Εκκλησίες & Μοναστήρια στο Νομό Λακωνίας
Αγία Σοφία
Στην Άνω Πόλη του Μυστρά, στην περιοχή του παλατιού, λίγο ψηλότερα από την πλατεία, είναι χτισμένος ο ιερός ναός της Αγίας Σοφίας, ο μοναδικός της συνοικίας αυτής, που χρησίμευε ως εκκλησία του παλατιού. Οικοδομήθηκε το 14ο αιώνα από τον πρώτο δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνό, τα μονογράμματα του οποίου διατηρούνται επάνω σε μαρμάρινα μέλη του ναού. Η εκκλησία αρχικά ήταν αφιερωμένη στο Ζωοδότη Χριστό και αποτελούσε το καθολικό της ομώνυμης ανδρικής μονής. Η μετονομασία του ναού σε Αγία Σοφία πρέπει να έγινε μετά την Άλωση. Ο αρχικός ναός ήταν δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, στον οποίο αργότερα προστέθηκαν ευρύχωρος νάρθηκας με τρούλο, παρεκκλήσια, κωδωνοστάσιο και στοές. Η εκκλησία είναι χτισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της με το συνηθισμένο στη νότια Ελλάδα πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας. Στο εσωτερικό της σώζεται αποσπασματικά τοιχογραφίες, που χρονολογούνται στην περίοδο 1348-1354. Ανάμεσα στις παραστάσεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση του ένθρονου Χριστού στην κόγχη του Ιερού Βήματος. Οι τοιχογραφίες των παρεκκλησίων είναι λίγο μεταγενέστερες. Τον επιμελημένο διάκοσμο του ναού συμπληρώνουν μαρμαροθετήματα και το επιστύλιο του τέμπλου, που χρονολογείται στο τέλος του 12ου αιώνα και προέρχεται από παλαιότερο μνημείο.
Άγιος Δημήτριος
Κοντά στην είσοδο της Κάτω Πόλης του Μυστρά, δίπλα στο οχυρωματικό τείχος, βρίσκεται η Μητρόπολη, αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο. Πρόκειται για τον παλαιότερο ναό του λόφου, που ήταν το θρησκευτικό κέντρο της πόλης και η έδρα του μητροπολίτη Λακεδαιμονίας. Η ίδρυσή του τοποθετείται αμέσως μετά το 1262, όταν ο Μυστράς πέρασε από τους Φράγκους στους Βυζαντινούς και άρχισε ο εποικισμός του λόφου. Τότε μεταφέρθηκε εδώ η έδρα της μητρόπολης Λακεδαιμονίας από τη Σπάρτη, και ο μητροπολίτης Ευγένιος έγινε ο πρώτος κτήτορας του ναού, που στην αρχική του μορφή ήταν τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα στα δυτικά. Την τελική της μορφή πήρε η εκκλησία τον 15ο αιώνα, από τον μητροπολίτη Ματθαίο, τον τρίτο κτήτορα, για τον οποίο οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες. Τότε προστέθηκαν τα υπερώα, και ο όροφος μετατράπηκε σε σταυροειδή εγγεγραμμένο πεντάτρουλο ναό. Με πρότυπο, δηλαδή, τους ναούς της Οδηγήτριας και της Παντάνασσας, το μνημείο διαμορφώθηκε σύμφωνα με τον λεγόμενο «μικτό» ή «τύπο του Μυστρά», που στο ισόγειο είναι τρίκλιτη βασιλική και στον όροφο σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός. Η ριζική αυτή μετασκευή οφείλεται στο γεγονός, ότι ο δεσπότης και οι άρχοντες παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία από τα υπερώα, όπως επέβαλλε το αυτοκρατορικό τυπικό της Κωνσταντινούπολης, το οποίο επικράτησε και στο Μυστρά, από το 1349, όταν ιδρύθηκε το δεσποτάτο. Η κατασκευή του ναού είναι ιδιαίτερα επιμελημένη, όπως φαίνεται κυρίως στην τοιχοποιία της ανατολικής πλευράς, που ανήκει στην αρχική τρίκλιτη βασιλική, και είναι χτισμένη με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στο εσωτερικό του ναού, αξιόλογος είναι ο γλυπτός διάκοσμος, που στο σύνολό του προέρχεται από παλαιότερα μνημεία. Από αυτόν ξεχωρίζουν τα δύο προσκυνητάρια στους πεσσούς του ιερού, το τέμπλο, και κυρίως η πλάκα με τον ανάγλυφο δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων στο δάπεδο, κάτω από τον τρούλο. Η Μητρόπολη ξεχωρίζει επίσης για τον πλούτο των επιγραφικών της μαρτυριών και την ποικιλία που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική της διακόσμηση. Οι τοιχογραφίες της ανήκουν σε τρεις διαφορετικές περιόδους, που αντιστοιχούν στις τρεις οικοδομικές της φάσεις και ακολουθούν τη διαφορετική τεχνοτροπία κάθε εποχής. Στο συγκρότημα του ναού υπάρχει μουσείο, που φιλοξενεί γλυπτά, τοιχογραφίες, εικόνες και ευρήματα ανασκαφών.
Άγιος Πέτρος Γλέζου
Στον Πύργο Διρού, σε ένα από τα πιο γνωστά σημεία της Μάνης, στο νομό Λακωνίας, πάνω από το συνοικισμό Γλέζου, βρίσκεται ο ιερός ναός του Αγίου Πέτρου. Η εκκλησία χρονολογείται στις αρχές του 11ου αιώνα και ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλο. Κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα επισκευάσθηκε το ανώτερο τμήμα του ναού, ενώ το καμπαναριό που υψώνεται στη δυτική του πλευρά είναι μεταγενέστερο. Οι τοίχοι του στο κατώτερο μέρος τους είναι χτισμένοι με πέτρες και μαρμάρινους λίθους, ενώ στο ανώτερο ακολουθείται το συνηθισμένο πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποίας. Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται σπαράγματα τοιχογραφιών, οι οποίες ανήκουν σε δύο διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Οι παλαιότερες ανάγονται μετά τα μέσα του 13ου αιώνα. Ανάμεσά τους ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκηνή της Εις Άδου Καθόδου, όπου γύρω από τη μορφή του Χριστού αντί για δόξα εικονίζονται πύρινες ταινίες που ανεμίζουν, στοιχείο που θωρείται δυτική επίδραση. Το δεύτερο στρώμα χρονολογείται στη μεταβυζαντινή περίοδο. Το σημερινό τέμπλο είναι κτιστό και σε αυτό έχουν ενσωματωθεί γλυπτά του αρχικού τέμπλου, που ήταν μαρμάρινο.
Ελκομένου Χριστού
Στο χώρο της πλατείας, στην Κάτω Πόλη της Μονεμβασιάς, κυριαρχεί ο μεγάλος και εντυπωσιακός ναός του Ελκόμενου Χριστού, που θεωρείται ο παλαιότερος του βράχου. Χτίστηκε τον 6ο ή 7ο αιώνα, με την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων της πόλης. Στην αρχική του μορφή ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με νάρθηκα στα δυτικά και μια αψίδα στα ανατολικά, όπου εσωτερικά διαμορφωνόταν μεγάλο ημικυκλικό σύνθρονο. Κατά τον 11ο αιώνα προστέθηκαν οι άλλες δύο αψίδες, της πρόθεσης και του διακονικού, και αντικαταστάθηκε το παλαιότερο μαρμάρινο τέμπλο με νέο, τμήμα του οποίου είναι εντοιχισμένο επάνω από την είσοδο του ναού. Ο ναός καταστράφηκε το 1770 από την επιδρομή Τουρκοαλβανών και επισκευάσθηκε αρκετές φορές ακόμη. Το εσωτερικό του διακοσμείται με αξιόλογα έργα του 17ου και 18ου αιώνα, κυρίως φορητές εικόνες. Το μαρμάρινο τέμπλο του κατασκευάσθηκε το 1901 και αντικατέστησε το παλαιότερο ξυλόγλυπτο. Το σημαντικότερο κειμήλιο του ναού είναι η περίφημη μεγάλη εικόνα του Ελκόμενου, που χρονολογείται στο 14ο αιώνα και αποτελεί υψηλό καλλιτεχνικό δείγμα της ζωγραφικής του τέλους της εποχής των Παλαιολόγων. Η εικόνα, που είχε κλαπεί το 1979 και μετά την εύρεση και την αποκατάστασή της φυλασσόταν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, επέστρεψε στο φυσικό της χώρο το 2011 και εκτίθεται στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη. Ο ναός σήμερα λειτουργεί ως μητροπολιτικός και γιορτάζει τη Μεγάλη Πέμπτη, ενώ στις 23 Μαΐου εορτάζεται η επιστροφή της εικόνας στη Μονεμβασιά.
Επισκοπή
Σε μια βραχώδη κατωφέρεια, απέναντι από το ακρωτήριο Τηγάνι και κοντά στο χωριό Σταυρί, βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μάνης, ο ιερός ναός της Επισκοπής, αφιερωμένος, πιθανόν, αρχικά στον Άγιο Γεώργιο και σήμερα στην Παναγία. Χρονολογείται στα τέλη του 12ου αιώνα. Πρόκειται για μικρό σταυροειδή ναό, με τρούλο που στηρίζεται σε δύο κίονες, και νάρθηκα στα δυτικά. Εντύπωση προκαλούν η επιμέλεια της κατασκευής του και η διακόσμηση των εξωτερικών του επιφανειών. Στην τοιχοποιία του έχουν χρησιμοποιηθεί αρχαίο οικοδομικό υλικό, πώρινα λαξευτά μέλη και λιθόπλινθοι από βυσσινί μάρμαρο του Ταινάρου, ενώ πινάκια διακοσμούν τον τρούλο και τις κεραίες του, προσδίδοντας στο μνημείο πολυχρωμία και κομψότητα. Ο τρούλος είναι «αθηναϊκού τύπου», οκτάπλευρος, με μαρμάρινους κιονίσκους στις γωνίες και υδρορρόες. Στο εσωτερικό του ναού σώζεται σχεδόν ακέραιος ο γλυπτός του διάκοσμος, ιδιαίτερα σημαντικός για την ποικιλία των θεμάτων του. Το τέμπλο αρχικά ήταν μαρμάρινο και τα αρχιτεκτονικά μέλη του έχουν ενσωματωθεί στο σημερινό, κτιστό τέμπλο. Ξεχωρίζει το πεταλόμορφο τόξο της Ωραίας Πύλης, που είναι μοναδικό στον ελλαδικό χώρο. Σημαντικός είναι και ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, που χρονολογείται γύρω στο 1200. Πρόκειται για εξαιρετικής ποιότητας σύνολο, το σημαντικότερο στην περιοχή, που λόγω της τεχνοτροπίας του συνδέεται με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης. Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας και στο κτιστό τέμπλο υπάρχουν μεταγενέστερες τοιχογραφίες, που μπορούν να χρονολογηθούν στον 18ο αιώνα.
Ευαγγελίστρια
Στην Κάτω Πόλη του Μυστρά, στο δρόμο που οδηγεί από τη Μητρόπολη στη Μονή Βροντοχίου, είναι χτισμένος ο μικρός, κομψός ιερός ναός της Ευαγγελίστριας. Η οικοδόμησή του θα μπορούσε να τοποθετηθεί στις αρχές του 15ου αιώνα, με βάση την αρχιτεκτονική του συγγένεια με τους ναούς της Περιβλέπτου και της Αγίας Σοφίας, τις τοιχογραφίες του και το γλυπτό του διάκοσμο. Γύρω του υπάρχουν τάφοι και οστεοφυλάκια, που δείχνουν ότι χρησίμευε ως κοιμητηριακός ναός. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δε μετατράπηκε σε τζαμί και παρέμεινε στα χέρια των χριστιανών. Αρχιτεκτονικά ο ναός είναι απλός δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, με νάρθηκα στα δυτικά. Στη νότια πλευρά του νάρθηκα σχηματίζεται στοά από όπου ξεκινά σκάλα που οδηγεί στον όροφο. Στα ανατολικά της στοάς υπάρχει μικρό τετράπλευρο παρεκκλήσιο, που πιθανόν να αποτελούσε τη βάση κωδωνοστασίου. Νότια της στοάς αυτής μάλλον υπήρχε άλλη στοά, καθώς σώζεται τύμπανο μεγάλου τόξου με πλούσια κεραμοπλαστική διακόσμηση. Δυτικά του νάρθηκα σχηματίζεται θολωτό δωμάτιο, πιθανότατα οστεοφυλάκιο μεταγενέστερης περιόδου. Στα ανατολικά οι αψίδες είναι κτισμένες σύμφωνα με το συνηθισμένο ελλαδικό πλινθοπερίκλειστο σύστημα, όπως επίσης και οι κεραίες του σταυρού και το τύμπανο του τρούλου. Ο ναός διακρίνεται για τον ιδιαίτερα πλούσιο γλυπτό διάκοσμο στο εσωτερικό του, αντιπροσωπευτικό δείγμα της τέχνης του Μυστρά, με ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς άλλα γλυπτά έχουν δυτικά διακοσμητικά στοιχεία και άλλα βρίσκονται κοντά στη βυζαντινή παράδοση. Από το αρχικό μαρμάρινο τέμπλο, που σήμερα έχει αντικατασταθεί με χτιστό, διατηρείται το επιστύλιο και το περιθύρωμα της Ωραίας Πύλης. Από τον τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος ανάγεται στις αρχές του 15ου αιώνα, διατηρούνται μόνο ελάχιστα ίχνη, στον τρούλο και στο Ιερό Βήμα.
Μεταμόρφωση του Σωτήρος
Στον οικισμό της Κάτω Γαρδενίτσας στη Μέσα Μάνη, βρίσκεται ο βυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Χρονολογείται στον 11ο ή στις αρχές του 14ου αιώνα και αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο. Στα ανατολικά η κεντρική αψίδα, που προεξέχει, είναι πεντάπλευρη, και οι δύο πλάγιες είναι τρίπλευρες. Στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας, ενώ σε λίγο μεταγενέστερη φάση προστέθηκε το ιδιότυπο πρόπυλο και το τοξωτό κωδωνοστάσιο. Ο ναός είναι χτισμένος σύμφωνα με το γνωστό μεσοβυζαντινό πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποίας. Στην ανατολική πλευρά του έχουν εντοιχισθεί διακοσμητικά πινάκια και στο μέσο της κεντρικής αψίδας υπάρχει κεραμοπλαστικός διάκοσμος. Ο τρούλος είναι «αθηναϊκού τύπου», οκτάπλευρος με πώρινους κιονίσκους στις γωνίες. Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται τοιχογραφίες, που ανάγονται σε τρεις διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Η πρώτη στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα, η δεύτερη, στο Ιερό Βήμα, στις αρχές του 15ου αιώνα, και οι τοιχογραφίες του χτιστού τέμπλου στον 18ο αιώνα.
Παναγία Μυρτιδιωτίσσα
Στις ψηλότερες συνοικίες της Κάτω Πόλης της Μονεμβασιάς, σε ένα από τα ανηφορικά καλντερίμια που οδηγούν προς την Άνω Πόλη, δεσπόζει η επιβλητική, ψηλή πρόσοψη του ναού της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, που είναι γνωστός και ως Παναγία Κρητικιά γιατί βρισκόταν στη συνοικία όπου είχαν εγκατασταθεί το 17ο αιώνα πρόσφυγες από την Κρήτη. Χτίστηκε την εποχή της Β΄ Ενετοκρατίας, γύρω στο 1700. Ο ναός είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλο και η αρχιτεκτονική του συνδυάζει βυζαντινά και ενετικά στοιχεία. Η διαμόρφωση της εισόδου με το αέτωμα, οι στρογγυλοί φεγγίτες και τα οξυκόρυφα γείσα αποτελούν χαρακτηριστικές επιδράσεις της δυτικής τεχνοτροπίας. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να έχουν εργαστεί εδώ οι ίδιοι άνθρωποι που κατασκεύασαν τα μεγάλα οχυρωματικά έργα των Βενετών στην Πελοπόννησο, αφού ο ναός, όπως και άλλοι της περιοχής, παρουσιάζει έντονα στοιχεία της φρουριακής αρχιτεκτονικής. Στο εσωτερικό του δεν υπάρχει ζωγραφικός διάκοσμος και κυριαρχεί το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο, που χρονολογείται στον 16ο αιώνα. Πρόκειται για έργο που επίσης χαρακτηρίζεται για τις αναγεννησιακές επιρροές και είναι αξιοημείωτο ότι μεταφέρθηκε εδώ τον 19ο αιώνα από τον ναό του Ελκόμενου Χριστού, όπου ανήκε αρχικά. Ο ναός γιορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου.
Παναγία Παντάνασσα
Στο νεκροταφείο του μικρού γραφικού οικισμού της Παντάνασσας βρίσκεται ένα από τα πιο σημαντικά και καλοδιατηρημένα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, ο ναός της Παναγίας Παντανάσσης της Μονεμβασιάς ή της Γερουμάνας, γνωστός και ως ναός του Αγίου Αθανασίου, από την παλαιότερη ονομασία του γειτονικού χωριού Κρυόβρυση. Χρονολογείται στο 12ο ή στο 13ο αιώνα και η τοπική παράδοση τον συνδέει με μια βυζαντινή βασιλοπούλα που έχτισε εκκλησίες στην περιοχή. Ο ναός είναι σχεδόν τετράγωνος σε κάτοψη, σταυροειδής εγγεγραμμένος, με μεταγενέστερο νάρθηκα και ο σχεδιασμός του χαρακτηρίζεται από ακρίβεια και συμμετρία. Έχει πέντε τρούλους, ένα κεντρικό που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες εσωτερικά, και τέσσερις μικρότερους στα γωνιακά διαμερίσματα. Αυτή η διαμόρφωση, σε συνδυασμό με την πλινθοπερίκλειστη κατασκευή των τοίχων, αμελέστερη στο κατώτερο τμήμα, και ορισμένα ακόμη δομικά χαρακτηριστικά, παραπέμπουν σε επιδράσεις από την παράδοση της Δύσης, συνδυασμένες με στοιχεία της παραδοσιακής βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Στο εσωτερικό του διατηρούνται μόνο τμήματα του τοιχογραφικού διακόσμου που κάλυπτε αρχικά όλες τις επιφάνειες, έργο καλής ποιότητας, χαρακτηριστικό της παλαιολόγειας τέχνης. Το ιερό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με χτιστό τέμπλο στο οποίο υπάρχουν εσοχές για την τοποθέτηση φορητών εικόνων. Σήμερα ο ναός είναι τρισυπόστατος, αφιερωμένος στην Παναγία, στον Άγιο Αθανάσιο και στον Άγιο Σπυρίδωνα και εορτάζει τρεις φορές το χρόνο, αντίστοιχα στις 15 Αυγούστου, στις 2 Μαΐου και στις 12 Δεκεμβρίου.
Παναγία Χρυσαφίτισσα
Λίγο έξω από το χωριό Χρύσαφα, βορειοανατολικά της Σπάρτης, δεσπόζει ένα από τα μνημεία που αποδεικνύουν τη μεγάλη πνευματική άνθηση της περιοχής στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, ο όμορφος, καλοδιατηρημένος ναός της Παναγίας Χρυσαφίτισσας. Οικοδομήθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα και είναι πιθανόν να ανήκε σε μεγαλύτερο συγκρότημα ή μοναστήρι, όπως δείχνουν ίχνη θεμελίων στη νότια πλευρά του. Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με νάρθηκα και ο τρούλος του στηρίζεται εσωτερικά σε δύο κίονες. Σε μεταγενέστερα χρόνια, πιθανώς στο 16ο αιώνα προστέθηκαν στη δυτική πλευρά του ο εξωνάρθηκας, η κινστέρνα και ο επιβλητικός οχυρός πύργος. Η ενίσχυση και οχύρωση του ναού αποδίδεται σε μοναχούς της γειτονικής Μονής των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που κατοικούσαν εδώ. Το εσωτερικό του είναι κατάγραφο με καλής ποιότητας τοιχογραφίες που παρά τον επαρχιακό τους χαρακτήρα αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον εικονογραφικό σύνολο. Οι παραστάσεις διατηρούνται αποσπασματικά στον κυρίως ναό και σε καλύτερη κατάσταση στο νάρθηκα, όπου εικονίζονται μεταξύ άλλων και οι κτήτορες. Σε ορισμένα σημεία υπάρχει και νεότερο στρώμα αγιογράφησης, που χρονολογείται στο 17ο αιώνα. Ο ναός σχετίζεται με τον ομώνυμο ναό της Μονεμβασιάς, καθώς σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται εκεί μεταφέρθηκε με θαυματουργό τρόπο από τα Χρύσαφα.
Της του Θεού Σοφίας
Στην άκρη της κορυφής του απόκρημνου βράχου, στην ακρόπολη της Μονεμβασιάς, δεσπόζει ο εντυπωσιακός ναός Της του Θεού Σοφίας, το σημαντικότερο μνημείο του κάστρου και ένα από τα σπουδαιότερα όλης της Πελοποννήσου. Αρχικά ήταν αφιερωμένος στην Παναγία την Οδηγήτρια, αλλά δε γνωρίζουμε αν ήταν καθολικό μονής ή ενοριακή εκκλησία. Στα χρόνια της πρώτης ενετικής κυριαρχίας (1463-1540) πέρασε στα χέρια των καθολικών και κατά την περίοδο της Α΄ Τουρκοκρατίας (1540-1690) μετατράπηκε σε τζαμί. Στην εποχή της Β΄ Βενετοκρατίας (1690-1715) ξαναέγινε εκκλησία, καθολικό μονής αφιερωμένης στην Madonna del Carmine, και τότε προστέθηκε ο διώροφος εξωνάρθηκας σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς του. Το 1715 μετατράπηκε πάλι σε τζαμί, έως το 1821, όταν το κάστρο παραδόθηκε στους Έλληνες, οι οποίοι κατεδάφισαν το μιναρέ, που υψωνόταν στη νοτιοδυτική γωνία, και αφιέρωσαν το ναό στην του Θεού Σοφία. Ο ναός ανήκει στον λεγόμενο «ηπειρωτικό» οκταγωνικό τρουλαίο τύπο, και θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δείγματά του. Χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού αυτού τύπου είναι ότι ο κυρίως ναός είναι ενιαίος χώρος, καθώς οι οκτώ πεσσοί που στηρίζουν τον τρούλο, απωθούνται προς τα πλάγια. Στις τέσσερις γωνίες του τετράγωνου κυρίως ναού διαμορφώνονται παρεκκλήσια, στην ανατολική πλευρά σχηματίζεται τριμερές Ιερό Βήμα και στη δυτική νάρθηκας. Η τοιχοποιία είναι επιμελημένη, χτισμένη με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στο εσωτερικό του ναού τα σπαράγματα τοιχογραφιών, εξαιρετικής καλλιτεχνικής ποιότητας, χρονολογούνται στο 12ο αιώνα. Οι τοιχογραφίες στην πρόθεση με σκηνές από το βίο του Αγίου Νικολάου συνδέονται με την αρπαγή των λειψάνων του αγίου, τα οποία έκλεψαν Ιταλοί έμποροι από τα Μύρα της Λυκίας το 1087 και, ενώ τα μετάφεραν στο Μπάρι, έδεσαν με το πλοίο τους στο λιμάνι του κάστρου. Άριστης τέχνης είναι και ο σωζόμενος γλυπτός μαρμάρινος διάκοσμος, σημαντικό δείγμα της γλυπτικής του 12ου αιώνα.
Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων
Σε μια όμορφη, καταπράσινη τοποθεσία κοντά στο χωριό Χρύσαφα, περίπου 8 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σπάρτης, βρίσκεται μία από τις σημαντικότερες μονές της Λακωνίας, αφιερωμένη στους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Ιδρύθηκε το 1305 λίγο ψηλότερα, στη χαράδρα του χειμάρρου Σωφρόνη, και μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση στις αρχές του 17ου αιώνα. Στην παλαιά μονή ο ναός είχε διαμορφωθεί μέσα σε φυσικό σπήλαιο. Στη σημερινή θέση αρχικά ήταν μόνο τα κτήματα και οι αποθήκες της, αλλά σταδιακά η περιοχή εξελίχθηκε σε μετόχι, και τελικά μετατράπηκε στην κύρια εγκατάσταση του συγκροτήματος, κυρίως λόγω των προβλημάτων ανεφοδιασμού και ασφάλειας των μοναχών. Η μονή από το 16ο αιώνα ήταν σταυροπηγιακή και είχε αρκετά προνόμια, που της επέτρεψαν να εξελιχθεί σε σπουδαίο πνευματικό κέντρο. Εξωτερικά έχει τη μορφή φρουρίου με ψηλό περίβολο που σχηματίζουν τα συγκροτήματα των κελιών και των βοηθητικών χώρων. Στο κέντρο της αυλής δεσπόζει το καθολικό, σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο, που χτίστηκε το 1620. Στην τοιχοποιία του διακρίνεται κεραμοπλαστικός διάκοσμος και ενσωματωμένα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, ενώ το εσωτερικό του είναι κατάγραφο. Δίπλα στο καθολικό βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής που χρονολογείται στο 1707. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παλαιότερα κτίρια της μονής, όπως η τραπεζαρία, που ήταν αγιογραφημένη, το φωτάναμμα, και ο πύργος που αρχικά ήταν τετραώροφος. Η μονή διαθέτει πλούσια βιβλιοθήκη, κειμήλια και σπάνια έγγραφα που εκτίθενται στο μουσείο της. Είναι ανδρική και πανηγυρίζει στις 9 Μαρτίου.
Μονή Βροντοχίου
Στην Κάτω Πόλη του Μυστρά, δίπλα στο τείχος, βρίσκεται το αρχαιότερο και μεγαλύτερο μοναστήρι του λόφου, η Μονή Βροντοχίου. Η επωνυμία της αναφέρεται στα χρυσόβουλλα που εικονίζονται στις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του καθολικού της, και πρέπει να σχετίζεται με την ονομασία της περιοχής, ο ιδιοκτήτης της οποίας θα λεγόταν Βροντόχιος. Η μονή ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα. Υπαγόταν στον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, διέθετε μεγάλο πλούτο και πολλά προνόμια και αποτέλεσε το κέντρο της πνευματικής ζωής του Μυστρά. Είχε μία από τις πλουσιότερες και σπουδαιότερες βιβλιοθήκες και ήταν τόπος όπου δίδαξαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Πλήθων. Στο συγκρότημα της μονής βρίσκονται δύο επιβλητικές εκκλησίες, από τις ωραιότερες του Μυστρά, ο ιερός ναός των Αγίων Θεοδώρων και ο ιερός ναός της Παναγίας της Οδηγήτριας, που λέγεται και Αφεντικό. Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων χτίστηκε την περίοδο 1290-1295 και είναι ο δεύτερος παλαιότερος στο λόφο μετά τη Μητρόπολη. Υπήρξε το πρώτο καθολικό της μονής. Ο ναός της Οδηγήτριας ολοκληρώθηκε ανάμεσα στα έτη 1310-1320 από τον Παχώμιο και έγινε το νέο καθολικό της μονής, ενώ από τότε η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων χρησίμευε ως κοιμητηριακό παρεκκλήσιο. Αρχιτεκτονικά, ο ναός των Αγίων Θεοδώρων ανήκει σε απλοποιημένη μορφή του σύνθετου οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι ο μεγάλος τρούλος στηρίζεται σε οκτώ τόξα που στην κάτοψη σχηματίζουν οκτάγωνο. Διαφοροποιείται από τα παλαιότερα παραδείγματα του τύπου, επειδή τα δύο δυτικά στηρίγματα δεν ήταν πεσσοί, αλλά κίονες, οι οποίοι, όμως, σήμερα, κατά τις αναστηλωτικές εργασίες έχουν αντικατασταθεί με κτιστούς πεσσούς. Στα δυτικά, κατά τον 14ο αιώνα, προστέθηκαν ο νάρθηκας και δύο πυργόσχημα παρεκκλήσια. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο ναός ήταν σε ερειπιώδη κατάσταση και το 1930 ανακατασκευάστηκε το ανώτερο μέρος του τρούλου του. Το εσωτερικό του ναού διακοσμείται με τοιχογραφίες που σώζονται αποσπασματικά και χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αιώνα. Στο Αφεντικό εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά η ολοκληρωμένη μορφή του λεγόμενου «μικτού» ή «τύπου του Μυστρά», που αποτέλεσε αργότερα πρότυπο για την Παντάνασσα και τη μετασκευή του ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου. Πρόκειται για διώροφο αρχιτεκτονικό τύπο, που συνδυάζει τη διάταξη της τρίκλιτης βασιλικής στο ισόγειο και του πεντάτρουλου σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού στον όροφο. Διώροφος είναι επίσης και ο νάρθηκας στα δυτικά, στο μέσο του οποίου υψώνεται ένας ακόμη τρούλος. Στον όροφο σχηματίζεται διάδρομος, ο οποίος διατρέχει σε ολόκληρο το μήκος τα πλαϊνά κλίτη και το νάρθηκα. Αρχικά ο ναός είχε δύο πύργους-παρεκκλήσια προσκολλημένα στη βόρεια και στη νότια άκρη του νάρθηκα, τα οποία περιβάλλονταν από στοές. Αργότερα, στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, προστέθηκαν το βορειοανατολικό και το νοτιονατολικό παρεκκλήσιο και χτίστηκε με τοίχο η νότια στοά. Στη νοτιοδυτική γωνία του ναού υψώνεται τετραώροφο κωδωνοστάσιο. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί και αργότερα παρέμεινε ερειπωμένος. Στο εσωτερικό του διατηρούνται αποσπασματικά τοιχογραφίες του πρώιμου 14ου αιώνα. Εικονίζουν ευαγγελικές σκηνές, αλλά και μεμονωμένες μορφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, και προδίδουν το υψηλό επίπεδο των δημιουργών τους. Η αφιέρωση του ναού στο όνομα της Οδηγήτριας, η αρχιτεκτονική του, η τοιχοποιία του, η διάρθρωση των εξωτερικών του επιφανειών και η εξαιρετική ποιότητα του εσωτερικού του διακόσμου τον συνδέουν με την καλλιτεχνική παράδοση της Κωνσταντινούπολης.
Μονή Ζερμπίτσης
Σε ένα όμορφο κατάφυτο πλάτωμα στις ανατολικές υπώρειες του Ταΰγετου, νότια του χωριού Ξηροκάμπι της Σπάρτης, βρίσκεται η ιστορική Μονή Ζερμπίτσης, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή ιδρύθηκε το 1639, πιθανότατα επάνω σε παλαιότερο, βυζαντινό ναό της Παναγίας, αφού η παράδοση θέλει την ιστορία της να φθάνει πίσω στον 12ο αιώνα. Ήταν σταυροπηγιακή και γνώρισε μεγάλη ακμή μετά το 1690, μάλιστα εδώ λειτουργούσε σπουδαίο κέντρο αντιγραφής χειρογράφων κωδίκων. Το συγκρότημα περιβάλλεται από ψηλό περίβολο που του δίνει την όψη φρουρίου. Στο εσωτερικό του, εκτός από τα αρχικά κτήρια υπάρχουν και νέες εγκαταστάσεις, κελιά, βοηθητικοί χώροι και πολλά παρεκκλήσια. Το καθολικό, στο μέσο της αυλής, είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός αγιορείτικου τύπου, δηλαδή με δύο κόγχες στους πλαϊνούς τοίχους, και με λίγο μεταγενέστερο νάρθηκα, του τέλους του 17ου αιώνα. Ο τρούλος του είναι οκτάπλευρος, ραδινός, και στηρίζεται εσωτερικά σε τέσσερις κίονες. Εξωτερικά οι τοίχοι φέρουν πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και ενσωματωμένα παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη. Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες του 1669, που σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή έγιναν με τη χορηγία του άρχοντα Εμμανουήλ από την Κωνσταντινούπολη. Οι παραστάσεις ακολουθούν την τεχνοτροπία των λαϊκών αγιογράφων του 17ου αιώνα και θεωρούνται έργα κάποιου άγνωστου μαθητή του ζωγράφου Δημήτριου Κακαβά. Εξέχουσα θέση στο εσωτερικό του ναού κατέχει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Η μονή διαθέτει μουσείο, όπου φυλάσσονται σημαντικά κειμήλια, εικόνες, ξυλόγλυπτα, έργα αργυροχοΐας, ένας χρυσοκέντητος επιτάφιος του 1539, ένα λάβαρο του 1639, καθώς και ιερά λείψανα αγίων. Είναι γυναικεία και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου.
Μονή Παντανάσσης
Στην Κάτω Πόλη του Μυστρά, στο δρόμο που οδηγούσε από την Πύλη της Μονεμβασίας στη Μονή Περιβλέπτου, σε μια απότομη κατωφέρεια, δεσπόζει η ξακουστή Μονή της Παντάνασσας, ορατή σχεδόν από όλα τα σημεία του λόφου. Το αριστουργηματικό καθολικό της, μάρτυρας της αναγέννησης του τόπου την εποχή των Παλαιολόγων, είναι το πιο εντυπωσιακό και αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του Μυστρά, που συνδυάζει επιδέξια την καλλιτεχνική παράδοση του Βυζαντίου με στοιχεία της δυτικής αλλά και της ισλαμικής τέχνης. Η μονή αποτελεί το τελευταίο βυζαντινό εκκλησιαστικό κτίσμα που οικοδομήθηκε στην πόλη. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η εκκλησία δε μετατράπηκε σε τζαμί, και η μονή εξακολούθησε να λειτουργεί, όμως τα έτη 1770-1822 εγκαταλείφθηκε. Το 1824, αφού είχε επισκευασθεί, πυρπολήθηκε από το στρατό του Ιμπραήμ. Σήμερα είναι γυναικείο μοναστήρι, το μοναδικό που λειτουργεί στο Μυστρά. Το καθολικό της μονής, έχοντας ως πρότυπο το ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας, χτίστηκε στον λεγόμενο «μικτό» ή «τύπο του Μυστρά». Ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος έχει δύο ορόφους και συνδυάζει την τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο με τον πεντάτρουλο σύνθετο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό στον όροφο, με την προσθήκη υπερώων. Διώροφος είναι επίσης και ο νάρθηκας στα δυτικά, στο μέσο του οποίου υψώνεται ένας ακόμη τρούλος. Τον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο κατά κάποιο τρόπο επέβαλε το αυτοκρατορικό τυπικό της Κωνσταντινούπολης, που επικράτησε στο Μυστρά μετά την ίδρυση του δεσποτάτου, το 1349, και προέβλεπε ότι ο δεσπότης και οι άρχοντες παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία από τα υπερώα. Στον εξωτερικό χώρο του ναού, στη βόρεια και στη δυτική πλευρά, υπήρχαν δύο ανοικτές στοές που προσέφεραν υπέροχη θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα. Σήμερα σώζεται ακέραια μόνο η βόρεια. Στη βορειοδυτική γωνία του ναού υψώνεται το επιβλητικό τετραώροφο κωδωνοστάσιο. Εξωτερικά, η διακόσμηση του μνημείου χαρακτηρίζεται από εκλεκτισμό και δημιουργεί την πολύπλοκη, μοναδική όψη του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανατολική πλευρά του ναού, με τα διακοσμητικά θέματα των ψηλών αψίδων, που δείχνουν την προσπάθεια του τεχνίτη να εντάξει στη βυζαντινή παράδοση φραγκικά στοιχεία. Φραγκικές επιδράσεις αποτυπώνονται και στο καμπαναριό. Στο εσωτερικό του ναού τα περισσότερα γλυπτά προέρχονται από παλαιότερα μνημεία. Αξιόλογες είναι και οι τοιχογραφίες του ναού, οι οποίες ανήκουν σε τέσσερις χρονικές περιόδους. Το παλαιότερο στρώμα, του 1430, σώζεται στα υπερώα, ενώ στο 1444/5 χρονολογείται η προσωπογραφία του άρχοντα Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη, που βρίσκεται στον νάρθηκα, πάνω από τον τάφο του. Το τρίτο στρώμα τοποθετείται στο 17ο αιώνα (ισόγειο, υπερώα) και το νεότερο στο 18ο αιώνα (ισόγειο). Οι τοιχογραφίες του 15ου αιώνα είναι έργα υψηλής ποιότητας, αντιπροσωπευτικά της παλαιολόγειας ζωγραφικής, που διακρίνονται για τη ζωντάνια των μορφών, τον δυναμισμό των παραστάσεων και τα έντονα χρώματα.
Μονή Περιβλέπτου
Στη νοτιοανατολική άκρη του λόφου του Μυστρά, στην Κάτω Πόλη, δίπλα στον απότομο βράχο, είναι χτισμένη η Μονή της Περιβλέπτου, αφιερωμένη στην Παναγία. Στο συγκρότημα οδηγεί ο δρόμος που έρχεται από τη Μητρόπολη και ο δρόμος που κατηφορίζει από τη Μονή της Παντάνασσας. Από το μοναστήρι σώζονται ο περίβολος με την εσωτερική και εξωτερική του πύλη, ο πύργος της Τράπεζας, δύο κτίσματα και το καθολικό. Το καθολικό ανήκει στον τύπο του απλού δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, με πεντάπλευρες αψίδες στο ιερό. Στη νότια πλευρά του αρχικά πρέπει να υπήρχε στοά, που αργότερα μετασκευάστηκε σε πλάγιο νάρθηκα, ίσως από τον Λέοντα Μαυρόπαππα, όπως δηλώνει το διπλό μονόγραμμα της οικογένειάς του. Μεταγενέστερα είναι τα παρεκκλήσια του ναού, του Αγίου Παντελεήμονα και της Αγίας Παρασκευής δίπλα στις αψίδες, και της Αγίας Αικατερίνης στα δυτικά, με ένα τμήμα του να εκτείνεται κάτω από τον βράχο. Οι τοίχοι του ναού είναι χτισμένοι σύμφωνα με το συνηθισμένο ελλαδικό πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Το εσωτερικό του είναι πλούσια διακοσμημένο, με γλυπτά και τοιχογραφίες. Τα γλυπτά προέρχονται κυρίως από παλαιότερα μνημεία, ενώ ο τοιχογραφικός διάκοσμος, έργο τεσσάρων αγιογράφων, χρονολογείται περίπου στο έτος 1360. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα ζωγραφικά σύνολα του 14ου αιώνα και συνδέεται με την καλλιτεχνική παράδοση της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή: Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών