικό και υπήρχε εκτενές δάσος, που απολιθώθηκε με μοναδικό τρόπο, καθώς ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας και το νερό κάλυψε τα δέντρα. Όλη η περιοχή έχει διαμορφωθεί σε γεωλογικό πάρκο, με ενημερωτικές πινακίδες, ενώ το καλοκαίρι οργανώνονται και ξεναγήσεις.
Ευρώτας ποταμός
Ο Ευρώτας πηγάζει από το αρκαδικό οροπέδιο, νότια της Μαντινείας. Οι πηγές του βρίσκονται στη περιοχή Λογαρά του χωριού Σκορτσινός το οποίο είναι και το τελευταίο Αρκαδικό χωριό. Μετά από μία διαδρομή 82 χιλιομέτρων, στην κοιλάδα που ορίζουν ο Πάρνωνας και ο Ταΰγετος, κατά τη διάρκεια της οποίας δέχεται τα νερά από αρκετούς παραποτάμους, εκβάλλει στο μυχό του Λακωνικού Κόλπου, σχηματίζοντας δέλτα. Από τα νερά του υδρεύονται οικισμοί και αρδεύεται ένα μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης έκτασης στη Λακωνία. Από τις δύο οροσειρές που περιβάλλουν τον Ευρώτα κατεβαίνουν αρκετοί παραπόταμοι, άλλοτε ορμητικοί, σημαντικότεροι των οποίων είναι ο Γερακάρης και το Αρδελολάγκαδο (από τον Ταΰγετο) και ο Οινούς, το Μεγάλο Ρέμα και το Μαριόρεμα (από τον Πάρνωνα). Σπουδαιότερος είναι ο Οινούς ή Κελεφίνα, που πηγάζει από το χωριό Αράχοβα του Πάρνωνα. Οι εν λόγω παραπόταμοι μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες ιλύος και πέτρες με συνέπεια ο Ευρώτας να χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα προσχωματικός. Οι δε εκβολές του επεκτείνονται συνέχεια προς τη θάλασσα με συνέπεια να διαφοροποιείται κατ’ έτος η γραμμή του αιγιαλού και το πλάτος της παραλίας στον μυχό του Λακωνικού Κόλπου. Στις όχθες του, αλλά και σε νησίδες στην κοίτη του, φύονται πολλά υδρόβια φυτά και καλαμιές. Στα νερά του ζουν επίσης πολλά χέλια και στις όχθες του βατράχια και διάφορα είδη πουλιών. Με τα χρόνια έχει λιγότερο νερό, ενώ το καλοκαίρι η κοίτη του ξεραίνεται σε πολλά σημεία, αφήνοντας νερόλακκους κατά μήκος της κοίτης του, όπου συγκεντρώνεται πρασινάδα (που μοιάζει στην όψη με μούχλα) και επιζούν υδρόβια φυτά μέχρι το φθινόπωρο, οπότε και ανεβαίνει ξανά η στάθμη των νερών. Στις εκβολές του σχηματίζει εκτεταμένο δέλτα, το οποίο είναι ένας από τους πιο σημαντικούς υγροβιότοπους της Πελοποννήσου και υπάγεται στο δίκτυο περιοχών Natura 2000. Κάποτε κάλυπτε σημαντική έκταση, τώρα όμως έχει αποξηραθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του και καλλιεργείται εντατικά ή δέχεται οικιστική πίεση. Παρ’ όλα αυτά, το δέλτα παραμένει σημαντικός τόπος για τα διαβατικά πουλιά και είναι η τρίτη πιο σημαντική περιοχή της Ελλάδας (μετά τη Ζάκυνθο και την Κρήτη) για την ωοτοκία της θαλασσοχελώνας (caretta caretta). Επίσης, αποτελεί καλό βιότοπο για τα υδρόβια φυτά και ζώα. Τα στρέμματα που απομένουν είναι γεμάτα με αμμοθίνες, αλμυρόβαλτους, εποχιακές και μόνιμες λιμνοθάλασσες, καλαμιώνες, τάφρους και θαμνώνες. Ξεχωρίζουν οι επιμέρους υγρότοποι του έλους Αστερίου και της λιμνοθάλασσας Βιβάρι. Στις ακτές της θάλασσας υπάρχουν μεγάλα λιβάδια Ποσειδωνίας και στις εκβολές του ποταμού φυτρώνουν πολλά κοινά φυτά, όπως διάφορα είδη του γένους potamogeton. Στα ανοιχτά, εμφανίζονται συχνά πρασινοχελώνες (chelonia mydas), που δεν αναπαράγονται όμως σ’ αυτή την περιοχή, αλλά στην ανατολική Μεσόγειο. Επίσης συναντώνται δελφίνια και φώκαινες (phocaena phocaena). Στις αμμοθίνες και τις παραλίες ανθίζουν ο κρίνος της θάλασσας, το eryngium maritimum, το medicago marina, το linum hellenicum, το οποίο δεν συναντάται πουθενά αλλού, κ.ά. Την άνοιξη και το φθινόπωρο η περιοχή γίνεται καταφύγιο για χιλιάδες υδρόβια και παρυδάτια πουλιά, για να αναπαυτούν κατά τη διάρκεια του μεταναστευτικού τους ταξιδιού. Στον υγροβιότοπο έχουν καταγραφεί 210 είδη, που περιλαμβάνουν υδρόβια αλλά και αρπακτικά πουλιά. Η περιοχή, παρά την εκτεταμένη ανθρώπινη παρέμβαση, εξακολουθεί να έχει μεγάλη σπουδαιότητα και έχει χαρακτηριστεί ως «σημαντική για τα πουλιά περιοχή της Ελλάδας» από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.
Οροσειρά Πάρνωνας
Η οροσειρά του Πάρνωνα αρχίζει από το οροπέδιο της Τεγέας, βόρεια, και φτάνει έως τον Κάβο Μαλιά. Ανατολικά οι απολήξεις του φτάνουν ως τον Αργολικό κόλπο και το Μυρτώο Πέλαγος και στα δυτικά ως την κοιλάδα του Ευρώτα. Ο ορεινός του όγκος καταλαμβάνει έκταση 2 εκατομμυρίων στρεμμάτων. Το 85% της συνολικής του έκτασης είναι δάση και βοσκοτόπια και το 15% γεωργική γη. Το κυρίως βουνό εκτείνεται σε μια πολύ μακριά ράχη, μήκους 45 χλμ. περίπου, από τα χωριά Άνω Δολιανά και Άγιος Πέτρος στα βόρεια, έως την περιοχή των χωριών Καρίτσα και Μαρί νότια. Ψηλότερη κορυφή του βουνού είναι η Μεγάλη Τούρλα ή Κρόνιο, στα 1.934 μ. Υπάρχουν ακόμη δέκα κορυφές με ύψος άνω των 1.500 μ. Από αυτές οι σημαντικότερες είναι η Μικρή Τούρλα (1.800 μ.), η Γαϊτανόραχη (1.801 μ.), ο Προφήτης Ηλίας (1.788 μ.) και η Πρεζέση (1.701 μ.). Το διάσελο βόρεια από το χωριό Μαρί, σε υψόμετρο 950 μ., χωρίζει το κύριο βουνό από τις νότιες βουνοκορφές Μαδάρα (1.326 μ.), Χιονοβούνι (1.296 μ.) και Γαϊδουροβούνι (1.095 μ.), οι οποίες γεωγραφικά θεωρούνται οι νότιες απολήξεις του Πάρνωνα. Τα πετρώματα που κυριαρχούν στο βουνό είναι ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι και ψαμμίτες, κυρίως στο βόρειο τμήμα του, ενώ προς τα νότια ο ασβεστόλιθος παραχωρεί τη θέση του στα υποστρώματα φλύσχη. Πολλές πηγές με νερά σχηματίζουν ποτάμια. Ανατολικά ρέουν ο Βρασιάτης και ο Τάνος, οι οποίοι καταλήγουν στον Αργολικό κόλπο. Νότια, ο Δάφνωνας, με το εντυπωσιακό φαράγγι, εκβάλλει στο Μυρτώο πέλαγος κοντά στο Λεωνίδιο Αρκαδίας και ο Οινούντας ή Κελεφίνα, στις δυτικές πλαγιές, καταλήγει στον Ευρώτα κοντά στη Σπάρτη. Από τα πιο εντυπωσιακά φαράγγια του Πάρνωνα είναι η Λεπίδα, που έχει γαλάζια λίμνη με καταρράκτες από το Δεκέμβρη μέχρι τον Απρίλη, το φαράγγι του Λούλουγκα, που σχηματίζει καταρράκτες και βρίσκεται στη Σίταινα. Ο Πάρνωνας είναι σημαντικότατος βιότοπος. Τα δάση του Πάρνωνα σχηματίζονται από τρία είδη κωνοφόρων: την κεφαλληνιακή ελάτη, τη μαύρη πεύκη και το σπάνιο δενδρόκεδρο, καθώς και από βελανιδιές, πλατάνια και χαρουπιές. Ένα προϊόν που βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία στο βουνό είναι το τσάι και τα μαρτίνια (μανιτάρια). Επίσης υπάρχουν πολλές κερασιές, καρυδιές, συκιές και αμπελώνες. Αξιομνημόνευτα λόγω της φυσικής ομορφιάς τους είναι το δάσος από δενδρόκεδρα στη μονή Μαλεβής, το οποίο έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο της φύσης και έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000, το καστανόδασος της Καστάνιτσας και το δρυόδασος Σέλας που βρίσκεται στην Παναγιά Σέλα στον Πλάτανο τα οποία, μαζί με τον υγρότοπο Μουστού, τον Ωρίοντα και την κοιλάδα του Δάφνωνα, έχουν ενταχθεί στο ίδιο δίκτυο. Η πανίδα της περιοχής περιλαμβάνει πολλά είδη πουλιών, θηλαστικών, αμφίβιων και ερπετών. Στον Πάρνωνα υπάρχουν επίσης πολλά είδη εντόμων, που όμως δεν έχουν μελετηθεί αρκετά, καθώς και αρκετά είδη αμφίβιων και ερπετών (σπιτόφιδο, ασυνόφιδο κ.ά.). Το μεγαλύτερο θηλαστικό είναι το τσακάλι, που τείνει να εκλείψει, και ακολουθούν η αλεπού, ο ασβός, το κουνάβι, η νυφίτσα, ο σκαντζόχοιρος και πολλά είδη τρωκτικών, εντομοφάγων και χειρόπτερων (νυχτερίδες).
Σπήλαιο Γλυφάδα Διρού
Το Σπήλαιο Γλυφάδα (ή Βλυχάδα) Διρού βρίσκεται στα δυτικά παράλια της Λακωνικής Χερσονήσου, στον Ορμο του Διρού. Η ύπαρξη του ήταν γνωστή στους ντόπιους από το 1900 περίπου. Ως το 1960 είχαν εξερευνηθεί και χαρτογραφηθεί 1.600 μέτρα ενώ σήμερα το γνωστό μήκος του σπηλαίου ξεπερνά τα 15 χιλιόμετρα. Το 1970 έγινε η πρώτη υποβρύχια εξερεύνηση. Σε ένα σημείο του σπηλαίου το βάθος φτάνει περίπου τα 100 μέτρα. Το σπήλαιο άρχισε να σχηματίζεται πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες που σήμερα βρίσκονται κάτω από το νερό σχηματίστηκαν όταν η επιφάνεια της θάλασσας βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από το σημερινό της επίπεδο. Το νερό μέσα είναι υφάλμυρο και έχει μεγάλη σκληρότητα. Η θερμοκρασία του είναι περίπου 14 βαθμούς Κελσίου ενώ του αέρα κυμαίνεται από 16 έως 19 βαθμούς Κελσίου. Η φυσική του είσοδος έχει διάμετρο μόλις μισού μέτρου και βρίσκεται πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Σε παλαιότερες εποχές το σπηλαίο είχε και άλλες εισόδους οι οποίες σταδιακά έκλεισαν. Μέσα στο σπήλαιο έχουν βρεθεί απολιθωμένα οστά πάνθηρα, ύαινας, λιονταριού, ελαφιού, κουναβιού και το μεγαλύτερο κοίτασμα ιπποπόταμων στην Ευρώπη. Κοντά στην φυσική του είσοδο έχουν βρεθεί κεραμικά που υποδηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία.
Σπήλαιο Καστανιάς
Το σπάνιας ομορφιάς σπήλαιο της Καστανιάς βρίσκεται κοντά στο ομώνυμο χωριό, στην ανατολική πλευρά της Πελοποννήσου, αρκετά νότια της Μονεμβασιάς. Το εσωτερικό του είναι γεμάτο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, σε μοναδικούς συνδυασμούς χρωμάτων και μορφών, που το κατατάσσουν στα καλύτερα όλης της Ευρώπης. Το μήκος του φθάνει τα 1.500 μ., από τα οποία ο επισκέπτης βλέπει περίπου τα 500 μ., σε μια καλά διαμορφωμένη, βατή διαδρομή. Σε μικρή απόσταση σώζεται το βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, λόγω του οποίου το σπήλαιο είναι γνωστό και ως σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα.
Φαράγγι Κάστορα
Το Καστόρι είναι ένα πανέμορφο ορεινό χωριό στον Ταΰγετο με πλούσια βλάστηση, φαράγγια και ποτάμια. Εκεί, μέσα σε ένα τοπίο απίστευτης φυσικής ομορφιάς βρίσκεται το φαράγγι του Κάστορα. Η διάσχιση του φαραγγιού είναι πάρα πολύ εύκολη αφού η διαδρομή στο σύνολό της είναι σχεδόν επίπεδη. Ακολουθεί την πορεία του ποταμού μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, κατάφυτο από πλατάνια και καστανιές, διασχίζει μικρές αυτοσχέδιες ξύλινες γέφυρες και περνάει δίπλα από παλιούς νερόμυλους. Το μονοπάτι καταλήγει στο παλιό, τοξωτό γεφύρι του Κάστορα, το ονομαζόμενο Μαρμαρογέφυρο, που βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό.
Φαράγγι Λουκά
Το φαράγγι του Λουκά είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό από τα φαράγγια του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του Ταΰγετου, πριν από το χωριό Καστόρειο, ανάμεσα στις κορυφές Άγιος Ιωάννης (Ξεροβούνα) και Πυργάκι. Πρόκειται για ένα τεχνικό φαράγγι απίστευτης φυσικής ομορφιάς. Στο φαράγγι υπάρχουν περίπου 35 καταβάσεις και μερικοί καταρράκτες με πιο εντυπωσιακό αυτόν που βρίσκεται πριν την έξοδο και ρίχνει τα νερά του από τα 35 μέτρα. Η είσοδος βρίσκεται σε υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων ενώ η έξοδος σε υψόμετρο 480 μέτρων.