Η φύση στο Νομό Καστοριάς
Αλιάκμονας ποταμός
Ο Αλιάκμονας, το μεγαλύτερο ελληνικό ποτάμι, πηγάζει από τα αλπικά λιβάδια του Γράμου. Από δεκάδες πηγές αναβλύζει παγωμένο και κρυστάλλινο νερό και σχηματίζει ένα λαβύρινθο από μικρά ρυάκια που κυλούν μέσα από λιβάδια, μέχρι να ενωθούν στην κοιλάδα του Γράμου. Το ποτάμι διασχίζει το φαράγγι Καταφίκι, όπου βρίσκεται και μια σπηλιά που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες στον Εμφύλιο ως Νοσοκομείο, περνά μέσα από παραποτάμια δάση και εγκαταλελειμμένους οικισμούς ώσπου να φτάσει στην εντυπωσιακή κοιλάδα του Νεστορίου, με τις κάθετες βραχώδεις πλαγιές. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Νεστορίου) (Πηγή photo: google maps)
Άλσος Προφήτη Ηλία
Ο Ναός του Προφήτη Ηλία (προστάτης των γουναράδων), χτισμένος στο λόφο του Αγίου Αθανασίου, βρίσκεται σε προνομιακή θέση, που δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να απολαύσει από ψηλά τη μοναδική ομορφιά της πόλης και της λίμνης της Καστοριάς. Στο άλσος του Προφήτη Ηλία μπορούμε να βρούμε καφετέρια, εστιατόριο, κούνιες, μπασκέτες και ένα μικρό πάρκο, συνδυασμένα με την υπέροχη θέα στη βόρεια παραλία της πόλης. Ξεχωριστό χρώμα δίνει και ο περιφραγμένος χώρος που φιλοξενεί ελάφια και παγώνια. Ακολουθώντας το μονοπάτι που οδηγεί ακόμη πιο ψηλά, στον Άγιο Αθανάσιο, θα βρεθούμε στην κορυφή του ομώνυμου λόφου. Εκεί η θέα είναι πιο εντυπωσιακή προς τη νότια παραλία της πόλης. Στο δρόμο από Προφήτη Ηλία προς Άγιο Αθανάσιο, μπορεί κανείς να δει και το θέατρο του βουνού, όπου το καλοκαίρι γίνονται ενδιαφέρουσες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το Θέατρο Βουνού στην Καστοριά βρίσκεται τοποθετημένο ανάμεσα από τον λόφο του Προφήτη Ηλία και τον λόφο του Αγίου Αθανασίου, στην ανατολική πλευρά της πόλης. Πρόκειται για έναν ανοιχτό, αμφιθεατρικό χώρο, χτισμένο σε πρότυπα αρχαίας θεατρικής σκηνής. Λόγω της θέσης του, η θέα που προσφέρει προς την πόλη και τη λίμνη της Καστοριάς αλλά και η ακουστική του, δημιουργεί μια υπέροχη ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καστοριάς) (Πηγή photo: google maps)
Ιαματικά Λουτρά Αμμουδάρας
Τα ιαματικά λουτρά βρίσκονται στο Άργος Ορεστικό του νομού Καστοριάς, στο χωριό Αμμουδάρα δίπλα στον ποταμό Αλιάκμονα. Το ηφαιστειακό υπέδαφος διατήρησε απολιθώματα χλωρίδας και πανίδας που μαρτυρούν πως κάποτε η περιοχή αποτελούσε μέρος του θαλάσσιου βυθού, αλλά δημιούργησε και τις θειούχες πηγές με τις γνωστές θεραπευτικές ιδιότητες. Η υδροθεραπευτική μονάδα είναι από τις πλέον σύγχρονες και διαθέτει 9 ατομικούς λουτήρες με θερμοκρασία ιαματικού νερού στους 32οC, με 4 μονές και 5 διπλές μπανιέρες. Η θερμοκρασία του νερού που αναβλύζει από την πηγή είναι 15ο C. Θεραπευτικές ενδείξεις: Ρευματοπάθειες, δερματικές παθήσεις, αρθροπάθειες, παθήσεις του αναπνευστικού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Άργους Ορεστικού) (Πηγή photo: google maps)
Λαδοπόταμος
Ο Λαδοπόταμος (άλλα ονόματα: Λιβαδοπόταμος, Ζελοβίτης ή Ζέλοβας) εκχέεται στον ποταμό Αλιάκμονα του οποίου θεωρείται παραπόταμός του. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παραποτάμους του Αλιάκμονα μαζί με το Στραβοπόταμο, το Βέλος (ή Βέλας), την Πραμορίτσα και το Βενέτικο. Τροφοδοτείται από τη λεκάνη απορροής που σχηματίζεται από τα όρη Βαρνούντας στα βόρεια, Τρικλάριο και Όρλοβο στα δυτικά και Βέρνο στα νότια και ανατολικά. Τα ύδατα του ποταμού εκχέονται στο οροπέδιο της Ορεστίδας στο ύψος του οικισμού Πορειά, όπου συναντά την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Ο ποταμός αποτελεί κύριο υδροφορέα πόσιμου νερού της πόλης της Καστοριάς και άλλων παραλίμνιων οικισμών της ομώνυμης λίμνης, αλλά και καλλιεργειών κατά μήκος του ρου του ποταμού. Είναι μικρός ποταμός με συνεχή ροή. Το άνω τμήμα του ποταμού έχει χαρακτηριστεί ως βιότοπος «Corine» και το τμήμα του Φαραγγιού της Κορομηλιάς ως «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους». Η ευρύτερη περιοχή των Κορεστίων που ανήκει, αποτελεί «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους», οι ορεινοί όγκοι του Βέρνου αποτελούν χαρακτηρισμένο βιότοπο «Corine» και η περιοχή της Βίγλας Πισοδερίου όπου βρίσκονται οι πηγές του ποταμού, έχει χαρακτηριστεί «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους». Αποτελεί σημαντική περιοχή για τη βίδρα, τον χρυσαετό και άλλα αρπακτικά πουλιά. Αποτελεί μια από τις λίγες γνωστές περιοχές φωλιάσματος του ποταμότρυγγα στην Ελλάδα. Άλλα αξιόλογα πτηνά είναι η γυδοβυζάχτρα, ο ποταμοσφυριχτής, η μεσοτσικλητάρα, ο βλάχος, η δεντροσταρήθρα, η λευκοσουσουράδα, η σταχτοσουσουράδα, ο σφηκιάρης και η πρασινοτσικλητάρα. Χαρακτηρίζεται από καλή κατάσταση με κίνδυνο υποβάθμισης λόγω των έργων οδοποιίας, των υγρών αποβλήτων των παρακείμενων οικισμών, της υλοτόμησης ενός δάσους βελανιδιών και του κυνηγιού. Στις όχθες του μπορούμε να συναντήσουμε φουντουκιές και ιτιές. Στη θέση του σπηλαίου των πηγών της Κορομηλιάς και σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από τον οικισμό, έχουν ανακαλυφθεί ενδιαφέροντα ευρήματα της παλαιοντολογικής και σπηλαιολογικής ιστορίας της περιοχής. Η θέση αυτή βρίσκεται σε υψόμετρο 850 μέτρων, 9 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Καστοριάς. Η ανθρώπινη παρουσία με την μορφή οστράκων μαρτυρά την κατοίκηση της περιοχής την νεολιθική περίοδο. Εμφανίζεται συσχέτιση των ευρημάτων με κεραμικά της ίδιας περιόδου από την Καστοριά, της λεκάνης της Κορυτσάς, της λεκάνης της Εορδαίας, της πεδιάδας της Πελαγονίας και της κοιλάδας του Αλιάκμονα.[14] Ανάλογη γνωστή νεολιθική θέση στη Μακεδονία όπου παρατηρείται χρήση σπηλαίων, υπάρχει στο Ροδοχώρι Ημαθίας. Σποραδικά ευρήματα υπάρχουν και την βυζαντινή περίοδο όπως οχυρώσεις που φανερώνουν τη στρατηγική σημασία της διάβασης, όχι μόνο στη θέση «Αρματωλός» όπου υπήρχε οχυρωμένος οικισμός, αλλά και σε συνδυασμό με άλλες οχυρώσεις κατά μήκος του ποταμού, όπως στη θέση «Κάλε» μεταξύ των οικισμών Βατοχωρίου και Γάβρου και σε κοντινές αποστάσεις όπως οι οχυματικές περίβολοι των λεγόμενων «κάστρων» του Λογγά και των Βοσογράδων. Στο ύψος του οικισμού Κορομηλιά, υπάρχει τοξωτό γεφύρι της οθωμανικής περιόδου που χτίστηκε το 1865. Δίπλα από τον παραπόταμο, περνάει ο κύριος οδικός άξονας που συνδέει την Καστοριά, μέσω του αυτοκινητοδρόμου Α29, με προορισμούς όπως τα πλινθόκτιστα χωριά των Κορεστίων, τις Πρέσπες, το χιονοδρομικό κέντρο Βίγλας Πισοδερίου και την πόλη της Φλώρινας. Αποτελεί μια δενδρόφυτη διαδρομή που ακολουθεί παραπλεύρως τον ποταμό μέχρι τις πηγές του στην Βίγλα Πισοδερίου, όπου μπορούμε να παρατηρήσουμε τα χωριά με την τοπική πλινθόκτιστη αρχιτεκτονική. Το τμήμα του Λαδοποτάμου μετά το φαράγγι της Κορομηλιάς, προσφέρεται για ποτάμια αθλήματα (whitewater sports), ενώ η διαδρομή στον Αλιάκμονα μέχρι την κωμόπολη της Νεάπολης, είναι από τις λίγες διαδρομές του μεγαλύτερου ποταμού της Ελλάδας που προσφέρεται για τη δραστηριότητα αυτή. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια) (Πηγή photo: commons.wikimedia.org)
Λίμνη Αλπική Γκιστόβα
Στα αλπικά λιβάδια του Γράμμου, σε ύψος 2.350 μ., βρίσκεται η αλπική λίμνη με το μεγαλύτερο υψόμετρο στην Ελλάδα, η Γκιστόβα. Κρυμμένη σε μια μικρή κόγχη ανάμεσα στις ψηλότερες κορυφές του Γράμμου, ακριβώς πάνω στη γραμμή των συνόρων, η Γκιστόβα διατηρεί τα νερά της όλο το χρόνο και αποτελεί ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα τύπο οικοτόπου. Παρακάτω, στα 1.730 μ., στην περιοχή Επάνω Αρένα, συναντάμε άλλη μια ορεινή διπλή λίμνη, τα Μουτσάλια, η οποία βρίσκεται κοντά στα όρια της ζώνης των δασών (άνω δασοόρια), σε μια περιοχή γεμάτη με πυκνά δάση οξιάς. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Νεστορίου) (Πηγή photo: google maps)
Λίμνη Ορεστιάδα
Η Λίμνη Ορεστιάδα ή, ορθότερα, λίμνη της Καστοριάς στο μέσο της οποίας «δίκην νησίδος» είναι χτισμένη η Καστοριά. Βρίσκεται σε υψόμετρο 630 μέτρων, έχει έκταση 28 τετ. χλμ., λεκάνη απορροής 253 τετ. χλμ. και είναι η ενδεκάτη σε μέγεθος λίμνη στην Ελλάδα. Το βάθος της κυμαίνεται από 1,4-12 μέτρα και η μέση θερμοκρασία είναι 22 βαθμοί Κελσίου. Η λίμνη έχει πολλές εισροές νερού από τα δυτικά και μια εκροή στον ποταμό Αλιάκμονα. Σε παλαιότερη εποχή η λίμνη περιέβαλλε εξ ολοκλήρου το βραχόβουνο που σχημάτιζε έτσι μια νησίδα. Το μήκος των ακτών της είναι περίπου 30 χιλιόμετρα και ο όγκος των νερών 100.000.000 κυβικά μέτρα. Χαρακτηριστικό της λίμνης είναι ότι παγώνει για περίπου δεκαπέντε μέρες το χρόνο. Παλιότερα δε, ο πάγος ήταν τόσο παχύς που από πάνω περνούσαν κάρα φορτωμένα. Η λίμνη διαθέτει πλούσια ορνιθοπανίδα καθώς στην περιοχή συναντώνται περισσότερα από 200 είδη πουλιών. Επίσης είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ιχθυοπανίδα και θεωρείται η δεύτερη πλουσιότερη λίμνη σε αλιέυματα της Ελλάδας. Η λίμνη αποτελεί ψαρότοπο με συνηθέστερα είδη το γριβάδι, τις τούρνες, τις πλατίκες, τους γουλιανούς, τα γλήνια, τις πέρκες, τις πεταλούδες, τους χρύσκους και τα τσιρόνια. Η Λίμνη Καστοριάς είναι προστατευόμενη τοποθεσία του Δικτύου Natura 2000. Είναι πολύ σημαντική περιοχή για αναπαραγόμενα, διαβατικά και διαχειμάζοντα είδη και για ορισμένα αρπακτικά. Στα απειλούμενη είδη της πανίδας περιλαμβάνονται: τα μύδια Unio crassus και οι πεταλούδες Ροπαλόκερα. Στην χλωρίδα περιλαμβάνονται τράπη η πλέουσα και το ενδημικό στα Βαλκάνια Paronychia macedonica. Υπάρχουν ίχνη μόνιμης ανθρώπινης εγκατάστασης στην περιοχή από τη νεολιθική εποχή. Στις όχθες της λίμνης κοντά στο χωριό Δισπηλιό έχει ανασκαφεί προϊστορικός λιμναίος οικισμός της 6ης χιλιετίας π.Χ. Από τη Ρωμαϊκή εποχή κατά τον Τίτο Λίβιο (αρχές 1ου αι.) ήταν χτισμένη στις εσωτερικές όχθες της η πόλη Κέλετρον που μετανομάσθηκε επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε Καστοριά. Πέρα από την Καστοριά στις όχθες της λίμνης βρίσκονται ακόμα οι οικισμοί Δισπηλιό, Κρεπενή και Μαυροχώρι. Τα ευρήματα, καταδεικνύουν ότι εδώ και 7.000 χρόνια ο προϊστορικός άνθρωπος της περιοχής κατείχε την τεχνογνωσία να ψαρεύει, να κυνηγάει με πρωτοποριακά για την εποχή όπλα και να καλλιεργεί τη γη με εξελιγμένα εργαλεία και το κυριότερο χάρασσε την πρώιμη γραφή σε ξύλο προκειμένου να καλύψει τις επικοινωνιακές του ανταλλαγές. Αν και δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί, η ηλικία της γραφής (5300 π.Χ.) συντείνει στο να θεωρείται κατά κάποιο τρόπο «προπομπός» της Γραμμικής Α’. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια) (Πηγή photo: commons.wikimedia.org)
Οροσειρά Βέρνο
Το Βέρνο (ή Βίτσι) είναι οροσειρά που βρίσκεται στο νομό Καστοριάς στα σύνορα με το νομό Φλώρινας. Το ύψος του είναι 2.128 μέτρα. Στο Βέρνο σημειώθηκαν ορισμένες από τις πιο σφοδρές μάχες κατά τη χρονική περίοδο του Ελληνικού Εμφυλίου 1946-1949. Το βουνό αποτελεί σήμερα έναν από τους βιότοπους της καφέ αρκούδας. Καλύπτεται από πυκνά δάση δρυός και οξιάς σε ενδιάμεσο υψόμετρο ενώ σε μεγαλύτερα υψόμετρα σχηματίζονται αλπικά λιβάδια. Στο Βέρνο λειτουργεί τα τελευταία χρόνια χιονοδρομικό κέντρο, το οποίο απέχει 22 χιλιόμετρα από την πόλη της Καστοριάς. Γενικά κυριαρχούν τα δάση της Οξιάς και στις χαμηλότερες περιοχές του βουνού οι βελανιδιές, οι κοιλάδες, οι φυσικοί λειμώνες (λιβάδια) και οι θάμνοι. Η περιοχή είναι γνωστή για τα ανοιξιάτικα και φθινοπωρινά μανιτάρια και ειδικότερα τον Βωλίτη τον εδώδιμο. Επίσης στην περιοχή φύονται χαμοκέρασα (αγριοφράουλες), σμέουρα,σαλέπι, άγρια βατόμουρα κ.α. Ορτύκια, Μπεκατσίνια και Τσίχλες στις χαμηλές ζώνες κατά την περίοδο της μετανάστευσής τους, ενώ σήμερα σπανίζουν οι άλλοτε πολυπληθείς ορεινές πέρδικες. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια) (Πηγή photo: commons.wikimedia.org)
Οροσειρά Γράμμος
Ο Γράμμος, με την πιο «περήφανη» κορυφή του στα 2.520 μέτρα, είναι το τέταρτο μεγαλύτερο σε ύψος βουνό της Ελλάδας. Βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα από την πόλη της Καστοριάς και «ενώνει» το νομό Καστοριάς με το νομό Ιωαννίνων καθώς επίσης και τη Δυτική Μακεδονία με την Ήπειρο αλλά και την Ελλάδα με τη γειτονική Αλβανία. Από τις πλαγιές του πηγάζουν οι ποταμοί Αλιάκμονας και Σαραντάπορος. Απότομες χαράδρες, μικτά δάση, υποαλπικές λίμνες, πυκνή βλάστηση και σπάνια είδη του ζωικού βασιλείου (καφέ αρκούδα, ζαρκάδι, αγριογούρουνο, λύκος, βίδρα, αγριόγιδο, δρυοκολάπτης, χρυσαετός, ασπροπάρης, αρπακτικά πουλιά και άλλα είδη άγριας πανίδας) συνθέτουν το μεγαλείο του βουνού που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο όμορφες περιοχές της Ευρώπης. Εδώ βρίσκονται οι αλπικές λίμνες Γκιστόβα και Άρρενες -σε υψόμετρο 2.400 και 2.192 μέτρων αντίστοιχα- στις οποίες ζουν σπάνια αμφίβια είδη Αλπικού Τρίτωνα, καθώς και το παρθένο δάσος Μπαρούγκα, ένα μικτό δάσος οξιάς, ελάτης και μαύρης πεύκης με ανοιχτούς βοσκότοπους, που παρουσιάζει ιδιαίτερη οικολογική, επιστημονική και αισθητική αξία και έχει ανακηρυχθεί «Μνημείο της Φύσης». Στις παρυφές του, περικυκλωμένο από καταπράσινες εκτάσεις, τρεχούμενα νερά και σπάνιο φυσικό πλούτο, σχηματίζεται ένα τοπίο μοναδικής ομορφιάς – ιδανικός προορισμός για όσους αναζητούν αξέχαστες εμπειρίες στη μεγαλόπρεπη φύση. Μετά από πρόσφατες καταγραφές της πλούσιας χλωρίδας και πανίδας αλλά και των σπάνιων τύπων οικοσυστημάτων που φιλοξενεί, ο Γράμμος συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στα σημαντικότερα καταφύγια των πουλιών και της αρκούδας και εντάσσεται στο Δίκτυο Natura 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Νεστορίου) (Πηγή photo: commons.wikimedia.org)
Όρος Βόιο
Το Βόιο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα του νομού Καστοριάς. Γι’ αυτό το λόγο συχνά θεωρείται εσφαλμένα προέκταση του Γράμμου. Το ύψος του είναι 1.802 μέτρα, το μήκος του 45 χιλιόμετρα και στο μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από δάση (δασοκάλυψη 80%). Στο Βόιο βρίσκονται οι κύριες πηγές του ποταμού Αλιάκμονα. Στο όρος Βόιο ανήκει και ο ιδιαίτερος ορεινός όγκος Όντρια. Τα Όντρια βρίσκονται μεταξύ των νομών Καστοριάς και Κοζάνης. Από το όρος Βόιο, το οποίο αποτελούσε και την αρχική εστία κατοικίας και εξάπλωσής τους, πήραν το όνομά τους οι Βοιωτοί, οι Ευβοείς και οι Βοιές (στη Λακωνία). Το βουνό έχει δάση με βελανιδιές, οξιές και καστανιές. Οι δυτικές πλαγιές είναι ιδιαίτερα απόκρημνες, ενώ οι ανατολικές περισσότερο ομαλές. Στο Βόιο έχουν ανευρεθεί κοιτάσματα χρωμίτη. Αποτελεί ξεχωριστή περιοχή για περιβαλλοντικούς και πολιτιστικούς λόγους. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια) (Πηγή photo: commons.wikimedia.org)
Σπήλαιο Δράκου
Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου 20 μέτρα από τις όχθες της λίμνης. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει 7 υπόγειες λίμνες, 10 αίθουσες, 5 διαδρόμους – σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45×17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18οC, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%. Το σπήλαιο είναι ακόμα ενεργό και συνεχίζει να αναπτύσσεται. Από τα βρόχινα νερά, περνάει το νερό από τα ανοίγματα του βουνού και μέσω ασβεστολιθικών πετρωμάτων και χημικών αντιδράσεων δημιουργείται ο σταλακτίτης. Το σπήλαιο χρονολογείται στα 6 εκ. χρόνια. Τα είδη των σταλακτικών που συναντάμε σε αυτό το Σπήλαιο είναι οι κολόνες, οι κουρτίνες, ο καταρράκτης και οι σωληνοειδείς σταλακτίτες. Πρόκειται για ένα από τα πιο σύγχρονα και ασφαλή Σπήλαια στα Βαλκάνια, καθώς διαθέτει εξελιγμένα μηχανήματα ελέγχου περιβαλλοντικών συνθηκών και συστημάτων ασφαλείας. Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (UrsusSpeleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Είναι σημαντικό ότι έχει ληφθεί κάθε απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια των επισκεπτών και οι επεμβάσεις στο εσωτερικό έγιναν με τρόπο ώστε να μη θιχθεί η φυσική κατάσταση του Σπηλαίου. Η ύπαρξη του σπηλαίου δε φαίνεται να ήταν γνωστή έως τα νεότερα χρόνια. Στις γραπτές μαρτυρίες της εποχής της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και στις παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες. Πιθανολογείται ότι η είσοδος του σπηλαίου μέχρι κάποια εποχή δεν ήταν ορατή λόγω προσχώσεων, αλλά και λόγω ότι η παραλίμνια διαδρομή ήταν δύσβατη και προσπελάσιμη μόνο από τη λίμνη. Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, άνθρωποι με περιβαλλοντικές ευαισθησίες στην δεκαετία του ‘40, την εποχή που διανοίχθηκε και ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του. Την εποχή αυτή καταγράφεται και ο μύθος γύρω από το «Δράκο» της σπηλιάς απ’ όπου και το όνομά της. Όλες οι προβλεπόμενες εργασίες, προκειμένου το σπήλαιο να γίνει επισκέψιμο καθώς και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και των κτισμάτων που εξυπηρετούν την όλη λειτουργία του Σπηλαίου, υλοποιήθηκαν με ήπιες μεθόδους παρέμβασης ειδικά στο εσωτερικό προκειμένου να μην αλλοιωθεί ο πλούσιος σταλακτιτικός διάκοσμος, ενώ οι εξωτερικές παρεμβάσεις έχουν αρχιτεκτονικό χαρακτήρα που σέβεται την ντόπια αρχιτεκτονική παράδοση με χρήση ντόπιων υλικών στις όψεις, πέτρα ξύλα και ένθετα διακοσμητικά κεραμικά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καστοριάς) (Πηγή photo: google maps)
Φαράγγι-Γεφύρι Κορομηλιάς
Πεντακόσια μέτρα μετά τη Λεύκη αρχίζει το φαράγγι της Κορομηλιάς, από το οποίο μπορεί κανείς να απολαύσει την εξαίσια θέα. Το βάθος του φαραγγιού είναι 70 μέτρα και καλύπτει μια απόσταση 2,5 χιλιομέτρων. Η πεζοπορία από το γεφύρι μέχρι τις πηγές είναι εύκολα προσβάσιμη πάνω στο μονοπάτι. Το γεφύρι είναι χτισμένo ένα περίπου χιλιόμετρο βόρεια από το χωριό Κορομηλιά Καστοριάς, πάνω στον κλάδο του Αλιάκμονα που κατεβαίνει από τα Κορέστεια και λέγεται Λαδοπόταμος ή Λιβαδοπόταμος. Πρόκειται για μονότοξο γεφύρι, με λιθοδομή από ασβεστόλιθο, που αφθονεί στην περιοχή. Έχει μήκος 26μ., πλάτος 2,80μ., ύψος 7μ. και άνοιγμα τόξου 16μ. Στη νοτιοδυτική του όψη, ανατολικά του κλειδιού (της μεσαίας πέτρας του τόξου) υπάρχει πέτρα του τόξου που είναι εγχάρακτη και φέρει τη χρονολογία κατασκευής του 1865. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Καστοριάς) (Πηγή photo: google maps)
Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org