Αξιοθέατα στο Νομό Αρκαδίας
Αρχαία Λυκόσουρα
Η Λυκόσουρα ήταν αρχαία αρκαδική πόλη. Ιδρύθηκε από τον Λυκάονα, πρώτο βασιλιά των Αρκάδων και γιο του Πελασγού και ήταν η πρωτεύουσα των Αρκάδων μέχρι ο Κλείτωρ να την μεταφέρει στον Κλείτορα. Θεωρούταν η ιερότερη και παλιότερη πόλη της Αρκαδίας, μάλιστα όπως αναφέρει ο Παυσανίας ήταν η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος, παλαιότερη όλων των πόλεων σε γη και νησιά, δηλαδή η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον πλανήτη. Ο Παυσανίας, πριν τον Λυκάονα και την ίδρυση της Λυκόσουρας σημειώνει ότι οι άνθρωποι ζούσαν στην ύπαιθρο και σε σπήλαια αφού ο πατέρας του Λυκάονος, Πελασγός, τους έμαθε να φτιάχνουν καλύβες και να φοράνε δέρματα ζώων ως ρούχα. Ήταν από τις αρκαδικές πόλεις που εποίκησαν την Μεγαλόπολη. Στη Λυκόσουρα υπήρχε ναός της Δέσποινας στον οποίο λατρεύονταν πολλοί θεοί και όχι ένας όπως συνηθιζόταν και ομώνυμο άλσος, επίσης ιερό του Πανός και της Αθηνάς.
Αρχαία Μαντινεία
Ονομάσθηκε έτσι κατά τη παράδοση από τον ήρωα Μαντινέα τον γιο του Λυκάονα. Η Μαντίνεια αποτελούσε στην αρχή ένωση πέντε δήμων με πρωτεύουσα την ακρόπολη Πτόλη. Συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο όπου αμέσως μετά οι κάτοικοί της συγκεντρώθηκαν σε μια πόλη δημιουργώντας Πολιτεία. Ο κάτοικός της λεγόταν «Μαντινεύς». Βρισκόταν στα σύνορα της Αργολίδας, νότια του Ορχομενού και βόρεια της Τεγέας. Όλη η περιοχή της ονομαζόταν «Μαντική» η οποία καταλάμβανε όλη τη σημερινή πεδιάδα της Τρίπολης που εκτείνεται ακριβώς μέχρι τη θέση της αρχαίας Μαντίνειας. Τα ερείπια της αρχαίας Μαντίνειας που βρίσκονται στο κάμπο γύρω από την Τρίπολη καλούνται σήμερα Παλαιόπολη και με την ίδια ονομασία Μαντίνεια φέρεται επαρχία της Αρκαδίας ή οποία πήρε το όνομά της από την Αρχαία Μαντίνεια. Στους προϊστορικούς χρόνους η πόλη βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται «Γκορτσούλι», διότι εκεί υπάρχουν προϊστορικά κτίσματα καθώς και αξιόλογα ιερά των ιστορικών χρόνων. Στα ελληνιστικά χρόνια, η πόλη μετονομάσθηκε σε Αντιγόνεια από τον Μακεδόνα βασιλιά Αντίγονο Γ΄ μετά τη νικηφόρα έκβαση στη μάχη της Σελλασίας το 222 π.Χ. Έκτοτε έκοψε πολλά νομίσματα με την επιγραφή ΑΝΤΙΓΟΝΕΩΝ ΜΑΝΤΙΝΕΩΝ. Αργότερα στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού επανήλθε η παλαιότερη ονομασία της πόλεως.
Τα σημαντικότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου είναι:
- Το αρχαίο θέατρο των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (4ος/3ος αιώνας π.Χ.).
- Το Βουλευτήριο
- Λείψανα της αρχαίας Αγοράς.
- Λουτρικό συγκρότημα των ρωμαϊκών χρόνων
- Ο εκατόμπεδος Ναός της Μεσοπολίτιδος Αρτέμιδος.
Αρχαία Μεγαλόπολη
Ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Μεγάλης Πόλης βρίσκεται 3 χιλ. έξω από τη σημερινή πόλη της Μεγαλόπολης, κοντά στο δρόμο Μεγαλόπολης – Καρύταινας. Η Μεγαλόπολη ιδρύθηκε το 371 π.Χ. από συνοικισμό διαφόρων Αρκαδικών κωμών με τη συνδρομή του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα. Η πόλη παράκμασε στους υστερορωμαϊκούς χρόνους και κατά το μεσαίωνα οι κάτοικοι διεσπάρησαν σε γειτονικούς οικισμούς.
Τα σημαντικότερα μνημεία του Αρχαιολογικού χώρου είναι:
- Το Αρχαίο Θέατρο (4ος αιώνας π.Χ.)
- Η Αρχαία Αγορά. Περιλαμβάνει τα εξής ανεσκαμμένα μνημεία: το Ιερό του Διός Σωτήρος, τη Φιλίππειο Στοά και τμήμα της Μυροπώλιδος Στοάς
- Λείψανα των τειχών
- Το Θερσίλειο Βουλευτήριο
Κεντρικό μνημείο είναι το Αρχαίο Θέατρο, το οποίο αποτελεί μεγάλη μαρτυρία της κραταιάς Αρκαδικής Ομοσπονδίας και της πανίσχυρης Μεγάλης Πόλεως, της νεότερης πόλης της αρχαίας Αρκαδίας, που γνώρισε αίγλη και μεγαλείο, αλλά χάθηκε μέσα σε δύο αιώνες. Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, «Η δε επέκεινα του ποταμού μοίρα η κατά μεσηβρίαν παρείχετο ες μνήμην θέατρον μέγιστον των εν τη Ελλάδι» (Παυσ. VIII 32.1), το θέατρο ήταν το μεγαλύτερο και αρχαιότερο θέατρο της αρχαίας Ελλάδας. Κατασκευάστηκε από τον Αργείτη Πολύκλειτο λίγο μετά το 370 π.χ. Το κοίλο είχε διάμετρο 145 μ., ενώ η ορχήστρα του 30 μ. περίπου. Θεωρείται ότι το κοίλο περιελάμβανε δύο διαζώματα, με 20 σειρές εδωλίων στα δύο κατώτερα μέρη του και 17 στο ανώτερο μέρος. Κατόπιν τούτου υπολογίζεται πως η χωρητικότητά του ήταν 18.200 θεατές περίπου.
Ναός της Αλέας Αθηνάς
Ο Αρχαίος Ναός της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα είναι ο δεύτερος, σε μέγεθος, ναός της Πελοποννήσου μετά το ναό του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία. Το ιερό χτίστηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα, αλλά οι ανασκαφές έδειξαν πως υπήρχε στην ίδια θέση σπουδαίο μυκηναϊκό ιερό, πάλι αφιερωμένο σε θηλυκή θεότητα. Ο αρχαιότερος ναός πρέπει να καταστράφηκε από πυρκαγιά το 395 π.Χ. Ο νεότερος ναός είναι έργο του παριανού γλύπτη Σκόπα. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο από τα Δολιανά και για τη θεμελίωσή του εντόπιος αμυγδαλόλιθος. Ο Σκόπας συνδύασε τους τρεις μεγάλους ρυθμούς της αρχαιότητας, Δωρικό, Κορινθιακό και Ιωνικό. Ο ναός υπήρξε μέγα άβατο, απροσπέλαστο στους αμύητους και προστατευόταν από Ιερό Άλσος. Είναι από τους ναούς που εγκολπώνουν τα καινούρια θρησκευτικά ήθη. Έτσι ο βωμός των αιματηρών αρχέγονων θυσιών βρίσκεται απόμακρα, ενώ το αναίμακτο θυσιαστήριο δεσπόζει. Ο ναός ήταν καταστόλιστος με σπουδαία αγάλματα της Αθηνάς, του Ασκληπιού και της Υγείας καθώς και πολλών άλλων θεών και ηρώων. Επίσης, στο ιερό του φυλασσόταν το δέρμα και τα δόντια του μυθικού καλυδώνιου Κάπρου. Ο Παυσανίας μας αφηγείται πως στη θέα αυτών των λειψάνων ο προσκυνητής καταλαμβανόταν από ανεξήγητους σπασμούς. Αυτή η παράδοση, μαζί με την ύπαρξη αγάλματος του Ασκληπιού και της Υγείας αποδεικνύει ότι ο ναός πρέπει να λειτουργούσε και ως θεραπευτήριο. Εκθέματα από το ναό βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αλέας Τεγέας.
Ορχομενός
Ο Ορχομενός ήταν πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, από τις μεγαλύτερες και παλιότερες. Για ένα διάστημα ήταν έδρα των βασιλέων της. Ιδρύθηκε από τον Ορχομενό γιο του Λυκάονα. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως πολύμηλο. Υπήρξε αποικία του βοιωτικού Ορχομενού και αργότερα ήταν από τις πόλεις που συνοίκησαν τη Μεγαλόπολη. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή έκοβε δικά του νομίσματα. Ήταν τειχισμένη πόλη με θέατρο, αγορά, βουλευτήριο και ιερό της Υμνίας Αρτέμιδος με λίθινο άγαλμά της και ιερό του Ποσειδώνα με επίσης λίθινο άγαλμα. Το ιερό της Αρτέμιδος είναι φτιαγμένο από σκοτεινό κέδρο και αυτό αποδεικνύει την αρχαιότητά του. Ακόμη έχουν σωθεί ένα προϊστορικός τύμβος και μια γέφυρα αρχαϊκών χρόνων. Το θέατρο του Ορχομενού είναι χτισμένο στους ελληνιστικούς χρόνους. Στο χώρο του θεάτρου εκτός από παραστάσεις λάμβαναν χώρα και αγώνες προς τιμήν του Διονύσου. Κοντά στον Ορχομενό βρισκόταν, κατά την παράδοση, ο τάφος του Αριστοκράτη και της Πηνελόπης. Στη θέση Καλπάκι, πίσω από το ύψωμα του Ορχομενού, σώζονται τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου που έχει ενσωματώσει υλικά από την αρχαϊκή οχύρωση της πόλης. Σήμερα η αρχαία πόλη έχει ανασκαφεί και είναι επισκέψιμη. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Λεβίδι και είναι από τα αξιοθέατα στο νομό Αρκαδίας που αξίζει να επισκεφθείς.
Κάστρα
Άκοβα
Μία από τις σημαντικότερες βαρωνίες της μεσαιωνικής εποχής ήταν εκείνη της Άκοβας. Το Φράγκικο κάστρο της Άκοβας, βρίσκεται σε βραχώδη λόφο κοντά στα Τρόπαια, ανατολικά του Βυζικίου. Λέγεται αλλιώς κάστρο της Μονοβύζας ή της Κυράς από τη Φράγκισα αμαζόνα που το κυβέρνησε. Ανήκει στο Δήμο Τροπαίων.
Άστρος
Το μεσαιωνικό κάστρο δεσπόζει στον λόφο Νησί, επάνω από τη σύγχρονη κωμόπολη. Κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο και αργότερα διαμορφώθηκε σε ισχυρό αμυντικό φρούριο. Τον 18ο αιώνα εγκαταστάθηκαν εδώ οι τρεις αδελφοί Ζαφειρόπουλοι, έμποροι που ζούσαν στο εξωτερικό και επέστρεψαν στην πατρίδα τους για να ενισχύσουν την προετοιμασία της επανάστασης. Οι τρεις κατοικίες που έχτισαν διαμορφώνοντας το εσωτερικό του κάστρου σώζονται σε ερειπιώδη κατάσταση αλλά αποτελούν σημαντικά δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής στα χρόνια πριν από την επανάσταση.
Βαλτεσινίκο
Νοτιοδυτικά του χωριού Βαλτεσινίκο, πάνω στο λόφο Παλαιόκαστρο, βρίσκεται ένα μικρό οχυρό και λείψανα πύργου, όπου το μεγαλύτερο τμήμα του είναι ερειπωμένο. Το κάστρο αυτό προϋπήρχε των Φράγκων. Όταν έγινε το μοίρασμα των κτίσεων του Μοριά δόθηκε στη Βαρωνία της Άκοβας. Ανήκει στο Δήμο Κλείτορος.
Καρύταινα
Το κάστρο της Καρύταινας είναι χτισμένο σε μια προεξοχή του λόφου πάνω από την μικρή πολιτεία με τις βυζαντινές εκκλησίες. Η στρατηγική του θέση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια των αιώνων και μπορούσε να συγκριθεί με το Χλεμούτσι στη Ηλεία. Ονομάστηκε Τολέδο της Ελλάδας. Πιστεύουν πως εδώ υπήρχε η αρχαία Βρένθη. Ανήκει στο Δήμο Γόρτυνος.
Μουχλί
Στο δρόμο από την Τρίπολη προς την Αργολίδα μέσω Αχλαδόκαμπου, μετά το χωριό Αγιωργίτικα δεξιά του δρόμου, υπάρχει ένας λόφος όπου ερείπια από κάποιο οχυρό μαρτυρούν την ιστορία του Μουχλιού. Στην περίοδο της ακμής του, τη Μεσαιωνική εποχή, συγκρινόταν με το Μυστρά και τη Μονεμβασιά. Ένα τείχος περιέβαλε την πόλη και τις εκκλησίες μεταξύ των οποίων δέσποζε η Παναγία η Μουχλιώτισσα. Ανήκει στο Δήμο Κορυθίου.
Ωριάς
Βρίσκεται κοντά στον Άγιο Ιωάννη της Μελιγούς στο δρόμο από το Άστρος προς τον Άγιο Πέτρο. Χτίστηκε την περίοδο της Φραγκοκρατίας από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο. Σήμερα σώζεται τμήμα των τειχών του και ερείπια του κεντρικού πύργου. Το όνομά του έχει συνδεθεί με θρύλους και ειδικότερα με την ηρωίδα της δημοτικής παράδοσης, την Ωριά. Ανήκει στο Δήμο Βόρειας Κυνουρίας.
Μουσεία
Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους
Το Μουσείο στεγάζεται σε κτίριο τοπικού παραδοσιακού ρυθμού που είχε χρησιμοποιηθεί ως διδακτήριο (Σχολή Καρυτσιώτη), από το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Παραχωρήθηκε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων από το Δήμο Άστρους και μετά από σημαντικές επισκευές και συντηρήσεις μετατράπηκε σε Μουσείο της Κυνουρίας το έτος 1985.
Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας βρίσκεται στην Αλέα Τεγέας και κτίσθηκε στις αρχές του 20ου αι. (1906 – 1910). Το Μουσείο είναι ένα από τα πρώτα επαρχιακά μουσεία της χώρας, πλέον και από τα πιο σύγχρονα, καθώς η νέα παρουσίαση των εκθεμάτων του γίνεται με τη βοήθεια της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας. Αφηγείται την ιστορία της γέννησης και εξέλιξης της ισχυρότερης πόλης της αρχαίας Αρκαδίας, της Τεγέας. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα ιερά της και δη το ιερό της Αθηνάς Αλέας, ένα από τα πιο φημισμένα πελοποννησιακά ιερά. Στην αίθουσα 1 παρουσιάζονται εκθέματα που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς μέχρι και τους αρχαϊκούς χρόνους. Η αφήγηση ξεκινά από τις σημαντικές προϊστορικές θέσεις της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χάλκου και συνεχίζεται με τα σημαντικά αγροτικά ιερά της Τεγεάτιδος, τα οποία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην διαδικασία δημιουργίας της Τεγέας. Στην αίθουσα 2 παρουσιάζεται μία ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων, των αρκαδικών Ερμών, και στην αίθουσα 3 ιστορείται η εξέλιξη της πόλεως από τους κλασικούς μέχρι και τους Ύστερους Ρωμαϊκούς Χρόνους. Η αφήγηση κορυφώνεται στην αίθουσα 4. Παρουσιάζεται το μεγάλο ιερό της Τεγέας, το ιερό της Αθηνάς Αλέας. Γύρω από αυτό συγκροτήθηκε η πόλη της Τεγέας. Εξιστορείται η εξέλιξή του από τους γεωμετρικούς μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους: Γέννηση – Μνημειοποίηση και Αναμόρφωσή του τον 4ο αι. π.Χ. από τον αρχιτέκτονα και γλύπτη Σκόπα. Η υπαίθρια έκθεση αναπτύσσεται στον αύλειο χώρο του Μουσείου και χωρίζεται σε δύο ενότητες: Στην ενότητα «Δημοσίος Βίος» παρουσιάζονται επιλεγμένες επιγραφές, σχετικές με τη δημόσια ζωή στην Τεγέα, ενώ στην ενότητα «Το Επέκεινα» ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες. Η υπαίθρια έκθεση καλύπτει μία χρονική περίοδο από τους Ύστερους Αρχαϊκούς – Πρώιμους Κλασικούς μέχρι και τους Ύστερους Ρωμαϊκούς Χρόνους.
Λαογραφικό Μουσείο Τεγέας
Στις αίθουσες του μουσείου βλέπει ο επισκέπτης να ξετυλίγεται μπροστά του ολόκληρος ο πολιτισμός και καθημερινός τρόπος ζωής της αγροτικής Τεγέας μέσα από τα διάφορα αντικείμενα – εκθέματα, που αποτελούν ένα θησαυρό μνήμης. Εδώ στεγάζονται φιλόξενα οι αναμνήσεις μιας άλλης εποχής. Εδώ ζωντανεύει η νεότερη κληρονομιά της Τεγέας. Γεωργικά εργαλεία, σκεύη καθημερινής χρήσης, ρούχα και φορεσιές κατανεμημένα ανά επάγγελμα και λειτουργία της καθημερινής ζωής. Συλλογές παραδοσιακών υφαντών, κεντημάτων, τοπικών φορεσιών και φωτογραφιών, καθώς και ο παραδοσιακός αργαλειός. Αναπαραστάσεις παλαιών εργαστηρίων (πεταλωτήριο, τσαγκαράδικο, σιδηρουργείο, κουρείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο) και χώρων παραδοσιακού σπιτιού (σάλα, κρεβατοκάμαρα, γωνιά, κουζίνα, πλυσταριό, ζυμωτήρι).
Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας
Το Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας στεγάζεται σε δυο κτίρια, εκ των οποίων το πρώτο είναι ένα τριόροφο σπίτι του 18ου αιώνα, πρώην οικία Γεωργίου Χατζή, το οποίο παραχωρήθηκε στην τότε Κοινότητα Στεμνίτσας και στη συνέχεια στο Ίδρυμα με την επωνυμία «Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας» για να λειτουργήσει ως Μουσείο. Το 1995 οικοδομήθηκε με παραδοσιακούς όρους δόμησης το δεύτερο κτίριο με δαπάνες των: Ιωάννη και Ειρήνης Σαββοπούλου, Παναγιώτη Αγγελόπουλου καθώς και Ιωάννη Μαρτίνου. Στο Λαογραφικό Μουσείο αφενός παρουσιάζονται αναπαραστάσεις παραδοσιακών εργαστηρίων, εσωτερικό στεμνιτσιώτικου σπιτιού αφετέρου εκτίθενται μεταβυζαντινές εικόνες, έργα μεταλλοτεχνίας, κεραμικής, ξυλογλυπτικής, κεντήματα, φορεσιές, εκκλησιαστικά σκεύη, φιγούρες θεάτρου σκιών φιλοτεχνημένες από τον καραγκιοζοπαίκτη Λάμπρου Καραδήμα.
Παλαιά πτέρυγα: Στο ισόγειο εκτίθενται – σε αναπαράσταση – εργαστήρια παραδοσιακών επαγγελμάτων (αργυροχρυσοχόου, κηροπλάστη, καμπανά-κουδουνά, καλαντζή, κανταρτζήδων με μέτρα και σταθμά, τσαγκάρη, καθώς και αποστακτήριο σταφυλιών). Στο Μεσοπάτωμα έχουν διαμορφωθεί εσωτερικά του στεμνιτσιώτικου σπιτιού με αυθεντικά έπιπλα, υφαντά, μεταξωτά, φωτογραφίες, κασέλες, αντικείμενα χρηστικά και διακοσμητικά. Πρόκειται για τη σάλα ενός εύπορου σπιτιού του 19°ου αιώνα, δωμάτιο με αργαλειό και εργαλεία υφαντικής καθώς το τρίχωρο (χειμωνιάτικο, κάμαρη και κελάρι) μιας μεσαίας οικονομικά οικογένειας. Στον πρώτο όροφο εκτίθεται σε ειδικά διαμορφωμένο με προθήκες χώρο η συλλογή/δωρεά του ζεύγους Σαββοπούλου, η οποία αποτελείται από αντικείμενα που εκπροσωπούν σχεδόν όλους τους τομείς της ελληνικής λαϊκής τέχνης: ενδυμασίες, αργυροχοϊα, κεντήματα, υφαντά, μεταλλοτεχνία, ξυλογλυπτική και μεταβυζαντινές φορητές εικόνες.
Νέα πτέρυγα: Στο Μεσοπάτωμα έχει διαμορφωθεί μια αίθουσα διαλέξεων με την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή για προβολές και παρουσιάσεις, ενώ φιλοξενούνται επιτοίχιες βιτρίνες με αντικείμενα εκκλησιαστικής αργυροχρυσοχοίας, υφαντά και άλλα είδη οικιακής τέχνης. Στον πρώτο όροφο εκτίθεται η Συλλογή του καραγκιοζοπαίκτη Λάμπρου Καραδήμα (φιγούρες, σκηνικά, ρεκλάμες), δωρεά της οικογένειάς του καθώς και αστικές και αγροτικές ενδυμασίες.
Πολεμικό Μουσείο Τρίπολης
Το Πολεμικό Μουσείο Τρίπολης στεγάζεται στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου και στη γωνία με την οδό Εθνομαρτύρων, καταλαμβάνοντας το ισόγειο του οικήματος του Ιωάννη Μαλλιαρόπουλου. Εγκαινιάστηκε το 2000 απαντώντας στην ανάγκη και την απαίτηση της πόλης του Αγώνα και της Επανάστασης. Περιλαμβάνει κυρίως εκθέματα από τον αγώνα του 1821, όπως και του πολέμου του 1940. Έχει έντεκα ενότητες που καλύπτουν θεματικά τους αγώνες των Ελλήνων: όπλα και τεκμήρια από την επανάσταση του 1821, τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, τον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι τη Μέση Ανατολή και την Απελευθέρωση. Στις αίθουσες του μουσείου φιλοξενούνται μια προτομή του Κολοκοτρώνη καθώς και ένα μεγάλο εκμαγείο μνημείων που εξυμνούν τον στρατηγό Θ. Κολοκοτρώνη. Στις αίθουσες του Πολεμικού Μουσείου και στις συλλογές του βλέπει κανείς ανάγλυφη την ιστορία της Τρίπολης αλλά και όλης της Αρκαδίας.
Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης Δημητσάνας
Ένα από τα αξιοθέατα στο νομό Αρκαδίας που πρέπει να επισκεφθείτε είναι το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα. Είναι ένα θεματικό μουσείο που προβάλλει τη σημασία της υδροκίνησης στην παραδοσιακή κοινωνία, παρουσιάζοντας τις βασικές προβιομηχανικές τεχνικές που χρησιμοποιούν το νερό ως κύρια πηγή ενέργειας για την παραγωγή διαφόρων προϊόντων. Σε έκταση ενός στρέμματος, μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα τρεχούμενα νερά, έχει αποκατασταθεί ένα σύνολο εγκαταστάσεων και υδροκίνητων μηχανισμών, με σκοπό τη μουσειακή αξιοποίησή τους. Κάθε ένα από τα αναστηλωμένα κτήρια των παλιών παραδοσιακών εργαστηρίων έχει μια μόνιμη έκθεση με θεματικό περιεχόμενο σχετικό με το εργαστήριο στο οποίο στεγάζεται. Το πρώτο κτίριο στεγάζει μια νεροτριβή κι έναν αλευρόμυλο. Στην περιοχή της Δημητσάνας δούλευαν ως τα μέσα του 20ού αιώνα είκοσι περίπου στεγασμένες ή υπαίθριες νεροτριβές, όπου πλένονταν τα υφαντά (βελέντζες, μπατανίες, τσέργες και τσόλια). Η τέχνη του νεροτριβιάρη ή ντριστελιάρη φαινόταν από τον σωστό υπολογισμό του χρόνου παραμονής στον κάδο κάθε είδους υφαντού. Δίπλα έχει αποκατασταθεί ένας αλευρόμυλος με οριζόντια φτερωτή. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να ρίξει σπόρους καλαμποκιού στη σκαφίδα και να παρακολουθήσει πώς ο καρπός αλέθεται από τις μυλόπετρες και πέφτει στην αλευροδόχη. Το διπλανό δωματιάκι με το τζάκι στέγαζε την κατοικία του μυλωνά, όπου η -κατά κανόνα πολυμελής- οικογένειά του έστηνε κάθε βράδυ τη στρωμνή στο πατάρι για να κοιμηθεί παραταγμένη. Έξω από το μύλο, κατασκευάστηκε ένα πρόχειρο στέγαστρο, όπως αυτό που προφύλασσε το ρακοκάζανο, που στηνόταν στην ύπαιθρο μετά τον τρύγο, για την παραγωγή του τσίπουρου από τα στέμφυλα, και λειτουργούσε για 3-4 μερόνυχτα συνεχώς. Ακριβώς απέναντι βρίσκεται ένα διώροφο κτίριο, που στεγάζει την κατοικία του βυρσοδέψη (πάνω) και το βυρσοδεψείο (κάτω). Το εσωτερικό του εργαστηρίου είναι χωρισμένο σε «ζώνες» που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας των δερμάτων. Η πρώτη είναι για τα «νερά», τον ασβέστη και γενικά τις προπαρασκευαστικές εργασίες. Στην επόμενη βρίσκεται η σειρά με τις «λίμπες» (γούρνες) για τη δέψη. Μια ζώνη ευάερη προορίζεται για το άπλωμα και το στέγνωμα των δερμάτων στη σκιά και τέλος, μια καλά φωτισμένη γωνιά για τις εργασίες της μετάδεψης. Το λιθόστρωτο οδηγεί σε ένα πλάτωμα, όπου διαμορφώνεται μια φυσική δεξαμενή, και καταλήγει στον μπαρουτόμυλο. Η Δημητσάνα ήταν ένα από τα εκατοντάδες χωριά που γνώριζαν τη συλλογή του ακάθαρτου νίτρου από τον 16ο αιώνα και το παρείχαν αντί φόρου στους Τούρκους. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, οι Δημητσανίτες δραστηριοποιήθηκαν για να τροφοδοτήσουν τον αγώνα με το απαραίτητο πολεμικό υλικό. Το μπαρούτι αποτελεί ένα ισχυρό στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής και διατηρείται ζωντανό στη μνήμη και τις αφηγήσεις των κατοίκων της. Αυτήν ακριβώς την ιστορική ταυτότητα αναδεικνύει το ΥΜΥ, αναπαριστώντας τον τύπο του μπαρουτόμυλου με κοπάνια, που χρησιμοποιήθηκε στη Δημητσάνα κατά την Επανάσταση και έως τις αρχές του 20ού αιώνα, και διασώζοντας ταυτόχρονα τη συγκεκριμένη τεχνολογία της παραγωγής της μπαρούτης, η οποία στην Ευρώπη είχε εξαφανιστεί από το 18ο αιώνα.