Αξιοθέατα στο Νομό Άρτας
Κάστρο
Το Κάστρο της Άρτας βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης της Άρτας. Χτίστηκε το 1230 μ.Χ. από τον Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό Δούκα, το Δεσπότη του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το κάστρο κατασκευάστηκε σε τρεις περιόδους:
- πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου τείχους (5ος – 4ος π.Χ. αιώνας)
- κατά τη βυζαντινή εποχή (13ος αιώνας)
- και στην περίοδο της τουρκοκρατίας
Στο βορειοανατολικό του τμήμα είναι χτισμένο πάνω στα τείχη της αρχαίας Αμβρακίας με οχυρούς πύργους σύμφωνα με τα μεσαιωνικά πρότυπα, κατασκευασμένοι ώστε να δέχονται τηλεβόλα. Το σχήμα του κάστρου είναι πολύγωνο (μεγίστου μήκους 280μ. και πλάτους 175μ.) το οποίο διακόπτεται ανά 25μ. από ημικυκλικούς, τριγωνικούς ή πολυγωνικούς πύργους. Το πάχος του τείχους είναι 2,50 μέτρα και το ύψος φτάνει τα 10 μέτρα. Το 1303 μ.Χ. το κάστρο πολιορκήθηκε από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό. Πολιορκήθηκε επίσης από τον Ανδρόνικο Γ’ Παλαιολόγο (1328-1341) και το 17ο αιώνα από το Λιμπεράκη Γερακάρη. Η τελευταία πολιορκία έγινε από τους Έλληνες το Νοέμβριο του 1821 κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Άρτας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μικρό Θέατρο Αμβρακίας
Βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας Αμβρακίας. Το θέατρο δε στηρίζεται σε φυσικό ύψωμα αλλά σε επιχωματωμένο πρανές. Έχουν αποκαλυφθεί η ορχήστρα, μέρος του κοίλου και των παρόδων καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το κοίλο διαιρείται σε τρεις κερκίδες και είχε λίθινα εδώλια. Η ορχήστρα είναι τέλειος κύκλος διαμέτρου 6,70 μ. Το θέατρο χρονολογείται στα τέλη 4ου π.Χ. αρχές 3ου π.Χ. αι. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Ναός του Απόλλωνα
Βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης Άρτας. Πρόκειται για περίπτερο ναό δωρικού ρυθμού, με πρόναο και επιμήκη σηκό, διαστάσεων 20,75Χ44 μ. Στο βάθος του σηκού υπάρχει η θεμελίωση του βάθρου για το άγαλμα ή το σύμβολο της λατρευόμενης θεότητας. Ο ναός σώζεται ως την ευθυντηρία, αφού ήδη από τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους χρησίμευε ως λατομείο. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Όρραον
Στον απότομο κωνικό λόφο «Καστρί», νότια του ομώνυμου σύγχρονου οικισμού μεταξύ των κοινοτήτων Αμμοτόπου Άρτας και Γυμνοτόπου Πρέβεζας, εντοπίζεται σημαντικός περιτειχισμένος οικισμός, ο οποίος έχει ταυτιστεί με την αρχαία ηπειρωτική πόλη Όρραον. Το όνομά της μας είναι γνωστό από την αρχαία γραπτή παράδοση και από επιγραφικά κείμενα του 4ου και 2ου αι. π.Χ. Εντυπωσιακή και σπάνια είναι η διατήρηση των σπιτιών του Ορράου, που ενίοτε σώζονται και οι τοίχοι του άνω ορόφου. Πρόκειται για πολίχνη φρουριακού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε από το ισχυρό ηπειρωτικό φύλο των Μολοσσών το β’ μισό του 4ου αι. π.Χ., στην έξοδο της φυσικής διάβασης που συνέδεε την ενδοχώρα της Ηπείρου με τον Αμβρακικό κόλπο. Η επιλογή της στρατηγικής αυτής θέσης από τους φιλόδοξους Μολοσσούς έγινε αφενός για τον έλεγχο του εμπορικού διαύλου επικοινωνίας με τη Ν. Ελλάδα και αφετέρου για τη φύλαξη του ζωτικής σημασίας για την άμυνα του κράτους τους στρατιωτικού περάσματος. Το πόλισμα καταστράφηκε με την ολοσχερή ισοπέδωση των τειχών του από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., επειδή ήταν μία από τις τέσσερις ηπειρωτικές πόλεις που προέβαλλαν αντίσταση κλείνοντας τις πύλες τους στις ρωμαϊκές λεγεώνες του Ανίκιου. Ο οικισμός ωστόσο επέζησε ως το 31π.Χ., οπότε οι κάτοικοι του υποχρεώθηκαν να μετατοπιστούν στην Νικόπολη, που ίδρυσε ο Οκταβιανός Αύγουστος σε ανάμνηση της νίκης στο Άκτιο. Το ισχυρό τείχος, περιμέτρου 750 μ., ενισχυμένο με θλάσεις και – σε δεύτερη φάση- με πύργους, περιέκλειε ωοειδή έκταση 5,5 εκταρίων, με 100 περίπου σπίτια, εκτός από την απότομη και βραχώδη νότια πλευρά του λόφου, όπου δε διατηρούνται ίχνη οχύρωσης. Ο πληθυσμός που συγκέντρωνε στην περίοδο της ακμής του υπολογίζεται σε 1500 – 2000 άτομα. Στο εσωτερικό των τειχών διακρίνονται ίχνη δρόμων και κτήρια, που υποδηλώνουν πολεοδομική οργάνωση κατά το ευθύγραμμο γεωμετρικό σύστημα, με ένα συνήθως σπίτι σε κάθε νησίδα. Στο βόρειο τμήμα του οικισμού θεωρείται ότι βρισκόταν ο δημόσιος χώρος, εξαιτίας της ύπαρξης του μικρού διοικητικού κτιρίου με τους ορθοστάτες και της μεγάλης χτιστής δεξαμενής, χωρητικόττητας 400 κυβ. μ. Η εξαιρετικά καλή κατάσταση διατήρησης των κατοικιών, που σε ορισμένες περιπτώσεις σώζουν και τον άνω όροφο, είναι μοναδική στον ελλαδικό χώρο προκειμένου για οικίες της ύστερης κλασικής εποχής. Πρόκειται για ευρύχωρα σπίτια (εμβαδού 270 τ.μ. στον τύπο της αγροικίας, εξολοκλήρου λιθόκτιστα με ισοδομική τοιχοποιία από ντόπιο ασβεστόλιθο. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα, οι τοίχοι του οποίου σώζονται σε ύψος 5-7 μ., φέρει τη συμβατική ονομασία «Σπίτι 1». Από το 2003 βρίσκονται σε εξέλιξη εκτεταμένες εργασίες ανάδειξης του χώρου, που περιλαμβάνουν καθαρισμούς, χάραξη διαδρόμων επίσκεψης, σήμανση με πινακίδες, καθώς και στερεωτικές εργασίες. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Ιμαρέτ (Τζαμι Φαϊκ Πασά)
Χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα από τον Φαΐκ Πασά, πρώτο Οθωμανό κατακτητή της Άρτας. Το τζαμί κατασκευάστηκε με υλικά τα οποία μεταφέρθηκαν από τον παλαιό βυζαντινό ναό της Παρηγορήτισσας, από την αρχαία Νικόπολη αλλά και από διάφορα αρχαία κτίσματα της Αμβρακίας. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, το τζαμί πιθανόν να είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια βυζαντινού ναού αφιερωμένου στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο Φαΐκ Πασάς, θέλοντας να μείνει για πάντα αθάνατο το όνομά του στην περιοχή, αποφάσισε να κατασκευάσει ιμαρέτ (πτωχοκομείο) στο οποίο έβρισκε στέγη και τροφή μεγάλος αριθμός φτωχών κατοίκων. Εκτός από το πτωχοκομείο, το κτιριακό συγκρότημα γύρω από το τζαμί, περιελάμβανε ένα μεντρεσέ, ένα χάνι και ένα χαμάμ. Εξαιτίας του Ιμαρέτ, η περιοχή πήρε το όνομα «Μαράτι». Το τζαμί υπήρξε θέατρο μαχών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, στις 14 Νοεμβρίου 1821 ο Μάρκος Μπότσαρης με 300 άντρες οχυρώθηκε στο τζαμί. Μαζί του στο Μαράτι συντάχθηκαν αρκετοί οπλαρχηγοί και αναμεσά τους ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Στις 15 Νοεμβρίου οι Τούρκοι ξεκίνησαν αδιάκοπο κανονιοβολισμό κατά του Μαρατιού και προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στην ελληνική πλευρά και έτρεψαν σε φυγή αρκετούς στρατιώτες. Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κλείστηκαν στο τζαμί και απέκρουσαν τις επιθέσεις των Τούρκων μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε στα υψώματα του Μαρατιού, ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες και όλοι μαζί απώθησαν τους Τούρκους προς την Άρτα. Μετά την απελευθέρωση της Άρτας, το τζαμί είχε μετατραπεί σε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο. Το 1938 με βασιλικό διάταγμα το τζαμί ανακηρύχθηκε σε διατηρητέο ιστορικό χώρο. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Φεϋζούλ Τζαμί
Βρίσκεται στην οδό Αράχθου και Κατσαντώνη σε μικρή απόσταση από το Ναό της Αγίας Θεοδώρας. Δεν είναι γνωστή η ακριβής περίοδος κτίσης του αλλά πιθανολογείται ότι είναι της ίδιας εποχής με εκείνης του Ιμαρέτ. Η υπόθεση αυτή ισχυροποιείται και από το γεγονός ότι στο τζαμί υπήρχε και ο τάφος του Σουλεΐμαν Μουσταφά, σημαιοφόρου του Φαΐκ Πασά. Το τέμενος βρισκόταν σε μία συνοικία με την ονομασία «Ελιγιασβέη» και η κατασκευή του υπήρξε δαπάνη ενός Οθωμανού με το όνομα «Φεϋζουλλάχ». Το τζαμί είχε προσόδους που ανερχόταν σε 1500 – 2000 γρόσια, τα οποία λάμβανε ο ιμάμης. Το τζαμί είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια χριστιανικού ναού αφιερωμένου στην Αγία Κυριακή. Το τζαμί, όπως και τα περισσότερα τζαμιά του ελλαδικού και βαλκανικού χώρου ανήκει στον τύπο Α. Αποτελείται από μία απλή μονόχωρη αίθουσα προσευχής, τετράγωνης κάτοψης και πλευράς, διαστάσεων 6,40 μ. Μέχρι το 1917 σωζόταν ο κυλινδρικός μιναρές του, ο οποίος σήμερα δεν υπάρχει. Το 1962 με υπουργική απόφαση το τζαμί ανακηρύχθηκε σε αρχαιολογικό χώρο. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Βρύσες Αρχόντω & Κρυστάλλω στο Βουργαρέλι
Σε μικρή απόσταση από την πλατεία Βουργαρελίου βρίσκονται οι πετρόχτιστες βρύσες «Αρχόντω» και «Κρυστάλλω», με τα τέσσερα και επτά «στόματα» αντίστοιχα, καλαίσθητο δείγμα παραδοσιακής αριστοτεχνικής της πέτρας, οι οποίες αποτελούν σημαντικό στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας του χωριού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Νερόμυλος και νεροτριβή Κρυονερίου
Στο Κρυονέρι μπορεί να επισκεφτεί κάποιος το νερόμυλο που λειτουργεί ο πολιτιστικός σύλλογος Κρυονερίου στις όχθες του ποταμού Αράχθου. Τους μήνες από Απρίλιο έως Οκτώβριο, ο νερόμυλος λειτουργεί με φυσική ροή του νερού από τον Άραχθο. Μπορεί να δει κάποιος από κοντά τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο το σιτάρι και το καλαμπόκι γίνεται αλεύρι. Μπορεί επίσης να προμηθευτεί άριστης ποιότητας αλεύρι, για να φτιάξει το δικό του ψωμί, τραχανά και χυλοπίτες και να μάθει όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον τρόπο παρασκευής τους. Επίσης στη νεροτριβή μπορεί κάποιος να πλύνει ή να δει τον τρόπο με τον οποίο η δύναμη του νερού πλένει και καθαρίζει τα βαριά σκεπάσματα και στρωσίδια. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Χειροκίνητη Τροχαλία («Περαταριά») Σύνδεσης Μεσοπύργου-Πράβα (Καρδίτσας)
Στο Μεσόπυργο του Δήμου Γεωργίου Καραϊσκάκη, στην Κοιλάδα του Αχελώου, κοντά στα σύνορα των νομών Άρτας και Καρδίτσας, υπάρχει η «Περαταριά», ένα χειροκίνητο τελεφερίκ-βαγονάκι, το οποίο κινείται με τροχαλία επάνω σε χονδρό σύρμα. Η Περαταριά χρησιμοποιούνταν από το 1960 για να διασχίσει κανείς τον Αχελώο, ενώνοντας έτσι την Άρτα με την Καρδίτσα. Μοιάζει με εικόνα βγαλμένη από άλλη εποχή, για τους κατοίκους όμως αποτελούσε μέχρι πρόσφατα πραγματικότητα, καθώς αποτελούσε το πιο πρόσφορο μέσο για τη μετακίνηση και εξυπηρέτηση καθημερινών αναγκών (μεταφορά κατοίκων, αγαθών και προϊόντων). Παλαιότερα ένας κάτοικος ορισμένος ως οδηγός από τη Νομαρχία Καρδίτσας ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία του. Σε περίπτωση απουσίας του, η περαταριά δε λειτουργούσε για την ασφάλεια των κατοίκων. Εδώ και κάποια χρόνια, όμως, δεν τοποθετείται οδηγός και η Περαταριά έχει υποστεί σημαντικές φθορές που την έχουν καταστήσει ακατάλληλη προς χρήση. Η αποκατάστασή της αναμένεται στο άμεσο μέλλον. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη)
Γεφύρια
Γεφύρι της Άρτας
Το γεφύρι της Άρτας είναι από τα σημαντικότερα ελληνικά γεφύρια, γνωστό, όχι μόνο στην Ελλάδα και τη Βαλκανική, αλλά και σε άλλες χώρες, για την αρχιτεκτονική του αρτιότητα και το θρύλο του πρωτομάστορα. Η ιστορία του γεφυριού αρχίζει πριν τους ρωμαϊκούς χρόνους, πιθανόν από την εποχή του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο (3ος αιώνας π.Χ.). Την άποψη αυτή ενισχύει η δόμηση των βάθρων του με μεγάλους λίθους, κατά το ισοδομικό σύστημα. Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά θεωρείται ότι προέρχεται από τον Πλίνιο (1ος αιώνας μ.Χ.). Οι ολιγοήμερες ανασκαφές που διεξάγονται κάθε χρόνο στην κοίτη του ποταμού, όταν διακόπτεται η ροή του, αναμένεται να αποκαλύψουν στοιχεία, τόσο για τα τη θέση της κοίτης κατά την αρχαιότητα, όσο και για το ίδιο το γεφύρι. Κατά τη διάρκεια των αιώνων το γεφύρι της Άρτας υπέστη διάφορες επισκευές και προσθήκες. Η τελευταία έγινε το 1612. Η σημερινή του μορφή ανάγεται μεταξύ 1602 και 1606. Σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, μητροπολίτη Άρτας τον 19ο αιώνα, γνωστό και ως Βυζάντιο. Τη χρηματοδότηση της κατασκευής του γεφυριού είχε αναλάβει ο Ιωάννης Θιακογιάννης ή Γυφτοφάγος, παντοπώλης από την Άρτα. Φαίνεται ότι ο χορηγός είχε προσωπικό ενδιαφέρον για το έργο, εφόσον ήταν έμπορος και η εύκολη διάβαση του Αράχθου θα διευκόλυναν τις δραστηριότητές του. Το γεφύρι της Άρτας έχει, σήμερα συνολικό μήκος 142 μ. και πλάτος, 3,75 μέτρα. Οι τέσσερις καμάρες είναι μεγάλες, ημικυκλικές, χωρίς καμία συμμετρία. Το μεγαλύτερο τόξο έχει άνοιγμα 24 μ. και ύψος 11,70. Οι υπόλοιπες έχουν πλάτος: 15.80, 15.40 και 16.20 μ.. και ύψος τόξου, 9.00, 9.60, και 9.30 μ., αντίστοιχα. Ο θρύλος του γεφυριού για τη γυναίκα του πρωτομάστορα που τη στοίχειωσε για να το θεμελιώσει, έγινε θέμα πολλών λαογραφικών μελετών και ενέπνευσε πάμπολλα θεατρικά έργα, όπερες, ζωγραφικούς πίνακες και γκραβούρες. Στην ανατολική άκρη του γεφυριού υπάρχει ο «πλάτανος του Αλή». Λέγεται ότι ο Αλή – Πασάς των Ιωαννίνων κρεμούσε εκεί τους αγωνιστές του 1821 και έπειτα καθόταν στον ίσκιο του και απολάμβανε το μακάβριο θέαμα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Αρταίων)
Γεφύρι Βρατσίστα
Μονότοξο πέτρινο γεφύρι, στολίδι λαϊκής αρχιτεκτονικής. Βρίσκεται ακριβώς δίπλα από τη γέφυρα Μπέλεϋ, επί της επαρχιακής οδού Άρτης – Άνω Καλεντίνης – Τετρακώμου και γεφυρώνει το ποτάμι της Καλεντίνης, το οποίο συνεχίζει και απολήγει στον Άραχθο ποταμό της Άρτης. Πρόκειται για πέτρινη κατασκευή, στολίδι λαϊκής αρχιτεκτονικής, με ένα μεγάλο τόξο ανοίγματος 24,5μ. και ολικό ύψος, από το προστατευτικό στηθαίο μέχρι το νερό 13,0μ. Σύμφωνα με πληροφορίες χτίστηκε από τον πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα, ο οποίος γεννήθηκε στα Πράμαντα Ιωαννίνων γύρω στο 1825. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη)
Γέφυρα Καμάρας στη Θέση Πλακοβίτσα
Πέτρινο γεφύρι, αληθινό κομψοτέχνημα, στολίδι λαϊκής αρχιτεκτονικής. Το γεφύρι βρίσκεται στη θέση Καμάρα Πλακοβίτσας και γεφυρώνει τον Σκουλικαρίτη ποταμό, ο οποίος συνεχίζει και απολήγει στον Άραχθο ποταμό. Πρόκειται για πέτρινη κατασκευή με ένα μεγάλο τόξο ανοίγματος 18,20μ. και ολικό ύψος, από το προστατευτικό στηθαίο μέχρι το νερό, 12,30μ. Πρόκειται για αληθινό κομψοτέχνημα, στολίδι λαϊκής αρχιτεκτονικής στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος επιβίωσης και επικοινωνίας των κατοίκων της εποχής εκείνης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη)
Γέφυρα Κοραή
Το γεφύρι γεφυρώνει το ρέμα Κοραή, παραπόταμο του Άραχθου ποταμού. Πρόκειται για πέτρινη κατασκευή με ένα μεγάλο τόξο. Ακριβώς δίπλα κατασκευάστηκε νέα γέφυρα από που διέρχονται αυτοκίνητα. Πρόκειται για αληθινό κομψοτέχνημα, στολίδι λαϊκής αρχιτεκτονικής στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος επιβίωσης και επικοινωνίας των κατοίκων της εποχής εκείνης. Θα το βρείτε μέσα στο Βουργαρέλι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Γεφύρι Μεγάλη Βρύση
Μετά από το χωριό Βουργαρέλι, σε μια γραφική τοποθεσία με πλατάνια, βρίσκεται πέτρινο γεφύρι με ένα επιβλητικό τόξο. Γεφυρώνει ρέμα, το οποίο συνεχίζει και απολήγει στο Σαραντάπορο, παραπόταμο του Άραχθου ποταμού. Εξυπηρετούσε την επικοινωνία των γύρω χωριών μεταξύ τους και την επικοινωνία της Άρτας με τα ορεινά χωριά. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της Ηπειρώτικης λαϊκής αρχιτεκτονικής και τεχνικής στην κατασκευή των γεφυριών. Η κατασκευή του πιθανολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα. Το συναντάμε στο αριστερό μας χέρι πηγαίνοντας από Βουργαρέλι για Αθαμάνιο. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Γέφυρα Νεράιδας
Μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται στη Θέση Μπάρδα στο Βουργαρέλι. Χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Από κάτω του περνάει ρέμα του Σαραντάπορου που καταλήγει στον Άραχθο. Το συναντάμε μπαίνοντας στο Βουργαρέλι ερχόμενοι από Άρτα! Βρίσκεται από μονοπάτι που ακολουθούμε στο δεξί μας χέρι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Γεφύρι Πλάκας
Το γεφύρι της Πλάκας ήταν πέτρινο τοξωτό γεφύρι στον Άραχθο ποταμό και συνέδεε τους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας. Χτισμένο το 1866, ήταν μονότοξο, με άνοιγμα κάμαρας 40 μέτρα, ύψος 21 μέτρα και με άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα. Θεωρούνταν το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Τη δεκαετία του 1880 ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη συγκεκριμένη περίοδο σταμάτησε να χρησιμοποιείται. Κατέρρευσε τρεις φορές, το 1860, το 1863 και το 2015, την τελευταία φορά έπειτα από βροχόπτωση. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Μονότοξο Γεφύρι Μεσοπύργου (Στη Θέση Κοσμαίικα)
Η γέφυρα Καμάρα Μεσοπύργου (ή «Καμαρούλα») είναι το πέτρινο μονότοξο γεφύρι που γεφυρώνει το ρέμα που διασχίζει το ομώνυμο χωριό. Μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, σημείο αναφοράς στην κοιλάδα του Αχελώου, το μονότοξο πέτρινο γεφύρι του Μεσοπύργου έχει μήκος 34μ., άνοιγμα τόξου 22μ. και πλάτος 2,50μ. Γεφυρώνει παραπόταμο του Αχελώου λίγο πριν την εκβολή του σε αυτόν. Προσεγγίζεται από το χωριό Μεσόπυργος, ακολουθώντας την πινακίδα Αχελώος. Είναι πρόσφατα συντηρημένο. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το πότε χτίστηκε. Οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν ότι είναι έργο του 18ου αι. όπως και ο παλιός νερόμυλος, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη)
Νεραϊδογέφυρο στο Βουργαρέλι
Μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται στην Θέση Μπάρδα στο Βουργαρέλι. Χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Από κάτω του περνάει ρέμα του Σαραντάπορου που καταλήγει στον Άραχθο. Το συναντάμε μπαίνοντας στο Βουργαρέλι ερχόμενοι από Άρτα! Βρίσκεται από μονοπάτι που ακολουθούμε στο δεξί μας χέρι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Μουσεία
Αρχαιολογικό Μουσείο
Το 1972 ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Συλλογή Άρτας, η οποία στεγάστηκε στην ανακαινισμένη Τράπεζα της Μονής Παρηγορήτισσας. Η συλλογή αυτή περιελάμβανε ευρήματα από την Άρτα και την ευρύτερη περιοχή. Ο τεράστιος ωστόσο, όγκος των κινητών ευρημάτων από τις σωστικές ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα κατέστησε επιτακτική την ανάγκη ίδρυσης Αρχαιολογικού Μουσείου στην πόλη, τόσο για την παρουσίαση – έκθεση των σημαντικότερων από αυτά, όσο για την ασφαλή φύλαξη των υπολοίπων. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας κατασκευάστηκε στη θέση «Τρίγωνο», κοντά στο ιστορικό γεφύρι της Άρτας και άνοιξε για το κοινό το φθινόπωρο του 2009. Η μόνιμη έκθεση αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην Αμβρακία, την αρχαία πόλη που βρίσκεται θαμμένη κάτω από την Άρτα, και περιλαμβάνει τρεις μεγάλες ενότητες: το δημόσιο βίο, τα νεκροταφεία και τον ιδιωτικό βίο των Αμβρακιωτών, ενώ στην αρχή και το τέλος της βρίσκονται οι μικρότερες ενότητες της εισαγωγής και του «τέλους της Αμβρακίας» αντίστοιχα. Για την ανάπτυξη της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου χρησιμοποιείται ο χώρος, που προβλέπεται για αυτό το λόγο από την αρχιτεκτονική κτιριακή μελέτη, καθώς και τμήμα του διαδρόμου στα αριστερά της εισόδου, αλλά και ο χώρος του αίθριου. Στον κυρίως εκθεσιακό χώρο έχει προβλεφθεί μικρός χώρος περιοδικών εκθέσεων, ο οποίος δεν προβλεπόταν στα αρχικά σχέδια του Μουσείου. Τα ευρήματα από την πόλη της Άρτας προέρχονται από τις ανασκαφές στα δύο νεκροταφεία που διέθετε η Αμβρακία εκτός τειχών, το ανατολικό και το νοτιοδυτικό, από τα δημόσια κτίρια, που έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα, όπως το Μικρό και το Μεγάλο Θέατρο, ο Ναός του Απόλλωνα και το Πρυτανείο, από οικίες και άλλα κτιριακά κατάλοιπα αλλά και κεραμικά ή κοροπλαστικά εργαστήρια, που έχει φέρει στο φως κατά καιρούς η αρχαιολογική έρευνα στην Άρτα. Τα ευρήματα της συλλογής του Μουσείου καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, από την παλαιολιθική εποχή έως τούς ρωμαϊκούς χρόνους. Τα αντικείμενα της προϊστορικής εποχής είναι εξαιρετικά περιορισμένα, όπως και εκείνα της γεωμετρικής περιόδου, που ακολουθεί. Αρκετά είναι τα ευρήματα της αρχαϊκής περιόδου, περιλαμβάνοντας αγγεία εγχώριας παραγωγής, μιμήσεις κορινθιακών αλλά και εισηγμένα κορινθιακά αγγεία, του 6ου κυρίως αιώνα π.Χ. Η κλασική περίοδος αντιπροσωπεύεται από μεγαλύτερο αριθμό αντικειμένων, κυρίως κεραμικής, ερυθρόμορφων και μελαμβαφών αγγείων, εγχώριων και εισηγμένων από άλλες περιοχές, όπως η Αττική, ειδωλίων, χάλκινων αγγείων και νομισμάτων. Η πλειονότητα, όμως, του προς έκθεση υλικού ανήκει στην ελληνιστική περίοδο, μια περίοδο που συμπίπτει με την ύψιστη οικονομική και πολιτική ακμή της Αμβρακίας, καθώς τότε υπήρξε έδρα του Κράτους των Ηπειρωτών. Περιλαμβάνει ποικίλες κατηγορίες αντικειμένων, όπως πήλινα αγγεία, όλων των τύπων, που απαντούν και στον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο, ειδώλια, νομίσματα, χάλκινα αγγεία, όπλα, χρυσά, αργυρά αλλά και χάλκινα κοσμήματα καθώς και άλλα, χάλκινα, σιδερένια, μολύβδινα, οστέινα ή υάλινα μικροαντικείμενα. Περιλαμβάνει, ακόμη, λίθινα αντικείμενα, όπως επιτύμβιες στήλες, αναθηματικά βάθρα, αρχιτεκτονικά μέλη και λιγοστά έργα πλαστικής. Στόχος της Υπηρεσίας είναι το Μουσείο να μετατραπεί σε ένα πολυδύναμο πολιτιστικό κέντρο, με καθοριστικό ρόλο στην πνευματική, κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο της πόλης της Άρτας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Ιδιωτική Συλλογή Λαογραφικού Υλικού Π. Καραλή (Κυψέλη Άρτας)
Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας του Λαογραφικού Μουσείου ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας το ’70 από τον Παντελή Χρ. Καραλή και το αποτέλεσμα της είναι η λειτουργία της μόνιμης έκθεσης στην Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας. Το 1997 η συλλογή εντάχθηκε στο κοινοτικό πρόγραμμα LEADER II, τη διαχείριση του οποίου ανέλαβε η Εταιρεία Ανάπτυξης Αμβρακικού (ΕΤΑΝΑΜ). Στα πλαίσια αυτά η λαογραφική συλλογή Καραλή οργανώθηκε σε Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ζωής. Για περισσότερα από τριάντα χρόνια συλλέγει και καταγράφει έναν τρόπο ζωής μιας περιοχής στην οποία γεννήθηκε και ζει: τα απλά, δουλεμένα, καθημερινά εργαλεία, τα ρούχα, τα τραγουδημένα τραγούδια, την ολότητα της ζωής και τέχνης των Τζουμέρκων, τον ξύλινο πολιτισμό τους. Κατορθώνει έτσι να συνδέσει το μουσείο με τη ζωή μέσα από τα εκθέματά του, τα οποία, εκτός από την οργανική τους λειτουργία, καθρεφτίζουν το καθένα τους την τοπική κοινωνία και τον πολιτισμό μέσα στον οποίο γεννήθηκαν και τον οποίο εκφράζουν. Η συλλογή, η οποία εμπλουτίζεται συνέχεια, καλύπτει χρονικά και τους δύο τελευταίους αιώνες. Το υλικό της ξεπερνά τα 1.800 αντικείμενα και περιλαμβάνει σκεύη αγροτικής ποιμενικής και οικιακής χρήσης, όπλα και ενδυμασίες της περιοχής, ξυλόγλυπτα, υφαντά, κεντήματα, νομίσματα, εργαλεία διαφόρων επαγγελματιών κ.λ.π. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Ιστορικό Μουσείο «Σκουφά»
Το Ιστορικό Μουσείο του συλλόγου Σκουφά έχει θέμα του την ιστορία της Άρτας από την αρχαιότητα έως την σύγχρονη εποχή και έχει οργανωθεί με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις της επιστήμης της μουσειολογίας, σύμφωνα με τις οποίες τα μουσεία είναι ζωντανοί χώροι παιδείας. Έτσι μέσα στο χώρο του μουσείου δημιουργήθηκαν σκηνογραφικές συνθέσεις, με την βοήθεια των οποίων ο επισκέπτης, περνώντας από τη μια αίθουσα στην άλλη, παρακολουθεί κατά χρονολογική σειρά και μαθαίνει την ιστορία της Άρτας, με τρόπο ευχάριστο και κατανοητό. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Λαογραφικό Μουσείο Αθαμανίου
Φτάνοντας στο Αθαμάνιο και ακολουθώντας το δρόμο προς Θεοδώριανα συναντάμε το όμορφο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Εκεί βρίσκεται το παλιό Δημοτικό σχολείο το οποίο ανακαινίσθηκε και από το Μάρτιο του 2013 λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο. Στη μόνιμη έκθεσή του ο επισκέπτης ταξιδεύει 60 χρόνια πίσω στην καθημερινή ζωή των κατοίκων του χωριού. Άφθονο φωτογραφικό υλικό, ξύλινα χειροποίητα εργαλεία, οικοκυρικά σκεύη, τοπικές ενδυμασίες, εργόχειρα, υφαντά και πάρα πολλά άλλα εκθέματα μαρτυρούν τη δύσκολη ζωή αλλά και την τεχνοτροπία των κατοίκων. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Λαογραφικό Μουσείο Ανεμορράχης
Σε απόσταση 47 χιλιομέτρων από την Άρτα, στο ημιορεινό χωριό των Κεντρικών Τζουμέρκων, την Ανεμορράχη, άγνωστο για τους περισσοτέρους, υπάρχει ένα μικρό Λαογραφικό Μουσείο. Η αδελφότητα Ανεμορραχιωτών με έδρα την Αθήνα, κατάφερε να υλοποιήσει μια ιδέα πολλών ετών, αναζητώντας στέγη για την ίδρυση και την τοποθέτηση των αντικειμένων τα οποία συλλέχθηκαν και καταγράφηκαν από τον τότε πρόεδρο της αδελφότητας κύριο Νικόλαο Καραμπάλη και τους κατοίκους του χωριού. Μια παλιά αίθουσα του σχολείου, που παλαιότερα και ενώ ήταν εν λειτουργία το σχολείο χρησιμοποιείτο ως αίθουσα σχολικού συσσιτίου, παραχωρήθηκε για τον σκοπό αυτής της δημιουργίας. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε το 2007, πήρε σάρκα και οστά με τα εγκαίνια του Λαογραφικού Μουσείου της Ανεμορράχης το Δεκαπενταύγουστο του 2012. Σε ένα μικρό αλλά άριστα διαμορφωμένο χώρο, στεγάζονται αντικείμενα του παρελθόντος, αντικείμενα με ιστορία, η πολιτιστική μας κληρονομιά προς τους νεότερους, οι οποίοι ούτε καν γνωρίζουν πόσο δύσκολη ήταν η ζωή εκείνη την εποχή και τι μέσα χρησιμοποιούσαν οι προγονοί τους για να επιζήσουν και να θρέψουν τις οικογένειές τους. Η κάθε γωνιά του Μουσείου έχει δημιουργηθεί με εκθέματα που χωρίζονται ανά κατηγορίες (Εθνική και πολεμική γωνιά, γωνιά οικιακής χρήσεως, σχολική γωνιά, αγροτική γωνιά, φωτογραφίες κλπ). Μέσα από τα εκθέματα, ζωντανεύουν εικόνες του παρελθόντος που αξίζει κανείς να βιώσει. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Λαογραφικό Μουσείο Αγνάντων
Στη μόνιμη έκθεσή του περιλαμβάνει περίπου 500 αντικείμενα. Βρίσκεται στην τοπική κοινότητα Αγνάντων, έδρα του πρώην ομώνυμου Δήμου και πιο συγκεκριμένα στην πλατεία Κοιμήσεως της Θεοτόκου, παραπλεύρως του Ιερού Ναού. Εδρεύει σε κτίριο που στέγαζε το παλαιό δημαρχείο. Ιδρύθηκε και οργανώθηκε από την Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων, με σκοπό τη συλλογή, διάσωση, διατήρηση και έκθεση πάσης φύσεως λαογραφικού υλικού, το οποίο σχετίζεται με την πολιτιστική και πνευματική παράδοση των Τζουμέρκων, σύμφωνα με τους καταστατικούς στόχους της Εταιρείας. Το μουσείο εγκαινιάστηκε το 2009. Στη μόνιμη έκθεσή του περιλαμβάνει περίπου 500 αντικείμενα. Το σύνολο των εκθεμάτων τοποθετούνται, χρονολογικά, στο 19ο και 20ο αι. και προέρχονται από δωρεές κατοίκων των Τζουμέρκων. Πρόκειται για αντιπροσωπευτικά δείγματα του τζουμερκιώτικου πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις του, όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του προ – βιομηχανικού τρόπου ζωής και παραγωγής π.χ. γεωργικά ή κτηνοτροφικά χρηστικά αντικείμενα, έργα και εργαλεία ξυλογλυπτικής, κεντητικής και υφαντικής, οικιακά σκεύη και οικοσκευές, παραδοσιακά μουσικά όργανα, φορεσιές και ενδύματα, καθώς και έργα αγγειοπλαστικής. Πλησίον του κτιρίου του λαογραφικού μουσείο, σώζεται και είναι επισκέψιμο ένα παραδοσιακό συγκρότημα νερόμυλου – νεροτριβής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Λαογραφικό Μουσείο Κυψέλης
Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας του Λαογραφικού Μουσείου ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας το ’70 από τον Παντελή Χρ. Καραλή και το αποτέλεσμά της είναι η λειτουργία της μόνιμης έκθεσης στην Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας. Η συλλογή αρχικά στεγάστηκε στους χώρους του καφενείου του ιδρυτή, σ’ ένα πέτρινο κτίριο του 1928. Λειτούργησε έτσι για χρόνια ένα ζωντανό μουσείο-καφενείο, όπου ο μύθος και η πραγματικότητα συνυπήρχαν με τον καφέ και το τσίπουρο, αλλά και με την υγρασία, το σαράκι, τη σκόνη και την εγκατάλειψη. Το 1997 η συλλογή εντάχθηκε στο κοινοτικό πρόγραμμα LEADER II, τη διαχείριση του οποίου ανέλαβε η Εταιρεία Ανάπτυξης Αμβρακικού (ΕΤΑ-ΝΑΜ). Στα πλαίσια αυτά η λαογραφική συλλογή Καραλή οργανώθηκε σε Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ζωής. Ο Παντελής Καραλής άρχισε τη συλλεκτική του δραστηριότητα χωρίς καμιά γενική ή ειδική γνώση λαογραφίας. Ίσως γι’ αυτό δεν παγιδεύτηκε στην πρακτική της συγκέντρωσης αντικειμένων που έμοιαζαν να διαθέτουν τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του ανωτέρου, του κατ’ εξοχήν πολιτισμού (το «ωραίο» κόσμημα, το «λεπτεπίλεπτο» δημιούργημα, την «επίσημη» στολή, το τραγούδι «ποίημα»). Για περισσότερα από τριάντα χρόνια συλλέγει και καταγράφει έναν τρόπο ζωής μιας περιοχής στην οποία γεννήθηκε και ζει: τα απλά, δουλεμένα, καθημερινά εργαλεία, τα ρούχα, τα τραγουδισμένα τραγούδια, την ολότητα της ζωής και τέχνης των Τζουμέρκων, τον ξύλινο πολιτισμό τους. Κατορθώνει έτσι να συνδέσει το μουσείο με τη ζωή μέσα από τα εκθέματά του, τα οποία, εκτός από την οργανική τους λειτουργία, καθρεφτίζουν το καθένα τους την τοπική κοινωνία και τον πολιτισμό μέσα στον οποίο γεννήθηκαν και τον οποίο εκφράζουν. Η συλλογή, η οποία εμπλουτίζεται συνέχεια, καλύπτει χρονικά και τους δύο τελευταίους αιώνες. Το υλικό της ξεπερνά τα 1.800 αντικείμενα και περιλαμβάνει σκεύη αγροτικής ποιμενικής και οικιακής χρήσης, όπλα και ενδυμασίες της περιοχής, ξυλόγλυπτα, υφαντά, κεντήματα, νομίσματα, εργαλεία διαφόρων επαγγελματιών κ.λ.π. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Λαογραφικό Μουσείο «Σκουφά» (Γέφυρα Αράχθου)
Το λαογραφικό μουσείο «Σκουφάς» έχει σκοπό να παρουσιάσει την τοπική λαϊκή παράδοση στην πνευματική και οικονομικοτεχνική διάστασή της. Το κτίριο που στεγάζει το μουσείο είναι ένα διώροφο νεοκλασικό οίκημα πλάι στο Γεφύρι. Είναι φορτισμένο με τη δική του ιστορία και παράδοση, που την επετείνει το γεγονός της γειτνίασής του με το θρυλικό γεφύρι. Χτισμένο το 1864 από αυστριακό αρχιτέκτονα, χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως φυλάκιο της γέφυρας και αργότερα ως μεθοριακός σταθμός των Τούρκων, όταν μετά τη συνθήκη του 1881 τα σύνορα της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν στη μέση του Γεφυριού της Άρτας. Για την παρουσίαση του υλικού επιλέχθηκε η λειτουργική μέθοδος έκθεσης, με τη δημιουργία συνόλων που να αναπαριστούν τους ποικίλους τομείς και δραστηριότητες της τοπικής ζωής και την ένταξη κάθε αντικειμένου μέσα σε αυτά, σύμφωνα με την χρήση του. Τα αντικείμενα του μουσείου αφορούν τον υλικό βίο (λαϊκά επαγγέλματα, αγροτικές ασχολίες), οικιακά σκεύη και όργανα χειροτεχνίας, εξαρτήματα από αποκριάτικες μεταμφιέσεις, ενδυμασίες καθώς και υλικό (έντυπο και εικαστικό) σχετικό με το γεφύρι και το θρύλο του. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Μουσείο Κλασσικών Αρχαιοτήτων (Παρηγορήτρια)
Στην Αρχαιολογική Συλλογή, η οποία στεγάζεται στην τράπεζα (εστιατόριο) της άλλοτε μονής της Παρηγορήτισσας, παρουσιάζονται ευρήματα που προέρχονται κυρίως από τις ανασκαφές της Άρτας καθώς και από την ευρύτερη περιοχή του νομού. Στις επτά προθήκες που περιλαμβάνει η έκθεση παρουσιάζονται πήλινα και χάλκινα αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν πήλινες μήτρες ειδωλίων και τα σύγχρονα εκμαγεία τους από το εραστήριο του Σατύρου, κοροπλάστη του 4ου π.χ. αιώνα. Σε δύο προθήκες παρουσιάζονται ευρήματα από τα δύο νεκροταφεία της αρχαίας πόλης, ενώ σε δύο άλλες έχουν εκτεθεί, μαζί με τα ευρήματα της Αμβρακίας, αντικείμενα από άλλες περιοχές του νομού Άρτας. Αξιοπρόσεκτα είναι τα πήλινα ειδώλια και τα ανάγλυφα πλακίδια από το σπήλαιο κουδουνότρυπα, που ήταν αφιερωμένο από τα αρχαία έως τα ελληνιστικά χρόνια στην λατρεία των Νυμφών του Ερμή και του Πανός. Εκτός των προθηκών εκτίθενται επιτύμβιες στήλες (4ος αιώνας π.Χ. και ελληνιστικοί χρόνοι), αναθηματικά ενεπίγραφα βάθρα και λίγα γλυπτά (ελληνιστικών – ρωμαϊκών χρόνων). Ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία της Αμβρακίας και της Ηπείρου γενικότερα είναι η αετωματική ενεπίγραφη στήλη (2ος αιώνας π.Χ.), που σώζει το κείμενο της συνθήκης καθορισμού ορίων μεταξύ της Αμβρακίας και της γειτονικής πόλης Χαράδρου. (Πηγή πληροφοριών: Περιφερειακή Ενότητα Άρτας)
Μουσείο Νερόμυλου στα Άγναντα
Στο κέντρο του χωριού Άγναντα υπάρχει ο παλιός νερόμυλος όπου έπλεναν τα ρούχα του και έφτιαχναν αλεύρι, ο χώρος είναι επισκέψιμος, το μουσείο είναι περιποιημένο με αντικείμενα χρήσιμα της παλιάς εποχής. Ο νερόμυλος ακόμα και σήμερα τίθεται σε λειτουργία για όσους θέλουν να πλύνουν χαλιά και κουβέρτες ή να αλέσουν σιτάρι ή καλαμπόκι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων)
Πηγή photo slider: commons.wikimedia.org