Γενικές πληροφορίες για την Ικαρία
Η Ικαρία βρίσκεται στη μέση του πελάγους έχοντας ανατολικά τη Σάμο, βόρεια τη Χίο, νότια το ιερό νησί της Πάτμου και δυτικά τη Μύκονο. Έχει έκταση 267 τ.χλμ, μήκος 40 χλμ και 160 χιλιόμετρα ακτογραμμή. Αποτελεί με τα γύρω νησάκια της ομώνυμη επαρχία του νομού Σάμου. Πρωτεύουσα είναι ο Άγιος Κήρυκος. Μολονότι το έδαφός της είναι πετρώδες, έχει άφθονα τρεχούμενα νερά και δάση από πεύκα. Παράγει εκλεκτό κρασί, μέλι, λάδι, σιτηρά κ.α. Δυτικά του Αγίου Κηρύκου έχει πολλές ραδιενεργές θερμοπηγές κατά των ρευματικών παθήσεων ιδιαίτερα.
Φτάνοντας οι ταξιδιώτες στο λιμάνι του Αγίου Κηρύκου η πρώτη εικόνα που αντικρίζουν είναι το πανύψηλο άγαλμα του Ίκαρου να στέκει επιβλητικό στην άκρη της προβλήτας καλωσορίζοντας τους επισκέπτες. Το άγαλμα είναι φτιαγμένο από μέταλλο και απεικονίζει την πτώση του Ίκαρου.
Η Ικαρία έχει την ιδιομορφία πως σε όλη σχεδόν την ακτογραμμή της καταλήγουν μικρά ποταμάκια και χείμαρροι.
Γεωμορφολογία
Η τοπογραφία της παρουσιάζει αντιθέσεις, καθώς εμφανίζει καταπράσινες πλαγιές και γυμνούς απότομους βράχους. Το νησί είναι ορεινό στο μεγαλύτερο μέρος του. Διασχίζεται από την οροσειρά του Αθέρα (Πράμνος), του οποίου η υψηλότερη κορυφή είναι 1.041 μέτρα. Η πλειονότητα των χωριών χαρακτηρίζονται ορεινά, κάτι που οφείλεται στην ανάγκη προστασίας των κατοίκων από τις πειρατικές επιδρομές στο Μεσαίωνα. Η Ικαρία έχει παράδοση στην παραγωγή ενός δυνατού κόκκινου κρασιού, γνωστού από τον Όμηρο ως «Πράμνειος Οίνος». Το νησί είναι σε μεγάλο κομμάτι του καλυμμένο από βλάστηση, κουμαριές, πρίνους και πευκοδάση. Υπάρχει αφθονία νερού, ενώ έχει χτιστεί και φράγμα στο Πέζι για συγκράτηση των υδάτων και ύδρευση του νησιού. Στα δυτικά βρίσκεται το δάσος του Ράντη, ένα από τα σπανιότερα χαρακτηριστικά μεσογειακά προϊστορικά δάση. Μέρος του νησιού είχε καταστραφεί από φονική πυρκαγιά το 1993. Υπάρχουν σπάνια και μοναδικά είδη ζώων στο νησί, όπως η σαύρα «κορκόφυλας», αλλά και ιδιαίτερη χλωρίδα. Εκτός από συνηθισμένα ζώα, χαρακτηριστικά είναι τα ημιάγρια κατσίκια ελευθέρας βοσκής (τα λεγόμενα «ρασκά» = ορεσκά, ορεσίβια), τα οποία συναντώνται παντού, διαταράσσοντας τη χλωρίδα του νησιού με την υπερβόσκηση. Το κλίμα της Ικαρίας υπάγεται στον κλιματικό τύπο του μεσογειακού παράκτιου (Csb κατά Köppen), δηλαδή ξηρό και σχετικά θερμό καλοκαίρι με υγρούς και ήπιους χειμώνες. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ονομασία
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την προέλευση της ονομασίας του νησιού. Η πρώτη αναφέρει ότι η λέξη Ικαρία προέρχεται από την ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα -καρ, η οποία συναντάται σε λέξεις που δηλώνουν σκληρό, απότομο. Εν προκειμένω συνδέεται με βραχώδη, απόκρημνα μέρη, όπως αντίστοιχα η γειτονική Καρία της Μικράς Ασίας. Άλλη αρχαία ονομασία που συναντάται για το νησί είναι «Δολίχη» που σημαίνει μακριά, λόγω του μακρόστενου σχήματός της. Στο διάβα του χρόνου, το νησί αναφέρεται και με άλλες ονομασίες όπως Οινόη, Ιχθυόεσσα, Ανεμόεσσα και στο Βυζάντιο ως Μάκρη.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το νησί ονομάζεται Ικαρία από το μύθο του θρυλικού Ικάρου που, με τον θάνατό του από την πτώση στη θάλασσα, υπάρχει ο βράχος που θεωρείται ότι έπεσε ο Ίκαρος στη θέση Ξυλοσύρτη,έδωσε το όνομά του στο Ικάριο πέλαγος. Η ονομασία των κατοίκων του νησιού είναι Ικαριώτης και Ικαριώτισσα (ή απλά Καριώτης – Καριώτισσα ή Καριωτίνα), στον πληθυντικό Ικαριώτες και Ικαριώτισσες. Το όνομα του δεύτερου λιμένα, του Ευδήλου, προέρχεται από τα συνθετικά «ευ» + «δήλος = φανερός», δηλαδή λιμένας που φαίνεται εύκολα από μακριά, πλησιάζοντας στη βόρεια πλευρά του νησιού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ιστορία
Η Ικαρία είχε κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχή, πριν το 7.000 π.Χ., από κατοίκους που οι αρχαίοι Έλληνες αποκάλεσαν μετέπειτα Πελασγούς. Γύρω στο 750 π.Χ. Έλληνες από τη Μίλητο αποίκισαν την Ικαρία ιδρύοντας εγκαταστάσεις στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Κάμπος, την οποία τότε αποκαλούσαν Οινόη για το κρασί της. Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Ικαρία συνενώθηκε διοικητικά με τη Σάμο και αποτέλεσε τμήμα της θαλάσσιας αυτοκρατορίας του Πολυκράτη. Εκείνη την εποχή χτίστηκε ο ναός της Αρτέμιδος στο Να, στη βορειοανατολική γωνία του νησιού. Ο Νας ήταν ιερός τόπος και για τους Προέλληνες κατοίκους του Αιγαίου, ενώ ήταν ένα σημαντικό λιμάνι του νησιού στην αρχαιότητα, ο τελευταίος σταθμός πριν εξερευνηθούν οι επικίνδυνες θάλασσες γύρω από την Ικαρία. Ήταν κατάλληλο μέρος για τους ναυτικούς να κάνουν θυσίες στην Άρτεμη, η οποία εκτός των άλλων ήταν και προστάτης των θαλασσοπόρων. Ο ναός διατηρούνταν σε καλή κατάσταση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους κατοίκους του χωριού Χριστός Ραχών, οι οποίοι πήραν το μάρμαρο προκειμένου να φτιάξουν ασβέστη για την εκκλησία τους. Το 1939 έγιναν ανασκαφές στην περιοχή από τον Έλληνα αρχαιολόγο Λίνο Πολίτη. Κατά τη Γερμανική και Ιταλική κατοχή της Ικαρίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά από τα τεχνουργήματα που είχαν βρεθεί από τον Πολίτη εξαφανίστηκαν. Σύμφωνα με τοπικό θρύλο υπάρχουν ακόμα μαρμάρινα αγάλματα κάτω από την άμμο της παραλίας του Να.
Το 14ο αιώνα μ.Χ. η Ικαρία ήταν κομμάτι της Γενοβέζικης αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Σε κάποιο σημείο αυτής της περιόδου οι Ικαριώτες κατέστρεψαν τα λιμάνια τους ώστε να αποτρέψουν την απόβαση των ανεπιθύμητων επισκεπτών. Σύμφωνα με τους ντόπιους ιστορικούς, οι Ικαριώτες, βασισμένοι σε δικές τους κατασκευές, έχτισαν επτά πύργους-παρατηρητήρια κατά μήκος της ακτής. Μόλις εμφανιζόταν εχθρικό ή άγνωστο σκάφος, οι παρατηρητές άναβαν αμέσως φωτιά και έτρεχαν σε μία δεξαμενή η οποία ήταν πάντα γεμάτη με νερό. Τραβούσαν ένα ξύλινο βούλωμα το οποίο υπήρχε στη βάση και το νερό έρεε. Οι φρουροί των άλλων παρατηρητηρίων ειδοποιούνταν από τη φωτιά ώστε να κάνουν ταυτοχρόνως το ίδιο. Στο εσωτερικό της δεξαμενής κάθε κάστρου υπήρχαν ενδεικτικές γραμμές πανομοιότυπες με εκείνες που χρησιμεύουν ως ογκομετρητές στα δοχεία. Κάθε μια από αυτές τις διαμετρήσεις είχε και ένα διαφορετικό μήνυμα συνημμένο πάνω της: «επίθεση πειρατών», «προσέγγιση αγνώστου σκάφους», κλπ. Όταν το επίπεδο του νερού έφτανε στο κατάλληλο μήνυμα, οι «αποστολείς» επανατοποθετούσαν το βούλωμα στη δεξαμενή και έσβηναν τη φωτιά, έτσι ο καθένας από τους άλλους πύργους μπορούσε να αποκωδικοποιήσει το μέγεθος και την εγγύτητα του εκάστοτε κινδύνου. Οι πύργοι στα υψώματα του νησιού, όπως στου Δρακάνου, αποτελούσαν μέρος του δικτύου επικοινωνίας των νησιών μέσω φωτιών από την Αθηναϊκή συμμαχία ακόμη.
Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου οι Ικαριώτες σπανίως έχτιζαν χωριά με τη συγκεντρωμένη μορφή που γνωρίζουμε. Κάθε σπίτι ήταν χαμηλό, με ένα δωμάτιο, με σκεπή από πέτρινες πλάκες, και βρίσκονταν απομακρυσμένο από τα γειτονικά. Είχε μόνο μια χαμηλή πόρτα και ήταν φραγμένο από την πλευρά της θάλασσας με ψηλούς τοίχους, ενώ υπήρχε ένα άνοιγμα στη στέγη (ο ανεφάντης). Επειδή η καμινάδα με τους καπνούς θα μπορούσε να προδώσει την ύπαρξη του σπιτιού, πολλές φορές κλείνονταν. Ο καπνός διαχεόταν από τις πλάκες της στέγης χωρίς να γίνεται ορατός, καθαρίζοντας ταυτόχρονα τα ξύλα της στέγης από έντομα. Τα δωμάτια περιείχαν τα απολύτως απαραίτητα όπως τον χειρόμυλο και το τσουκάλι. Η παράδοση υποστηρίζει πως όλοι κοιμόντουσαν στο πάτωμα και έκρυβαν τα υπάρχοντά τους μέσα σε σχισμές στους τοίχους. Άντρες και γυναίκες φορούσαν σχεδόν τα ίδια ρούχα: υφαντές λινές φούστες για τις γυναίκες, ένα είδος φουστανέλας για τους άντρες. Αργότερα καθιερώθηκε η βράκα και το γιλέκο για τους άνδρες και η αντίστοιχη παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά. Αυτός ο τρόπος ζωής συντελούσε στη μακροζωία και στην αταξικότητα. Κάθε σπίτι ήταν αυτάρκες, χρησιμοποιώντας τον ζωτικό χώρο γύρω του για καλλιέργεια των απαραίτητων, οι γυναίκες συμμετείχαν στις εργασίες και στην κοινωνική ζωή. Τα χωριά δημιουργούνταν σιγά-σιγά από απόγονους μιας αρχικής οικογένειας, που εξαπλωνόταν. Παρ’ όλη την αραιοκατοίκηση, η συνεκτικότητα της κοινωνίας ήταν μεγάλη. Υπήρχαν τα πανηγύρια, ομαδικές εργασίες, και τα συμβούλια των γηραιότερων που έπαιρναν τις αποφάσεις. Ο τρόπος ζωής και η αρχιτεκτονική αυτή διατηρήθηκαν έως τα τέλη του 19ου αιώνα, και πολλά στοιχεία μέχρι τις μέρες μας.
Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, που είχαν τη βάση τους στη Ρόδο, ασκούσαν εξουσία στην Ικαρία μέχρι το 1521 που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την Ικαρία στις κτήσεις της. Τότε επιδεινώθηκε το πρόβλημα της πειρατείας, οπότε οι κάτοικοι του νησιού εφάρμοσαν την πρακτική της αφάνειας: τραβήχτηκαν στα ορεινά του νησιού, κρύβοντας τους οικισμούς, αλλά και τις κατοικίες τους. Για την αντιπειρατική άμυνα, εκτός από την «αφάνεια» (αραιοκατοίκηση και απόκρυψη των κατοικιών), υπήρχαν παρατηρητήρια – βίγλες, διάφορα σημεία συγκέντρωσης και άμυνας του πληθυσμού σε περίπτωση επιδρομών (οροπέδια αόρατα από τη θάλασσα), και κοινές κρυμμένες προμήθειες για χρήση σε ώρα ανάγκης. Η κλοπή τους τιμωρούταν από το ιδιαίτερο εθιμικό δίκαιο της εποχής ακόμη και με θάνατο. Υπάρχουν τέλος αναφορές για επίθεση των κατοίκων σε ανεπιθύμητους επισκέπτες των ακτών, ακόμη και σε ναυαγούς. Οι Ικαριώτες λίντσαραν τον πρώτο Τούρκο φοροεισπράκτορα, αλλά κατά κάποιον τρόπο κατόρθωσαν να παραμείνουν ατιμώρητοι. Η συγκεκριμένη ιστορία, όπως έχει διατηρηθεί στην προφορική παράδοση, μιλάει για έναν Οθωμανό Αγά, που για να μετακινηθεί έβαλε δύο Ικαριώτες να τον κουβαλήσουν στα χέρια, πάνω σε ένα φορείο. Οι Ικαριώτες μην αντέχοντας τον εξαναγκασμό, τον έριξαν στο γκρεμό, στην περιοχή Κακό Καταβασίδι. Οι τουρκικές αρχές συγκέντρωσαν τον πληθυσμό και ρώτησαν ποιοι ήταν οι δράστες, αλλά έλαβαν την απάντηση «ούλοι εμείς εφέντη». Η φράση έμεινε παροιμιώδης, τονίζοντας την αλληλεγγύη της κοινωνίας εκείνη την εποχή.
Οι Τούρκοι επέβαλλαν ένα πολύ χαλαρό καθεστώς διοίκησης, δεν έστειλαν αξιωματούχους στην Ικαρία για αρκετούς αιώνες. Η καλύτερη καταγραφή που διαθέτουμε για το νησί κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων χρόνων είναι από τον κονδυλοφόρο του επισκόπου Ιωσήφ Γεωργειρήνη που το 1677 περιέγραψε το νησί με 1.000 κατοίκους οι οποίοι ήταν οι φτωχότεροι στο Αιγαίο. Το 1827 η Ικαρία αποσπάστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά αναγκάστηκε να αποδεχτεί την Τουρκική διοίκηση κάποια χρόνια μετά και παρέμεινε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως τις 17 Ιουλίου 1912 όταν εκδίωξε μια μικρή τουρκική φρουρά κατά τη διάρκεια της Ικαριακής Επανάστασης.
Ελευθέρα Πολιτεία Ικαρίας
Την 17η Ιουλίου του 1912 οι επαναστάτες εκδίωξαν την τουρκική φρουρά, με αρχηγό τον ιατρό Ιωάννη Μαλαχία και πεσόντα ήρωα τον Γεώργιο Σπανό, του οποίου το μνημείο βρίσκεται έξω από το χωριό Χρυσόστομος και το άγαλμα του στον Εύδηλο. Εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων, η Ικαρία αδυνατούσε να συνενωθεί με την Ελλάδα μέχρι το Νοέμβριο του αυτού έτους. Για 5 μήνες παρέμεινε ανεξάρτητη πολιτεία, με τις δικές της ένοπλες δυνάμεις, σφραγίδες και ύμνο ως η Ελευθέρα Πολιτεία Ικαρίας. Η σημαία της ελευθέρας πολιτείας ήταν μπλε με έναν λευκό σταυρό στη μέση. Οι πέντε μήνες ανεξαρτησίας ήταν δύσκολοι. Οι ντόπιοι είχαν έλλειψη σε προμήθειες, δεν είχαν συχνή συγκοινωνία και ταχυδρομικές υπηρεσίες, ενώ κινδύνευαν να γίνουν κομμάτι της Ιταλικής Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Με απόφαση της εθνοσυνέλευσης ενώθηκε με την Ελλάδα.
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το νησί είχε τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Γερμανική και Ιταλική Κατοχή. Δεν υπάρχουν ακριβή νούμερα ως προς το πόσοι άνθρωποι λιμοκτόνησαν, αλλά στο χωριό Καραβόσταμο πάνω από 100 άτομα πέθαναν από ασιτία. Από τότε, στο νησί η πλειονότητα των κατοίκων είναι φίλα προσκείμενοι στον Κομμουνισμό, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση χρησιμοποίησε το νησί ως τόπο εξορίας για περίπου 13.000 κομμουνιστές από το 1945 έως το 1949. Τόπος εξορίας ήταν άλλωστε και παλαιότερα κατά το καθεστώς Μεταξά, αλλά και κατά τη βυζαντινή περίοδο όπου αυτοκρατορικές οικογένειες εξορίζονταν στο νησί. Υπήρχε έτσι η προκατάληψη στους απλούς ανθρώπους να μην παντρεύονται με κατοίκους από γειτονικά νησιά, θεωρώντας τους εαυτούς τους γαλαζοαίματους. Μέχρι σήμερα η Ικαρία ονομάζεται «Κόκκινο Νησί» ή «Κόκκινος Βράχος», εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων των κατοίκων.
Νεότερα Χρόνια
Χαρακτηριστική απασχόληση των Ικαριωτών από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν η παραγωγή και εμπορία ξυλοκάρβουνου. «Κομπανίες» Ικαριωτών ταξίδευαν για μήνες αρχικά στη Μικρά Ασία και μετά το 1922 σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας για τον σκοπό αυτό. Στη συνέχεια η μεγάλη μετανάστευση, κυρίως στις Η.Π.Α., και η ναυτολόγηση των κατοίκων περιόρισε και τελικά μηδένισε τη δραστηριότητα αυτή. Η παροικία των Ικαρίων στις Η.Π.Α. είναι σήμερα μεγάλη και ιδιαίτερα δυναμική, εξακολουθεί δε να έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τον γενέθλιο τόπο.
Η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε σημαντικά μετά από το 1960 όταν η Ελληνική Κυβέρνηση ξεκίνησε να επενδύει στην υποδομή των νησιών προκειμένου να προωθηθεί ο τουρισμός, με σημαντική συμβολή του Ικαριώτη Γεώργιου Τσαντίρη. Ακόμα και τώρα όμως, η Ικαρία θεωρείται από τα «ξεχασμένα» νησιά και οι ντόπιοι βασίζονται στα έσοδα που έχουν από τις διάφορες εκδηλώσεις για τη βελτίωση της τοπικής υποδομής. Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη σε έργα υποδομής, λόγω της βραχώδους και απότομης μορφολογίας που τα καθιστά πολυδάπανα.
Μόλις τα τελευταία χρόνια έχει βελτιωθεί η συχνότητα ακτοπλοϊκής σύνδεσης και ο χρόνος ταξιδιού, ενώ από το 1995 λειτουργεί και το αεροδρόμιο «Ίκαρος» στο Φανάρι. Η Ικαρία αποτελεί πλέον έναν από τους δημοφιλέστερους εναλλακτικούς καλοκαιρινούς προορισμούς, όσον αφορά το νησιωτικό τουρισμό στην Ελλάδα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μυθολογία
Απόλλων
Ο Απόλλωνας σχετίζεται με πολλούς μύθους του νησιού. Ένας από αυτούς αναφέρει ότι γεννήθηκε στο Ιερό Σπήλαιο στον όρμο Δράκανο. Σχετίζεται με τον μύθο του Ασκληπιού, αλλά και με τον μύθο της Δάφνης. Θεωρείται θεός θεραπευτής, για αυτό και έχει δοθεί το όνομά του στην Πηγή Απόλλωνα στα Θέρμα.
Άρτεμις Ταυροπόλος
Η Ικαρία, κατά τη μυθολογία, φαίνεται να ήταν αγαπημένος τόπος διαμονής της θεάς Αρτέμιδος. Πράγματι, το βασίλειο της Αρτέμιδος ήταν η άγρια φύση της Ικαρίας, οι κοιλάδες, οι πηγές, τα ρυάκια, τα βουνά, οι κατάφυτες χαράδρες του νησιού. Η Άρτεμης ήταν κόρη του Δία και της Λητούς, δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων. Σεμνή στην εμφάνιση, με ελεύθερες κινήσεις, με την φαρέτρα στον ώμο, τα αλάνθαστα βέλη και το τόξο στα χέρια, η παρθένα θεά κυνηγούσε με τη συνοδεία Νυμφών ζαρκάδια και ελάφια σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον. Οι Ικαριώτες λάτρευαν τη θεά με μεγάλη επισημότητα στον ιερό χώρο του Να, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία πλούσια σε νερά και δάση. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο τόπος αυτός της λατρείας της Αρτέμιδος ήταν το Ταυροπόλιο. Η ονομασία του σημερινού όρμου, το όνομα Νας, προέκυψε ίσως από παραφθορά της λέξης Ναός. Ταυροπόλιο λεγόταν το ιερό της θεάς, που γνωρίζουμε ότι μεταξύ του πλήθους των επιθέτων της είχε και εκείνο της Ταυροπόλου ή Ταυροβόλου δηλαδή αυτή που φροντίζει τον ταύρο, σύμβολο δημιουργίας και αναγέννησης.
Ασκληπιός
Η αρχαία πόλη των Θερμών στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ασκληπιείς. Αυτή η ονομασία δόθηκε από τους κατοίκους των αρχαίων Θερμών γιατί είχαν τις καλύτερες ιαματικές πηγές και τις ταύτισαν με το όνομα του Ασκληπιού που ήταν ο Θεός της ιατρικής. Υπάρχει και πηγή στην Ικαρία με την ονομασία Ασκληπιός. Η Πηγή Ασκληπιού βρίσκεται μέσα στην πόλη του Αγίου Κηρύκου.
Δαίδαλος και Ίκαρος
Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Μίνωας ζήτησε από τον Θεό Ποσειδώνα να του στείλει ένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι μόνο αυτός πρέπει να πάρει τον θρόνο της Κνωσού από τον βασιλιά Αστέριο. Πράγματι ο Ποσειδώνας του έστειλε έναν πανέμορφο λευκό ταύρο και του ζήτησε να τον θυσιάσει προς τιμήν του ιδίου. Ο Μίνωας όμως εκθαμβωμένος από την ομορφιά του ζώου, αποφάσισε να παραπλανήσει τον Ποσειδώνα και να θυσιάσει έναν άλλο ταύρο στη θέση του. Ο Ποσειδώνας κατάλαβε τι έγινε και εξοργισμένος προκάλεσε τον έρωτα της γυναίκας του Μίνωα Πασιφάης.
Η απελπισμένη Πασιφάη ζήτησε τη βοήθεια του Δαίδαλου, ο οποίος κατασκεύασε ένα ξύλινο ομοίωμα αγελάδας (Δάμαλις) το οποίο σκέπασε με αληθινό δέρμα αγελάδας. Η Πασιφάη μπήκε μέσα στο ομοίωμα και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της. Από αυτή την αφύσικη συνεύρεση γεννήθηκε ο περίφημος Μινώταυρος, ένα τέρας με σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου που τρεφόταν με ανθρώπινο αίμα. Όταν είδε το τέρας ο Μίνωας, ζήτησε από το Δαίδαλο να κατασκευάσει ένα σκοτεινό κτίσμα με απέραντους διαδρόμους για να κλείσει μέσα το Μινώταυρο. Έτσι, ο Δαίδαλος κατασκεύασε το Λαβύρινθο, ένα σύνθετο δίκτυο στοών που όποιος έμπαινε μέσα έχανε την έξοδο. Μάλιστα πολλοί πιστεύουν ότι αυτός είναι το σπήλαιο του Λαβυρίνθου στη Μεσσαρά Καστελίου στην Κρήτη. Εκεί λέγεται ότι φυλάκισε και τον Δαίδαλο μαζί με το γιο του Ίκαρο για τη βοήθεια που παρείχε στην Πασιφάη.
Ο πολυμήχανος Δαίδαλος όμως βρήκε τρόπο διαφυγής και κατασκεύασε δύο ζευγάρια φτερά με πούπουλα και κερί ένα για τον ίδιο και ένα για τον Ίκαρο. Πριν ξεκινήσει η πτήση ο Δαίδαλος έδωσε οδηγίες στο γιο του Ίκαρο για το πώς να πετάει. Τον προειδοποίησε ότι αν πλησίαζε πολύ κοντά στο νερό της θάλασσας, η υγρασία θα πότιζε τα πούπουλα που θα βάραιναν και θα έκαναν τα φτερά άχρηστα. Από την άλλη αν πετούσε πολύ ψηλά κοντά στον ήλιο, η ψηλή θερμοκρασία θα έλιωνε το κερί και τα φτερά θα καταστρέφονταν. Δυστυχώς όμως ο Ίκαρος εντυπωσιασμένος από τη μαγεία του ύψους και την ταχύτητα της πτήσης, παράκουσε τις εντολές του πατέρα του και πήγε πολύ κοντά στον ήλιο με αποτέλεσμα να καούν τα φτερά του και να πέσει μέσα στο πέλαγος που από τότε ονομάστηκε Ικάριο Πέλαγος και το νησί Ικαρία. Το άψυχο σώμα του Ίκαρου αναγνώρισε ο Ηρακλής, που βρήκε το Δαίδαλο και του το έδωσε. (Πηγή πληροφοριών: https://ikaria2.webnode.gr)
Έθιμα
Τα Χριστούγεννα οι νέοι τραγουδούν τα Ικαριώτικα Κάλαντα, ενώ την Πρωτοχρονιά κάθε σπίτι μαγειρεύει φαγητό, και παρέες επισκέπτονται τους γείτονες ή διπλανά χωριά μέχρι το πρωί. Σ’ αυτό το έθιμο, το οποίο ονομάζεται «Αγερμοί» ή «Χαιρετίδια» προσφέρονται κεράσματα, κυρίως χοιροσφάγια και κρασί. Τις απόκριες αναβιώνουν οι «Τραγόμορφοι και Κουδουνάτοι», όπου μασκαράδες φορούν προβιές και κουδούνια χορεύοντας γύρω από τη φωτιά. Το Πάσχα οι κάτοικοι κάθε χωριού ανταγωνίζονται συγκεντρώνοντας τα περισσότερα ξύλα κοντά στις εκκλησίες, και την ώρα της Ανάστασης βάζουν μια μεγάλη φωτιά, γιορτάζοντας το έθιμο «Σωρός» ή «Αφανός». Κάποια άλλα χωριά, όπως ο Χριστός και το Γλαρέδο, ετοιμάζουν ένα ομοίωμα του Ιούδα, το οποίο ονομάζουν «Τσιφούτη» και το καίνε την επόμενη μέρα, ανήμερα του Πάσχα. Ένα ξεχωριστό έθιμο λαμβάνει χώρα στους γάμους, όπου ο γαμπρός δέχεται συνεχή πειράγματα ώσπου οι φίλοι του να τον ντύσουν και τους «εκδικείται» αργότερα ταϊζοντάς τους με τη γραβάτα του που έχει μαγειρευτεί σε μικρά κομματάκια. Επίσης μετά από τη λήξη της τελετής στην εκκλησία, οι καλεσμένοι που συνήθως είναι όλο το χωριό, ρίχνουν σε πολύ μεγάλες ποσότητες ρύζι στο νιόπαντρο ζευγάρι. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Γαστρονομία
Η παραδοσιακή διατροφή των Ικαριωτών περιλαμβάνει πολλά λαχανικά που καλλιεργούνται στις οικογενειακές εκτάσεις, γάλα και κρέας από κατσίκι, πουλερικά, κουνέλια και ψάρια, ενώ τα γεύματα συνοδεύονται πάντα από το ντόπιο κρασί. Τρόφιμα συλλέγονται επίσης από τις γύρω περιοχές, όπως άγρια χόρτα, μανιτάρια, σαλιγκάρια, ή κυνήγια. Η καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών στις ορεινές περιοχές γίνεται στις «πεζούλες», δηλαδή επίπεδα, χτιστά αγροτεμάχια που προκύπτουν μετά από κατάλληλη διαμόρφωση. Παραδοσιακά φαγητά είναι το «σουφικό» ένα μείγμα από λαχανικά, το λευκό τυρί «καθούρα», τα πιτταράκια, ενώ χαρακτηριστικό έδεσμα είναι οι λουκουμάδες που παρασκευάζονται στις γιορτές. Λόγω της αραιοκατοίκησης και της διασποράς των κατοίκων, ιδιαιτερότητα αποτελεί η πώληση ψωμιού με περιοδεία στα χωριά, ειδοποιώντας με την κόρνα από μακριά. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org