Αξιοθέατα στο Νομό Θεσπρωτίας
Αρχαία Γίτανα
Οικοδομημένη στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα στη νοτιοδυτική πλαγιά του όρους της Βρυσέλλας και την κοιλάδα του αρχαίου ποταμού Θύαμι (Καλαμάς), τα Γίτανα (Γιτάνη) ήταν δεύτερη χρονολογική πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας μετά την Ελέα. Μολονότι κατοικήθηκε για μόλις δύο αιώνες -μέχρι το 167 π.Χ., όταν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και εγκαταλείφθηκε οριστικά- η πόλη αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Ιονίου. Από τον πυκνοδομημένο αρχαίο οικισμό σήμερα σώζονται η ακρόπολη, η αγορά, το θέατρο, πολυγωνικά τείχη συνολικής έκτασης 2,5 χιλιομέτρων, κατοικίες και άλλα κτίσματα, όπως επίσης και τμήμα του οδικού δικτύου. Η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, που τώρα πλέον είναι επισκέψιμος με μόνιμο φύλακα της τοπικής εφορείας αρχαιοτήτων, ολοκληρώθηκε το έτος 2009. Για την επίσκεψη και μελέτη όλου του αρχαιολογικού χώρου χρειάζεται πεζοπορία τουλάχιστον δύο ωρών Ωστόσο εκκρεμεί η αποκατάσταση επιμέρους μνημείων, όπως το αρχαίο θέατρο, για την τεκμηρίωση και προστασία του οποίου έχει υπογραφεί προγραμματική σύμβαση μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και της περιφέρειας Ηπείρου. Το αρχαίο θέατρο Γιτάνων βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση της πόλης των Γιτάνων, δηλαδή στους δυτικούς πρόποδες της Βρυσέλλας, στη βραχώδη δυτική πλαγιά των Γιτάνων, στο κοίλωμα του λόφου, έξω από τη δυτική πλευρά του τείχους. Εκεί οδηγούσε από το Πρυτανείο ένας πλακόστρωτος δρόμος. Το θέατρο έχει προσανατολισμό προς τον ποταμό Καλαμά, δηλ. από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Αν και το θέατρο βρισκόταν έξω από το τείχος, προστατευόταν από εχθρικές επιδρομές χάρη σε ένα προτείχισμα, που βρίσκεται μεταξύ της βορειοδυτικής γωνίας της οχύρωσης και του ποταμού και φυσικά από το ποτάµι. Το αρχαίο θέατρο Γιτάνων είχε χωρητικότητα περίπου 4.000 θεατών. Το θέατρο κατασκευάστηκε από λευκό ασβεστόλιθο, ενώ η αρχιτεκτονική του είναι η συνηθισμένη που συναντάται και στα άλλα αρχαία ελληνικά θέατρα.
Αρχαία Ελέα
Ο οχυρωμένος οικισμός της Ελέας, έκτασης 105 στρεμμάτων, βρίσκεται σε φυσικά οχυρό πλάτωμα στους πρόποδες των βουνών της Παραμυθιάς και σε μέσο υψόμετρο 500 μ. Η επικράτεια της Ελέας, η αρχαία Ελεάτιδα, καταλάμβανε την κοιλάδα του Κωκυτού, η οποία εκτεινόταν από τα βορειοδυτικά της Παραμυθιάς έως τις εκβολές του Αχέροντα στον όρμο της Αμμουδιάς όπου και τοποθετείται ο «Ελέας Λιμήν» των αρχαίων συγγραφέων, το επίνειο δηλαδή της αρχαίας πόλης αλλά και το γνωστό από τη μυθολογική παράδοση Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Ο οικισμός της Ελέας ιδρύθηκε λίγο πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και για μερικές δεκαετίες φαίνεται ότι διετέλεσε έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών. Η πόλη ακμάζει κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος ~ 2ος αι. π.Χ.) και καταστρέφεται το 167 π.Χ. από τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου. Η κατοικημένη έκταση περιβάλλεται σε όλα τα βατά σημεία της από ισχυρά πολυγωνικά τείχη και έχει δύο κύριες πύλες, μία στα ανατολικά και μία στα δυτικά. Το βορειοανατολικό τμήμα του οικισμού ήταν πολύ αραιά δομημένο και στο δυτικό άκρο του ήταν χτισμένος μικρός ναός, στον οποίο λατρευόταν άγνωστη, σήμερα, θεότητα. Χωροταξικά, το επίπεδο τμήμα της πόλης οργανώνεται βάσει μίας κύριας οδικής αρτηρίας με κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά. Παράλληλοι ή κάθετοι σε αυτή μικρότεροι δρόμοι οριοθετούν τις ιδιωτικές κατοικίες και τα δημόσια κτίρια. Το κέντρο του οικισμού καταλαμβάνει η εμπορική και πολιτική Αγορά. Στα ελληνιστικά χρόνια οριοθετήθηκε από στοές, μακρόστενα δηλαδή οικοδομήματα με κίονες στην πρόσοψη, ενώ στα νότια αυτής υπάρχει επικλινής έκταση που, αρχικά, είχε ταυτιστεί από τον Σ. Δάκαρη, με την περιοχή του θεάτρου της πόλης. Η έρευνα των ετών 2007 ~ 2008 απέδειξε, ωστόσο, ότι η θεωρούμενη ως περιοχή του θεάτρου πρόκειται για βαθμιδωτά οργανωμένο τμήμα του αρχαίου οικισμού με τρεις, τουλάχιστον, οικοδομικές νησίδες που διαχωρίζονται από δίκτυο δρόμων και αποχετευτικών αγωγών, μέσω των οποίων απομακρύνονταν τα λύματα των οικιών και τα όμβρια ύδατα. Δημόσιου χαρακτήρα ήταν, πιθανότατα, η επιβλητικής κατασκευής αποθήκη με τους πολυγωνικούς τοίχους νοτιοδυτικά της Αγοράς, καθώς και το κτίριο έκτασης 1.000 τ.μ. στο βορειοδυτικό τμήμα του οικισμού. Πολυάριθμες θεμελιώσεις ιδιωτικών οικιών έχουν εντοπιστεί τόσο γύρω από τον χώρο της Αγοράς όσο και στο βορειοδυτικό τμήμα του οικισμού. Το ισόγειό τους έχει έκταση από 160 έως 250 τ.μ. και αποτελείται από 4 έως 6 χώρους. Μεγάλο μέρος του καταλάμβαναν οι χώροι με τα αποθηκευτικά πιθάρια. Άλλα δωμάτια χρησιμοποιούνταν για δραστηριότητες όπως η υφαντική, ενώ οι χώροι διαμονής βρίσκονταν συνήθως στον όροφο των κατοικιών. Σε αρκετές περιπτώσεις η παρουσία πήλινων λουτήρων επιβεβαιώνει την ύπαρξη χώρων υγιεινής. Τα δωμάτια επικοινωνούσαν με θύρες που είχαν πρόχειρα λιθόκτιστα κατώφλια. Τα δάπεδά τους ήταν από πατημένο πηλόχωμα ή λαξευμένα στο φυσικό βράχο. Το ανώτερο τμήμα των τοίχων ήταν κατασκευασμένο από ωμές πλίνθους και ξυλοδεσιές και οι στέγες τους κεραμοσκεπείς.
Αρχαία Ελίνα
Ο αρχαιολογικός χώρος του Δυμοκάστρου βρίσκεται σε λόφο νότια του όρμου Καραβοστάσι στην Πέρδικα Θεσπρωτίας. Πρόκειται για τειχισμένο παράλιο αρχαίο οικισμό, ο οποίος έχει ταυτιστεί από τον Νickolas Hammond και το Σωτήριο Δάκαρη με την αρχαία Ελίνα, που αναφέρεται σε μολύβδινη επιγραφή από τη Δωδώνη. Ο τειχισμένος οικισμός δημιουργείται κατά την περίοδο των ύστερων κλασικών χρόνων. Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών χτίστηκε κατά τον ύστερο 4ο π.Χ. αιώνα (περίμετρος 1.600 μ.), συγχρόνως με αυτά των άλλων μεγάλων αρχαίων οικισμών της Θεσπρωτίας, της Ελέας, των Γιτάνων και της Φανοτής (Ντόλιανης). Την περίοδο αυτή η έκταση του οχυρωμένου οικισμού ήταν εβδομήντα περίπου στρέμματα. Κατά την ελληνιστική εποχή, η οχύρωση επεκτείνεται προς τα δυτικά, περικλείοντας επιπλέον έκταση εκατόν πενήντα περίπου στρεμμάτων και καταλήγοντας στην ακτή, σε ένα αρκετά ασφαλισμένο μικρό λιμάνι, τη Σκάλα Ελληνικού. Ο οικισμός ακμάζει κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. καταστράφηκε ύστερα από την επίθεση των ρωμαϊκών λεγεώνων του Αιμίλιου Παύλου, σε αντίθεση, όμως, με άλλους οχυρωμένους οικισμούς της Θεσπρωτίας -λόγω της καίριας θέσης του για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών του Ιονίου- δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά συνέχισε να κατοικείται κατά τον 1ο αι. π.Χ. και μέχρι και τον 1ο αι. μ.Χ. Η θέση του οχυρωμένου οικισμού είναι εξαιρετική, δίπλα στον όρμο Καραβοστάσι, ο οποίος στην αρχαιότητα θα πρέπει να εισχωρούσε βαθύτερα στον κάμπο, δημιουργώντας ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, όπως δηλώνει και το νεότερο όνομά του. Από τον ίδιο τον οικισμό, ο οποίος φαίνεται να ήταν στραμμένος προς τη θάλασσα, έχει κανείς εξαιρετική θέα προς το νότιο τμήμα της Κέρκυρας, τους Παξούς, τους Αντίπαξους και τη Λευκάδα. Από το καλοκαίρι του έτους 2000, μετά τον εντοπισμό τριών λαθρανασκαφών στο υψηλότερο σημείο της οχύρωσης, ξεκίνησε σωστική ανασκαφή στον αρχαίο οικισμό. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε τα έτη 2001 ~ 2002 και οδήγησε στη μερική αποκάλυψη κάποιων -ήδη από πριν εν μέρει ορατών- κτιρίων. Κατά τα έτη 2002-2008 πραγματοποιήθηκαν στο χώρο εργασίες ανάδειξης, που επικεντρώθηκαν στις δύο ανώτερες «ακροπόλεις» του οικισμού και περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τον καθαρισμό από την οργιώδη βλάστηση, την απομάκρυνση των λιθοσωρών και των επιφανειακών χωμάτων που κάλυπταν τα τείχη και τα αρχαία κτίρια, τη διαμόρφωση της διαδρομής των επισκεπτών, τη στερέωση τοίχων των αρχαίων κτιρίων, την τοποθέτηση προστατευτικών στεγάστρων και τη συντήρηση των πολυάριθμων κινητών ευρημάτων.
Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη)
Η Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη) αποτελεί έναν τειχισμένο με διπλό οχυρωματικό περίβολο οικισμό, ο οποίος υπήρξε κέντρο του αρχαίου θεσπρωτικού φύλου των Φανοτέων, που πιστεύεται ότι κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ της Μουργκάνας και του μέσου ποταμού Καλαμά. Η Αρχαία Φανοτή, η γνωστή και από τη φιλολογική παράδοση (Πολύβιος, Λίβιος), διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του τελευταίου Μακεδονικού πολέμου. Ο αρχαίος οικισμός, πάνω σε φυσικά οχυρό λόφο ύψους 85 μ. δίπλα ακριβώς από τον Καλαμά, ανάμεσα στα χωριά Άγιος Γεώργιος και Γεροπλάτανος, έχει έκταση 53 στρέμματα.
Αρχαιολογικός χώρος του Πύργου Ραγίου
Ο αρχαιολογικός χώρος του Πύργου Ραγίου καταλαμβάνει την κορυφή λόφου στο μέσον του κάμπου Ραγίου-Κεστρίνης, κοντά στις παλαιές εκβολές του ποταμού Καλαμά. Η θέση παρουσιάζει διαχρονική χρήση από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο έως τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το οχυρό θεωρείται ότι αποτέλεσε τμήμα της «Κερκυραϊκής Περαίας», της στρατιωτικής βάσης που -σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη- ίδρυσαν οι Κερκυραίοι στις θεσπρωτικές ακτές, στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τον 5ο αι. π.Χ. ο λόφος οχυρώθηκε με ισχυρό ισοδομικό τείχος, το οποίο διατηρείται σήμερα σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση, περικλείοντας μία έκταση τριών στρεμμάτων. Μικρό τμήμα στη δυτική πλευρά της οχύρωσης ακολουθεί το πολυγωνικό σύστημα τoιχοποιίας και αποδίδεται σε επεμβάσεις και ανακατασκευές κατά τους ύστερους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Ορθογώνιοι πύργοι και θλάσεις ενίσχυαν την αμυντική ικανότητα του τείχους. Κατά την αρχαιότητα, η κύρια είσοδος της οχύρωσης βρισκόταν στη νότια πλευρά, ενώ υπήρχε και μία δεύτερη στενή πυλίδα στα βόρεια. Λιγοστά είναι τα κατάλοιπα οικοδομημάτων των κλασικών ~ ελληνιστικών χρόνων στο εσωτερικό του οχυρού, λόγω του κατεξοχήν στρατιωτικού χαρακτήρα της θέσης. Ξεχωρίζουν μία εντυπωσιακού μεγέθους λαξευμένη στο βράχο δεξαμενή για τη συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων και ένα ορθογώνιο λάξευμα σε έναν από τους προεξέχοντες βράχους -σήμερα γνωστό ως «θρόνος του Αγά»- του οποίου η χρήση και ο χρόνος κατασκευής παραμένουν άγνωστα. Κατά την Οθωμανική περίοδο ο χώρος κατοικήθηκε συστηματικά. Την ίδια εποχή, επάνω στο βόρειο πύργο της αρχαίας οχύρωσης, κατασκευάστηκε ένα διώροφο κτίσμα, ο λεγόμενος Πύργος, στον οποίο οφείλεται και η σύγχρονη ονομασία της θέσης. Ο Πύργος ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της «κούλιας» ιδιαίτερα διαδεδομένος στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο κατά την Oθωμανική περίοδο. Πρόκειται για κτίριο στρατιωτικού χαρακτήρα χωρίς θύρες ή άλλα ανοίγματα στο επίπεδο του ισογείου. Η μοναδική είσοδος βρισκόταν ψηλότερα και ήταν προσβάσιμη μέσω ξύλινης κινητής γέφυρας. Τα παράθυρα είναι μικρά και συναντώνται μόνο στους επάνω ορόφους. Η δυνατότητα άμυνας ενισχυόταν με πολεμίστρες στους τοίχους και μία καταχύστρα ή λαδορίχτη επάνω από την είσοδο. Ο Πύργος της Οθωμανικής περιόδου έχει σήμερα αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή και λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος.
Κάστρο Κιάφας Σουλίου
Η Κιάφα, ή κάστρο της Κιάφας, ή αργότερα φρούριο της Κιάφας, ή φρούριο του Σουλίου, υπήρξε ένα από τα θρυλικά και ηρωικά καστροχώρια των Σουλιωτών και της ανένταχτης και αυτόνομης Σουλιώτικης Συμπολιτείας κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Βρίσκεται στην περιοχή του Σουλίου, σε υψόμετρο 460 μέτρων, στην κορυφή ιδιαίτερα απόκρημνου λόφου απέναντι από το Κούγκι και μεταξύ του Αβαρίκου και της Σαμωνίδας. Η Κιάφα, που καταλήγει στο γκρεμό της «Ντάπιας του Νότη». στα 250 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 1803 αναδείχθηκε σε πανελλήνιο σύμβολο ανδρείας, ηρωισμού και αντίστασης της ακαταμάχητης «σουλιώτικης ψυχής».
Καλπακιώτικο Γεφύρι
Βρίσκεται κάτω από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, κοντά στο χωριό Ελαία (πρώην Καλπάκι). Γεφυρώνει το Καλπακιώτικο ποτάμι. Κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα.
Νερόμυλοι Σουλίου
Στο ένδοξο Σούλι, σε ένα μαγευτικό σκηνικό βρίσκονται οι περίφημοι Μύλοι. Είναι ένα από τα πιο όμορφα αξιοθέατα στο δρόμο προς το ιστορικό χωριό. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Σουλιώτες χρησιμοποιούσαν τον παλιό νερόμυλο για να αλέθουν τα σιτηρά, ενώ τα νερά πέφτουν στο ποτάμι από ύψος 15 μέτρων. Πίσω από το νερόμυλο πηγάζουν τα νερά του ρέματος, που καταλήγουν στον ποταμό Αχέροντα. Οι Μύλοι του Σουλίου βρίσκονται σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, μέσα στο πράσινο.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας αποτελεί ένα σύγχρονο περιφερειακό μουσείο που λειτουργεί από τα τέλη του 2009 σε νεόδμητο κτίριο στη βόρεια είσοδο της πόλης. Η συλλογή της Μόνιμης Έκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηγουμενίτσας περιλαμβάνει εκθέματα που καλύπτουν, χρονολογικά, μία ιδιαίτερα μεγάλη περίοδο ανθρώπινης παρουσίας στον θεσπρωτικό χώρο, από τη Μέση Παλαιολιθική (100.000 χρόνια πριν από σήμερα) έως τους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας (19ος αι. μ.Χ.) Η πλειονότητα των εκθεμάτων χρονολογείται στην Ελληνιστική εποχή (330/325 – 167 π.Χ.), μία περίοδο ακμής των θεσπρωτικών πόλεων η οποία αντιπροσωπεύεται από πληθώρα ερευνημένων θέσεων, καθώς και στη Ρωμαϊκή εποχή (167 π.Χ. – 4ο αι. μ.Χ.) που για τη Θεσπρωτία, όπως και για την υπόλοιπη Ήπειρο σηματοδοτείται αφενός από τη συντριβή του Περσέα στην Πύδνα (168 π.Χ.) και την ακόλουθη καταστροφή των περισσότερων ηπειρωτικών πόλεων από τα στρατεύματα του Αιμιλίου Παύλου το 167 π.Χ., αφετέρου από τη διαίρεση της Ηπείρου σε Παλαιά (Epirus Vetus) και Νέα (Epirus Nova), στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. και τη σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού.
Λαογραφικό Μουσείο Μαργαριτίου
Το Μουσείο Μαργαριτίου βρίσκεται στο Μαργαρίτι Θεσπρωτίας, στη βορειοδυτική Ελλάδα, μεταξύ της Ηγουμενίτσας και της Πάργας. Στεγάζεται σε διατηρητέο κτίριο με αυλή στην περιοχή της αγοράς (παζάρι). Πρόκειται για αρχοντικό με ισόγειο και όροφο χτισμένο το 1893. Όταν αγοράστηκε από τον Πολιτιστικό Όμιλο Μαργαριτίου, ήταν σε ερειπωμένη κατάσταση. Μετά από εντατικές και εκτενείς εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης, λειτουργεί από το 2009 ως μουσείο και πολιτιστικό κέντρο. Το ανατολικό δωμάτιο του ισογείου χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Σήμερα είναι χώρος πληροφοριακού υλικού και προβολών. Η άλλη πλευρά του ισογείου είχε παλιά έναν υπερυψωμένο χώρο διαμονής (οντά) και δεύτερο αποθηκευτικό χώρο από κάτω, το κατώι. Ο οντάς είναι σήμερα εκθεσιακός χώρος και το κατώι, η αποθήκη του Μουσείου. Στον οντά λειτουργεί έκθεση με τίτλο «Μαλλί, λινάρι, αργαλειός και ραπτομηχανή». Ο αργαλειός είναι σε λειτουργία και ο επισκέπτης καλείται να δοκιμάσει! Ο όροφος είχε στο παρελθόν δύο χώρους διαμονής, το χειμωνιάτικο οντά με τζάκι και έναν επίσημο οντά, τον καλόν οντά, με εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο ζωγραφιστό ταβάνι. Κάθε οντάς είχε μια χρεία (εσωτερική τουαλέτα). Ο χειμωνιάτικος οντάς έχει αναπαρασταθεί όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ ο επίσημος οντάς λειτουργεί σήμερα ως χώρος συνεδριάσεων, περιοδικών εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Λαογραφικό Μουσείο Πέρδικας
Το Λαογραφικό Μουσείο Πέρδικας, πυλώνας λαϊκού πολιτισμού και παράδοσης στεγάζεται από τον Ιούλιο του 2000 στο Παλαιό Κοινοτικό Κατάστημα Πέρδικας. Στόχος της ίδρυσης του, πέρα από την αυτονόητη επιστημονική του δραστηριότητα στους τομείς καταγραφής, συντήρησης, διαφύλαξης και ανάδειξης της πολιτιστικής ταυτότητας της περιοχής μέσα από την συγκέντρωση λαογραφικού, παραδοσιακού, ιστορικού και φωτογραφικού υλικού, είναι επιπλέον η οικοδόμηση της γνώσης του πλούσιου πολιτιστικού μας παρελθόντος μέσα από τη βιωματική εμπειρία. Σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα του κτηρίου εκτίθενται γεωργικά εργαλεία, εργαλεία ξυλοκόπου, μαραγκού, ύφανσης, αντικείμενα κτηνοτροφίας, παραδοσιακές ενδυμασίες, παραδοσιακά οικιακά σκεύη, πολεμικά όπλα, λάφυρα πολέμου και παλιά νομίσματα.
Λαογραφικό Μουσείο Πλαταριάς
Το Λαογραφικό Μουσείο Πλαταριάς ιδρύθηκε το 2007, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο πολιτισμού για τον Δήμο Ηγουμενίτσας. Τα χρονικά όρια που καλύπτει το υλικό της συλλογής και αφορά στον τοπικό παραδοσιακό πολιτισμό εστιάζονται κατά την προβιομηχανική περίοδο και τον 20ο αιώνα. Η δραστηριότητα του μουσείου έχει ως στόχο τη διάσωση, μελέτη και ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής. Το μουσείο στεγάζεται σε δυο αίθουσες στο Παλαιό Δημοτικό Σχολείο της Πλαταριάς, ενώ οι θεματικές ενότητες που παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεσή του ταξινομούνται σε δύο ενότητες, εντός και εκτός κατοικίας. Έτσι στην πρώτη ενότητα εκτίθενται χρηστικά αντικείμενα και αναπαραστάσεις παραδοσιακών επαγγελμάτων και εργασιών για την πρόσκτηση και παραγωγή υλών και αγαθών, ενώ στη δεύτερη ενότητα εκτίθενται αντικείμενα οικιακού εξοπλισμού, όπως σκεύη παρασκευής και κατανάλωσης φαγητού, ατομικού ρουχισμού και ρουχισμού σπιτιού (υφαντά-σεντόνια), οικοσκευή και φωτιστικά. Κριτήρια για τη συλλογή και έκθεση του υλικού απετέλεσαν η χρηστικότητα, η σπανιότητα και η αισθητική τους αξία.
Μουσείο «Το Σπίτι της Ρένας»
Το νέο Μουσείο Πολιτισμού και Παράδοσης «Το Σπίτι της Ρένας» εγκαινιάστηκε το Σεπτέμβριο του 2012 και λειτουργεί έκτοτε στην Ηγουμενίτσα. Στο μουσείο εκθέτονται και φυλάσσονται πανέμορφα στο χέρι και στον αργαλειό «θησαυροί», αυθεντικές φορεσιές, κεντήματα υφαντά κυρίως της περιοχής μας, αλλά και πολλά άλλα χρηστικά αντικείμενα της καθημερινότητας. Οι αίθουσες του είναι κατάλληλα διαμορφωμένες με την κάθε μια να έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια επιμονής και επίμονης προσπάθειας, μα πάνω απ’ όλα αγάπης για να δημιουργηθεί αυτός ο μουσειακός χώρος. Μέσα από τα εκθέματα του -περισσότερα από 2000 αντικείμενα- σε μεταφέρουν σε άλλες εποχές. Η αίθουσα του εθελοντισμού και οι συλλογές της Ρένας δημιουργούν στον επισκέπτη μοναδικά συναισθήματα. Επιδιώκει με τα εκθέματά του να εναρμονίσει την ομορφιά της Ελληνικής Παράδοσης, τη διαχρονικότητα λαογραφικών αντικειμένων και τη γοητευτική κομψότητα του εργόχειρου με τον Εθελοντισμό. Το Μουσείο «Το Σπίτι της Ρένας», έχει συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση και ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης.