Αξιοθέατα στο νομό Γρεβενών
Ανασκαφή στο Καστρί Γρεβενών
Η ανασκαφή στην περιοχή Καστρί Γρεβενών, ανάμεσα στα χωριά Πολυνέρι και Αλατόπετρα της βορειοανατολικής Πίνδου έφερε στο φως μια οχυρωμένη πόλη της αρχαίας χώρας των Τυμφαίων. Παρά τη δυσκολία των ανασκαφών εξαιτίας της δύσβατης περιοχής, της αλλοίωσης των ευρημάτων λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών στην περιοχή και των πιθανών λιθοκλοπών, με την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν τα λείψανα μιας οργανωμένης ακρόπολης.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν την ύπαρξη αρχαίου ναού στην περιοχή καθώς και άλλων μνημειωδών κτιρίων, χτισμένων με τέτοιο τρόπο που αποδεικνύουν ότι επρόκειτο για οργανωμένη πόλη. Η άποψη αυτή ενισχύεται με τα κεραμικά και άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές. Η κατασκευή των κτιρίων τοποθετείται χρονικά από τα τέλη του 4ου ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., ενώ η καταστροφή τους υπολογίζεται πως πραγματοποιήθηκε γύρω στο 150 π.Χ.
Οι μέχρι τώρα αρχαιολογικές ενδείξεις δεν μπορούν να αποκαλύψουν ποια ήταν η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός της πόλης. Ωστόσο, αποκαλύπτουν ότι στην περιοχή Καστρί ήταν χτισμένη μια σπουδαία πόλη της αρχαίας Τυμφαίας, με στρατηγική θέση για την επικοινωνία των αρχαίων πόλεων της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Η επίσκεψη στην περιοχή αξίζει τον κόπο όχι μόνο για να δει κανείς την ανασκαφή στο Καστρί αλλά και γιατί η θέα από το σημείο αυτό είναι φανταστική. Η μαγεία του τοπίου αποδεικνύει για ακόμα μία φορά ότι οι αρχαίοι επέλεγαν τα ομορφότερα μέρη για να χτίσουν τις πόλεις τους και να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους.
Εθνικό Χιονοδρομικό Κέντρο Βασιλίτσας
Το Εθνικό Χιονοδρομικό Κέντρο Βασιλίτσας βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στην καρδιά της Πίνδου και απέχει 42 χιλιόμετρα από την πόλη των Γρεβενών. Ο ορεινός όγκος της Βασιλίτσας εκτείνεται ανάμεσα στο νομό Γρεβενών και το νομό Ιωαννίνων και ανήκει στην οροσειρά της Πίνδου. Οι πλαγιές του βουνού αποτελούν καταπληκτικές πίστες για χιονοδρομία, ενώ οι γυμνές κορυφές και τα πλούσια δάση που τις περιβάλλουν δημιουργούν ένα μαγευτικό τοπίο. Η βλάστηση περιλαμβάνει πεύκα, οξιές και ψηλά ρόμπολα.
Το χιονοδρομικό κέντρο λειτούργησε για πρώτη φορά το 1975 με την κατασκευή του πρώτου συρόμενου αναβατήρα στο διάσελο Βασιλίτσας – Γομάρας μήκους 1060 μ. σε υψόμετρο 1788 – 2060 μ. Ο αναβατήρας αυτός μπορεί να μεταφέρει 800 χιονοδρόμους την ώρα ακόμα και σήμερα. Έκτοτε η σταδιακή ανάπτυξη του χιονοδρομικού κέντρου, η κατασκευή πρόσθετων αναβατήρων και έργων υποδομής (κτιριακών εγκαταστάσεων, πάρκινγκ) και η αγάπη του κόσμου, έφερε τη Βασιλίτσα σε περίοπτη θέση στην καρδιά των χιονοδρόμων σε πανελλαδικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να θεωρείται ένα από τα καλύτερα χιονοδρομικά κέντρα της Ελλάδας.
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στη Μηλιά
Μοναδικά προϊστορικά ευρήματα στο Νομό Γρεβενών: οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες του κόσμου φιλοξενούνται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στη Μηλιά Γρεβενών. Μοναδικά ευρήματα φέρνουν διαχρονικά στο φως την προϊστορία των Γρεβενών. Πρώτα ο γίγαντας των Αμπελιών 200.000 ετών, δηλαδή ένας ελέφαντας θερμών κλιμάτων, του είδους Elephas (Paleoloxodon) antiquus, με ύψος στους ώμους στα 4 μέτρα, μεσήλικας (40 περίπου χρονών) με χαρακτηριστικούς ευθείς χαυλιόδοντες, σε αντίθεση με τα τριχωτά μαμούθ Mammuthus primigenius των παγετωδών περιόδων που είχαν καμπύλους χαυλιόδοντες. Ακολούθως οι γίγαντες της Μηλιάς 3.000.000 ετών, δηλαδή τεράστιοι μαστόδοντες (προβοσκιδωτά, πρόγονοι των σημερινών ελεφάντων), με ύψος 3,5 μέτρα και βάρος 6,5 τόνους, που είχαν χαυλιόδοντες και στα δύο σαγόνια: μεγαλύτερους στο πάνω και πολύ μικρούς στο κάτω- χαρακτηριστικό που εξέλειψε με την εξέλιξη. Οι μαστόδοντες μαζί με άλλα ζώα δείχνουν την εικόνα του παρελθόντος της περιοχής που ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή: το παλαιοπεριβάλλον περιελάμβανε αχανείς εκτάσεις σαβάνας με πλούσια και πυκνά δάση όπου διαδραματίζονταν σκηνές που εμπνέουν κίνδυνο. Μεγάλα σαρκοφάγα αιλουροειδή με τεράστιους πριονωτούς κυνόδοντες (μαχαιρόδοντες), αρκούδες, λύγκες, αγριοθήρια κυνηγούσαν τα φυτοφάγα, μεταξύ των οποίων ρινόκεροι, ιππάρια (μικρόσωμα άλογα με τρία δάκτυλα στα πόδια τους, ενώ τα σημερινά έχουν ένα δάκτυλο), τάπιροι (συγγενείς με τους ρινόκερους με κολοβή προβοσκίδα), βοοειδή, ελαφοειδή και αγριόχοιροι που περιπλανιόταν στην περιοχή πριν 3.000.000 χρόνια. Οι μαστόδοντες της Μηλιάς ανήκουν στο είδος Mammut borsoni που συγγενεύει με το αντίστοιχο αμερικανικό Mammut americanum πήραν το όνομά τους επειδή στα δόντια τους είχαν διάσπαρτα φύματα που μοιάζουν με μαστάρια για να αλέθουν την τροφή τους, σε αντίθεση με τους ελέφαντες και τα μαμούθ, που είναι πολύ νεότερα και έχουν στα μεγάλα δόντια τους πλατιά ελάσματα. Εδώ και 17 χρόνια πραγματοποιούνται συστηματικές παλαιοντολογικές έρευνες και ανασκαφές από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Γεωλογίας, από ομάδα φοιτητών και συνεργατών με επικεφαλής την Επικ. Καθηγ. Ευαγγελία Τσουκαλά, πρώτα στη θέση «Αμπέλια» (στις παρυφές της πόλης των Γρεβενών) και ακολούθως στη Μηλιά και στον Πρίπορο του Αγίου Γεωργίου του Δήμου Ηρακλεωτών (από το 1996, μετά από πληροφορίες των Δημήτρη Ζησόπουλου και Θανάση Δεληβού αντίστοιχα). Το 1997, από την ομάδα ανασκαφών ανακαλύφθηκε το πρώτο ζευγάρι χαυλιοδόντων εντυπωσιακού μεγέθους (μήκους 4,39μ.), οι οποίοι ήταν οι μεγαλύτεροι του συγκεκριμένου είδους που βρέθηκαν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και πιθανόν στον κόσμο, σύμφωνα με στοιχεία από το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες. Η συνέχιση της έρευνας έφερε στο φως την κάτω γνάθο του ζώου, από τις πληρέστερες του είδους στην Ευρώπη, καθώς και οστά από τον υπόλοιπο σκελετό του. Το 2007, τα λείψανα ενός ακόμα απολιθωμένου ζώου υπερτόνισαν το διεθνές κυρίως ενδιαφέρον της περιοχής για τη σπουδαιότητα της περιοχής της Μηλιάς. Οι χαυλιόδοντες του ζώου, μήκους πέντε μέτρων, αποτελούν, χωρίς αμφιβολία τους μεγαλύτερους που έχουν βρεθεί στον κόσμο, ενώ ο εντοπισμός της κάτω γνάθου και μεγάλου μέρους του σκελετού του ζώου καθιστά το εύρημα εξαιρετικά σημαντικό για την έρευνα, καθώς παρέχει μοναδικά στοιχεία για την εξέλιξη, την παλαιοβιολογία και την εξέλιξη του συγκεκριμένου είδους, σε παγκόσμια κλίμακα. Μας δίνει τη δυνατότητα υπολογισμού τόσο του ύψους του μαστόδοντα, όσο και του βάρους του. Πρόκειται για ένα αρσενικό ζώο, η βιολογική ηλικία του οποίου, όπως προκύπτει από τα δόντια της γνάθου, υπολογίζεται μεταξύ 25 και 30 χρόνων. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών μας παρέχουν εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες για το γεωλογικό παρελθόν της περιοχής, για τα είδη που την κατοικούσαν, για την καταγωγή και εξέλιξή τους, για το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν, για τις κλιματικές συνθήκες που προτιμούσαν και για τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Η μελέτη των ευρημάτων εμπλουτίζουν τις γνώσεις για το παλαιό περιβάλλον του ελλαδικού χώρου, αλλά και την εξέλιξη ειδών όπως τα προβοσκιδωτά, δίνοντας νέα διάσταση στη σύνθετη εικόνα της Φυσικής Ιστορίας τόσο της περιοχής, όσο και της ΝΑ Ευρώπης.
Μουσείο Μανιταριών στη Λάβδα Γρεβενών
Το Μουσείο Μανιταριών στη Λάβδα Γρεβενών άνοιξε τις πύλες του στις 6 Νοεμβρίου 2011. Σε ένα πέτρινο παραδοσιακό κτίριο φιλοξενούνται άγρια φυσικά μανιτάρια, αποξηραμένα, καθώς και γλυπτά, τα οποία ενσωματώθηκαν μέσα σε προθήκες που αποτελούν μικρογραφία της φύσης. Για όλα τα μανιτάρια δίνονται πληροφορίες με πλούσια βιβλιογραφία και οπτικοακουστικό υλικό. Επιπλέον, παρέχεται δυνατότητα για μικροσκοπική εξέταση. Ο χώρος με τα οπτικοακουστικά μέσα που διαθέτει είναι κατάλληλος για σεμινάρια και ημερίδες και μετατρέπεται σε αίθουσα παρουσιάσεων με εκπαιδευτικό και ενημερωτικό περιεχόμενο. Δίνει έτσι τη δυνατότητα σε σχολεία και ομάδες να επισκέπτονται το χώρο και να ικανοποιούν τις μαθησιακές τους αναζητήσεις ως προς τη φύση και το περιβάλλον.
Κάστρο Γρεβενών
Απομεινάρια κάστρου και οικισμού λίγο πάνω από το χωριό Σπήλαιο του νομού Γρεβενών, σε υψόμετρο 990 μέτρων περίπου. Το τείχος είναι βυζαντινό, αλλά στην περιοχή υπάρχουν άφθονα αρχαιολογικά ευρήματα από την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή. Άγνωστο πότε χτίστηκε ακριβώς. Είναι σίγουρο ότι στο σημείο υπήρχε οχυρωμένος οικισμός τουλάχιστον από την ύστερη αρχαιότητα, ο οποίος ενισχύθηκε και χρησιμοποιήθηκε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Πέτρινα Γεφύρια
Τα πέτρινα γεφύρια των Γρεβενών είναι τα μεγαλύτερα και εντυπωσιακότερα όλης της Μακεδονίας. Το 1995, μετά από ενέργειες της Νομαρχίας Γρεβενών, η 11η Εφορεία Βυζαντινών Μνημείων της Βέροιας κήρυξε τα γεφύρια του νομού, διατηρητέα μνημεία. Η τεχνοτροπία τους είναι σε γενικές γραμμές η ίδια.
Γεφύρι Ματσαγκάνη στην Κρανιά
Το γεφύρι Ματσαγκάνη, το συναντάει κανείς φεύγοντας από τα Γρεβενά και πηγαίνοντας προς το χωριό Κρανιά. Πρόκειται για ένα μονότοξο γεφύρι, που γεφυρώνει ρέμα κοντά στις πηγές του Βενέτικου ποταμού. Έχει μήκος 16μ., πλάτος 2,50μ., και ύψος 5,50μ. Το άνοιγμα του τόξου του φτάνει τα 9μ. Τα πλαϊνά του στηθαία και το δάπεδό του έχουν τσιμεντωθεί και αποτελούν παραφωνία στο αρμονικό του σύνολο. Μονάχα η κατάντη (σύμφωνα με την κατεύθυνση του ρου του ποταμού) όψη του παραμένει σώα.
Γεφύρι Λιάτισσα (του Κλέφτη)
Το γεφύρι του Λιάτισσα (του Κλέφτη) είναι το δεύτερο από τα τρία γεφύρια της περιοχής του Σπηλαίου. Βρίσκεται βορειοανατολικά του χωριού Σπήλαιο και νοτιότερα του γεφυριού του Κουτσογιάννη. Εξυπηρετούσε την επικοινωνία του Σπηλαίου με τα χωριά Παρόρι, Σταυρός, Κοσμάτι καθώς και με τα Γρεβενά. Είναι ένα μονότοξο γεφυράκι, που γεφυρώνει στενό μόλις 10μ. και βαθύ φαράγγι. Ο Βελονιάς ποταμός περνάει από κλειστό σπήλαιο πριν βγει στο φαράγγι και κυλήσει κάτω από το γεφυράκι της Λιάτισσας. Σύμφωνα με την παράδοση εδώ αντάμωνε τα παλικάρια του ο καπετάν Ζιάκας. Είναι επισκέψιμο από το χωριό Σπήλαιο. Σύμφωνα με μια εκδοχή, χτίστηκε γύρω στο 1800 από τον κλέφτη Λιάτιστα. Η περιοχή λέγεται μάλιστα και «πήδημα του κλέφτη», αφού κατά το θρύλο αυτό, ο κλέφτης καταδιωκόμενος από τους Τούρκους πήδηξε απέναντι, κάνοντας τάμα, πως αν τα καταφέρει, θα κτίσει εκεί γεφύρι. Η θέση στην οποία βρίσκεται το γεφύρι του Λιάτισσα (του Κλέφτη) είναι ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς, καθώς είναι χτισμένο πάνω από τα κατακόρυφα βράχια του φαραγγιού, που εναλλάσσονται με μικρές λεπτοκαρυές (στις οποίες πιθανότατα κατά μια άλλη εκδοχή οφείλεται το όνομά του, από την αλβανική λέξη «λιάτισσα», που σημαίνει λεπτοκαρυά).
Γεφύρι του Παπατάκη
Το γεφύρι του Παπατάκη είναι ένα πανέμορφο μικρό πέτρινο γεφύρι. Βρίσκεται πολύ κοντά στον δρόμο, συνδέοντας το χωριό Κυπαρίσσι με αυτό του Αγίου Κοσμά. Χτίστηκε γύρω στα 1920, για να γεφυρώσει τα ορμητικά νερά του ρέματος που καταλήγει αργότερα στον Πραμόριτσα ποταμό. Διαθέτει ένα χαμηλό τόξο χωμένο στη γη, που διακρίνεται με δυσκολία. Η καμάρα που σώζεται, είναι τμήμα γέφυρας που έχει καταστραφεί, το υπόλοιπο κομμάτι της οποίας ήταν ξύλινο.
Γεφύρι του Πασά
Κοντά στον δρόμο Γρεβενών – Κοζάνης, κάτω από το χωριό Κοκκινιά, βρίσκονται ερείπια από το γεφύρι του Πασά, το μεγαλύτερου γεφύρι της Μακεδονίας. Χτίστηκε περίπου το 1690. Αποτέλεσε σημαντικότατο πέρασμα του ποταμού Αλιάκμονα, τον οποίο και γεφυρώνει, ενώνοντας τα Γρεβενά με την Κοζάνη και στη συνέχεια με τα σύνορα. Το μήκος του γεφυριού έφτανε (ίσως να ξεπερνούσε ) τα 100 μ. και είχε έξι ανόμοιες καμάρες και πάνω από τα μεσόβαθρα του ανακουφιστικά ανοίγματα. Το ύψος της μεγάλης του καμάρας ήταν 15μ. και κάτω από αυτήν υπήρχε κρεμασμένο κυπρί (καμπανάκι), που ειδοποιούσε τους διαβάτες ότι το πέρασμα ήταν επικίνδυνο όταν, λόγω του αέρα και της ορμής του νερού, χτυπούσε. Το γεφύρι του Πασά γκρεμίστηκε στις 14 Απριλίου του 1941 από τους Άγγλους για να μην περάσουν οι Γερμανοί. Στο πλάι υπήρχε τουρκικό φυλάκιο. Ο μύθος της κατασκευής του μοιάζει με αυτόν του γεφυριού της Άρτας, όπου θέλει τον πρωτομάστορα να θάβει στα θεμέλια τη γυναίκα του, για να στεριώσει το γεφύρι.
Γεφύρι του Σταμπέκη
Το γεφύρι του Σταμπέκη βρίσκεται κοντά στο χωριό Κρανιά και συγκεκριμένα στον δρόμο που οδηγεί από την Κρανιά προς τη Μηλιά Μετσόβου, βορειοδυτικά της Κρανιάς και σε μικρή απόσταση από αυτήν. Γεφυρώνει το ρέμα που εκβάλλει στο Βενέτικο ποταμό κοντά στις πηγές του. Χτίστηκε περίπου το 1850 και εξυπηρετούσε κυρίως στο πέρασμα των εμπόρων. Το γεφύρι αποκαταστάθηκε πλήρως το 2006. Σύμφωνα με υπάρχον φωτογραφικό αρχείο, το 2002 το γεφύρι δε διέθετε στηθαία (προστατευτικές κατασκευές εκατέρωθεν του καταστρώματος του γεφυριού) και αρκάδες (κατακόρυφες πέτρες που χρησιμεύουν ως στηθαία). Στην αποκατάσταση του γεφυριού, προστέθηκαν από τον κατασκευαστή.
Γεφύρι Αζίζ Αγά
Κοντά στο χωριό Τρίκωμο του νομού Γρεβενών, στις ανατολικές υπώρειες της Πίνδου, βρίσκεται το τρίτοξο γεφύρι του Αζίζ Αγά. Το εντυπωσιακό μεγαλόπρεπο αυτό πέτρινο οικοδόμημα διαθέτει το μεγαλύτερο σε άνοιγμα τόξο από τα σωζόμενα γεφύρια της Μακεδονίας, που φθάνει τα 15 μέτρα και συνολικό μήκος τα 70 μέτρα. Γεφυρώνει τον Βενέτικο ποταμό. Στα δύο εκατέρωθεν βάθρα του φέρει ψηλότερα δύο μικρά ανακουφιστικά ανοίγματα ενώ στα δύο του μεσόβαθρα υπάρχουν τριγωνικές προεξοχές (για να εξομαλύνουν τη ροή του νερού). Χτίστηκε επί τουρκοκρατίας το 1727 -με χίλιες δύο ταλαιπωρίες- και χρηματοδοτήθηκε από τον Αζίζ Αγά. Στην πορεία της κατασκευής του αποδείχθηκε πολύ δύσκολο έργο, αφού κατέρρευσε δύο φορές και λίγο έλειψε να στοιχίσει το “κεφάλι” του πρωτομάστορα. Στο τέλος το γεφύρι του Αζίζ Αγά στάθηκε, και ο πρωτομάστορας, παρακολουθώντας το ξεκαλούπωμα από απόσταση ασφαλείας, γλίτωσε, εισπράττοντας την πλούσια αμοιβή του. Το σημαντικό αυτό γεφύρι βρισκόταν πάνω στις ορεινές μουλαρόστρατες που συνέδεαν την Ήπειρο με την Μακεδονία. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας διευκόλυνε το πέρασμα των τοπικών εμπόρων που μετέφεραν λάδι και στάρι, αλλά και των καραβανιών των ξενιτεμένων που έφευγαν για την ανατολική Ευρώπη. Σώζονται μάλιστα και τμήματα της καραβανόστρατας. Παλαιότερα, κάτω από την κεντρική καμάρα υπήρχε κουδούνι κρεμασμένο, που ειδοποιούσε για τον κίνδυνο τους διαβάτες όταν φυσούσε πολύς αέρας.
Γεφύρι Γκαβού
Το γεφύρι του Γκαβού βρίσκεται μεταξύ της Αλατόπετρας και του Προσβόρου, πάνω στο μεγάλο μονοπάτι, που ένωνε τα Γρεβενά με τη Σαμαρίνα και την Κόνιτσα. Το γεφύρι είναι χτισμένο πριν από το 1900 με διαφορετική νοοτροπία από τα άλλα του νομού Γρεβενών και με επίπεδο δάπεδο. Ξεχωρίζει για τις δύο άρπιζες που το κρατάγανε κοντά στο κλειδί, όπως επίσης και για τις μεγάλων διαστάσεων υπέροχα λαξευμένες πέτρες του και κυρίως λόγω της σπάνιας ελλειψοειδούς καμάρας του. Το γεφύρι είναι μονότοξο, μήκους 20 μ. και πλάτους 3,50 μ., με άνοιγμα τόξου 11,50 μ. και ύψος 7,50μ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κάτω από το τόξο έχουν δημιουργηθεί σταλακτοειδείς σχηματισμοί 30 εκ. περίπου. Η γέφυρα είναι φτιαγμένη με ορθογώνιες πελεκητές πέτρες από ψαμμίτη, που προμηθεύτηκαν οι τεχνίτες της εποχής από το άμεσο βραχώδες περιβάλλον του μνημείου. Η δόμηση των όψεων γίνεται σε οριζόντιες σειρές ίσου πάχους. Αποτελεί μοναδικό δείγμα δόμησης με ισόδομο σύστημα. Η θεμελίωση της γέφυρας έχει γίνει πάνω σε υγιή βράχο και δεν παρουσιάζει προβλήματα υποχωρήσεων. Το τόξο δομείται με μια σειρά λίθων με μορφή ελαφρά σφηνοειδή. Κατά τη δόμηση του ανώτερου τμήματος τοποθετήθηκαν κατά πλάτος, ανάμεσα στις πελεκητές πέτρες συμμετρικά, δύο μεταλλικοί ελκυστήρες, των οποίων τα άκρα και η αγκύρωση διακρίνονται στις όψεις και συμβάλλουν στη συνοχή της κατασκευής. Το εσωτερικό των βάθρων γεμίζει με λιθορριπή και χώμα. Η διάβαση έχει συνολικό μήκος 20 μ. Αποτελείται από ορθογώνιες πέτρες μικρότερων διαστάσεων από σκληρότερο ασβεστόλιθο. Έγινε προσπάθεια να τοποθετηθούν οι πέτρες σε σειρές με τη μεγάλη διάσταση κατά πλάτος της γέφυρας. Τα άκρα της διάβασης κατά μήκος οριοθετούνται από μια σειρά πλακοειδών λίθων και ήταν η βάση στηθαίου. Το στηθαίο ύψους 35 εκ. και πάχους 12 – 15 εκ., έχει καταστραφεί. Ήταν φτιαγμένο με μεγάλους ορθογώνιους λίθους μήκους 50 – 60 εκ. Δεν βρέθηκε κανένας από τους λίθους που το αποτελούσαν, όμως η μορφή του σώζεται σε παλιά έγχρωμη φωτογραφία της γέφυρας. Γεφυρώνει το Δοτσικιώτικο ποτάμι, που αργότερα παίρνει το όνομα Βελόνιας και καταλήγει στο Βενέτικο ποταμό. Δίπλα του υπήρχε Τούρκικο φυλάκιο. Ονομάζεται «Το γεφύρι του Γκαβού», από κάποιον τυφλό που είχαν σκοτώσει στην περιοχή. Είναι επισκέψιμο από αγροτικό δρόμο, 3 χλμ. από την Αλατόπετρα ή μπορεί κάποιος να το προσεγγίσει κατηφορίζοντας από το μονοπάτι-πεζόδρομο από το σπήλαιο των Νυμφών, μία διαδρομή περίπου σαράντα λεπτών.
Γεφύρι Κατσογιάννη
Το γεφύρι Κατσογιάννη (ή Σπηλαίου ή Μύλου) βρίσκεται 2 χλμ. ανατολικά του χωριού Σπήλαιο. Γεφυρώνει τον Βελόνια, παραπόταμο του Βενέτικου ποταμού, και χτίστηκε περίπου στα 1800. Είναι τρίτοξο γεφύρι, με συνολικό μήκος πάνω από 50 μ. Σήμερα σώζονται μόνο τα δυο βορειότερα τόξα του, ενώ το νότιο καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από κατασκευή με οπλισμένο σκυρόδεμα. Το πλάτος του είναι 2,60 μ. και το ύψος της μεγαλύτερης (μεσαίας) καμάρας 7 μ. περίπου. Σώθηκε τμήμα του καλντεριμιού και του στηθαίου (προστατευτικές κατασκευές εκατέρωθεν του καταστρώματος του γεφυριού). Το γεφύρι Κατσογιάννη ή Σπηλαίου ή Μύλου οφείλει την ονομασία του οφείλει σε σωζόμενο παρακείμενο μύλο, ιδιοκτησίας του ενοριακού ναού του Αγ. Αθανασίου Σπηλαίου, που τον δούλευε κάποιος Κατσογιάννης. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του είναι άγνωστη.
Γεφύρι Κάστρου (Μεγάρου)
Ανάμεσα στα χωριά Κάστρο και Μέγαρο κυλάει ο Γρεβενίτης ποταμός τον οποίο γεφυρώνει το πανέμορφο γεφύρι του Κάστρου (Μεγάρου). Το γεφύρι αυτό εξυπηρετούσε παλιότερα την επικοινωνία των δύο οικισμών. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του δεν μας είναι γνωστή, όμως τοποθετείται πριν από το 1850. Το τόξο του είναι απόλυτα ημικυκλικό και η επιφάνειά του είναι κυρτή. Στις πλευρές του έχει αρκάδες (κατακόρυφες δηλαδή πέτρες που χρησιμεύουν ως στηθαία, δηλαδή, προστατευτικές κατασκευές εκατέρωθεν του καταστρώματος του γεφυριού), που συμβάλλουν τα μέγιστα στην ομορφιά του. Το γεφύρι του Κάστρου (Μεγάρου) είναι μονότοξο, μήκους 23 μ. και πλάτους 3 μ., με ημικύκλιο τόξο ελεύθερου ανοίγματος 8 μ. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση χορηγοί της κατασκευής του γεφυριού πιθανολογούνται οι μοναχοί ενός παλιού μοναστηριού στη θέση Παλιομονάστηρο, ο τοπικός Τούρκος ηγεμόνας – εξού και η ονομασία «του Πασά το γεφύρι» – ή οι ίδιοι οι κάτοικοι του Μεγάρου, που κατά μια εκδοχή έχτισαν το γεφύρι, όταν ιδρύθηκε το χωριό πριν 300 με 400 χρόνια. Το γεφύρι έχει σχετικά δύσκολη πρόσβαση και είναι πνιγμένο στην πυκνή βλάστηση, ώστε και αν ακόμη βρίσκεται κανείς δίπλα του δύσκολα το ξεχωρίζει. Σ’ αυτό οδηγεί αγροτικός δρόμος με κακή βατότητα περίπου 3 χλμ. που ξεκινά κοντά σε νέα γέφυρα του δρόμου Μεγάρου – Γρεβενών.
Γεφύρι Πραμόριτσας
Το γεφύρι Πραμόριτσας είναι ένα πανέμορφο γεφύρι, ένα πραγματικό έργο τέχνης που βρίσκεται στα όρια των νομών Γρεβενών (όπου και ανήκει) και Κοζάνης, στον ποταμό Πραμόριτσα, παραπόταμο του Αλιάκμονα, μεταξύ των χωριών Κληματάκι και Ανθοχώρι. Το γεφύρι είναι τετράτοξο, με κύριο τόξο το βόρειο, ελεύθερου ανοίγματος 15μ. και ύψους 9μ. Με συνολικό μήκος που αγγίζει τα 49μ.. το θαυμαστό αυτό οικοδόμημα διεκδικεί επάξια τον τίτλο του μεγαλύτερου σε μήκους γεφυριού στην Μακεδονία. Παλαιοτέρα το γεφύρι Πραμόριτσας ήταν εξαιρετικά ζωτικής σημασίας, αφού βρισκόταν πάνω στον κεντρικό δρόμο που συνέδεε την πόλη των Γρεβενών με το εμπορικό κέντρο του Τσοτυλίου και εξυπηρετούσε τις μετακινήσεις των κοπαδιών του Βόιου προς τα χειμαδιά της Θεσσαλίας αλλά παράλληλα και την επικοινωνία μεταξύ των χωριών Κληματάκι και Ανθοχώρι. Προφορική παράδοση τοποθετεί χρονικά την αρχική κατασκευή του γεφυριού περίπου στα 1870 με 1880 με χρηματοδότηση κάποιου βλάχου τσέλιγκα, που περνώντας το ποτάμι, έχασε την μονάκριβη κόρη του στα ορμητικά νερά του ποταμού. Λέγεται λοιπόν, πως στη συνέχεια έδωσε τα χρήματα για να χτιστεί το γεφύρι.
Γεφύρι Παλιομάγερου
Το γεφύρι Παλιομάγερου το συναντάμε στον δρόμο από τα Γρεβενά προς το Δασύλλιο, ανάμεσα στα χωριά Καλλονή, Τρίκορφο και Δασσύλλιο. Γεφυρώνει το Μπαγεριώτικο ποτάμι, παραπόταμο του Πραμόριτσα. Έχει οξύκορφη επιφάνεια και το σώμα του το δένουν τέσσερις άρπιζες. Είναι μονότοξο με άνοιγμα τόξου 12.50μ., ύψος 7μ., συνολικό μήκος 23μ. και πλάτος 3μ. Το γεφύρι Παλιομάγερου διακρίνεται για τη μοναδική του ομορφιά λόγω της απλότητας και της απόλυτης συμμετρίας που το διακρίνει, καθώς και λόγω του πανέμορφου φυσικού τοπίου που τονίζεται ιδιαίτερα με την παρουσία ενός μικρού καταρράκτη. Κατασκευάστηκε το 1910 από τον μήνα Ιούλιο μέχρι τον μήνα Σεπτέμβριο με την οικονομική συνδρομή των ξενιτεμένων Δασυλλιωτών στην Αμερική, με έρανο μεταξύ των κατοίκων και την προσωπική τους εργασία. Προαιρετικός έρανος έγινε, για τον ίδιο σκοπό, και στο χωριά: Αγία Σωτήρα, Δίλοφο, Μόρφη, Χρυσαυγή, Κορυφή, Καλλονή, Τρίκορφο, Τρίκωρμο, κλπ. Στον έρανο αυτό πρωτοστάτησε ο Νικόλαος Κοσμά Τζάμος, ο οποίος πρόσφερε κι ένα σεβαστό ποσό. Εξαιρετικό ήταν και το ενδιαφέρον του, τότε, Μητροπολίτη Σισανίου – Σιατίστης Ιεροθέου Ανθουλίδη, ο οποίος διέθεσε 250 γρόσια, από αρχιερατική λειτουργία κι άλλες ιεροτελεστίες στον Πεντάλοφο, κατά το πανηγύρι της 8ης Σεπτεμβρίου, χάρη του κοινωφελούς αυτού έργου. Το σχέδιο της πετρογέφυρας εκπόνησε ο εμπειροτέχνης Γεώργιος Τζούφας – Αναγνωστίδης, από το Δίλοφο, ο οποίος και ανιδιοτελώς επιστάτησε το έργο. Το έργο εκτέλεσαν οι Πενταλοφίτες εργολάβοι αδελφοί Ευάγγελος και Νικόλαος Μπαμπαλή και στοίχισε 75 χρυσές τουρκικές λίρες. Βλέποντας κανείς σήμερα τη μονότοξη πετρογέφυρα θαυμάζει την τεχνική και την αισθητική του αρτιότητα. Οι γεφυροποιοί καλφάδες και μαστόροι είχαν ειδικευτεί σ’ αυτή την εργασία. Με το προφητικό αισθητήριό τους εργάστηκαν με ευσυνειδησία, με τέχνη και σχολαστικότητα, για να δώσουν στο έργο τους στερεότητα και ομορφιά. Έβαζαν μέσα την ψυχή τους, δημιουργούσαν. Το γεφύρι το Δασυλλίου είναι ένα μικρό θαύμα, «τεντώνει» το λίθινο τόξο του (καμάρα) με εντυπωσιακή ευλυγισία, σαν κάποιος αθέατος πολεμιστής, που είναι έτοιμος να ρίξει το βέλος του. Είναι ένα μνημείο τέχνης και τεχνικής, σύλληψη λαϊκής έμπνευσης και θαυμαστής άρτιας εκτέλεσης. Αυτό το γεφύρι αποτελεί σήμερα ένα αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο, που πρέπει να το θαυμάζουμε, γιατί είναι δημιούργημα της λαϊκής – εμπειρικής τεχνικής και εντυπωσιάζει όχι μόνον με τη στερεότητα και την τεχνική του, αλλά και για την άψογη αισθητική του.
Γεφύρι Σταυροποτάμου
Το γεφύρι του Σταυροποτάμου είναι χτισμένο περίπου το 1880 στον Σταυροπόταμο ποταμό, παραπόταμο του Βενέτικου, και είναι εύκολα προσβάσιμο, μια και είναι πολύ κοντά και ορατό από το δρόμο. Το γεφύρι του Σταυροποτάμου βρίσκεται πολύ κοντά στο γεφύρι του Σπανού. Έχει τέσσερις μεγάλες ημικυκλικές άνισες καμάρες, με ανακουφιστικό άνοιγμα στο δεύτερο μεσόβαθρο και δύο κύρια τόξα. Το μήκος του φτάνει τα 48μ., το πλάτος τα 3,70μ. και το άνοιγμα της μεγαλύτερης καμάρας του είναι 6,90μ. Κατά την παράδοση από το γεφύρι αυτό περνούσαν τα καραβάνια πηγαίνοντας για Θεσσαλονίκη ή Γιάννενα και παλαιότερα αποτελούσε μέρος του δρόμου που συνέδεε το Μέτσοβο με τα Γιάννενα. Έχει εύκολη πρόσβαση στο ποτάμι και εξαιρετική αμμουδιά, παράγοντες που συντελούν στο να αποτελεί ένα από τα συνηθισμένα σημεία σύντομων αποδράσεων για τους Γρεβενιώτες που θέλουν να βρεθούν εύκολα και γρήγορα σε ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο.
Γεφύρι Σπανού
Ανάμεσα στα χωριά Κοσμάτι και Κηπουρειό, στο μονοπάτι Γρεβενών – Μετσόβου, 16 χλμ ΝΔ των Γρεβενών, βρίσκεται το γεφύρι του Σπανού. Γεφυρώνει το Βενέτικο ποταμό. Επισκευάστηκε και ανακατασκευάστηκε πολλές φορές. Είναι πεντάτοξο γεφύρι, με άρπιζες και ανακουφιστικά ανοίγματα πάνω από τα βάθρα. Έχει οριζόντια επιφάνεια και το συνολικό μήκος του είναι 85 μ. ενώ το πλάτος του είναι 3,60 μ. και με άνοιγμα κάθε κάμαρας τα 10,40 μ. Είναι το μεγαλύτερο σωζόμενο πέτρινο γεφύρι της Μακεδονίας. Είναι χτισμένο με ιδιαίτερα επιμελημένη πελεκητή πέτρα. Φέρει το όνομα του Μουσταφά Πασά ή Σπανού, από το Αργυρόκαστρο, από τον οποίο χρηματοδοτήθηκε η τελευταία ανακατασκευή του το 1846, πάνω στα ερείπια διπλής γέφυρας που είχε χτιστεί από το Σουλτάνο Βαγιαζίτ. Μέχρι το 1980 μάλιστα σωζόταν ο τάφος του Σπανού δίπλα στο γεφύρι (μικρό κτίσμα και επιτύμβια σχιστόπλακα), αλλά καταστράφηκε από τυμβωρύχους. Δίπλα υπήρχε χάνι, μέρος των εσόδων του οποίου χρησιμοποιούνταν για την συντήρηση του γεφυριού. Στο χάνι διανυκτέρευαν τα καραβάνια που πήγαιναν προς Θεσσαλονίκη ή Γιάννενα. Υπήρχε επίσης τούρκικο φυλάκιο. Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από οχήματα. Στην περιοχή που βρίσκεται το γεφύρι του Σπανού συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου κάθε Πρωτομαγιά, καθώς και σε άλλες αντίστοιχες ημέρες που ο κόσμος βγαίνει στην εξοχή. Επιπλέον, επί σειρά ετών στο σημείο αυτό, πραγματοποιούνταν η λεγόμενη Μανιταρογιορτή με πλούσια μανιταροεδέσματα και πλήθος συναυλιών.
Γεφύρι Δοτσικού
Το γεφύρι του Δοτσικού είναι το μοναδικό γεφύρι που βρίσκεται μέσα σε οικισμό. Ακολουθώντας το χωματόδρομο (4 χλμ.) ΒΔ του Μεσολουρίου, φθάνουμε στο Δοτσικό (1.100 μ. υψόμετρο) που είναι ένα από τα πιο όμορφα και γραφικά χωριά του νομού Γρεβενών. Το Δοτσικό έχει διατηρήσει το παραδοσιακό του χρώμα, ίσως επειδή είναι κάπως απομονωμένο από τα Γρεβενά και από την κοσμική ζωή που συναντάται σε άλλα χωριά του νομού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το χωριό κατοικείται κυρίως το καλοκαίρι από 500 άτομα που ασχολούνται στην πλειοψηφία τους με την κτηνοτροφία, το παραδοσιακό επάγγελμα. Στο σημερινό Δοτσικό τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα παραδοσιακά, χτισμένα γύρω στο 1900. Η εικόνα που παρουσιάζουν είναι εκπληκτικής ομορφιάς, το ίδιο και η πλατεία του χωριού με το μονότοξο πέτρινο γεφύρι, το οποίο είναι χτισμένο στο μεγαλύτερο υψόμετρο (1060 μ.), απ’ όλα τα πέτρινα γεφύρια της Μακεδονίας και το μοναδικό της περιοχής, που βρίσκεται μέσα σε οικισμό, γεφυρώνοντας τον ποταμό Δοτσικιώτη, που κυλάει κάτω από τη μοναδική κάμαρά του και είναι παραπόταμος του Βενέτικου και επιτρέποντας την επικοινωνία στις δύο συνοικίες του χωριού. Το χτίσιμο του γεφυριού αναφέρεται κατά άλλους το 1804 και αποδίδεται σε Γιαννιώτες μαστόρους ενώ σύμφωνα με διαφορετικές πληροφορίες χτίστηκε το 1865. Στο σώμα του φέρει αρκάδες (κατακόρυφες πέτρες που χρησιμεύουν ως στηθαία, δηλαδή ως προστατευτικές κατασκευές εκατέρωθεν του καταστρώματος του γεφυριού). Το γεφύρι του Δοτσικού, έχει μήκος 24 μ., πλάτoς 2,40 μ. και ύψος 4 μ., με ιδιαίτερα χαμηλωμένο τόξο, το οποίο έκτισαν γύρω στα 1870 – 1880 μάστοροι από το χωριό και την Καλλονή. Στο κλειδί του τόξου στη νότια όψη του γεφυριού, υπάρχει λιθανάγλυφη μορφή, πιθανόν για αποτροπή του κακού.
Γεφύρι Καγκέλια
Στη νότια πλευρά του χωριού Τρικώμου και σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από αυτό βρίσκεται το πέτρινο γεφύρι, το επονομαζόμενο γεφύρι του Τρικώμου ή αλλιώς Καγκέλια. Το γεφύρι του Τρικώμου, που γεφυρώνει τον Βενέτικο ποταμό, εξυπηρετούσε τη μετακίνηση των κατοίκων του Μοναχιτίου και του Μικρολίβαδου προς τα Γρεβενά. Είναι δίτοξο με συνολικό μήκος 40,50 μ., πλάτος 2,80 μ. και ύψος 10,30 μ. Χτίστηκε από τον πρωτομάστορα Στέργιο Λάζο από το μαστοροχώρι Αγ. Κοσμάς Γρεβενών, σε χρονολογία που δεν είναι γνωστή. Η δεύτερη μικρότερη καμάρα του έπεσε γύρω στα 1914 και επισκευάστηκε με έξοδα του τσέλιγκα Τασιούλα Αναγνώστου Αποστολίδη από το Τρίκωμο. Το 1989 έγινε επισκευή του με μπετόν. Είναι γνωστό ως «γεφύρι Καγκέλια», από το τοπωνύμιο «Καγκέλια» που αναφέρεται στην οφιοειδή ανέλιξη του παλιού μονοπατιού, μετά το γεφύρι προς το Μοναχίτι και φημολογείται ότι είναι πρωιμότερο απ’ αυτό του Αζίζ Αγά. Σύμφωνα με την παράδοση το Τρίκωμο (Ζάλοβο) ονομάστηκε έτσι επειδή αποτελούνταν από τρία χωριά: το Ελευθεροχώρι, την Καλογριά και το Ζιάννη. Οι κάτοικοι αυτών των τριών χωριών επί Τουρκοκρατίας σκότωσαν Τούρκους φοροεισπράκτορες και για να αποφύγουν τα αντίποινα μετακινήθηκαν στην τωρινή θέση του Τρικώμου, όπου μπορούσαν να ζουν με μεγαλύτερη ασφάλεια και όπου οι καιρικές συνθήκες ήταν καλύτερες. Η μετάβαση στο γεφύρι προσφέρει την ευκαιρία για μια σύντομη πεζοπορία (για ένα περίπου χιλιόμετρο), στο οποίο περπατάς σε χωματόδρομο απολαμβάνοντας τη θέα και τη φυσική ομορφιά. Λίγα μέτρα πριν το γεφύρι, αντικρίζεις ένα μαγευτικό τοπίο, όπου ειδικά την Άνοιξη οι καταπράσινες πλαγιές τυλίγουν με μοναδικό τρόπο το γεφύρι, προσφέροντας στον επισκέπτη την ευκαιρία να δει τη φύση στα καλύτερά της!
Γεφύρι Ζιάκα
Το γεφύρι του Ζιάκα, ένα από τα πιο φωτογραφημένα γεφύρια των Γρεβενών, βρίσκεται στο δρόμο που ενώνει τα Γρεβενά με το χωριό ιστορικό Ζιάκα. Η κοινότητα του Ζιάκα (Τίστα) είναι χτισμένη σε 900 μ. υψόμετρο. Βρίσκεται 19 χλμ. ΝΔ των Γρεβενών και σ’ αυτή ανήκουν οι δύο οικισμοί Κρύα Βρύση ή Τίστα και Περιβολόκι ή Πιπινίτσα. Το περίφημο πέτρινο γεφύρι του Ζιάκα που χτίστηκε επί Τουρκοκρατίας βρίσκεται 3 χλμ. μακριά από το ομώνυμο χωριό. Χτίστηκε πριν από το 1885 και είναι εύκολα προσβάσιμο. Είναι δίτοξο με σαφώς μεγαλύτερη την κύρια (Δυτική) καμάρα, που φτάνει σε ύψος τα 7,50 μ. Το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι περίπου 41 μ. και το πλάτος 3,10 μ. Σύμφωνα με τις ιστορικές παραδόσεις εκεί έγινε η μάχη μεταξύ του Γιαννούλα Ζιάκα, αδερφού του Θεόδωρου και των Τούρκων και η παράδοση λέει πως ο Γιαννούλας έγραψε στο ίδιο σημείο ένα ποίημα. Κοντά στο γεφύρι βρέθηκαν τάφοι. Κάτω από το γεφύρι περνά ο Βελονιάς ποταμός, παραπόταμος του Βενέτικου, που πηγάζει από τις περιοχές Δοτσικού, Προσβόρου και Αλατόπετρας. Ο δρόμος που πέρναγε πάνω από το γεφύρι ονομαζόταν «Βασιλική Στράτα» και αποτελούσε το διάβα των εμπορικών καραβανιών προς τη Θεσσαλία. Εκείνο που προκαλεί το θαυμασμό του επισκέπτη είναι το βουνό Όρλιακας στους πρόποδες του οποίου είναι χτισμένο το χωριό. Μη φανταστείτε κανένα βουνό πανύψηλο. Η κορυφή του φτάνει μόνο τα 1.433 μ., αλλά έχει απόκρημνα βράχια και πλαγιές όπου φωλιάζουν πολλά αρπακτικά. Η βλάστηση αφθονεί γιατί υποβοηθείται από το εδαφικό υπόστρωμα του ασβεστόλιθου, τα νερά και τις κλιματολογικές συνθήκες. Ο επισκέπτης μπορεί να δει και να θαυμάσει ταυτόχρονα τα έλατα πλάι πλάι με τις βαλανιδιές, τη μαύρη πεύκη και την οξιά, ενώ πιο χαμηλά μπορεί να δει φλαμουριές, κρανιές, πυξάρια, φτελιές, λεύκες, αγριοκερασιές, κέδρα, αγριαχλαδιές, φράξους, σφενδάμια, αγριοπούρναρα και άλλα πολλά. Ειδικά το φθινόπωρο ο Όρλιακας με όλα αυτά τα φυλλοβόλα είναι σαν ζωγραφική παλέτα, μια γιορτή των χρωμάτων τα οποία σε συνδυασμό με την άγρια ομορφιά της περιοχής, το πανέμορφο γραφικό χωριό του Ζιάκα και το ομώνυμο γεφύρι του σίγουρα αποτελούν ένα μοναδικά επισκέψιμο χώρο κάθε εποχή του έτους.
Γεφύρι Πορτίτσας
Το γεφύρι της Πορτίτσας βρίσκεται στο χωριό Σπήλαιο, του νομού Γρεβενών και απέχει 45 χιλιόμετρα από την ομώνυμη πρωτεύουσα. Πιθανότατα είναι το δημοφιλέστερο και ομορφότερο γεφύρι του νομού καθώς με το υπέροχο τοπίο που δημιουργεί το βαθύ φαράγγι με το καλά συντηρημένο γεφύρι και η ευκολία της πρόσβασης σ’ αυτό δημιουργούν ένα μνημείο απαράμιλλης και ασύγκριτης ομορφιάς. Ανάμεσα στα βουνά Σπηλαίου και Λυκότρυπας δημιουργείται η κοιλάδα Κανάβη. Η ευχάριστη αγκαλιά της κοιλάδας με τα νερά του ορεινού ρέματος να κυλούν νωχελικά ανάμεσα σε κροκάλες και πλατάνια, ημερεύει τη σκληρότητα της ορεινής γης. Η κοιλάδα καταλήγει σε βαθύ φαράγγι, που ονομάζεται Πορτίτσα, ενώ η έξοδος του ονομάζεται Καρούτες. Την εικόνα έρχεται να συμπληρώσει στο βάθος το βράχινο φράγμα που σχηματίζουν σαν συμπληγάδες οι δυο αντικριστοί κάθετοι βράχοι το οποίο εμποδίζει αποφασιστικά το άπλωμα του μικρού οροπεδίου. Μπροστά από το στενόμακρο στόμιο του φαραγγιού που χάσκει σαν πόρτα που ξεχάστηκε ανοικτή, το πέτρινο γεφύρι της Πορτίτσας δρασκελίζει το ποτάμι δίνοντας διέξοδο στην επικοινωνία των ντόπιων ανάμεσα στο Σπήλαιο και το Τρίκωμο. Ο ποταμός που περνά κάτω από την κάμαρα του γεφυριού είναι ο Βενέτικος ποταμός, παραπόταμος του Αλιάκμονα, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος Ελληνικός ποταμός (μήκος 297 χιλιόμετρα). Η κατασκευή της γέφυρας υπολογίζεται το 1743 και σύμφωνα με πηγές χτίστηκε με προσφορές από το Μοναστήρι του Σπηλαίου. Είναι δίτοξο με το άνοιγμα του μεγάλου τόξου να φτάνει στα 13,80μ και του μικρού τα 5μ. Το συνολικό του μήκος είναι 34 μ. και το πλάτος του 2,70 μ. , το δε συνολικό του ύψος του φτάνει τα 7,80 μ. Από το γεφύρι ξεκινά λίθινο μονοπάτι που φτάνει ως το χωριό.