Η φύση στο Νομό Καστοριάς
Βέρνο
Το Βέρνο (ή Βίτσι) είναι βουνό που βρίσκεται στα σύνορα των νομών Φλώρινας και Καστοριάς. Το ύψος του είναι 2.128 μέτρα. Το βουνό αποτελεί σήμερα έναν από τους βιότοπους της καφέ αρκούδας. Καλύπτεται από πυκνά δάση δρυός και οξιάς σε ενδιάμεσο υψόμετρο ενώ σε μεγαλύτερα υψόμετρα σχηματίζονται αλπικά λιβάδια. Στο Βέρνο λειτουργεί τα τελευταία χρόνια χιονοδρομικό κέντρο. Γενικά κυριαρχούν τα δάση της Οξιάς και στις χαμηλότερες περιοχές του βουνού οι βελανιδιές, οι κοιλάδες, οι φυσικοί λειμώνες (λιβάδια) και οι θάμνοι. Η περιοχή είναι γνωστή για τα ανοιξιάτικα και φθινοπωρινά μανιτάρια και ειδικότερα τον Βωλίτη τον εδώδιμο. Επίσης στην περιοχή φύονται χαμοκέρασα (αγριοφράουλες), σμέουρα,σαλέπι, άγρια βατόμουρα κ.α. Ορτύκια, Μπεκατσίνια και Τσίχλες στις χαμηλές ζώνες κατά την περίοδο της μετανάστευσής τους, ενώ σήμερα (2011) σπανίζουν οι άλλοτε πολυπληθείς ορεινές πέρδικες.
Βόιο
Το όρος Βόιο είναι βουνό της Δυτικής Μακεδονίας και καταλαμβάνει το νότιο τμήμα του Νομού Καστοριάς και γι’ αυτό το λόγο συχνά θεωρείται εσφαλμένα προέκταση του Γράμμου. Το ύψος του είναι 1.802 μέτρα, το μήκος του 45 χιλιόμετρα και στο μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από δάση (δασοκάλυψη 80%). Στο Βόιο βρίσκονται οι κύριες πηγές του ποταμού Αλιάκμονα. Στο όρος Βόιο ανήκει και ο ιδιαίτερος ορεινός όγκος Όντρια. Τα Όντρια βρίσκονται μεταξύ των νομών Καστοριάς και Κοζάνης. Το βουνό έχει δάση με βελανιδιές, οξιές και καστανιές. Οι δυτικές πλαγιές είναι ιδιαίτερα απόκρημνες, ενώ οι ανατολικές περισσότερο ομαλές. Στο Βόιο έχουν ανευρεθεί κοιτάσματα χρωμίτη. Αποτελεί ξεχωριστή περιοχή για περιβαλλοντικούς και πολιτιστικούς λόγους.
Γράμμος
Ο Γράμμος είναι το τέταρτο υψηλότερο βουνό της Ελλάδας μετά τον Όλυμπο, το Σμόλικα και το Βόρα, με την υψηλότερη κορυφή του («Τσούκα Πέτσικ») να φτάνει σε υψόμετρο 2.520 μέτρων. Άλλες υψηλές κορυφές του Γράμμου είναι το Περήφανο (2.444 μ.) το Διάσελο (2.393 μ.), η Επάνω Αρρένα (2.192 μ.), η Κάτω Αρρένα (2.075 μ.), η Μαύρη Πέτρα (2.169 μ.) και ο Μπανταρός (2.036 μ.). Ο όγκος του βρίσκεται στα ελληνοαλβανικά σύνορα και καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα του νομού Ιωαννίνων, το νοτιοδυτικό του νομού Καστοριάς και ένα τμήμα της νοτιοανατολικής Αλβανίας. Στα ανατολικά του από την ελληνική πλευρά περικλείεται από το Σμόλικα και το Βόιο. Ουσιαστικά αποτελεί τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Είναι σκεπασμένος από πυκνά δάση και από αυτόν ξεκινούν πολλά υδάτινα ρεύματα όπως ο Αλιάκμονας, ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας που πηγάζει σε ελληνικό έδαφος. Εκεί βρίσκεται και Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, με εκθεσιακούς χώρους και ερευνητικές υποδομές, το οποίο έχει στόχο να αποτυπώσει το παρελθόν και να βοηθήσει στην κατανόησή του αλλά παράλληλα να αναδείξει τον περιβαλλοντικό πλούτο του Γράμμου, εστιάζοντας στις δυνατότητες του παρόντος και στη δυναμική του μέλλοντος και θέτοντας στόχους ανάπτυξης με την προσοχή και ευαισθησία που δικαιούται αυτός ο ορεινός όγκος. Σύμφωνα με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, στην περιοχή του Γράμμου υπάρχουν μεταξύ άλλων: ο χρυσαετός, ο πετροκότσυφας και η χαμοκελάδα.
Λαδοπόταμος
Ο ποταμός αποτελεί κύριο υδροφορέα πόσιμου νερού της πόλης της Καστοριάς και άλλων παραλίμνιων οικισμών της ομώνυμης λίμνης, αλλά και καλλιεργειών κατά μήκος του ρου του ποταμού. Είναι μικρός ποταμός με συνεχή ροή. Το άνω τμήμα του ποταμού έχει χαρακτηριστεί ως βιότοπος «Corine» και το τμήμα του Φαραγγιού της Κορομηλιάς ως «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους». Η ευρύτερη περιοχή των Κορεστίων που ανήκει, αποτελεί «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους», οι ορεινοί όγκοι του Βέρνου αποτελούν χαρακτηρισμένο βιότοπο «Corine» και η περιοχή της Βίγλας Πισοδερίου όπου βρίσκονται οι πηγές του ποταμού, έχει χαρακτηριστεί «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους». Αποτελεί σημαντική περιοχή για τη βίδρα, το χρυσαετό και άλλα αρπακτικά πουλιά. Αποτελεί μια από τις λίγες γνωστές περιοχές φωλιάσματος του ποταμότρυγγα στην Ελλάδα. Άλλα αξιόλογα πτηνά είναι η γυδοβυζάχτρα, ο ποταμοσφυριχτής, η μεσοτσικλητάρα, ο βλάχος, η δεντροσταρήθρα, η λευκοσουσουράδα, η σταχτοσουσουράδα, ο σφηκιάρης και η πρασινοτσικλητάρα. Χαρακτηρίζεται από καλή κατάσταση με κίνδυνο υποβάθμισης λόγω των έργων οδοποιίας, των υγρών αποβλήτων των παρακείμενων οικισμών, της υλοτόμησης ενός δάσους βελανιδιών και του κυνηγιού. Στις όχθες του μπορούμε να συναντήσουμε φουντουκιές και ιτιές.
Λίμνη Ορεστιάδα
Η Λίμνη Ορεστιάδα ή λίμνη της Καστοριάς βρίσκεται στη βορειοδυτική Ελλάδα στο μέσο της οποίας «δίκην νησίδος» είναι χτισμένη η Καστοριά. Βρίσκεται σε υψόμετρο 630 μέτρων, έχει έκταση 28 τετ. χλμ., λεκάνη απορροής 253 τετ. χλμ. και είναι η ενδεκάτη σε μέγεθος λίμνη στην Ελλάδα. Το βάθος της κυμαίνεται από 1,4-12 μέτρα και η μέση θερμοκρασία είναι 22 βαθμοί Κελσίου. Η λίμνη έχει πολλές εισροές νερού από τα δυτικά και μια εκροή στον ποταμό Αλιάκμονα. Σε παλαιότερη εποχή η λίμνη περιέβαλλε εξ’ ολοκλήρου το βραχόβουνο που σχημάτιζε έτσι μια νησίδα. Το μήκος των ακτών της είναι περίπου 30 χιλιόμετρα και ο όγκος των νερών 100.000.000 κυβικά μέτρα. Χαρακτηριστικό της λίμνης είναι ότι παγώνει για περίπου δεκαπέντε μέρες το χρόνο. Παλιότερα δε, ο πάγος ήταν τόσο παχύς που από πάνω περνούσαν κάρα φορτωμένα. Η λίμνη διαθέτει πλούσια ορνιθοπανίδα καθώς στην περιοχή συναντώνται περισσότερα από 200 είδη πουλιών. Επίσης είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ιχθυοπανίδα και θεωρείται η δεύτερη πλουσιότερη λίμνη σε αλιεύματα της Ελλάδας. Η λίμνη αποτελεί ψαρότοπο με συνηθέστερα είδη το γριβάδι, τις τούρνες, τις πλατίκες, τους γουλιανούς, τα γλήνια, τις πέρκες, τις πεταλούδες, τους χρύσκους και τα τσιρόνια. Η Λίμνη Καστοριάς είναι προστατευόμενη τοποθεσία του Δικτύου Natura 2000. Είναι πολύ σημαντική περιοχή για αναπαραγόμενα, διαβατικά και διαχειμάζοντα είδη, και για ορισμένα αρπακτικά . Στα απειλούμενη είδη της πανίδας περιλαμβάνονται: τα μύδια Unio crassus και οι πεταλούδες Ροπαλόκερα. Στην χλωρίδα περιλαμβάνονται: Τράπη η πλέουσα και το ενδημικό στα Βαλκάνια Paronychia macedonica.
Σπήλαιο του Δράκου
Λίγα μέτρα από τις όχθες της λίμνης της Καστοριάς, και σχεδόν δίπλα στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της Μονής της Παναγίας Μαυριώτισσας υπάρχει το Σπήλαιο του Δράκου. Σύμφωνα με την παράδοση πήρε το όνομά του από έναν άγρυπνο δράκο, ο οποίος φύλαγε εκεί ένα χρυσορυχείο. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό σπήλαιο, με πλούσιο διάκοσμο από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Το δαιδαλώδες σπήλαιο περιλαμβάνει πέντε διαδρόμους, δέκα αίθουσες κι επτά υπόγειες λίμνες. Η θερμοκρασία του παραμένει σταθερή, ανεξαρτήτως εποχής, στους 16 με 18 βαθμούς Κελσίου. Εντός του σπηλαίου έχουν βρεθεί οστά της εντυπωσιακής προϊστορικής αρκούδας των σπηλαίων, της οποίας το βάρος έφτανε μέχρι και το μισό τόνο. Οι επεμβάσεις στο εσωτερικό της σπηλιάς του Δράκου έχουν γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε από τη μία να εξασφαλίζεται η μέγιστη ασφάλεια για τον επισκέπτη και από την άλλη να παραμένει αναλλοίωτο το φυσικό περιβάλλον του σπηλαίου.
Φαράγγι Κορομηλιάς
Ένα φαράγγι που βρίσκεται στα βόρεια του χωριού Κορομηλιά Καστοριάς και διασχίζεται από τον ποταμό Λιβαδοπόταμο, παραπόταμο του Αλιάκμονα. Οι βραχώδεις ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές είναι διάσπαρτες από μικρά σπήλαια. Θάμνοι και διάφορα φυλλοβόλα δένδρα φυτρώνουν στα βράχια και στις όχθες του μικρού ποταμού. Το ποτάμι με τα γρήγορα νερά του που τρέχουν όλο το χρόνο δίνει ζωή στο τοπίο. Έχει χαρακτηριστεί ως «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους».