Η φύση στο Νομό Άρτας
Αθαμανικά Όρη
Τα Αθαμανικά όρη ή ευρύτερα γνωστά Τζουμέρκα κατά τους Βυζαντινούς, ή ακόμα και Κιμμέρια όρη είναι μεγάλη οροσειρά της δυτικής Ελλάδος, που ουσιαστικά αποτελεί νότιο τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που υψώνεται μεταξύ των ποταμών Αράχθου και Αχελώου, όπου και η αρχαία Αθαμανία εξ ου και η ονομασία τους. Οι δε κάτοικοι της ορεινής αυτής περιοχής καλούνται Τζουμερκιώτες / Τζουμερκιώτισσες. Η υψηλότερη κορυφή τους είναι η Κακαρδίτσα με υψόμετρο 2.429 μέτρα και η επόμενη ψηλότερη είναι το Καταφίδι (ή Καταφύδι) με υψόμετρο 2.393 μέτρα. Καταλαμβάνουν τμήμα των νομών Ιωαννίνων, Άρτας και Τρικάλων. Το όριο τους στα ανατολικά είναι ο ποταμός Αχελώος που διαχωρίζει τα Αθαμανικά Όρη από την υπόλοιπη Πίνδο, ενώ βόρεια γειτονεύουν με τον Λάκμο. Η οροσειρά χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Το βορειότερο τμήμα που βρίσκεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Τρικάλων ονομάζεται Κακαρδίτσα και σε αυτό ανήκει η υψηλότερη κορυφή της οροσειράς. Το νοτιότερο τμήμα είναι τα κυρίως Τζουμέρκα και ανήκει στο μεγαλύτερο τμήμα του στον νομό Άρτας. Τα Αθαμανικά όρη έχουν χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικές περιοχές για πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ) και έχουν ανακηρυχθεί σε Εθνικό Πάρκο (Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, Περιστερίου και χαράδρας Αράχθου). Το βορειότερο τμήμα της οροσειράς ονομάζεται Κακαρδίτσα και περιλαμβάνει την υψηλότερη κορυφή της οροσειράς με υψόμετρο 2.429 μέτρα. Η κορυφή αυτή βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ματσούκι, Μελισσουργοί και Αθαμανία. Άλλες υψηλές κορυφές της Κακαρδίτσας είναι οι: Καταραχιάς (2.299μ), Χίλια εξήντα (2.253μ), Τσούμα Πλαστάρι (2.188μ) , Κρυάκουρας (2.100μ), Φούρκα (2.100μ), Καταφύγι (2098μ) και Βαρικό (2.007μ). Χωρίζεται από τον Λάκμο από τα ρέματα Νέγκρη και Μονοδέντρι ενώ ενώνεται με αυτόν με τον αυχένα Μπάρο. Από το νοτιότερο τμήμα των Τζουμέρκων χωρίζεται από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι. Το νοτιότερο τμήμα ανήκει κυρίως στο νομό Άρτας. Ορίζεται δυτικά από την κοιλάδα του Αράχθου, ανατολικά από τον Αχελώο, στα βορειοανατολικά χωρίζεται από την Κακαρδίτσα και από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι, και νότια συνδέεται με τα Όρη Βάλτου. Η υψηλότερη κορυφή του είναι το Καταφύδι με υψόμετρο 2.393 μ. Άλλες ψηλές κορυφές είναι οι: Στρογγούλα (2.107μ), Γερακοβούνι (2.211μ), Αγκάθι (2.392μ) και Σκλάβα (2.067 μ).
Ξηροβούνι
Το Ξηροβούνι ή Ξεροβούνι είναι βουνό της Ηπείρου με μεγαλύτερο μεγαλύτερη κορυφή τον Ζυγό στο χωριό Ανώγειο με υψόμετρο στα 1.754 μέτρα. Είναι μακρόστενο και έχει μήκος 25 χλμ. Βρίσκεται στα όρια των νομών Πρέβεζας, Άρτας και Ιωαννίνων. Αποτελεί δυτική προέκταση της Νότιας Πίνδου και βρίσκεται βόρεια της Φιλιππιάδας ανάμεσα στους ποταμούς Άραχθο και Λούρο. Στα βόρεια συνδέεται με το όρος Τόμαρος. Η χλωρίδα του βουνού είναι πλούσια σε αρωματικά βότανα όπως τσάι του βουνού, ρίγανη, θρούμπι κ.α.
Άραχθος ποταμός
Ο Άραχθος είναι ο όγδοος μεγαλύτερος ποταμός της Ελλάδας και ο τρίτος από τους κυριότερους ποταμούς της Ηπείρου. Έχει συνολικό μήκος 135 χιλιόμετρα. Πηγάζει από τη βόρεια Πίνδο και εκβάλει στον Αμβρακικό κόλπο. Συγκεκριμένα ο Άραχθος πηγάζει από την περιοχή του Μετσόβου εξ’ ου και η αρχική του διαδρομή ονομάζεται Μετσοβίτικος. Κατευθυνόμενος νοτιοδυτικά μέσα από φαράγγια που ο ίδιος έχει διανοίξει εισέρχεται στη μικρή κοιλάδα που σχηματίζεται μεταξύ του Λάκμου και του Μιτσικέλι και από εκεί φθάνει ανατολικά των Ιωαννίνων, Στο σημείο αυτό δέχεται τα νερά ενός άλλου ποταμού, που αποτελεί παραπόταμοι αυτού, του Μπαλντούμα ή Διπόταμου, που και αυτός προέρχεται από τη συμβολή δύο επιμέρους παραποτάμων, του Ζαγορίτικου και του Βαρδαπόταμου, εξ ου και η ονομασία Διπόταμος. Από τη συμβολή αυτή το κοινό πλέον υδάτινο ρεύμα παίρνει την ονομασία Άραχθος. Από εκεί περνώντας στη συνέχεια από βαθιές κοίτες μεταξύ Τζουμέρκων και Ξεροβουνίου δέχεται τα νερά δύο ακόμη παραποτάμων του του Καλαρρύτικου και του Καλεντίνη ή Σαραντάπορου απ΄ όπου και διέρχεται την πεδιάδα της Άρτας, για να εκβάλλει στη συνέχεια στον Αμβρακικό κόλπο παρά τη θέση Αλυκή, πρώην Κόπραινα. Ουσιαστικά ο Άραχθος διαρρέει ένα τμήμα του νομού Ιωαννίνων και ολόκληρο το νομό Άρτας. Στην αρχαιότητα οι εκβολές του Αράχθου ήταν ανατολικότερα των σύγχρονων, παρά την τοποθεσία που φέρεται με τη δημώδη ονομασία «παλιά μπούκα». Γενικά ο Άραχθος στις εκβολές του, στο διάβα του χρόνου, δείχνει να δίνει μία σκληρή μάχη με τη θάλασσα του Αμβρακικού, όπου με τις συνεχείς προσχωσιγενείς εναποθέσεις μετακινεί αργά και σταθερά τη βόρεια ακτή του Κόλπου νοτιότερα, δημιουργώντας έτσι, με την παράλληλη δράση του ποταμού Λούρου, τέσσερις λιμνοθάλασσες, η λιμνοθάλασσα Λαγαρού, (η μεγαλύτερη του Αμβρακικού), που βρίσκεται ανατολικά του λόφου της Σαλαώρας και το τριμερές σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών Ροδιάς, Τσουκαλιού και Αυλερής που βρίσκεται δυτικά του παραπάνω λόφου και οι οποίες στο σύνολό τους αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους της Ελλάδος, έχοντας ενταχθεί στο οικολογικό δίκτυο προστασίας Natura 2000. Ο Άραχθος έχει πλούσια ιχθυοπανίδα που περιλαμβάνει άγριες πέστροφες, δροσίνες και μουστακάδες. Επίσης, στον Άραχθο απαντώνται πληθυσμοί ενυδρίδας ή ευρωπαϊκής βίδρας. Ο Άραχθος φημίζεται για τα σπουδαία τοξωτά γεφύρια που συνδέουν τις όχθες του, όπως το γεφύρι της Άρτας και το γεφύρι της Πλάκας, που όλα μαζί υπολογίζονται σε 55 πέτρινα γεφύρια. Το γεφύρι της Πλάκας λ.χ., ήταν μονότοξο με άνοιγμα καμάρας 40 μέτρα και ύψος 19 μέτρα και εθεωρείτο το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Πράμαντα και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1866. Το γεφύρι της Άρτας βρίσκεται έξω από την πόλη της Άρτας και αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες. Το συνολικό του μήκος είναι 145 μέτρα. Θεμελιώθηκε γύρω στο 1606 και η κατασκευή του είναι φορτισμένη με διάσημους λαϊκούς θρύλους. Στο πέρασμα του Αράχθου από τη χαράδρα της Πολιτσάς είναι χτισμένο το ομώνυμο γεφύρι από το 1860 και ενώνει τα Κατσανοχώρια με το Αμπελοχώρι και την ευρύτερη περιοχή των Βορείων Τζουμέρκων.
Καλαρρύτικος Ποταμός
Ο Καλαρρύτικος ένας ιδιαίτερα σημαντικός παραπόταμος του Αράχθου, ξεκινάει από τις δυτικές παρυφές του όρους Περιστερίου, ενώνεται με τον Μελισσουργιώτικο ποταμό, ακολουθώντας μια πορεία μέσα από φαράγγια, καταρράκτες και πέτρινα γεφυράκια, εκβάλλει στον Άραχθο.
Διπλοί Καταρράκτες Σούδας Θεοδώριανα
Στην καρδιά της ορεινής Ελλάδας γεννιέται ένας δίδυμος καταρράκτης που κατεβαίνει ορμητικά από τις πλαγιές των Αθαμανικών ορέων δημιουργώντας ένα άγριο αλλά και ειδυλλιακό τοπίο. Ο καταρράκτης Σούδα, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, είναι ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα του ιστορικού και περήφανου χωριού των Θεοδώριανων και συχνά αναφέρεται και με το όνομα του χωριού. Τα Θεοδώριανα, χτισμένα σε μια πλαγιά που κοιτάει τις κορυφές των Τζουμέρκων, αποτελούν τον κοντινότερο οικισμό στην περιοχή Σέλιο, εκεί όπου βρέθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία θεωρούνται ότι αποτελούν σπαράγματα της αρχαίας πόλης Θεοδωρίας της χώρας των Αθαμάνων, του προελληνικού φύλου που ζούσε στα βουνά της Πίνδου. Από την ονομασία της αρχαίας πόλης κρατάει και το όνομα του χωριού. Λίγο έξω από το χωριό, και μετά από ένα περίπατο στα άγρια δάση της περιοχής, συναντάει κανείς τον καταρράκτη Σούδα. Ο καταρράκτης βρίσκεται σε ένα υψόμετρο 1.300 μέτρων. Στα δυτικά του υψώνεται το Καταφίδι στα 2.303 μέτρα και στα ανατολικά του η κορυφογραμμή του Κρυάκουρα. Τα νερά του καταρράκτη δημιουργούνται στις κορφές των Ανατολικών Τζουμέρκων και αφού περάσουν τον καταρράκτη συμβάλλουν στο ρέμα της Άσπρης Γκούρας, ή απλά ρέμα Γκούρας που φεύγει προς τα ανατολικά. Στη συνέχεια η Άσπρη Γκούρα συναντάει το ρέμα της Χίστρας που μετά από λίγα χιλιόμετρα εκβάλλει στον μεγάλο Αχελώο. Στη ράχη των καταρρακτών τα νερά χωρίζονται στα δύο δημιουργώντας έναν δίδυμο καταρράκτη που πέφτει από το ύψος των 25 μέτρων. Ο καταρράκτης Σούδα έχει το προνόμιο να κρατάει τα νερά του καθόλη την διάρκεια του χρόνου, ενώ το μονοπάτι που φεύγει από το χωριό, το πυκνό δάσος και η θέα των αγέρωχων κορυφών δημιουργούν ένα από τα ομορφότερα ορεινά τοπία της χώρας μας. Η εξερεύνηση στην περιοχή είναι απλά απολαυστική.
Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων
Το Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, Κοιλάδας Αχελώου, Αγράφων και Μετεώρων είναι μια ανοιχτή χερσαία περιοχή περίπου 3.380 τετρ. χιλ. και ο κύριος σκοπός ίδρυσής του είναι η διατήρηση της φυσικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και της άγριας ζωής, παράλληλα με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που εναρμονίζονται με την προστασία της φύσης, έτσι ώστε όλα τα γνωρίσματα, φυσικά, ιστορικά και πολιτιστικά της προστατευόμενης περιοχής να διατηρηθούν ανεπηρέαστα για τις μελλοντικές γενιές. Το ισχυρό ανάγλυφο, οι μεγάλες υψομετρικές διαφορές (144μ – 2.429μ) και ο μεγάλος αριθμός ρεμάτων συμβάλλουν στη δημιουργία πολλών και διαφορετικών φυσικών οικοτόπων που παράλληλα χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία ειδών. Μερικοί από τους φυσικούς οικοτόπους είναι τα αλπικά λιβάδια, τα δάση ελάτης, πεύκης, φυλλοβόλων ειδών όπως οι βελανιδιές, οι κουμαριές, οι αγριοκερασιές, οι φουντουκιές, οι κουτσουπιές, οι φλαμουριές, τα πλατάνια κ.λπ. καθώς και το μοναδικό δάσος Ιτάμου που συναντάται στα ανατολικά του Πάρκου (περιοχή του Ασπροποτάμου). Στα διάκενα των δασών και στα αλπικά λιβάδια φύονται χρήσιμα αρωματικά φυτά και θεραπευτικά βότανα. Πιο χαρακτηριστικά είναι η άγρια μέντα, το σαλέπι, το τσάι, η ρίγανη, ο κόκκινος κρίνος, οι ορχιδέες, και πολλά άλλα φυτά, τα οποία κατά την ανθοφορία τους, δημιουργούν ένα συνονθύλευμα αρωμάτων, χαρακτηριστικών των ορεινών περιοχών.
Λίμνη Πουρναρίου
Η τεχνητή λίμνη Πουρναρίου βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την Άρτα, κοντά στο ιστορικό Πέτα. Τα νερά από τον ποταμό Άραχθο και των παραπόταμών του που ξεκινούν από τα όρη Λάκμος, Μιτσικέλι, Μαυροβούνι και βέβαια από την οροσειρά των Τζουμέρκων, «ποτίζουν» αυτή την υπέροχη λίμνη που δημιουργήθηκε το 1981 με την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος, που αποτελεί το μεγαλύτερο φράγμα στην Ελλάδα (μετά από αυτό του Μόρνου) και το δεύτερο στα Βαλκάνια σε όγκο. Το συγκεκριμένο φράγμα συγκρατεί τα νερά του Άραχθου ελέγχοντας τη ροή του ποταμού, ο οποίος και περνά μέσα από την πόλη της Άρτας. Σε υψόμετρο 140 μέτρων, η λίμνη Πουρναρίου, έχει συνολική έκταση 18.233 τετρ. χλμ, μέγιστο μήκος 17.730 χλμ. και μέγιστο πλάτος 7.360 χλμ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με αφορμή την κατασκευή του φράγματος και φυσικά της λίμνης, ο τοπικός οικισμός εγκαταλείφθηκε και τα νερά σκέπασαν ένα μέρος του. Η πτώση της στάθμης της λίμνης που γίνεται ανά περιόδους, αποκαλύπτει κάποια παλιά κτίρια δημιουργώντας ένα απόκοσμο σκηνικό που εξιτάρει τη φαντασία των επισκεπτών. H ιχθυοπανίδα είναι αξιοσημείωτη καθώς στα νερά της λίμνης φιλοξενούνται κυπρίνοι, στρωσίδια, πινδοβίνοι, μπριάνες, λιάρες, μουστακάτοι, τυλιανοί, άγριες πέστροφες, χέλια και ψευδοφοξίνοι (Pseudophoxinus stymphalicus), είδος που δεν εμφανίζεται σε άλλον ταμιευτήρα στην Ελλάδα. Καταφύγιο στην περιοχή βρίσκει επίσης ένα πλήθος πτηνών όπως νυχτοκόρακες, πρασινοκέφαλες πάπιες, αλκυόνες, φαλαρίδες, καστανοκέφαλοι γλάροι και ποταμοσφυριχτές που σχηματίζουν την πλούσια σε ορνιθοπανίδα λίστα της λίμνης Πουρναρίου.
Πηγές Κλίφκης
Είναι ένα τοπίο σπάνιας φυσικής ομορφιάς στην καρδιά της χαράδρας του Αράχθου. Στην περιοχή μπορεί κάποιος να θαυμάσει τον καταρράκτη που βρίσκεται μέσα σε μικρό στενό φαράγγι και τροφοδοτείται με τα νερά υπόγειου ποταμού, μία μεγάλη φυσική δεξαμενή η οποία μαζεύει τα νερά του σπηλαίου και του φαραγγιού σχηματίζοντας καταρράκτη ύψους 47 μέτρων, άλλους μικρότερους σε χαμηλότερο υψόμετρο, καταλήγοντας στον ποταμό Άραχθο καθώς και έναν παλιό παραδοσιακό νερόμυλο. Ένα πολύ όμορφο μέρος που διαθέτει και διαμορφωμένο χώρο αναψυχής, καθώς και παγκάκια που έχουν θέα στον Άραχθο.
Ρέμα Μάρκς
Το ρέμα Μάρκς, γνωστό και ως ρέμα του Παραδείσου, το παρθένο αυτό μέρος βρίσκεται στο χωριό Θεοδώριανα, το χωριό με τις περισσότερες πηγές νερού στην Ελλάδα. Για να φτάσει κανείς εκεί ακολουθεί το μονοπάτι μέσα σε ένα δάσος από έλατα και πολλούς μαγευτικούς καταρράκτες που σχηματίζουν καταπράσινες λιμνούλες.