Έμπωνας στη Ρόδο
Το χωριό με τα πολλά αμπέλια
Ο Έμπωνας στη Ρόδο είναι ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 430 μέτρων στις πλαγιές του Ατταβύρου του υψηλότερου βουνού του νησιού (1.250 μέτρα). Σύμφωνα με ορισμένους η ονομασία του χωριού προέρχεται από τη λέξη άμβωνας λόγω της λατρείας του Δία. Άλλοι υποστηρίζουν ότι σχετίζεται με το ρήμα «εμβαίνω» (=μπαίνω), αφού το χωριό γίνεται ορατό μόνο αφού κάποιος μπει σε αυτό. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια αμπελιών, γι’ αυτό υπάρχουν αρκετά σύγχρονα αλλά και παραδοσιακά οινοποιεία.
Η περιοχή φημίζεται για τα κρασιά της και είναι γνωστή για την τοπική ποικιλία «Μπονιάτικο». Στον Έμπωνα γίνεται η γιορτή του κρασιού και καλαφουνιστή. Η γιορτή του καλαφουνιστή γιορτάζεται τον Ιούνιο και η γιορτή του κρασιού γιορτάζεται τον Αύγουστο.
Πάνω ακριβώς από τον Έμπωνα σε υψόμετρο 700 μέτρων βρίσκεται το Χαρακάκι. Η περιοχή που κατά γενική ομολογία έχει τον καλύτερο αμπελώνα της Ρόδου.
Σε μια πράγματι εντυπωσιακά απότομη και άγρια βουνοπλαγιά, με θέα το Αιγαίο και τη Χάλκη, ωριμάζουν τα εκλεκτότερα σταφύλια του Αθηριού. Από την περιοχή αυτή που δεν ξεπερνά τα 100 στρέμματα παράγεται το Αθήρι της Βουνοπλαγιάς ίσως το καλύτερο Αθήρι της Ρόδου (εδώ τα αμπέλια ζορίζονται και οι στρεμματικές αποδόσεις περιορίζονται αλλά το κρασί αποκτά τις πιο έντονες γεύσεις από κίτρο, βερίκοκο, μπανάνα).
Στον Έμπωνα διατηρείται ακόμη η γιορτινή φορεσιά η οποία είναι λιτή αλλά εντυπωσιακή. Αποτελείται από το άσπρο πουκάμισο κεντημένο στην τραχηλιά, τα μανίκια και τον ποδόγυρο, το μαύρο βαμβακερό αμάνικο φουστάνι, πολύπτυχο με λεπτά χρωματιστά σειρήτια στο ποδόγυρο και την τραχηλιά, το μάλλινο κόκκινο ζωνάρι δεμένο χαμηλά στην περιφέρεια, το πολύχρωμο σταμπωτό μαντήλι και τις δερμάτινες μπότες.
Στην κορυφή του Ατταβύρου βρίσκεται ο Ναός του Ατταβυρίου Διός, που χτίστηκε πιθανόν στην ελληνιστική περίοδο, θεμελιωμένος ήδη από την ύστερη 3η π.Χ., σε υψόμετρο 1.215 μ. Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα, όπως τον ιερό περίβολο με το μεγάλο κτιστό ορθογώνιο βωμό, το προστώο ή ιεροθυτείο, δύο οίκους ή θησαυρούς, χρονολογημένα στους κλασικούς χρόνους (5ος αι. π. Χ.).
Πλούσιοι λάκκοι με αποθέτες πρωϊμότεροι των κλασικών χρόνων έχουν εντοπισθεί διάσπαρτοι στον χώρο, οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταλλικά, χάλκινα και μολύβδινα αναθήματα, κυρίως συμπαγή ειδώλια ποικίλων τύπων βοοειδών (βουβάλια, βίσονες, ταύροι), ερπετών (σαύρες, φίδια), εντόμων (ακρίδες) και μικρά ζώα (χελώνες, τρωκτικά), αλλά και περίτμητα ελάσματα ταύρων και βοών που χρονολογούνται στον 9ο και 8ο αι. π. Χ. καθώς και χάλκινα σκήπτρα εξουσίας ή αναθηματικά αγγεία. Εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις απαρχές της ίδρυσης του ιερού έχουν τα προϊστορικά κινητά ευρήματα, όπως λίθινοι πελέκεις, οψιανοί και πυριτόλιθοι που ανάγονται στην Τελική Νεολιθική (ύστερη 3η π. Χ. χιλιετία) και πιθανώς συνδέονται με τη χρήση του χώρου ως ιερού κορυφής, αλλά και με το γνωστό μύθο της ίδρυσης του ιερού του Ατταβυρίου Διός από τον κρητικό βασιλέα Αλθαιμένη που εξόριστος βρήκε προστασία στο όρος Αττάβυρος.
Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια
Πηγή photo: commons.wikimedia.org