Αξιοθέατα στο Νομό Άρτας
Αρχαία Αμβρακία
Η Αμβρακία ήταν αρχαία -πόλη κράτος της βορειοδυτικής Ελλάδας, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Άραχθου, στη θέση της σημερινής Άρτας. Η περιοχή της Αμβρακίας συνόρευε με το Βασίλειο των Μολοσσών της Ηπείρου στα βόρεια και με τη δολοπική φυλή των Αθαμάνων στα ανατολικά. Την πόλη έχτισε, σύμφωνα με τη μυθολογία ο Άμβραξ, γιος του Θεσπρωτού. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, την πόλη έχτισε η Αμβρακία, κόρη του βασιλιά των Δρυόπων Μελανέα ή του Αυγείου της Ήλιδας ή του Φόρβαντα, γιου του Ήλιου, και της Στρατονίκης, αδελφής του Ευρύτου. Οι αρχαίοι συγγραφείς αποκαλούσαν την περιοχή της Αμβρακίας Δρυοπίδα. Η ίδρυση της αρχαίας Αμβρακίας τοποθετείται από τους αρχαιολόγους στο 625 π.Χ. Ιδρύθηκε από τον Γόργο, νόθο γιό του Κύψελου, τυράννου της Κορίνθου σε μια περιοχή που ανήκε στους Δρύοπες. Ήταν χτισμένη με ένα από τα καλύτερα πολεοδομικά συστήματα της αρχαιότητας. Απέκτησε μεγάλη ναυτική δύναμη ενώ τα γυναικεία υποδήματα που κατασκευάζονταν σε αυτήν έγιναν γνωστά σε όλη την Ελλάδα, με το όνομα αμβρακίδες. Στους Περσικούς πολέμους συμμετείχε στη συμμαχία των ελληνικών πόλεων που αντιστάθηκαν στους Πέρσες. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε συμβάλλει με επτά πλοία, ενώ στη μάχη των Πλαταιών συμμετείχε με 500 οπλίτες. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ακολούθησε τους Κορινθίους, συμμαχώντας με τη Σπάρτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τους γείτονές της Ακαρνάνες, που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων. Το 426 π.Χ., οι 3.000 οπλίτες της ηττήθηκαν στη μάχη των Όλπων από τους Αθηναίους και Ακαρνάνες και η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές. Η Αμβρακία βρέθηκε κάτω από την εξουσία των Μακεδόνων του Φιλίππου Β΄ το 338 π.Χ., ενώ το 295 π.Χ. οι Μακεδόνες την παραχώρησαν στο Βασίλειο της Ηπείρου. Ο βασιλιάς Πύρρος την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου της Ηπείρου και η Αμβρακία γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τον επόμενο αιώνα. Η Αμβρακία παρακμάζει τελικά μετά την εξέγερση κατά των Ρωμαίων το 189 π.Χ. Πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους, υπό τον ύπατο Μάρκο Φούλβιο, χωρίς επιτυχία αλλά τελικά, ύστερα από διαπραγματεύσεις, η πόλη υποτάχθηκε και ο Φούλβιος αφαίρεσε όλα τα αγάλματα της πόλης και τα απέστειλε στη Ρώμη. Το 167 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος κατέλαβε την Ήπειρο. Η πόλη λεηλατήθηκε και τα τείχη της γκρεμίστηκαν. Μετά το 31 π.Χ., με την ίδρυση της Νικόπολης, οι Ρωμαίοι υποχρέωσαν μεγάλο μέρος των κατοίκων της να μετοικίσει εκεί και η πόλη σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Γεφύρι της Άρτας
Το Γεφύρι της Άρτας (στην λαϊκή παράδοση γιοφύρι της Άρτας) είναι λιθόκτιστη γέφυρα του ποταμού Αράχθου, του 17ου αιώνα, στην πόλη της Άρτας, που έγινε πασίγνωστη από το ομώνυμο θρυλικό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην «εξ ανθρωποθυσίας» θεμελίωσή του. Ο ίδιος όρος αποτελεί επίσης σύγχρονη μεταφορική έκφραση, όταν αναφέρονται έργα, τα οποία αργούν να ολοκληρωθούν όπως και στον θρύλο του τραγουδιού («Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν»). Το πέτρινο γεφύρι της Άρτας είναι το πιο ξακουστό στην Ελλάδα και αυτό βέβαια το οφείλει στον θρύλο για τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα. Η αρχική κατασκευή του γεφυριού τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί βασιλέως Πύρρου Α. Αυτό είναι φυσικό, δεδομένου ότι σε αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια. Συνεπώς, οι αρχαίοι Αμβρακιώτες είχαν ανάγκη να κατασκευάσουν στο σημείο αυτό κάποιο πέρασμα, γεφύρι, έργο που ασφαλώς θα βελτιωθεί στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς Πύρρος Α’ έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα – στα ρωμαϊκά χρόνια – με την άνθηση της διπλανής Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης. Τη σημερινή του μορφή, το Γεφύρι της Άρτας απέκτησε τα έτη 1602-1606 μ.Χ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τη χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της Άρτας έγινε από έναν Αρτινό παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, ο οποίος προφανώς είχε εμπορικές δραστηριότητες και είχε ενδιαφέρον για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του. Το σημερινό μήκος του πέτρινου γεφυριού της Άρτας φτάνει στα 142 μέτρα και το πλάτος του είναι 3,75 μέτρα. Αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες και τρεις μικρότερες. Οι τέσσερις ημικυκλικές καμάρες δεν έχουν καμία συμμετρία μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο τόξο έχει άνοιγμα 24 μέτρα και τα υπόλοιπα 15.80 μ., 15.40 μ. και 16.20 μ.. Το ύψος των τόξων 11.70 μ., 9.00 μ., 9.60 μ. και 9.30 μ. αντίστοιχα. Τα βάθρα του είναι κτισμένα με μεγάλους κανονικούς λίθους κατά το ισοδομικό σύστημα, με επίστεψη, έτσι που θυμίζουν τοιχοποιία ελληνιστικών μεγάρων. Αυτή λοιπόν η δομή των βάθρων μαρτυρεί ότι το γεφύρι θεμελιώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, και – κατά την άποψη του μελετητή Γιάννη Τσούτσινου – πιθανότατα είναι έργο του Πύρρου Α΄ (3ος π.χ. αιώνας). Σύμφωνα με διαπιστώσεις του Φ. Πέτσα, αρχαιολόγου που παρακολούθησε τις εκσκαφές για τη στήριξη σιδερένιας γέφυρας πλάι στην παλιά στα χρόνια της κατοχής, το ίδιο χτίσιμο συνεχίζεται μέχρι τα κατώτατα θεμέλια του γεφυριού. Πάνω σ’ αυτά τα βάθρα, κατά την άποψη ορισμένων μελετητών, χτίστηκαν κατά τη Βυζαντινή εποχή (πρώτη περίοδος του Δεσποτάτου της Ηπείρου) ή κατά την άποψη άλλων στην πρώτη μεταβυζαντινή περίοδο, τέσσερις μεγάλες καμάρες, μεταξύ των οποίων παρεμβλήθηκαν στα ποδαρικά τους καθώς και στα ακρινά σκέλη του γεφυριού οκτώ συνολικά μικρά τοξωτά ανοίγματα, για να διοχετεύονται τα νερά σε περίπτωση πλημμύρας. Η τοιχοποιία της πολύ ωραία είναι ομοιόμορφη με μικρούς κανονικούς λίθους. Φαίνεται ότι η μεγαλύτερη καμάρα, που λόγω του ανοίγματός της ήταν περισσότερο επισφαλής, είτε από άγνωστη αιτία, είτε διότι η ορμή του ρεύματος του Αράχθου εμπόδιζε την θεμελίωση της γέφυρας, γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε στην Τουρκοκρατία, και είναι ακριβώς αυτή η ανακατασκευή της ψηλής καμάρας που γέννησε τον θρύλο του στοιχειώματος της γυναίκας του πρωτομάστορα και το αντίστοιχο δημοτικό τραγούδι. Σύμφωνα με σωσμένες γραπτές μαρτυρίες η κατασκευή αυτή έγινε το έτος 1612, οι εργασίες κράτησαν τρία χρόνια, μέχρι το 1615 και η νέα καμάρα έγινε ακόμη ψηλότερη. Tο Λαογραφικό Μουσείο Άρτας, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στη γέφυρα, ήταν το παλιό Οθωμανικό Τελωνείο και χτίστηκε με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ. Οι κάτοικοι διέρχονταν από την ανατολική Ελληνική πλευρά στη δυτική Οθωμανική με χρήση διαβατηρίου μέχρι το έτος 1912.
Γεφύρι Της Νεράϊδας ή Νεραιδογέφυρο
Μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται στη Θέση Μπάρδα. Χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα (1895)και χορηγός ήταν ο Κωνσταντίνος Πουλής. Από κάτω του περνάει ρέμα του Σαραντάπορου που καταλήγει στον Άραχθο Το συναντάμε μπαίνοντας στο Βουργαρέλι ερχόμενοι από Άρτα.
Κάστρο της Άρτας
Το Κάστρο της Άρτας βρίσκεται στην πόλη της Άρτας στο βορειοανατολικό τμήμα της και χτίστηκε το 1230 μ.Χ τον Μιχαήλ Β, από τον Δεσπότη του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το κάστρο κατασκευάστηκε σε τρεις περιόδους, πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου τείχους (5ος – 4ος π.χ. αιώνας), κατά τη βυζαντινή εποχή (13ος αιώνας) και στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Στο βορειοανατολικό του τμήμα είναι χτισμένο πάνω στα τείχη της αρχαίας Αμβρακίας με οχυρούς πύργους σύμφωνα με τα μεσαιωνικά πρότυπα κατασκευασμένοι ώστε να δέχονται τηλεβόλα. Το σχήμα του κάστρου είναι πολύγωνο (μεγίστου μήκους 280μ. και πλάτους 175μ.) το οποίο διακόπτεται ανά 25μ. από ημικυκλικούς, τριγωνικούς ή πολυγωνικούς πύργους. Το πάχος του τείχους είναι 2,50 μέτρα και το ύψος φτάνει τα 10 μέτρα. Το 1303 μ.Χ. το κάστρο πολιορκήθηκε από τον Κάρολο II d’ Anjou. Πολιορκήθηκε επίσης από τον Ανδρόνικο Γ’ Παλαιολόγο (1328-1341) και τον 17 αιώνα από τον Λιμπεράκη Γερακάρη. Η τελευταία πολιορκία έγινε από τους Έλληνες τον Νοέμβριο του 1821 κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Άρτας. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το κάστρο χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Σε αυτό φυλακίστηκε μάλιστα ένας από τους ήρωες της επανάστασης, ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης. Φυλακίστηκαν επίσης ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος.
Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας είναι ένα μουσείο που βρίσκεται στην Άρτα. Ιδρύθηκε το 1973 ως Αρχαιολογική συλλογή της Άρτας και στεγαζόταν στην εκκλησία Παρηγορήτισσα του 13ου αιώνα. Η συλλογή έχει πλέον μεταφερθεί σε ένα ολοκαίνουργιο, ειδικά κατασκευασμένο μουσείο, το οποίο άνοιξε το 2009. Το νέο κτίριο του μουσείου βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Άραχθο, κοντά στην ιστορική γέφυρα της Άρτας. Ο όγκος της συλλογής περιλαμβάνει ανασκαφές από την αρχαία πόλη της Αμβρακίας, το σπήλαιο «Κουδουνότρυπα» και από αρκετές άλλες τοποθεσίες της Περιφερειακής ενότητας Άρτας. Αξιοσημείωτες είναι οι πολλές νεκρικές στήλες και ταφικές προσφορές από τα νεκροταφεία της αρχαίας Αμβρακίας. Η έκθεση περιλαμβάνει τρία κύρια τμήματα: τη δημόσια ζωή, τα νεκροταφεία και την ιδιωτική ζωή των Αμβρακιωτών, ενώ στην αρχή και στο τέλος της έκθεσης υπάρχουν μεμονωμένα μικρότερα τμήματα που καλύπτουν τη ίδρυση και την πτώση της Αμβρακίας, αντίστοιχα. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής από την πόλη της Άρτας προέρχεται από ανασκαφές των δύο νεκροταφείων που στεγάζονται έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης της Αμβρακίας (ανατολικά και νοτιοδυτικά), από δημόσια κτίρια, όπως το μικρό και μεγάλο αρχαίο θέατρο, ο ναός του Απόλλωνα και το Πρυτανείο, σπίτια και άλλα ερείπια κτιρίων, καθώς και κεραμικά και άλλα εργαστήρια, που ανακαλύφθηκαν κατά την αρχαιολογική έρευνα. Η έκθεση του μουσείου εκτείνεται σε μεγάλη χρονική περίοδο, από την Παλαιολιθική έως τη Ρωμαϊκή περίοδο. Η πλειοψηφία των εκθεμάτων ανήκει στην Ελληνιστική περίοδο, μια περίοδο που συμπίπτει με την υψηλότερη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη κατά την περίοδο ακμής της Αμβρακίας, οπότε η πόλη ήταν η πρωτεύουσα της Ηπείρου.
Μουσείο Κώστα Κρυστάλλη (Συρράκο)
Το πατρικό σπίτι του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894) λειτουργεί σήμερα ως λαογραφικό μουσείο και βιβλιοθήκη. Εκτός από τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή και άλλα εκθέματα παρουσιάζονται στις υποδομές του μουσείου όπως τα μέσα παραγωγής της οικιακής τυροκομίας και υφαντουργίας. Στον προαύλιο χώρο δεσπόζει η προτομή του ποιητή.
Λαογραφικό Μουσείο Ερμηνείας Φωτιάδου (Συρράκο)
Η λαογράφος Ερμηνεία Φωτιάδου, εγγονή του εμπόρου Κώστα Αυδίκου, δώρισε στην κοινότητα Συρράκου το αρχοντικό του 1880, το οποίο ανήκε στον έμπορο Κώστα Αυδίκο, και φέρει πλήρως τον οικιακό εξοπλισμό του, αποτελώντας ταυτόχρονα και δείγμα του τρόπου ζωής των κατοίκων του Συρράκου του περασμένου αιώνα. Στις αίθουσες του μουσείου εκτίθενται έπιπλα, κεντήματα, υφαντά, φορεσιές, οικιακά σκεύη και φωτογραφίες.
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» (Ελληνικό)
Το Μουσείο στεγάζεται στο χώρο του πρώην δημοτικού σχολείου Ελληνικού και περιλαμβάνει έργα του φημισμένου γλύπτη και καθηγητή της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών Θεόδωρου Παπαγιάννη. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν έργα με έντονη οικολογική συνείδηση, έργα που αναφέρονται στην ιστορία του τόπου, στις αναμνήσεις του καλλιτέχνη από τα σχολικά του χρόνια στο χωριό κ.λ.π. Ανάμεσα στα έργα υπάρχουν και πολλά που έχουν δημιουργηθεί από τα αποκαΐδια του Πολυτεχνείου, περίτεχνα συνδυασμένα και στολισμένα με άλλα υλικά ανακυκλώσιμα. Στο Μουσείο υπάρχουν, επίσης, πορτρέτα σημαντικών ανθρώπων, όπως και πολλών απλών λαϊκών ανθρώπων οι μορφές. Στις προθήκες του διαδρόμου εκτίθεται μια μοναδική σειρά από προπλάσματα μεταλλίων και νομισμάτων, που φιλοτεχνήθηκαν κατά τη διάρκεια 40 περίπου χρόνων. Ιδιαίτερο θέμα και θέαμα είναι η τάξη με τους μαθητές, τα παλαιά θρανία, το δάσκαλο και τους θεατές.
Μουσείο φάρου Κόπραινας
Ο φάρος αυτός κατασκευάστηκε το 1893 και βρίσκεται στην Κόπραινα του νομού Άρτας. Η Κόπραινα (Αλυκή) ήταν λιμάνι με σημαντική εμπορική κίνηση από τη Βυζαντινή εποχή και καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα έχουν γίνει αναστηλώσεις στα παλιά κτίρια και το μέρος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τον επισκέπτη. Το κτίριο του φάρου σήμερα λειτουργεί σα Μουσείο το οποίο εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 2000. Το μουσείο στεγάζεται στο σπίτι του φαροφύλακα το οποίο βρίσκεται δίπλα στον Πετρόκτιστο φάρο με ύψος πύργου 9 μέτρων και εστιακού ύψους 12 μέτρων. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν εργαλεία και όργανα παλιών φάρων. Στο μουσείο παρουσιάζονται ο μηχανισμός λειτουργίας των φάρων, η χρησιμότητά τους στην πλοήγηση, η ζωή του φαροφύλακα και ορισμένα στοιχεία της τοπικής ιστορίας της Κόπραινας.